Το Blog της αγάπης

Αγάπη για ποίηση και για άξια αξιοπρέπεια στις γυναίκες

Sunday, May 04, 2008

ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΣ

Δεν είναι τίποτα σπουδαίο!

Δύο μάτια, μία μύτη, ένα στόμα

Ένα δύστροπο πρόσωπο, ύφος.

Μια τάση προς εξαφάνιση όλων..

Κάποτε είπες ότι θα φύγεις. Στην εφηβεία.

Θα διαπερνούσες τον τοίχο

ο οποίος, σου έφραζε τα όνειρα

Δίχως να υπολογίζεις τις συνέπειες.

Αναζητούσες την αγάπη, όσο πιο κοντά σου,

Μπορούσες να την ανακαλύψεις,

μα, σα να βρισκόταν πίσω από ένα τείχος, μακρύ, ατελείωτο.

Ακολουθούσες τη φωνή της ενώ παράλληλα περπατούσες

Γιατί δεν είχες φτερά, από πάνω να πετάξεις.

Έκρινες, ότι στην άλλη πλευρά, η διαφορετικότητα επιβιώνει

Η ειρήνη. Τρεχούμενα νερά, θα ωρίμαζαν

το έδαφος ενός νέου βίου. Με ελεύθερη καρδιά.

Τα βήματα σου ακούγονταν επιπόλαια.

Τσάκιζες με το βάρος του κορμιού σου, τις ευκαιρίες.

Αντιμετώπιζες επιφανειακά, κάθε τι, επειδή βαθύτερα πονούσε

Όταν οι συνάνθρωποι δεν σε αγκάλιαζαν

-κι οι ίδιοι, ως ξερά φύλλα, σχίζονταν σε μικρότερα κομμάτια.

Πίστευες, πως μια ορισμένη στιγμή, όλη η πραγματικότητα

θα σου ανήκε, όταν ένα δίδυμο ψυχής, θα καλυπτόταν ως ένα.

Σα να χάθηκε κι εκείνη, στον λαβύρινθο των φόβων.

Παντού ταμπέλες. Από γωνία σε γωνία. Δοκιμή γνωριμιών.

Εσύ σύγκρινες άδικα τον ρεαλισμό, όπως σου προσφερόταν,

με την στραγγισμένη αίσθηση,

του απόλυτου στο άλλο φύλο.

Όλα ή τίποτα, είπες. Κίνησες, ξανά.

Η φωνή, πίσω από το τείχος, σου φάνηκε ως τραγούδι.

Μέρος μιας παράστασης, από αρχαία τραγωδία.

Ο Χορός επηρεαζόταν από την ένταση του πόθου σου.

Ανταποκρίνονταν σαν μαγεμένα τα μέλη του.

Έπαιρναν το χρώμα του ουρανού όταν αγγίζει τον ορίζοντα

Στη Μεσόγειο. Καλοκαίρι, ήλιος. Άρπαξες δίχως αντίσταση

τα γαλάζια μάτια της, την νίκησες

Οδήγησες σ’ ένα τόπο χωρίς δρομέα χρόνου.

Η μορφή όπως τη φαντάστηκες να σε περιμένει

Να της προσφέρεις το χέρι, ανεμπόδιστα

από χωρισμούς, αντανακλάσεις, ικανά να αλλοιώσουν τον έρωτα.

Θα χωνόσαστε στο σκαθάρι κι όπου σας έβγαζε.

Η ομίχλη κάλυψε γρήγορα το όνειρο σου.

Το Φθινόπωρο έσπασε σαν βέλος, τη ζωγραφιά σου.

Γιατί αναστατώνεσαι τόσο εύκολα;

Γιατί αφήνεσαι σε ψεύτικες αναμνήσεις;

Τεντώνουν τάχιστα τη γυάλινη θύμηση σου

-πιστεύεις ότι δεν θα ραγίσει.

Τίποτα δεν παραμένει νέο, υπό το φως των συναισθημάτων.

Η επανένωση όταν χωρίζεις, μοιάζει αφελής αναμονή.

Χρειάζεσαι πάντα, κάποιον να σου κρατά το χέρι

Να σου εξηγεί, πως όλα θα πάνε καλά.

Βαθιά να χαθείς στην αγκαλιά.

Σαν παιδί που ανακάλυψε κουφάλα ασφαλή. Τόπο ασφαλή.

Ζεστό. Ανεξάντλητη πηγή φροντίδας.

Μέσα στις φτερούγες της μάνας φύσης.

Κάθε τόσο, όρθωνες το κεφαλάκι.

Μικρά βήματα, εξερευνήσεις στο χώρο

Στα αισθήματα του άλλου σου μισού.

- Θέλω να σε κοιτώ με απλό τρόπο, είπες.

Με αγάπη. Ανταποκρινόμενος σε κάθε σου αξία.

Καρδιοχτυπώντας στα βαθιά, ενόσω ήσασταν μαζί

Ήταν κύματα τροφοδότες.

Ανάσταιναν το ταξίδι σας στο αύριο –ή το ανακτούσαν.

Κύματα που έσπρωχναν τα πανιά των προσωπικοτήτων σας

εμπρός. Οποιοδήποτε εμπόδιο, ξεπερνιέται αργά ή βιαστικά..

Σελίδα σελίδα, ανασκαλεύεις το ημερολόγιο σου.

Φύλο με φύλο, ενωμένο.

Ποτίζατε συχνά πυκνά, τις ρίζες. Καρπερό το χώμα, ώριμο.

Ευοίωνη στα μάτια της ψυχής, η προοπτική ότι..

Που χάθηκες; Αφαιρέθηκες. Συνεχίζεις να βαδίζεις,

πλάι στο τείχος που ύψωσε κάποιος. Μήπως εσύ;

Αγνοούσες επίτηδες τη φωνή της ζωής

στην άλλη πλευρά. Με χαρά ή λύπη.

Προσγειώσου. Βοήθα όσους σε πλησίασαν

για να σε βοηθήσουν. Δίπλα σε κάποιον,

τα πάντα παίρνουν διαφορετική τροπή.

Η φιλία λυτρώνει την ανημποριά.

Σε επιστρέφει λίγα βήματα πίσω.

Πριν το σημείο, όπου έτοιμος, ταλαντευόσουν

Τεντώνοντας το σκοινί κάτω από τα πόδια σου.

Είπες θα πηδήξεις, θα τερματίσεις το παρόν του βίου σου.

Γιατί έτσι εύκολα; Ούτε στη μέση του ταξιδιού

δεν είσαι ακόμα. Τα νιάτα σβήνουν σαν τ’ αστέρια.

Με το πέρας του θανάτου τους

λάμπουν για χιλιάδες χρόνια..

Μόνο αγάπη χρειάζονται. Ν’ αντέχουν.

Μόνο αγάπη χρειάζεσαι. Υποστήριξη.

Εκείνες οι εικόνες στο πανί, συχνά σου μετέδιδαν πολλά

Μαγεύοντας σε. Μπλεκόταν ο πρακτικός βίος σε ταινία.

Διδάσκοντας σε να αντιστέκεσαι σε πρόσκαιρες σχέσεις.

Κάθισες ν’ ακούσεις το παράπονο του ανέμου.

Μετέφερε τα βαθύτερα λόγια, της καθαρής αναζήτησης

για φιλία. Κολόνα κολόνα, να χτιστούμε μεταξύ μας.

Να διώξουμε τα σύννεφα, τα οποία κρύβουν τα όνειρα μας.

Μη λυγίσεις. Σε στηρίζει η ελπίδα μας.

Το όραμα, πως σύντομα, ότι έσπειρες με ιδρώτα ψυχής,

Θα κατακλύσει με δέντρα, την έρημο των αμφιβολιών –Καίει.

Παραπέρα κι από την τάση

Προς εξαφάνιση όλων.. Του ίδιου σου του εαυτού.

Γιατί σε τραβάει τόσο, εκείνο το φως, του άλλου κόσμου;

Αυτή η πόρτα δεν ανοίγει επειδή, φιλικά, παρακινείται από σένα.

Θέλει, να ‘χεις κάνει ότι σου έγραψε η μοίρα, στο περιβάλλον της γης. Να ‘χεις κάποια εμπειρία από τούτο τον κόσμο.

Από τα άσχημα και τα καλά του.

Απ’ των “ερώτων” τις προσδοκίες.

Απ’ την ανησυχία που σου προκαλεί και μόνο, η έννοια:

Άνθρωπος. Πόσα γιατί, συνοδεύουν κάθε ύπαρξη,

πόσες απορίες. Αδυνατείς να τις λύσεις όλες.

Κάθε ύπαρξη και ιδιαίτερη.

Μόνο η μοναξιά μπορεί να τους ενώσει.

Μόνο η αγάπη μπορεί να εξευμενίσει τους φόβους.

Μια δάδα η μητέρα, μία για τον πατέρα –αθέατος.

<Φωτίζουν> το δρόμο σου, πλάι στο τείχος

της απομάκρυνσης σου από εκείνους.

Το έχτιζες δίχως να το γνωρίζεις.

Και κάθε νέος χρόνος που μετρούσε πίσω σου,

παρακαλούσες να ‘χες ένα φιλικό πρόσωπο, απέναντι σου

Μια ζεστή καρδιά, αντίκρυ σου

Ώστε η ψυχή να θωρεί την άλλη, μέσα απ’ τα μάτια σας.

Έπιασε η μία την άλλη, απ’ την παλάμη, να καταλήξουν

Σε κόσμους προσωρινούς αγαθιάρικους. Στην “νεκρή” ζώνη.

Ανάμεσα στα προβλήματα της πραγματικότητας

και στη ματαιότητα ουράνιων κόσμων.

Τουλάχιστον, στους τελευταίους, δεν είναι πέρασμα

Η πεποίθηση, ότι σε φυλούν.

Ένας φύλακας άγγελος.

Σε ανεβάζει στις φτερούγες του και αιωρείστε

σε χρώματα τα οποία μεθούν και εθίζουν. Σαν έρωτας περίπου.

Ωπ! Πάτησες μια φλούδα.. πέφτοντας άτσαλα.

- Πού είμαι; Ρώτησες. Επάνοδος στα γνώριμα.

Κρακ, κρακ, κρακ.. ράγισες περισσότερο μέσα σου.

Αυτό το “μέσα” σου μοιάζει ηλίθια έκφραση,

που να σου εξηγώ το ρόλο.

Τότε, παραμέρισες τις θύρες ενός παράθυρου

το οποίο κρεμόταν στο πουθενά,

κι αέρας αρκετός σηκώθηκε, τυλίγοντας την αύρα σου.

Βοηθώντας σε να προσπεράσεις ορισμένες αναμνήσεις σου

Είτε υπήρχαν στο εδώ, είτε στο νου σου.

Βαθιά ανάσα. Πνιγμένα ρουθούνια σε αρώματα Άνοιξης.

Από πού φτάνουν; Στρέφεις το πρόσωπο μακριά

απ’ το τείχος, τη γκρίζα εκείνη ατελείωτη επιφάνεια.

Μα όσο γυρίζεις το πρόσωπο σου αλλού, πισώπλατα σε ακολουθεί. Να μη το ξεχνάς. Επειδή,

όσο το αποφεύγεις, εξίσου σε εχθρεύεται.

Ακούς τα βήματα σου, περιοδικά.

Στοχάστηκες να συνεχίσεις ξυπόλητος, μα η ζωή πονά,

δεν χαμπαρίζει. Σε κανένα δεν χαρίζεται.

Παρούσα πάντοτε, σαν ομίχλη, ..αφύσικα.. επίμονη.

Απορροφά την υγρασία της πίκρας σου

κι ανανεώνει την παρουσία της.

Πουθενά, κανείς, κοντά, να πιαστείς.

Έστω κι αν προσπάθησες, τελικά κατάλαβες το ψεύτικο,

του περίμενε. Πλοίο φάντασμα.

Το ρουφά

Με απίστευτη δύναμη, η υγρασία..

Κουράστηκες ξαφνικά ..να κλαίγεσαι συνεχώς.

Παρά ταύτα εξακολουθείς να περπατάς με το ένα χέρι

να σέρνεται στον τοίχο.

Με το άλλο, βαστάς με δύναμη το όνειρο σου.

Τι είναι; Παιδεύτηκες ποτέ σου, να το διακρίνεις καθαρά;

Είπες θα πεθάνεις για ένα όνειρο, μα δεν προσμένει

από σένα, κάτι τέτοιο, το όνειρο.. βρίσκεται εκεί έξω

με μακριά μαλλιά να κρέμονται στους ντελικάτους ώμους.

Τα χαρακτηριστικά, αγνά, δίχως ψεγάδι…

Ζηλεύεις, μεθάς. Ξεσπάς. Ηρεμείς. Νεκρώνεσαι, ζωντανεύεις.

Κι αν αυτό δεν είναι αγάπη, τότε, τι είναι;

- Φυσικά! μωρό μου, δεν σου ταιριάζει η μοναξιά.

Μα οι απαίσιες μορφές-φόβοι σου,

σε κρατούν σε απόσταση.

Τη φώναξες αγάπη μου, κι απόρησες

που ακόμα, μπορούσες να μιλάς.

Όσο απομονώνεσαι, μαθαίνεις σαν μωρό, ξανά,

τις αρχικές λέξεις-κλειδιά, ώστε να επικοινωνείς.

Να δείχνεις ότι επικοινωνείς.

Κρακ, κρακ, κρακ ..Όχι, δεν πέφτει κανένα τούβλο. Κρίμα.

Πόσα κρίμα σε θυμίζουν. Για στιγμές

Που χάθηκαν, για γνωριμίες αδημιούργητες.

Για.. για.. για.. Αλλάζεις πλευρό

κι αφήνεσαι στο λήθαργο του ύπνου.

Για να ‘χεις την δυνατότητα, τουλάχιστον, μέσα στα όνειρα

Να μιλούν τα μάτια σου, πως κι έτσι, έζησες, κι αν..

Κι αν τα χρόνια διαδέχονται το ένα το άλλο, και συ μεγαλώνεις

Η ψυχή τα πληρώνει όλα,

ανά τους αιώνες.

Η ακοή σου λαμβάνει κάτι από μακριά

-συνάμα, αισθάνεσαι τα μέλη σου, κουρασμένα.

Τι σημαίνει εκείνος ο ψίθυρος, που μια απομακρύνεται

μια πλησιάζει

Και σε τσιμπά, χωρίς να καταλαβαίνεις όμως, τι βούλεται.

Με γνωρίζεις. >Συγχώρεσε. Μία λέξη, μία κατεύθυνση.

Έστω κι αν προσπερνάς στο άκουσμα της,

Αλλάζοντας δρόμο, κάποτε θα καταλήξεις σε αδιέξοδο

Και τότε, μη πεις: Στα έλεγα.

Μη επαναλάβεις τρόπους-διαδρομές, που σου επιτρέπουν

να τερματίσεις την πορεία σου στο ρολόι του χρόνου

Στο χώρο, όπου άλλοτε πατάς σταθερά

άλλοτε παραπατάς, ανήσυχος.

Με βαριά τα βλέφαρα, νομίζεις πως δε θ’ αντέξεις

Τον πηγαιμό..

Ερευνάς να βρεις, πως βγαίνουν

από αυτό ..το όνειρο. Μα δεν είναι κάτι φανταστικό.

Είναι η “πραγματικότητα” όπου ένδον της

Ανά διαστήματα, ξαναγεννιέσαι. Μαγνητικά συντίθεσαι.

Με σκόρπια λόγια, χαμένα κομμάτια,

πεταμένες αγάπες, σπαρακτικές προθέσεις,

θύμισες ξεπερασμένες. Ώσπου,

το αποτέλεσμα, συχνότερα, σε προσκαλεί σε τερατούργημα.

Θυμώνεις με τις σκέψεις σου.

Θυμώνεις με όσους σ’ έγραψαν στις θεωρίες τους,

καταλογίζοντας σου το συνολικό βάρος της κοινωνίας

ενώ πνίγει τα παιδιά της, ανά τους αιώνες!

Είναι λάθος, να είναι κανείς, άνθρωπος;

Να προτιμά τα υγιεινά γεύματα

που τρέφουν, όχι μόνο το κορμί, μα εξίσου, την ψυχή;

Θα τα θυσίαζες απνευστί, για ένα στιγμιαίο χαμόγελο;

Σε κεντρίζω, συνεχίζοντας μ’ ετούτη την ασχολία

Για να εννοήσεις, πως η ζωή, κινείται, πέρα

από εμπειρίες, χαρές, λύπες. Σχέσεις. Η ζωή είναι ευθύνη.

Όταν χάνεται μια ζωή, να εύχεσαι να μη χάνεται κι η ψυχή.

Καταλαβαίνεις, τι εννοώ.

Απόβαλε αυτό το μικρόβιο

Προς εξόντωση όλων.. μα ιδιαίτερα του εαυτού σου.

Τοποθέτησε μπόμπα στα σφαγεία.

Εναντίον όσων

Σου αφαιρούν το δικαίωμα να αγαπάς.

Ν’ αγαπηθείς αγνά. Αγαθιάρικα.

Άφησες αβίαστα, να πέσουν

κι άλλα φύλλα, απ’ το κορμό σου.

Βαδίζεις κι αδυνατίζεις από τα θέλω σου.

Αν το σύμπαν παράγει ως ένα, μαζί σου, με όλους,

τότε, γιατί δεν τα βρίσκουμε;

Σκορπούν οι κρίκοι

Εκείνοι που μας ένωναν, άδικα. Λάθος διαβάζονται.

Οπότε, πώς να συμπληρώσει ο ένας τον άλλο;

Κάθε χρόνος καθίστασαι εσύ.

Άνοιξη, καλοκαίρι, χειμώνας, Φθινόπωρο.

Όλο φεύγεις, κοντά με τις ημέρες, που πίσω δεν γυρνούν.

Θα ήθελες.

Ετοιμάζεις, με περικοπές, αποσκευές

Και υπόσχεσαι, φορά τη φορά, πως θα πάρεις

μόνο, ότι σε ομορφαίνει, ως ψυχούλα.

Μα οι λαθρεπιβάτες ενοχλητικών συμπεριφορών

Ξεγλιστρούν μέσα σου. Εφευρίσκοντας αιτία,

Εμφανίζονται και προκαλούν¢ Φυγή.

Ενίοτε, υποστήριζες μια πεποίθηση: την ηθελημένη σου

πρόθεση να ξεχάσεις ότι θυμίζει πολιτισμό..

Θα απομακρυνθείς, αποφεύγοντας τους θορύβους…

Είτε ακούγονται, είτε όχι. Η θάλασσα στα πόδια σου

Να σου ψιθυρίζει γλυκόλογα –βάλσαμο στ’ αυτιά σου.

Σε ηρεμεί η αναπνοή της. Σωστά;

Μια σπάει το κύμα

Μια επιστρέφει.

Μια πας, εσύ. Μια γυρνάς.

Θα ‘θελες να σε ρουφήξει η λεκάνη της

Να σε μεταβάλει σύμφωνα με το γήινο περιβάλλον της.

Περιοδικά, επιτρέποντας σου

Να πατάς στο αγαπημένο σου νησί, να λιάζεσαι

Πλάθοντας μες τα χέρια σου, την άμμο.

Πότε ένα πρόσωπο, το κοριτσάκι σου

Πότε, δύο μάτια, μόνα τους.

Σε ακολουθούν, απ’ όποιο σημείο κι αν τα ψάξεις.

Τι άλλο εύχεσαι να συνδυάζεται πλάι σου, σε παρόμοιες στιγμές; Ένα βιβλίο; Χαρακτήρες που γεννιούνται για σένα

πεθαίνουν για σένα.

Φορές, ζήλευες τα περάσματα τους από.. ότι πιο φυσιολογικό.

Επειδή, όσα δεν βιώνεις, τα φτιάχνεις με τη φαντασία σου.

Απαλά απαλά. Αποτυχία στην αποτυχία, προσπάθεια στην

προσπάθεια.

Κάποτε, ολοκληρώνεις τις σκέψεις σου.

Ξεκινάς μ’ ένα γράμμα, μαθαίνοντας να δίνεσαι, ψυχικά

Συνεχίζεις, μ’ όσα αποθέματα περισσεύουν

Μ’ όποιες σκόρπιες ειδήσεις σε αγγίζουν-καλλιεργούν

την ανθρωπιά σου.

Γιατί κι ο θάνατος, όπως ο έρωτας, η αγάπη για ότι γραφικό,

Θέλει, απλά, να γνωρίζεις πότε να φεύγεις.

Όσοι λυπούνται που χωρίζεις

Ας προσέξουν κι ετούτο: ανά περιόδους, είναι η προτιμότερη λύση. Εκείνος που φεύγει,

λυτρώνεται από τον πόνο

που προκαλεί στους γύρω του.

Όσοι.. τον χάνουν, λυτρώνονται

από την ..αδιαφορία του, να αλλάξει

Τη ζωή του.

Θα ‘πρεπε να ρωτούν, τα μέλη του ζευγαριού,

αν ο κόσμος χωρά να θρέψει άλλον ένα,

όχι, να καταστρέψει άλλο ένα.

Εδώ, ταιριάζει η λογική.

Έκατσες χάμω και το σκέπτεσαι. Πλάι σου, τόσα τούβλα.

Τι απέγιναν οι πόρτες; Ποιος, επίσης, τις έχτισε;

Απορείς, απορείς, ποιος.. Η διαδρομή σου στο χρόνο

απαιτεί γερό στομάχι –το τρύπησες με πολλούς καφέδες.

Κάποιος άφησε –ακουμπώντας μόλις- τα πόδια σου,

Το μοναδικό άλμπουμ των αναμνήσεων σου.

Βαφτίστηκες γυμνός ανάμεσα σε τόσους ξένους..

Θυμήθηκες, πόσες φορές, επανέλαβες αυτή την πράξη

Όλο πιο βαθιά, χωμένος σε νέες εμπειρίες.

Έδειξες ποτέ, το αληθινό πρόσωπο σου;

Μασκαρεύτηκες στο σχολείο –οπότε εκείνη η μάσκα

Έγινε ένα με το δέρμα σου.

Ψεύτη, υποκριτή, τα ‘θελε ο πισινός σου.

Αντιδρώ για σένα, επειδή ο ίδιος

είσαι ανίκανος να παρουσιάσεις ενεργητικότητα.

Ο πόλεμος, όμως, είναι δικός σου. Δικός σας.

Εν μέσω των φυσιολογικών φύλων, που μεταβάλλονται

αυτεξούσια σε κάτι ουδέτερο.

Εν μέσω, καταστάσεων, όπου μεγάλα παιδιά

Τσακώνονται, ποιος θα βιάσει, πρώτος, τον άλλο.

Κατόπιν, ο ηττημένος τσαλακώνεται

και κατευθείαν στον κάλαθο των αχρήστων.

Τι συμβαίνει; Σε πονά η αλήθεια;

Ο ένας από τη μια πλευρά του τοίχου

Η άλλη, απ’ την συνεχή επιμήκυνση της διαδρομής του αδιεξόδου.

Ο τοίχος έχει δύο πλευρές, μα απέχετε, ως ουδέτερο

Ανίκανο να καταφέρει να επικοινωνήσει με το αντίστοιχο του.

Οι φωνές τους ανακλώνται στον τοίχο,

Επιστρέφοντας στον πομπό.

Η μοναδική συχνότητα, που πλέον

Καταλαβαίνεις τον άλλο,

είναι εκείνη που προστάζει. Με τη σφυρίχτρα.

Υπόγεια γλώσσα, όλο υπονοούμενα.

Δώσε μου για να πάρεις –ψεύτικες υποσχέσεις.

Απιστία. Μοιχεία, υποκρισία.

Με το ζόρι ο ένας περιορίζει τον άλλο. Σαδισμός.

Ενόσω του καταπατά κάθε τόσο, τα εδάφη της προσωπικότητας του

Αντί.. Αντί να αφεθούν στον χορό της αγάπης

Όπως έρχεται. Με αυθορμητισμό, παράγωγο αυθεντικότητας.

Παντού βρίσκεις κώλο, όχι όμως τη μοναδικότητα του πνεύματος, όπως ελεύθερα μοιράζεται από τον κάτοχο του.

Μπορείς να ονομάσεις την πίκρα σου; Μπορείς.

Ή προέρχονται από πρόσωπα, επίκαιρα.. στιγματίζοντας σε

Ή από περιόδους και γεγονότα

Ικανά να αφήνουν ανεξίτηλα σημάδια. Υπενθυμίζοντας

Από τι προήλθες.

Δεν είναι προϊόν ο άνθρωπος, ψιθυρίζεις.

Δεν είναι προϊόν ο άνθρωπος! Φωνάζεις αρκετά δυνατά.

Η φωνή σου φεύγει, κι όλο απομακρύνεται

μα δεν πηδά στην άλλη πλευρά ..του τοίχου. Αδιαφορία.

Ουδέτερες συμπεριφορές. Ουδέτερα φύλα.

Τερατουργήματα, όχι της φύσης

Μα της ανθρώπινης ..υπερευφυϊας.

Το είχε προβλέψει ποτέ, κανείς, αυτό; Τη ..μεταμόρφωση εννοώ. Γιατί,

άλλο να γνωρίζεις πως θα πονέσεις στη ζωή σου, όπως είναι γραμμένο για όλους, κι άλλο,

πως διαβάζοντας τη διαθήκη

που άφησε η μία γενιά στην άλλη

Θα τρόμαζες, με τις επικείμενες αλλοιώσεις. Ουδέτερα φύλα.

Τελικά, όση αγάπη κι αν μεταδώσεις

Ούτε ένα ευχαριστώ στο πρόσωπο σου. Απλά, μοναξιά.

Απλές, συνηθισμένες συνυπάρξεις με το εγώ σου.

Αν και θα προτιμούσες να φέρεσαι, επίσης, λιτά,

μπροστά στους άλλους.

Να κινείσαι, ανάμεσα τους,

δίχως να σκέπτεσαι ότι θα σου κάνουν κακό..

Όλα όσα αγάπησες σε συνοδεύουν.

Εικόνες ταξιδιάρικες –πρόσωπα εκφραστικά, περαστικά.

Συναισθήματα αγαλλίασης, πράξεις απλοχεριάς. Ιστορίες γεμάτες ανθρωπιά, για να ‘χεις ειρήνη με τον εαυτό σου

Μ’ όσα στοιχεία διαγράφουν έναν τέλειο κύκλο. Της ζωής.

Λες, θα την κάνεις ιδανική, μα πάνω απ’ όλα, μυστηριώδη.

Της προσφέρεις διαμάντια από την καρδιά σου

Μα εκείνη, σε προτιμά αυτούσιο.

Σε καλεί, συχνά, για δείπνο.

Με καίριες αισθήσεις, φτιάχνοντας σε δραστήριο.

Εν τω μεταξύ, πλατύνουν την διαδοχή των κριτηρίων αντίληψης σου

Όλα αποκτούν νέα πνοή, ουσία, λόγο για να υπάρχουν.

Όπως και η ιδιοσυγκρασία σου. Για ορισμένο σκοπό.

Ελπίζεις, ως τη στιγμή της δύσης σου,

να τον ανακαλύψεις. Έτοιμος, τότε, θα βαδίσεις

Ενόσω, εκείνος θα παίρνει το σχήμα της σκιάς σου.

Γιατί, κι η σκιά σου, είναι η ψυχή σου

Κι αν δεν το κατάλαβες τόσα χρόνια, φταίει, επειδή παραπονιόσουν Πολύ, για πολλά¢ Τώρα, γνωρίζεις

Πως να φερθείς.

Κι ίσως, σε στιγμές που δεν το περιμένεις,

Λάβεις μηνύματα από άλλους κόσμους, άγνωστες διαστάσεις,

μα κι από τη γη. Το σπίτι σου.

Σου ψιθυρίζει, επειδή πλέον

είναι ανήμπορη, για να φωνάξει –δηλητηριάζεται τόσο άδικα.

Για λίγο σταματάς.

Κάθεσαι με την πλάτη, ακουμπισμένος στον τοίχο

Βυθίζεις την χούφτα σου στη γη

Υψώνεις κοντά σου, λίγο χώμα –πόση ζωή!-

Χαμογελάς διστακτικά.

Προσωρινή μορφή ευτυχίας.

- Τι έγινε αγάπη μου; Ρωτάς την οπτασία

που παρουσιάζεται εμπρός σου –μετέτρεψες σε ύλη

το όραμα σου. Όμορφη.

- Πονάς και το βλέπω.

Εξακολουθείς να απευθύνεσαι σ’ εκείνη.

- Το ξέρεις, πως ενώπιον μου, είναι αδύνατον

να υποκριθείς την χαρούμενη.

Το φως στο οποίο κάθε πρωί σε κεντρίζει, έντονα,

σε τυφλώνει μέσα σου, κι η λάμψη που εκπέμπεις,

εκδηλώνει ανεπιβεβαίωτο σημείο.

Γρήγορα, θα φανούν οι πρώτες ρυτίδες.

- Αναρωτιέμαι, όταν επικρατεί καταιγίδα.. γύρω σου,

πως ξεφεύγεις. Αδυνατείς να ξεφύγεις.

Μόνο, αν φυσήξω μέσα σου, θα ανοίξει η πόρτα.

Περαστικός ο καιρός. Δεν τη ξεχώριζες.

Αχ, ψυχή μου,

Όλα εδώ αλλάζουν. Ας κάνουμε τη διαφορά

με το ν’ αγαπιόμαστε

Απλά, αγαθιάρικα.

Ο χρόνος λαχαίνει να είναι κάτι μεταβατικό.

Τέντωσες το χέρι σου.

Άφησες να παρασύρει την άμμο στην παλάμη σου, ο άνεμος.

Προσπάθησες να χαμογελάσεις. Τίποτα.

Βαριά, άφησες τα μέλη σου να σέρνονται.

Έγειρες να κοιμηθείς. Λίγες ώρες,

ώσπου πάλι να ξεκινήσεις την πεζοπορία, δίπλα στο τείχος.

Κοιμάσαι για να ξεχνιέσαι.

Ν’ αλλάζεις πρόσωπο.

Ζωή.

Γιατί η ζωή δίχως εκείνη στην άλλη πλευρά είναι δυσβάσταχτη.

Τι να κάνει; μουρμουρίζεις,

ως να σε δεχτεί στις αγκάλες του ο ύπνος.

Έμεινε πίσω ή προπορεύεται, φωνάζοντας το όνομα σου;

Σου ‘χε πει –μες τη μοναξιά της- πως έψαχνε έναν ξένο

να τον κάνει γνώριμο της.

Στα όνειρα σας, ο ύπνος είναι κάτι μεταβατικό

ο χρόνος είναι κάτι μεταβατικό.

Ο θάνατος, ..ο θάνατος προσφέρει

Την απάντηση σε κάθε απορία. Αλλάζει σκηνικό στη ζωή..

Πού βρίσκεσαι;

Σε μια αίθουσα.

Ο κόσμος διασκεδάζει –χορεύουν ένα κλασσικό κομμάτι

Κοιτιούνται με πάθος, τα ζευγάρια.

Ορισμένα γκαρσόνια, μεταφέρουν τις παραγγελίες. Γέλια, κέφι

Κάνεις χώρο. Περνάς ανάμεσα τους.

Κι όσο ελίσσεσαι, εν μέσω ζωντανών προσωπικοτήτων

Ευχαριστείς εκείνον, τον δημιουργό των ονείρων.

Έπλασε έναν διάφανα όμορφο –για σένα- πίνακα.

Εγκάρδια στον χαρίζει.

Ω! Ας διαρκούσε για πάντα, ετούτη η στιγμή.

Ξεχώρισες τα μάτια της, από την άλλη άκρη της σάλας.

Έψαχναν και δεν έψαχναν, όχι να δοθούν

Μα να δανειστούν, για όσο διάστημα

κρατά η αιωνιότητα…

Στέκεται όρθια,

Αφήνει να την παρατηρούν.

<<Αυτό μόνο έχει ανάγκη>>, προφέρεις από μέσα σου.

Πλέον, το “μέσα σου” δεν αποτελεί ηλίθια έκφραση.

Άραγε θα της αρέσεις; -Η μορφή σου, πάντα

στην άλλη πλευρά του καθρέπτη.

Από δω, η δική της.

Πάντα, από εδώ, η δική της. Μόνο,

που στο όνειρο, μπορείτε να συνευρίσκεστε, σαν σε αιώνιο ραντεβού. Την κάλεσες.

Μ’ ένα βλεφαρισμό.

Γύρισε προς το μέρος σου. Χαμογελά. Ναι! Χαμογελά

Κι αν αυτό δεν είναι ευτυχία, δεν είναι αγάπη, τότε τι είναι;

Απόκτησαν χρώμα τα μάτια σας

Ζωή, τα πρόσωπα σας.

Σε ελάχιστο διάστημα χρόνου, η σάλα ησυχάζει.

Περπατάς προς εκείνη.

Το πλήθος, ανοίγουν έναν διάδρομο –όλα παύουν.

Κλακ, κλακ, κλακ, πάνω στο ξύλινο πάτωμα.

Απλά, περήφανα αρρενωπά βήματα –Σε καμαρώνει.

Ο άντρας γίνεται άντρας, η γυναίκα γυναίκα. Ξεχωρίζουν.

Απομένει μία κίνηση, ως να την πλησιάσεις.

- Δεν άργησα, λες. Ποτέ. Χαμογελά. Ναι! Χαμογελά.

Κι αν αυτό δεν.. μια κραυγή!

Συνάμα, επικρατεί διάλυση.

Ξύπνησες. Στα ίδια. Ποιο το όνειρο

Και τι, η πραγματικότητα.

Δεν υπάρχει χειρότερη μυρωδιά από εκείνη του ρεαλισμού.

Ένα κράμα-μείγμα από αλοιφές-παγωμένες (προβλήματα).

Ένα συνεχές επίπονο μασάζ

που όλο πιέζει, βαθαίνει, παραμορφώνει, το σώμα..

Δεν υπάρχει προτιμότερη αίσθηση από αυτή, ότι ζεις

Ότι μπορείς να δεις τον άλλο κατάματα, όποτε τον αναζητείς.

Να τηρήσει, ότι ζεις. Δίνεις αρκετή σημασία στο παρόν.

Φαίνεται, πότε κάποιος έχει αίμα στις φλέβες του

Συλλογίζεσαι, πλέον, επιστρέφοντας στην πραγματικότητα..

Ν’ ανοίξεις μια σχισμή στο δέρμα σου,

Να δεις, αν περιέχει αίμα αυτό που ποτίζεις, όταν τρως κάτι.

Ή είναι μεταλλαγμένο υγρό, παχύρρευστο, όσο κι ο εγωισμός

του κατόχου του. Ούτε η ψυχοθεραπεία βαίνει ικανή να τον σώσει.

Σηκώνεις ασυναίσθητα το κεφάλι, ψηλά,

στην κορυφογραμμή του τοίχου.

Μια κουκουβάγια στέκει, παρατηρώντας σε. Επίμονα.

Σα να λογαριάζει τις κινήσεις σου.

Γνωρίζει τι θα ακολουθήσει.

Σε διαβάζει σαν ανοιχτό βιβλίο.

- Τι βλέπεις; -την ρωτάς. Εσύ η σοφή, η γνώστρια όλων;

Σου ‘χει ζητήσει, άραγε, κανείς, να τον καταλάβεις σιγά σιγά,

ως άνθρωπο κι όχι αντιμετωπίζοντας τον σαν εργασία

που αναλόγως το αποτέλεσμα, θα λάβει τον “βαθμό”

ο οποίος του ταιριάζει;

Σε ποιόν δίνεις σημασία;

- Σ’ εκείνον, τον συντόμως άμεσα εκδηλωτικό,

Ή στο υπομονετικό άτομο, καθώς μοιράζεται εξίσου, τις προσωπικές σου ανησυχίες;

Αναρωτιέσαι αν θα αντλήσεις απαντήσεις στις απορίες σου.

- Ε, εσύ από εκεί πάνω, μ’ ακούς; της απευθύνεσαι.

Το σοφό πουλί με τα μεγάλα μάτια, δείχνει τώρα, να σε αγνοεί.

- Την είδες αν προσπέρασε, στην άλλη πλευρά; -σιωπή.

- Για την αγάπη, λέω. Την είδες; -αδιαφορία.

- Γιατί ήρθες; Τι ζητάς από μένα; Απάντησε!

Σκοτεινιάζουν τα μάτια της, ο ουρανός

Ανοίγουν τα μάτια, ο ουρανός.

Πλέον εννόησες. Άλλα πιάνει το φως,

άλλα το σκοτάδι.

Διαφορετικά, αντιλαμβάνεσαι, κάτι, λυπημένος.

Διαφορετικά, χαρούμενος.

Τι είσαι τώρα; Ούτε το ένα, ούτε το άλλο. Σκεπτικός.

Ούτε ένα βήμα. Τι να διαλέξεις;

Να κατευθυνθείς εμπρός, να γυρίσεις λιγάκι, πίσω.

Πλησίασες εδώ, με μεγάλη προσπάθεια.

Προτιμάς και δεν προτιμάς, να πηδήξεις στο χρόνο

Να συμβούν τα γεγονότα, κι εσύ, στο τέλος

να παρακολουθήσεις να εκπληρώνονται,

θεατής του ίδιου σου του εαυτού

Ή απλά, επιχειρώντας εσύ, την πορεία. Όπου σε βγάλει.

Έβαλες πείσμα να σ’ αγαπήσουν με την ανθρώπινη σου φύση,

την αδύναμη. Την μικρή. Όχι, ζυγίζοντας σε.

Το βάρος σου.. σε χρυσάφι…

Είπες, θα δοθείς σε οποιαδήποτε γλυκιά ύπαρξη

Έστω κι αν τελικά, μέσα της, είναι μαύρη..

Θα την φωτίσεις με την αγάπη σου.

Θα την πλάθεις, σποραδικά, σ’ ότι είναι εκείνη, στ’ αλήθεια.

Ή είναι, μα εσύ δεν το διακρίνεις. Ανίκανος να συμβιβαστείς

μ’ ότι δύναται να σε ελευθερώσει. Ο χρόνος τελειώνει, κι έπειτα..

Κυνηγημένη ψυχή ανά τους αιώνες θα είσαι,

απ’ τα ίδια σου τα απωθημένα.

Για στιγμές, που η δειλία σου, υπερίσχυσε.

(Πως την άφησες, δεν …καταλαβαίνω).

Αρέσκεσαι να αποδίδεις πλήθος κατηγοριών στον εαυτό σου.

Επειδή πάντα, στη ζωή.. σου, επέλεγες τα δύο άκρα.

Ανάμεσα στις σκιές που δημιουργεί το χάραμα, το δείλι.

Μία επίπεδη μορφή, είσαι, μαύρη. Πρωταγωνιστής στο θέατρο σκιών. Παρόλο που αντιστέκεσαι στα νήματα

που σε κινούν. Ούτε ο ίδιος, δεν φαντάζεσαι γιατί το πράττεις.

Τι λες; Θα σηκωθείς; Πείνασες ξαφνικά.

Καλείς σε γεύμα ένα Θεό, μα περισσότερο, δεν αντιστέκεσαι

στο πειρασμό, να βολιδοσκοπήσεις βάση των δημιουργημάτων του. Σαν άγαλμα κάθεται

απέναντι σου. Με όψη σκληρή και λεία,

συγχρόνως.

Το απροσδιόριστο βλέμμα του, ζωγραφίζει κάπου.

Δεν θ’ αποκριθεί σ’ οτιδήποτε του καταλογίσεις. Όπως πάντα.

- Ε! Εσύ, Παντογνώστη. Όλα ετούτα. Λίμνες, λαγκάδια, δέντρα, ηλιοβασιλέματα. Φεγγαρολουσμένες θάλασσες. Χίλια μύρια όσα. Γιατί τα έφτιαξες;

- Όρισες νόμους, μεταξύ των ζώων, των χαρισματικών πετούμενων. Στα υδρόβια πλάσματα. Απόδωσες την ευθύνη τους στον άνθρωπο, προσφέροντας του τη δύναμη να τιθασεύει τη φύση.

Ν’ αγαπά, να μισεί, να φυλακίζει τα παραπάνω είδη

σε παρόμοιας κατάληξης, κάγκελα –φωτογραφημένες στιγμές.

Ικανός να τα διαστρεβλώνει, όποτε αισθάνεται ανίσχυρος τους. Τον ξέχασες. Κι έτσι, εκείνος, από πείσμα, ξεσπά ως αντίκτυπο Σε ότι Δημιούργησες. Ακόμη και στο είναι του.

- Κατασκευάζει νεωτερισμένες μηχανές.

Συνθέτει ύμνους με ημερομηνία λήξεως.

Σκοτώνει όσους αγαπούν αλλήλους. Προσπερνά πεινασμένους

- Υποστηρίζει συχνά,

Πως κάνει τέχνη, με τον πόνο των τελευταίων.

ΚαταΓΡΑΦΕΙ σ’ ένα φύλλο χαρτί

την αγωνία των οφθαλμών.

- Πλησίασε. Πάρε λίγο ψωμί. Κόψε μια φέτα, Θεέ.

Φέρε τη κοντά στο αυτί σου. Τι σου λέει;

Κάθε μερίδα που τρέφει το σώμα, φτιάχνει την ιστορία.

Κάθε έλλειψη ανθρώπινης επαφής, αποκαλύπτει το εγερτήριο

Το οποίο επιτρέπει τον πόλεμο. Ακόμα και εναντίον Σου.

Γιατί, μας ξέχασες. Με ξέχασες, προσθέτεις ξεψυχισμένα.

Ακούσανε τα λόγια σου, οδοιπόρε, οι ζωντανοί

Τ’ ακούσανε κι οι πεθαμένοι. Άλλοι απ’ τον παράδεισο,

άλλοι από την κόλαση.

Καθαροί.. και κολασμένοι, σε χαιρετούν. Κανείς δεν είναι τέλειος. Μόνο, που κάπου κάπου, ορισμένους,

Τους τραβάει το πηγάδι.. πιο δυνατά.

Πραγματοποιείς ένα τελευταίο.. συλλογισμό,

προτού στείλεις για καθάρισμα, όσα, με τόσο ευγενική διάθεση, μοιράστηκες με τον καλεσμένο σου

Φεύγει

Φεύγει, κι οι σάλπιγγες, τον καλωσορίζουν

Στο βασίλειο του.

Προφέρεις ελεύθερα την γνώμη σου, δίχως να φοβάσαι..

-βρίσκεται ακόμη, εδώ;

Θυμάσαι την οικογένεια σου. Όταν συναντιόσαστε από κοντά.

Έστω και μ’ εκείνον –αναπόσπαστο με τη σκέψη- παντογνώστη. Γερνάτε επικίνδυνα.

Αλλάζετε εξωτερικά –αν και είναι ψέμα.

Θα ‘θελες να φύγεις μακριά τους, γι’ αρκετό καιρό.

Προς τι, οι ενοχές;

Αφού κι από μέρους τους, βαρέθηκαν.

Απλά, έχεις την πολυτέλεια να το εκφράζεις, χωρίς περιορισμούς

Αφού δεν παρευρίσκονται, αντιδρώντας!

Αστεία λόγια.

Ξεθαρρεύεις. Περπατάς, χτυπώντας τις πατούσες σου

-γρήγορα αναγνωρίζουν τον κανονικό τους ρυθμό.

Ω! τοίχε αγαπημένε –έχεις μια ιδέα.

Θα σκιτσάρεις πρόχειρα πάνω του, όταν το έχεις ανάγκη

-στην ροή της διαδρομής σου προς τον παράδεισο..-

Όσα ή ότι, νομίζεις. Να βλέπουν, εκείνοι

που αργοπορημένα ξεκίνησαν να σε ακολουθούν

Ενημερωμένοι, ότι πέρασες απ’ το τάδε ή το δείνα σημείο,

Σ’ ετούτη την πλευρά, την αρσενική.

Αλλόκοτα σχήματα. Λευκά πρόσωπα, άδεια.

Επισκέψεις σε σπίτια. Σαν εμπειρίες, περίπου.

Ένα φως. Ασπρόμαυρες, έγχρωμες εικόνες.

Δύο παλάμες που ενώνονται σ’ ένα σώμα, του τοίχου.

Παίρνεις πόζες. Δήθεν πως χαμογελάς,

πως απορείς, πως κάνεις έρωτα.

Πως αγκαλιάζεις το άλλο σου, κρυφό εαυτό

Του πετάς μετρημένα ψεύτικα λουλούδια

κι εκείνος ο άλλος, τους βάζει φωτιά.

Ξαφνικά, κατηφόρα. Τρέχοντας με τεντωμένα χέρια.

Παιδιάστικα γέλια.

Πηδάς, να κερδίσεις λίγο χρόνο.

Λάστιχο η υπομονή σου, κι εσύ την τεντώνεις

Κι εκείνη τρίβεται. Ως την συνάντηση του διαζυγίου με τη ζωή..

Τη φόρα,

σου κόβει η συνάντηση

μ’ ένα σωρό από σκόρπια χαρτιά.

Φαίνεται, πως κάποιος, κάτι έχει γράψει στην επιφάνεια τους.

Τα μαζεύεις. Με την αρίθμηση τους –οργανωμένα ως γράμμα.

Πιάνεις την αρχή του. Είναι από εκείνη..

>>Αχ, κάνε να μην έχεις προσπεράσει. Στέκομαι κουρασμένη.

Σου γράφω, με λίγες δυνάμεις, όλες μαζεμένες στο ένα μου χέρι.

Στιγμές, μου φάνηκε πως άκουσα τη φωνή σου.

Ίσως να ήταν ο άνεμος, ενώ έπαιζε με την υπόσταση μου.

>>Θα έχω περάσει, ίσως, από ώρα, ετούτο το σημείο.

Που να ξέρεις, με τι δυσκολία κατάφερα να στο στείλω.

Το γράμμα. Νόμιζα ότι θα σκαλώσει, ψηλά στον τοίχο.

Ποιος τον έβαλε ανάμεσα μας;

>>Διαλέγω κάθε φράση, φοβούμενη, μη με εγκαταλείψουν

οι δυνάμεις μου. Μη δε προλάβω να σου ομολογήσω, όλα

όσα υποσχέθηκε ο ένας στον άλλο, όταν συμβαίναμε μαζί..

Θυμάσαι;

Είπες, δεν θα χωρίσουμε ποτέ, οτιδήποτε κι αν τύχει.

>>Συνθέταμε σχέδια. Είπαμε, θα πιάσουμε ένα σπίτι

και θα αγοράζαμε –φασόλι φασόλι- την προίκα μας. Ώστε

Κάθε γύρος, να ‘χει αυτό το κάτι, αν συνοδεύει

τις διαφυγούσες ημέρες. Με τα καλά ή τα άσχημα τους.

>>Γνωρίζεις. Το φετινό καλοκαίρι ήταν το δυσκολότερο.

Για σένα. Για μένα. Πείστηκα, πως πια, θα ηρεμήσω.

Μα να τώρα, που βρίσκομαι να σε κυνηγώ, πίσω

από ένα πελώριο εμπόδιο. Υψώθηκε ανάμεσα μας.

Ο χειρότερος εφιάλτης μου.

>>Ουφ. Βαθιές ανάσες, μα δεν θ’ αντέξω για πολύ.

Αναρωτιέμαι, φέρνοντας την εικόνα της μορφής σου

Εμπρός μου, αν το παρών πράγμα πλάι μου, έχει ζωή.

Μου φαίνεται ότι παίζει μαζί μου. Μ’ εμάς.

Αντίο, προς το παρόν.

Δίπλωσες το γράμμα. Το φύλαξες στην τσέπη,

Φώναξες δυνατά το όνομα της. Αγάπη, αγάπη!

Καμιά απόκριση. Ποιος μας βασανίζει;

Ποιος, αρχικά, βασανίζει τον εαυτό του;

Καλύπτεις μερίδια μέτρων, ακόμη.

Αφήνεις, μακριά από την σκιά σου, χιλιόμετρα.

Κι όσο μειώνεις την απόσταση από τον λυτρωμό

της συνάντησης σας, κάτι συμβαίνει στο σώμα σου.

Μαζεύεις. Κονταίνεις. Λιγνεύετε, ως υπόσταση. Η φωνή. Εσύ.

Μεταμορφώνεσαι σε παιδί –τα ρούχα κολυμπούν πάνω σου.

Σουλουπώνεσαι όπως όπως. Συγγενεύεις με ορφανό παλιάτσο

Οπότε, ξεκίνησες, να βρεις κάποιο πιθανό συγγενή.

Το τοπίο αλλάζει. Από ερημικό, μετατρέπεται σε..

Μικρός αριθμός σπιτιών. Ορισμένες τριμμένες φάρμες.

Μικρομάγαζα. Η μικρή πόλη. Άραγε,

γνωρίζουν την ύπαρξη των συνόρων

Που καλύπτει, γειτονικά τους μυριάδες μίλια;

Ένα τείχος, μακρύτερο τινά, κι από το Σινικό.

Βλέπεις το σύνολο της παρέας, ομάδας παιδιών.

Έχουν σχηματίσει ένα κύκλο. Καθισμένα ανακούρκουδα.

Στο κέντρο, ο τοπικός παραμυθάς, μοιράζει τις ιστορίες του.

Συλλογίζεσαι, αν πράγματι

Σου διάβαζε η μητέρα, προτού κοιμηθείς, μωρό

Ακούς.

Δέχεσαι.

Ακούς για ζώα, τα οποία αλλάζουν δέρμα και όψη.

Όπως το μεταμφιεσμένο λιοντάρι σε γαϊδούρι –να ‘βρει,

Ήσυχο τροφή.

Παρατήρησες νοερά, ένα τσούρμο ποντικών,

σε αντιπαλότητα με μια γάτα.

Τι μάχη!

Θαύμασες την φιλία, αναμεταξύ ανθρώπου και αρκούδας.

Ξαφνιάστηκες με τον δειλό ταύρο, αντίκρυ σε μια αλεπού.

Ακούς. δέχεσαι. Την ομιλία του παραμυθά, μα εκείνος, παύει

Για ελάχιστα. Παίρνει ανάσα, και μ’ ένα νεύμα της παλάμης

Σε δείχνει, καλώντας σε, κοντύτερα.

Πλησίασες την παρέα, σταματώντας στο κέντρο.

Έτοιμος –αυθόρμητα- να χαρίσεις ένα μικρό φανταστικό κόσμο, στα παιδιά. Στο όλο λογοπαίγνιο. Η δική σου ιστορία.

Πήρες ένα ύφος σοβαρό. “Κονταίνοντας τις ακτίνες της διαμέτρου” των συνομήλικων σου.

Ψίθυροι ψίθυροι. Τι θα ήταν εκείνο

που έμελλε να ακουστεί από το στόμα σου;

Απορημένα βλέμματα, γελάκια. Πειράγματα.

Αγοράκια, κοριτσάκια, ένα γύρω –τράβηξες την προσοχή

Με μια λάμψη στα χέρια, με την πρώτη φράση στα χείλη:

<<Σταγόνες ευημερίας>> ο τίτλος του παραμυθιού σου..

Με παρελθόν, όσο και τα χρόνια σου –σαν ιστορικό βιβλίο.

Αρχίζεις από.. Κάποτε, σ’ ένα κατάφυτο χωριό, βαθιά,

σε μια πεδιάδα, με περήφανους ποταμούς και καθαρό οξυγόνο, ζούσε μια κοπέλα, που την έλεγα, Παυλίνα.

Η Παυλίνα, περνούσε τον περισσότερο καιρό

με τον άντρα της, πουλώντας ψάρια, διασχίζοντας

τα κανάλια με τη μαούνα τους. Μα πολλά πρωινά,

Σαν ανέμελη περιστέρα, της άρεσε να τριγυρνά, εδώ κι εκεί,

με παρέα, την παιχνιδιάρικη διάθεση, αναδυομένων ζωντάνια.

Ζωάκια. Πουλιά. Πασχαλίτσες. Περίεργα έντομα στα κλαδιά.

Άγγιζε τα λουλούδια

Χαιρόταν την απλοχεριά τους. Να της χαρίζουν το άρωμα τους. Ως το μεγαλύτερο δώρο, αγνής ψυχής,

προς μία άλλη.

Αγαπούσε το σπίτι της. Ένα πανέμορφο κτίσμα

Πνιγμένο στις κληματαριές –πως μύριζε πράσινο!

Και κάθε που ξημέρωνε, ενόσω βράδιαζε,

Η φύση, πότιζε την δροσιά του νέου, πάνω του.

-Ανάπνεε τη ζωή των ενοίκων του.

Η Παυλίνα –πόσο ευτυχισμένη!

Μα στον χρόνο επάνω, τον πρώτο, του γάμου της,

Κάτι, της συντάραξε την γαλήνη.

Η είδηση, πως, σταγόνες σταγόνες, θα αφικνούνταν

και σ’ εκείνους τους κατοίκους του χωριού,

τα πρώτα δείγματα της ανθρώπινης ορθοφροσύνης.

Οπότε, η Παυλίνα, ζήλευε –κατακτώντας μέτρο το μέτρο-

Τη φήμη, όσων γύρω της, καυχούνταν οι άλλοι,

ότι απόκτησαν, και πίεζε τον σύζυγο της, να πουλήσουν

την μαούνα. Κάποιο κτήμα, ένα τίτλο ιδιοκτησίας, μακρινού,

άλλοτε, τόπου διαμονής. Να ‘χει να δείχνεται.

Το κακό μαράζι, σφήνωσε στο δεσμό του ζευγαριού,

Μα προτού συγκλίνουν οι καταστάσεις, στο μεταξύ τους χωρισμό,

Εκείνη, πουλά την ψυχή της, για πολλά χρήματα.

Τάχα, μεγάλη τύχη, τους έλαχε. Κληρονομιά –από..

Κοροϊδία προς τον άντρα της.

Εύκαιρη, η Παυλίνα, σκορπούσε τα λεφτά, κι όλο αγόραζε.

Όλο αγόραζε. Μα, πραγματοποιώντας όποια της τρελή επιθυμία, το πλήρωνε η ομορφιά της –κι ας δικαιολογούνταν, για κόπωση-

Τα χρόνια, πάνω της, αμαύρωναν το προηγούμενο σύνολο κάλλους. Μα δεν το μετάνιωνε. Έπρεπε να προλάβει

να καλύψει το κενό, με τη φήμη, όσων, γύρω της,

καυχούνταν ότι απόκτησαν. Μα τα είχε, κιόλας, χάσει;

Ο κακός μάγος, παίρνει την ψυχή της, οπότε και τα λογικά.

Αφήνοντας, μια ολόχρυση καδένα.

Τ’ όνομα του: Χρήμα.

Η αφήγηση, σύντομη, περιεκτική, επίπονη.

Ταράζει τα παιδιά. Τ’ αλλάζει

Σε περιστέρια, τα οποία φτερουγίζουν με δύναμη, προς τον ουρανό. Να βρουν την χαμένη ψυχή της Παυλίνας.

Κι όσο έφευγαν, κι όλο απομακρύνονταν από σένα

Μεγάλος σεισμός έγινε, κι αέρας σηκώθηκε

Ρούφηξε τη γη, τα σπίτια. Τις φάρμες. Τα μικρομάγαζα.

Τη μικροκαμωμένη πόλη, πίσω σου. Τον παραμυθά.

Ξανά έρημος. Θερμή η ατμόσφαιρα.

Σαν καλοκαίρι, περίπου. Μα πουθενά η θάλασσα

για μια βουτιά. Η γιγάντια μπανιέρα

που, δίχως επιλογή, καταπίνει ότι καταφέρει… όταν το ορίζει σωστό.

Δεν ξέρεις, πότε θα πεθάνεις, μα γνωρίζεις, πως ότι

σου υποσχέθηκαν: να διαλέξεις ο ίδιος την ώρα,

στην επιλαχούσα ευκαιρία, θα επιτελούνταν.

Το ανέμενες πως και πως.

Απόηχοι. Απόηχοι. Από τον σεισμό –ακόμη φτάνουν.

Μικρού μεγέθους, ρωγμές στον τοίχο.

Ευθείες. Στροφές, κοφτές γραμμές.

Παιδί ακόμα.

Σκίζεις, το περισσευούμενο ύφασμα, απ’ ότι φοράς

Ξανά κινάς. Μόνο, που τώρα σκοτεινιάζει,

Μια μέρα.. πέρασε, άλλη εξωτερικεύεται.

Πόσο γρήγορα, πλέον, νομίζεις, ότι θα μεγαλώσεις;

Φοβάσαι το σκοτάδι. Τα κάνει όλα, ένα.

Αέρα, γη, ανθρώπους, ζώα, κτίσματα, όπως άλλοτε..

Αναρωτιέσαι, σε ποια μαγική γυάλα, αποτυπώνεται

η φιγούρα σου σε αναζήτηση του ενός, από ένωση..

Απλώνεις της ηλικίας σου το χέρι, να σέρνεται στον κρύο τοίχο. Βαδίζεις, με σιγανά, προσεκτικά βήματα.

Σφυρίζεις έναν σκοπό. Πότε σιγανά, πότε εντονότερα.

Φοβάσαι το σκοτάδι. Σα να επιστρέφεις στη μήτρα της μάνας.

Από μακριά, ξεχωρίζει αμυδρά, ένα φως.

Κατευθύνεσαι στο φως.

Μα, μια έρχεται, δύο φεύγει.

Τώρα! Ουρλιάζεις από φόβο. Στην επόμενη κίνηση σου,

πατάς στον περίγυρο μιας σκηνής. Μεγάλης.

Στην είσοδο της, όπου δεν εφαρμόζει στρωτά, το ύφασμα,

Από την σχισμή αυτή, λάμπει μια “πυρκαγιά” φωτός.

Τι σε περιμένει; Η καρδούλα σου πάει να σπάσει.

Σηκώνεις το βλέμμα στο στερέωμα. Ελάχιστα αστέρια,

Ακίνητα, σαν κολλημένα εκεί πάνω.

Ρίχνεις μια πρόχειρη ματιά στον εαυτό σου. Ατροφικός παλιάτσος από κάποιο ξεχασμένο τσίρκο..

Της καθημερινότητας.

Το παίρνεις απόφαση. Παραμερίζεις με τη μία σου παλάμη,

το ύφασμα –αγγίζοντας τις ζυγές άκρες της σχισμής-

Εισέρχεσαι στη σκηνή.

Στο κέντρο του χώρου, καθισμένη στην άλλη πλευρά

του χαμηλού τραπεζιού, απέναντι σου, μια γυναίκα

με περίεργα χαρακτηριστικά. Αλληλοκοιτιέστε.

Ένα νόημα από μέρους της. Εκεί, στο σκαμπό

-δίχως πρέπει.

Παρουσιάστηκες ξαφνικά. Οπότε, περίεργος, παρατηρείς

κυκλικά, ένα γύρω. Οι πλευρές της σκηνής, έχουν ντυθεί

με μακρόστενους καθρέπτες. Ψηλούς –σα να χωρίζουν,

νοερά, δύο ημικύκλια χώρου. Το ένα, εκείνης,

της γυναικείας φιγούρας. 180 μοίρες για τον καθένα.

Το δικό σου, σε δείχνει από κάθε πλευρά σου.

Ωσότου..

Μα κατευθύνοντας το πρόσωπο στους καθρέπτες, πίσω

Από εκείνη, τη γυναίκα, δεν σου παρουσιάζεται η όψη σου

-μερικοί καθρέπτες, ομιχλώδεις. Σε ορισμένους δε,

διακρίνεις κάτι, σε άλλους πάλι, όχι. Στους πρώτους,

έπαιξε ένα σύνολο αέναων φιγούρων.

Παρακολουθείς, δύο εικόνες: Να, ένα κοριτσάκι με μπλε φουστάνι, έχει κολλήσει το προσωπάκι της στο τζάμι, πίσω από αυτό! Σου χαμογελά.

Στο φόρεμα της, νόμισες πως είδες κύματα

Και λίγα δελφίνια να ξεπηδούν σε αραιούς σχηματισμούς.

Επανέρχεσαι στην γυναικεία φυσιογνωμία.

Ανακατεύει χαρτάκια σ’ ένα κουτί. Με υπομονή.

Περιμένει να της μιλήσεις.

Αντ’ αυτού, επιλέγεις τον δεύτερο καθρέπτη,

ο οποίος, σου έκανε εντύπωση. Τον κοιτάς προσεχτικότερα.

Στιγμή γέννας. Της δικής της ίσως;

Πόνοι, κραυγές ανυπομονησίας. Κλάματα, γέλια. Ένα μωρό.

Μα η μητέρα δεν ησυχάζει. Φουσκώνει πάλι, η κοιλιά της,

Μια νέα εγκυμοσύνη αναμένεται. Σα να ανέλαβε η ίδια

Να ξεγεννήσει όλο τον κόσμο, συλλογίζεσαι θαμπωμένος.

Στρέφεις το βλέμμα. Κοιτάς την γυναίκα εμπρός σου.

Εξακολουθεί να ανακατεύει το κουτί με τα τρία χαρτάκια.

<<Γιατί;>> την ρωτάς, με τη σκέψη σου, κι εκείνη,

προτού το εξωτερικεύσεις, επαναλαμβάνοντας το, σου απαντά, πως, κρατά το μέλλον, και να, πως το λογαριάζει:

Κάθε χαρτάκι έχει γραμμένη μία λέξη =Ευτυχία, αποτυχία, θάνατος. Τρεις προσπάθειες για να γνωρίσεις τα μελλούμενα.

Αν αποκαλυφθεί, 3 φορές η ευτυχία, σημαίνει το αυτονόητο.

Αν αποκαλυφθεί 3 φορές, αποτυχία, βάσανα και γηροκομείο.

Αν βγει τρεις φορές, ο θάνατος, τότε, γρήγορα,

θα λυτρωθεί ο πόνος σου.

Πάλλεται με ταχύτητα, το κουτί, στον αέρα.

Αφήνει, εκείνη, τα χαρτάκια, ανενόχλητα, να πέσουν στο τραπέζι. Αρχή> δύο κλειστά, το τρίτο: αποτυχία.

Επόμενο> Δύο κλειστά, το τρίτο: θάνατος.

Τέλος> Δύο κλειστά, ..ευτυχία.

Μα δεν καταλαβαίνεις το αποτέλεσμα.

Ζητάς την εξήγηση όσων αποκαλύφθηκαν.

Η μάντισσα, σουφρώνει τα χείλη, και απαντά:

- Ως τώρα, απέτυχες να ενταχθείς στο κοινωνικό σύνολο και πέθανες μέσα σου. Η ευτυχία ..βρίσκεται στα χέρια σου,

Φτάνει.., στο τέρμα του ταξιδιού.

Απορείς. Σκοτίζεις το κεφάλι σου, να εννοήσεις.

Ελάχιστα, σαν να.. Όχι. Νευριασμένος, της αποκρίνεσαι:

- Κοίτα πως κατάντησα. Παιδί. Μικρός παλιάτσος

στον εφιάλτη όσων χρόνων, επιμένουν, πάλι, να

έρθουν ώστε να μεγαλώσω. –Καγχάζεις- Τόσο πολύ

πρέπει να περιμένω;

Εκείνη, σου χαμογελά. Σου μεταφέρει μια διαδικασία

ως δοκιμασία:

- Εμένα, οι δυνάμεις, αρνητικά πολλές, μα οι προσωπικές σου,

ακόμα σφραγιστές. Οπότε, αν επιθυμείς να μεγαλώσεις

Χρειάζεται, τις φοβίες σου ν’ αντιμετωπίσεις.

Σκύβει εμπρός σου σα να σε παρηγορεί, και συνεχίζει:

- Μα μη νοιαστείς, τόσο, εσύ μικρέ. Αντιμέτωπος με κάθε τρομακτικό εχθρό, τον οποίο θα συναντήσεις,

- Πρόφερε: >Α μοεκανά σι κόντες< κι ευθέως,

θα γίνεις αόρατος. Αθέατος. Μα πρόσεχε, να έχει φως

εκεί που θα ‘σαι, ειδάλλως..

- Στη συνέχεια, αν θέλεις, τα μάτια σου να θωρούν το σώμα που φορείς, επανέλαβε την ίδια φράση. Καλή τύχη.

Σου προσφέρει ένα δώρο –για τα σκοτεινά μονοπάτια.

Μια μικρή γυαλιστερή, στενόμακρη μαύρη ράβδο.

- Όταν η άκρη του τεντωμένου σου χεριού, κρέμεται

Σε ευθεία γραμμή, εκείνη, προβάλει μια ελαφριά στήλη φωτός

Μα σώνεται γρήγορα. Οπότε, με σκέψη να την εργάζεσαι.

Ευχαριστείς, κι αποχωρώντας, βγαίνεις.

Τεντώνεις το χέρι, για πείραμα, εμπρός, όπως έμαθες –ωραία!

Συνεχίζεις την πορεία σου, παράλληλα στον τοίχο.

Σου φωτίζει την διαδρομή, η μαύρη ράβδος.

<<Για λίγο, ωσότου να συνηθίσεις το σκοτάδι>>.

Κάποια στιγμή, φύλαξες τον “φακό”.

Με την βοήθεια του, άνετα.. ο χώρος

που άφηναν πίσω σου, πλέον, τα πόδια, αποκαλυπτόταν.

Έθεσες σε λειτουργία, άλλες αισθήσεις, στο βαθύ

του σκοταδιού. Ανοιχτά αυτιά, για πρόβλεψη

οποιουδήποτε κινδύνου.

Βαδίζεις, με βάδην, Ως ..άκυρος.

Θα σε βγάλει κάπου, αυτό; Θα ξημερώσει ποτέ;

Μα, σα να αισθάνθηκες ένα ψιλοτράνταγμα στον τοίχο

Στον οποίο, σερνόταν η μία σου παλάμη. Να μην χάνεις

τον δρόμο. Είπες, δεν θα δώσεις σημασία.

Μα φοβάσαι το σκοτάδι, κι ότι, εκείνο, κρύβει στα σωθικά του

Επειδή, είναι παντού.

Αρκούσε ένα ανεπαίσθητο άγγιγμα από το πουθενά, και τότε..

Ακούς τα βήματα σου. Αποκλειστικά, αυτά ακούς. ευτυχώς.

Εξακολουθείς να τα δέχεσαι, κεντρικά, στον τομέα

της ησυχίας. Άλλο ένα ψιλοτράνταγμα –αφουγκράζεσαι.

Όχι, συλλογίστηκες. Δεν θα δώσεις σημασία.

Ακούς τα βήματα σου, μα τώρα..

Ενστικτωδώς, νοιώθεις πως παρακολουθείσαι. Στρέφεις, πίσω,

το κεφάλι. Τίποτα. Ακροάστηκες κι άλλα βήματα ..κάπου.

Της καρδιάς σου αυξαίνουν οι ρυθμοί της. Περπατάς.

Σταματάς.

Περπατάς. Σταματάς.

Τσεκάρεις αν σε ακολουθεί, πράγματι, κανείς

ή νόμισες, ότι κάποιο παιδί του σκοταδιού, παίζει μαζί σου.

Όσο προχωρείς, σου αποτυπώνεται η εντύπωση,

πως εκείνα τα άλλα βήματα, πλησιάζουν κοντύτερα σου.

Με κάθε τους νέα μετατόπιση, προκαλούν ένα ακόμη

μεγαλύτερο τράνταγμα στον χώρο. Σαν ένας πελώριος γίγαντας να σε εχθρεύτηκε, μα, προωθείται στις μύτες..

να μην ακούγεται..

Τρόμαξες. Θα το βάλεις στα πόδια –πουθενά, ένα φως;-

Να προφέρεις την φράση της μάντισσας, ως σωσίβιο

Σωτηρίας. Μ’ ένα >Α μοεκανά σι κόντες< θα χανόσουν,

αόρατος. Αλλά;

<<Να τρέξω;>> αναρωτιέσαι. Μα, αν σκοντάψεις;

Σε μια αυθόρμητη κίνηση απελπισίας,

πετάς με δύναμη, μακριά, την μαύρη, στενόμακρη ράβδο

Η οποία, σου φώτιζε τον δρόμο, προς παραπλάνηση

του τέρατος του σκοταδιού. Ήταν τόσο κοντά!

Έβγαλες τα παπούτσια, που έτσι κι αλλιώς, μέσα τους,

κολυμπούσαν οι πατούσες. Πότε θα μεγαλώσεις;

Ξυπόλητος, αρχινάς ένα τρεχαλητό, κι εκείνη η ανάσα..

Ακούς μόνο, ένα μονότονο ήχο από μακριά. Ουφ.

Βαθιές ανάσες, αργός βηματισμός.

Σκέπτεσαι να ξεκινήσεις να μετράς κάθε σου βήμα.

Να περνά η ώρα. Αριστερό-δεξί πόδι.

Πάμε: ένα-δύο-τρία-τέσσεεερρρρρααααααααααααααα

Πέφτεις. Παρασύρεσαι σ’ ένα ατελείωτο, θαρρείς, τούνελ,

που όλο κατεβαίνει στα έγκατα της γης.

Σαν τσουλήθρα, περίπου.

Με ένα παρατεταμένο σύνολο εξαντλητικών κραυγών,

συνοδεύεται η πτώση σου. Δεν διακινδυνεύεις να πιαστείς

από ..κάπου. φοβάσαι μη τραυματιστείς.

Σφραγίζεις, τα βλέφαρα, κι ότι προκύψει¢

Αγνοείς το χρονικό διάστημα, το χαμένο, ενόσω ήσουν

αναίσθητος. Μα όταν ανοίγεις τα μάτια, βλέπεις,

που βρίσκεσαι. Είναι, νομίζεις,

ένας μακρύς, μακρύς, μακρύς, φωτισμένος διάδρομος.

Σαν διάδρομος μουσείου, με διάφορα εκθέματα.

Ξεκινά λίγο πιο αριστερά από το σημείο το οποίο έπεσες.

Και τερματίζει ..μακάρι να ήξερες, που.

Τα παπούτσια σου; Πάνε κι αυτά.

Σε πιάνει περιέργεια για εκείνα, τα εκθέματα.

Ταυτόχρονα, αντιλαμβάνεσαι υπόκωφα βήματα.

Λες: >Α μοεκανά σι κόντες< κι αμέσως, αόρατος γίνεσαι.

Αρχίζει, να μαζεύεται κόσμος στον διάδρομο.

Παρατηρούν τα λάφυρα του μουσείου σου..

Μορφές, που φτάνουν σαν διάφανες μάζες. Αργά ή γρήγορα,

Παίρνουν σάρκα και οστά. Πνεύμα, ικανότητα ομιλίας.

Επιλέγεις το αρχικό σημείο, της διαδρομής της περιήγησης σου. Παιδί ακόμη,

που φοβάται το βλέμμα των μεγάλων

μα πλέον, εκείνοι, αδυνατούν να σε διακρίνουν ανάμεσα τους.

Προσπερνάς. Προσπερνάς ένα ένα, τα εκθέματα.

Άλλοτε, παρουσιάζεται μια εικόνα-σκηνή,

άλλοτε μια φράση, που είτε χορεύει, είτε στέκει ακίνητη.

<<Θα μπορούσαν να είχαν φτιάξει τα πράγματα>>

Κάποιο παιδί, βασανίζει έναν σκύλο.

Ένα κοριτσάκι βάφεται, εμπρός σε καθρέπτη.

<<Δεν είχες χρόνο για μένα>>

<<Σε μισώ>>

Παιδιά σκελετοί, με φουσκωμένες κοιλιές,

με πεταγμένα μάτια. Με έντονο βλέμμα-ύφος-πρόσωπο.

<<Ποιος σε έδειρε;>>

<<Μαμά, ένα σαλιγκάρι!>>

<<Αν είσαι καλό παιδί, ως τα Χριστούγεννα>>

Κι όσο ελίσσεσαι, ανάμεσα από τον κόσμο, ενόσω χαζεύει,

Αντιλαμβάνεσαι, όχι μόνο το νόημα των εκθεμάτων

Αλλά κι ένα τρίξιμο. Ένα μεταλλικό τρίξιμο. Σαν κάτι

να πλησιάζει, να κατεβαίνει από τον ουρανό.

Από το ταβάνι –δεν φαίνεται ακόμη.

<<Είναι φυσικό να έχω δίκιο, με τόση πείρα>>

<<Τέλειωσες τα μαθήματα σου;>>

Δύο αγόρια τσακώνονται. Παίζουν ξύλο.

Ένα κοριτσάκι κλέβει από το πορτοφόλι του μπαμπά της.

Ένα άλλο, κόβει τις φλέβες του, ύστερα από χρόνια

βιασμού της από πατέρα και αδελφό.

Παρακολουθείς. Ακούς. Ρουφάς κάθε εικόνα, κάθε ήχο.

Μα γοργά, σε εμποτίζει η αίσθηση, ενός περίεργου συμβάντος

Το οποίο, όμως, δεν επηρεάζει το πλήθος, δίπλα σου.

Το τρίξιμο, δεν είναι ένα, είναι πολλά. Θεέ μου!

Μεταλλικές σιδερένιες μπάρες, χαμηλώνουν, αργά, συρτά

Σφραγίζοντας όπου να ‘ναι, κάθε τομέα του διαδρόμου.

Θεέ μου! Γιατί; Τι φυλακή; Ποιος ο λόγος;

Τρέχεις. Κλωτσάς τους ανθρώπους στο πλάι

-δεν δείχνουν να ταράζονται. Πίσω, σφραγίστηκαν ήδη, ορισμένοι.

Τρέχεις. Μπουρδουκλώνεσαι. Πού θα οδηγήσει αυτό;

Σα να πηδάς, σου φαίνεται, ρυθμικά, σαν καγκουρό.

<<Θα είσαι τιμωρία για δύο εβδομάδες>>

Καλπάζεις, σαν ατίθασο, τώρα, άλογο.

Φυλακίζονται προοδευτικά, κι άλλες φυσιογνωμίες.

<<Βλαμμένε! Έμεινες σε τρία μαθήματα>>

<<Σε μισώ>>

Φεύγεις.

Φεύγεις.

<<Ησύχασε μωρό μου, ήταν μόνο, ένας εφιάλτης>>

Τα μικρά σου πόδια, χάνουν σταδιακά, τη δύναμη τους.

Θεέ μου! Τι μαρτύριο. Κάποτε πρέπει να τελειώσει.

Τρέχεις. Η καρδούλα σου πάει να σπάσει από φόβο.

<<Όσο και να τρέχεις, δεν υπάρχει κρυψώνα..>>

<<Θέλω κι αυτό, θέλω κι αυτό, θέλω.. θέλω..>>

Οι μεταλλικές μπάρες κατηφορίζουν γρηγορότερα.

Δεν θα προλάβεις. Γιατί; Γιατί; Γιατί;

Από μακριά, διακρίνεις, το τέλος του διαδρόμου

σε μια επιφάνεια που γυαλίζει. Τι να είναι;

<<Μην ενοχλείς τον μπαμπά σου, είναι κουρασμένος>>

<<Θα σου δείξω εγώ>>

<<Άχρηστε! Άχρηστε!!>>

<<Σε μισώ>>

Τα δίνεις όλα για όλα.

Σχεδόν οριζοντιωμένος, ξεφεύγεις πλέον,

από κάθε νέα επίδοξη φυλάκιση σου.

Είναι.. είναι.. ο καθρέπτης –καθρέπτης;-

Και μες τον ..εκείνο τον καθρέπτη ..Ναι! τον ξεχωρίζεις!

Φαίνεται ο αγαπημένος σου τοίχος.

Η αποκλειστική σου ευκαιρία διαφυγής, θα είναι..

Τα παίζεις όλα για όλα. Την επιβίωση σου.

Θα το ριψοκινδυνεύσεις, υποστηρίζεις.

Ρίχνεις μια κλεφτή ματιά, πίσω σου.

Οι άνθρωποι ακουμπούν στα κάγκελα, από τομέα σε τομέα, και.. Χαμογελούν. Σε σαρκάζουν. Μα δύναται να σε θωρούν;

Αυτούσιο; - Και το:

>Α μοεκανά σι κόντες;< φωνάζεις. Είσαι ξανά ορατός..

<<Όταν μεγαλώσω, θα σώσω τον κόσμο. Θα δεις>>

<<Δεν μ’ αγαπά ο μπαμπάς>>

Αυτό είναι. Θα περάσεις από μέσα του.

Ο καθρέπτης αναλαμβάνει το πέρασμα.. όλων ετούτων.

Ζαλίζεσαι. Παραπατάς. Τώρα. Συλλογίζεσαι. Όπου να ‘ναι.

-Θ’ αντέξεις; Τρέχεις, μ’ όποια περισσευούμενη ενέργεια

Κατευθυνόμενος στο ολοένα κοντινότερο είδωλο σου.

Πέφτεις πάνω του, σα να κόβεις την κορδέλα,

Έπειτα από κάποιο επίπονο μαραθώνιο. Είσαι ο νικητής!

Μια λάμψη. Σαν κάτι να σε έσπρωξε, παρόν, ξανά,

πλάι, στον αγαπημένο σου τοίχο.

Χτυπάς. Πάνω του. Απότομα.

Ευτυχώς, απλά ένα επιπόλαιο τραύμα. Στον αγκώνα.

Προς τα πού, να πας;

Πίσω σου, ένας απύθμενος γκρεμός, του οποίου το κενό,

οδηγεί ως.. Δεν ορκίζεσαι κιόλας, ότι γνωρίζεις. Αντίθετα, λοιπόν. Ξημέρωσε.

Τι ανακούφιση. Ξυπόλητος. Τι ατυχία!

Αποφασίζεις να μην χρησιμοποιήσεις την μαγική φράση.

Σαν αδέσποτο ζωντανό, περιφέρεσαι. Ένα μικροσκοπικό, θαρρείς, πλάσμα, διψασμένο για φρέσκια τροφή.

Σάμπως για ένα χάδι, την εικόνα ενός φιλικού προσώπου.

Κάτι, κοντινό σ’ εσένα.

Μα όσο αφήνεις πίσω σου, κι άλλα χιλιόμετρα..

Ο δρόμος, εμπρός, που αγγίζουν οι ξυπόλητες πατούσες,

Σταδιακά,, σε “ενημερώνει” για την επικινδυνότητα του.

Ανηφόρες, κατηφόρες. Κοφτερές πέτρες, χαλίκια.

Σκόνη. Άπνοια και ξηρασία.

Πόση ώρα να πέρασε; Αναρωτήθηκες.

- Λοιπόν; Ακούστηκε μια φωνή απ’ τα πλάγια σου.

Λίγο μακρύτερα.

Μήπως είναι παραίσθηση; Όραμα της φαντασίας σου;

- Λοιπόν; Πως πάει, φίλε; Βρίσκεται πλέον, στο πλάι.

Περπατάτε μαζί, με το χέρι του στον ώμο σου.

Είναι ψηλός. Φαίνεται γεροδεμένος. Περήφανος.

Σκληραγωγημένος. Τίποτα δεν τον αγγίζει.

- Είσαι καιρό στα μέρη μας; Ρωτά –πόσο περίεργος-

-κι η φωνή του, βαριά, προκαλεί να τον αντιμετωπίσεις

με τις μικρές σου δυνάμεις. Νοιώθεις, μόνο το πνεύμα σου,

σιγά σιγά, μάλλον, να μεγαλώνει –γιατί όχι και το σώμα;

- Ποιος είσαι; Αντιρωτάς με αδύναμο ύφος.

- Εγώ; -Γελάει- Είμαι ο δεύτερος εαυτός σου, αποκρίνεται.

- Εκείνος, που πάντα, επιθυμούσες να είσαι,

Αλλά, που ποτέ δεν τόλμησες να γεννηθείς.

- Εκείνος που χτυπά στο πρόσωπο, όποιον τον προσβάλει, ζητώντας άμεσα, ικανοποίηση.

- Δεν δειλιάζει. Δεν υποχωρεί. Μάχεται έως τέλους.

- Αυτός είμαι. Ο δεύτερος εαυτός σου. Ικανός να μισεί και ν’ αγαπά, όλο τον κόσμο, συγχρόνως.

- Σύγκορμα μαγεύει, κάθε γοητευτική γυναίκα, με ένα βλέμμα.

- Διαισθάνεσαι ότι έρχεται, έστω κι αν δεν τον διακρίνεις.

- Πλησιάζει, οι άλλοι, του κάνουν χώρο να περάσει,

Όχι ο ίδιος, στα υπόλοιπα αδύναμα ανθρωπάκια!

Δεν κατανοείς τι σου λέει. Ίσως και να μην θες.

Μπορεί, απλά, εκείνο που έχεις ανάγκη, να είναι

ένα καλό γεύμα, ένα κρεβάτι. Καθαρά σεντόνια.

Μια αγκαλιά για καληνύχτα. Ούτε κρύο, ούτε ζέστη.

Δεν πέρασες, αρκετά, πια; Μήπως είναι ώρα να μεγαλώσεις,

σαν πρώτα; Έτσι απότομα. Απρόβλεπτα.

Άπειρες φορές, ευχήθηκες να επανέλθει η παιδική σου ταυτότητα, μα με την παρούσα διαδρομή; Τότε,

όλοι ήταν τέλειοι. Απλοϊκά, αγνοούσες την πραγματικότητα.

- Λοιπόν; Τι χαμπάρια, νεαρέ; Σαν να σε ειρωνεύεται.

Ούτε καν, υπερήρωας. Φουσκωμένος από μούσκουλα

Και μίσος αρχέγονο,

όσο και ο πόλεμος, μεταξύ καλού και κακού.

Παρ’ όλα αυτά, νόμισες πως αρκούσε μία κίνηση σου

Για να τον συνθλίψεις στο μέσο της μικρής σου χούφτας

Ως ζωύφιο, παγιδευμένο σε αδιέξοδο. Σ’ έναν τοίχο

από γλιτσερές φλέβες. Σαν ιστός αράχνης.

- Φύγε!!! Φώναξες, με το σύνολο των δυνάμεων

των πνευμόνων σου. Μαζεμένα, εξωτερικεύοντας τα.

Όλες οι σπαρακτικές φωνές σου..

Τον διαλύουν μονομιάς. Δεν μένει, καν, ενέργεια.

Παραδέχεσαι, πως δεν είσαι τίποτα σπουδαίο.

Ένα μάτσο κόκαλα, με κρέας πάνω τους,

Κι ένας αόρατος μηχανισμός, ο οποίος κινεί

ετούτο το σύμπλεγμα –το επεξηγημένο πλήρες,

από τους επιστήμονες, εκτός από το αόρατο.

Δεν παραχωρείς αυτό το συμπέρασμα, λόγω αδυναμίας,

Λόγω της παρούσης τρομαχτικής στιγμής

Μα να, επειδή, λίγο λίγο, το παρόν ταξίδι, σε κάνει πιο σοφό.

Κι αν νόμιζες, ότι, με το να ξεγυμνώνεις την ψυχή σου,

ξεφτιλίζεις τον εαυτό σου, πράττεις μεγάλο λάθος.

>>Μη κρίνεις για να μη κριθείς<< Σοφό. Πράγματι.

Ουφ! Κούραση. Εξάντληση. Ανούσια.. πεζοπορία. Σκοτοδίνη.

Τα βλέφαρα παραμένουν κλειστά, προσωρινά.. Από φόβο

για ότι νέο. Χτυπάς

τον αέρα με τα χέρια σου. Προς κάθε κατεύθυνση.

Ως που σωριάζεσαι καταγής, μισοτελειωμένος.

Κοιμάσαι; Κοιμάσαι.. Τι είναι;

- Θέλω να πάω σπίτι μου. Μαμά. Βρίσκεται κανείς εκεί;

- Εί-ναι-κα-νείς-ε-κεί;-ε-κεί;-ε-κεί;

Η φωνή σου χάνεται μες την ηχώ –την καταβροχθίζει.

Το άγνωστο. Η ομίχλη, μια λάμψη. Ένα φως. Τι-εί-ναι;

Αισθάνθηκες κάτι να σηκώνει το σώμα σου, τόσο μαλακά.

Σε μια αγκαλιά που κλείνει –Ζεστή εστία.

Σαν ένα μεγάλο –λέει- όστρακο, γεμισμένο με φτερά. (Ωραία)

Μισανοίγεις –μη χάσεις την αίσθηση- αδύναμα, τα βλέφαρα.

Θολή η εικόνα. Κάτι φιλικό.

Έχει δύο φτερούγες. Αυ-το-εί-ναι.

Οι δύο τελευταίες σου λέξεις, προφέρονται, σα να προσπαθούν να ξαναμπούν, εκεί, απ’ όπου προήλθαν.

Ανασαίνεις βαριά. Έχεις πυρετό; Τόσο ζεστά, όμορφα.

Γα-λη-νια-κου-νιέ-ται.

Μια γιγάντια κούνια. Μ’-αγα-πά;

- Ησύχασε. Μια γλυκιά, δροσερή ζωή, σα γάργαρο φρέσκο νερό από κάποια ζωντανή ζωντανή, πηγή.

- Δεν ήταν, παρά ένας εφιάλτης, μωρό μου.

- Κάνε υπομονή –πως κουνάει, σα νανούρισμα.

Έτσι ήταν το σπίτι σου; αναρωτιέσαι, ενώ ηρεμείς.

- Σ-ευ-χα-ρι-στώ-που-δεν-με-ξέ-χα-σες.

- Ησύχασε.

- Σου-‘χα-δώ-σει-ά-δεια.

- Σ’-ευ-χα-ρι-στώ-που-δεν-με-ξέ-χα-σες.

Μεταξύ ύπνου και ξύπνιου, αντλείς δυνάμεις.

Στις χαρίζει ως παλαιό χρέος, ο φύλακας άγγελος σου

-δεν είναι ακόμα καιρός, να απομακρυνθείς μαζί του.

Πέρασες τα μισά του ταξιδιού. Μπράβο.

Δεν το περίμενα, ξέρεις, από σένα.

Έλεγα θα τα παρατήσεις. Ξέρεις δα.

Πως εκείνα τα μισόλογα σου, ανά διαστήματα, πως τάχα,

Τίποτα δεν αξίζει να το βιώσεις

στην πραγματικότητα, θα υπερτερούσε ανάμεσα στα άλλα.

Ακόμη και σ’ εκείνη την τάση σου προς εξαφάνιση όλων.

Προσωρινά, διακρίνεσαι ανίκανος ν’ αποφασίσεις

Προς τα πού, θα κινήσεις.

Πίσω.. ή εμπρός.

Τι έχει εμπρός; Τίποτα δα

Το οποίο δεν αντιμετώπισε άλλος, προηγουμένως από σένα.

Τίποτα καινούριο. Καμιά παρθένα περιοχή

Για να ‘χει ένας χώρος, το στίγμα σου.

Ο παράδεισος σου, θα ‘ταν, ένα ομοιόμορφο τοπίο, τεμπέλικο, χωρίς σαματάδες ή ενοχλήσεις.

Ένα διαρκές σούρσιμο η νέα ζωή..

Με απεριόριστο εύρος ανακυκλώσεως των δυνάμεων σου,

Μα δίχως μνήμη. Σου φαίνεται εντάξει;

Ενδεχομένως για σένα.. Φυσικά.

Ω, σε λυπάμαι, μικρέ οδοιπόρε.

Έστω κι αν ξαφνικά, ανδρωθείς,

Ξανά, ένα μάτσο κόκαλα θα είσαι. Άχρηστος.

Και το οξυγόνο που αναπνέεις, τσάμπα βαίνει επίσης.

Κι έχεις απλήρωτους, αρκετούς λογαριασμούς..

Αν πισωγυρίσεις, θα φταίει ότι το αποφάσισες.

Χα, το αποφάσισες! Καημένε μικρέ.. μου οδοιπόρε.

Σ’ εσένα θα άξιζε να πέσει η χειροβομβίδα του φιάσκου

της οδού..

- Ησύχασε.

- Άγγελε.

- Παρακαλώ.

- Πιστεύεις, πως πληρώνω για τα προηγούμενα αμαρτήματα μου; Πως βαίνω άξιος να τιμωρούμαι;

- Ησύχασε. Ο Θεός σε αγαπά.

- Τότε, γιατί με εγκατέλειψε;

- Ησύχασε. Απλά σ’ αφήνει ελεύθερο, μα εξίσου ελεύθερα συνένοχο στα λάθη σου. αναμένει, ότι κάποτε θα μετανοήσεις.

- Άγγελε.

- Ναι;

- Γιατί, τόσα χρόνια, είμαι δυστυχισμένος;

Δεν περισσεύει και για μένα, λιγάκι, ευτυχία;

- Ησύχασε. Τα πάντα στον καιρό τους.

- Έχω χάσει αρκετό χρόνο, ώστε να συμβιβαστώ με μια τέτοια ιδέα-αναμονή.

- Ησύχασε. Αξιοποίησε τα ταλέντα σου.

- Δεν θέλω. Έτσι, από αντίδραση. Για τη λύπη την οποία μεταδίδω στους άλλους –στον εαυτό μου.

Τιμωρώ τον εαυτό μου.

- Αν παραδίνεις εσύ τα όπλα, δεν σου φταίει ο Κύριος.

- Άγγελε.

- Ναι;

- Εσύ, ήσουν ισόβια καλός, οπότε σου ανατέθηκε η φύλαξη μου;

- Προσπαθώντας, μικρέ μου.

- Νομίζεις πως αξίζω να με φυλάγεις;

- Ησύχασε. Μα φυσικά, κι ίσως θυμάσαι, πόσες φορές σε έσωσα από το θάνατο.

- Δεν υπήρχε λόγος. Άλλωστε, μου υποσχέθηκαν ότι..

- Πως όταν θελήσεις να πάψεις να αναπνέεις, θα εκπληρωθεί η επιθυμία;

- Ακριβώς. Πάνω σ’ αυτό, συνεχίζω.

- Έχεις λοιπόν, ψυχραθεί τόσο;

- Άγγελε, δεν απαιτεί απάντηση, ετούτο, αφού γνωρίζεις δα καλύτερα από τον καθένα.

- Ησύχασε.

- Άγγελε.

- Ναι;

- Αν υποσχεθώ, να ‘μαι καλό παιδί, θα μεγαλώσω κάποτε; Θα γίνω αυτό που ήμουνα; Θα πάρω πίσω, το προηγούμενο σώμα;

Εκείνος δεν απάντησε, αφήνοντας σε να το σκεφτείς.

Είναι μεγάλη αμαρτία ν’ αθετείς τους όρκους σου.

Ακόμα κι εκείνου, απέναντι στην Πατρίδα, όταν συμβεί το κακό. Θυμάσαι, τι έβανες με τον νου σου.

Συλλογίζεσαι.. να τα παρατήσεις –πια. Γι’ αυτό,

κι απομακρύνεις όλους, από δίπλα σου. Τα παρατάς γιατί..

Δεν θα παρίστασαι για πολλούς αιώνες, στην γη,

Να μπαρκάρεις τη στιγμή, όπου όλοι θα ‘χουν αγιάσει..

- Άγγελε.

- Ναι;

- Είναι κακό, να τα παρατά, κανείς, τόσο κοντά, πριν το τέλος του κόσμου;

- Ησύχασε. Κανείς, ξέρεις, δεν σε ανάγκασε ποτέ, να γίνεις κάτι. Το πραγματοποίησες ως τα τώρα, για να σε προσέξουν.

- Άλλες φορές το χρειάζομαι, άλλες πάλι, όχι.

Γιατί είμαι παραπάνω, μπερδεμένος;

Ω, μικρέ μου ήρωα. Λίγο λίγο, τρελαίνεσαι.

Μένεις σ’ ένα σημείο, στάσιμος, με την ιδέα,

Πως σε τραβάει προς τα κάτω, πολύ, ένα κομμάτι γης

Ώστε αδυνατείς να κουνήσεις.

Αν το παιδέψεις ..λιγάκι ακόμα, κι ετούτη η παραδοχή

Συνδυαστεί με την κυκλική τροχιά –επί άπειρο-

Του πλανήτη γη, γύρω από τον ήλιο, τότε, θαρρείς

Πως, η ναυτία σου μεγαλώνει.

Γιγαντώνεται. Θεριεύει επικίνδυνα.

- Άγγελε;

- Παρακαλώ.

- Ξέρεις, οι τρελοί λένε τα πιο σοφά πράγματα, έχω ακούσει. Λες να συμπορεύομαι.

- Η πολλή εξυπνάδα, όταν στέκεται ανεκμετάλλευτη, στον καθένα που γνωρίζει, πως την κατέχει, προκαλεί σύγχυση –έχει δίκιο.

- Πέ-ρα-σε-με-απ’-την-άλ-λη-πλευ-ρά. Σκοτοδίνη.

Συνέρχεσαι, ύστερα από.. Από πόσο;

Χάνεις αγάλι αγάλι, το λογαριασμό.

Αυτή είναι η δεύτερη μέρα, η οποία τελειώνει

Ή η τρίτη που βεβιασμένα, περπάτησε, μα τελεύει εξίσου γρήγορα;

Ότι νέο κι αν αντιμετωπίσεις

Δεν θα σου προκαλεί –στιγματίζοντας τον χώρο- εντύπωση, πλέον. Επειδή πιστεύεις,

Ότι αξίζεις

Όσα βάρη κι αν πέσουν στο κεφάλι σου.

Ο φύλακας άγγελος; Μάλλον σε πρόδωσε –άφαντος από παντού¢

Σηκώνεσαι και σχεδιάζεις τη μορφή σου, στον τοίχο,

λαβωμένη. Χτυπημένη από μια χρυσή ξιφολόγχη

άφθαρτη, όπως η αιώνια ζωή, την οποία, σου υποσχέθηκαν.

Όχι ο ίδιος, μα άλλος, του οποίου, η εξουσία τρομάζει

τους άπιστους στην ψυχή, όχι στην θέληση!

Προκαλείς, ώστε να επιταχύνεις το τέλος σου

Μα απορείς, που δεν τιμωρείσαι όπως ο ίδιος διάλεξες.

Θα ‘πρεπε να ‘χει κάτι ιδιαίτερο η τιμωρία σου;

Ας πούμε, τύφλωση, παράλυση, τοπική ή γενική.

Γνωρίζεις ότι αγαπιέται καλύτερα.. όποιος έχει κινητικό πρόβλημα. Προσωπικά.. γνωρίζω.. ότι θα το προτιμούσες.

Να μην αντιλαμβάνεσαι πολλά, σάμπως και τρελαθείς

Από το αρκετό ψάξιμο μέσα σου ( ηλίθια έκφραση; ).

Έχεις την ιδέα, πως μία μόνιμη βλάβη στο σώμα

Αναγκαστικά, θα συνοδεύεται από την εξής αίσθηση:

Απόκτησης περισσότερου θάρρους, κινούμενος ευνοϊκότερα,

Ανάμεσα σε μάζες ανθρώπων, μα στάσου,

Εσύ είχες εκφράσει την ανάγκη σου να σε φοβούνται

παρά να σε λυπούνται.

Κι όλα ετούτα, μοιάζουν όνειρα θερινής νυκτός.

Τι προσμένεις; Ότι..

Πόνος! Πόνος στο σώμα. Αιφνιδίως παρουσιάζεται.

Ένα τεράστιο παραλιακό κύμα πόνου, μέσα σου.

Χτυπά αδυσώπητα στα τοιχώματα, επιστρέφει κεντρικά, και ξανά.. Πόνος στα κόκαλα, με δίχως πληγές.

Μεγαλώνεις. Διαπλάθεσαι, όπως αρχικά. Ναι!

Σφαδάζοντας τυραννικά!

Μεγαλώνεις. Δάκρυα πόνου, δάκρυα ..χαράς.

Κι ετούτη η επαναφορά στον κόσμο των μεγάλων,

Σημαδεύτηκε έτσι, επειδή το θέλησες..

Με μεγάλο πόνο. Πρωταγωνιστής σε κάποια

Θεατρική παράσταση.

Μεταμορφωμένο θέαμα, αρεστό σε όλους..

Εκείνα τα άδεια καθίσματα.

Ίδρωσες ξαφνικά, λόγω ετούτης της προσπάθειας της μοίρας

να αποδείξει, πως ότι γράφεται, άλλο δεν σβήνει.

Μόνο που.. Μπλέχτηκες στον παρόντα αγώνα

Γιατί κάποτε, όταν σε αηδιάσει η μοναξιά,

καταφεύγεις στα πιο απίθανα πράγματα.

Μια σταλιά, απαιτείται, για να πηδήξει κανείς,

Από τον κόσμο των γνωστικών, σ’ εκείνον των τρελών.

Στο συγκεκριμένο αγώνα, όπου οι συμμετέχοντες

-εν τω μέσω μιας γιγάντιας αρένας-

αυτόπροσκαλέστηκαν να πολεμήσουν

τα δημιουργήματα των φοβιών τους.

Θαρρείς, ότι, νίκησες ορισμένα από αυτά

Μα γελιέσαι οικτρά.

Ακουμπάς στον τοίχο, και το σκέπτεσαι, λίγο ακόμη.

Αφαιρείς από τον εαυτό σου το δικαίωμα, να επιχειρήσει

Ένα βήμα παραπάνω. Μήπως,

Σ’ ένα ορισμένο σημείο της διαδρομής,

Συναντήσεις, προλάβεις να συναντήσεις τους εργάτες

Οι οποίοι ανέλαβαν να σε χωρίσουν από την Αγάπη.

Αδυνατείς να συμπεράνεις

Αν κλείνει ο κύκλος του τείχους, προς τα εσένα

ή προς τα εκείνη. Όχι. Όχι ακόμη.

Μα μη στέκεσαι. Χάνεις πολύτιμο χρόνο.

Άφησες να συρθεί καθοδικά –με την πλάτη- το σώμα σου.

-Σα να διαστρεβλώνεται το σημείο του κέντρου της ..γης.

Κοιτάς ευθεία, δίχως στόχο. Με τα σκισμένα ρούχα πάνω σου.

Ξυπόλυτος, παρακαλώντας για σωτηρία.

Να παρακαλάς για το εναρκτήριο λάκτισμα,

Που καλεί τους ρεαλιστές να γεμίσουν τα όπλα τους. Ως να..

Άκουσες ένα σκούξιμο, πάνω από το κεφάλι σου.

Ο ήλιος σε χτυπά κατάμουτρα, δεν διακρίνεις, ποιος στέκει εκεί. Σ’ αφουγκράζεται μα δεν σου μιλά.

Ένα φτερούγισμα –ενώ φουσκώνει ο ήχος, στ’ αυτιά σου-

Κι ευθύς, πλάι σου, κάθεται –σηκώνοντας σκόνη-

η κουκουβάγια.

Η γνωστή.

Άλλοτε, σε αγνοούσε.

Τι είναι εκείνο;

Στο ράμφος της, ένας φάκελος ταλαντεύεται κάθε τόσο.

Τα μάτια της λάμπουνε, σαν μαύρες τρύπες του σύμπαντος.

Εσύ..

Απλώνεις το χέρι προς το μέρος της.

Αν προορίζεται για σένα, εκείνη η μάλλον, παρούσα επιστολή,

Γιατί δεν στην δίνει, αμέσως;

Μικρά, μικρά, ίχνη, στην επιφάνεια της άμμου.

Γοργά, σε απλουστεύει. Οπότε.

Αφήνει στην ανοιχτή σου παλάμη, ότι προοριζόταν για σένα.

Είναι ένα πολυσέλιδο, μικρόμορφο, δεμένο βιβλιαράκι.

Είναι από εκείνη! Στο εξώφυλλο του, το όνομα της: Αριάδνη.

Πως χρησιμοποίησε, τέτοιες πολυτέλειες, μες την ερημιά;

Μυρίζει ακόμη, φρέσκο μελάνι. Ξεκινά, κάπως έτσι:

>Από τη στιγμή που ξεκίνησε όλο ετούτο.

Απ΄ τη στιγμή που έλαβες το αρχικό μου μήνυμα,

αισθάνομαι ότι φυτεύω μέσα μου, δέντρα με αναμνήσεις μας

Όσο απομακρύνομαι από την φωτεινότητα τους, αναζητώντας σε, το βλέπω ότι πονούν, και κάθε νέος σφάχτης, πίστεψε το, μου προσθέτει χρόνια.

>Πέρασαν λίγες στιγμές, που το αντιλήφτηκα.

Δύο χαράματα έχω αφήσει πίσω μου, το τρίτο ίσως,

δεν με συναντήσει ζωντανή. Γέρασα! Θα ‘μαι πλέον, γύρω στα 75. με άσπρα μαλλιά, αδύναμη. Χτικιό σερνάμενο.

Δεν ξέρω γιατί.

>Μερικούς, ακολουθεί ο λογισμός τους,

είκοσι χιλιάδες ηλιοβασιλέματα, κι άλλα τόσα χαράματα

Ως να βρεθούν να γνωρίζουν, τι αξίζει πραγματικά να έχουν.

Άλλοι, ακόμα το ψάχνουν. Μερικοί έγιναν σαν εμένα.

Χωρίς κάποιον, δίπλα.

Έχει γεράσει.

>Ετούτη η κουκουβάγια, που γράφει, ότι, της υπαγορεύω, μοιάζει αφοσιωμένη στο έργο της.

Με εντυπωσιάζει η προσοχή της. Δεν το πράττει

Από υποκρισία, ειρωνικά, επειδή είμαι μόνη,

Μα επειδή, μάλλον γνωρίζει που βρίσκομαι. Πού;

>Μόνο από κοντά, μπορώ να διηγηθώ, τι πέρασα ως τα τώρα.

Με γνωρίζεις καλά. Κλειδώνω κάθε έκφραση σου, αντίδραση

Επειδή τα νεανικά πρόσωπα έχουν μια αίγλη που δεν πουλιέται πουθενά. Μόνο σκουριάζει, όταν είναι η ώρα.

>Στην ζωή μου, ζαλιζόμουν από περίοπτες επιλογές

-πακέτα, της ανθρώπινης μηχανής.

Μα όταν διάλεγα ένα δρόμο, απλουστευόταν.. σε λαβύρινθο

Συχνά…

>Ξέρεις κάτι; Κανείς δεν ζήτησε από κανένα –αλήθεια;-

να είναι τέλειος. Να ερωτοτροπεί έστω, με αυτή την ικανότητα. Ο άνθρωπος, , , ο άνθρωπος, είναι ένα πλήθος

από αισθήματα. Πότε γαληνεύει ο ωκεανός του, πότε ξεσπά

κυκλώνας. Δεν σου ζήτησα να είσαι, πια, τόσο τέλειος

Επειδή ετούτο κουράζει.

Εσύ, νόμισες ότι σε κορόιδευα.

>Κάνεις λάθος, όταν ταξιδεύεις στον νου του άλλου, όπως

σου αρέσει. Την γνώση, δύναται να στην διδάξουν

τα περιεκτικότατα συγγράμματα, μα αν προτιμάς,

το ημερολόγιο να διανθίζεται –στην εποχή του- από ηλιοτρόπια –που αγόγγυστα, αγαπούσες- να χαίρεσαι,

Αν στα λάθη, μαθητεύεις, λαβαίνοντας, όχι αναγκαστικά,

Κατόπιν, άριστα.. Αμετάπειστος ο άλλος, δεν το διακρίνει.

>Σ’ ετούτη τη ζωή, άλλοι αφήνουν τα χνάρια τους,

προσπαθώντας, πάνω σε ζωγραφισμένα χαρτιά, τοίχους,

πήλινα αντικείμενα. Σε κάθε τι,

που η παραγωγή του εξαρτάται

Από τον μόχθο ανθρώπινων χεριών και μόνο.

>Σου είχα εκμυστηρευτεί κάποτε, πως κάνεις ωραία γράμματα

με έννοιες και εικόνες, προσκαλώντας με να τα φαντάζομαι

ζωντανά. Ήθελα να στο πω, πως, αν μου έκανες έρωτα όπως γράφεις, θα ήταν η πολυτιμότερη εμπειρία μου. Μα εσύ,

τελευταίως, απογοητευμένος, δήλωνες,

áδεν έχω γράψει τίποτα σπουδαίοñ

>Στενοχωριόσουν, που τα παρόντα σου έργα-χνάρια,

δεν αγγίζονταν από άλλες ψυχές, λυπώντας τον εαυτό σου

Για όποια φαντασία, στεκόταν ανεκμετάλλευτη.

Γιατί, το πιο απλό, όσοι αγαπιούνται μεταξύ τους

Αγαθιάρικα, το αντιλαμβάνονται. Την αξία του.

>Μη θαρρείς, ότι στα λέω αυτά,

λόγω των πενήντα χρόνων διαφοράς

-με χώρισαν ξαφνικά από τ’ αλλοτινά μου νιάτα-

Και δήθεν –λέει- ξαφνικά, απέκτησα πείρα, ώστε να συμβουλεύω.

>Φταίει που μου λείπεις. Κι η προσέγγιση,

ενώ γνώριζε ο ένας τον άλλο, αφιλτράριστα,

αληθινά, παρομοιάζονται με φύλλα, σταδιακά κιτρινισμένα

Όσο ο χειμώνας του χωρισμού από σένα, μεγαλώνει.

>Υπήρξε καιρός, νόμιζες, πως επειδή, ορισμένες,

σου φέρθηκαν σκάρτα, υποκρινόμενες τάχα μου,

ένα ενδιαφέρον, που άλλαζε σε ανέλπιστη επένδυση για τις ίδιες, ότι το σύνολο των γυναικών, απεργάζονταν το ίδιο.

Σα να πρόβαλαν, από το ίδιο καλούπι παραγωγής.

>Μα εγώ σου υπενθύμιζα με τα μάτια,

Πως αρκεί κάποιος να διαλυθεί εμπρός μου, για να τον αγαπήσω. Γι’ αυτές του τις αδυναμίες, τις ακατάθετες,

ως τα τώρα, ..παραγγελίες, σαφής εξήγησης, όποιων προτερημάτων.

Συνωστίζονταν σε ένα μπαλόνι –Φούσκωνε αντέχοντας

παράξενα.

>Δεν ξέρω που είσαι. Ο τοίχος ανάμεσα μας

κατέχει τα χαρακτηριστικά, εκείνων τα φραγμών

σε ότι αυθόρμητο, γλαφυρό, επίσης γλυκό. Μας πρόλαβε,

όταν η ανάγκη μας να κατανοούμε βαθύτερα ερωτήματα

Ανέλαβε τον βασικό λόγο του συνδέσμου μας.

>Κατανοώ, ότι κουράστηκες να δίνεσαι σε μια κοινωνία

Χωρίς αντίκρισμα. Μα σκέψου κι εμένα

που αντιμετωπίζω κάθε δυσκολία –θέλοντας και μη-

με πατριωτικό δρομολόγιο αναφοράς. Σαν να εξαρτάται

η ύπαρξη μου από τους αθέατους..

Τους κατέχοντες αξιώματα και φανφάρες.

>Μετατρέπεσαι σε οικογένεια, χαρίζεις τα νιάτα σου στα παιδιά. Μεγαλώνεις, ζηλεύοντας τις προοπτικές, που τους ανοίγονται. Σύντομα, γερνάς. Η επιβράβευση του κόπου;

Προβλήματα υγείας, μοναξιά. Σπάνια, στον επίλογο, χαμόγελα.

>Ελπίζεις, πως την ημέρα της κρίσεως, θα σου δοθεί

αντικειμενικά, η προϋπόθεση, ότι παραστέκεσαι

στα αγαπημένα σου πρόσωπα.

-Βρίσκονται κι εκείνα, εκεί, με σφραγιστές τις πληγές τους.

Άγγελοι μεταξύ αγγέλων.

>Θυμήσου: όσο εξομολογείσαι, ξανά περιορίζεις τους υπόλοιπους οι οποίοι φορτώνονται “τα αμαρτήματα” σου.

Μιλώ για τους παπάδες, όχι για μένα, ούτε για σένα,

Με εκμυστηρεύσεις δικές μου.

>Ο καθένας, εννοείται, δικαιούται αγάπη.

Δεν απαιτείται να σπουδάσει.. ηθοποιός, ώστε να διεκδικεί το φιλί. Την ηθελημένη θέρμη του αντίθετου του σώματος.

Υπάρχουν άνθρωποι, οι οποίοι αλλάζουν ρόλο, υποκρινόμενοι ένα διαφορετικό χαρακτήρα, για να είναι αρεστοί στο αντικείμενο του κυνηγιού τους. Πρέπει να είναι

Ιδιαίτερα αφελής, ώστε να πιστέψει, πως το “θήραμα” του,

Θα λαβωθεί, τόσο εύκολα.

>Μα υπάρχουν και άνθρωποι, που δεν υποκρίνονται

-πιστεύουμε, για όσους, μας ταράζουν-

Βιάζουν την σιωπή. Βρίζουν, φωνάζουν, παρακαλούν.

Ταράζουν τα μέσα μας, τους στοχασμούς. Και είναι να

τους λυπάσαι που ποτέ τους δεν θα καταλάβουν τι έκαναν.

Τι έπρεπε να σέβονταν.

Και είναι να τους λυπάσαι, που αυτή τους η ζωντάνια

Ξοδεύεται σε αχαρακτήριστες φράσεις-πράξεις.

Και είναι να τους λυπάσαι –όχι, όσο τους μισείς-

Για τα απείθαρχα ένστικτα τους. Όσο πάνε και οργιάζουν.

>Αν θέλεις μάτια μου, ησυχία, στάσου περιοδικά,

όλο και πιο βαθιά στο εσωτερικό σε κάποιο σπίτι, έρημη παραλία, άχτιστο λιβάδι. Στην “σπηλιά” της σκηνής, σιμά στον ποταμό. Περνά

Εξακολουθεί να περνά από εμπρός σου αθόρυβα.

Η φύση γνωρίζει να σέβεται κι ας μη της το έμαθε κανείς.

>Ούφ. Ανάσα.

Προτού συνεχίσω να σου πω, για πράγματα,

Τα οποία είναι στους πάντες, γνωστά, μα στιγμές ή ώρες,

με προβληματίζουν. Επειδή προτιμώ να δύναμαι ακόμα

να σκέπτομαι, να απασχολώ τον εγκεφαλικό ιστό

Παρά να αφήνομαι να λογαριάζουν άλλοι για εμένα.

>Θέλω να σου μιλήσω –όσα προφτάσω-

Για να ‘χεις το λιθαράκι μου, να με θυμίζει.

Να απαλύνει κάπως, το ταξίδι σου. Ωσότου ανακαλύψεις..

-ότι έχει αγαπηθεί, παύει να είναι μακάβριο.

>Στην γη μας, άνθισαν και παρακμάσανε, πολιτισμοί

ή θρησκείες. Θεοί. Είτε επειδή οι άνθρωποι επέλεγαν

κάπου να αποδίδουν το αποτέλεσμα της οργής τους, για όσα προκαλούσαν οι ίδιοι ή προκαλούνταν από μόνα τους..

Όταν εξαφάνιζε ως είδος, το πολύτιμο.

Μια σοδειά, ένα σπίτι, μια ζωή. Το μέλλον.

>Είτε, γιατί τους συνέφερε να χρησιμοποιούν παραμέτρους

από έθιμα θρησκειών, ώστε, ας πούμε, οι άντρες να κατέχουν μικρό αριθμό γυναικών, για τις δουλειές του σπιτιού….

Είτε, ώστε να μπορεί να εξιλεώνεται ο κόσμος, ψευδώς,

Χοροπηδώντας σε αναμμένα κάρβουνα. Είτε τέλος..

Να χορταίνουν ν’ αλληλοσπαράζονται. Να τρομοκρατούν

όποιο αθώο. Είτε.. είτε.. είτε.. .. .. . ..

>Πρέπει να είναι απελπισμένοι όλοι ετούτοι

που ‘καμαν τα είδωλα-θεούς και τη γη σφαχτάρι

για την επισημοποίηση των συμφερόντων τους. Είναι άδικο. Είναι άδικο να χάνονται αθώες ψυχές παιδιών,

στον βωμό της εκμετάλλευσης τους από τους μεγάλους.

>Οι ενήλικοι, κλώτσησαν με σκληράδα και ψυχρότητα

επειδή τους λείπει το χάδι. Εκείνο της μάνας, όταν ήταν τα βλαστάρια της προσοχής της. Τότε, δέχονταν παραπάνω.

Χάδια και γλυκόλογα. Συνεχώς ο άνθρωπος,

Έχει ανάγκη.

Από αγάπη.

Ας μην το ξεχάσουν μερικοί.

>Εκείνες οι δήθεν φεμινίστριες οι οποίες

Τυλίγουν τον άντρα για ένα κομμάτι ψωμί

Για ένα κομμάτι, καλό πήδημα..

Εκείνοι οι δήθεν σοβαροφανείς

-πάσχουν από έλλειψη συνειδητοποίησης του λόγου ύπαρξης.

>Οι μοναχικοί άνθρωποι, υποκρίνονται αμεσότερα,

..ικανότερα.

Όταν είσαι μόνος, αφήνεσαι να φαντάζεσαι πολλά

και διάφορα. Πως η ζωή

είναι υπερβολικά δύσκολη ώστε να την ακολουθήσεις.

Πως, επειδή, κανείς από το άλλο φύλο δεν σε επιλέγει

-σα να πιέζεις να σε φορτωθούν!-

Δημιουργείς κάτι εφάμιλλα φανταστικό,

Σαν να βρισκόσουν σε σχέση, στ’ αλήθεια. Αυτό τα εξηγεί όλα

>Δεν πρέπει να αντιβαίνουμε σε αυτό,

Διαφορετικά, προσθέτουμε, νέα πακέτα ενοχών,

στον ώμο μας.

Ας κρατούν ανοιχτά τα αυτιά τους

οι θεοί-ψυχίατροι-αερολόγοι.

Ψυχροί δολοφόνοι των ψυχών.

>Ο καθένας νοείται να αγαπιέται όταν το έχει ανάγκη.

Έστω κι αν αναγκαστεί κάποιος,

να φαντάζεται πως τον αγαπά

Ένας φανταστικός εκπρόσωπος του αντίθετου του φύλου.

>Είναι προτιμότερο μ’ ετούτο τον τρόπο, να εφησυχάζεις

τις αισθήσεις σου, αφού απαλύνουν το στρες και την ενοχή

για τον χρόνο που διαβαίνει, κι εσύ

Πως θα ανασκάψεις μέσα σου

Αν δεν πλέκουν, μεταξύ τους οι άνθρωποι, την ησυχία;

>Δεν σε αφήνουν να τα βρεις με τον εαυτό σου. Ενώ,

αν παρασύρεσαι να σε ακολουθεί ένα όραμα που σε αγαπά

και σε βοηθά να πιστεύεις σε εσένα,

Τότε, αντλείς κουράγιο και λόγο, ώστε να αποφασίζεις

Για το είναι σου, ο ίδιος, παρά οι άλλοι.

>Δίνω ιδιαίτερη προσοχή στο τελευταίο. Επειδή ο άνθρωπος

εμπεριέχει την λογική από τη φύση του. Δεν είναι ικανοί να του την διδάξουν, σαν σκυλάκι, εκπαιδεύοντας το, πρόσωπα με αξιώματα και φανφάρες. (Τους έχω δει από κοντά, τους πολιτικούς, πόσο περήφανοι και φιλάρεσκοι). Ως λάθη ενεργούν,

Υποκρινόμενοι την παροχή προτύπου. Τσάμπα,

Δίχως κόπο από μέρους σου.

>Η εξουσία διαφθείρει, επειδή συνδυάζεται

με κρούσματα κατάχρησης του δημοσίου χρήματος.

Ουδείς αναμάρτητος.

>Κάνε υπομονή.

Άλλοι σπουδάζουν την ζωή, με πρακτικό πνεύμα,

Ορισμένοι, παρακολουθώντας την. Εκ του ασφαλούς,

Προετοιμαζόμενοι, να είναι πάντοτε παρόντες

Να περιθάλψουν τα κομμάτια της ψυχής τους,

Παραδίδοντας τα στον πόλεμο, όταν τους ζητηθεί.

Διακρίνονται από το στίγμα, του να τα προσφέρουν όλα,

Όπως η αγάπη τους επιτάσσει.

Όλα για όλα, γιατί στον πόλεμο της παγκοσμιοποίησης,

Πρέπει! Να είσαι ο νικητής, ανεξάρτητα από συνέπειες.

>Δυστυχώς, ο κόσμος δεν θα πλευρίσει, ως παρακλάδι,

τον παράδεισο. Μα ευτυχώς,

είχα εσένα, πλησιάζοντας γύρω, την έννοια γύρω,

με την απλή σου ματιά-αντίληψη, αυτοδίδαχτος

Σε όσα, αποκλειστικά οι μυημένοι δικαιούνται

Να καρπώνονται το μερίδιο τους. Δικαίωμα

Να εξυψώνουν κάτι, να ξεγυμνώνουν κάτι, το οποίο ενοχλεί

Και μολύνει επικίνδυνα.

Άνθρωποι, οι οποίοι, έφτυσαν τα εγώ τους, Πλέον, ξεχωρίζουν την ποιότητα και τη σημασία, σε ότι ουσιαστικό.

>Προσαρμόζεσαι, πως τα δύο φύλα, είναι απλά

ένα πλάσμα με συγγενή επίπεδα ανάπτυξης¢

Αγαπώ όταν με εξυψώνεις, λατρεύοντας την θηλυκή μου σημασία. Έλεγες, οι γυναίκες αποτελούν ότι τρυφερότερο

Γεννήθηκε στη γη

Και όσοι την σπιλώνουν στο παραμικρό,

θα έπρεπε να τουφεκίζονται.

>Σε καταλαβαίνω αγάπη μου και θαυμάζω το θάρρος σου

να υπερασπίζεσαι, όσα αγωνίστηκες να αγαπήσεις,

όσα

Συναισθήματα ξεχνούν οι κυνικοί, ως είδη προς εξαφάνιση.

>Λες, πουθενά δεν υπάρχει ασφάλεια. Οι ανθρώπινες σχέσεις

είναι ζούγκλες, οι οποίες ζητούν εθελοντές

που θα τις εξερευνήσουν. Χαρτογραφώντας

“οικόπεδο οικόπεδο” την προσωπικότητα του καθενός.

Αμ τι άλλο, κάθε καλούπι, σπάζει μαζί με την γέννα.

Η ομορφιά της διαφορετικότητας.

>Η ομορφιά σε ένα ευτυχισμένο ζευγάρι.

Ούτε ο ένας ούτε ο άλλος, δεν παίζουν τον ρόλο

του καλού Σαμαρείτη, μεταξύ τους. Ετούτο να το προσέξουν

όσοι και όσες έχουν μια σχέση, δεν διάλεξαν την μοναξιά.

>Χαίρονται με προφυλάξεις τον έρωτα τους.

Ας σκεφτούμε το AIDS ως ένα επιτυχημένο πείραμα, σε χημείο κάποιου με παράλογη ηθική. Παρά ως τιμωρία Θεού,

Προς όσους ασύστολα κάνουν σεξ. Ο Θεός δεν τιμωρεί.

Είναι Δίκαιος.

>Φυσικά.. όσοι προκαλούν, αξίζει να τιμωρούνται.

Η άλλη λύση είναι η αποχή, μα χρειάζεται να σφραγίσεις

Οφθαλμούς και αυτιά. Χρειάζεται να απομονωθείς.

Ώστε να μην σε τραβήξουν πίσω, πάλι, στην αμαρτία..

Αδύνατο.

>Η χειρότερη επιλογή, τυχαίνει… ν’ απέχεις από την χαρά.

Επειδή, άλλο χαρά, κι άλλο, ευτυχία.

Η χαρά βρίσκεται σε μικρά πράγματα,

Η ευτυχία σε μεγάλα, όπως ο γάμος.

>Όταν με ζήτησες, έκανες σαφές, πως αν σε ακολουθούσα,

θα ήταν για πάντα, κι επανέλαβες, πως,

κώλο βρίσκεις όπου σταθείς, σπανιότατα όμως,

αυθεντικά μοναδικό, υγιή χαρακτήρα. Είπες,

πως θα ήμουν η πρώτη και η τελευταία σου σχέση –ωσότου ο θάνατος, να δείξει, αρχικά, στον ένα, την αφετηρία

Του επόμενου ταξιδιού.

Απόλυτα ο ένας προς τον άλλο.

>Δεν είχε σκληράδα το πρόσωπο σου, μα αποφασιστικότητα.

Σα να με τέσταρες κι ετούτο δεν μου άρεσε

-σα αγνοούσες την απάντηση. Όμως, ένωσα,

αντί να διασπάσω τα άτομα μας,

σε όση αρνητική ενέργεια, πιθανόν, εκλυόταν.

>Απαιτεί αρκετά κότσια, να μείνεις ουδέτερη στον πειρασμό.

Να μοιραστείς το υπόλοιπο της ζωής σου με κάποιον

Συμπεραίνοντας πως δεν θυσιάζεις καμιά προοπτική,

Επειδή, το πρόσκαιρο το οσμίζεσαι –έστω κι αν το αρνείσαι-

από εκατοντάδες μίλια μακριά. Αν σου ‘χει περισσέψει,

στάλα συνείδησης.

>Αν βγει θετικό, μπορείς να λυπάσαι, να κλαις μέσα σου

με τον πόνο των άλλων, των άλλων..

Κι όταν ο πόνος των άλλων.. αυλακώνει τα χαρακτηριστικά

κι εξωτερικεύεται απευθείας, είναι επειδή ορισμένοι

Σε καταδίκασαν να βασανίζεσαι εσαεί.

Στην λύπη σαν εισέλθεις, βγαίνεις μισοτελειωμένος.

>Ουφ, παίρνω κι άλλη ανάσα.

Το στόμα μου όσο πάει και στεγνώνει

Μα πρέπει να στα πω, να μην έχεις πλέον, αμφιβολία,

για το ταίρι που κατείχε το κλειδί ως την καρδιά σου.

>Είναι όμορφο να είναι κανείς ερωτευμένος.

Μα μη στενοχωριέσαι, επειδή τώρα..

Είσαι μόνος.

Είναι όμορφο να νοιώθεις η συνέχεια του άλλου, κι αντίστροφα. Να κάνεις νέα πράγματα, ταυτόχρονα –εσύ αυτή, αυτή εσύ- Σε κάποιο

άλλο σημείο της πόλης, του χώρου που..

>Δεν εννοώ, πως όσοι ερωτεύονται, αποτελούν φυλή εξωγήινη –δεν προσέχει τα γύρω της. Μόνο,

που ότι εισέρχεται από την σήραγγα του συνδέσμου τους,

Πατά σε νέα διάσταση.

>Καλύπτει άμεσα, το κενό με τις έννοιες από την αρχή

Της δημιουργίας. Κι ας φαίνονται όλα ετούτα, υπερβολές.

Όχι, μη προτρέξεις. Η ευαισθησία χτυπάει κόκκινο,

όταν αποκεφαλίζεται η ζήλια, η μικροπρέπεια.

>Ο άνθρωπος αντέχει να διαστέλλει την γνώση του ως το άπειρο.

Ο άνθρωπος αποτελείται από συγκεκριμένα βασικά στοιχεία

του σύμπαντος. Της φύσης.

Ο άνθρωπος είναι μικρός και ασήμαντος.

Της μοίρας του –γραμμένο- να έρχεται για ελάχιστα στη γη,

κι ύστερα να χάνεται. Ο άνθρωπος

Υπάρχει σε κάθε τι. Απλά,

Ξέχασε να ρυθμίζει σε συγκεκριμένες συχνότητες,

τις αισθήσεις

και οι δυνάμεις του αναλώνονται σε πρακτικό επίπεδο

Παρά σε πνευματικό.

>Ο χρόνος δεν συγχωρεί, δεν επιστρέφει το νεανικό δέρμα.

Δεν θα διάλεγα να ζω αιώνια. Κάποτε θα με βαριόσουν.

Έλα, έλα. Μην ταράζεσαι. Είναι που σε νοιάζομαι.

Όταν με βρεις, μπορεί και να.. εκτός αν..

Όχι. Δεν επιλέγεται ως ώρα, για ετούτο ακόμη.

>Ρίχνω μια ματιά στην κουκουβάγια.

Θαυμάζω τα φτερά της. Πόσο έξυπνα ιδιόμορφη.

Σοφή και δίκαιη.

Ο κλήρος της μοίρας

Την επέλεξε να διαπραγματευθεί, περί αρχή και τέλους.

>Προ της ύστατης στιγμής, θα εκλέξει

ένα σημείο, κάπου, να σφραγίσει τα μεγάλα λαμπερά μάτια

Θα αφομοιωθεί από το έδαφος. Από την γη.

Μας καταναλώνει η γη, με περισσή όρεξη.

>Συνήθως, όταν γερνάς, το κρέας σου μπαγιατεύει.

Επιθυμώ η γη, να τρέφεται με τα θρεπτικότερα. Τα υπόλοιπα, επιδέχονται ελαφρό πασπάλισμα, ψήσιμο στη ζωή.

Μα μη καούν κιόλας. Είναι προτιμότερο να πεθαίνεις νέος,

Παρά γερασμένος. Όταν σ’ έχουν λυγίσει αρκετά,

Καθίσταται ως τυχερή μέρα!

>Ωχ, ψυχή μου. Ετούτο δω τ’ όνειρο ..έχει ένα τέλος.

Επειδή ο πόλεμος αποβαίνει άνισος

Με όσα θέλω, στιγμές, αναδύονται στην επιφάνεια, ώστε

Να προμηθευτούν αέρα κοπανιστό-πυρομαχικά,

Αμβλύνοντας την αστάθεια της επαφής

με την πραγματικότητα.

Εύχομαι να μην τα χάνεις, περιστασιακά,

με τους διαρκείς προβληματισμούς μου.

>Ξέρεις, όταν κάποιος, κουβαλά ως την πόρτα, τα ωφέλημα

Αναμένοντας στην ουρά, το ξεκίνημα του νέου ταξιδιού..

Περιοδικά λυπάται, άλλοτε, λυτρώνεται ..λυπημένος.

Όταν ένας φεύγει, έχει την αίσθηση, ότι το προσωπικό του τέλος,

Φέρνει αυτόματα, το τέλος σε όλους.

Μα δεν υφίστανται όρια.

>Το αντιλαμβάνεσαι, όταν συνειδητοποιείς, πώς να!

Ετούτο το έχω συναντήσει κάπου αλλού. Σε μια ορισμένη ζωή

Όσο

Όσο, πιο παλιά επιστρέφουμε, έντονα αναπολούμε

την απλότητα τους. Την “αγνότητα” τους. Μακαρίζουμε

την άγνοια τους για τα απίστευτα μας.

>Τουλάχιστον, όταν σε συντροφεύει, ένα ζευγάρι μάτια

Η αγκαλιά του ζώου, δίπλα σου, αντέχει να προσφέρει

Και να δέχεται αγάπη, αισιοδοξία –ζωή.

Ζηλεύω όσους ισορρόπησαν μετά τα 100. Τους θαυμάζω

ως κινητή εγκυκλοπαίδεια, εμπειριών και κοσμοϊστορικών αλλαγών. Αρκεί,

να μην μένουν μόνοι, ..κάπου στο τέλος.

>Τότε, η κληρονομιά τους, μαραίνεται άδικα, ως λουλούδι,

στο οποίο, δεν πλησιάζει κανείς, πλέον, να απορροφήσει

την γύρη-πείρα του.

>Μη θαρρείς, πως κάθε αντίληψη εννοείται ως αλάνθαστη¢

Σηκώνω το βλέμμα μου στον ουρανό.

Πέφτει σαν βροχή στην χώρα.

Βρίσκει διόδους και χώνεται παντού, προκαλώντας ανάδυση

Εκτάκτου ανάγκης στις ακλόνητα αμόλυντες αρτηρίες

Της ιστορίας μας.

>(Κουράγιο)

Ιστορία, νοείται ακόμη, η φιλοξενία, η φιλανθρωπία,

Ο σεβασμός. Η αξιοπρέπεια. Η οικογένεια.

Η προσωπικότητα. Τα ταλέντα. Ο αθλητισμός,

Η σύμπνοια, ο πατριωτισμός. Το δικαίωμα

Να υπερασπίζεσαι την ομορφιά

Των προηγούμενων μικρών.. πραγμάτων…

Ότι ελκύει τον ένα κοντύτερα στον άλλο.

>Μακάριοι, όσοι έχουν μια κουβέρτα από αγάπη

να τους τυλίγει προφυλάσσοντας τους από παγωνιές¢

Κάθε τι νέο, έχει μια τρομαχτική πλευρά. Μια παγωμένη

Χειροπιαστή, περιφραγμένη περιοχή, με νάρκες εμπειριών.

-φυλάξου από αδέσποτες βολές.

>Αγάπη, αγάπη μου. Εσύ αντιστέκεσαι. Εσύ ξέρεις,

πως όταν σου μιλώ, δεν κάνω κήρυγμα.

Η ανθρώπινη γλώσσα, είναι Θείο δώρο.

Μας φαντάζεσαι διαφορετικά; Επικοινωνώντας

Με άναρθρες κραυγές; Τα έργα μας θα ήταν παρομοίως ανάλογα.

>Λυπάμαι. Που δεν βρίσκεσαι πλάι.

Να μου θυμίζεις με το καστανό σου βλέμμα-άγγιγμα,

πως η ομορφιά είναι κάτι υποκειμενικό. Ξεφτίζει,

όταν δεν την τροφοδοτούμε με το προσωπικό μας στίγμα.

>Επισπεύδω και συμπυκνώνω τους ακανόνιστους

συλλογισμούς.

Τον λογισμό μου. Με μουσικό τρόπο. Πότε σε χαϊδεύω, σε ηρεμώ. Καταπραΰνω τις διαφορές μας. Πότε σε παιδεύω

για ορισμένο χρονικό διάστημα,

με συνεχόμενες, ψιλές, τσιριχτές, αγωνιώδεις κλαμένες λέξεις.

Πότε σε ταράζω παροδικά, ώστε να σε ξυπνώ,

μη με ξεχάσεις.

Μην λησμονήσεις.

>Τι συμβαίνει, γλυκέ μου; Κλαις; Έλα, αφέσου.

Η αλήθεια λυτρώνει. Με δάκρυα ή χωρίς.

Με σφιχτή την γροθιά ή χωρίς.

Με ανοιχτή την αγκαλιά, ή χωρίς.

>Η αλήθεια σε πλησιάζεις στα όρια σου. Τα ξεπερνά.

Ενώ συνέρχεσαι από κάθε επανάσταση,

Να το βιώνεις ταπεινός, όχι νικητής. Αν και η ψυχή, κάπου κάπου, εκδηλώνει ετούτη την ανάγκη.

Να βαδίζει με ψηλά το κεφάλι.

>Παρομοίως και η Πατρίδα.

Γιατί να υποχωρεί διαρκώς, στο όνομα της καλής θέλησης..

Έχει τα όρια της! Η καλή θέληση.

Δεν εμπεριέχεται τίποτα σχετικό, σε αυτό.

>Η αλήθεια λυτρώνει την ψυχή.

Φορτώνει σε καμιόνια προς τις χωματερές, φέτες φέτες,

Τ’ αλλοιωμένα συναισθήματα. Τα οποία,

Μας εκμηδενίζουν συστηματικά.

Τα πλαστικά διάφανα τείχη γύρω μας.

Προτιμότερο ευθύς, παρά υποκριτής.

Καλύτερα υπερευαίσθητοι παρά αναίσθητοι.

>Μάτια μου.

Δεν επιθυμώ να σε κουράζω, με δικές μου διηγήσεις,

μα ετούτη είναι η κληρονομιά που σου αφήνω.

Δείξε υπομονή. Ένα δυο, πράγματα, θα σου μεταφέρω, παρακάτω, επειδή οι γέρικοι μου οφθαλμοί, τείνουν

Να κλείνουν για μεγαλύτερο διάστημα.

>Σαν να είμαι, μονάχα ένα στόμα

π’ ανοιγοκλείνει, σαν κίνηση μαριονέτας.

Χόπ χόπ. Χορεύει μπροστά σου!

Μπράβο, χαμογέλασες ωστόσο.

>Τι θυμήθηκα, χρυσό μου.

Στην διαδρομή μου, κάποια στιγμή, σα με πήρε ο ύπνος,

Είδα πως βρισκόμουν σε μια σάλα, παρέα με κόσμο

Ο οποίος διασκέδαζε

Χόρευαν τα ζευγάρια, αγκαλιασμένα.

Ξάφνου, σε παρακολούθησα να πλησιάζεις. Με

το αγαπημένο σου παράστημα, την ιδιαίτερη περπατησιά.

Πότε πετούσε μαζί με τις σκέψεις σου, με μεγάλο δρασκέλισμα.

Πότε πίεζες το έδαφος από πείσμα. Εικονικά στον νου σου,

Μα ήμουν η μόνη, φαίνεται,

Που διέκρινα τα χνάρια σου. Φρέσκα φρέσκα,

Απολιθωμένα βήματα.

>Είσαι, μπορώ να πω, ένα παραπονιάρικο μωρό,

μα εγώ αγαπώ τα πλάσματα που γκρινιάζουν.

Γιατί έτσι φαίνεται, πως έχουν κάτι εσωτερικά τους,

Το πείσμα να ευτυχήσουν. Με πατριωτικό πρόγραμμα¢

>Όταν χορέψαμε για αρχική φορά, ανατρίχιασες

με την πρωτόγνωρη! Εμπειρία.

Φιλώντας σε για αρχική φορά, εξίσου ανατρίχιασες.

Όταν γυμνώθηκε ο ένας εμπρός στον άλλο,

Ήταν σα να περίμενες, πως τίποτα δεν θα συνέβαινε παρακάτω.

>Επειδή ο άνθρωπος είναι ένα πλάσμα, με δύο

παράλληλα επίπεδα ανάπτυξης.

Όταν ετούτα συναντηθούν, να εύχεσαι ότι γεννηθεί,

Να κατέχει λίγη από την πείρα τους, όχι του κόσμου.

>Ο κόσμος σκοτώνει την αγάπη, όπως το κουνούπι.

Πάφ! Και κάτω. Προτιμάται

Να παρουσιάζονται οι πάντες, κατσούφηδες

Παρά ορισμένοι, να ξεφεύγουν από την ψυχοπλάνα

Άρρωστη διαδικασία. Ως καρκίνος περίπου.

>Ο κακός άνθρωπος, αντλεί δύναμη από την νύχτα,

απορροφώντας την ενέργεια της αχόρταγα.

Ο υγιής άνθρωπος, σπαταλά τα αποθέματα της καλοσύνης του, προσευχόμενος να συναντήσουν όλοι, την σωτηρία τους.

>Είναι τραγικός ο πολυποίκιλος παιδεμός του ανθρώπου,

Στη ζωή. Μα μου φαίνεται,

Πως ορισμένοι, βρίσκονται διαρκώς

Στο επίκεντρο της καταιγίδας. Σα να είναι σε ένα μέρος!

Η καταιγίδα.

Ομάδες ατόμων,

Πουλάνε αυτό το μέρος ως παράδεισο. Μα που;!

>Καλός και ο επιούσιος. Σε βαστά ως το τέλος.

Ένα σκαλιστό σαμάρι στους ώμους κάθε εργαζομένου.

Σε ωριμάζει να αποδέχεσαι, πως με τον κόπο σου

Απέκτησες κάποια πράγματα, ώστε να σε συντροφεύουν

-όσο ανταποκρίνεται ετούτο….

>Ο άνθρωπος ωριμάζει όπως το φρούτο. Έστω,

κι αν η φλούδα του είναι σκληρή.

Εσωτερικά, το μεδούλι, είναι τρυφερό,

Σαν επιδερμίδα μωρού –όσο τα σκουλήκια,

Δεν καταφέρνουν να βρουν άνοιγμα.

>Ο άνθρωπος κρατά πολλά θαύματα στα χέρια του.

Μόνο που τα μολύνει αυξητικά περισσότερες φορές

Απ’ ότι, τα φροντίζει. Ο άνθρωπος,

Σα μένει μόνος, σκέπτεται πολύ, και οι φράσεις

Σώνονται κάποτε.

>Σα να ‘χεις μια κατσαρόλα, γεμάτη με νερό προς βράσιμο,

για κάτι. Λες, λες. Ραντίζεις τον εαυτό σου και τους άλλους,

Με θαμπώματα, υποσχέσεις, εξομολογήσεις. Λόγια

Λόγια. Αληθινά, ψεύτικα. Κάποτε, το νερό εξατμίζεται τελείως,

Οπότε, όπου να ‘ναι, σκάει η μπόμπα…

Σαν ταυτόχρονος οργασμός ανεξάντλητης ισχύος.

>Σκάει ο άνθρωπος από τα πάμπολλα του καμώματα.

Λόγω των αναθυμιάσεων, σιτεμένων ανεκπλήρωτων

ονείρων. Υπάρχουν, ιερά και όσια. Είτε τα έχει δημιουργήσει

ο άνθρωπος, είτε όχι.

Υπάρχουν μυστήρια, που δεν κάνει.. να τα συζητάς.

Υπάρχουν εμπειρίες που η φύση σε υποχρεώνει να πράξεις.

Είχες πει κάποτε.. πως προτιμούσες να σε ευνουχίσουν

Σωματικά, προκειμένου να γλιτώσεις από την παρούσα κατάρα..

Αν δεν υφίσταται η παρούσα κατάρα.. θα θυμόντουσαν

Την Εύα και τον Αδάμ, αποκλειστικά, οι ίδιοι!

Μα του κάκου. Απορούσες, πως, κάποιοι, αγίασαν.

Εκείνοι κατέχουν μια θέση στον Παράδεισο. Εμείς;

Κάπου εδώ τερματίζει η μακροσκελής επιστολή της Αριάδνης.

Έκλεισες το βιβλιαράκι, με ευλαβική υποδοχή.

Το φύλαξες μες την αγκαλιά σου.

Σε ζέσταινε, εξαγνίζοντας σε.

Σε προκαλούσε να χαμογελάς, ενώ συγχρόνως

Μούσκευε το πρόσωπο σου, η θύμηση της.

Η κουκουβάγια σε κοίταξε προς στιγμή, κι ύστερα..

Ύστερα φτερούγισε ξαφνικά –σηκώνοντας σκόνη.

Πιθανόν να κινούσε, προς συνάντηση με την οικογένεια της.

- Αριάδνη.

- Αριάδνη!

- Ω, Αριάδνη.

Σε βουβή, αργή κίνηση, συνέβησαν τα παρακάτω:

Το πρόσωπο σου πήρε αλλοπρόσαλλη έκφραση, από οργή

Για την απόσταση, η οποία, σας χώριζε.

Σα να πάλευαν στο πρόσωπο σου, να αλλάξουν θέση

Τα μάτια, το στόμα, το σαγόνι.

Τα μαλλιά, ανέμιζαν με φριχτό τρόπο. Σαν στάχυα

που στις άκρες τους, έχουν μυτερές βελόνες

Κι όποιοι τόλμησαν ποτέ, να τις συλλέξουν

Κινδύνευαν να πληγωθούν από την οργή τους.

Ο ωκεανός της άμμου της ερήμου, ζωντάνεψε

και με μεγάλα κύματα, έσπαγε πάνω σου.

Το σώμα σου, σαν φυσική βεντούζα, κολλούσε στον τοίχο

-τον πίεζε η πλάτη σου, με οργή.

Σα να επιθυμούσες να γίνεις ένα μαζί του.

Μετέφερες την οργή όλη, στις παλάμες σου, οι οποίες

Αρχικά, έξυναν τον τοίχο, ώσπου σιγά σιγά

Πήραν να τσαλακώνουν! Κομμάτια κομμάτια, του τείχους.

Το πρόσωπο εξακολουθούσε να παλεύει.

Ο τοίχος ταλαντευόταν σα να φυσούσαν, κόντρα

στην επιφάνεια του χιλιάδες τυφώνες, παρέα. Ξορκίζοντας τον να τσακιστεί, να αδυνατεί να ανασυγκροτήσει

Τις δυνάμεις του.

Με σκοπό να συρρικνώσει το είναι του, χάρη στη φλόγα

του πείσματος σου. Ώστε να αλλάξεις τη ροή του πεπρωμένου σου. Να πάψεις να είσαι μόνος.

Να υγραίνεσαι μέσα σου

Άστεγος από αγάπη, ανίσχυρος εμπρός στα θηρία..

Σε γρήγορη ηχηρή κίνηση, συνέβησαν τα παρακάτω:

Ο τοίχος, σε μια τελική προσπάθεια αντοχής, τεντώθηκε

Σαν λάστιχο

Και ξαφνικά,

Επέστρεψε σε ένα σημείο. Στο φανερό σου, πλέον,

Ψυχικό περίβλημα. Σπάζοντας το φράγμα του ήχου,

η έκρηξη αυτή¢

Η γη αναταράσσεται. Ανοίγει ως θαύμα ψυχής

σ’ ένα διάδρομο, κι η άμμος, όλο να απομακρύνεται

από τις άκρες¢

Έστρεψες το πρόσωπο, ενώ ηρεμούσε, δεξιότερα.

Είδες την αγάπη σου, λίγο πιο πέρα, ξαπλωμένη

Να αιωρείται σε ένα λαμπρό φως.

Γύρω της,

Χόρευαν άγγελοι και δαιμόνια. Έδιναν μάχη

Ποιος θα την κερδίσει, ώστε να τερματίσει το ταξίδι της

Παρατείνοντας τον πόλεμο των δύο φύλων

Δίχως να ξεκαθαρίσετε την κατάσταση¢

Ενόσω ο χρόνος, ανελάμβανε τους φυσιολογικούς του

Ρυθμούς,

Παρακολουθούσες μουδιασμένος, την πάλη εκείνη.

Το πρόσωπο σου έκπληκτο

Το σώμα, να θέλει να κινηθεί, μα να αδυνατεί.

Αργά, με κόπο, πραγματοποίησες ένα βήμα

Άλλο ένα, άλλο ένα. Ως να βρεθείς

Κοντύτερα στην αγαπημένη σου Αριάδνη,

Στο αγαπημένο σου άπιαστο όνειρο.

Έφερε γρήγορες στροφές, η αντίληψη σου

Να ‘βρει την λύση. Να λυτρωθείτε.

Επιθυμώντας να αναζητήσετε το δρόμο προς τον παράδεισο σας, Γλυκά, όπως ένα φιλί-χάδι, στο μάγουλο.

Συλλογίζεσαι πως σας χωρίζουν πενήντα χρόνια, πια

(τόσο πολύ επιβάρυνε την ηλικία της, η απελπισία της,

να σε ..γνωρίσει, να σε συναντήσει), μα εκείνη,

Είναι ακόμα ζωντανή, παραπέρα –εμπρός σου.

Εκείνη, ήταν το μόνο άτομο, που επιβεβαίωνε έμπρακτα

Τον λόγο υπάρξεως σου.

Ικανοί να προσφέρετε τα πάντα, ο ένας στον άλλο,

Οπότε, γιατί διστάζεις να το πάρεις απόφαση;

Δεν χαραμίζεις τίποτα, επειδή τα νιάτα

Βρίσκονται μέσα μας, πάντοτε. Μην το ξεχνάς.

Την κοιτάς. Πόσο ευάλωτη.

Παλεύουν τα στοιχεία

άλλων κόσμων, γύρω της.

Είδε ο ένας το πρόσωπο του άλλου. Δεν σε παρακαλούσε,

Απλά παρατηρούσε την ακαμψία της σκέψεως σου.

Να διακρίνεις πίσω από το γέρικο της σώμα.

Όσα είχες βρει ενδιαφέροντα σ’ εκείνη.

Όσα η σχέση μοίραζε στα μέλη της, απλόχερα.

Σε θωρούσε με ήρεμο ύφος.

Το πήρες απόφαση. Δεν χαράμιζες τίποτα

Επειδή τα νιάτα βρίσκονται μέσα μας πάντοτε.

Θυσίασες τα δικά σου.

“Φορτώθηκες” τα μισά, επιπλέον της χρόνια

-όντως η ίδια στα εβδομήντα πέντε, κι εσύ στα εικοσιπέντε).

Κι όσο συντελούνταν αυτό,

Θωρούσες τα στοιχειά να αποθαρρύνονται

Το σώμα της, να κατεβαίνει στο χώμα

Να επιστρέφει νεότερο.

Ήσασταν πλέον μαζί. Ένας ευτυχισμένος ενωμένος αιώνας

Η γη ξεφλουδίστηκε ως ώριμο φρούτο.

Αποκάλυψε τον Παράδεισο της, τον θαμμένο.

Ήσασταν οι νέοι-σύγχρονοι πρωτόπλαστοι.

ΤΕΛΟΣ

Γεράσιμος Μηνάς 2002

0 Comments:

Post a Comment

<< Home