Το Blog της αγάπης

Αγάπη για ποίηση και για άξια αξιοπρέπεια στις γυναίκες

Friday, February 29, 2008

Κόσμος
Κάθε Άνθρωπος,
Έχει ανάγκη
Να του φέρονται,
Ως κάτι εύθραυστο
Όχι απαραίτητα,
Μοναδικό.

Μα σα να βλέπω,
Αρκετούς κορμούς δέντρων,
Τακτοποιημένοι,
Μαζί.
Ίδιο το υλικό.
Αποκομμένο, όμως.

Ποια άλογα,
θα πλησιάσουν,
Να σύρουν,
Τούτο το σωρό
Πληγωμένος όπως είναι.

Μα είναι το χαμόγελο,
Καθαρό,
όταν το συναντήσεις.
Οι μύες στο πρόσωπο,
Μιλούν
Σαν γλώσσα.

Όπως όταν τεντώνεσαι το πρωί,
Ξυπνώντας.
Αποζητώντας όρεξη,
Εκεί,
όπου δυσκολεύεσαι,
Αρνούμενος,
Να υπάρχει.

Ποιος ξυπνάει το πρωί,
-Με τι, όρεξη-
Ώστε, να χωνεύσει, μια αντιλαϊκή πολιτική
-Ως είδηση στο χαζοκούτι-
Μουρμουρίζει κάτι,
Κατευθύνοντας τα βήματα στην τουαλέτα.

Το Κράτος, μας θέλει ακίνδυνους.
Οπότε νομοθετεί ευκόλως,
Καλοκαιρινούς μήνες.
Ιδίως μετά τα μεσάνυχτα,
όπου αρκετοί πολλοί,
Επιδίδονται σε “αναπαραγωγικές”, ασχολίες.

Ποιον συμφέρει,
Να θυμώσει,
Ενόσω τον καταπιέζουν.
Μου φαίνεται,
Πως ζούμε σε φαβέλα κι εμείς,
Κι ας είπαμε: προνοήσαμε.

Κάποτε,
-σύντομα-
Θα στήσουν
Ένα μνημείο,
Για όλους εκείνους,
Που τους απολύσανε,
Πεθαίνοντας από την πείνα, στο δρόμο.

Τότε,
Τα καλοκαίρια κι η ξεγνοιασιά,
Φαντάζουν μετάλλιο,
Σε κάποιον –καθημερινό- πόλεμο.

Με τι όρεξη, να θυμηθεί, κανείς,
Τα παλιά.
Το μικρούλικο παγάκι που καταπίναμε.
Οι οικογενειακές φωτογραφίες στην παραλία.
Ποιος θα μας θυμάται

Εμάς,
που δεν χαράξαμε
Σε κάποιο πεζοδρόμιο, γνωστής περιοχής,
Όνομα, και σχήμα παλάμης.

Εμείς οι απλοί άνθρωποι,
Με βλέμμα, μεγεθυντικού φακού.
Σα να κάνεις zoom, σε φωτογραφία.
Πιθανόν για κάποιο στενό.
Λες,
όλα μοιάζουν.

Μα, για δες:
Δύο γάτες παίζουν τους θηρευτές.
Ένα παλιό ξυλουργείο,
Διαπραγματεύεται την πραμάτεια του,
Με δυο-τρία, έπιπλα,
Εξωτερικά, του τοίχου.
Αν έχεις υπομονή,
Θα συναντήσεις τα καπρίτσια της φύσης,
στους τοίχους.
Σα να ‘ναι τα τούβλα, στο δωμάτιο,
Πλήθος ανθρώπων,
Πλήθος κατοικιών.

Μακάρι να ήταν η ζωή παραμύθι.
Αγάπη να ‘ταν, και συντροφιά.
Ίσως θα ‘πρεπε να σταθείς
Να κοιτάξεις τους ανθρώπους.
Τους ανθρώπους είναι δυνατόν να αγαπήσεις,
Αρκεί, να μην είχαν περήφανο βλέμμα.

Πού πήγε,
Εκείνη η ωραία εποχή,
Της Μελίνας Μερκούρη
-όχι τόσο,
Ως πολιτικού.
(Ή όχι;).

Ενόσω,
το χαμόγελο του παιδιού,
Είχε αξία.
Σε θάμπωνε.
Μαγνήτιζε εσένα,
Ολόκληρο.

Ενόσω ο κόσμος,
Είχε όρεξη για δουλειά.
Ανθρώπινο κόπο.
Ο κόσμος,
Δεν είναι επιχρωματισμένη φωτογραφία,
Ούτε βουβός κινηματογράφος.
Δυστυχώς, προοδεύσαμε!

(Τούτος ο κόσμος ομοιάζει,
Με τσουλήθρα από το υψηλότερο βουνό,
Προς την θάλασσα,
Απλά και μόνο,
Για να δει κάποιος,
Γιγάντιες σιδερένιες μπάλες,
Να κατρακυλούν).

Σα να ‘ναι ο κόσμος,
Δύο παράθυρα ενωμένα,
Χωρίς διαχωριστικό.
Στο ένα, βλέπω, χρώματα σχεδιασμένα,
Ενόσω αγγίζουν, τέλεια,
Ένα ζωντανό περιβάλλον,

Όπου οι άνθρωποι,
Έχουν –συνήθως-
Χρεία, από λιτανείες,
Προκειμένου να καρποφορήσει,
ότι ποθούν.

Δύο παράθυρα.
Στο ένα, έχεις θάρρος και αγαπάς.
Στο άλλο, αδιαφορείς,
Βολεμένος, χωρίς τύψεις’
Ότι δεν μαθαίνουμε να σεβόμαστε,
Το αποκαλούμε εκβιασμό.

Όπου κατάρες,
Εξαπολύονται,
Ανάμεσα σε μέλη, οικογένειας.
Σαν τα κουφάρια των ζώων,
Που κάποιος πρέπει να μαζέψει.

Στ’ όνειρο μου,
Είδα,
Πως με αγαπούσαν οι γονείς μου
-Σε κάποια άλλη οικογένεια ..προφανώς-
Μια ζωή-σχέση:
Δώσε, για να πάρεις.
Κενές υποσχέσεις.

Έπειτα, μου Έστειλες τον αγγελιοφόρο Σου,
Να Επιβεβαιώσεις, να Προστάξεις,
Να μην στηρίζομαι σε ανθρώπους.
Επειδή είναι περήφανοι. Αυτό τα λέει όλα.
Μα σα δεν στηριχτώ σε ανθρώπους
-που μου μιλάνε από μόνοι τους-
Σε ποιους να στηριχτώ;
Σε ανύπαρκτα –εξωγήινα- οράματα;

Καλό είναι,
Να έχει κανείς,
Την αγάπη του Θεού, μέσα του,
Παρά, συγκεκριμένα διαπιστευτήρια,
Ανθρώπων,
Στα χέρια.
Κάτι τελείως άτοπο.
Σα να μπαίνει ένας δυτικός,
Σε κινέζικο, παραδοσιακό, σπίτι.
Κοιτά γύρω του, χαμογελώντας.
Αγνοεί την ιερότητα,
Θεσμών και παραδόσεων.
Άγραφων νόμων.

Όπως,
Ενώ σφουγγαρίζεις,
Και ο άλλος,
Δεν θέλεις,
Φυσιολογικά,
Να πατήσει.

Υπάρχουν αρκετοί,
Με το σύνδρομο
Του Δον Κιχώτη.

Θα ‘θελα, μόνο,
Μια θέα.
Να βλέπω έναν ορμίσκο.
Καταπράσινα, μικρά, λοφάκια.
Το γαλάζιο’
Ανθρώπους,
Σε κατάδυση.
Δεν φαίνονται, πια,
Οι φυσαλίδες αέρα.

Ακούω τα τζιτζίκια.
Κάτι μου λένε:
Πόσο δύσκολα οι άνθρωποι,
Αγκαλιάζονται.
Το αντρόγυνο.
Δεν περνά ο ένας,
Το χέρι, στον ώμο,
Ή τη μέση, του/της, συντρόφου.

Σεις τα τζιτζίκια –απορώ-
Τι “φωνάζετε” κάθε τόσο;
Και γιατί, φορές,
Αργείτε για μέρες,
Να μ’ ευθυμήσετε;

- Επειδή μας πικραίνουν
οι σχέσεις των γειτόνων.
Ενόσω, μεμονωμένα, ορισμένοι,
Εκλαμβάνουν την άσχημη όρεξη
-δίχως καλημέρα- του άλλου,
Ως ηθελημένη αντιπάθεια.

Ενδέχεται όμως και να συμβαίνει.
- Αν έχεις να κάνεις,
Με θλιμμένα όντα.

Αν ήμουν ζώο, τζιτζίκι μου,
Θα ‘θελα να ‘μουν
Βραδύποδας.
Ν’ αργώ,
Σε κάθε μου βήμα.
Σ’ ένα δέντρο, σκαρφαλωμένος
-για πάντα.
Σεις,
Δεν ταξιδεύετε,
Σ’ άλλες χώρες;

- Πιθανόν να φύγουμε.
Από έναν τόπο,
Όπου σκοτώνετε το σύμβολο
Της θρησκείας σας,
Τα περιστέρια.
Για να μη λερώνουν τα κτίρια.

Αναρωτιέμαι κι ο ίδιος.
Πού πήγε, εκείνη η ωραία εποχή,
Που τραβούσαν με βόδια,
Την βάρκα,
Στο πρόχειρο Ναυπηγείο,
Πάνω στην παραλία.
Όταν οι άνθρωποι είχαν επίγνωση.

Δε θα σκέφτονταν ποτέ,
Στο μέλλον,
Να πουλήσουν μπύρα,
Σε παιδιά.

Ή να καταστρέφουν
Τις φωλιές κάθε χελώνας,
Μη παίρνοντας στα σοβαρά,
Συγκεκριμένες ενημερωτικές πινακίδες.
(Το καλοκαίρι είναι για βόλτες,
Αφήνοντας, οι οπλές των αλόγων,
Βαθύτερο ίχνος, εξαιτίας του βάρους μας).

*

Βρίσκομαι στο δωμάτιο.
Ακόμα να φανούν τα τζιτζίκια.
Σα να σκοτεινιάζει νωρίτερα
-περνώντας τον Δεκαπενταύγουστο.
Ξεχνώντας εύκολα,
Επετείους, Χιροσίμα και Ναγκασάκι.

Ολοένα ιδρώνω.
Μια μυρουδιά με τυλίγει.
Το βιολογικό ρολόι
Χτυπά –ακούρδιστο.
Απόδειξη,
Ενός γονιού,
που δεν αφήνει, κάποιο παιδί του,
Να βιώσει πριν από εκείνον
ορισμένα πράγματα.
Φυσιολογικά!

Όταν είναι κανείς, παιδί,
Ταξινομούνται
Τα πάντα.
Οι μελλοντικές συμπεριφορές.
(Κείνο που αποκαλείς
-χάρη σ’ εσένα-
Εκβιασμό).

Σα ν’ αρέσουν σε κάποιον,
Να πλησιάζει,
Φίδια.
Τα νεκρά, κουφάρια, των ζώων.
-σε αποσύνθεση.

* *

Οι σκέψεις των ανθρώπων,
Δεν είναι δικές τους,
Σκέψεις.
Εκβάλλουν σ’ αυτόν,
Μη φιλτραρισμένα λύματα,
Ενός κόσμου που καταπονείται,
Άδικα.

Κυρίως,
Λόγω των παθών τους.
Επειδή εγκατέλειψαν τον Θεό’
Υπάρχουν άνθρωποι,
Οι οποίοι βλέπουν σε μια γυναίκα
Μόνο τα καλλωπιστικά της προσόντα.
(Δεν ωρίμασαν ακόμα).

Αυτά τα προσόντα.
Πόσο ικανά αποδεικνύονται,
Προς εύρεση εργασίας.
Αμέτρητες οι συγγενικές αγγελίες.
Έστω και για χειρισμό υπολογιστή.
(Κρίμα σ’ εμάς που δεν σπουδάσαμε).

Ώ, πόσο ομορφαίνει, πλέον,
Ένα σκονισμένο –λόγω καυσαερίου-
Λόγω παθών ..ικανοποιημένων,
Ολιγόστροφο γραφείο.
Μέσα στην ..ικανότητα
Και επάρκεια
Σε κάθε βοήθεια.

«Μακάρι να ήξερα,
Τι σε ελκύει,
πάνω μου,
Γυναίκα.

Δεν γνωρίζω,
Περί γλουτών ή μηρού.
Για μεγάλες πλάτες.
Σώμα αθλητικό
Ή επαρκώς γυμνασμένο. Που θέλεις.
Γάμπες και μπράτσα,
Με γράμμωση, όλο μύες.

Ή πρέπει,
Μια γυναίκα,
Να τα γευτεί,
Ώστε να απομυθοποιήσει,
Το πάθος της;
Αν απορροφηθεί, νωρίτερα,
Στο μυαλό,
Η έκσταση,
Παύει και η επιθυμία;

Μήπως θεωρείτε ώριμο,
Όποιον εξάντλησε κι εκείνος,
Τα πάθη του;
Ώστε στη συνέχεια,
Να αλληλοεκτιμήσετε
Όποια νοητική λειτουργία;
(συγνώμη, επικοινωνία).

Μήπως,
Η έκφραση: οι γυναίκες,
Είναι ώριμες,
Εκβάλλει,
Με τη σειρά της,
Σε ένα δίχτυ,
Απλά,
Για να μην σας πλησιάζουμε;

Ή μήπως,
Είστε υπεραρκετά αισιόδοξες,
Πως,
προσγειωμένοι άντρες,
Κατοικούν σε συγκεκριμένα φυτώρια;
Παιδί κι εσείς,
Δικό τους».

*

Φορές,
Η επιλογή μιας καλλονής,
Ομοιάζει,
Με την κατάληξη της ουράς του σαλαχιού.
Πανέμορφο το σχήμα, μα
Οι Απρόσεκτοι,
Πεθαίνουν από το δηλητήριο.

Προτού προλάβουν
Να ετοιμάσουν βαλίτσα,
Με τα ελάχιστα
-μα ευτυχώς απαραίτητα,
Αξιοπρεπή και ώριμα, πλέον,
Κριτήρια, επιλογής, συντρόφου.
(Δεν φαντάζουν τόσο γενναία, πια).
Έτσι όπως του φέρθηκε.

(Μήπως ήταν η έλλειψη
Σε χρήματα;
Ένα δικό του σπίτι.
Η έλλειψη φαντασίας.
Η μη προσαρμοστικότητα.
Ότι στάθηκε στην θεωρία).
Κανείς δεν “σώθηκε” με την θεωρία.

Πρέπει να αστράφτει εμπρός σου,
Η παύση.
Ενόσω ολοκληρώνεται το τέλειο.
(Ποιοι είμαστε εμείς,
Για να πούμε,
ότι κάποιος είναι άσχημος.
Ώστε γι’ αυτό,
Αντιπαθούμε τον άλλο).

* *

Από ψηλά,
Οι άνθρωποι
Φαντάζουν μυρμήγκια,
μα, δίχως οργάνωση,
Ή με διάθεση εργατικότητας.
Εκτός κι αν νοιάζονται
Για την ασφάλεια της Υπερδύναμης.

Ο κόσμος,
Πρέπει να είναι περήφανοι,
Όχι για τους πυραύλους,
Μα για την ανθρωπιά του.
(Ο πύραυλος,
που πετά στο ύψος των παραθύρων,
Συγκροτημάτων κατοικιών,
Δεν κάνει επίδειξη,
Ανθρωπιάς).

Έχω δει στη ζωή μου,
Πολλές ηλιθιότητες.
Μα σαν εκείνη
Των φονιάδων των λαών,
Πρώτη φορά:
Η εξίσωση της θεωρίας
Της σχετικότητας: «E=mc2»
Στο κατάστρωμα Αμερικ. Αεροπλανοφόρου.

Ψάξε στ’ αρχεία
Του αγγλόφωνου
National Geographic,
Προς επαλήθευση.
Ίσως τότε,
Αναζητήσεις Εκκλησιαστική μουσική.
Πένθιμη.

Μετρώντας τις στιγμές
Της ξεγνοιασιάς,
Ως κάτι πολύτιμο.
Όπως, με χαρούμενη διάθεση,
Περιμέναμε το λεωφορείο,
Προς την παραλία.

Ανακαλύπτοντας, πλέον,
ομορφιά,
Σε ασπρόμαυρες φωτογραφίες.
Όπου όλοι είναι ίσοι,
Οι μαύροι, οι Ασιάτες, οι λευκοί,
Οι ιθαγενείς φυλές.

Έπρεπε,
οι ανθρώπινες τραγωδίες,
Ν’ αναπαριστώνται,
Σε ασπρόμαυρες αφίσες –πάντοτε.
Ακόμη κι οι πτώσεις αεροσκαφών.
-Πτήσεις,
που βαπτίζονται,
τρομοκρατικού περιεχομένου.
Δικαιολογημένα λοιπόν,
Πρέπει να καταρρίπτονται.
Έστω κι αν επιβαίνουν παιδιά.

Τούτο δε σταματά
Τους συμμάχους
Των μακελάρηδων.
Σα να ζουν,
Σε διαρκή Νιρβάνα.
Σα μέσα σ’ ένα, Ηλιοβασίλεμα.
Κόκκινο,
Σαν αίμα.

Αυτό είναι ο κόσμος.

Γεράσιμος Μηνάς 2005

1 Comments:

Anonymous Anonymous said...

spoken technicians brass emulsion handboek dissertation song journal association shoppranjal blinkered
lolikneri havaqatsu

5:27 PM  

Post a Comment

<< Home