Το Blog της αγάπης

Αγάπη για ποίηση και για άξια αξιοπρέπεια στις γυναίκες

Monday, December 03, 2007

Η φύση υπήρξε

Χρυσά φτερά πεταλούδας,
εμπρός στου ήλιου το συναπάντημα,
Το δίχως αφύσικους ήλιους,
Εστίες πυρκαγιάς
Που σα να παλεύουν με τη γη, οι φλόγες.
Σαν τέρατα, σημεία στο έδαφος,
Που χορεύουν αλαφιασμένα,
Μαυρίζοντας τα χρώματα,
Που πλέον δεν αποπνέουν αρώματα.
Δεν ακούς σούρσιμο στο έδαφος.
Δεν αναζητείς με το βλέμμα ή τα δάκτυλα,
Κουκούλια,
φωλιές,
Κίνηση.

Μαυρίζει το τοπίο. Χάνεται.
Δεν μαγεύτηκες, δεν απόκτησες καν,
οικολογική συνείδηση.
Δεν είδες το αέρινο πέταγμα της πεταλούδας.
Δε στάθηκε στο εσωτερικό της παλάμης.
Συ ήθελες τη φύση,
μόνο σε περίοδο διακοπών.
Με τις πρώτες βροχές,
Τη μίσησες περισσότερο.

Δεν βρήκες, είπες, νόηση, εκεί.
Δεν ξέρουνε γράμματα, τα ζώα,
Γι’ αυτό.
Κι όμως η γνώση είναι φυτεμένη,
Καθώς το χελωνάκι,
Προχωρά κατά το νερό.
ο ουρακοτάγκος,
Προστατεύεται από τη βροχή,
Καθισμένος κάτω από δέντρα.

Δεν έχει τηλεόραση, η πανίδα.
Δεν αλλοιώθηκε.
Παρέμεινε δυνατή στις συνήθειες,
Καθώς οι στρόβιλοι,
των τυφώνων,
Οι “εκρήξεις” των αστραπών, στα σύννεφα,
Που φορές, σκέπτεσαι:
Πολύ χαμηλά, κάθισαν.

Ρίχνοντας, κατά τόπου,
σκιά,
στο μεγαλείο,
Τούτου του θερμοκηπίου,
Που δεν γεννήθηκε, πουθενά αλλού,
στο σύμπαν’

Χρώματα ουράνια,
σκιές, παρουσίες στη γη
Ακούσματα, αισθήσεις,
που ένα πινέλο δεν προλαβαίνει,
Να καταγράψει,
Εν μέσω τόσων φυσικών νόμων,
Προσπερνώντας οι εποχές,
Διαταραγμένες κι εκείνες.

Η χαρά της όψης,
Πλασμάτων,
Βλάστησης,
Σκοπού, κάθε είδους.
Μητρικής στοργής.
Οικογένειες για πάντα, δημιουργημένες.

Μια φύση,
που αποκαλείς βαρετή,
Σαν κάτι δίχως, ζωή,
Αναπνοή,
Κίνηση.

Φορές γίνομαι αετός,
Ρίχνω τη σκιά μου,
σε απροσπέλαστα από ανθρώπου, πόδι,
Περάσματα,
Φαράγγια,
Οπές. Σπηλιές,
Πλήρης από ευτυχία. Εκστασιασμένος.

Σα τα νεογνά,
που φωνάζουν για τροφή.
Παίζουν. Εξερευνούν. Οσμίζονται. Μαθαίνουν.
Ακούνε. Παρατηρούν. Κυνηγούν.
Αποδέχονται τις συνήθειες του είδους τους.
Προφυλάσσονται.
Επιθυμούν να γνωρίζουν,
μόνο,
ήχους του οικοσυστήματος.

Καρποί
που πέφτουν από ψηλά,
στο έδαφος.
Μικροείδη,
που περισυλλέγουν,
καρπούς και πεθαμένα, άλλα, είδη.
Μια φύση ικανή
Να ανακυκλώνει,
Κάθε τι σαπισμένο ή πλέον, άχρηστο.

Ο ήλιος,
σαν αίσθηση δροσερού αέρα,
που φεύγει, αργά,
Ή αργεί να πλησιάσει,

δίνει στον ουρανό, ένα χρώμα,
Σχεδόν ομιχλώδες, ονειρικό.
Σμήνη πουλιών, με κύματα αρμονικά,
Σχεδόν χορευτικά,
Κατέκλυσαν την όψη του ορίζοντα.
Ανατριχιάζω από πλήρωση.
Τι ειρήνη, Πατέρα.
Έλλειψη πόνου.

Σαν εικόνες σε βιβλία,
Πανίδα. Χλωρίδα.
Επιλεγμένες φωτογραφίες,
Ν’ αξίζει τα χρήματα, ο τόμος.
Μια γνώση, όψη, της φύσης,
Κάπου αλλού.
Ίσως σε έναν πλανήτη,
που δεν απειλείται’

Το φαλαινάκι, σχεδόν,
στην πλάτη της μάνας του,
σπρώχνοντας το, βοηθώντας, εκείνο,
να έρθει στην επιφάνεια
Γι’ αέρα.
Κοίτα να δεις, άνθρωπε,
Που και κάτι άλλο, αναπνέει.

Επιθυμεί, δικαιούται,
Να αναπτύσσεται.
Να κυριαρχεί,
Σα να μην υπήρξες, εσύ.
Να μην διατάραξες, ποτέ, την ειρήνη τους.

Σα να ‘ταν όνειρο ύπνου
Μια βουτιά στον ωκεανό,
Κολυμπώντας με μια χελώνα,
Πετώντας και οι δύο, στα γαλανά νερά,
Που όσο ανεβαίνεις,
θερμαίνονται.

Τα ζώα
έχουν ανάγκη,
το άγγιγμα,
Απ’ το δικό τους είδος.

Μάνα να γίνουν. Πατέρας.
Μέλος ομάδας,
ή μοναχικοί ταξιδευτές,
Ελπίζοντας σε κάτι καλύτερο.

Παραμένουν
στην επάρκεια,
όσων τους προσφέρονται.

Είδη και είδη,

Που τα είδες, μόνο,
Ως μερίδες,
Καλοψημένου, κρέατος.
Λες, η φύση,
Εσαεί θα παρουσιάζεται.
Σα να τη φέρνει, δηλαδή, κάποιος,
Με delivery.

Δεν έμαθες τίποτα.
Το κλιματιστικό εργάζεται, έ;
Τόσα στομάχια.
Αδηφάγα η όρεξη,
Να ζει μόνο ο ένας.
Εκείνος ο καταπατητής.
Στρέμμα, πηγές, απορροφητικότητα,
Μόνο για το κέρδος.

Κάτω από τον ήλιο,
Που δίνει χρώμα,
σε όλη την φύση.

Πεθαίνοντας,
Ζώντας,
Αλλάζοντας δέρμα,
Μεταναστεύοντας.
Έτοιμο προς πόση,
Λειτουργώντας ως τροφή,
Στο δικαίωμα της ύπαρξης,
Της αλυσίδας της φυσικής ζωής.

Να βλέπεις τα είδη,
που μόνο, αυτά, σ’ αρέσουν.
Τα τρως, τα βασανίζεις,
Ενόσω δεν σε εξυπηρετούν.

Πάγκοι σε λαϊκές.
Φρούτα, βιταμίνες,
Έως ότου σαπίσουν, αφάγωτα.
Αμίλητα.
Παραδομένα.

όλη η δημιουργία,
στα χέρια του ανθρώπου,
Ως χαρτί,
Τσάντες, παπούτσια, ρούχα,
Από δέρμα.
Λουλούδια σε βάζα,
Στραγγαλισμένα,
Δίχως ρίζες.

Ξέχασες, παιδί.
Η χαρά των αρχικών εντυπώσεων.
Η υφή της φύσης.
Η αναγκαιότητα της συνάντησης.
Της φωτιάς,
κατά μερικούς, άρρωστους.

Η ελευθερία της ύπαρξης.
Η χαρά σε αυτή.
Χαρά που αναπνέεται.
Η περιστροφή της γης.
Οι ώρες. Οι σκιές. Τα ακούσματα.

Ότι φοβάται τον άνθρωπο,
ότι τον πλησιάζει,
Σαν να βγαίνει από τον πίνακα: Φύση.
Ή να απαντά, τρισδιάστατα,
στο θέλω μας,
να γνωρίσουμε,
Το γιατί,
την αγνή παρουσία,
Με ανθρωπιά, αναμεταξύ.
Με συμπόνια,
Αγάπη,

Να λες:
Πάρε κι εσύ να ‘χεις, μάτια,
Χώρο,
Χρόνο,
Λογική.
Μέσα στον κύκλο της ζωής.

Σαν φέτες, κορμού, δέντρου,
Σαν σώμα προσκολλημένο σε άλλο σώμα, θαρρώ.
Αλληλαποδοχή. Φαντασία.
Αγάπησα κάθε τι, εκεί έξω, στη φύση.
Ως χαριτωμένο. Λογικό.

Αγάπησα τη γη,
Μήπως ακούσω την ψυχή μου την ίδια.

Αγάπησα την καθαρότητα, εκεί.
Πως εξαπλώνεται η ζωή.
Η ειρήνη. Η ποικιλία.
Σαν κιβωτός, τούτη η γη.
Μια συζήτηση, διαρκώς.
Με διακοπές για ξεκούραση,
τεμπελιά,
θαμπωμένος
Ενοχλημένος,

Στις νότες της φύσης,
απορροφημένος.
Σαν ουράνιο τόξο,
Που αγγίζει, θαρρείς, σημεία της γης.
Σαν νεογνό,
στην πλάτη της μάνας του.

Μένοντας πιστός,
στη θρησκεία της φύσης.
Στο πρώτο χάραμα,
Την αισιοδοξία της στιγμής.
Μια χαρά. Ένα κάλεσμα εξωτερικό.
όλη η αγάπη,
της φύσης,
που Δημιουργήθηκε.

Ως συζήτηση,
με όρους ειρηνικούς,
φυσικούς,
αγνούς,
Δίχως ειδωλολατρικά θέλω.

Τι φοβάται άραγε, ο άνθρωπος,
στο φυσικό περιβάλλον;
Σαν πατρίδα, που χάνεται,
Μυρίζοντας ήδη,
η απειλή.

Ανθρώπινος αλληλοσπαραγμός.
Τρέλα,
νεύρα,
μηχανικοί θόρυβοι.
Υγρά,
που εναποτίθενται,
Σα να παλεύουν, μόνο.
Δεν λειτουργούν με φυσικότητα.

Κατόπιν απόρησα, ξανά:
Γιατί,
ούτε ένα περιστέρι,
Μια γάτα,
Ένα αηδόνι,

Δεν μου χτύπησε το τζάμι,
Να βγω να με γνωρίσει.
Να δει τα μάτια μου,
αν λένε αλήθεια.
Αν ως καθαρά,
Διαχέουν αγάπη,
-δε σαπίζει η απλότητα.

Είναι δυνατή η επαφή.
Δεν κρατά η φύση,
τον εαυτό της, για την ίδια.

Φεύγει και έρχεται,
Σα την παρουσία του ανέμου,
Την έλλειψη του, να φοβάσαι.

Η έλλειψη της φύσης.

Αναρωτιέμαι αν πληγώθηκες εξίσου,
για κάθε τι, νεκρό,
Ανθρώπινο
ή δάσος,
Μετά από τόσες φωτιές,
στον τόπο σου.

Πόσο κάλυψε από σένα,
το αέναο,
μαύρο,
περιβραχιόνιο,
του πένθους.

Σα να τράβηξε κάποιος,
μαύρες γραμμές,
σε χάρτες ανθρώπινους.
Τρελοί που έβαψαν σκούρα,
μια περιοχή,
Με παραπλήσια ονόματα,
γεωγραφικά.

Ονόματα ανθρώπων,
Πρόσωπα ειδών.
Έλλειψη γέλιου. Ζωής.
Αισιοδοξίας.
Χωριά σε αποσύνθεση.
Κρατικός βραδύποδας,
Ανίκανος,
σε καθεστώς αχρωματοψίας.

οι άνθρωποι
αρνούνται να πενθήσουν.

Πως είπες;
Πρέπει να έχεις ελπίδα;

Αρνούνται να προβληματιστούν.
Ν’ ανοίξει ως ορίζοντας,
νέο θέλω,
Να αποδέχεσαι νόηση,
Σε ότι δεν συνομιλεί,
Σύμφωνα με το γλωσσικό σου, ιδίωμα.

Φορές ζηλεύω,
τα μοναχικά ταξίδια, της πανίδας,
Ανακαλύπτοντας αλήθεια,
μια παράξενη χαρά,

Να φεύγουν –να αλλάζουν παραστάσεις.
Να υφίστανται μόνο για τα ίδια.
Δυνατά ή αδύναμα.
Επιθετικά ή άδολα – απλά.

Ζηλεύω μια διαβίωση,
δίχως φιλτραρισμένα ένστικτα.
Κάθε τι, στον χρόνο του.
Μια γνώση από τη δασκάλα, γη,
Μεταφερόμενη.

Εγώ πάλι,
δεν έμαθα για το δικό της,
το σχολείο,
Δεν είχα ελεύθερο χρόνο.

Έπρεπε να στέκομαι στην άκρη,
Ανάμεσα σε ανθρώπινη, γειτονική, διαμάχη.
Στο καταφύγιο, ο καθένας,
Σπιτιού
ή ως στερημένος νους,
Όπου μόνο οι δυνατοί επιβιώνουν
Κείνων η γνώμη, αξίζει.
Να λιώσεις,
να διαφθείρεις.
Αγκάθια αφύσικα.
Καμία ανάγκη για παύση.


Η γη σου,
είναι κλειστοφοβική.

Μόνο εντύπωση.


Η φύση υπήρξε.
Σαν έρωτας ζωής.


Η φύση δεν απειλεί.

Αποστρέφεται την παράνοια.

Η φύση αγαπά τον άνθρωπο.
Η φύση αγαπά τη ζωή.

Σαν κύμα στη βροχή
Ενωμένος ο ουρανός, με τη γη.

Σαν έρωτας,
από θαλάσσια αλογάκια.

Ως κάλεσμα νεογέννητου,
Επιθυμώντας τροφή.
Φροντίδα. Αγάπη,
Που παρέχεται,
Δίχως διθυράμβους,
ή ανθρώπινα βραβεία, το απλό του βλέμμα.

Οι άνθρωποι επικοινωνούν
Με τίτλους που τσακώνονται.
Πατώντας στη ψυχή του άλλου.
Η φύση κάνει ησυχία, από μόνη της.


Τα φυσικά στοιχεία,
δεν είναι ιδιοκτησία, κανενός.
Σαρώνουν,
επαναδημιουργούν.
Σκορπίζονται.
Αβαρή
από ανεπιθύμητες προσμείξεις.

Μόνο ο άνθρωπος, μισεί,
τη φύση.
Άνθρωπος μισεί, άνθρωπο.
Καταστρέφει
οτιδήποτε γνωρίζει,
Πως απαγορεύεται να κλέψει.
Ποιος θα φανεί, ο λογικός της οικογένειας,
της γειτονιάς, του σύμπαντος!!!

Τρία θαυμαστικά.
όπως το μήνυμα.
Κάθε ανόητου που με επικήρυξε.
Κι εγώ κράτησα τον αριθμό κυκλοφορίας.
(χαμογελώ).




όρθιοι στύλοι

στην άκρη,
πλαϊνά της αλώβητης ασφάλτου,
-αργά απαγγέλλω-
Όρθιοι ακόμη,
Γυμνοί από καλώδια.

Ότι ενεργοποιούσε, (τρέχει τώρα η γλώσσα),
Τον ευφάνταστο,
Δυτικό πολιτισμό,
Που μόνο να πληρώνει φόρους
Ή να χαρίζει ψήφους,

Γνωρίζει.

Μια μυρουδιά, καμένου.
Οσμή πολέμου.
Πνιγερή ατμόσφαιρα,
Προεκλογικού αγώνα,
Πάνω στα αποκαΐδια.

Στην ΕΤ-3,
Μια αρκούδα, αφύσικα,
Ισορροπεί σ’ ένα κοντάρι,
πάνω από το έδαφος,
με τα δυό της, πίσω, πόδια.
Κάνει σκοινάκι, κιόλας!
Τι βασανιστήρια θα πέρασε.
Κοίτα να δεις!
Τώρα βαρά παλαμάκια.

Δυο γυναίκες, στο κοινό,
Παρθένες μόνο από τ’ αυτιά,
Όπως αρκετές φιλελεύθερες,
Εκεί έξω
Χαμογελούν, ηδονισμένες.
Ικανοποιημένες με το αφύσικο.
Μα τι να περιμένεις.
Ολοένα σε στύση οι ορμόνες τους.
Η …..ωριμότητα.


Μέρες και μέρες,
Τα καμένα χωριά,
δίχως ρεύμα.
ΟΛΟΙ παρακαλούν να βρέξει.
Αρχές Σεπτέμβρη.
Αν και έπρεπε να λυπηθεί, πρώτα,
ο ουρανός,

Τους προσεχώς,
Μη έχοντες,
ελπίδα.

όσο κι αν ορισμένοι,
Εθισμένοι,
στην ουτοπία τους,
Μιλήσουν: τα άγαμα παιδιά,
Που θα πάνε σε νέες πόλεις,
Θα βρούν εκεί, πρόσωπο,
Να νυμφευθούν!
(κοίτα να δεις τι ωραία που λύνει η μοίρα,
την ολοκλήρωση των ανθρώπων!).

Η καταστροφή του ενός,
Η χαρά του ενός
Όλα τα χρήματα των φιλεύσπλαχνων,
Σε προεκλογικούς αγώνες,
Καταθεμένα.
Σα τα βυζιά των γυναικών.
Κατά 85%,
Σε κοινή θέα.
(ας τα βγάλουν έξω, λοιπόν,
Αφού αυτή είναι η επιθυμία τους).

οι μη πουριτανοί.
Οι βολεμένοι, με κινητό.
Στις εκδηλώσεις τους,
σε φιέστες.

Μια ζωή μέσα στο ψέμα.
οι βαρετοί,
οι θαρραλέοι.
Οι ψευτοσυμπονητές,
που βγάζουν την υποχρέωση.

Η ζωή, πάντα, του άλλου.
Εκεί,
πίσω,
Μακριά.
Στα καμένα.

Στο βομβαρδισμένο τοπίο,
Το σαν από πυρηνικό μανιτάρι,
Κατεστραμμένο.

Καρβουνιασμένα αμάξια,
σταματημένα σε δρόμους.
Σπίτια,
που έσκασε η ζύμη τους,
Σαν από ώρες
ξεχασμένα στο φούρνο.

Μυριάδες κεραμίδια,
στη θέα του ουρανού,
Ενώνονται με το έδαφος,
Περιμένοντας τις πρώτες πλημμύρες.
Το πλιάτσικο.
Τη βοήθεια,
Κάθε κτήνους, πολιτικού,
Που βγάζει λόγο,

Στις κηδείες.

Ρίχνοντας κι άλλο λάδι,
στο πύρινο μέτωπο,
Που εκτείνεται ακόμη,
Ως εκεί που η σκέψη, κάθε πυροπαθή,
Φτάνει.

Χωρίς ρεύμα,
Δεν λειτουργούν τα αντλιοστάσια.
Χωρίς 3000 ευρώ, χάρισμα,
Τα ψηφοδέλτια της Νέας Δημοκρατίας.

Λες και οι πολιτικοί,
Είναι οι πρώτοι εξερευνητές,
Νέων ηπείρων.

Κοιτούν τα δόντια των “ιθαγενών”
Μονίμων κατοίκων.
Υπολογίζοντας
τι θα αρπάξουν,
χωρίς να φανεί η βία.

Η καταστροφή, πως προήλθε,
από μη φυσικά,
αίτια.

Σα να ‘ταν τα χρώματα της γης,
ο κάδος απορριμμάτων,
του πολιτισμένου, δυτικού, κόσμου:
Ανακατωμένα μίση, εθνικιστικά,
Ρατσιστικά,
Ταξικά,
Διεφθαρμένα.
Διεστραμμένα.

Σα να ‘ναι η γη,
Μια ψυχοπαθής, οντότητα,
που συνέτρεξε, ο
“γιατρός”
Να επαναφέρει,
στον ρόλο της, ως δούλα,
Π’ ανοίγει τα σκέλια, εύκολα,
Δίχως όχι. Μη.
ΠΑΨΕ ΤΟ ΒΙΑΣΜΟ ΜΟΥ.

Ένα νεκρικό εμβατήριο
στις καρδιές των ταπεινών,
Που καταπνίγουν την ευχή του κακού,
Προς τον εχθρό τους.
Περισσότερο για να μη τύχει στους ίδιους.

Αυτό είμαστε.

Ένα σμήνος αλλοφρόνων,
Που μπήκαμε εμπρός,
Να μην φαίνεται η φύση.

Η φύση είναι κλασσική μουσική,
Που κανείς δεν προτιμά.
Μόνο ελάχιστοι μυημένοι.
Εθισμένοι στο “ναρκωτικό”
Των οραμάτων της.

Οι υπόλοιποι,
Προτιμούν,
οτιδήποτε, ήδη, ταραγμένο,
Δικαιολογώντας, προφανώς,
ότι σαρώνεται,
ενόσω μισούν.

Η ησυχία.


Συνάντησα ένα μωρό,
Που μόλις περπατούσε:
Είδα να προτιμά το χώμα.
Δεν πατά,
δεν θέλει,
Τα έργα,
Που προκαλούν ασφυξία, στη γη.

Το είδα να συνομιλεί με τα δέντρα.
ονόματα άκουγα,
Είδη. Ιστορίες.

Κατόπιν σκοτείνιασε.
Ένα στόμα άνοιξε,
Κατάπιε το μωρό.
Για καλό ήτανε;
Για κακό;

Με το πρώτο φως,
Από πάνω,
μόνο καμένα.
Ζαλισμένα πουλιά,
Δάκρυα,
μόνο δάκρυα.

Εκεί που πριν
οι κότες
γεννούσαν ζωή.
Οι αγελάδες παρήγαν γάλα.
Κάθε τι, λεύτερο,
Αποδεχόταν τον εαυτό του,

Ανέπαφο.

Εκεί
που πριν,
θωρούσες μάτια λαμπερά,
Μες το σκοτάδι της νύχτας.
Ποτιζόταν η ψυχή,
Απ’ όσα δεν εξηγούσε,
κανένα λεξιλόγιο.

Εκεί που πριν,
ο άνεμος κουνούσε τα φύλλα,
Τους καρπούς.
Άλλαζε χρώματα, ποικιλίες,
Η ονομασία: φύση.

Η φύση υπήρξε
σε ορισμένες ταινίες,
Ντοκιμαντέρ, ευαίσθητα.

οι άνθρωποι,
με τ’ ακριβοθώρητα,
Κατασκευάσματα τους.
Καθόλου δροσεροί.
Σαν φλέβα γης,
που έσπασε,
βγαίνοντας στην επιφάνεια.

Ψυχρή,
σκληρή,
κακή,
Η ψυχή,
η καρδιά,
των ανθρώπων.

Δεν ακούνε,
κλασσική μουσική.
Μόνο στις διακοπές,
χρεώνονται τα χρώματα.
Του ουρανού
Τότε, εκείνα επιθυμούν.
Ενός ηλιοβασιλέματος.
Αμέσως κλείνονται σ’ ένα δωμάτιο,
Και βγάζουν τα μάτια τους.

Δεν γνωρίζουν, δεν θέλουν,
Καν,
την ευθύνη της μάνας,
ως πλάσμα,
Ζώο, φυτό, στη φύση.
Δεν σκύβουν ν’ αγγίξουν, ένα λουλούδι.
Που πήγαν τα συναισθήματα,
Σκύβω το κεφάλι.

Όλα η ευαίσθητη παρουσία, στη φύση, αφημένο.
Που επιλέγει να μην αγχώνεται.
Γιατί την καταπιέζεις;
Αφού κείνη, δεν απαξιώνει την παρουσία σου.

Άραγε τα ζώα,
ξεχωρίζουν τα χρώματα;

Τι μου κρύβουν;
Γιατί δε μου μιλούν,
πέρα από τα χρώματα;

Δεν ακούς, πια,
Φωνές καλωσορίσματος.
Ξύλα που κόβονται για το χειμώνα.
Οι νοικοκυρές δεν ζυμώνουν.
Δεν μυρίζεις, γίδια, προβατίνες.
Δεν δροσίζεσαι.

όλα τα σύνορα,
έπεσαν.
Ο πόνος είναι κοινός.
ο πόνος δεν είναι ιδιοκτησία,
κανενός.

Τον πόνο τον γνωρίζουν,
όσοι καταφανώς, αδικούνται.
Η φωτιά δεν κάθισε να συζητήσει.
Δεν συλλογίστηκε,
τι να σεβαστεί.
Το κακό δεν γνωρίζει τι σημαίνει ετούτο.

Στη φύση δεν υπάρχει,
Τίποτα άσχημο.
Κάθε ήχος, τρίξιμο,
Κίνηση, στάση,
Επαφή.
Η ζωή
δεν επιθυμεί την ίδια της, την ευθανασία.

Σα να μου φάνηκε,
πως είδα
δυο ντουζίνες κυνηγούς,
Να σκοτώνουν, πουλιά,
Γιατί λέει,
Τους κόβανε τον ήλιο.
Τα χρώματα του ουρανού.
Μόνο αυτά επιθυμούσανε.

Πάω συχνά, στη φύση,
Ν’ ακούσω τη συμφωνική της.
Θεέ μου τι αρμονία.
Συνεργασία,
Αρσενικών, θηλυκών, ειδών.
Μεις τα μπλέξαμε.
Κάηκε και η αρχαία Ολυμπία.
Διαρκώς, καρπαζοεισπράκτορες.

Τι τείχη να υψώσω.
Σε ποιες περιοχές,
να υψώσω τείχη.
Μάθανε, όμως, μάτια μου, οι άνθρωποι,
Να πετούν.
Φορτισμένοι σε μηχανικούς ήχους.
Δεν πλησίασαν καν,
όμορφους κήπους.

Τι αξία, έχουν τα λουλούδια,
η κλασσική τους,
μουσική.
Χάθηκα σ’ εκείνο το όνειρο,
όμως με περιμένανε εκπλήξεις:

Κοκκίνισε ο ήλιος.
οι καπνοί πνίξανε τον ουρανό.
Μια σκιά έπεσε στη γη.
Πλάκωσε μια δυσθεώρητη, φοβία.
Μη χάσουν οι άνθρωποι,
Τα πολύτιμα κτίσματα.
Τα περιουσιακά τους, στοιχεία.
Οτιδήποτε μηχανικό, δημιουργεί
κλίμα ασφάλειας….

Μια πόλη,
που σαν εμετός, απλώθηκε,
όπου προσωρινά, επιτρεπόταν.

Κατόπιν,
Στα δάση πιάσανε δουλειά, οι καταπατητές.
Οι οικοπεδοφάγοι,
Σαν μια άλλοτε, εκστρατεία,
ανακάλυψης,
Της ηπειρωτικής “Αμερικής”.
Ζητήσανε ήδη,
Τα καλύτερα εδάφη.

Δυστυχώς η γη
Δεν αρνείται να καρπίσει,
ενόσω την αρπάζουν.
Το φως δεν λέει: Εκεί θα αφήσω, σκοτάδι.
Η βροχή δε φεύγει,
σα να τη φυσά ένα στόμα.
Τα πουλιά,
σταμάτησαν στην κλεμμένη γη,

Επειδή στη ποικιλία, ως φύση, της γης,
Κυριαρχεί,
Εξαιρετικά αληθινή,
Δημοκρατία.

Χίλιοι ζωγράφοι,
τρέξανε,
Να τη ρίξουν στο χαρτί.
Να προλάβουν τα χρώματα.
Οι μύωπες,
Να δουν,
τούτο το όραμα.

Μήπως κινητοποιηθούν.
Εξεγερθούν.

Βαρεμάρα είχε πέσει.
Απάθεια. Καμια ανακύκλωση.
Παντρεύτηκαν αυτοί.
Κανείς πια, δεν δικαιούται,
να τους καταπιέζει.
(κοπανάναι τα ζωντόβολα, του γείτονα,
τα τείχια,
λες και θέλουν να ρίξουν τα ..σύνορα).
ο άλλος ο παπάρας, απέναντι,
συζητά με το κινητό του, στο μπαλκόνι, ως τα μεσάνυχτα.
Με το πιο σημαντικό πρόσωπο της ζωής του…
Πρέπει να ακούσεις πως μιλάει: σαν ομοφυλόφιλος!

Είπα να καταδυθώ.
Να μην τους ακούω.
Χαμένος μες το σμήνος,
αναρίθμητων υδρόβιων οργανισμών.
Στη δική τους δημοκρατία,
Ενόσω τα δίχτυα,
δεν τη ταράζουν.

Φώτισα κάτι κοράλλια.
Κοίτα να δεις
που έως εδώ κάτω,
Τα χρώματα γεννιούνται,
αθέατα.

Με περίμενε μια καρέτα, καρέτα.
Άραγε ο βυθός έχει άρωμα;
Θα μου φτάσει το οξυγόνο;
Πως καταφέρνει η γη,
να μην απορροφά,
τόσο νερό;

Κάτι ανατάραξε τον βυθό.
Ομίχλη από ανακατεμένη,
Αιωρούμενη άμμο,
διέλυσε το θέλω των αποριών.
Της λογικής του δίποδου.

Πάνε για ύπνο τα ψάρια;
Ρώτησα τη φώκια,
Που θέλησε
Να με παρασύρει στο παιχνίδι της.

Πως θα πάμε, λίγο νερό,
Στα καμένα;

Στο διάβα μου συνάντησα ένα ναυάγιο,
Στο οποίο τα ψάρια,
Κάμανε κατάληψη.
Άφησα το φυσικό φως,
Να με καλέσει στην επιφάνεια.

Όπου μόνο η πολυλογία των ανθρώπων,
Έχει αξία.
Εκτός από εκείνη των συναισθημάτων.

Κραυγές εσωτερικής απόγνωσης,
Σα να καίγεται κάτι.
Συντροφικά με τους κόπους μιας ζωής,
Που η φωτιά, ολοένα έγλυφε,
με μανία.
Κει όπου το μάτι άλλοτε, ξεκουραζόταν,
από το πράσινο.

Μια αγάπη για τη φύση,
που λες: υπήρξε.

Άραγε κάηκαν οι μυρμηγκοφωλιές;
Τα λαγούμια.
Η σκιά, τι χρώμα έχει;
Η χαρά. Η ελευθερία.
Γιατί δεν αφήνουν τη γη, ήσυχη.

Πως θα φέρω τόσα νερά,
Να δροσίσω
Το έδαφος που καίγεται.
Τον ίδιο μου τον νου,
Τον πόνο των κατοίκων.

Ντουζίνες, νεκρών.
Ποια σώματα είναι πιο σημαντικά.

Απέστρεψα το βλέμμα από το γραπτό.
Έκαμε ανυπόφορη ζέστη, σας λέω.
Μύριζε ο ιδρώτας μου, αποφορά καμένου.
Λόγια παχιά.
Λόγια που δεν κατεύναζαν
Κάθε καμένο, τώρα.
(εσωτερικό ή …ρεαλιστικό)

Δώσε εσύ, το τέλος.
Τον καρπό να θυμηθείς.
Το σχήμα του.
Άσε την ονομασία.
Άσε κάτι στη φύση.

Γεράσιμος Μηνάς 2007

0 Comments:

Post a Comment

<< Home