Το Blog της αγάπης

Αγάπη για ποίηση και για άξια αξιοπρέπεια στις γυναίκες

Monday, October 08, 2007

Δωρεάν

Η ζωή είναι,
κείνη η όμορφη, αίσθηση-μυρουδιά,
του αχνιστού, φρέσκου ψωμιού, από φούρνο.

Η θέα του ηλιοβασιλέματος,
που όμως απαιτεί κόπο,
Μεταβαίνοντας στο κατάλληλο σημείο,
θέασης.

οι ταινίες αγάπης,
Που λίγοι όμως,
Προτιμούν να βλέπουν.

Η ανάγκη να γράφεις ποιήματα,
Μιας και κανείς δεν μπορεί
να σου πουλήσει,
από πριν,
όσα πρόκειται να αισθανθείς,
Καταγράφοντας τα..

Η ανάγκη να γευτείς κάθε τι,
Την περίοδο ωριμότητας του.
Κείνο το δωρεάν, μιας παρέας,
Ικανής,
Να αποδέχεται, το δικαίωμα καθενός,
Να αναπνέει.
Να ‘χει καρδιά,
Αισθήματα. Χιούμορ.
Περιόδους απομόνωσης
Ενόσω δεν θέλεις να βλέπεις κανένα.
Αν και τότε,
Αρνείσαι το φως της ημέρας
Το ίδιο το οξυγόνο.
Τα μαθήματα ανθρωπιάς.
(Πότε ο ήλιος έξω, είναι αρκετά δυνατός,
ενοχλώντας σε κάπου. Έπειτα από λίγο,
ένα σύννεφο φέρνει την ισορροπία,
Να αποδέχονται τα μάτια,
του δωματίου τα διάφορα).

Προκειμένου να θέλεις, να προσπαθείς
Για κάτι.
Το πιο απλό. Όπως η σκέψη.

Η κάθε εμπειρία, ανά εποχή.
όπως να θες να κάθεσαι κάτω από δέντρα,
Καλοκαίρι.

Δωρεάν δίδεται,
η θέα όσων βλέπουν τα μάτια σου.
Η όψη π.χ. μιας όμορφης
Γυναικείας, σιλουέτας,
Αν και δε τις προτιμάς, για το μυαλό τους.

Είναι σαν συντριβάνια,
στην έρημο μιας άσχημης πόλης.

Που ποθεί το ωραίο,
Εκτός από τα αληθινά συναισθήματα.

Η δωρεάν ομορφιά,
της όψης,
Ενός άντρα και μιας γυναίκας,
Ενόσω κάθονται, κάπου,
Μαζί.

Η ανάγκη μου να τη δω,
αδύναμη σωματικά,
Γιατί είναι τόσο όμορφη,
κι αγαπημένη, σ’ εμένα,
Η γυναικεία παρουσία,
-για να συμπεραίνουν ορισμένοι,
Πως μόνο αγάπη, έχω,
μέσα μου.

Φορές, παραμένει απροσδιόριστη
η περιγραφή,
Από το κοκαλάκι της νυχτερίδας,
Να δημιουργείς μια σχέση.

Παράλληλα
μ’ ένα συγκεκριμένο είδος, ανθρωπιάς,
Να ξεχνάς τα πάντα που έζησες.

Τούτο ποθεί η ίδια η σιωπή,
Που αφήνεις μόνη,
γι’ αρκετό διάστημα χρόνου
-σαφώς γιατί όταν κοιμάσαι,
Πάλι μόνη, μένει,
Εκείνη.

Παρομοίως η γυναίκα
Που λες: αγαπώ,
Αφήνοντας τη μόνη,

Εκεί,
στους δρόμους,
Τα πάρκα.
Τους χώρους σίτισης,
Ξενοδοχείων.

Μόνες να κοιτούν ένα άδειο τοπίο,
από συντροφικότητα.

Ίσως γιατί
Το παιδέψαμε αρκετά,
Να μην είμαστε μόνοι,

Νοθεύοντας
τις δωρεάν επιθυμίες,
τις αγνές, της καρδιάς,
Με προσμείξεις, θέλω, τρίτων,
Που δεν θα αισθανθούν, ποτέ,
όπως εμείς.
Σε χαρά ή λύπη,
Μιας και κάθε άνθρωπος,
μοναδικός.

όπως η κάθε γλώσσα,
Η αύρα να ‘χεις Πατρίδα,
Συγκεκριμένο DNA,
ελπίζοντας λίγο έστω, για το αύριο,

Κείνο που θέλει,
να πνίξει η Αποκάλυψη,
γιατί σαφώς ο Θεός, δεν ήτανε ποτέ του,
ελπίδα.

Έπρεπε να τη βρούνε,
μόνοι τους,
οι άνθρωποι.

Μες την ευτυχία,
Να ‘χεις το ταίρι σου,
Μόνοι σας,
στο δωμάτιο,
Που σας φιλοξενεί.

Ως δικαίωμα,
Ελεύθερης,
δωρεάν,
έκφρασης.

Δωρεάν χαρίζεται
η καλοκαιρινή, απογευματινή,
δροσιά,
όπως η ανάγκη
Να ‘χεις τα χέρια,
επάνω μου.

Είναι δυνατόν να κρύβω
κάτι αληθινό,
που αισθάνομαι;
Ρωτάς.

Εκτός πιθανόν,
από περιστατικά -γλυκιά μου άνοιξη-
Στα οποία ντρεπόμαστε να αναφερθούμε,
Επειδή δεν συνοδεύονταν από συγνώμη

Το στυλό αντικαθίσταται.
Το μελάνι, αναφέρεται,
πονά,
θίγει -ενώ φορές δε θα ‘πρεπε-
οικογενειακές κακουχίες.

Τότε θα έπρεπε
να πάψουμε
Να είμαστε, άνθρωποι.

Πόσο τυχεροί στ’ αλήθεια
για τούτο το χάρισμα
της ύπαρξης.

Κωπηλατώντας
στις καθημερινές αισθήσεις
τα αρώματα
-να που θυμάμαι το δικό σου.
Γι’ αυτό είσαι γυναίκα.

Δημιουργικό να υπάρχεις.
Σα τα μικρά, τηλεοπτικά κανάλια,
στα οποία ο λαός, φτάνει
-πεζός ελεύθερα, επίσης, εισέρχεται, ως φίλος-
ή αποστέλλει τηλεφωνικά,
την όποια γνώμη,

Που είτε θίγει τον ίδιο,
Ή απλά εκφράζει μια ειδική
ή γενικότερη
Κατακραυγή,
Λόγω κοινωνικής αδικίας και ανέχειας.

Αμφιβάλλω
αν θα μπορούσα,
Να ‘χα στα ενδιαφέροντα μου,
μόνο την κατάκτηση
Μιας Α καριέρας,
Συσσωρεύοντας χρήμα,

Ή απλά ζώντας μόνο
για να δουλεύω,
σπαταλώντας κατόπιν,
τον ιδρώτα μου
-τα λιγοστά χρήματα-
σε ποτά ή άλλα… ξενύχτια.

Αν δεν έγραφα,
Προσωπικά,
θα αισθανόμουν ένα τίποτα.
Άχρηστος μες τις καταχρήσεις,
που φυραίνουν το νου,
όπου τίποτα δεν είναι δωρεάν.

Μήτε τα έξοδα του γάμου.
οι σταθεροί λογαριασμοί,
η εφορία -γιατί έτσι ..πρέπει..

Επειδή ο αριθμός –φαίνεται-
των φορολογουμένων,
Είναι μεγαλύτερος,
απ’ όλα μαζί, τα κέρδη,
Των μεγαλοεταιρειών
που ρουφούν τον κόπο των χαμηλομισθωτών.

Αυτοί ακριβώς,
που πιστεύουμε,
Πως επειδή ζούμε, ακόμη,
οφείλεται στην ελεύθερη βούληση μας.


Επειδή κάπου,
Δεν μας έπνιξαν ακόμη,
τα χρέη.

ούτε η καταπόνηση του οργανισμού,
απ’ τα ξενύχτια;
Έχεις δεν έχεις, χρήματα.
Γιατί υπάρχουν και κορόιδα,
που πληρώνουν.

Μα ποιος, σήμερα,
Ζει για να δουλεύει,
Επιστρέφοντας σπίτι,
Μόνο και μόνο,
για τις δουλειές του καλοκαιριού,

Είτε είσαι άγαμος,
Ή οικογενειάρχης,
Απασχολούμενος αναγκαστικά,
με την τάξη στο σπίτι,
Αν μεγαλώνουν παιδιά.

Διαβαίνοντας σε μια πόλη,
όπου το μόνο δωρεάν,
Είναι ορισμένα τοπικά λεωφορεία,
η κίνηση ποδηλατών,
σε λεωφορειολωρίδες.
Να περπατάς όταν μπορείς.

Γιατί αν μιλάς κατά της αδικίας,
σε μια πόλη με ταξικές ανισότητες,
ο πρωθυπουργός δίνει εντολή,
να παρακολουθείσαι,
από ανόητους αστυνομικούς,
ακόμη και δεκαπέντε από αυτούς,
απασχολούμενοι αναίτια,
σε πολίτη που απλά λέει τη γνώμη του,
κι ύστερα πάει και κλείνεται σπίτι.

Η ενημέρωση είναι δωρεάν.
Το ξύλο από τα ΜΑΤ,
κατά μανάδων, παππούδων,
εργαζομένων, εξίσου δωρεάν.

Δωρεάν και η νοητική αντίσταση,
Κατά κάθε πούστη,
Που είτε κυβερνά,
Είτε κατέχει χώρους αναψυχής
ή εταιρείες.

Η έκφραση είναι δωρεάν.
Η ποίηση δεν είναι απαραίτητα,
ευγενική.

Δεν έχουμε όλοι, χρήματα.
Έχουμε όμως την ομιλία.

Δεν γίναμε Πάσαρης,
Επειδή απλά,
η εξυπνάδα δεν απορροφήθηκε, δημιουργικά,
Μα εγκληματικά.

Το Κράτος φταίει,
γιατί νέοι άνθρωποι
Καταλήγουν στην παραβατικότητα.

Αν ζουν, ανάμεσα σε προκλήσεις,
π.χ. στο κάμπινγκ,
Πατέρας ν’ ανέχεται, το μικρότερο παιδί,
Ν’ ακούει από τη διπλανή σκηνή,
Τους ήχους ορισμένων που πηδιούνται.
Δεν αποκλείεται και ιδίου φύλου, μεταξύ τους.
Εκεί καταντήσαμε ως Κοινωνία.

Κάπως έτσι στη δίνει,
Ξεκινώντας η παράνοια.

Αφού δωρεάν είναι η σκέψη,
οι αποφάσεις,

Λιγότερο ο χρόνος,
για να σκεφτείς λογικά,
Έως του σημείου,
Τι άλλο ακόμα,
Πρέπει,
να στερηθείς,
Ώστε να φτάσουν τα χρήματα,
Χάρη στο ψωρομισθό.

(Κοίτα να δεις,
που αγαπάς αυτή τη Πατρίδα,
Δεν γνωρίζεις, επίσης, ξένη γλώσσα,
Ώστε να μετοικήσεις, σε άλλη χώρα,
της Ευρωπαϊκής Ένωσης,
Που, άραγε; Με τι μέσα;
Μια Ελλάδα, που μισεί τους πολίτες της.
Φεύγοντας, θα συναντήσεις, ομογενείς;).

Επειδή είναι γεμάτη η Ελλάδα,
με ανθρώπους, στους δρόμους,
που εύκολα καθυβρίζουν,
Δίχως να φοβούνται,
Μη πέσουν σε αντιδραστικό,
ο οποίος, θα τους αφαιρέσει τη ζωή,
με όποια πρόχειρα μέσα,
διαθέτει.

Θέλοντας και μη, δεν αντιδρώ. Δεν μπλέκω.
Κάτι με βαστά απ’ το πέτο,
Διαφορετικά θα λυσσομανούσε,
το επί τόπου, καθυβρισμένο, τώρα,
Χαράζοντας ζωές και αντικείμενα.

Ευτυχώς είμαι ήρεμος,
Υποταγμένος στο σταυρό μου,
Τα χαμένα μου νειάτα,

Σ’ όσους, μες την οικογένεια,
με ανέχονται,
Γιατί ξέρουν πως με έχουν ευνουχίσει,
Ελέγχοντας με εσαεί.

Επειδή ποτέ τους δεν διέκριναν
πως η ελευθερία απαιτεί να ξοδέψεις σκέψη,
Ν’ αφήσεις τον άλλο, δεν είναι δωρεάν.

Σα πλησιάζει το κερασάκι στην τούρτα,
απλά αλλάζεις κι εσύ,
Γιατί ‘ναι δωρεάν, είπαμε η σκέψη,
Ιδίως όταν γίνεται πράξη,
Με αγώνα προς ανεξαρτησία.

Η ζωή είναι όπως μια ταινία,
που απαιτείς να σε κρατήσει, έως τέλους.

Μας απασχολεί περισσότερο,
τι καλό θα βρουν, οι άλλοι, σ’ εμάς,
Παρά να πλάσουμε, δημιουργικά,
μόνοι,
το είναι μας.

Άραγε πως.
όντας ευνουχισμένοι. Ανολοκλήρωτοι.
Ταπεινωμένοι.
Δίχως χρήματα. Τις ανέσεις των άλλων,
που σε πουλάνε και σ’ αγοράζουν,
όπως αναφέρει ο λαός.
Έχοντας αυτοί, το αποκλειστικό δικαίωμα,
Στην λογική και την ωριμότητα,
Στεγνοί από αισθήματα. Λαϊκή καταγωγή,
Γήινη.

όπου χαίρεσαι να είσαι ο εαυτός σου.

Πότε αδύναμος, πότε χαρούμενος. Άλλοτε,
Τα παρατάς. Άλλη φορά, το ξανασκέφτεσαι.
Δωρεάν είπαμε, είναι,
οι αποφάσεις.
(άλλοτε ενοχλούν,
σα τις σκνίπες, που περιέργως, τσιμπούν,
φορές, πολύ δυνατά).

Έτσι όπως –ειδικά- μπλέξαμε
-Βλέπε τα Άνω.

Δωρεάν οι πόθοι.
Η περηφάνεια στο ύφος. Το καυσαέριο,
Κυρίως εκείνο της νόησης,
Όπου η αυθάδεια αποτελεί, πλέον, προσόν,
Μετά το να ‘χεις περιουσία.
Η λεγόμενη ασφάλεια των γυναικών.

Με σπάνια δείγματα, ενήλικων θηλυκών,
που ξέρουν να σέβονται,
δίχως να βασανίζουν,
Μια ευαίσθητη αντρική, ψυχή.

(γλυκιά μου,
πότε θα βάλεις τα χέρια σου,
πάνω μου;)

Δωρεάν να φέρεσαι με καλοσύνη,
Από φυσικότητα.
Όχι επειδή πρέπει.
Ξεχνώντας ότι έχει συμβεί έως τώρα.

Εγώ πάλι,
γιατί σκέφτομαι συνέχεια, εσένα;
Με μια παιδική αφέλεια,
και συγκίνηση,
Επειδή θέλεις κι εσύ, να κρατάς
στα χέρια σου,
Κάτι που αγαπάς.
Έτσι είναι από τη φύση φτιαγμένο.
Δύο φύλα

(που περιμένουν το καθένα, σπίτι του,
να επισκεφτεί η αγάπη,
τα δωμάτια
που είδαν, πόνο, χαρά.

Τον ήλιο κάθε τόσο, να φωτίζει τις χαραμάδες
στο παράθυρο,
Επειδή τούτη έχει, υποχρέωση.

Τα δωμάτια κι η διαρρύθμιση,
Που μόνο η μουσική, φορές,
Ομόρφυνε,
αντικαθιστώντας το φύλο που έλειπε,
στην απέναντι καρέκλα,
στη δική, ασχολία).

Το καθεστώς που επιφέρει η ενηλικίωση,
Το πρέπει της συνουσίας.
Άραγε τι χρώμα έχει τούτο το θέλω,
αν είναι ευνουχισμένο;

Δες το. Κάπου γυροφέρνει,
Μες σε καπρίτσιο,
Πως και καλά,
Πρέπει να ευχαριστούμε
που μας ελέγχει κάποιος.

Δε φτάνει που μεγαλώνουμε λίγο ακόμη.
Ποιος θα μας δώσει το χαμένο χρόνο,
που θα ‘πρεπε να κινητοποιηθούμε.

Σε κάθε γειτονιά,
Που θα ‘πρεπε να ‘χει μία σημαία,
Κείνη της συναδέλφωσης
-όχι το αντίθετο.


Θεωρούμε δεδομένο,
Πως θα βρούμε κάποιο άτομο
Να μας πει: η ζωή είναι ωραία.
Κοίτα να δεις που χωρίς χρήματα,
Τούτη η άποψη, κάπου, χωλαίνει.

Σαφώς η διάκριση ορισμένων,
Να παρατηρούν τις ευκαιρίες, στη ζωή,
Πάντα,
κάποιου άλλου.

αισιόδοξοι πάντα,
στη ζωή κάποιου άλλου.

Πάντα κάποιος ν’ απολυμαίνει την πόλη
-χωρίς να προσπαθεί ν’ ανακυκλώνει
Ως σύγχρονος πολίτης
που δεν τον κούρασε η ηλικία,
Κρατώντας φυσικά,
τις παλαιότερες αξίες,

Να βγαίνουν τα παιδιά,
να κοινωνικοποιούνται στις γειτονιές.

Πλησιάζοντας στην ώρα του,
Κάθε βράδυ.
Άλλοι θα πάνε για ύπνο.
Λιγότεροι θα κάνουν έρωτα
-σα να κρατούν το πιο εύθραυστο λουλούδι,
στα χέρια τους.

Υπερτερούν εκείνοι,
που ποθούν μια αγκαλιά,
Λένε: είναι απαραίτητο.
Μόνο κριτική δέχονται από τους άλλους,
που όλα τα έχουν,
Τυφλοί και κουφοί
από τα μικρά πράγματα
-ευτυχώς υπάρχει μεγάλη ποικιλία,
ποιοτικής μουσικής,
Να παρηγορεί το απόγευμα,
Την ίδια την ποίηση.

Βρίσκοντας φράσεις
Να προσθέτεις στο χειρόγραφο,
Καθαρογράφοντας τις, στις στρογγυλές
σιδερένιες πλάκες, του σκληρού δίσκου,
μες τον υπολογιστή.
Που δε φοβήθηκε, ποτέ, την ενηλικίωση.

Οι άνθρωποι μόνο, φοβούνται,
Π.χ. να πουν: μου αρέσει όπως γράφεις.
Ιδίως αν το πεις σε γυναίκα,
Επειδή παρεξηγούνται εύκολα, μάτια μου,
Οι άνθρωποι.

Ευτυχώς, τους μένει εκείνη η ψίχα,
της φυσιολογικής άμυνας,
Να μη τους την πέφτει, ο πάσα ένας
Που ‘ναι σωστό,
Τονίζοντας τη λέξη αξιοπρέπεια.

Σα τις στιγμές
Που μέσα σου αλλάζει κάτι,
Λες: καλυτερεύει το τώρα,
Μέσα μου το αισθάνομαι.
Τι βγαίνει όμως, τελικά, από αυτό,
Ή μένουν μόνο, τα λόγια;

Κοιμάσαι φορές,
Με την ανησυχία,
Τι είναι η ζωή,

Πέρα από το να κάνεις
Δική σου οικογένεια.
Για σένα.
όχι γιατί πρέπει,

να αγαπάς επειδή το θέλεις,
όχι επειδή πρέπει
Τόσο απλό μα ανεπίκαιρο,
σα τα χαριτωμένα γράμματα,
που ξεκινούν, όχι με κεφαλαίο, μια πρόταση,
Λόγω δικής σου επιλογής,

Να δείξεις,
πως το απλό, είν’ το μικρό
-όπως η ανάγκη επικοινωνίας.

Τούτα τα λόγια ας πούμε,
που συμφώνησαν να βρίσκονται μαζί,
σε κάτι που ονομάστηκε, ποίημα,

Κοιτώντας τον εαυτό του όπως είναι.
Συμπεραίνοντας πως τελικά,
Δεν συμφωνούν τα χαρίσματα,
Που πίστευες, μέσα σου,
Πως κατείχες.

Σα τις στιγμές που σκέφτεσαι,
Παίρνοντας τη σκυτάλη ένα επόμενο
μουσικό κομμάτι:
Για δες,
Δεν συμφωνεί με το γούστο μου.

Θα ‘θελα κάτι άλλο,
Με παρόμοια αίσθηση,

Σα κάθε ώρα, αναγκαστικά,
Να αποπνέει κάθε τώρα, με οριστικό θέλω.

Ας πούμε: κάθε πρωί,
Ο καθένας πάει στη δουλειά του.
Η εικόνα του περιπτερά,
που τακτοποιεί τις εφημερίδες.
Άνθρωποι στις στάσεις.

Γιατί να πρέπει να αναφέρεις, κάθε τι,
που από μόνο του, ως απλό,
περιφέρεται σαν τον άνεμο –ας πούμε.

Ορισμένα όμως, πρέπει να τα λες,
ή να αφήνεις το άλλο πρόσωπο,
Αφότου σε εκτιμήσει,
να θελήσει να πάτε ένα περίπατο.

Ακόμη και η αγάπη είναι με όρους
Εκεί καταντήσαμε.

Κανείς δεν εξαιρείται.
Είτε αρέσει είτε όχι.

Εμένα κανείς δεν με ρώτησε,
Γιατί πρέπει ας πούμε,
Τα νειάτα να διαρκούν τόσο λίγο,
Έπειτα να φθειρόμαστε,

Θεωρώντας τα σαράντα,
Το ξεκίνημα των γηρατειών.

Είναι λεία η επιδερμίδα,
Μιας 25χρονης;
Ρωτώ εσάς,
Που το ζήσατε.

Οι διακριτικοί να απαντήσουν,
Σα να ‘χαν απέναντι τους,
ένα φίλο.

Αν είναι δε, καρδιακός,
Να δω πως δεν θα τον πληγώσεις.

Αν του δείξεις την αίσθηση,
Να ‘ναι κανείς, παντρεμένος.
Αν αισθάνεσαι, όντως, ευτυχία.

Σα κείνο το θέλω,
να συναντάς ανθρώπους,
Ως δικαίωμα τους, παρομοίως,
Να περιφέρονται στην πόλη.

Ίσως αν δεχτούμε
Πως οι γονείς μας κουράστηκαν,
Ν’ αποδεχτούμε και οι ίδιοι,
τη ζωή όπως είναι.

όλο καταστάσεις συμβαίνουν.
Βιωματικό παρόν, του καθενός,
Επαγγελμάτων που αγνοούμε τον κόπο,
Ότι υπάρχουν, ακόμα ακόμα.

Μόνο σε ορισμένα, παλιά, λαϊκά, τραγούδια,
Αναφερθήκανε.
Επειδή η ζωή είναι κάθε στιγμή,

Όχι δυο τρεις, μήνες,
Πριν τις εκλογές,
Ενόσω ο πρωθυπουργός δίνει εντολή:
Δείξτε ενδιαφέρον στους πολίτες.


Εμείς οι πολίτες,
Μεις μόνο,
Γνωρίζουμε την ύπαρξη,
του ήλιου στις χαραμάδες των παντζουριών.
επιλέγουμε μικρά γράμματα,
για να ξεκινήσουμε μία πρόταση.
Αγαπάμε κάθε χιλιοστό της Πατρίδας,
Παρατηρώντας σα σε μικροσκόπιο,
Όλες τις ποικιλίες ζωής, μέσα στο χώμα.

Στα εσωτερικά μας θέλω,
που αναφέρουμε στα ποιήματα,
Βρίσκοντας τον εαυτό μας, τρυφερά,
Μόνο όταν μιλούμε για αγνή αγάπη.

Σαφώς όπως μιλά ο Νικηφόρος Βρεττάκος,
για την κοσμογυρισμένη ποίηση,
που αποτελεί όπως γράφει: η στολή της ψυχής.
Αν είναι δυνατόν να το πεις πιο γλαφυρά.

Σκέφτεσαι, συλλογίζεσαι,
Αν πρέπει να μιλάς συνεχώς, τρυφερά,
Να λυγίζουν οι ανθρώπινες ψυχές,
Θεωρώντας κατόπιν, φυσικό,
Να ‘ναι ευγενικοί.
Για το θέλω το δικό τους, μέσα.

Μήπως δω τους ανθρώπους
Να θέλουν να είναι, φίλοι, μεταξύ τους.
Με φυσικότητα.

Σα τη στιγμή, τώρα, της έλλειψης,
Να μην έχω την αγκαλιά
που ‘χω ανάγκη.

Αναρωτιέμαι τι αισθάνεται μια γυναίκα,
όταν είναι μόνη.

Σα να ‘ναι κόσμος, τόπος,
άλλος.

Κάπου όπου πρέπει ν’ ανασηκώσεις το μαξιλάρι,
αν σου δοθεί τούτο το δικαίωμα,
Να βρεις το απαλό μυστικό
Που πάντα είναι: να περιμένεις, αγάπη.

Η αίσθηση που ζητά,
Συ,
Να χαμηλώσεις,
να ακούσεις,
Κάτι τόσο ποιοτικό.

Φορές, αφήνεις το τραγούδι
Να μιλήσει για σένα.
Δεν έχεις κουράγιο να συνοδεύεις
Τα λόγια
που μιλούν από μόνα τους,
για πόνο.

Κι ο μοναχικός γνωρίζει
την ομορφιά της θάλασσας.

Είναι τόσο μουγκές οι ώρες,
της μοναξιάς.

Σα παλάμη στο πρόσωπο,
που δεν αισθάνεσαι την ύπαρξη της.

Περιμένοντας απ’ τον Θεό,
Λίγη αγάπη.

Μόνο τότε ομολογείς τα λάθη.
Μόνο τότε λες όλη την αλήθεια.

Έπειτα,

ή κουρνιάζεις στο κρεβάτι,
Η απλά συνεχίζεις.

Μια ζωή απορίες που δεν εξηγήθηκαν.
Ποιοτική μουσική που δεν άκουσες,
Ως ταίρι άλλου προσώπου.

Επειδή δεν είδα, φαίνεται,
την αγάπη των δικών μου.

η κάθε μέρα, όμως,
είναι, όπως κάθε μέρα.

Χωρίς τίτλους ή κύπελλα
Ή ανάγκη να γίνεις διάσημος.
Μήπως μάθουν τι έκανες τόσα χρόνια,

Μόνος,

Κει που ακουγόταν η ποιοτική μουσική,

Κει που μόνο το σπίτι,
Περίμενε καθαρότητα.

η μουσική που προκαλεί ανατριχίλες,
εσωτερική δηλαδή, συγκίνηση.
Φορές, ξεσπά από μόνη της,
Μήπως τότε,
Σηκώσεις το κεφάλι. Δεις τη ζωή.
Χαμογελάσεις.

Όλα τα λόγια
Που δεν στάλθηκαν στα πρόσωπα
Που γνωρίσανε να εκτιμούν την ποιότητα.

Άραγε θα βρουν χρόνο;
Θα ξεχάσουν κείνους που μόνο να μειώνουν,
Γνωρίζουν; Τωρινούς
Ή μελλοντικούς, εργοδότες
Αφού αισθάνονται υποχρεωμένοι
Να μας προσβάλλουν.

Επειδή αυτοί θα επιστρέφουν, πάντα,
Σε μια κατοικία,
όπου όλα είναι προπληρωμένα.

Σκόνη είναι,
Τριγυρίζουν παντού.
Την ώρα
που στον απλό άνθρωπο
Θα γεννηθεί η ανάγκη
Να βγει να περπατήσει

-δίχως την πρόθεση
να πρέπει να απολογηθεί
για τούτο. Όπως π.χ. για τα γραπτά,
τα λογοτεχνικά.
Ασώψεται η παράνοια στα μυαλά των εξουσιαστών.

Ανεξαρτησία δεν σημαίνει,
Μόνο: εργάζομαι.
Σημαίνει να ‘χω ιδιωτική ζωή.
Αντίληψη να αμύνεσαι με χαμόγελο
Ή απλά για χαμόγελο,
που ούτως ή άλλως,
ομορφαίνει το πρόσωπο.

Όπως τα παιδικά χέρια,
Ενόσω αγκαλιάζουν.

Η ζωή είναι όπως η ανάγκη της στιγμής,
Να “υπογραμμίσεις” τα λόγια σε ένα τραγούδι.
Άραγε, τι σε κινητοποιεί,
Κι όχι παρόμοια, να πάρεις τη ζωή
στα χέρια σου.

Όλο εμπόδια, μας βάζουνε
Λες.

Ίσως γιατί πρέπει
Να γίνουμε ευτυχισμένοι,
Με τρόπο
που ακόμη δε γνωρίσαμε.

Μόνο που δεν ήρθαμε στη ζωή,
Για να ευτυχήσουμε.
Όπως όλα που θέλουμε να ξεχνάμε,
Γιατί βαρεθήκαμε π.χ. να γεμίζουν το σπίτι.

Γέμισαν τα ντουλάπια. Τα ράφια.
Με βιβλία;
Ποιου τη γνώμη, θα διαβάσουμε;
Κάποιου που δεν τσουβαλιάζει;

Έχει κάποιο τίτλο; (οικόσημο)
Μπορεί να μας διασκεδάσει;
Ολοένα να μας διασκεδάζουν,
Μη τροχίσει η σκέψη.
Ολοένα να μας δείχνει κάποιος άλλος,
Που, είμαστε, ευαίσθητοι.

Είναι πρωτότυπο το κείμενο;
(πρωτότυπη, ναι, η αγάπη.
Ξεραίνεται μέσα του, τελικά;
Κι εκείνος που αγαπούσε,
Μα η ζωή τον κούφανε, τον τύφλωσε
Επειδή έτσι φέρονται ..όλοι).
Γιατί να μην το έχουμε δωρεάν;

Ίσως γιατί δεν γίνεται να σου χαριστεί
Ο χρόνος, που αναλώθηκα με πόνο ή
προσωπική, χαρά, στο χαρτί.
Δεν βρισκόσουν εκεί.
Να με δεις να ανανεώνομαι μέσα μου.
Να γερνώ στο δέρμα.

Δεν θα πεις: αυτό το άτομο,
Υπήρξε.

Βλέπεις δεν εκτιμούμε τον κόπο,
Του/της, συγγραφέα.
Όχι πως ο κόπος εκτιμάται,
από τους εκδότες.

Κείνοι θεωρούν πως η απλότητα
Που βιώνουν οι ίδιοι οι αναγνώστες, δεν αξίζει
Να διαβαστεί σα να τα είπανε, μόνοι τους.
Δεν αξίζουν οι αναγνώστες να είναι άνθρωποι.

Ευτυχώς, εμείς οι λίγοι, εκτιμούμε το ποιοτικό.
Το κρατήσαμε δυστυχώς και με τις δυο μας
παλάμες. Ενώ η μία, έστω,
Θα ‘πρεπε να ‘ναι συμπληρωμένη.

Μόνο τις φτηνές, πρώτες, ύλες, σκέψεων,
Τυπώνουν οι μπακάληδες

Αλλά έτσι ήταν πάντοτε
Με τους περισσότερους ανθρώπους.
Μόνο να παίρνουν, ξέρουν,
Ή
“να τους πηγαίνεις τα πάντα, στο κρεβάτι”.

Δυστυχώς η αναφορά στον πόνο,
Δεν πουλά βλέπεις.
Δυστυχώς επομένως, κανείς
δεν θα διαβάσει την προσωπική ιστορία,
κάθε μοναδικού ανθρώπου,

επειδή γω θέλω
Να γνωρίζω πως υπήρξε
Όποιος πόνεσε.
Έτσι από καπρίτσιο.

Η περίφημη, πιθανόν, κατάσταση,
Να συγκρίνεται ο εγκέφαλος, καθενός,
Επιβιώνοντας, όμως,
Μόνο οι έξυπνοι που αδικούν,
Όντας ισχυροί κάπου.

Ποιος διοικεί την Πατρίδα μου,
Θέλω να έχω, Πατρίδα.
Ταυτότητα.
Δικαίωμα μου να ζω.

Φορές,
Σκέπτομαι να ηχογραφήσω
ποιήματα μου,
Μα κείνη τη στιγμή, φαίνεται τόσο ανούσιο,

Σάμπως γιατί,
τα τζιτζίκια θέλεις να τα ακούς,
Μόνο το καλοκαίρι.

Η ικανότητα να εκτιμάς τα παλιά, από πέτρα,
σπίτια. Που εγκωμιάζουν απλά,
τον ανθρώπινο κόπο, και μόνο.

ζώντας δυστυχώς, ο άνθρωπος
Για τα τερατουργήματα του λεγόμενου
Πολιτισμού. Αδιαφορώντας για τη φύση.


Ποια ζώα είναι περισσότερο τυχερά,
από άλλα.

Κρατά ο βασανιστής στο εργοστάσιο,
Ένα μωρό γουρουνάκι,
Του βγάζει τα δόντια,
Του κόβει τ’ αυτιά.
Του αφαιρεί τα αναπαραγωγικά όργανα.

Εγώ τον αποκαλώ παιδεραστή.
Η ανθρώπινη κακία,
φορές,
δεν αντέχεται.

ο εμετός μου,
δε λύνει το πρόβλημα
(ευτυχώς δεν τρώω κρέας),
Πλάσμα,
που μπορούσε να με κοιτά.

Θυμάμαι εκείνη τη μέρα,
που παιδί,

Αγόρασα ένα κοτοπουλάκι,
που έμεινε, -εν αγνοία μου-
χωρίς μητρική φροντίδα.

Άραγε,
θα δώσουν λόγο,
Συνίσταται αμαρτία,
ο βασανισμός των ζώων;

ποιος ακούει την κραυγή τους;
Κείνη την σκλαβωμένη ώρα;

Έχουν τα ψάρια,
Φωνή;

Να ουρλιάξουν,

Μη έχοντας,
νερό, για ν’ αναπνεύσουν;

Βασανίζουμε εξίσου,
ο ένας άνθρωπος, τον άλλο.
Με περισσή ευκολία.

Σκέπτομαι: Όποιος την μάνα,
Δεν αγαπά,
Καμιά γυναίκα δε δύναται, να αγαπήσει
Αργότερα,
Ως ταίρι του ο άντρας.

Εφευρίσκουμε τρόπους
Τοπικά, αναλόγως,
Να “καρφώσουμε ένα ακόντιο”
Στην ψυχή του άλλου.


Όσο κι αν στρέφω το πρόσωπο,
Ενόσω βασανίζεται κάτι, εν ζωή,
θα εξακολουθήσει να με κοιτά,
Χαράζοντας με το βλέμμα,
που με ακολουθεί,
όσο κι αν απομακρύνομαι.

Αγαπούμε το ζώο,
με το όμορφο σχήμα.
Καλό είναι,
όσο μας εξυπηρετεί.

Βλέπεις,
είμαστε κυρίαρχο είδος.

Λίγα επίσης, τα παιδιά,
που αγαπούν τα ζώα, τα πουλιά,
Τα ψάρια…
που απλά ανοιγοκλείνουν το στόμα.

Όλοι μας θα πληρώσουμε,
ότι μικρό ή μεγαλύτερο κακό,
Προξενήσαμε σε έμβιο ον.
Το μόνο τίμιο είδος,
που απέμεινε,

καταρρέοντας,
η περίφημη ανθρώπινη, λογική,
που σπάταλα,
Καταστρέφει τον πλανήτη.
Πιστεύοντας πως εμείς, ζούμε για πάντα.

Κάπου πρέπει να εκτονώσουμε,
Κάθε αδικία,
που οι ίδιοι, υφιστάμεθα.

Χτυπάμε! τα ζώα,
Και φραστικά.

Βρίζουμε ως οδηγοί, τα παιδιά.
Ως γεροντότεροι, κάθε νέα γενιά.
Λες και ο κόσμος
θα υπάρχει για πάντα.

Όποιος δεν συμφωνεί μαζί μου,
Έχει ψυχρή καρδιά.

Το σημερινό χάπι,
Που ..καταπραΰνει.. την ανθρώπινη τρέλα,
Επειδή πάντα κάποιος άλλος, φταίει.

Σα σε στενό κλουβί, η ζωή μας.
Προσπαθούμε να τεντώσουμε,
χέρια και πόδια,
Δίχως αποτέλεσμα.

Μια τρελαμένη νόηση,
που πάμπολλες φορές,
μίλησε,
Σε κάποιο τσιμεντένιο δάσος,
Που η φύση αποφεύγει να εισέλθει.

Τόσος πόνος επικρατεί,
στις λεγόμενες πολιτισμένες, χώρες.
Η τρέλα του ισχυρού,
ενόσω κοιτά ρατσιστικά,

Τις παραδόσεις της Αφρικής, στην ύπαιθρο,
Κείνες των Εσκιμώων, των Ινδών.
όσων περιδιαβαίνουν πεζοί ή με καμήλες,
σε απέραντες, άγονες, εκτάσεις,
όπου δε βρίσκεις ίχνος, μηχανικού,
πράγματος.

Κει, που καθετί ζωντανό,
Περιδιαβαίνει τη γη,
Ελεύθερα.

Δίχως να βλέπει κάθε εκτάριο,
ως ιδιοκτησία του.

Θέλουμε τη φύση, άγευστη,
αποστειρωμένη,
Καθαρή, σα το σπίτι μας,
Δίχως σκόνη,
Δίχως μυρουδιά -όπως η ζωή μας.

Αυτή η γη,
που ποτέ δε συζήτησε,
γιατί ‘ναι διακριτική. Ευγενική.
Μάνα που υπομένει το ρόλο της
Πάντοτε να προσφέρει.

Έπειτα κοίταξα τον άνθρωπο,
ο ένας να πηγαίνει βόλτες,
Ο άλλος να κλείνεται μέσα
-σύζυγος με σύζυγο
-ασώψεται η ασφάλεια.

Άραγε κυκλοφορεί αίμα, μέσα τους;

Ανίκανοι οι ίδιοι οι γονείς,
Να συμφωνήσουν σε κάτι τόσο απλό
όπως η βόλτα,
Xτίζουν επομένως,
Αντικοινωνικά όντα.
Με νόηση πεντάχρονου,
που ολοένα απαιτεί,
Έως τη στιγμή,
που κάποιος τρίτος, την πληρώνει.

Η συνέπεια
της δωρεάν διαμόρφωσης,
Πιθανόν έξυπνου ανθρώπου,
Που ζει όμως, ανόητα,
Μόνο.
Μη ανεξάρτητο.

Σαν ζώο,
που κλεισμένο στο κλουβί της καταπίεσης,
Κάποτε τρελαίνεται,
με άγνωστες συνέπειες.

Άλλοτε, ως πατροκτόνος.
Εκδηλώνει ανορεξία. Αυτοκτονία.
Εγκληματική συμπεριφορά.
Ναρκωτικά. Πορνεία για τα προς το ζειν.

(Εκεί που καταλήγεις,
Όταν δεν σου μιλούν τρυφερά).

Όχι.
Θέλεις να δεις, όμορφα λουλούδια,
που σου μιλούν μόνο
με την όψη τους.

Δεν είναι ποίημα,
Είναι συζήτηση, κι όποιος ακούσει.

Ενόσω οι εξουσιαστές τολμάνε
Να μπουν σε κάποιο ποίημα.
Αναπνέουν ρύπους
Καθώς και τα έργα τους.

Δεν μπορείς να αγαπάς,
Μόνο ότι είναι χαριτωμένο,
Ή μυρίζει καινούριο.

Καταστρέφοντας τη φύση,
που θεωρείς ξένη,
Ζώντας σε μια πόλη,
Που φοβάται τον εαυτό της,
Αφαιρώντας ζωές για το τίποτα.

Δεν μπορώ να απελευθερώσω
τη γνώμη,
Πως ότι ζεις,
Είναι αυτό που σου αξίζει.

Δεν ξέρω.
Εγώ δεν το μπορώ.

Επειδή διαφορετικά
ότι ποιοτικό παράγεις,
Θα ‘πρεπε να το γνωρίζει ο καθένας,
στον τομέα του,

Ως αναγνώστης,
Φιλότεχνος,
Φίλος των αξιών.

Σα να ‘ναι η ζωή,
Αποφθέγματα συμβουλών σε βιβλίο,
Που προϋπάρχουν στον εγκέφαλο.

Δεν σε πιέζει κάποιο δάκτυλο:
Διάβασε το αυτό. Θα σε ωφελήσει.

Με το ζόρι
να σε ωφελήσει.
Όταν το άλλος το θέλει.

Μόνο αποδοχή
Δεν δείχνει, αυτό.

Δεν είναι τυχεροί, όλοι, στη ζωή,
-όσο κι αν ξινίζεις τη μούρη σου,
τούτο δεν αλλάζει.

Αφού,
Μ’ ότι δικό σου, κι αν ασχοληθείς,
Αν το προσέξεις με τη καρδιά σου,
Ο Θεός θα σου πει,
-επειδή όλα έχουν ένα τίμημα-
Την ψυχή σου, την έσωσες;

Ο εμπαιγμός
Του δεν προσπάθησα.

Λυπάμαι.
Μου λείπουν τα χρήματα.
Ο σταυρός μου είναι από ατσάλι,
Που οι μύες μου δεν λυγίζουν.

οι μύες του νου, τώρα φωνάζουν,
Συγνώμη, ρωτάνε..
Γιατί κρύβουμε επιμελώς
Ότι είμαστε
-όχι ότι θα θέλαμε να γίνουμε;-
Συγνώμη πάλι.
Ενόσω είμαστε δυστυχισμένοι.

Ξέρεις,
Εκείνη τη στιγμή,
Που σου βγαίνει στο χαρτί,
μία επιθυμία.

Που παλεύει ξύλο,
Με την ανάγκη σου, καλοκαίρι,
Τέλη Ιούλη,
Να κάνεις ησυχία,
Εντελώς όμως.

Όλα εκείνα τα μάτια
Που πλησίασαν άγνωστους τους,
Να πούνε, κάτι με τυραννάει.

Χρειάζεται θάρρος να κοιτάξεις στα μάτια,
Έναν άνθρωπο.

Αν αποφεύγεις,
Είναι,
Σα να είναι τα πιστεύω σου,
Επίπεδα,
Παρομοίως οι εκφράσεις του προσώπου,
Με το ζόρι, χαμογελούν.
Ενώ θέλεις όλοι να γνωρίζουν,
Όσοι ενδιαφέρονται,

Ποιος προπονήθηκε.

Τι θα μπορούσες να γίνεις.
Τι είσαι.
Τώρα το σκέφτηκα.

Άλλοι πριν από μένα:
Το ανθρώπινο, δεν πουλά.

Ποιος, τους λογαριάζει.

Κρίμα να λες, κρίμα.
Κρίμα να δειλιάζεις να πεις, αγαπώ.

Από την αρχή ήθελα να το αναφέρω.
Τι; Επιμένεις να ρωτάς.
Το φάρμακο το τωρινό, της δυστυχίας.
Αντίστοιχα τα μαθήματα ανθρωπιάς.

Δε βλέπω να περνάω το μάθημα.
Μου λείπουν τα χρήματα. Το πιο απλό,
Απέναντι στ’ ανθρώπινα βλέμματα,
Που κόβεις τη φωνή,
Μήπως σε πλησιάσουν,
Διηγηθούν μια ιστορία,
Να υπάρχεις.

Αδιαφορώ για το γράψιμο
-που άλλοι δεν παραδίδουν δωρεάν-
Τίποτα δεν ενεργοποιεί τον όρο, βοήθεια,

Γέμισαν, μάτια μου,
Κακία,
οι καρδιές,
όλοι θέλουνε να γίνουνε,
Κάτι πάνω απ’ όλους τους άλλους,
Με την κατάκτηση του χρήματος.

Εκείνο
Που θεωρώ εγώ, όμορφο, ποικίλει,
Σα την ανάγκη μου
Να ζωγραφίζω εκφράσεις,
στο πρόσωπο.

Μη συζητάς τα αισθήματα.
Βρίσκονται σε ράφια, χαμηλά.
Δε σκύβεις να δεις πόσο αξίζουν.

Ο πρώτος τέλειος
Να πετάξει τον αρχικό λίθο.

Εμπρός,
Τι περιμένεις;

Καλοκαίρι είναι, έξω.
Μέσα μου, σελοφάν στα αισθήματα,
Μήπως και λήξουν, προ της ώρας τους
Και πάψω να αισθάνομαι ισορροπημένος,
Έχοντας φυσικά, κατακτήσει το δικαίωμα
Να εκφράζομαι ελεύθερα.

Ζώντας μες την άγνοια,
Ενός δικού της αγγίγματος.
Μετά από τόσα χρόνια δικών μου συζητήσεων.

Είμαι ο μοναδικός αναγνώστης,
Της ίδιας μου της ιδιότητας, ως γραφιάς
(παρηγοριά στον άρρωστο
στο καλοκαίρι, που σε ένα μήνα,
θα πει, γεια)
Ασώψεται ο ατσαλένιος μου σταυρός.
Μα που να καταλάβουν, ορισμένοι.

Λες και θα διδαχτώ, ποτέ, τίποτα,
Από τις προσωπικές μου εκμυστηρεύσεις.

Δήθεν πως ενδιαφέρομαι να μιλώ.
Όπως δείχνω ανθρωπιά,
Μόνο ενόσω ο ίδιος, το έχω ανάγκη.

Κάπως έτσι
δημιουργούνται
οι εφήμερες σχέσεις.

Βαριέσαι να μιλήσεις,
Να αισθανθείς. Να αμύνεσαι.

Δωρεάν να αισθάνεσαι,
Να είσαι εν ζωή.

Τι κρίμα να μεγαλώνει, κανείς.
Να χαλά τις σχέσεις του.
Αρκετοί ψάχνουν μόνο, για πελάτες.
Τούτο θεωρούν βοήθεια.

Αναρωτιέμαι τι θα ‘χαν να πουν γι’ αυτό,
Όλα τα ομιχλώδη απογεύματα,
σε κάποιο χωριό,
Όπου μες την κάπνα,
Χάνεται ένας ποιητής,
Ψάχνοντας για την έμπνευση.

Εύχεται να θυμηθεί
Που την φύλαξε,

Κάτω από ποια, φυλλώματα.
Επειδή τα δέντρα, συνήθως, έως φέτος,
Τα άφηναν ήσυχα.

Φοβάται
Μήπως κάηκαν οι ιδέες του,
Μαζί με τη μουσική που ακούει
Μες το κρανίο του,
Γιατί μόνο τότε,
Αφήνει τις λέξεις
Να πλημμυρίσουν το χαρτί,

Σα να συζητά με τη φύση,
Που έπρεπε, πρώτα, να καεί,
Ώστε να την αγαπήσει.

Ο ποιητής
Που επιθυμούσε, βαθιά, μέσα του,
Πιότερο να μιμηθεί
Την αύρα, των συναδέλφων
Που εκτίμησε,
Αφήνοντας εκείνοι, εποχή,

Παρά ν’ αφήσει το σταυρό,
Μήπως κρατήσει κάποια γέφυρα,
Παρά,
Καρφωμένο το θέλω,
Να είναι άνθρωπος.
Ως κοινωνικό ζώον, κι αυτός.

Μιλώ μόνο, γράφοντας.
Η φωνή μου δεν ακούγεται.

Σε κάποια κουφάλα, δέντρου,
Χώθηκε από κάποιο
Κλέφτη-κοράκι-δημοκράτη.

Ούτως ή άλλως δεν θ’ ακουγόταν.
Σαν καμένο δάσος
Που κανείς δεν αναδασώνει.

Να δούμε πότε θα τιμωρηθεί
Ο εμπρηστής του βίου μου.

Ολοκληρωτική καταστροφή,
συνέβη.
Αν θέλεις, πίστεψε το.

Αφού δεν πιστεύεις,
Πόσο τοις εκατό, κάηκε,
Στον Εθνικό δρυμό της χώρας.


Αυτό το μωρό,
που λέγεται Γεράσιμος,
καμιά δεν το κανάκεψε.

Καμιά δεν μ’ έδειξε, στην διπλανή της,
Με το δάκτυλο:
Σου αξίζει.

Βλέπεις τελικά, η αγάπη,
Δεν δίδεται, δωρεάν.

Εξαρτάται από το μισθό
ή το βαθμό κοινωνικότητας.

Μαγκιά μου να παραδέχομαι,
Πως γουστάρω
Ότι έχω ανάγκη να μοιραστώ,
με συμπολίτες μου,
τούτες τις άκακες σκέψεις,
Που σαν δακτυλάκια, νεογέννητου,

Δεν έσκυψε, μπιμπερό αγάπης,
Να θηλάσει.

Αν με ρωτάς,
Κοιτώντας και οι δύο, τον ουρανό,
Αν δέχομαι να επικοινωνώ, μόνο, με αξιοπρεπείς,
Ναι,
Σοφά μίλησες,
Θ’ αποκριθώ.

Ορισμένοι εκεί έξω με βλέπουν –εσένα επίσης-
Ως σπάλα,
Κομμάτια κρέατος προς πούλημα.


Είμαι η παρηγοριά του εαυτού μου,
Υπηρετώντας την αίσθηση του ποιήματος,
Την ώρα που γράφτηκε,
Μένοντας πιστός στην ώρα εκείνη.

Παρόμοια η στοργή
που δείχνει ένας σκύλος, στον ιδιοκτήτη του.

Ζώντας σε έναν τόπο,
Που τα κόμματα, αλλάζουν αρχηγούς,
Ώστε να ξεχνά ο λαός,
Τα συνοδευμένα –του καθενός- σκάνδαλα.

Αν είναι δυνατόν, να ορίζεσαι ως πολίτης,
Δίχως έγνοια για το περιβάλλον,
Ότι χαρακτηρισμό κι αν του απέδωσες.

Τούτο το ποίημα
Συνομιλεί με τον εαυτό του.

Ψάχνει για νέα στοιχεία,
Μη πάει χαμένο.
Μην δεν αγαπηθεί.

Στην ουτοπία ενός πολίτη,
Ο οποίος δεν συμμετέχει στα κοινά.
Αντιμετωπίζει τις εκλογές, σα βάσανο.
(Είναι που βλέπει να κοροϊδεύουν,
οι των δύο μεγάλων, κομμάτων,
στα μούτρα, δίχως φραγμό,
εκπροσώπους μικρότερων κομμάτων.

Ο περίφημος λαϊκισμός.
Δηλαδή να υποτιμούμε τον απλό πολίτη,
Που τουλάχιστον, αυτός,
Πιστεύει πως αγαπά,
Να ασχολείται με το καλό των υπολοίπων).

Μιλάς μα δεν ακούει κανείς!
Αναρωτιέμαι αν άκουγαν τους ποιητές
Της προηγούμενης γενιάς
-αλλά εδώ δεν μαθαίνουν, καν, ούτε τώρα,
τα μεγάλα νοήματα, πίσω από τις φράσεις.

Κάνε εσύ το καθήκον σου,
Μιας και ως μονάδα,
Δεν δίνεις αναφορά σε κανένα αφεντικό,
Παρά μόνο στον εαυτό σου τον ίδιο.
(να λες, είμαι καλός άνθρωπος,
άλλο αν δεν κινώ ούτε το δαχτυλάκι,
μήπως δω τον ήλιο που ποθώ,
Αγαπήσω τη ζέστη του,
που σημαίνει, γυναίκας αγκαλιά,
δίχως επιπόλαιες πονηρές, σκέψεις.
Σαν ζώο σε περίοδο αναπαραγωγής).

Κατά τ’ άλλα,
Φθειρόμαστε στην πολιτική
-αφού είμαστε ανίκανοι στα αισθήματα-

Μήπως δούμε τους ισχυρούς της Ευρώπης
Ν’ αποφασίζουν,
Τι σημαίνει πολιτική.
Χαμογελώ: λες και οι ξένοι ηγέτες,
Δεν κλέβουν.
Τι ψάχνεις τώρα.


Εγώ,
μόνο στην πράξη,
Μπορώ να δείξω,
Τρυφερότητα,
Στην γυναίκα που θ’ αγαπώ.

Αν καταφέρει να υπομείνει
Τη λατρεία μου.
Το πάθος του τρυφερού βλέμματος,
Που λυγίζει το χρόνο
-υποφέροντας εκείνος,
όταν λείπει η ελεύθερη φύση του.

Πάντα χαίρομαι, αγαπημένη,
Να σε βλέπω.
Μόνο εσένα.

Επειδή μόνο όταν σε αγκαλιάζω,
μαθαίνω τον εαυτό μου.

Ελάχιστες γυναίκες,
Αποπνέουν κάτι τέτοιο.

Θέλει προσπάθεια,
Να μην τις κατηγοριοποιείς.

Στις νοικοκυρές, που δεν εργάζονται.
Αναρωτιέμαι αν τους μένει χρόνος,
Να αγαπούν.

Εγώ τις αγαπώ, πάντως,
όπως κι αν είναι’

Το να είσαι ανεξάρτητος,
πιθανόν σημαίνει
Να μην ζητάς φαγητό,
από τους γονείς σου.

Να μην δείχνεις αδυναμία,
Αυτό σημαίνει;
Αδυναμία: να σκέφτεσαι τώρα,
Θέλω να σε βλέπω.

Γιατί κάνουμε χρόνια να ξεπεράσουμε κάτι;
Προσπαθώντας να έχουμε ισότητα,
Σε κάθε έκφανση της ζωής.
Όντας τα δύο φύλα,
Άνθρωποι εξίσου.

Φορές σκέπτεσαι,
Αν θέλεις να ανήκεις,
σε μια ομάδα,
όπου προωθείται η ισότιμη παρουσία,
των δύο φύλων. Σε μια παρέα
ας πούμε.
Αν εκείνες έρχονται,
Μόνο για να γνωρίσουν άντρες.

Αν είναι πιο εύκολο έτσι,
Ν’ αποδεχτείς την ευφυΐα τους.
Αφού η γυναίκα, σήμερα,
Προβάλλεται ως σεξουαλικό βοήθημα,
και μόνο.

Αφού ζωντάνια θεωρείται, μόνο,
Να προσεγγίζεις, κατευθείαν,
ότι σε ενδιαφέρει.
Το πρόσωπο,
που υπερτίμησε τη ζωντάνια,
Καλύπτοντας τη, απλά, με θέλω.
Δίχως όρους,
Παράδοσης.

Το στρεβλό θάρρος,
Ιδιαίτερα ζωντανών, γυναικών,
Να παίρνουν αμέσως, κάτι
που επιθυμούν.

Αποδεικνύεται θεμιτό,
Μόνο όταν ο άντρας βρίσκεται χωρίς πείρα,
από σχέσεις.
Φοβούμενος,
Πως αν πλησιάσει κάποια,

Επιμένοντας τακτικά, συζητώντας μαζί της,
Εκείνη θα το εκλάβει ως παρενόχληση
-τέτοιους καιρούς,
διάγουμε.

Να μη διακρίνουμε τελικά,
την αγνή προσέγγιση,
Από τη κατά μέτωπο επίθεση,
Με σκοπό το κρεβάτι, φυσικά.

Πιθανόν αν ντύνονταν,
Λιγότερο προκλητικά.
Παύοντας να είναι γυναίκες;
Ρωτάς.

σημασία έχει η αύρα,
να δείχνει θηλυκό,
Ικανή να τη σεβαστείς, όμως,
Απαλά να την αγαπήσεις,

Παρά να πουλά, καθημερινά,
Σημεία του σώματος της.

Δεν ξέρω.
Εγώ έτσι σκέπτομαι.
Γι’ αυτό έχω μείνει μόνος.

Βέβαια,
Φταίει ότι δεν βοηθήθηκα, επαγγελματικά,
Αυτό σημαίνει: σημεία των καιρών,

Όχι να κοιτάς το μέλλον, απαισιόδοξα.
Δεν μας φτάνανε όλα τα άλλα.
Να σπαράζουμε π.χ.
Γι’ αγάπη.

Με θλίψη, εμείς οι μοναχοί,
Κοιτούμε συνήθως, τον ήλιο,
Γιατί δεν έχουμε, πλάι,
Αγαπημένο ταίρι,
Να ‘χει χαρά η διαδρομή,
Ας πούμε στο λεωφορείο

Με τους συμπολίτες μου,
Να κρατιούνται απ’ τα λουριά.
Κλυδωνίζονται με τη χούφτα, στην κολόνα.
Ορισμένοι άλλοι, κάθονται.
Μετακινούμενοι όλοι μαζί,
Για δουλειά συνήθως,

Σε χώρους ταλαιπωρίας,
Δημοσίων υπηρεσιών,
Όπου τίποτα δεν είναι δωρεάν,
Ούτε καν το ενδιαφέρον,
Περί τέλεσης του καθήκοντος,
Ως δημόσιοι λειτουργοί.

Αναρωτιέμαι,
Πόσοι από μας, παραδεχόμαστε,
Πως αρνούμαστε να επιστρέφουμε σε ένα σπίτι,
Που μας θλίβει.

Αχάριστοι προσωρινά,
Ενόσω άλλοι δεν έχουν οικία.
..Ασφάλεια.

θέλει θάρρος να εκτίθεσαι.
Σε ποιον να δώσω όσκαρ;
Στους επαγγελματίες, ηθοποιούς;

ΌΧΙ.
Σ’ όλους εμάς που υποκρινόμαστε,
Πως ελέγχουμε τα πάντα.
Κυρίως τα συναισθήματα μας.

Μη δείξουμε άνθρωποι,
Ξυπνώντας με ουρλιαχτά,
Για τα εκατοντάδες δάχτυλα,
Πάνω από το κεφάλι μας.

Όλοι οι λογικοί και οι ώριμοι,
Που είπαν: μην τον αφήνετε αυτόν,
να παρουσιάζει κρυφές πτυχές
ανθρώπινων συνηθειών.

Το φαντάζεσαι ν’ αποκαλυφθεί,
Η μιζέρια των ώριμων.

Μα τους χίλιους,
πυροβολημένους
Εξουσιαστές,
Ιδιαίτερα του τύπου.

Μόνο σώμα είσαστε.
Το πουλάτε καλά,
το κρέας σας!

Πασχίζετε για το δεκαπεντάλεπτο,
Στη δημοσιότητα.
Μυρίζει κάτουρο όμως,
Σα τη μυρουδιά του στόματος σας,
Ενόσω λέγατε: δεν σε προσλαμβάνω.

Κανείς δε μου δίνει δουλειά,
Σα να με πολεμά το ίδιο το Κράτος,
Τώρα, επειδή υπάρχω;
Ή μήπως
Που είναι δωρεάν τα δικά μου, έργα;
Στο χαρτί.

Έτσι είναι η ζωή,
αν δεν στο ‘πανε.

Από τη μια οι τυχεροί,
Οι άπιστοι ευλογημένοι.

Στην άλλη πλευρά του ποταμού,
Παρατηρώντας απόβλητα συμπεριφορών
να κατεβαίνουν,
Οι αδικημένοι,

Που ‘δαν, μοναχά,
τον χρόνο να διαφεύγει.

Χαμένα νειάτα. Όνειρα σκορπισμένα.
Δωρεάν εσωτερικά, θέλω,
Να ‘βρω π.χ. τα βιβλία μου,
Στα βιβλιοπωλεία,
Μήπως και δεχτώ, κάτι, από μένα.

Αφού το χειρούργησαν νοητικά,
Από μέσα,
ξεκινώντας η ζωή
Αυτού του ανθρώπου,
Που τώρα, σας μιλά.

όλα τούτα τα χαρτιά, λοιπόν,
Ήταν μόνο ένα ημερολόγιο.

όλος ο ανθρώπινος, δημιουργικός κόπος,
Παγιδευμένος κάτω από ένα χοντρό εξώφυλλο.

Ένας ήχος, ήταν,
Περίεργος.
Ύστερα βυθίστηκε
Και χάθηκε για πάντα,
Όπως η παρουσία ενός
αναίτιου βίου.

Γεράσιμος Μηνάς 2007

0 Comments:

Post a Comment

<< Home