Το Blog της αγάπης

Αγάπη για ποίηση και για άξια αξιοπρέπεια στις γυναίκες

Tuesday, April 01, 2008

Ο μοναχικός άνθρωπος

κάθεται στο δικό του,
το παγκάκι,
Αμέριμνος για ότι τελείται, γύρω.

Έχει τις παλάμες του,
σταυρωμένες, στα γόνατα.
ο μοναχικός άνθρωπος,

μπορεί να είναι μόνο
άντρας.
Μόνος του,

Αναμεταξύ
απείρου αριθμού,
ζωής.

Φυτεύτηκε σε αυτό το παγκάκι.
Σα μάτια ζώου,
πίσω από σίδερα.

Ειλικρινής με ότι είναι.
Σαφώς!
Κάθε πίνακας,

που αγνοείς
Τι αναπαριστά,
Βαπτίζοντας πρόχειρη,

Κάθε μοντέρνα, τέχνη.
Λόγος που ξεστομίζεται, εμπρός
σε τυχαίο πέρασμα, κάποιου,

Ενόσω τσακώνονται, δύο,
Αν θα φανεί στην πράξη,
ο όρος ελευθερία.

Στην πράξη,
καθετί, γύρω,
Ξεκολλημένο στη ζωή,

Από περιοδικού, σελίδα
Ή τέλειας εικόνας,
Προβαλλόμενων οπτικών, καρέ.

Σαν την ευγένεια, τρίτου προσώπου,
Αντικαθιστώντας προσωπικές σχέσεις,
οικογενειακού ενδιαφέροντος.

Σαφώς ένας γνωστός, μόνο,
σε σπάνια συγκυρία-διακλάδωση,
αδυνατεί να ελέγξει.

Να βάψει με έντονα χρώματα,
Κείνο το μοναχικό παγκάκι,
Γιατί ποιος σήμερα,

Ξοδεύει,
Για να ‘χεις, εσύ,
Αξιοπρέπεια;

Στο πρόσωπο
που εκδηλώνεται η λύπη,
Η συμφορά να είσαι άνθρωπος.

Αλλοδαπός
με την ίδια σου την εγχώρια,
ψυχή.

προτιμότερη η μίμηση κινήσεων
που προκαλούν γέλιο,
Παρά να πεις: είμαι μόνος.

Σε συνεστιάσεις, μόνο ζευγάρια έρχονται,
Κανενός η υποτιμητική παρουσία,
Ως μονήρης.

ο μοναχικός άνθρωπος είναι αγύμναστος
Με στάση-σκέψη,
Προς την ανορεξία.

Τιμωρία επερχόμενη, η απαξίωση για τροφή.
Ενόσω προσπερνούν, οι περαστικοί, την ιδιοκτησία,
Κοιτώντας συνεχόμενα, ότι ποτέ δεν θα κρατήσουν,

Φύλο προς φύλο.
Ιδέα ή σκέψη.
Φεύγουν να παραδεχτούν, κάπου μόνοι,

το στάδιο της αποξένωσης.
Μα εκείνος βρίσκεται εκεί.
Είμαι εδώ, δηλώνει η μοναξιά του.

Στο παγκάκι το μοναχικό,
που το πήρε πάνω του.
Κι όλο το μεταφέρει,

Δίχως στάση’
Τα δόντια του είναι κίτρινα.
Πρέπει ξανά να πληρώσει.

θα δει κινούμενα σχέδια,
που δεν τον πληγώνουν.
θα δει τους τοίχους.

Ως τη προστασία
Όλων των υπολοίπων.
θα σου μιλήσει, μόνο αν πεινά.

θ’ αποκαλύψει για τον εαυτό του,
Τη λύπη στα πρόσωπα,
όλων, γύρω του.

Ανήμποροι όλοι.
Ψυχές, όλοι.
Τυφλοί, κουφοί, αισθητήρια μπουκωμένα.

Αιωνιότητα η ιδιοκτησία της μοναξιάς.
Σύντομα θα τελειώσουν οι παροχές,
Μόνος του, μέσα του, αν το επιθυμεί, συζητά.

Ελπίζοντας σε ένα θαύμα
Με ξένες φωνές,
που είναι απλά, οι ψυχές των άλλων.

Ξαφνικά τον ακούς να γελά.
Τρώει πατατάκια.
Απλά είμαι παρεξηγημένος, μιλά.

Κρατώντας το ακουστικό
σε κάποιο καρτοτηλέφωνο.
Μήπως του πουν: καλοσώρισες.

Πόση αγάπη απαιτείται,
Ώστε οι όροι των σοφών,
Να δουν τα επιτεύγματα τους,

Γιατί κάποιος πρέπει να καθαρίζει τα παγκάκια.
Από μικρές αλήθειες.
Τίποτα πιο ασήμαντο

απ’ το να έχεις δίκιο.
Σαν έτοιμο φαγητό
που αγοράζεις.

Αναρωτιέται τώρα,
αν η νοσοκόμα με το ελαφρύ χέρι,
-εφοδιάζοντας αντιτετανικό ορό-

Είναι ικανή,
Να αλαφρύνει,
τις πρώτες φράσεις

Ή μένεις με το, ή
Γιατί ένα θηλυκό
Δεν είναι ποτέ, μόνη.

Αν είναι δυνατόν, γυναίκα όπου βρεθεί,
Να φλερτάρει χωρίς παύση,
Πουκάμισα

Που δεν φόραγε, μόνιμα, ποτέ.
Της βρωμάνε, των μοναχικών.
Γεννά μια έκφραση αηδίας,

Και πάει να φλερτάρει,
σα να ‘ναι κάθε μέρα,
Περίοδος Χριστουγέννων,

Να λαβαίνει η γυναίκα,
δώρα,
Ενώ δεν της αξίζουν.

Σα τα παιδιά
που μιμούνται τη συμπεριφορά των
φαινομενικά ενηλίκων.

Ευκίνητος ο άνθρωπος
στη διακίνηση χρημάτων,
Εκτός απ’ το να μη μισεί

τους κατώτερους του.
Το ακέφαλο καθισμένο σώμα,
στο παγκάκι.

Τίτλος σε καθετί:
Πατέρας, υπηρέτρια,
Φωνές με ονοματεπώνυμο.

Σαν τον φυλακισμένο γορίλα,
που χόρευε, κάνοντας πιρουέτες,
Γλιστρώντας επίσης, στο σφουγγαρισμένο, μόλις, κελί.

Η κοινωνικότητα είναι σα να ανοίγεις τα δώρα,
τα δώρα κάποιου άλλου,
Ενώ δεν χαρίστηκαν σε εσένα.

όπως τα καλοδιαλεγμένα γραφικά,
Οι ιστορίες που φουσκώνουν το κεφάλι,
Ωσότου να σε ρίξουν απ’ το κεφαλόσκαλο.

Μη πεις: αγαπώ ότι μου ταιριάζει.
Μη δεις τα μάτια σου και τα δεχθείς.
Στο ακέφαλο σώμα.

Στα λέω τώρα, μιλά από μέσα του,
Μήπως ακούσουν μόνο όσοι διαθέτουν
υπερφυσική ικανότητα,

Να γίνονται αληθινοί φίλοι’
Ξαλάφρωσε η καρδιά
τον πόνο

στο χαρτί,
που νεκρό ήδη –ως πριν, δέντρο-
Αντέχει πλέον, τα πάντα.

Μη παραπονιέσαι γιατί δεν νοιάζονται,
ακούστηκε η βάρβαρη αύρα,
του πολιτισμού

που έχουνε χτίσει.
Όλα διατίθενται σήμερα, σε νάιλον, πλαστικό,
Να μη λερώνονται τα χέρια.

Ίσως ο άνθρωπος να είναι
άνθρωπος,
Μόνο σαββατοκύριακα.

Ίσως να διακόπτει,
Ενόσω τον αφήνουν ήσυχο
-τριτοκοσμικές, εκόνες:

Το παγκάκι.
ότι αναπνέει, κτυπά η καρδιά του.
Ασταμάτητα.

Να μιλάς πάντα, με σωστή γραμματική.
Ακόμη και στη σκέψη σου.
Θαρρώ είναι απαράβατος όρος.

Σα να λέμε: περίμενε να αγοράσεις, μόνος σου,
μια τακτοποιημένη, οικο-διακόσμηση,
στην εποχή ενός διαφημιζόμενου πλούτου,

κι ανέσεων εγωιστικών,
Γιατί χωρίς χρήμα,
Τίποτα δεν κινείται. Δε παίρνει μπρος.

ο κόσμος.
Δίχως συμβουλές,
μοναχικών.

Σα να προσπαθείς να πληγώσεις
έναν χοντρό κορμό, δέντρου,
με τα δόντια σου, μόνο.

- * -

Τι μπορείς να δεις, πίσω από μια κουρτίνα.
Ίσως είναι ο ίδιος σου ο εαυτός,
που φοβάσαι.

(Όλα όσα βλέπεις,
κι αυτόματα, γίνονται φράσεις,
σε κάποιο ανυπόμονο, ποίημα).

Όταν κοιτάς έναν μοναχικό άντρα,
Κοιτάς, μόνο,
Αν καθάρισε τα αυτιά του. Γελάς ειρωνικά.

Χαιρέκακη η γνώμη σου.
Ούτε καν ακουμπά το παγκάκι.
Λείπει χώρος για ψεύτικο πόνο.

Απογευματίζει.
Κάτι στάζει στο μπάνιο.
Τόσα νιάτα, πάντα, εκεί έξω.

Πλησιάζει το θηρίο της μοναξιάς.
Κρατά στα χέρια, το κεφάλι.
Κάνει λάθος. Βιδώνει αντίστροφα. Είναι δυνατόν;

Το κεφάλι κοιτά μια πλάτη.
Το ρούχο που τη καλύπτει.
Τον τοίχο που δεν ακουμπά.

Η ζωή δεν είναι για τους δειλούς:
πρέπει
να πεθαίνουν.

Κάψτε τα παγκάκια!
Μην αφήνετε να σας παρασύρει
η αδυναμία τους.

Η μοναξιά πρέπει να συνοδεύεται από χρήμα.
Πληρώνεις μια γραμμή πορνό,
όπου σε δέχονται όπως είσαι.

Το φυσικό φως, χαμηλώνει.
Οι άγριοι χαίρονται κατά ένα, δικό, τρόπο.
Γεννητικά όργανα προετοιμάζονται προς συνουσία.

Τούτο το κρέας κι αν κοπεί,
δεν φτάνει ούτε για…
Σκέψου το χρήμα. Όσους αφεντεύουν.

Είναι κι ο αέρας, γι’ αυτούς,
εμπορεύσιμος:
Ανέπνεε μόνο αν εργάζεσαι,

Το παγκάκι είναι για τους αξιολύπητους.
Δεν το ελέγχουν, γι’ αυτό.
Με το ζόρι τίποτα δεν γίνεται.

Μόνο τα έτοιμα δεν αντιδρούν.
όσα πωλούνται εκεί απέναντι.
Δεν υπάρχουν μοναχικοί άνθρωποι.

οι συμβουλές μας,
Αναρρώνουν την αρρώστια αυτή,
Σε κάποιο σπίτι, κρυμμένη.

Σα σε καύκαλο γιγάντιας χελώνας.
Σπίτι και πλάσμα, ένα και το αυτό.
Σπάνιες προσωπικότητες.

- * -

Το ηλιοβασίλεμα
θα βρίσκεται ξανά,
πίσω από τις διπλανές πολυκατοικίες.

Πίσω από επόμενες,
Σειρές ατελείωτες,
Ώσπου κάποιοι τυχεροί,

Κατηφορίζοντας η γη,
Δούνε τα χρώματα,
Δωρεάν όπως είναι πάντοτε.

Αν αντέξεις τη μοναχικότητα τους.
Σαφώς όπως αρνείσαι το καλό
Ή τα πρόσωπα

που ίσως βοηθήσουν,
Να βάψεις με νέο χρώμα,
κείνο το παγκάκι.

Εκτός από τι σκέψεις ενός μοναχικού άντρα.
Μη τις γνωρίζεις.
Δε σ’ αρέσουν αυτά τα ποιήματα.

Τόσα
που χαρτί δε τα είδε,
Δεν τα ενημέρωσε, κανένα χέρι,

Μοναχικού.
Γιατί είναι βαρύ το βλέμμα.
Σα φέρσιμο, αγενές, άστεγου,

Που απορείς: γιατί αρνούνται, βοήθεια.
Γιατί αρνείσαι το άρωμα
που σ’ αρέσει να μυρίζεις.

(Όπως οι σπανιότατες, σπανιότερα σπάνιες, σπάνια,
στιγμές,
που μια γυναίκα, σχεδόν φορές,

Ακουμπά, πάνω σου, όρθιοι, -ξαφνικά-
Στο λεωφορείο
που κλυδωνίζεται στις λακκούβες.

Ως αναπλήρωση! της ζωής,
για το φυσιολογικό
που σου λείπει,

Να σε συντροφεύει μια γυναίκα,
Που επιθυμία της είναι να σε αγγίζει,
Τρυφερά).

Σ’ ενοχλεί, αλήθεια,
Τόση αλήθεια.
Εξάλλου σε πόλη, ζούμε.

Σα να μην αποκαλύφθηκε, ποτέ,
Κείνο το πλευρό.
Τι ήταν το τώρα και πως άλλαξε.

Άλλαξε;‘
Είναι πιο χαρούμενο το χάραμα;
οι μοναχικοί δεν έχουν γονείς.

Οι μοναχικοί είναι μόνο άντρες.
Οι μοναχικοί είναι η φωτοτυπία,
που τσαλακώνεις, στην τσέπη τοποθετείς.

Χωρίς σεβασμό’
Οι μοναχικοί είναι οικογένεια από μόνοι τους.
Οι μοναχικοί δικάστηκαν,

Μόνοι τους.
οι φωνές των γειτόνων,
φοβίζουν τόσο.

ο μοναχικός επικοινωνεί,
όπως ο σκύλος στο μπαλκόνι,
Με άλλον, σε διαφορετικό οικοδομικό, τετράγωνο,

που ούτε καν, βλέπει.
«Αναρωτιέμαι τι λένε».
ο άντρας ανάβει το φως,

Και κάπου, μόνος, σκέπτεται,
Τι να ‘ναι αυτό, να προκαλέσω κι εγώ,
Να γίνω διάσημος στη γειτονιά.

Προσκαλεί όλο το ρεύμα των τοίχων,
Ως ενέργεια που του έλειπε,
Κι ύστερα, αμέσως,

Καταπίνει.
Να πάρει θάρρος,
Ν’ αρμέξει την γελάδα της ζωής,

Μα τη βυζαίνουν, τόσοι πολλοί,
Που ξέχασε κι αυτή, το όνομα της.
Αποτρέλανε. θέλει να ξεφύγει.


ο μοναχικός δεν θα βγει, βράδυ Παρασκευής
Σαββατοκύριακου,
Μήπως και συναντήσει καλοντυμένους ανθρώπους,

Που πάνε σινεμά.
Καλύπτουν αποστάσεις σε πεζοδρόμια.
Παρατηρείς χαρά στα πρόσωπα τους.

όχι, δε θα βγει αυτός.
Τίποτα προσωπικό, πια, δεν κρύβεται.
Κείνοι που στράγγιξαν την αγελάδα.

ο μοναχικός ακούει τα σκυλιά,
Έντονα να καλούν το ένα το άλλο ή να μαλώνουν.
Τ’ ακούει,

Ενόσω στον ουρανό
αρχίζουν να φαίνονται οι πλανήτες
Και οι μακρινοί γαλαξίες.

ο μοναχικός δεν κάθεται στο μπαλκόνι,
ούτε το καθαρίζει.
“Φορά” μουσουλμανικό μανδύα,

τύπου, μοναχικού,
που είναι και στη μόδα,
Μα κανείς δεν το παραδέχεται δημόσια.

Μήπως κρύψει, ατέλειες του,
Που τον οδήγησαν,
Εμπρός στα ψηλά τείχη του κάστρου τους.

Αναρωτιέται,
αν οι πόρνες στη γραμμή,
τον κατανοούν.

Εξακολουθεί να φαντάζεται’
Βαρέθηκε το σέξ τους, της απλυσιά,
Το θόρυβο, την ηρεμία, τα πρέπει, τα μη

Που τον αποδιώχνουν,
Από ένα μακάβριο τέλος
Που θα έλυνε το πρόβλημα.

Τον είδαν ως πρόβλημα.
Τον θέλανε όμως, ορισμένοι δικοί του,
Γιατί το να μην τους μιλά,

Τους μετέτρεπε σε υποδεέστερους, από άλλους
Που τα έχουν όλα.
Εκτός από ειλικρίνεια.

Ο άντρας συλλογίζεται αν πρέπει να βγει:
Να πέσει στις ρόδες, τροχοφόρου οχήματος,
ή να αυτοκτονήσει χωρίς να το κοινοποιήσει.

Οραματίζεται αγορές.
Τον χαρακτήρα που δεν είναι.
Το κρέας του

που δε θα φάει
καμιά γυναίκα.
-ευτυχώς.

Σηκώνεται να ξυριστεί.
Μπάνιο άλλη ημέρα.
Δεν τον κάλεσαν για σέξ.

Τα γράφει αυτά δίχως κατάρες.
Τα γράφει.
Μόνο.

Μήπως αισθανθεί σπουδαίος
Που γέννησε ιδιαίτερης έμπνευσης,
Στίχους.

Μια ξαφνική στο σβέρκο καρπαζιά,
Γέννησε τη θλίψη,
Μέσα στην οποία, μόνο, επιτρεπόταν, αυτός, να κολυμπά.

θα γράψεις και άλλο;
Φαντάζει ανούσιο, απάντησε,
κι έπεσε να κοιμηθεί. Από τις 6 το απόγευμα. Χειμώνας.

Να καυχηθεί τον ευαίσθητο.
Πάει να κατουρήσει’
Υπάρχει;

Γεράσιμος Μηνάς 2007

0 Comments:

Post a Comment

<< Home