Το Blog της αγάπης

Αγάπη για ποίηση και για άξια αξιοπρέπεια στις γυναίκες

Friday, March 23, 2007

Αλήθεια

Η αλήθεια είναι η φωνή
που επιδέχεται συμμόρφωση
-παρηγορεί, μαθαίνει, διακρίνει.
Ως φάρος μοναχικός της πίστης επί της γης.

Μόνοι μας δοκιμάζουμε τον εαυτό
Τον καταπονούμε
Ελεύθεροι –πλην μίζεροι.
Ανθρώπινοι –πλην εφήμεροι.

Σκέφτηκα να σου πω
Να σου προτείνω, φυσικέ μου εσύ, πατέρα
Να παρατείνω ή να επουλώσω
την υγεία της καρδιάς, της υπομονής σου.

Αναφέροντας τα ψέματα-προθέσεις,
μη επιείκειας απέναντι σ’ αυτήν
την πολύπαθη οικογένεια, ενόσω καμπουριάζει απ’ τα βάρη της απάθειας.

Λόγια και πάλι λόγια. Παγκόσμια, κουρασμένα. Επίμονα,
ν΄ αφήσουμε το στίγμα μας στον χρόνο. Στου χάρου την κοφτερή λεπίδα.


Μήπως και διασώσουμε κείνο
που έλειπε
Απ’ την οροθετική κοινωνία.
Φορέας της αρρώστιας

Του άκαρδου εγώ.
Κι αν πλήγωσα, κι αν στέρεψα,
Ψυχές, ενώ χρωστούσα χάρη είτε συγνώμη
Θαρρώ,

Πως έγινε η Βαβυλώνα
Του είναι μου
Φυλακή.
Και δέσμιος ενός ανεπίκαιρου

Εξαντλημένου, τώρα.
Δεν έχω
Που αλλού να μιλήσω, ποιος άραγε
θα ακουστεί.

Την πίκρα του φυσιολογικού
Που τόσα χρόνια, γυρεύω
Τα μάτια τα καθαρά
Το δάκρυ της ψυχής, που αποφεύγω.

Ότι, λάθος ανέχομαι.
Την φλόγα που αργοσβήνει.
Ενώ θέλησα σοβαρά, φορές
Την Λερναία Ύδρα μου, επιτέλους,

να φονεύσω.
Τον εγωπαθή πλίθινο σταυρό,
ξάφνου, να λυγίσω.
Να πάρω στον ώμο, τον άλλο

Τον βαρύ. Της αγάπης.
Μελαγχολώ.
Καμία πόρτα εδώ στη γη
Δεν δύναται να με δυναμώσει.

Δεν ακούνε οι άνθρωποι, πατέρα.
Τους μιλάω για το καλό
Μα δεν ακούνε.
Γιατί. Τι φταίει, πια.

Κάνει καλό η αδιαφορία;
Να μη θέλω να σε πάρω τηλέφωνο;
Να πιστεύουν, όλοι,
ότι επιβάλλομαι

Ως δικτάτορας.
Όχι, πως ο ίδιος,
Γνωρίζω το καλό. Ότι το πράττω.
Ανήμερος σαν τεμπέλικο τζιτζίκι.

Αναλώνομαι, ανάμεσα σε καλούδια
Σε καλώδια.
Κι ας χαίρομαι τη μοναξιά
Την χωρισμένη πλευρά της αγάπης.

Θλιμμένος
Που όλοι, δεν βλέπουμε το καλό
Και φλερτάρει ο ένας,
ασύστολα τον άλλο.

Δεν δείχνει σεβασμό
Ούτε φόβο, ελέγχου, πατέρα.
Συ, αν χαθείς, πίστεψε
Για μένα, μόνο εύκολο δεν είναι.

Η ζωή, είναι πόνος.
Το δάκρυ
που δεν ρέει
Παρά συσσωρεύεται

Σε ανούσιες κόντρες
Στο παραμύθι της ελπίδας
Ως λύση
ή ως βάλσαμο στις πληγές μας.

Δεν κουράζονται οι άνθρωποι,
να βγάζουν λόγους;
Οι υπουργοί, οι ψευδολόγοι,
Τ’ ανώριμα φρούτα. Οι λεωφόροι
πληροφόρησης.

Με μια Φθινοπωρινή μπόρα,
αποκτώ φόβο Θεού.
Και ουσιαστική, φορά ρολογιού βίου
Φυσιολογική, συμπληρώνω
Μ’ αμφιβάλλω πολύ.

Ελάχιστους εκτιμώ, όσο ποτέ.
Μετρημένοι θαρρώ, στα δάχτυλα
του ενός χεριού
Στο δεξί, με το οποίο γράφω

Σκέπτομαι, χαρίζω εμένα
Στρατιές θαρρώ, σηκώθηκαν
εναντίον μου’
Οι άνθρωποι μιλούν γι’ αγάπη

Εντέλει, ερωτική
Πίσω από σχισμένες απ’ τον καιρό
Σκούρες, αραχνοΰφαντες κουρτίνες.
Κει, που ‘ναι ασφαλή.

Μα εγώ, ξεδιάντροπα είδα, μόνο, ένα.
Δεν είχε μορφή, ούτε σώμα.
Απλά, ένα θολό, κοντινό σε μένα
Περίβλημα.

Δυό μάτια που δακρύζουν,
μπορούν να λυγίσουν την οργή σου;
Που υποτιμά την νοημοσύνη μου.
Μακάρι να ‘χες αισθήματα

Μα απ’ ότι φαίνεται
η καρδιά σου είναι πέτρα
-ασβεστωμένος τοίχος-
Ο Κύριος είχε πει για τον Ιούδα
Αλλοίμονο στον άνθρωπο
ο οποίος παραδίδει τον Υιό του Θεού.
Μακάρι να μη γεννιόταν.

Δεν υπάρχει έλεος
για τους μη μετανοούντες.
Η ψυχή υπάρχει.
Η τρομοκρατία θα συνεχίσει.

Η δικαιοσύνη είναι ένα ψέμα.
Δεν με τρομάζουν οι πλανητάρχες.
Παρά μόνο ο εαυτός μου.
Η αδιαφορία μου, ή η φυγοπονία.

Το έλλειμμα αγάπης.
Η απελπισία.
Πατέρα, λυπάμαι
για το: σ’ αγαπώ

Που δεν ξεστόμισα.
Για την αγκαλιά, την οποία δεν τόλμησα
-ούτε κι εσύ-
Δεν γνωρίζω το πλάτος ή το μήκος
Της γης,

Ελάχιστα εννοώ, τα προσωπικά μου όρια
Συμπεριφοράς.
Καθόλου, τι θέλεις εσύ, πατέρα’
Δεν θα υπάρξει εδώ, δικαιοσύνη.

Όχι. Πες με θρησκόληπτο,
Δεν με απασχολεί.
Η λύπη είναι η δική μου θάλασσα
Κι όσοι

Γνωρίζουν, πως ν’ αποφεύγουν
τους “καρχαρίες”
Αν είναι τυχεροί, τότε,
ίσως ανασύρουν τον καλό τους εαυτό.

Δεν μπορώ πια, να ξεχωρίσω
στο μέτρο του δυνατού,
τα πρόβατα απ΄ τους λύκους-πρόβατα.
Μετρώ τους στενούς φίλους,

Το πολύ, πέντε δάχτυλα.
Οι υπόλοιποι
Αλληλοκολακευόμαστε.
Σχίζουμε τις σάρκες ο ένας του άλλου.

Να μας προσέξουν, πατέρα.
Φυσικέ μου υπεύθυνε, της γέννησης μου’
Ποιος έχει το θάρρος, να πει,
Να δει, πέρα από Εθνικότητες
Πέρα από πεποιθήσεις, Εξοπλισμένος,
Πως, η ανθρώπινη ζωή είναι παντού
Πολύτιμη.
Δεν ξεχνιέται, δεν πολιτικοποιείται
Δεν καταδικάζεται.
Υπάρχει.

Κανείς, δεν δικαιούται να μισεί.
Εσένα, εμένα, τα θύματα.
Κείνα, που εσύ ονομάζεις ανταπόδοση
Στο μίσος και την κακία της καρδιάς σου.

Τι είμαστε, πατέρα, πέρα
από μέλισσες,
Ενόσω δημιουργούν μέλι.
Η καρδιά μας είναι η κηρήθρα.

Χαμήλωσε τα μάτια, άνθρωπε.
Λίγη ταπείνωση, κάνει καλό.
Ένα τίποτα είμαστε.
Φθαρτοί, τρωτοί,
Ένα τίποτα.
Ξύπνα άνθρωπε μέσα σου. Ξύπνα.

Είμαστε ένα τίποτα.
Άχρηστοι, σαν τις πέτρες.
Χώμα, στο οποίο, αξίζει,
Μόνο, αν είναι ικανό
Να θρέψει μια υγιή ύπαρξη.
Σώμα με μια μόνο ψυχή.

Μόνοι μας δοκιμάζουμε τον εαυτό μας.
Δεν σου έχω χαρίσει ακόμα, πατέρα
Εσύ που όφειλες να με φέρεις
Σ΄ αυτή την απαίσια την κοσμοθεωρία.

Πόσα ψέματα ξεστόμισα,
Να ‘ναι πικάντικη η ζωή.
Εκδικητική, επειδή ζηλεύω.
Εξοστρακισμένη, επειδή κωφεύω

στην βελτίωση μου.
Κι απροκάλυπτα, μεταδίδω εικόνες
Να εμπνέουν ταραχή,
Ν’ αποφεύγεις τον σκοπό της ζωής σου.

Να ωφελήσω εγώ, εμένα
Κι όχι, η απογοήτευση
ή η απελπισία εκείνου
που δεν γίνεται. Θυμάσαι;
Μια στερημένη ζωή. Ενοχές. Τσακωμάρες.
Η αλήθεια ή οι αξίες
Λες, μου λες,
τις εκπροσωπώ

Σα να προσφέρω σε κάποιους, άσυλο,
Έχω εξουσία, επιτηρώ την ασφάλεια της.
Δεν θέλουν το καλό τους.
Ανάμεσα τους κυριαρχεί το μίσος,

Ο πόλεμος των φύλων.
Η μη λογική.
Θλιβερό; Υφίσταται.
Διορθώνεται; Σπανίως.

Δυσκολεύει; Σαφώς.
Δεν θα υπάρξει δικαιοσύνη, εδώ.
Οι φωνές των καταπιεσμένων
Βοά, στα αυτιά του Κυρίου.
Η τιμωρία δεν είναι αστεία ιστορία.
Υφίσταται. Πάντα. Ανυπερθέτως.

>>Τώρα, αισθάνομαι,
Πως έχει υψωθεί
Ένας τοίχος ανάμεσα μας.
Αφού διερμηνεύω την αναμεταξύ μας
Άνεση και επικοινωνία

Ως σοβαρότητα.
Πόσο φταίω, ακόμη δεν μου ‘πες.
Το κρατάς, φυλακτό, για σένα, μόνο.
Δεν θα ξεχάσω όμως, ποτέ,

Την πολύωρη κατάθεση ψυχής,
Κι ας σε φλέρταρα,
ξέρεις, ήταν λάθος.
Ναι, έτσι ήταν.

Κι όμως αγάπησα
αυτό το χαμόγελο, και την απλότητα
των ματιών στο πρόσωπο σου.
Πλέον, αισθάνομαι ετούτη την απόσταση.
Θυμάσαι;
Μήπως σημαίνει σοβαρότητα;

Καλύτερα, αυτές τις σκέψεις
Ένας προηγούμενος ένοχος
Να τις βαστά για το είναι του.
Κι εκείνοι στους οποίους απευθύνεται
Να μαθαίνουν την αλήθεια, κατόπιν.
Να ‘ξερες μόνο, πόσο πολύτιμη
μπορείς να γίνεις.
Το ξέρεις;
Ένα κενό, πλακώνει το στήθος μου.

Μόνο εσένα, μπορώ να σεβαστώ, απόψε
Γλυκιά ύπαρξη. Την παρούσα ηρεμία
που αποκλειστικά, εσύ ως αύρα φιλίας
Δύνασαι να καλλιεργείς.

Κι ας ξέρω, ναι, ξέρω, πως
Προστατεύει εσένα
ή τους δικούς σου κανόνες στη ζωή’
Ένας φακός, βγαλμένα τα γυαλιά,

Το πρόσωπο γερμένο. Η γραφίδα
Χαράσσει το χαρτί.
Το ένα μάγουλο, πλακώνει το τετράδιο.
Συ, δεν είσαι εδώ, με σάρκα και οστά,
Παρουσιάζεσαι όμως,
Ως η πυκνότητα της μοναξιάς
π’ απέκτησε ύφος και μνήμη.
Αγάλι αγάλι, μου διαφεύγεις,

Μα πάλι, από πείσμα
Σπέρνω όσα μου πρόσφερες.
Γκριμάτσες, χαμόγελα, απλότητα.
-κάθε που είμαι μόνος, θυμάμαι
τα κοντινά σου, το φωτισμένο σου
ως θηλυκού αγγέλου, πρόσωπο-

Την ώρα, σα διαιώνιζα τ’ όνομα σου.
Ως, αγαπημένη. Φίλη κι οξυγόνο μου’
Ξέρω, πως πια, με αποφεύγεις.
Μαύρα μάτια’

Όχι, πως μ’ ενδιαφέρει να εργαστώ,
αν είναι, απ’ το θέλω όλων των άλλων
Ούτε απ’ το προσωπικό.
Όχι, πως τελικά, έχω ψυχή’

Κείνο, που εσύ η ίδια, θεωρείς φυσιολογικό
Εγώ, δεν δύναμαι να το παραδεχτώ.
Άσε με λοιπόν, με τις αναμνήσεις
ή τις σκόρπιες φλυαρίες της ψυχής.
Της καρδιάς.
Κείνου του στάσιμου ποταμού από αίμα
Όπου, ούτε το κουνούπι της συνείδησης,
Δεν αγγίζει<<

Τώρα είμαι μόνος.
Χορταίνοντας το Ουράνιο βιβλίο
με τις φλυαρίες μου
-μ’ όλα τα κρίμματα της λεγόμενης
ανθρωπιάς-

Δεν είναι όλες οι γυναίκες,
Υπεύθυνες, πατέρα.
Σίγουρα, όχι εκείνη η ανόητη,
σα ξεπορτίζει, εντακάμισυ το βράδυ

Ενώ, έχει δουλειά την επομένη.
Θυμώνω πολύ –σχώρα με Θεέ μου.
Πεισματάρα κι αντιπαθητική.
(Σχώρα με, Θεέ μου, θέλω τόσο
απλά, να τη βρίσω).
Ευτυχώς, μου περνά την επομένη.

Εγώ, αναγνωρίζω μια κοπέλα
Μ’ ένα αριστουργηματικό χαμόγελο
Που παρεξήγησα, λόγω
Άνεσης της τρυφερότητας της.

Κάθε φορά, σα αισθάνομαι πίεση
Ή ασφυκτιώ, σ’ ετούτο το τούβλινο ρημάδι
Σχηματίζω με τη φαντασία μου,
το βλέμμα της –κυρίως το χαμόγελο της.

Γλυκιά μου, σε σκέπτομαι.
Φυσιολογικά, ως φίλος προς φίλη.
Ως είναι, ως ένα, ως ίδιο.
Γλυκιά μου, την φωνή μου λησμόνησες.

Μεις οι ποιηταί, μάθε,
Δε συγκρατούμε τα λόγια.
Δεν τα δένουμε.
Δεν τα περιορίζουμε.

Κείνο που οφείλω, είναι να
Ζήσω. Ακούς;
Να ζήσω, αγάπη μου.
Αγάπη μου: στο λέω τυπικά,
Μην το παρεξηγήσεις.
Σαν χρόνος στάσιμος

Ελπίδα κομμένη
Καλώδιο τηλεφώνου, ασύνδετο.
Αυτός είναι ο άνθρωπος.
Ξεχνά, παλεύει, μαθαίνει.

Χτυπά, θυμάται, θυμώνει.
Ξεπερνά, και ξανά, το θάνατο ακολουθεί.
Τώρα πια, είμαι μόνος, με την απλότητα
Εκείνης που αγαπώ.
Γιατί στη φιλία, απαντάται αγάπη’

Χτες, ο θυμός μου
Κορυφώθηκε ως πύργος της Βαβέλ
Να φτάσει, εκεί ψηλά, στα Θεία,
Κι αδιάντροπα, να την ξεθωριάσει.

Μπορείς;’
Χτες, μ’ ακόμη και σήμερα
Δίχως φόβο Θεού,
Καλύπτω μύχια, την έξη

Του πειράματος του Θεού
στο είναι μου. Ο Οποίος, λέει,
Δικαιούται να μ’ αγαπά.
Αν ναι, δεν θ’ άφηνε ένα παιδί,
Δεκατρία χρόνια, μοναχό του
Αγέννητο από αγάπη.

Τον προσπερνώ, δεν με ενδιαφέρει’
Βαστώ μόνο, την λύπη Του
Μα ακόμα κι εκείνη, είναι με όρους!
Σπάω με το νου και το σταυρό Του!!
Ανόητε άνθρωπε’

Εκείνο. Ναι.
Είμαι βγαλμένος από κάποιο παραμύθι.
Από μια κρύπτη ρομαντική
Από ένα θεμέλιο στέρεο
(εδώ φαίνεται η έπαρση του Άθεου)

Να βαστώ την κατάντια της γης.
Να την περιγράφω.
Ξύνοντας ποτάμια από γραπτές
Προτάσεις ευτυχίας, κι ονειροπόλησης.

Αν την λογάριαζα κοντινά μου.
Την ευτυχία.
Το θλιμμένο εκείνο παράθυρο, δίχως
Της φίλης μου την γλυκύτητα.

Ούτε ο ίδιος ακολουθώ το καλό μου.
Είναι οι φυσικοί νόμοι, έτσι,
Δομημένοι.
Ο Εξουσιαστής να τρομάζει

Και το θύμα
Να το βάζει στα πόδια’
Δεν έχω πια, φόβο Θεού, μέσα μου.
Τον αποκήρυξα.

Ούτε την πάλη Του με τους ανθρώπους
Θεώρησα χρήσιμη.
Ούτε όσα σου λέω, ούτε,
Πως σε περιφρονώ φυσικέ μου πατέρα.
Όλα είναι άχρηστα
Και πρώτος απ’ όλους, άνθρωπε,
Εγώ.


ΤΕΛΟΣ


Γεράσιμος Μηνάς 2003

0 Comments:

Post a Comment

<< Home