Το Blog της αγάπης

Αγάπη για ποίηση και για άξια αξιοπρέπεια στις γυναίκες

Monday, December 03, 2007


Η αλήθεια μου, η αλήθεια σου,
η αλήθεια τους.


Κι αν θέλω να πω, τετέλεσται,
Δεν μ’ ενδιαφέρει, τίποτα, στη ζωή,
Τίποτα απ’ όσα εσείς, γνωρίζετε,
Κι αυτό,
Θα το κάνω.

Κι αν θέλω να προσφέρω, έστω και σ’ έναν,
Καθημερινά,
Κάτι απ’ ότι ο ίδιος, πιστεύω,
ότι θα ‘θελε να διαβάσει,
Κι αυτό,
θα το κάνω.

Εγώ,
Δεν θα φοβηθώ,
Να βγάλω τη βρωμιά της ψυχής μου!
Επειδή ανοίγομαι,
Και δεν έχω κρυφοκατάθλιψη.
Η οποία οδηγεί, κάποιους,
Να κατακρίνουν, αυτή μου την ανάγκη,
Να μιλώ.
Ανίκανοι, όπως είναι,
Να γνωρίζουν τι έχω βιώσει.

-

Κι αν θέλω,
Να πολεμήσω τον πατέρα μου,
Μέχρι τα γεράματα μου,
Κι αυτό,
θα το κάνω.
Επειδή είμαι άνθρωπος,
Κι έχω δικαίωμα,
Να κάνω ότι θέλω.

Βλέπεις, έξυπνη, συ
Στην τηλεόραση,
Τα ζώα,
Μάθε, συγκροτημένη, γυναίκα,
Κατέχουν θεσμούς,
Που δεν παραβιάζουν.

Κάποια θα ζευγαρώσουν για μια ζωή.
Κανένα ζώο, δεν θα τα φτιάξει,
Με ιδίου φύλο, αντίστοιχο του.
Τα ζώα, επικοινωνούν, κάθε ώρα.
Δεν κρύβονται πίσω από μια μάσκα,
Δήθεν ότι κάτι, με ενδιαφέρει,
Και όταν αναγνωρίσω την αξία του άλλου,
Από ζήλια,
Αποχωρώ.

Τα ζώα, έχουν ομαδικό πνεύμα.
Βοηθάνε το ένα το άλλο.
Τα ζώα,
Δεν θα γίνουν, ποτέ,
Ομοφυλόφιλα!!!!

-

Κι αν θέλω να σου πω,
Έχεις άδικο,
Κι αυτό,
θα το κάνω.
Θα υπερασπίζομαι, μειονεκτήματα,
πλεονεκτήματα,
Έως θανάτου.
Εγώ,
Παρόλες τις αδυναμίες μου,
Θα πληρώσω ο ίδιος,
Το γλέντι των καταστάσεων τους.
Κι αν θέλω να πω, τετέλεσται,
Κι αυτό,
Θα το κάνω.

Και κανένας ανίκανος, εκεί έξω
Δεν θα το μάθει.
Θα κλειστώ μες το σπίτι,
Και θα μείνω, για πάντα.
Κι αυτό, αν θέλω,
Θα το κάνω.
Και μια ζωή, θα παραπονιέμαι.
Μια ζωή,
Θα κατηγοράω τους πάντες,
όπως κι εκείνοι,
Εμένα.

-

Κι αν θέλεις να μου πεις,
Έχεις λάθος,
Μπορείς, κι αυτό,
Να το εκφράσεις.
Είτε στάθηκες τυχερός στη ζωή.
Είτε επειδή, ακόμη, προσπαθείς,
Μόνος και αξιοπρεπής,
Ως άτομο που γνωρίζει,
Πότε να σιωπά.
Γνωρίζεις,
Πώς να με προσεγγίσεις;

Ενόσω, είμαι ικανός,
Να εντοπίσω,
Ποιοι μου καταστρέφουν τη ζωή;
Ποιοι,
Μολύνουν τον κόσμο,
Και τι κρύβεται, πίσω,
Από συγκεκριμένα πράγματα.

Οι αλήθειες,
Που μου αποκαλύπτει ο Θεός.
Κι εσύ,
Ποτέ δεν θα μάθεις –ευτυχώς-

Κι αν θέλω να πολεμήσω το Θεό,
Κι αυτό θα το κάνω –όχι πια-
Δεν είμαι τόσο ανόητος,
Πια.

Όπως τόσοι,
Που ψηφίζουν, τα ίδια, κόμματα.
Που μια ζωή,
Προδίδουν,
Πατρίδα,
Και προσωπική τους αξιοπρέπεια.

Κι αν χρειαστεί,
Σε διαδήλωση, να τους το φωνάξω,
Κι αυτό,
θα το κάνω.

Ενόσω η πυρηνική βόμβα της Αποκάλυψης,
στα χρόνια του Αντίχριστου,
θα τους καίει, πλέον,
Άσβηστα.
Όπως θα καούν, κι όλοι αυτοί,
οι χαφιέδες
Που παρακολουθούν τον κόσμο,
Με την ίδια συνέχεια και συνέπεια,
για κάποιον,
Που είναι σωματικά, ανικανοποίητος,
Επαναλαμβάνοντας, την αμαρτία του.

Κι αν ηρεμώ,
Μετά από παρόμοιες αλήθειες,
Που είμαι εγώ,
Και κανένας, άλλος,
Κι αυτό,
ΕΥΧΑΡΙΣΤΩΣ,
Θα το πράξω.

-

Έπειτα, θα ηρεμήσω.
Και θα βρω, χρόνο,
Για μένα.
θα περιποιηθώ το νοικοκυριό,
θα γράψω, θα διαβάσω.
Θα σκεφτώ.
Θα ψάξω τις αγαπημένες μου, κωμικές,
Σειρές.

Θα ντύσω με ροδοπέταλα,
Εκεί όπου πατούν,
Λίγοι π’ αξίζουν.
Λίγοι καλοί, που μ’ εμπιστεύονται.

Που δεν κρύβονται, πίσω
από το δάχτυλο τους.
Που αναγνωρίζουν την γενναιοδωρία,
Και την κρατούν,
Όπως την προσωπική τους,
Υγεία.

Κι αν θέλω,
Να φοράω, χιλιομπαλωμένες κάλτσες,
Κι αυτό,
Θα το κάνω,
Ίσως δείχνει,
Κάποια ταπεινότητα.
Όπως το να έχεις,
Εσωτερική, κεραία,
Στο έτος, 2006.

Έπειτα, σκέφτομαι,
Τα δύο μου ξαδέλφια,
Που έχουν, δυό δουλειές, ο καθένας τους.
Που ψάχνουν ποιοτικές γυναίκες,
Για παρτενέρ,
Εννοώντας, για μια ζωή.
Όχι για να μην βγάζουν, σπυράκια.

Θα ανοίξω την τηλεόραση,
Που είχα αγοράσει με αληθινό ιδρώτα
Που έτρεχε, με κόπο,
Όταν εργαζόμουν.
Θα με καλύψει το τραγούδι που ακούω:
Είμαι ο ήρωας, που μένει μόνος του.
Μόνο που οι τίτλοι, τέλους,
Έχουν πέσει, στη ζωή μου,
Εδώ και πάρα πολλά, χρόνια.
Περιμένοντας τις εικόνες,
Να δείξουν εμένα.

*

Έπειτα θα επιστρέψω στο σπίτι,
Και θα έχω το δικαίωμα ν’ απογοητεύομαι
Για όσα έχω,
Και δεν μου αξίζουνε.
Για την θέση των επίπλων.
Με τη σκέψη των εγκύων,
Και με ποιο δικαίωμα,
Χάρηκαν τον έρωτα.
Πως αντέχουν, οι γυναίκες,
Τον έρωτα.
Τι εξευτελιστικό, από μέρους τους’
Απαισιόδοξο να σκέφτεσαι,
Για τόσες κραυγές,
Ανά τον κόσμο.

Που αγνοούν, με καταφανή, διαδοχή,
Πως στη μητρική τους γλώσσα,
Η Ελληνική,
Έχει ριζωθεί τόσο βαθιά,
Που είναι αδύνατο, πλέον,
Να μην αντέξει, στον ανθελληνισμό,
Των μεγάλων δυνάμεων,
Μόνο στα όπλα’
Που αν δεν υπήρχαν οι ποιητές τους,
Δεν θα αξίζανε, δεκάρα.

Όπως δεν αξίζεις, δεκάρα,
Εσύ που με κατασκοπεύεις, στο ίντερνετ.
Έτσι κατεβασμένα, όπως έχεις,
Τα παντελόνια,
Στον ηγέτη… του κόσμου μας.
Το ξέρει,
Πως θα πας,
στην κόλαση.
Ώ,
να είσαι σίγουρος,
Γι’ αυτό.

-

Έπειτα θα εξακολουθήσω.
Θ’ απογοητευτώ.
Κι αν θέλω,
κι αυτό,
Θα το κάνω.

-

Έπειτα,
θα καθίσω στο αναπηρικό καροτσάκι,
Με μάτια που κοιτούν στο πουθενά,
Ή στο πάτωμα,
όπως συνήθως
Μη δίνοντας σημασία,
Σε κανέναν ήχο, τριγύρω,
όσο κι αν με ενδιέφερε,
κάποτε.

Επειδή ο ελεύθερος χρόνος,
Κουράστηκε,
Και χρειάστηκε,
Θεραπεία.
Όπως οι δυσκολίες,
Που δεν προσπερνάμε.

Όπως η αδιαφορία σου,
όταν εύχομαι,
Καλό σαββατοκύριακο.

Γιατί, πρέπει,
Να κοιτάω,
Κάπου,
Που μ’ αρέσει;

Τα δύο μάτια σου,
Που ευτυχώς, είναι δυό,
Και δεν νοιώθουν,
Μοναξιά.
όπως οι στενάχωρες ώρες,
Που μιλάω, και λέω, από μέσα μου,
Σ’ αγαπώ
Ενόσω, μέσα μου,
Εξακολουθεί να ξεθωριάζει.

Όπως η δύναμη του στυλό, στο χαρτί.
Κι ότι εκείνο, αφήνει να δείχνει,
Από μένα.

Ακόμη και σ’ εσένα, εκεί μακριά,
Που είσαι μόνη σου
Που πρέπει να σε βλέπω, μόνο, φιλικά,
Σα να μην έχω δικαίωμα, ποτέ,
Να ερωτευτώ,
Ξανά.

-

Θα είμαι ακόμη, εδώ,
Μέσα.
Με τους καρναβαλιστές εκεί έξω,
Να πράττουν,
Ανούσιες, εορταστικές,
Πρακτικές.

Δες το ύφος μου, πόση απογοήτευση,
Εκφράζει.
Μόνο που δεν είναι, stereo,
Απλά, μονοφωνικό.

Όπως ο απόηχος,
όσων με απειλούν,
Θέλοντας …το καλό μου.
Μα βρίσκω αγάπη,
στο πρόσωπο της,
Ενώ δεν την γνωρίζω.
Το βλέπω, το πρόσωπο της.
Το αγαπώ.
Ενώ δεν επικοινωνώ, μαζί της.

Όπως οι λέξεις, πλαϊνά,
Πάνω στην γραμμή,
Που επιλέγουμε, να προσθέσουμε.

Παρομοίως, όπως αυτόματα,
Αφαιρούνται τα συναισθήματα,
Απ’ όσους κατέχουν υψηλούς μισθούς,
Εισοδήματα,

Ή τραπεζικούς λογαριασμούς,
Που κανένας δεν τους τιμωρεί, πλέον,
Για διαστροφή,
Απέναντι σε άστεγα πρόσωπα.

-

Έπειτα,
Κάτι, θα στραφεί, παρηγορητικά,
Εντός μου.
Κάποιος, πρέπει, να αγαπά, Κι εμένα,
Κι ας είναι ο Θεός.
Τουλάχιστον, Εκείνος,
Δεν αδιαφορεί,
Όταν Του απευθύνομαι.

*

Έπειτα,
θα φορέσω το αγαπημένο μου,
Πουλόβερ,
Και θα δω,
μια λάμψη,
Στα μάτια μου.
Θα πέσω να κοιμηθώ,
Κι αφότου ξυπνήσω,
Θα ευχαριστηθώ,
Με το πρωινό κελάηδισμα, των πουλιών.

Έπειτα, κατά τη διάρκεια της ημέρας,
Θυμήθηκα, ότι έκανα μια γυναίκα,
Διαβάζοντας ένα γράμμα μου,
να γελάσει με την καρδιά της.

Μια, άλλοτε,
Γέλασε, με μια γκριμάτσα μου.
Θυμήθηκα επίσης,
Έναν αγώνα βόλεϊ
Κι ένα ραντεβού, τόσο παλιά,
Που θα μπορούσε να είναι
-κι όμως, όχι-
Από τα μαθητικά μου χρόνια.

Ειλικρινά απορώ, σήμερα,
Πως είναι δυνατόν, οι έφηβοι,
Όχι μόνο να τα φτιάχνουν,
Κυρίως όμως να επιδίδονται
Σε σεξουαλικές εξερευνήσεις
Κι ανταλλαγές, εμπειριών,
Με νέους συντρόφους.

Προσωπικά,
Στο λύκειο,
Δεν ήξερα, ότι μπορούσα κι ο ίδιος,
Να ψάξω γι’ αγάπη,
συντροφικότητα,
Με μια κοπέλα της ηλικίας μου.

Μάλλον φταίει,
Που δεν έμαθαν, σπίτι μου,
Την έννοια: της παρέας
Τη σημασία της.
Τη σημασία της συντροφικότητας
Και της αποδοχής
Μεταξύ του κυρίως ζευγαριού,
Που λέγεται: γονείς.

Οπότε,
Πως θα μπορούσα, ο ίδιος, να διακρίνω,
Το δικαίωμα της μίμησης, πρακτικά,
Της συντροφικότητας,
Εν μέσω έλλειψης της,
Από το κυρίως μέρος των μελών
Μιας οικογένειας,
Που μόνο επιβίωση,
Κάλυπτε.

-

Έπειτα θυμήθηκα την ταινία Sylvia
που σου άρεσε,
Ότι ακόμα,
Δεν την έχεις δει
-κι ας την έχω, στο αρχείο μου.
Μα συλλογίζομαι
Πως αν σου πρότεινα να στην στείλω,
Σε θυρίδα, στην περιοχή σου,
Φοβάμαι μην νομίσεις,
Πως σου ρίχνομαι.

Έπειτα,
Ξανά θα απογοητευτώ.
Σαν ύπνος
που ..δεν έρχεται.
Ενόσω έχεις φέρει
Τις ιδιότητες της νύχτας,
Στης ημέρας τις υποχρεώσεις.

Προτιμώντας το φως,
Το οποίο διευρύνει τους ορίζοντες
της όρασης,
Παρομοίως όπως αισθάνεσαι,
Κάνοντας ποδήλατο.

-

Έπειτα θα θυμηθώ,
Να δείχνω περισσότερο έλεος,
Αφού η ζωή, μου δείχνει,
Έλεος.
Εννοώντας, ανοχή, του Θεού.

Έχει ήλιο, έξω.
Μα είναι τα πατζούρια, κλειστά.
Κι αν θέλω,
κι αυτό,
Θα το κάνω.
Είναι η δική μου, βρωμιά!!
της ψυχής,
Που συζητά, μαζί σου.

Έτσι ασφαλής, άνθρωπε,
Που είσαι.
Αξιοπρεπής, μεν,
Αναξιόπιστος, δε.

*

Ποια είσαι, εσύ,
Που θα αποκαλέσεις, βρωμιά της ψυχής μου,
Τις προηγούμενες μου, απόψεις;

Είναι κάτι.
Πρέπει να σου δώσω,
Σημασία;
Τι έχεις ζήσει, εσύ, στη ζωή σου;
Ποια είσαι, εσύ, στην τηλεόραση,
Που θα κρίνεις,
Εμένα.

Γιατί να μην σε ειρωνευτώ,
κι ο ίδιος;
Να σκεφτώ,
Γιατί, οι περισσότεροι,
Συζητούν, την ειρωνεία τους,
Πως θα υποβιβάσουν, κάποιον.
Ποιον θα φέρουν στη λέσχη
Της απάθειας
Ή της αντιπάθειας,
ορισμένης, μερίδας, κόσμου.

Άνετα, και ο ίδιος, δύναμαι να πω,
Τότε,
Αυτοί οι αλλοδαποί,
Που μαζεύονται σε πιάτσες,
Για μεροκάματα-ξεροκόμματα,
Προσωπικά, με φοβίζουν.

Επειδή μου το έχουν εμφυτεύσει.
Λόγω των ανοιχτών συνόρων.
Λόγω του ότι, δεν αντιμετώπισα
Το ρατσισμό,
Προσωπικά,
Αφού δεν υπήρξα, ποτέ, μετανάστης
Και εργάτης,
Σε ξένη, χώρα.

Αφού δεν κατάφερα, ποτέ,
Να εκτιμήσω τον εαυτό μου.
Κι ύστερα,
Κάνω ένα γάμο,
Επειδή πέρασα τα 30, και η μαμά, ανησυχεί
Μην πεθάνει,
Χωρίς να δακρύσει, στο γάμο μου.

Τι γάμος,
Θα είναι αυτός, στα γρήγορα;
Στα γρήγορα επίσης, το διαζύγιο.
Ανίκανοι να εκτιμήσουμε τι είχαμε.
Τι θέλουμε οι ίδιοι:
Ασφάλεια; Περιπέτεια;
Ηρεμία; Τσακωμούς;
Για να έχουμε το χαζό, αλατοπίπερο,
Της ζωής.

Ώστε να μην μας αποκαλούν βαρετούς,
Άρα,
Αξιοπρεπείς:
Με ενδιαφέροντα και αυτοεκτίμηση.
Με συνεργασία:
Πότε θα πάμε θέατρο,
Θα δούμε μια ποιοτική ταινία.

Θα οργανώσουμε, μια δική μας, βραδιά,
Όπου θα τιμηθούν,
Τα καλά στοιχεία, του ανθρώπου.
Τα ανώτερα πνευματικά του, προτερήματα,
Καταφέρνοντας, το πνεύμα, η ψυχή,
Να οδηγεί τα σώματα, σε ένωση,

Κι όχι,
Το άψογο παρουσιαστικό,
Που όταν καμφθεί η θωριά του,
Ή η ανάγκη,
Περιποίησης του,
Τότε,
Ο γάμος, διαστρεβλώνεται
Καταλήγοντας ο καθένας,
Σε αναζήτηση, νεότερων,
Ενήλικων ηλικιών,
Προς κάλυψη της ανησυχίας,
Πως μεγαλώσαμε.

Μήπως δεν ξεκολλήσαμε, ακόμη,
Απ’ τους γονείς;

Μήπως δεν εκτιμήσαμε, ποτέ,
τον εαυτό μας;

Κι έπειτα, παραπονούμαστε ή θυμώνουμε,
Μετά από σημαντικά, λάθη,
Λόγω αδυναμίας, χαρακτήρα
Ή στον σωματικό οργανισμό.

*

Θέλω να ξέρεις,
Πως σ’ εκτιμώ.
Ακόμη κι αν αδιαφορείς,
Όταν λέω: καλό σαββατοκύριακο.
Λες και φοβάσαι να εμπιστευτείς,
Εκείνον που αποδέχεται την δική σου,
Λίζα,
Νοημοσύνη.

Λες και φοβάσαι, τι, άραγε;
Τη διαφορά, ηλικίας μας;
Την δυνατότητα να ανοιχτείς,
Εκεί όπου σ’ εκτιμάνε.
Λες και είμαι εικονικό, στοιχείο.
Κάτι που γνωρίζεις,
Πως θα βρίσκεται, πάντοτε, κάπου,
εκεί,
Για να σε στεφανώσει,
Με εκτίμηση.

Ενώ εσύ, η ίδια,
Δεν λες, ούτε ένα γειά.
Φοβάσαι να δεχτείς τη φιλία του άλλου,
Τοποθετώντας τις σπουδές σου,
Ή τη γονική σου υπερπροστατευτικότητα,
Πάνω απ’ όποια ανάγκη σου,
Επικοινωνίας.

Κι έπειτα, απορείς που απορώ,
Πως γίνεται να αισθάνεσαι μοναξιά,
Στο ξεκίνημα του ενήλικου, βίου σου.
Να ξέρεις, πως με λυπεί,
Να σου μιλώ,
Μέσω ενός άψυχου γραπτού,
Που η δική σου αδιαφορία –όχι απάθεια,
Προκάλεσε.

(Είναι το γραπτό, που δεν έχει μάτια,
για να σε κοιτάξει
Και να λάβει
Την αντίπαλη ματιά).


Μα είναι, αυτά,
Τα μαθήματα ζωής,
Που δημιουργούν, τριβή, θετική,
Στην βολεμένη μου,
Πραγματικότητα.

Μια πραγματικότητα,
που δεν επιθυμεί,
Την εργασιακή, τιμιότητα’
Πρέπει να είσαι, πονηρός.
Η καθαρή ματιά,
Δημιουργεί, προβλήματα.
Προκαλεί την ανησυχία του ανεύθυνου
Εργοδότη,
Ο οποίος,
Θα πράξει, ότι και όπως, μπορεί,

Προκειμένου ν’ αυξήσει το εισόδημα
της επιχείρησης.
Από φιλαργυρία και μόνο.

Η σημερινή ακρίβεια,
Δεν τον αγγίζει.
Κάτι θ’ ανακαλύψει,
Να την αποφύγει.

-

όλοι,
Κατέχουμε, μηχανισμούς.
Να αποφεύγουμε,
κάτι.
Πολύ σωστά –παρόλα τα λάθη.
Ή επειδή,
Αρεσκόμαστε να κρατάμε,
Αποστάσεις.
(οι αποστάσεις, μας μάραναν).

Αποστάσεις απ’ την ψυχή μας.
Από τον όρο: επικοινωνία.
Μ’ ακούς;
Εδώ είμαι, δε φεύγω.

Εδώ,
Σ’ αυτή την κοινωνία, την αδυσώπητη,
Των εταιρειών,
Που μας ρουφούν το αίμα.
(Ξέχασα;
Τα κατεβασμένα παντελόνια,
της Κυβέρνησης).

Εδώ είμαι.
Με βλέπεις.

Κοντά σου.
Εδώ.
Στην άλλη άκρη της πόλης.

Εδώ.

Όπου αναπνέει, ακόμη,
Ετούτο το σώμα,
Που καθημερινά, δίνει εξετάσεις,
Επιβιώνοντας. Αντέχοντας.
Γυρίζοντας στον πόνο, αναγκαστικά,
Αναφέροντας τον.

Εδώ,
Με τις μεταβαλλόμενες ώρες
και διαθέσεις μας.

Η ανάγκη να κοιμηθείς. Να δεις, κάτι.
Να βρεις, λίγη, ησυχία,
Στην πολύβουη πόλη.
Να βρεις, λίγη αγάπη.
Να γύρεις στο στήθος που ανεβοκατεβαίνει,
Ανασαίνοντας.
Κι ο ύπνος,
Μια δεύτερη,
Λύτρωση.

Κι αν χρειαστεί, να σωπάσω,
Κι αυτό,
θα το κάνω.
Κι αν θέλω να γύρω, μετανιωμένος,
Καθοδικά,
Το κεφάλι,
Κι αυτό,
Θα το κάνω.

Περιμένοντας την συγχώρεση,
Το έλεος.
Ενόσω ο ίδιος, απέχω , συναισθηματικά,
Ευνουχισμένα,
Από τέτοιου είδους,
Υποχρεώσεις.

Τυχερός όποιος σ’ αγαπήσει.
Αναγνωρίσει, το καλό,
Σ’ εσένα.

Δες,
το καλό,
Σε εμένα.

Επειδή,
Ότι, σ’ αυτό το χάος,
Μας φανεί,
Πολύτιμο,
Σα μαργαριτάρι,

Θέλουμε να το κρατάμε, μέσα μας, σφιχτά.
Μη φύγει
Και χαθούν τα ίχνη της ελπίδας,
του σπιτιού της.

Εκεί,
όπου λίγοι, φτάνουν.
Ακόμη λιγότεροι, έχουν το σθένος,
Ν’ αντέξουν, την ταλαιπωρία, του:
Κρατώ,
Αυτό που βρήκα να εκτιμώ.











2

Έπειτα,
Θα κοιτάξω έναν άνθρωπο.
Τις γωνίες των χαρακτηριστικών,
Στο πρόσωπο.
Τα τσαλακωμένα, ρούχα,
που φοράς, στο σπίτι.
Θα αισθανθώ, αγάπη, πολύ,
Και θα πλησιάσω, να σ’ αγκαλιάσω,
-αρκεί να είσαι του αντίθετου μου φύλου.

Θα ακούσω την καρδιά σου.
Θα σε καθησυχάσω.
Όπως κι εσύ, εμένα.
Θα αισθανθώ, ζωντανός,
Με τόση αγάπη,
Μέσα μου.

Αγάπη που πονά, και δακρύζει,
-αν είσαι δυνατός-
Εμπρός στην όψη,
Ενός παιδιού,
Που πεθαίνει, από AIDS.

Ένα παιδί που δεν το αγκάλιασαν,
Και τώρα, το βλέπω,
Να σκάβει, στο χώμα, στην Αφρική,
Τον τάφο του.

Θα κατεβάσω το κεφάλι.
Θα αισθανθώ, ντροπή.
Για την μπάκα μου
Που δεν λέει ν’ αδυνατίσει.

Για όλες αυτές τις πολυτέλειες,
Τις γυαλιστερές,
Που αφαιμάζουν
Τον ιδρώτα του μεροκάματου,
Λες και εκείνοι, έπραξαν, ποτέ,
Κάτι, για σένα,
Που επί χρόνια, παρέμενες,
Στην ίδια, ολιγόωρη,
Σύμβαση.

Η μεγάλη ανάγκη της αισιοδοξίας.
Να χαμογελάς.
Να αγαπάς.
Να δίνεις.
Να διαχωρίζεις, το μεμπτό,
Απ’ το ωφέλιμο.
Την ομορφιά της φύσης,
Από τη σάρκα, στα τσιγκέλια,
Κάθε περιπτέρου.

Επειδή, ναι,
Μάθε το,
Όποιος μένει μακριά, απ’ τον Θεό,
Πράττει,
Ανοησίες.

Πλήττει, τον εαυτό του.
Είναι μεγάλη η τριβή,
Επικίνδυνη η αρρώστια.
Που εξακολουθεί να απαιτεί,
Ικανοποίηση.

*

Είναι, αυτή, η κοινωνία,
Που δεν σε προϊδεάζει, να σέβεσαι,
Κανέναν
-όταν δεν έχεις, μέσα σου-
Αγάπη.

Το Κράτος δεν σέβεται τους σεισμόπληκτους,
Ούτε τον εργαζόμενο.
Δεν σέβεται τα σύνορα, τους νόμους,
Με αίμα, ασφαλισμένους.
Δεν σκέφτεται,
Πως νοιώθει, πως θα ζήσει, εκείνος
Που περιμένει την σύνταξη του.
Δεν γέρνει επάνω στον άστεγο,
Δεν τον ανακαλύπτει.
Δεν ασχολείται με την Πολιτιστική
Κληρονομιά.

Να δει, μ’ αγάπη, τον κάμπο, τις ελιές.
Όπως ο βοσκός, τα πρόβατα του,
Π’ ανησυχεί, μη χάσει, κανένα.
Όλα, να ‘χουν, νερό.
Όλα σε πειθαρχία, Από μόνα τους.

Σ’ εγρήγορση.
Σε κρύο ή σε ζέστη.
Σε πόνο, ή χαρά.

Γιατί, λοιπόν, εγώ,
Να συγκρατήσω, πολύ, τον λογισμό μου;
Να μην μιλήσω για τα στραβά σου,
Κυβερνήτη.
Έτσι βολεμένος όπως είσαι,
Μες τα γυαλιστερά, περιθώρια σου.

Μ’ αυτή τη μπάκα, στην κοιλιά.
Μ’ αυτή την αποχή, απ’ την άθληση.
Κυρίως, του πνεύματος,
που πλησιάζει το λαό,
Μες τα απλά, έπιπλα του.
Με τα λιγοστά είδη, στην κουζίνα.
Τα άπλυτα, στο μπάνιο.
Τα πολύτιμα είδη, διακόσμησης.

Η ανάγκη να ξεκουράζεσαι.
Η ανάγκη,
Να σ’ αγαπούν.

-

Σε μια πόλη,
που οι κάτοικοι της, αγνοούν,
Τι σημαίνει, λίμνη.
Καθρέφτισμα των δέντρων,
σε κάποιο ποτάμι.
Τα χρώματα της φύσης
Η θαλπωρή της.
Η πίστη της επιβίωσης της
Πριν το τέλος της,
Παγκοσμίως.

Να πιστεύεις στο αύριο,
Παρ’ όλες τις αντιξοότητες.
Που επιμένεις και γκρινιάζεις,
Ενόσω στην Αφρική, κάθε λεπτό,
Πεθαίνει κι από ένα παιδί.

Τα δικά σου λεπτά, των παραπόνων,
Τόσο σημαντικά!
Λόγω έλλειψης, αγάπης.

Απέναντι στις πληγές του παιδιού,
Προτού κλείσει, οριστικά,
Τα μάτια.

-

Που να μείνει, χρόνος, να σκεφτώ,
Ή να μην συλλογιστώ,

Τίποτα.

Μην με ξυπνήσει,
η διπλανή οικοδομή,
ή το σκουπιδιάρικο της αγένειας, του άλλου.

Πότε, θα δείξω,
έλεος.
Θα πω: Δεν ξέρουν, τι πράττουν.
Όπως και ο ίδιος.

Πότε θα αγαπήσω τα έργα, τα γλυπτά,
Τα αρχαία, του τόπου μου.
Γνωρίζοντας, που,
βρίσκονται.
Χωρίς να απαιτείται διαβατήριο
Ή εισιτήριο ακριβό,
Για να τα συναντήσω.

Να τ’ αγκαλιάσω με το βλέμμα,
Για τον κόπο, και μόνο,
Των τεχνιτών,
Που γέρασαν τις αντοχές τους,
Ώστε να προσφέρουν,
Κάτι.

Αυτό το κάτι που όλοι μας, θέλουμε
Να αφήσουμε,
Να το αγκαλιάζουμε με τα χέρια
Και να το γεννάμε, απ’ την αρχή.
Όπως τα αρχαία μας,
Τοποθετώντας τα, τοπικά,
Εκεί, όπου κατάγονται.

Ενόσω θωρούσαν τον ουρανό.
Ένα ψηφιδωτό στο δάπεδο,
Εκεί όπου λατρευόταν μια ιδέα.
Μια τοιχογραφία.
Εκεί όπου μάγεψε τον ζωγράφο,
ένα ηλιοβασίλεμα.

Μα, μάτια μου,
Ο χρόνος δεν επιστρέφει.
Δεν ζούμε στην άγνοια,
Των σημερινών επιτευγμάτων.
Μόνο η γραφειοκρατία, μας πονά.

Πώς να υιοθετήσω, θετική στάση.
Όταν δεν μου επιτρέπουν να υιοθετήσω,
Ταχέως,
Ένα μωρό, παιδί,
Που θα κοιτά για χρόνια, το πρόσωπο μου,
Απ’ το παράθυρο ενός ιδρύματος,
Περιμένοντας να κλείσει την μικρή του
-παρόλα αυτά, δυνατή, παλάμη-
Στην σιγουριά του μέλλοντος του.

Ίσως κάποτε,
Όταν δεν θα μπορώ, κάποτε,
Ούτε σχέση να δημιουργήσω,
Αν μου το επιτρέπουν τα οικονομικά μου,
Θα υιοθετήσω ένα παιδί.
Έστω και ανύπαντρος.

Μήπως πάρει χρώμα ο δρόμος
και οι διαδρομές της ζωής.

Δουν,
Εκείνα τα μάτια,
Το γαλάζιο του ουρανού,
Με ασφάλεια και όποια προσφορά,
Επειδή το εκτίμησαν
Ως ζωντανό πλάσμα.

Ώστε να μπορεί, τότε,
Να κοιμάται, ήσυχο, κάθε βράδυ.
Όχι όπως τώρα,
Ο ίδιος,

Να μην μπορώ ν’ αποκοιμηθώ.

Το μαξιλάρι δεν φτάνει. Δεν αναπνέει.
Δεν γελά.
Πώς να δακρύσω από χαρά,
Ή από όμορφη, κούραση.
Αφού δεν σε αφήνουν,
Να ζήσεις.

Να πεις: Αγαπώ κι εγώ,
Κάτι.
Κι αν χρειαστεί,
Κι αυτό,
Μπορώ να το κάνω.
Να αγαπήσω.

Επειδή ο Θεός, μου δίνει
Απ’ τη δική Του, αγάπη,
Σ’ ετούτο το πνεύμα
Μέσα στο σώμα,
Με τη δική του μπάκα.

-

Έπειτα είδα τη σκιά σου, που περνούσε,
Στο πρωινό, λιγοστό, φως.
Σα να ‘ταν μάτια, όλος ο κόσμος.
Τα δικά σου μάτια.

Η απλότητα της απορίας,
στο πρόσωπο σου.
Απορία ίση με απλότητα.

Αυτά τα μάτια.

Που είναι σημείο, και χάρτης,
Μαζί.
Είσαι εσύ. Είσαι εδώ.
Με την ήλιο, να ντρέπεται, μαζί με εμένα.
Με εμένα’
Δεν μιλούμε.
Μόνο αφουγκραζόμαστε.
Κι είναι ωραίο.

Μαζί.

Στο πρωινό φως.

Με τον καθένα
να φεύγει, για δουλειά.

Με την αγάπη για νήμα,
πίσω του.
Γύρω, περαστικοί.
Κόσμος στα λεωφορεία. Κίνηση.
Μάτια, που κάπου, πρέπει,
Να κοιτούνε.
Κάπου, μακρύτερα σου.

Υπάρχουν, τόσα, εκεί έξω,
Αγάπη μου.
Τόσοι δρόμοι, μες τα χωράφια.
Πελώρια βουνά, κι
απόκρημνες κατηφόρες.
Σ’ ετούτη τη στρογγυλή γη,
Που ο καθένας, μιλά, σιγανά, φαίνεται,
Ώστε να μην ακούγεται,
Τίποτα. (Γιατί;)

Όλες οι φυλές για μένα,
Έχουν, ένα χρώμα.
Εφόσον είναι, άνθρωποι.
Εφόσον μοχθούν στο δικαίωμα του ονείρου.
Με τον ήλιο,
να μένει σταθερός,
Και την γη,
Να περιστρέφεται,

Ακόμη.

Κοιτώντας ξανά και ξανά, εκεί έξω.
Με τον φόβο,
Μην δούμε, μέσα μας,
Και τρομάξουμε.

Λες και η ψυχή, δεν είναι, ήδη,
Τρομαγμένη.
Μες σ’ αυτό το δωμάτιο, που ήδη,
Κάθεσαι.
Προτιμώντας την γυαλιστερή, πεντακάθαρη,
Λήψη της εικόνας, στη τηλεόραση.

Ξεχνώντας το πρωινό φως,
Το απογευματινό, εν δυνάμει.
Το χρώμα που περισσεύει εκεί έξω,
Ενόσω περιστρέφεται η γη.
Τείνοντας να κρυφτεί τούτη η γωνία
Απ’ τον ήλιο.

Για μια ακόμη,
Φορά.

-

θα βρούμε χρόνο,
Να καθίσουμε μαζί, μόνοι,
Στο δωμάτιο;

Μόνοι.
Με τις παλάμες,
Ενωμένες.

Θα καθίσουμε, μαζί,
Να βρούμε τα πρώτα, χρόνια,
Του ανθρώπου.
Μες το λιτά, διακοσμημένο,
διαμέρισμα.

Ξεχνώντας, ότι υπήρξε,
Χαζοκούτι.
Υπήρξε,
Κουζίνα με κεραμικές εστίες.

Πως κάποτε,
Δεν υπήρχαν έγχρωμα, πρωτοσέλιδα,
Εφημερίδων
Να μεταφέρεται η όποια κόλαση,
Μες την ως τότε, οικογενειακή, ανά
Τον καθένα,
Ανακατωσούρα.

Σα να ‘ταν, κάθε τόπος,
Μοναδικός.
Κάθε γεωγραφικό, πλάτος,
Μια άλλη γη.

Που όμως συνεργαζόταν,
Όπως η σκέψη του ανθρώπου,
Με την πρακτική πλευρά του.
Χωρίς να σκέπτεσαι,
Αν ο άλλος αξίζει, σεβασμό,
Όπως σήμερα.
Που τα γεωγραφικά μήκη
Της συμπεριφοράς του καθενός μας,
Απομακρύνονται ολοένα,
Διαταράσσοντας
Τ’ αναμεταξύ, τους μαγνητικά, πεδία,
Της ίδιας της γης.

Και ήθελα,
Να επικοινωνήσω.

Όπως
Η πραγματικότητα,
Του μελανιού,
Στο χαρτί.
Με το σίγμα, κεφαλαίο,
Να στέκεται από μόνο του, ως σπίτι.
Με κάθε κεφαλαίο γράμμα,
Να τονίζει
Ή να περνά,
Απαρατήρητο.

Καθώς το μελάνι,
“αχρηστεύει”
Τούτη, τη χημική επιφάνεια, του χαρτιού,

Που πωλείται,
Ακριβά,

Ώστε να σε απωθεί,
Ακόμη και από τη σκέψη,
Να ενημερωθείς, σφαιρικά,
Έστω και λάθος…

Από το να οδηγήσεις ο ίδιος,
Πλαϊνά της σκέψης,
Τα δικά σου, χημικά,
Στοιχεία.

Επιτρέποντας σου,
Όποια, διατήρηση,
Της μνήμης.

Παρομοίως, όπως θυμούνται,
Συγκεκριμένες, ώρες, τα πουλιά,
το πρωί,
Να κελαϊδούν,
Στη δική τους,
Συμφωνία.

Δες τα –κάπου εκεί έξω-
βρίσκονται.
Μία, είναι η αλήθεια τους.
ΠΑΝΤΟΤΕ, με την καλημέρα, στη φωνή.
Παρομοίως με τους ερωτευμένους
Που χάνονται,
Στον κόσμο τους.
Μα σέβονται, μάθε το,
Την κάθε μέρα,
με την καλημέρα της.

Ακολουθώντας την τακτική σειρά,
των πραγμάτων.

Μαζί με τους σοβαρούς αρχειοθέτες
Του Έθνους.
Της προσωπικής τους, αξιοπρέπειας.
Στην αλήθεια,

Που δεν χαρακτηρίζει, γραφικό,
Ή δεν τοποθετεί, στο περιθώριο,
Κάποιον,

Επειδή τόλμησε,
Να εκφράσει το δημοκρατικό του,
Δικαίωμα.
Ενόσω οι Κρατούντες,
Μας κοροϊδεύουν,
Μες τα μούτρα μας.

-

Κι αν θέλω να μιλήσω.
Ακόμη κι αν δεν ακουστώ.
Ακόμη κι αν η ζωή μου,
Δεν ενδείκνυται, λες,
Περί σύγκρισης της πραγματικότητας,
Με ότι περνάω, εις βάρος μου,

Κι αυτό,
Πίστεψε το,

Θα το κάνω.
Με όποιους πονοκεφάλους.
Σε όποιες στερήσεις.
Με όποιο, βήμα,
Μου έχει δοθεί,

Για να μιλάω και να νομίζω,
Ότι λέω την άποψη μου.
Έστω και αν αυτή,
Παρακολουθείται.

Αλήθεια,
Φτάνουν,
Τόσοι,
Εκεί έξω,
Για να ελέγχουν τις θέσεις του καθενός;

Ή έχουν προσλάβει,
Πεινασμένους, μετανάστες;

*

Μπορείς να δεις στα μάτια,
Έναν συγκροτημένο, άνθρωπο;
Σου φαίνεται, περίεργο, έ;
Ν’ αγαπάει το δώρο,
της ζωής.

Επιθυμώντας σφαιρική ενημέρωση.
Γνωρίζοντας, ΟΜΩΣ, ήδη,
Τις παγίδες.
της στρεβλής προπαγάνδας,
Έστω, και από την εξουσία.
Πως όλα, θα φτιάξουν!
Αξιοκρατία. Ισότητα.
(μη με κάνετε να γελάω,
Μήπως και ξεράσω
Στα γυαλιστερά σας, κοστούμια).

-

Να ‘ναι καλά,
όσοι με θαμπώνουν,
Με την καλοσύνη τους
Και τη διάθεση, επαφής.
Μ’ αυτή τη μικρή, κληρονομική, φαίνεται,
Αγάπη.

Να ‘ναι καλά,
Όσοι βλέπουν λίγη από την αλήθεια μου.
Μια κοινή, λαϊκή, αλήθεια.

Που ομοιάζει
-αφού δεν της δίνουν σημασία-
Με τα ψόφια σκυλιά,
στα πεζοδρόμια.

Ή τις ώρες,
Που βράδυ,
Απολαμβάνεις το ραδιόφωνο.

Αναζητώντας την αξιοπρέπεια,
Μες το σκοτάδι του κόσμου, ετούτου.
Με ελάχιστα πρόσωπα, αξιοπρεπή.
Κατακτώντας το δικαίωμα της ζωής,
Λογοτέχνες της ζωής.

Που ακόμα, όμως, κι αυτοί,
Καταντούν, υστερικοί,
Όταν δεν συμφωνούν
Μαζί μου!
(κάτι μου θυμίζει αυτό).


*

Εμείς, λοιπόν, αγάπη μου,
Επειδή η μοναξιά, δεν αντέχεται
-αφού ορισμένοι με στιγμάτισαν,
ως άχρηστο,
όταν δεν εργαζόμουν.
Διαρκώς, άρρωστο..
Μη αξιοπρεπή.
Μη αποτολμώντας ακόμη και να μιλήσουν,
Γι’ αυτό.


Θα βρούμε ένα ξενοδοχείο τέχνης,
Να μείνουμε.
Να βλέπουμε χειροποίητους, με πολύ κόπο,
πίνακες,
Στον τοίχο.

Ν’ αγγίζουμε, ξύλινα κάγκελα,
στις σκάλες.
Να ‘ναι ζεστή, η διακόσμηση.
Αγαπητή η κοινωνικότητα
Και η διασπορά της αλήθειας
Των εμπειριών μας.

Θα ‘ναι το νέο μας σπίτι.
Θα συζητούμε. Κανείς,
Δεν θα φοβάται.

Δεν θα ‘ναι, χαλασμένο,
Το βιολογικό μας, ρολόι.
Δεν θα ‘ναι, μη συγκροτημένη,
η σκέψη.
Πονοκεφαλιασμένη, η λογική.

Διαρκώς τσακωμένη, η αίσθηση,
Με τους Κρατούντες, προσωπικά,
Ξεκινώντας από τους εργοδότες,
Ή με την οικογένεια;

Όλα αυξήθηκαν, μάτια μου.
Το ένα πέμπτο του πετσοκομμένου, μισθού,
Πάει στα εισιτήρια.
Τα τρία πέμπτα, σε ενοίκιο
Και λογαριασμούς.
Τι έμεινε,
Αγάπη μου;
Θα παραπονείται,
Ο ουρανίσκος μας.
Εκείνη η ασφάλεια της ένωσης

Η οποία θα σταθεί αδοκίμαστη
Εμπρός σε μια ξαφνική, αρρώστια,
Χωρίς τους ανάλογους, πόρους.

Θα υπάρχουμε
Να διηγηθούμε
Το οικογενειακό δέντρο
Της προσωπικής μας διαβίωσης;

Θα υπάρχουμε,
Να διηγηθούμε την ιστορία
Των υποχωρήσεων
Σε πολιτισμικό,
Και Εθνικό,
Επίπεδο;


Θα υπάρχουν, υγιείς, λογοκριτές,
Όσων δημοσιεύονται;
Θα επέλθει, σάρωση στην δημοκρατία;

Θα έχω όρεξη να γράφω;

Θα είναι ενδιαφέρουσες οι αναλύσεις μου.
Θα σε κάνω ν’ ανατριχιάζεις,
με τα λόγια μου;
Σαν κλαδιά, αδύναμα, κληματαριάς,
Που ψάχνουν το σίγουρο στήριγμα.

Θα αισθάνομαι, λογικός;
Θα πάψω να μεμψιμοιρώ;
Για τα χαμένα μου, χρόνια;


Θα βρίσκουμε ενδιαφέρον,
στις εφημερίδες,
Ενόσω θα κυριαρχεί, πλήρως,
Η ομοιομορφία;

*

κοιτώ την κοινωνία,
έτσι όπως την κατάντησαν:

Μπλεγμένες, τρίχες, ιδίου φύλου,
Σε δικαίωμα δημόσιας προβολής
Και αηδιαστικής αποδοχής.

Παιδιά,
Να μην έχουν θέληση, να δουλέψουν.
Έτσι όπως έχουν φοβηθεί
Με τα 9άωρα και τα δεκάωρα,
Ωράρια.

Νέοι άνθρωποι, που χάνουν χρόνο,
Από το να δημιουργούν,
Πολιτισμό,
Και προσωπική, αξιοπρεπή,
διαβίωση. Με προοπτική.

Να σε θεωρούν, περιθώριο,
Επειδή δημοσίευσες
Την αλήθεια.

Να σκέφτεσαι:
Τρομολαγνεία της παρακολούθησης,
Όσων δεν συμφωνούν
Με την Κυβέρνηση.

-

Μάθε,
Πως αν χρειαστεί,
Να πιάσω τον ταύρο από τα κέρατα,
Κι αυτό,
Θα το ΚΑΝΩ.

Εγώ δεν είμαι,
Γλυκανάλατος ποιητής.

Γεράσιμος Μηνάς 2006

0 Comments:

Post a Comment

<< Home