Το Blog της αγάπης

Αγάπη για ποίηση και για άξια αξιοπρέπεια στις γυναίκες

Tuesday, April 01, 2008

Ο εαυτός μου

Δεν μπορώ να βρω την πρώτη φράση.

Με τι ν’ αστειευτώ.

Τι απ’ όλα, να σου κρύψω.

Ποιες λέξεις θα μιλήσουν μέσα σου,

Ως φανταχτερές εκπλήξεις,

Με βάση ένα προφίλ,

Που όμως δεν γνωρίζεις,

Ποια πλευρά του σε κοιτάζει.

Σε μια πόλη, τη νύχτα,

που οι πρώτες συννεφιές του Φθινοπώρου,

υγραίνουν τους δρόμους,

αντανακλώντας ένα είδωλο

που περπατά,

Με μη καθορισμένη πορεία,

Μη κοιτώντας τις βιτρίνες,

Αφού αντικρίζει τον ιδιοκτήτη του.

Μια πόλη,

που εκτιμάει μόνο,

μια χούφτα ανθρώπων,

Ικανοί να ζουν

Με τον φόβο των άλλων

Ενόσω εκείνοι –οι άλλοι- επικεντρώνονται στη δική τους βιτρίνα.

Ποιο φως, ποια βαθμίδα,

θα προκαλέσει θαυμασμό ή έκπληξη.

Ετούτος ο αέρας,

Καταναλώνεται τόσο άσκοπα,

Που δεν προλαβαίνεις,

πού να κοιτάξεις.

Συζητώντας με τις αδυναμίες σου

Με τα πρέπει.

Το τώρα που βρίσκεται ήδη σε τροχιά

-πότε θα περάσει

θα το ξεχωρίσεις;

Θα έχει φροντίσει για σένα,

όσο εσύ, ξεχνάς, εσένα.

Αναστενάζοντας σαν ωράριο.

Ενόσω βαριέσαι να μιλήσεις.

ΓΙΑ ΣΕΝΑ.

Εδώ.

Όσο οι φασαριόζοι στο Λεκανοπέδιο

Κοιμούνται.

-που ούτε το τζάμι δεν άνοιγες έως πριν λίγες ώρες, γι’ αέρα.

Τέτοιες ώρες,

Ενόσω αναρωτιέσαι,

Αν είναι ο άνθρωπος,

Κάτι πέρα από το σώμα.

-Μια μηχανή με ανανεώσιμες πηγές,

Ενέργειας.

Με κέντρο,

Κάποια πνευμόνια

-φουσκώνει

Αποδυναμώνεται

Τροφοδοτείται,

Επηρεάζεται.

Καταναλώνει πόρους,

όρους και ασφάλεια.

Τώρα,

που κανείς δεν βλέπει το χαμόγελο μου.

Ποια πλευρά,

Φωτίζεται.

Άλλος ένας άνθρωπος.

Μία ακόμη ύπαρξη.

Σαν πλανόδιος μουσικός

Ή σαν άγνωστος φίλος.

Μιλώ τώρα.

Που κανείς δεν ελέγχει τη ζωή μου.

Παρά μόνο το ηλεκτρικό

και τα στιβαρά ντουβάρια.

Τώρα.

Που η όρεξη μου επανέρχεται,

Ξεχνώντας επιδεικτικά, τον ύπνο

Επειδή απλά,

Επιθυμεί να ξεκουράσει το σώμα,

Ωσότου το πνεύμα θυμηθεί,

τη συντήρηση του.

Τώρα,

που η γυάλινη παλλακίδα,

Τρεμοσβήνει σαν νέον,

Τονίζοντας,

Το κουρασμένο πρόσωπο.

Από ελάχιστες αλήθειες.

Τι έκπληξη,

Ν’ αποκαλείς τον άλλο,

Στον ενικό,

Σα να ‘ναι εσύ,

Μα διαφέρουμε τόσο.

Ως πράξη

-επειδή οι σκέψεις, κυκλοφορούν,

Δίχως λογοκρισία.

Κανείς δεν με ξέρει,

Όπως ο ίδιος.

Το εύρος της απελπισίας,

Δυνατοτήτων.

Εναπομείναντος χρόνου

Έλξης, λόγω φωνής

Μεγέθους φακέλου,

Λόγω αποθήκευσης.

Σαν πίσω από κλειστό τζάμι.

Ν’ αποφεύγεις συγκεκριμένες χροιές.

Ή διαλέκτους..

Ή την ίδια την ζωή

Παλεύοντας, φορές μόνο,

Να τη ζουλήξεις σε συγκεκριμένα μέτρα,

Μα εκείνη φουσκώνει,

Και χάνεται.

Τώρα,

που το δέρμα μου, ζητά

κάτι θερμότερο,

Από ένα χλιαρό ντους.

Άραγε,

αλλάζει σιγά – σιγά, η όρεξη των ανθρώπων.

Φορές, είμαστε

Σαν εκρήξεις

Υποθαλάσσιων ηφαιστείων.

Ιδίως τώρα,

που μας βάζουν να δουλεύουμε εξαντλητικά

χειρότερα και από βόδι που οργώνει

-να μαθαίνουμε από τώρα,

κάθε τρίτη μέρα, Φασολάδα,

Με μπόλικο λεμόνι.

Να κατεβαίνει.

Η ζωή δεν έχει πια, Λάσσυ.

Η ζωή κλαίει,

όπως τ’ αραγμένα πετρελαιοφόρα

στον Αργοσαρωνικό.

Τώρα,

Που οι πρώτες δροσιές,

Απαλύνουν τον αέρα

-κάπου μακρύτερα,

αστράφτουν οι πρώτες βροντές.

Τώρα,

που μοιράζω σε μισό-μισό,

Παγωμένο και ζεστό,

Το νερό, στην κανάτα.

Τώρα,

που το κλιματιστικό,

Ξεκινά να παίρνει ρεπό.

Πέρασε το καλοκαίρι,

Χωρίς να δω –από κοντά-

Τη θάλασσα.

Λόγω βάρους

ή ξεπεσμένης ηθικής.

Οι άνθρωποι έχουν ανάγκη

Κάπου, να πηγαίνουν. Να δραπετεύουν.

Πολύ φυσικά. Όχι με άγχος,

θα μας πάρουν τα χρόνια.

Κάποιοι προτιμούν την ψίχα του ψωμιού,

Άλλοι όμως,

Εξίσου,

το σκληρό καλούπι.

Είμαι

όπως τα σχήματα

οι ήχοι,

Τα χρώματα,

που δεν επιλέγω.

Όλοι κάτι “ντυνόμαστε”,

Ηθοποιοί

Κυρίως όμως,

Πρωταγωνιστές.

Είμαι

όπως το βαθύ μπλέ της θάλασσας,

όπως το φως

που ανοίγει,

Διαβαίνοντας εξωτερικά.

Έλα να πατήσεις παραλιακά μου.

Προσέχοντας τις πέτρες.

Μερικές κόβουν.

Τα καλά μου στοιχεία,

Δεν έχουν αλλάξει ονομασία.

Σε αντίθεση με τις χώρες,

που τις μοιράζουν,

Έπειτα από έναν ηθελημένο πόλεμο.

Θα σου μάθω την ξένη γλώσσα του είναι μου.

Δεν απαιτούνται,

Ακουστικά,

Ή προσπάθεια επανάληψης.

Φορές,

Η θύμηση των δικών μου προσώπων,

Ενόσω, νέοι,

Περπατούσαν σε πραγματικά, ξύλινα πατώματα,

Εντείνει, ορισμένες άμυνες.

Είμαι ένα ξυπόλητο παιδί.

Θα ‘θελα,

ο άνθρωπος –ως συμπεριφορά-

Να ‘χε την τελειότητα της φύσης.

(Την οπτική της τελειότητα;)

«Όχι.

Την ουσιαστική της τελειότητα».

(Όπως κατασπαράζει το δυνατό ζώο,

το αδύνατο,

Για να κυριαρχεί η ισορροπία;)

«Η φύση είναι ο σοφός μας πρόγονος».

(Γιατί πλέον,

Έχει πεθάνει;)

«Όπου να ‘ναι».

Σήμερα ο αέρας,

Μυρίζει Άγναντα.

Θυμίζει τα μακαρόνια με κιμά, που τρώγαμε,

μέχρι ν’ αλλάξουμε λεωφορείο.

Τώρα που φθινοπώριασε,

Αισθάνομαι ταπεινωμένος.

Αν και θα ‘πρεπε να χαίρομαι,

που δεν έχω όρεξη για ζωή.

Εκτός και αν οφείλεται σε ονειρώξεις.

(προς τιμωρία και συμμόρφωση).

Φαντάσου να με πούνε, εμένα, κάποτε,

κοινωνικό.

«Έχεις δει, ποτέ,

Τίγρη,

Να βουτάει σε νερά;»

Έχεις δει τα φωτεινά πλάσματα της αβύσσου,

Να κατευθύνονται στην επιφάνεια;

Αν και δεν ακούγεται πολύ καλό

-χαμογελώ.

Πάντα έλεγα,

πως ορισμένα πράγματα είναι για τους άλλους

Και να,

που κάθε φορά,

επαληθεύομαι.

Ναι,

Μου αρέσει η γκρίνια.

Εκτονώνομαι.

Πάντα θα είμαι αντιδραστικός.

«Διαφορετικά δεν θα έγραφα»

(Αφού δε ζεις)

Τα προβλήματα σου,

ζήτα,

Να τα λύσεις ο ίδιος.

Αυτό μάλλον θα σημαίνει:

Μην στηρίζεσαι σε ανθρώπους.

Η ζωή,

Δεν έχει, πλέον, Λάσσυ.

(Υπάρχουν κι άνθρωποι,

που δεν περιμένουν το τέλος του κόσμου.

Μοιάσε τους).

Φορές, οι πράξεις μας,

είναι,

Σαν ένα μεγάλο πλοίο,

που ξεχάστηκε,

Να φύγει, λόγω άμπωτης,

Βλέποντας πλέον, καθαρά,

Τα βράχια στο βυθό,

-όπου να ‘ναι,

θα ξεκινήσει να γέρνει, προς μια πλευρά.

Η άμπωτη είναι η ζωή που φεύγει.

Οι ευκαιρίες,

-ενόσω εξαντλούνται.

Η σωστή πλοήγηση.

Ο ούριος άνεμος.

Πόσες φορές φύσηξε στο σβέρκο μου

Μα ήτανε ζεστός,

Σα καλοκαίρι.

Σα λήθαργος

Ή καζάνι που έβραζε.

Όλο λέμε: Αν δεν ήμουν

Ένα μοναχικό φύλλο,

πεταμένο στην άσφαλτο.

Αν η παλίρροια

Είχε εκπλήξεις.

-παλίρροια είναι,

Η πίστη μας

Στην αλλαγή του καιρού,

Προς αποφυγή

Εξαντλητικών μουσώνων

Οι οποίοι πονούν

Σαν κρεβάτι,

Δίχως λαδωμένες σούστες.

Όποιος δε μπορεί,

ούτε να πάει να δει τη θάλασσα,

Είναι όπως οι άποροι,

που δεν έχουν να φάνε.

Φορές,

η νοσταλγία,

Με οδηγεί σε άλλες πόλεις.

Μόνο να τις κοιτάω.

Σε ένα ύψωμα,

καθισμένος.

Να βαπτίζεται ξανά, γέρνοντας, ο ήλιος,

Μέσα στη θάλασσα,

Κι έπειτα,

αυτόματα,

Να βρεθώ στο κρεβάτι μου.

Πρέπει να δεχόμαστε

-θυμούμενοι-

Τον εαυτό μας, όπως ήταν.

Η άγνοια ήταν η αιτία

(των σημερινών σου προβλημάτων;)

«Τα σκυλιά,

δε μένουν, ποτέ, πάντοτε, ήρεμα».

Ο εαυτός μου,

Είναι δικό μου δημιούργημα.

Ο άνθρωπος έχει ανάγκη ν’ ακούει,

πως μπορεί και αγαπιέται.

Σαν κήπος με λουλούδια,

που κάποιος, φροντίζει,

Ν’ αποφεύγονται οι περιπέτειες.

Όπως στη Νέα Ορλεάνη.

Γιατί λες, πως τιμωρήθηκαν.

Γιατί, πια, τόση απονιά.

Κάποτε καταλήγεις,

Να γίνεις ειδήμων,

Εκείνου που σε πονάει.

Πόσο δε,

Άμα είναι οι άνθρωποι.

(Είναι;)

«Η ζωή, δυστυχώς,

Δεν θα γίνει, ποτέ,

Ρομαντική ταινία»

όπως όταν νοσταλγούμε ένα πρόσωπο,

που ελπίζουμε,

Να έχει ξεπεράσει

Ένα οικογενειακό του δράμα.

Μερικοί πιστεύουν,

πως δεν πρέπει ν’ αναφέρεις

τ’ ανθρώπινα,

“κακώς κείμενα”.

Ενδέχεται να μην περιορίζεις τον άλλο,

Απλά,

Βαίνει ανώφελο

(Τότε να πάψουμε

Να καταγράφουμε

και την ιστορία).

Όπως διακόπτουμε τον άλλο,

όταν μιλά.

Μ’ αρέσει ο άλλος,

Να έχει ευρύ νου

(εσύ είσαι έξυπνος στη ζωή σου;)

«όχι»

Μπορείς να γίνεις αυτό που ονειρεύεσαι;

Δεν υπάρχει τίποτα πιο ωραίο,

Απ’ το να ξέρεις,

πως προχωράς.

Είτε πηγαίνοντας σε νέα τάξη,

Είτε ακολουθώντας την καρδιά μας.

Κοιτώντας εμπρός,

με θετική σκέψη.

Θα ‘θελα να ‘μουν,

ο εκπαιδευτής,

του εαυτού μου.

- Όταν έρχονται άγρια κύματα,

Εσύ τι κάνεις;

Χτίζεις ένα φράγμα.

«Εγώ τι κάνω;

Τα αφήνω να επιμένουν,

Με στραμμένη την πλάτη».

Οι σκέψεις μας

Είναι τα πλοία συνοδεία

Του κύριου όπλου:«ο νους».

Οι σκέψεις μας

Είναι τα πιράνχας του ίδιου μας του εαυτού.

Πως αντιμετωπίζουμε τον άλλο.

Πως τους θες τους ανθρώπους;

Αδύναμους;

Δουλοπρεπείς;

Υποχείρια.

Σε μια οικογένεια,

όπου οι γονείς δεν ταΐζουν,

Τα εξαρτημένα ενήλικα μέλη,

Ώστε να τα ξεφορτωθούν αμεσότερα.

Επειδή κάποιον πρέπει κι εμείς,

Να διατάζουμε.

«Αυτόματα,

Ξεχνάς και κύρος,

Και ξύλινα πατώματα,

και όση αγάπη υποβόσκει,

Γέρνοντας μια στροφή το κλειδί,

στην πόρτα.

Τακτοποιώντας όσα πιστεύεις,

όσα η φαντασία σου γεννά,

Απ’ το πουθενά:

Τα φώτα θα χαμηλώσουν,

Μόνο ένα σημείο του δωματίου,

θ’ αφεθεί εκτεθειμένο.

Ένα γιγάντιο μουσικό κουτί,

Με μια μπαλαρίνα,

Στους δικούς της ρυθμούς.

-Μερικοί γύροι,

κι ύστερα υπόκλιση,

Ενόσω θα κλείνει τα μάτι,

με γερμένο το κεφάλι».

Έπειτα θα φέρω τη μουσική στο δωμάτιο.

Σα σταγόνες φρέσκου νερού

που αιωρούνται,

παίζοντας με το φως,

Σαν πρίσματα,

και αλλοιωτές της πραγματικότητας.

Ώ.

αυτή η λογική των ανθρώπων!

Κουρασμένοι και βολεμένοι στη λογική τους

-παρωπίδες έχουν.

Είναι ένα πράγμα

από αυτά που μου προκαλούν ναυτία

-αν όχι εμετό.

Εμετό μου προκαλούν:

Η μυρουδιά των απαρχαιωμένων υπεραστικών λεωφορείων.

Η μυρουδιά του μεθυσμένου στόματος.

Η ακατάπαυστη λογική.

Τα δημόσια ουρητήρια.

Η μανία σου.

Οι εχθροί μας.

(οι δικοί σου;)

Φοβόμαστε τόσο, τον άλλο,

που νομίζουμε,

πως ανοίγουμε ένα φέρετρο μούμιας.

Στη ζωή,

πρέπει να ξέρεις ορθογραφία.

Με τι να στενοχωριέσαι.

Πόσο να επηρεάζεσαι.

Αυτός που μισεί,

κάνει κακό,

Μόνο στον εαυτό του.

Γι’ αυτό φέρεται άσχημα.

Επειδή θέλει

Να ασχολείσαι μαζί του.

Δείξε λοιπόν ανωτερότητα,

και αδιαφόρησε.

Είσαι πολύ καλύτερος τους.

-μια μικρή προσπάθεια,

Αρκεί.

Να τονωθεί η αρετή.

Η Αρετή

-πάνω από 50%

πρέπει να είναι περήφανη.

Το να φέρεσαι τέλεια στον άλλο,

Δεν σημαίνει: Φέρνομαι,

όπως θέλει εκείνος,

Ή επιτάσσει η λογική.

Ίσως η λογική των πολλών

Τους οδήγησε

Στο να επιβιώνουν ακόμα.

Μπορείς να πεις:

Είμαι καλύτερος από κάποιους άλλους

Διαστροφικούς,

οι οποίοι πουλάνε αξιοπρέπεια στα παιδιά τους.

(Μήπως όμως,

Είναι το ίδιο,

Να τα βλέπεις στο γυαλί,

Με το να τα κάνεις;)

Δεν είναι καλή συνήθεια,

Να ταλαιπωρείς τα βράδια σου,

Με βαρβάρους.

Δεν είναι δίκαιο.

Εξίσου ως γείτονας,

Ν’ απαιτείς να κάνουν οι άλλοι, ησυχία,

Όμως ο ίδιος,

Ν’ απολαμβάνεις τη φασαρία σου.

Αν ασχολούμασταν,

οι περισσότεροι,

Με τη ζωγραφική,

θα ήμασταν καλύτεροι άνθρωποι.

Θα απασχολούμασταν με κάτι δημιουργικό.

Κάτι να μας αποσπάσει,

από τη βαρβαρότητα.

Να ξεχάσουμε τα λόγια μίσους

Προς ανθρώπους,

που δεν αξίζουν,

Και μόνο η κόλαση, τους αξίζει.

Όπως εκείνοι,

Που γνωρίζουν πως έχουν AIDS,

Όμως,

Εξακολουθούν και μολύνουν,

Ως νέοι παρτενέρ,

τους άλλους.

Ή ανεβοκατεβαίνουν μια λεωφόρο,

Κρυφοπουλώντας το κορμί τους.

Κάποτε ήμασταν καλύτεροι.

Κάποτε,

διακόπταμε ότι κάναμε,

Ώστε ν’ ακούσουμε τον περιπλανώμενο μουσικό,

με το ακορντεόν του.

- Τώρα που δρόσισε,

πως περνάς τα βράδια σου;

Κάποτε κάναμε ησυχία,

Για ν’ ακούσουμε τα τζιτζίκια.

Τώρα μας έχουν φάει τα σαπουνόνερα

Και τα τηλεμάρκετινγκ.

Που καιρός για φροντίδα.

Που καιρός για πλέξιμο.

Μαντάλωμα καλτσών.

Που καιρός για διαλογισμό.

Κάποτε θα ‘χουμε τη βάρκα,

αλλά θα ψάχνουμε το ποτάμι.

Είναι ωραίος ο αυθορμητισμός της αγάπης,

Να εκδηλώνεται,

Έστω και χωρίς πονηρό σκοπό.

Ορισμένοι,

όταν βρίσκουν μια παρέα,

Επιθυμούν να την κρατήσουν,

Επειδή δεν μπορούν,

Να ξαναγυρίσουν στο: μόνος.

Αρνούνται.

Κάποτε ήξερα μια Μαρία,

Που μπορούσα να αγαπήσω.

«Αν ετούτα τα λόγια μου, σε αγγίζουν

σα να αγγίζουν τα μαύρα σου μακριά μαλλιά.

Που μια φορά, τα έδεσες κοτσίδες,

Σαν κοπελούλα.

Μα είναι ο σεβασμός, μάτια μου,

Η αρετή η μεγαλύτερη,

Ενόσω σε θυμάμαι».

(Θυμόμαστε,

ότι μπορούσαμε να ‘χαμε

Αρκεί βέβαια,

Και ο άλλος να ‘δειχνε σημάδια

πλήρους ας πούμε, ομοιότητας –σε ιδέες).

«Μ’ εσένα τουλάχιστον,

δεν είχα ανάγκη

Να σου δείξω,

ότι είμαι ευαίσθητος».

Γιατί να σου πουλήσω,

ότι είμαι ευαίσθητος;

Μην με κοιτάς,

Σαν δωμάτιο με δύο έπιπλα.

Δεν χρειάζεσαι πολλά,

για να με γνωρίσεις.

Δεν χρειάζεσαι κρεμαστή γέφυρα,

για να με συναντήσεις.

Τόσες στιγμές

τόσοι άνθρωποι.

Ψάχνεις κι εσύ,

την αγάπη,

με το κερί.

Μόνο όμως,

Αν είσαι γεμάτος με αγάπη,

Μπορείς να μιλήσεις γι’ αγάπη.

Μην είναι το παράπονο,

Νοσταλγία και αγάπη.

Όσα θέλουμε να αισθανόμαστε.

Είμαστε σαν τα πουλιά

που χώνουν το ράμφος τους

Κάτω από μια βρύση

-συνήθως των άλλων,

Αρπάζοντας τους.

ΝΥΧΤΑ

Μπορεί κανείς,

Ν’ ακούει ένα ορχηστικό κομμάτι,

και παράλληλα,

Να περιμένει το τέλος όλων;

-Το τέλος την λογικής των άλλων.

«Θα πεθάνω όπως έζησα

Αφοσιωμένος.

Φέρνοντας στην επιφάνεια,

τα δικά μου οπισθοδρομικά αρχαία.

Μη μαλώνοντας

με την Ελληνική Γλώσσα.

Όπως εκείνοι,

που διαγράφουν

Τα πλουσιοπάροχα τερτίπια

της Ελληνικής γλώσσας

Καταργώντας το: στου

Αφαιρώντας το δικαίωμα του τόνου,

στο: μία, και στο: μια. (να πάλι, δεν το δέχεται ο κειμενογράφος).

Στο: δύο, και στο δυό. Μη αναγνωρίζοντας αμέσως, το: τ’

Αυτή η γλώσσα δεν είναι ήρεμη, πια,

Γιατί δεν είναι ικανοποιημένη.

Ένας άντρας είναι ήρεμος,

Αφότου ικανοποιηθεί

(με τον τρόπο των πολλών).

Θα πεθάνω όπως έζησα.

Όπως ο ίδιος θέλησα να βιώνω,

Τούτο το φανταχτερό περιτύλιγμα.

Ακονίζοντας την αιχμή μου

Ικανή να πετάει τα παραπανίσια πετσάκια

Αλλά και τις βαρετές πέτρες».

Ετούτο που περνάμε,

Δεν είναι το τρυφερό κέντρο

Ενός καρπουζιού.

Μπορεί, εσωτερικά,

Να είναι άγουρο.

Όπως οι σπασμωδικές κινήσεις.

Άραγε, εγώ,

όπως γράφει ο Κύριος Σαχτούρης,

«μια μέρα θα ξυπνήσω»

Ρωτάω.

Η παρατεταμένη μοναξιά,

Θα με προκαλέσει,

να «συνέλθω»,

όπως αναφέρουν εκείνοι,

Που αρέσκονται να προσβάλλουν.

Οι εκάστοτε διασκεδαστές.

Που ολοένα κάτι νέο ανακαλύπτουν.

Για να μας φορτώνουν απωθημένα

και κουσούρια

Εκεί που δεν υφίστανται.

Μα δεν ιδρώνει το αυτί ή

Η κρίση,

Άχρηστων ανθρώπων.

(Ακόμη και τα “κουνάβια”

Δείχνουν ωραία).

Αναρωτιέμαι,

Αν τα βλέπαμε όλα, ασπρόμαυρα,

ή όπως ορισμένα ζώα,

ελάχιστα χρώματα,

Αν θα ήμασταν πιο ήρεμοι.

Δεν θα μας εξίταρε τόσο άμεσα,

κάτι που δεν έχουμε.

Εργασία.

Κτήματα. Εργασία.

Εξουσία.

- Αυτό το παιδαρέλι

που κυβερνάει τον τόπο,

πάλι και φέτος,

Δεν δίνει επίδομα θέρμανσης.

Βέβαια, -δεν καταλαβαίνει-

Αυτός που δεν πληρώνεται με 500 Ευρώ,

Δίνοντας 350 στο ενοίκιο, συν, κοινόχρηστα, ΔΕΗ, ΟΤΕ, ΕΥΔΑΠ.

Φαγητό! Μένουν λεφτά για φαγητό;

Πόσο δε για καύσιμα.

(Α, παιδαρέλι,

πάχυνες πάλι).

Πρόσεχε τι λες.

Διαβάζουν και εισαγγελείς.

Από τον καιρό του Παπαδόπουλου.

Εγώ,

Ένα ξέρω:

Πόσοι ηλικιωμένοι θα πεθάνουν,

Ειδικά φέτος,

Μετά το 19% στον Φ.Π.Α.

(καλύτερα! Ν’ αδειάσουν τα σπίτια,

να γεμίσουν με αλλοδαπούς).

ΙΚΑΝΟΠΟΙΗΣΗ

Όποιος δεν εργάζεται,

Δεν είναι άνθρωπος

-μου έλεγαν στη γειτονιά-

Δεν αξίζει σεβασμό.

Οι ύαινες είναι ωραία ζώα,

Ενόσω είναι μικρά.

Δεν υπάρχει όμως,

χειρότερο θέαμα,

Από μια ύαινα, παιδί,

Ενόσω επιτίθεται σε ένα μωρό,

..Ρινόκερου.

Φτάνει,

κάποτε,

μια στιγμή στην ζωή σου,

Όπου αντιλαμβάνεσαι,

Πως,

ναι,

Οι γείτονες σε χλευάζουν

Επειδή

Δεν αναζητείς εργασία.

Αν κινητοποιηθείς,

θα το κάνεις για σένα.

Από ντροπή,

Συν του ότι: έχεις ανάγκη

Ν’ ανεξαρτητοποιηθείς.

(Δεν γίνεται,

όλοι οι άλλοι να δουλεύουν,

κι εσύ ν’ αδιαφορείς).

Σκέψου το.

Οι φωτογραφίες των ανθρώπων,

Υπάρχουν

Για να σχολιάζονται.

Ένας άνθρωπος,

χαλάει από μόνος του,

Την εικόνα του.

Όπως και όσοι τον χρησιμοποιούν

Προς διασκέδαση.

Μπορείς να ψυχολογήσεις κάποιον,

από την φωτογραφία του;

Κανείς δεν είναι κέρινο ομοίωμα,

Να τον στήσει ο άλλος,

Στα του γούστου του.

Όποτε θέλει,

να τον αγγίζει.

Να ράβει πάνω του,

Ρούχα-φερσίματα.

Ο άνθρωπος

κατέχει αρκετή φαντασία,

Στο να δημιουργεί μ’ αυτή.

Όχι όμως,

Να τα βρίσκει με τον εαυτό του,

Και κατ’ επέκταση

Με τους γύρω.

Θα ‘πρεπε πιο συχνά,

Να κρατάμε,

Παιδικές ζωγραφιές,

Μήπως και δώσουμε σημασία στα σημαντικά,

Ξεχνώντας τα πάθη.

Που χωρίζουν

Βαστώντας μας με αλυσίδες.

Μη βγαίνοντας ούτε για ένα περίπατο.

Τι κρίμα,

Να μην δανείζεται η μεγαλούπολη,

Τις χάρες του χωριού.

Αφήνοντας ελεύθερους τους λόφους.

Να βλέπουμε λουλούδια. Δέντρα.

Να χαιρόμαστε τις αζαλέες,

Να μυρίζουμε τον πλατύφυλλο βασιλικό.

Να χαιρόμαστε τα κρινάκια,

Και τα λεοπαρδαλέ, κίτρινα, κρίνα.

Να τα πιάνουμε με την παλάμη,

-όχι μόνο με την σκέψη μας.

Όλο περπατάμε,

όλο ψάχνουμε.

Όλο μιλάμε.

Αναζητούμε τον χαρακτήρα μας

Σε ξένους τόπους.

Η μεγαλούπολη δεν μιμείται,

Τις τέχνες της φύσης:

Έχω δει, ορισμένα μεγαλόσωμα ζώα,

Να φροντίζουν τα, κατά πολύ μικρότερα.

Η ομορφιά της φύσης.

Εκείνη η γλυκιά ομίχλη του πρωινού,

στα βουνά.

Η αίσθηση,

ότι πραγματικά,

Ξυπνάς.

Ή ότι ταξιδεύεις σε μια καυτή άσφαλτο

Με γύρω σου,

Μόνο ξερά τοπία,

-προς τη θάλασσα ίσως.

Μακάρι κι εμείς,

Να κρατούσαμε εκείνη την έκπληξη,

ότι μας αγαπούν –αναμεταξύ μας.

Η αγάπη προς τα ζώα,

Είναι κάτι πρωτόγνωρο γι’ αυτά.

Γι’ αυτό, μένουν μαζί μας ως το τέλος.

Έχουμε υπερφορτωθεί.

Παρομοίως το δίκτυο της ΔΕΗ,

που καίει οικιακές συσκευές.

Αναγνωρίζουμε κάτι,

Εκεί που δεν υφίστανται.

«Μια φορά με είχαν ματιάσει,

χάλια όπως ήμουν,

Πίστεψα,

πως η γυναίκα στο κάδρο,

Μου έκλεισε το μάτι».

Είναι,

που δεν ηρεμούμε.

Δεν έχουμε μια κληματαριά,

Να κάτσουμε από κάτω.

Να χαρούμε τον τόπο μας.

-Η ποίηση του Σαχτούρη

Ευωδιάζει Ελλάδα.

Χώμα. Αέρας.

Δροσιά.

Ευτυχώς που μερικοί,

Μας προκαλούν να ονειρευόμαστε.

…Δεν μας αποκάλεσαν, ποτέ,

Επειδή δεν εργαζόμαστε,

Λαχείο.

Ή ανθρώπους,

Που δεν αξίζουν σεβασμό.

«Στη τελευταία μου δουλειά,

Στο πισώφυλλο της μισθοδοσίας,

Κάτι γαϊδούρια,

Παρίσταναν τη σχέση: εργοδότη – υπαλλήλου.

Αλλού το γαϊδούρι,

Αλλού ο υπάλληλος.

Πως δήθεν, με ..συνεργασία και α ξ ι ο κ ρ α τ ί α

Θα τρώνε και οι δύο».

Το φέρσιμο τούτο,

θυμίζει χαλασμένα δόντια.

Είναι,

Σαν τους Ιθαγενείς,

Που παθαίνουν έκπληξη,

Με μια φανταχτερή πέτρα.

Ο ένας,

Κάνει πως δεν καταλαβαίνει τον άλλο!

Επιστρέφουμε στις αναμνήσεις

Σαν αιμοδοσία.

Κάποιος θυμάται,

Που, αν και έκανε κρύο,

Πήρε το ταίρι του απ’ το χέρι,

και κατέβηκαν στην παραλία.

Άλλος θυμήθηκε,

ότι ξυπνούσε τακτικά,

Σε πλοίο που ταξίδευε.

Ένας τρίτος,

Έφερε εμπρός του,

Τον ενθουσιασμό, τη ζωτικότητα

που άντλησε,

Σε μια αυθόρμητη συναυλία.

«Εγώ δεν πήγα ποτέ.

Ούτε τότε,

που είχε έρθει ο Σπρίνγκστην με άλλους τρείς πολύ γνωστούς.

Το 1989 ήτανε;».

Κάποιος άλλος θυμήθηκε,

πως τις όμορφες στιγμές,

Τις φτιάχνουμε οι ίδιοι.

Αγαπούσε τόσο,

Τη μουσική -τον ξύπναγε.

Υπήρξαν και μανάδες,

που θυμήθηκαν,

Τον καιρό,

Που τις πάντρεψαν,

Χωρίς τη θέληση τους.

Σκέψου τι είναι,

Να παντρεύεται μια γυναίκα,

κάποιον που δεν θέλει.

Που αποστρέφεται το βλέμμα της,

Μόνο που τον θωρεί.

Τι περνούσαν τα θηλυκά,

Στα κατοχικά χρόνια.

(Ή ακόμη και τώρα,

Επειδή ένα κορίτσι είναι κλειστός χαρακτήρας,

Και οι γονείς της ψάχνουν τον πρώτο τυχόντα,

Ώστε να λύσουν το ..πρόβλημα της.

Μη τους μείνει,

Κι η γειτονιά,

Έχει ένα θέμα,

Προς συζήτηση).

Το θηλυκό είναι

ένα μπουμπούκι λουλούδι,

που χωρίς πότισμα,

η ψυχή της πονά,

Όπως οι παλιές παραδόσεις

Που αυλάκωναν το νου

Με νουθεσίες και ξόρκια,

Να φύγει το κακό

-η διάθεση η λάθος.

Κι όμως μας λείπουν.

Σάμπως οι άνθρωποι

Να ευωδίαζαν πιότερο,

Σαν νέο ρούχο

Σαν, μη καταπονημένος ελεύθερος χρόνος.

Όπου το συνοικέσιο ήταν αναγκαστικό,

Όπου η δουλειά, ήταν “αναγκαστική”

Σαν γη, εύφορη

Σαν μάτια,

που ακόμα,

ανοίγουν.

(Σίγουρα όχι, σήμερα,

Με πλειάδα πονηρών θεαμάτων,

Σκέψεων,

Και εκφράσεων.

Επικοινωνιακά.

Όπου κάθε τι,

Χρησιμοποιείται – παραποιείται

η χρησιμότητα του

Και η πρότερη του σημασία).

Σήμερα,

που παραποιείται το καθετί.

Το δικαίωμα.

Η υποχρέωση.

Η αλήθεια.

Η εμπιστοσύνη.

Τα ..πάθη.

(Πάνε χαμένα τα λόγια σου)

«τα δικά μου;»

Όχι,

τα δικά τους.

(και τα δικά σου).

«Για ποιόν;

Για μένα;»

Πανέξυπνος είσαι.

Ποτέ δε μπόρεσα, να μπώ,

Στο σπήλαιο τους.

Ούτε,

καλοκαιρινούς μήνες.

Η ζωή δεν είναι,

Για ν’ ακούς Χριστουγεννιάτικα τραγούδια,

Καλοκαιριάτικα.

«Δεν πρέπει να ονειρευόμαστε;»

Όχι,

όταν αντικαθιστά τη ζωή.

Πόσο μου ‘χε λείψει

το μπλέ μελάνι.

(να βάζω τόνους,

σε συνηθισμένες λέξεις,

που αρνείται ο κειμενογράφος του Bill Gates).

Είμαι,

σαν τις παλιές ατμομηχανές.

Είμαστε τρείς!

Είμαστε ..άλλος ένας.

Ο τρίτος που κάνει κριτική.

Η συνείδηση,

Ο ίδιος.

Είμαι άλλος ένας:

Ένας από εσάς.

Ίσος μ’ εσάς.

Τι δύσκολο

Να μη σε καταλαβαίνουν.

Λες και βρίσκομαι στον Βόρειο Πόλο.

Λες και ανακάλυψαν τώρα,

Τον άνθρωπο,

όπως τη χρησιμότητα,

Μιας ρωμαϊκής οδού.

Τι κρίμα,

Να βρίσκω θέματα,

Να τα κρίνω:

Γέμισε το τόπος,

Βαμμένες εταίρες

Με ξώβυζα και κολλητά ρούχα,

Μα με πεσμένο ύφος, όλο κούραση.

(Δε σου φαίνεται ότι φορούν μάσκες,

διαρκώς;)

«Τι αποτρόπαιο θέαμα»

(Φρίκη θα το ονόμαζε κάποιος)

«Ή και απανθρωπιά»

(Βλέπεις,

χειρίζομαι κι ο ίδιος, άριστα,

τα τερτίπια της Ελληνικής γλώσσας).

- Θα εξακολουθήσεις να προσβάλλεις

Τις γυναίκες;

«Μόνο εκείνες που το αξίζουν.

Που δεν επιθυμούν,

Άντρα,

Που γνωρίζουν

Τι τους ξημερώνει».

(Στράφι κι η θεωρία της σταθερότητας)

«Της ασφάλειας!»

Παιδιά της Βαβυλωνίας.

Ξέρω,

Ότι κάποιοι θυμούνται, επίσης,

Τους γονείς που ..έχασαν.

Ή ότι άλλο η Ανώτερη Δύναμη,

Τους στέρησε.

Στο είπα και πιο πρίν,

Υπάρχουν ελεύθεροι και ελεύθεροι

Άνθρωποι.

Επιβιώνουν εκείνοι που αδικούν,

Κι αργοπεθαίνουν

εκείνοι που αδικούνται.

Ούτε ή άλλως,

Ξέρουμε

Ποιος είναι ο δυνατός.

Ποιος τολμά να τα βάλει μαζί του.

Μ’ εκείνους που επιμένουν

να σε κρατούν σε απόσταση.

Τώρα είναι αργά.

Μάθε το.

Πολύ αργά.

Ούτε η περιουσία σου με αγγίζει.

Ούτε η δήθεν επιθυμία

Να φροντίσεις

Κάτι

Που πλέον δεν γιατρεύεται.

ΕΠΕΣΤΡΕΨΑΝ

Τώρα που φθινοπώριασε,

Συναντώ συχνότερα,

Νέους, άνεργους,

Σε παγκάκια.

Τώρα.

Που οι δρόμοι ξαναγέμισαν

Μανιακούς δολοφόνους.

Τώρα,

Που δεν ακούω,

μέσα μου,

Τα βήματα μου.

Ενόσω γύρω μου

Οι θόρυβοι πυκνώνουν.

Μια τρέλα μαστίζει κάθε στενό

-που να βρεις ένα ήρεμο

Να ζήσεις.

Φθινοπώριασε.

Οι γιαγιάδες απαλύνουν

Τα επιπλέον οικογενειακά βάρη των παιδιών τους,

Βγάζοντας βόλτα τα νεογέννητα.

Τώρα που βλέπεις,

πως,

ο άνθρωπος,

Ζεί.

Πόσο εύκολα,

Πληγώνει ο ένας

τον άλλο.

Στη ζωή,

Δεν πρέπει να βάφεις τα λουλούδια.

Άφησε τα να υπάρχουν.

Όπως εκείνο που κρατάμε στη χούφτα μας,

Ενόσω το ταίρι μας, λείπει,

Για δουλειά.

Μην αλλοιώνεις τα λουλούδια.

Μη σπέρνεις ζιζάνια.

Παραπονιέμαι κι ο ίδιος για όσα δεν έχω,

Χωρίς να προσπαθώ.

Όπως γράφει, κάπου, ο ποιητής Σαχτούρης:

Είχε γίδια, βόδια, και πρόβατα

(μα έλα που τα έσφαξε γρήγορα, όλα).

Εννοώντας ότι καταπονεί, ίσως,

Τον καιρό,

τον χαμένο.

Ή τον ίδιο του τον εαυτό.

-για εκείνον που αναφέρει.

Ο οποίος σπατάλησε ότι είχε

-από ευκαιρίες ή έσοδα-

και τώρα πια,

Παραπονιέται,

Πως τον εγκατέλειψαν.

Τ’ αδέλφια, πιθανόν,

Κατά περίπτωση.

«θυμάσαι, μικρά, πόσο αγαπημένοι ήμασταν;

θυμάσαι εκείνη τη φωτογραφία, μικρά,

Που κρατιόμασταν απ’ το χέρι;

Τι αθώο και αγνό ύφος.

Ήμουν κοντύτερος από σένα.

Θα ‘ταν καλοκαίρι.

Ανοιχτά παπούτσια φορούσαμε.

Εγώ, με μια γαλάζια πυτζάμα,

κοντομάνικη

Εσύ,

Μια πράσινη φουστίτσα με μώβ ρίγες.

Κι ήταν τα μαλλιά σου καστανά,

Σαν και τα δικά μου.

-πόσες φορές, μεγάλοι,

Δεν πίστεψα πως μ’ αγαπάς.

Όλο λόγια με πίκρα.

Νοσταλγία για το παρελθόν.

Που είχαμε αγάπη,

Μεταξύ μας,

Οι συγγενείς».

*

Έχει φθινοπωριάσει, μάτια μου,

Εδώ και πάρα πολύ καιρό.

Τόσο ώστε,

Τα πανό στις διαδηλώσεις,

Φαίνονται στους πολιτικούς,

Διαφημιστικά σπότ.

Ποιος δίνει σημασία

Στη ΓΣΕΕ,

Και τις εξαγγελίες της,

Ή στο ποιόν της διαπραγμάτευσης.

(Είναι όπως εκείνοι –κι ο ίδιος-

που πιστεύουν,

Πως ο άνθρωπος δεν πάτησε ποτέ,

Στην Σελήνη).

Όπως εκείνοι που πιστεύουν,

Πως οι λήσταρχοι των σούπερμάρκετ,

Δεν θα πουλάνε 30% παραπάνω από την πραγματική τιμή.

Π.χ. τα βενζινάδικα τους.

Τόσο εμφανής η προδιάθεση τους.

Παρόμοια αδικία,

Συνάντησαν οι πλημμυροπαθείς της Νέας Ορλεάνης,

Από την ρατσιστική Αμερικάνικη Κυβέρνηση.

Παρόμοια, οι ηλικιωμένοι που πέθαναν,

Επειδή τα παιδιά τους,

αποφάσισαν

Να παραμείνουν στον οίκο ευγηρίας,

Πνίγοντας τους τελικά,

Ο τυφώνας Κατρίν.

Αυτά τα γέρικα χέρια,

που σπρώχνουν καροτσάκια,

Σηκώνουν πολλά κιλά, στις λαϊκές.

Πληρώνουν χωρίς να έχουν

Συντηρώντας,

Άκληρα μέλη.

Αυτούς τους ανθρώπους που αφήνουμε μόνους,

Λέγοντας τους, πρώιμα,

Το τελευταίο αντίο.

Αφήνοντας τους να ψάχνουν στις μικρές αγγελίες,

Ανακοινώσεις για συνταξιούχους.

Άραγε, κύριε υπουργέ,

Ο όρος απασχόληση για εσάς

Τι σημαίνει;

Κάτι για να περνάει η ώρα.

Σαν χόμπυ.

Αυτό έχετε υπόψη σας;

Έτσι λειτουργείτε;

Πιστεύετε,

πως ο κόσμος,

Δεν θα βγει, ποτέ,

Απ’ τον λαβύρινθο των πολιτικών υποσχέσεων;

(Αφού μια ζωή,

Ψηφίζουν τα δυο κόμματα).

Έχεις δει,

Κανένα πουλί,

Χαλαρωμένο;

(Ξαπλωμένο ανάσκελα).

ΦΩΝΗ

Μα να που επιστρέφει εκείνη η φωνή:

(όχι γνώριμη)

«Κάνε κάτι για σένα.

Κι άσε τα λόγια

στους δασκάλους».

Φοβερή ατάκα,

Για όποιον παρατάει

το ταλέντο του.

Ή του το επιβάλλουν,

Προκειμένου να μη χάσει την ψυχή του.

Ή τουλάχιστον,

Έτσι εκείνοι νομίζουν.

Αναρωτιέμαι όμως,

Αν είμαι δίκαιος άνθρωπος.

Μ’ εμένα. Τους άλλους.

Αυτούς που συνάντησα εδώ,

στη γη.

Με σάρκα και οστά.

Επειδή πάντοτε,

Πρέπει να φταίει ο ένας.

Αυτός είναι ο σημαντικός φόβος,

Φίλε Σαχτούρη.

(Τι έκπληξη,

Ν’ αποκαλείς κάποιον, φίλο σου).

Μέσα στο φόβο

Πέρασε η ζωή σου,

Παρομοίως κι η δική μου.

Είμαστε σαν τα playmobil,

που κάποιο παιδί,

Μια τα μεταχειρίζεται με προσοχή

πότε θυμώνει,

Και τα κοπανάει.

Φαντάσου να μην είχαμε κανέναν,

Να μας αγαπά.

Μη μου πεις,

Πως αυτό δεν σε φοβίζει..

Να σε σατιρίζουν.

Ως Νέρωνα του ίδιου σου του εαυτού.

Είμαστε τόσο πολύπλοκοι, λοιπόν;

Τόσο εκτεθειμένοι;

Σαν παραλίες,

που σπανίως,

Τοποθετείς γαλάζια σημαία.

Ποιος τολμά να πει,

Είμαι καθαρός/ή.

Είμαι καλύτερος/η.

Χρησιμοποιούμαι ως δικαιοσύνη,

Πετώντας σου τη φράση,

Να παύει την περηφάνια σου,

Ενόσω αναδεικνύομαι,

Ως η συνείδηση που σου λείπει.

(Προ ολίγου,

άκουγα την Χαρούλα Αλεξίου,

να μου λέει: πως είδε τη μοναξιά μου

και φοβήθηκε.

Κι ήταν σα να την είχα εδώ.

Με σάρκα και οστά.

Αναρωτιέμαι αν είμαι δίκαιος με τον Θεό).

Εγώ όταν δεν τρώω,

Εκνευρίζομαι αρκετά.

(Φαντάσου εκείνοι στην Νέα Ορλεάνη).

ΣΚΟΤΩΣΤΕ ΜΕ,

Θέλω να ζήσω.

Ναι, φίλε,

Στους ανθρώπους αρέσει,

Να λειτουργεί κάποιος άλλος,

Ως η συνείδηση τους.

Τονώνει την κυριαρχία.

Τον ανδρισμό.

Το κύρος,

Μα και την χαμένη αγάπη,

των γύρω.

Δε λέω συμπάθεια,

Επειδή κανείς δεν χάνει χρόνο,

Με άτομο που συμπαθεί,

Μόνο.

Απαγορευμένο,

Να αισθάνεται, κανείς,

Άνθρωπος μέσα του.

Να γλυκαίνεται με τη θύμηση της θάλασσας στα πόδια του.

Ν’ αναζητά την τρυφεράδα του αντίθετου του φύλου.

Ενόσω ότι θέλει να μοιραστεί μαζί μας,

Δεν είναι παρά

ότι οι ίδιοι σκεφτήκαμε και ποθήσαμε.

Εμείς οι λίγοι.

Απαγορευμένο,

Να αισθάνεται, κανείς,

Άνθρωπος, μέσα του.

Με ανάλογη όρεξη,

Αναλόγως τι του ξημερώνει.

Το άθεο Κράτος,

Ή η μέρα, με τον καιρό της

Και τα ανάλογα προστάγματα.

Αν θα βρεθεί κάποιος

Να σε χτυπήσει,

Επειδή πέρασες πεζός,

Σε κόκκινο φανάρι για αυτοκίνητα.

Κάποιος να βρεθεί,

Με οποιοδήποτε κόστος.

Κάποιος,

Που δεν θα είναι ο εαυτός του.

Ο ΕΑΥΤΟΣ ΜΟΥ

Δίπλα σ’ εμάς,

Ένα σπίτι,

Ανακαινίζεται εκ θεμελίων.

Οι εργάτες είναι νέοι.

Δεν πιστεύω πως γνωρίζουν

ότι είμαι άνεργος.

Εγώ νοιώθω ντροπή.

Ενόσω με βλέπουν να μπαινοβγαίνω

δίχως λόγο.

Η ντροπή

Είναι σαν την υγρασία, εξωτερικά,

Ενός πλαστικού μπουκαλιού,

Με κρύο νερό.

Διαφορετικά φχαριστιέσαι

Την ντομάτα, τη σαλάτα,

Ενόσω γνωρίζεις,

Πως πλήρωσες ο ίδιος γι’ αυτά.

Είμαστε όπως μια αγαπημένη μουσική,

Που στιγμές,

ανά ημέρα,

Δε μας αρέσει.

Είμαστε μια ζωγραφιά,

Μες το νου,

μικρού παιδιού.

Είμαστε άνθρωποι.

Κάτι.

Αξιόλογο.

Επειδή κυριαρχούμε εμείς,

Στον πλανήτη.

Είμαστε ίδιοι,

Με τα ελαττώματα μας.

Μ’ εκείνο που θέλουμε να εκφράσουμε.

Να υπερασπιστούμε.

Εμάς τους ίδιους.

Το δικαίωμα στην αναπνοή.

Να κάνουμε λάθη.

Να έχουμε μυστικά.

Να βελτιωνόμαστε.

Πρέπει να βρω την κατάλληλη χλωρίνη.

ΓΑΪΔΟΥΡΙΑ

Υπήρξε φορά,

που είπες,

Θέ μου,

Φύλαξε με,

Από τον εαυτό μου;

Εξαιτίας των λαθών

Ή επικείμενων λαθών.

Ή επειδή θα μιλήσω σκληρά.

Για έναν πρωθυπουργό

που ακρωτηριάζει τη ζεστασιά των χαμηλόμισθων.

Ο πρόεδρος του ΣΕΒ που συμφωνεί με την Κυβέρνηση

Και κατονομάζει λαϊκισμό την υπόσταση μας,

Να πάει να πλύνει το στόμα του

Για να μη του το πλύνω εγώ.

Από το κλάμμα, άραγε,

Μπορεί ν’ ανθίσει η ευτυχία;

Θα καλύψω τις λεωφόρους με δίχτυα.

Να μην κόβουν την κίνηση

Οι προεδρικές πομπές.

Να πέφτουν μέσα οι μανιακοί δολοφόνοι.

Να σταματούν την τρέλα τους

οι μέτοχοι

Του κύριου γαϊδουριού,

Που αγόρασαν οι Βέλγοι.

Θα ‘θελα να ‘χα τη δύναμη,

Να αποδίδω δικαιοσύνη.

Χωρίς έλεος όμως –δυστυχώς.

Επειδή είμαι άνθρωπος,

Κι ακόμη δε βρήκα το στόχο μου.

Δεν παντρεύτηκα. Δεν με είπε κάποιο παιδί: μπαμπά.

Δεν με τύλιξε η τρυφερότητα.

(όσο κι αν μου είπες: είσαι νέος, άνθρωπε).

Ξέρω πολλά γαϊδούρια,

Που παλεύουν για το μεροκάματο.

Δεν κοίταξα τις οπλές τους.

Αν ήταν φαγωμένες,

Ή πεινασμένες.

(Μήπως ήταν έρημος,

που κάποιος ξέχασε να κόψει φέτες, ένα παγετώνα,

να τον αναστήσει;)

Τώρα,

που οι απόγονοι των πρωτοπλάστων,

μου δείχνουν, φανερά,

το περίγραμμα της σιλουέτας τους.

Τώρα,

Που η εικόνα ενός παιδιού,

Δεν θυμίζει τα θέλω

τα δικά μας.

Τις πεταλούδες που πιάναμε με το χέρι,

Και τι πρωτόγνωρη αίσθηση ήταν αυτή.

Τώρα,

Που κανείς δεν σκέφτεται με τη φαντασία του:

Να γείρω ένα κορμό ζωντανού δέντρου,

Να σκαλίσω σκαλιά,

Ν’ ανέβω.

Άνθρωπε:

Τόση σκληρότητα,

Σε τόσο μαλακό,

Σώμα.

Πόσες φορές,

Δεν ευχηθήκαμε να είμαστε μικροί, ξανά,

Ώστε να χωράμε στα παιχνίδια των παιδιών.

Μόνο όποιος γίνεται γονιός,

Μαθαίνει ν’ αποζητά τους δικούς του γονείς.

Για να σου λείπει το παιδί σου,

Πρέπει να έχεις μάθει,

Να το αγκαλιάζεις από μικρό.

(Αν σου λείπει κάποιος γονιός;)

επειδή δεν τον αγκάλιασες, ποτέ, εσύ.

(Είναι αργά;)

Όχι.

ΑΚΤΙΝΟΓΡΑΦΙΑ

Γέρνει ο ήλιος.

Τα σύννεφα,

μια κοκκινίζουν,

Σα προπέτασμα καπνού.

Μια μας φαίνεται,

πως καθρεπτίζεται,

κόκκινος.

Ο ήλιος γέρνει νωρίτερα.

Σιγά – σιγά,

Οι πατούσες μου,

ζητούν, ζευγάρι κάλτσες.

Κανείς δε με φωνάζει μπαμπά.

Ο οργανισμός μου αδικείται.

Ξεχνά τι σημαίνει: Βιταμίνες.

Λίγο – λίγο,

Ξεχνώ τι σημαίνει, αγάπη.

Είμαι ότι δεν έδωσα

Κι ότι ακόμη

Δεν έχω δώσει.

Κάποια αστραφτερά,

Λευκά φτερά,

Ορισμένα κόκκινα.

Μέσα σ’ ένα γαλάζιο τυφώνα,

Ήρεμο.

Σα νανούρισμα.

Είμαι όσα δεν πρόσφερα σ’ εμένα,

Επειδή ήταν γνωστό το κέντρο,

Που λόγω κακής μεταχείρισης,

Εξαντλείται απότομα.

Είμαι γνωστός σ’ εμένα.

Είμαι οι νότες,

Κι όσα είπαν άλλοι,

Για μένα,

Τραγουδώντας.

Μια λαχτάρα φτερό,

Σε μια κόκκινη λίμνη,

που κοιτούσε ένα γαλάζιο ουρανό.

(Ανατριχιάζω).

Τώρα το καλοκαίρι,

Πέρασε.

Δεν το φέρνουν πίσω –δυχτυχώς-

Ούτε οι στίχοι οι γνωστοί,

Από κάποια Ελληνική ταινία.

Τα ντουβάρια,

μου θυμίζουν βιβλία.

Ανθρώπους.

Μιλούν. Αισθάνονται.

Συναισθάνονται.

Συμπάσχουν.

Οσμίζονται. Αντιδρούν.

Είναι οι φίλοι,

που λατρεύει ο ένας τον άλλο,

Μη αφήνοντας τον να φύγει.

Όλο φροντίζουμε

ο ένας τον άλλο,

(εμείς οι λίγοι)

που λόγω υπερέντασης,

κλαίς δίχως λόγο.

Όλο αναζητώ τ’ αρχαία,

Σε γυμνά τοπία

Δίχως δόμηση.

Σκάβω με επιείκια.

Ψάχνω για ένα βλέμμα,

Μια στιγμή έμπνευσης.

Όλο θυμάμαι τη μυρουδιά

των γιασεμιών

Που πικράθηκαν

Και σαν αποδημητικά πουλιά,

Αναζήτησαν ζεστότερους ανθρώπους.

Οι άνθρωποι,

μάτια μου.

Σπατάλησαν ότι έβγαλαν.

Ο τόπος μαράθηκε.

Τα δέντρα κόπηκαν

Τα τελευταία.

Όλο στρέφω το πρόσωπο σου.

Μένω συγκεντρωμένος.

Τι έχεις να μου πεις;

Είναι το κελάϊδισμα της φωνής,

οι πτυχές της πραγματικότητας,

που ανοίγουν,

Σα ξέφωτο,

Κόβοντας γύρω,

Φέτες – φέτες,

Ποικιλίες δέντρων,

και άγνωστες χρησιμότητες.

Μην κοιτάς τις πέτρες,

Από κοντά,

Μάτια μου.

Πόσο γυαλιστερές είναι.

Τι ξόδεψες,

και πόσο γρήγορα, κόπηκε το χαμόγελο.

Ετούτο το σώμα,

Ξέρει τι θέλει;

Εγώ;

Κάποτε θα πάψουν τα λάθη

Μα θα ‘ναι αργά.

Σα θερμοπίδακας

που κανείς δεν θαυμάζει,

πλέον.

Η νύχτα πέφτει.

Αναρωτιέσαι,

Γιατί πάλι.

Θέλω κι άλλα,

Να σου αναφέρω.

Είναι τόση

κρυμμένη

Η ομορφιά.

Μα φανερές οι απειλές.

Η προβοκάτσια.

Φανερές και οι αλήθειες,

Αν γνωρίζεις

που φυτεύτηκε ο σπόρος.

Όλο ψάχνει ο άνθρωπος

Αυτοτιμωρείται.

Πλησιάζει κάτι

που τον κοιτά,

Μ’ αγνότητα,

Με φευγαλέα διάθεση,

Μα επιμένει στην έρημο,

με τ’ αγκάθια της.

Στο σκοτάδι,

Κανείς δεν ξεχωρίζει,

Ιερογλυφικά.

Τι λένε.

Ούτε προσωπεία,

Σκαλισμένα μαζί,

Στο βράχο.

Μια μουσική,

Κλαίει

Από μόνη της.

Παρομοίως η νύχτα.

Με σκυμμένο κεφάλι.

Λόγω ηθελημένης μοναξιάς.

Η Νύχτα βρίσκεται εδώ.

Το φως στο δωμάτιο.

Η έμπνευση ξεκουράζει

και πιτσιλίζει

Σα δροσιά

καλοκαιριού.

Η στενοχώρια

Σε οδηγεί,

στην κουζίνα.

Μια μουσική σα ζωή,

Κλαίει.

Σα κλασσικό κομμάτι

Με πιάνο.

Τολμηρό με τάσεις φυγής.

Πετάγεται από ένταση σε ένταση.

Όλο συζητώ τα πάθη μου.

Εξιστορώ τα πάθη μου.

Βρίσκω συνοχή

Σ’ οτιδήποτε.

Συνυπάρχω.

Εξιστορώ.

Παραλληλίζω.

Το Φθινόπωρο βρίσκεται εδώ.

Πότε πότε,

Ο καιρός ζητάει απ’ τον ήλιο,

ορισμένα αποθέματα θέρμης.

Θέλω να μελαγχολήσω.

Μήπως και ξεχάσω.

Θέλω να μιλήσω,

γι’ αυτά που ντρέπομαι.

Που κοροϊδεύεις.

Που υποτιμάς,

Τις αντεπιθέσεις.

Θέλω να είμαι ο ίδιος μου ο εαυτός

Που σαμποτάρω.

Κείνος που νοσταλγεί

τα πρόσωπα

που αλληλογραφούσε.

(Στην μακρινή Κρήτη, την Θάσο, στα Κύθηρα ίσως.

Ή και στο Μόναχο).

Κείνος που νοσταλγεί,

Εποχές

που δεν βίωσε

τις καταστροφές της.

Ενόσω,

Όλη η παγκόσμια ατμόσφαιρα,

Είχε μολυνθεί,

Από τις πυρηνικές δοκιμές,

στον αέρα.

Πόσο άρρωστοι

οι άνθρωποι.

Γνωρίζω την κακοδικία,

της εκκένωσης

όπου τίποτα δεν φυτρώνει,

Μα ηθελημένα,

Αγνοώ,

θάρρος και δυνάμεις.

Γέμισε χαμένο χρόνο.

Το ξέφωτο.

Πηγή δε βρέθηκε.

Όαση δε συνυπάρχει.

Μπορώ να ονομάσω

ότι βλέπω.

Αγνοώ όμως,

ότι ποτίζω,

κρυμμένο.

Σιγά – σιγά,

Μισούνται όλα

και χάνονται.

Η θερμή σου ανάσα,

Δεν ανταλλάσσεται.

Μπορεί το σώμα,

Να αντιστοιχεί

Σε ντουβάρι.

Όλο πιστεύω,

ότι θες να ταξιδέψεις.

Να κρυφτείς.

Να χαρείς λίγο,

τον ήλιο.

Κάποιες φωτεινές αχτίδες,

κεί όπου κεντράρει ένας προβολέας.

Θα σου μιλάω,

Έτσι γδυτή, με μια πετσέτα μόνο,

όπως βγαίνεις,

Από το μπάνιο.

Θα σου θυμώνω,

όσο θα θυμάσαι.

Θα σε καλύπτω

Με το στόμα μου.

Θα πυκνώνω ένα όνειρο,

γύρω σου.

Σαν ηλεκτρικό σύννεφο,

θανατηφόρο

προς τους επίδοξους,

κακούς

εραστές.

Κακοδιαχειριστές

της εσοχής: προσωπικότητα.

Θα γέρνεις το κεφάλι,

Ενόσω θα το χαϊδεύω

με τα μάτια,

που δεν τα πληρώνει, ποτέ,

ο κορεσμός.

Συ,

θα είσαι το έθιμο μου,

Η γιορτή

Η αναπαράσταση.

Η σοφή εκδοχή

Η ανθρώπινη χαρά,

Σε παραδοσιακά σπίτια.

Θα σε φωνάζω,

κι εσύ θα ‘ρχεσαι.

Παθιασμένη με το τώρα,

Επειδή κάποτε θα ξημερώσει.

Σου γνέφω,

Κάθομαι κοντά – κοντά.

Πιάνω μια ανθρώπινη παλάμη,

Και πολύ αυθόρμητα,

σου λέω: σ’ αγαπώ.

ΑΝΤΙΟ

Τώρα που έφυγε το καλοκαίρι,

και όλοι σιχαίνονται

τον εαυτό τους.

Το ν’ ακούσω Χριστουγεννιάτικα τραγούδια,

Με βοηθά, όντως,

Στο να ονειρεύομαι.

Τώρα,

που έχει πληρώσει ο ένας

τον άλλο,

Με το απαραίτητο νόμισμα.

Παντού θόρυβοι,

μάτια μου.

-και ψυχικός.

Οι άνθρωποι κοροϊδεύουν

για εκείνο

που περνάει ο άλλος.

Είτε το αποδέχεται.

Είτε σκοντάφτει στο ίσιο.

Είτε το ρεύμα είναι πολύ δυνατό.

«Ξαναγυρίζω στη θύμηση σου,

Μαρία.

Κυρά των ραφιών.

Αν είσαι η Μαρία που περιμένω.

Εσύ που δεν στολίζεις τους άντρες,

ότι ο ίδιος,

στο φύλο σας.

Που είναι τα μάτια σου,

Όπως,

η Καρδιά σου.

Θα ‘θελα να μην είσαι ακόμη,

Παντρεμένη.

Επειδή δεν σου αξίζει,

Κείνος

που απατά.

Όσο καλός κι αν είναι.

Όλο εμείς αξίζουμε,

καλύτερα.

Μαρία».

Βαριέμαι να μιλώ για μένα.

«Άραγε,

τα λόγια μου σε αγγίζουν;

όπως τα μαύρα, μακριά σου μαλλιά,

κάτω από τα δάχτυλα μου.

Ανατριχιάζεις;

Επιθυμείς κι άλλο.

Όπως η ανθρωπιά την αγάπη.

Θα πεθάνω, Μαρία,

όπως έζησα.

Μ’ ακούς;

Χωρίς το σ’ αγαπώ,

Το πλησίασμα.

Σαν μεσημεριού γαλήνη.

Σαν πρωινό ξύπνημα,

Με ρεπό.

Όπου έχεις την αγάπη σου,

Δίπλα.

Αν ήσουν η αγάπη μου.

Αν σε φώναζα: αγάπη μου.

Μες τον οίστρο,

σε φωνάζω.

Γιατί σε σκέφτομαι;

Τίποτα δεν είναι τυχαίο,

Μάθε το.

Η αγάπη είναι απροειδοποίητη.

Όπως τα λόγια που σκεφτήκαμε

Για να πικράνουμε κάποιους,

Μα ξεχαστήκανε,

Χάρη στο ειδικό κομμάτι

του εγκεφάλου.

Η αγάπη είναι απροειδοποίητη.

Όπως ο πόλεμος.

Ξεσπά,

Μια ήρεμη μέρα.

Σα καταιγίδα.

Σαν ριπές πολυβόλου.

Όπου κάθε φυσιολογικά,

θαρραλέος, άνθρωπος,

θα πολεμούσε.

Κάθε φυσιολογικά, ανθρώπινα,

άνθρωπος,

Θα υποχωρούσε.

Κάτω από μια ισχυρή καμάρα.

Μα

Κανείς

Δεν προφυλάσσεται,

απ’ την λάμψη.

Τι να είναι η ζωή.

Τι επιφυλάσσει.

Ο θάνατος είναι πρακτικός.

Τα λόγια,

αέρας.

Πόσο ανίσχυροι είμαστε.

Σπανιότατες σπάνιες, και οι στιγμές,

Που αρνείσαι να τελειώσει,

ένα ποίημα.

Γεράσιμος Μηνάς 2005

0 Comments:

Post a Comment

<< Home