Το Blog της αγάπης

Αγάπη για ποίηση και για άξια αξιοπρέπεια στις γυναίκες

Wednesday, August 29, 2007

(συνέχεια)

Πράσινο με κόκκινο, ψυχεδελικό.
Σαν πέτρα στην επιφάνεια του νερού
Σπίτια στην άμμο,
Θαλασσινή αύρα και θέληση
Κόκκινη θέληση
Της θέρμης του αίματος
Κόκκινο,
Μες το θαλασσινό γαλάζιο

Χίλιοι καθρέφτες μαζί
Ρυάκια που γεμίζουν
Συρματοπλέγματα
Ηλεκτρικές εκκενώσεις,
Λευκές,
Σαν δέρμα παρθένο

Λευκές κουκίδες στο ραντάρ μου,
Τα ενδιαφέροντα σου.
Λευκοί τοίχοι, δωματίου
Λευκό με ροζ,
όπως εσύ

Μαύρη προσπάθεια,
Να χαλάσει,
το φως.
Μαύρο με γαλάζιο
Με μώβ
Κόκκινο
Λευκό.

Ζαλίζει.

Πράσινο με κίτρινο,
Χωρίζει το δέρμα, το επεκτείνει.
Κίτρινο με μώβ και πράσινο,
Σαν μοντέρνος πίνακας

Ένα ξαφνικό γαλάζιο φως,
Όλοι γινόμαστε ένα με το χώρο,
Ίσοι
Ταξιδιώτες του χωροχρόνου
Νέοι σαν έρωτας για δύο, μόνο,

Πίσω στο δωμάτιο,
Ξημερώνοντας πάλι.
Έν’ ατελείωτο γαϊτανάκι, αισθήσεων.
Ερωτικοί. Τωρινοί. Αληθινοί.
Πορεία προς μια φωτεινή μουσική πόρτα,
Ώρες,
που είσαι δική μου

τόσο που αποσπώμαι,
Απ’ οτιδήποτε άλλο,
γράφοντας στο ημίφως,
Με τη φωτογραφία των ματιών σου,
Στην τωρινή μου μνήμη,
Να μου μιλούνε,
Σα να ‘σαι εδώ,
όλα τα χρώματα, μαζί,
Εσύ.
Η λεπτή σου παλάμη,
που αγαπώ.

Πίσω στο δωμάτιο,
Ξημερώματα πάλι.
Ένα ατελείωτο γαϊτανάκι, αισθήσεων.

Ερωτικοί. Τωρινοί. Αληθινοί.
Πορεία προς μια φωτεινή μουσική πόρτα,
Ώρες,
που είσαι δική μου

Τόσο που αποσπώμαι,
απ’ οτιδήποτε άλλο.
Γράφοντας στο ημίφως,
Μες τη φωτογραφία των ματιών σου,
στη τωρινή μου, μνήμη,
Να μου μιλούνε,
Σα να ‘σαι εδώ,
Όλα τα χρώματα, μαζί,
Εσύ.
Η λεπτή σου παλάμη,
που αγαπώ.

Γράφω, σα να κάνω έρωτα.
Ποιο είναι το πιο δύσκολο;
Να γράφω ή να κάνω έρωτα,
Χαμογελάς παιχνιδιάρικα,
Και τούτο μ’ απογειώνει.

Πως θα περάσεις, άραγε, σήμερα,
Τι θα διδάξεις.

Ποτέ,
αγάπη μου,
Δεν μου άρεσε η πραγματικότητα,
Ή ένα πάκο, χαρτιά,
Άγραφτα.

Ν’ αναφέρεις τη συμπεριφορά
Του βλάκα, πρωθυπουργού,
Που όλο το χειμώνα, μέρα-νύχτα,
θα ζεσταίνεται, με ..μανία,

Και άλλοι,
Θα κάνουν μάθημα,
Σε κτίρια σχολείου-κοντέϊνερ.
Όσο για θέρμανση, δεν ξέρω,
Ζητάω πολλά, φαίνεται (για τα παιδιά μου).

Αλήθεια,
Γιατί να δείξω επιείκεια,
Σ’ αυτόν τον πλούσιο πασά
ΚΑΜΙΑ επιείκεια.

Αναρωτιέμαι,
Πως αισθάνεσαι, εσύ,
όταν κάθεσαι,
Μαζί με κόσμο.
Σίγουρα, το βλέπεις πολύ φυσικό.
Πόσες φορές, ο ουρανός,
δεν χάρηκε τα μάτια σου.

Στ’ ανέφερα, όλα τα προηγούμενα,
Με σεβασμό.

Σήμερα 12 Σεπτέμβρη
Που αισθάνομαι σεβασμό.
(Σαφώς αν βλέπω τη ζωή,
Ως χώρο εργασίας,
Κι όχι ως στατιστικό πίνακα).

Αναρωτιέμαι,
Πόσοι είναι εκείνοι,
Που καταφέρνουν να βρίσκουν την όρεξη,
μετά ή πριν την δουλειά,
Για να σκύψουν και να γράψουν,
Ποίημα,
Πόσο δε, πεζό,
που απαιτεί συνεχή ροή δεδομένων,
Η σκέψη σου συνεχώς, εκεί.
Εκεί.


Κράτησε λίγο.

Τι;
Ρωτάς.

Ο σεβασμός.
Γιατί; Ξαναρωτάς.

Επειδή η πραγματικότητα, είναι σκληρή,
Μου λένε,
Γύρω μου.

Προτιμώ να γυαλίζω την πανοπλία μου,
Ίσως και το σπαθί.

Αν και το σπαθί,
οφείλει,
Ν’ αφήνει τ’ αποτυπώματα κάθε νίκης,
Πάνω του.
Πνευματικής νίκης.

Πατώντας εκεί, όπου η βροχή, δείχνει,
Τα ίχνη των πεθαμένων νεκρών,

ή των άρρωστων,
Αγκιστρωμένοι οι τελευταίοι,
στα πάθη της σάρκας,
όπου τόσοι, χρησιμοποιούν,
Λίγοι όμως, σέβονται.
Κακοποιούν.
Δεν το αισθάνονται.

Απλά αντιγράφουν, μηχανικά,
ότι βλέπουν στην T.V.
Κάτι επικίνδυνο,
Που εξιτάρει
Προς ποικιλία.
Αλατοπίπερο της ζωής.

Κυρίαρχοι.
Κυρίαρχο είδος,
πάνω σε κάθε τι.

Σε σταθερά και αόρατα,
όπως οι έννοιες.
όλα όσα γράφουμε, μέσα μας,
από τότε που οι άνθρωποι, μετέφεραν, προφορικά,
Τα δημιουργήματα του νου
Που δεν αντικαθιστούν, με τίποτα,
ένα χαμόγελο.

όλοι όσοι, μας γέννησαν, ως το τώρα,
Με τα δικά τους όνειρα,
Ως εκεί που φτάνει το μάτι,
Ξυπνώντας, τρώγοντας, δουλεύοντας.
Κοιτώντας.
Χρησιμοποιώντας εργαλεία,
Θεσμούς.

Απροστάτευτοι κατά τ’ άλλα.
Καταφεύγοντας σ’ ότι, μας κρατά,
Μακριά απ’ το κακό.
Που ούτως ή άλλως,
Χρησιμοποιούμε με μέτρο,
Προτού τελικά,
Σπάσει η ατσάλινη κλωστή,
Της εγκράτειας,
Που πρεσβεύει η λογική.



Γεγονότα

«Προτού διαβάσω τις σημερινές…
εφημερίδες,
σε παίρνω αγκαλιά, με τη σκέψη,
Με τη θύμηση της γλύκας,
κάθε σου λόγου.

Φιλώ, “πετραδάκι πετραδάκι”
Το λαιμό σου,
Σα να τον αγγίζω, μόνο,

Εσύ χαμογελάς.

Είσαι το λουλούδι,
Που πρέπει να το φροντίσει,
Κάποιος.

ελεύθερη».

Όχι όπως η επί 10 χρόνια, φυλακισμένη
-με τη θέληση της, πιστεύω,
Προσωπικά-
Αυστριακή 18χρονη, πια,
Νατάσα Κάμπους,
(που πλέον εμπορεύεται τον πόνο της),

Κλεισμένη τότε, σ’ ένα υπόγειο,
Απ’ τον απαγωγέα της, Πρίκλοπολ.
Βγαίνοντας μαζί, οι δυό τους,
Σπανίως μεν, για ψώνια,
Περιέργως δε,
γιατί δεν του ξέφυγε,
Μες σε τόσο κόσμο.

Παρ’ όλ’ αυτά, η αυστριακή,
Δείχνει αν και ανήσυχη,
Συγκροτημένη!
Τον γνωρίζω τον πόνο της.
Εκείνη κλεισμένη, 10 χρόνια,
Ο ίδιος,
μπορεί το ίδιο νούμερο,
χαμένων ετών,

Μακριά από την γνώση της ζωής,
Μες την ψευδαίσθηση της ελευθερίας,
Με τους μπάτσους,
έτοιμους να χτυπήσουν
Επειδή, τους θίγεις τον εύσωμο πασά,
Τούτης της αποικίας.

Κουράζοντας το κεφάλι μας,
Με όλα εκείνα που περιμένουμε απ’ τον θεσμό,
Ενός δημοκρατικού πολιτεύματος.

Αναρωτιέμαι,
Τι, μια χούντα,
Θα πρόσφερε,
καλύτερο.

Αν ο Όμηρος,
γνώριζε κάτι γι’ αυτό.
Τι θα’ χε να πει, τώρα.
Αν οι πολιτικοί.. του δικού του καιρού,
ήταν τόσο έντιμοι! Όπως ορισμένοι τωρινοί,
που δεν υπολογίζουν το πολιτικό κόστος!

Όπως και να ‘χει, τούτο τον χειμώνα,
Το παχύδερμο, θα ζεσταίνεται, μέρα νύχτα,
Σε άλλη γωνιά της πόλης.
Ηλικιωμένοι θα πεθαίνουν από το κρύο,
Νοσταλγώντας, λίγο προτού κλείσουν τα μάτια,
Την χούντα στην Ελλάδα.
Πως είχαν ψωμί –λέει-
Δουλειά;

Ελευθερία;
Περισσότερα συναισθήματα;
Υπευθυνότητα;

Κάποια ξερονήσια για φυλακές,
Δίχως εφημερίδες για ενημέρωση.
Έτσι όπως έγιναν σήμερα,
Παλιοφυλλάδες,
Με ξερά, μικρά, άρθρα,
Δίχως βάθος,

Όρεξη να γραφτούν.
Να επεκταθεί η σκέψη.
Να επιβιώσει το αφιέρωμα, ενός θέματος,
στη μνήμη ενός αναγνώστη.
Δίνοντας πίστη στην κομματική.. εφημερίδα,
Η οποία αποτελείται,
Από ανθρώπους-δημοσιογράφους,

Όχι από κομματόσκυλα,
Της μίζας,
Του κουκουλώματος.
Της ηρεμίας.
Της ασφάλειας.

Μ’ εμάς, ορισμένους συγγραφείς,
Ως οι μόνοι που αναλύουμε την αλήθεια.
Την πίστη στη ζωή, το θέλω της μνήμης.
Τα θέλω μιας καλής επιβίωσης.
Έχοντας εσωτερική ισορροπία.

Αγάπη για το εξωτερικό φόντο,
Την αίσθηση του πρωινού ξεκινήματος.
Εκείνη η αύρα,
Καταλήγοντας στο αεροδρόμιο.

Η θύμηση σου ως παιδί, σε κάποια πόλη της επαρχίας,
Στο σταθμό των υπεραστικών λεωφορείων.
Η όψη ενός φούρνου, το πρωί,
Που σ’ αρέσει,
Ως θέση, λειτουργία,
Πάντοτε παρών

ίσως και ηλικιακά.
Επειδή κάθε πρωί, το φως της ημέρας,
Είναι η εμπροσθοφυλακή,
στα όνειρα του νου,
Επειδή κάθε βράδυ
(αν έχεις ένα αγαπημένο πρόσωπο, να θυμάσαι),
Η ονειροπόληση είναι σαν ζωντανός άνθρωπος.
Σαν κούρσα θανάτου, σε βαρέλι,
όπου η φυγόκεντρος, κρατά κάθε μηχανάκι,
στα τοιχώματα,
Στριφογυρίζοντας με ταχύτητα.

Το βράδυ,
Η νύχτα,
Η νύφη κάθε ανάμνησης.
Κάθε δημιουργίας,
Όπου η έξοδος έχει τη χάρη, κάποιου αισθήματος,
Που τελειώνει εδώ.

Εν μέσω μιας πραγματικότητας,
Που Κυβερνήσεις, έχουν το ελεύθερο –πιστεύουν-
Να κάνουν πειράματα σε ανυποψίαστους ανθρώπους.
Να καταστρέφουν. Να ρημάζουν.
Πρόθυμοι να στεγνώσουν κάθε αντίσταση.

Ίσως γι’ αυτό να χρειαζόμαστε –τοπικά-
Μια ακόμη διδακτορία.
Μήπως και αυγαταίνει η αντίσταση,
Μήπως και δούμε τα σύνορα της χώρας,
Ήρεμα και ελεύθερα, για βοσκή.
Ασφαλή και γνώριμα,
Για την ιστορία που φιλοξένησαν.

Εκείνη η γραμμένη,
στων παππούδων μας, τα βιβλία.
Γνήσια, αληθινή, ιστορία.
Μαθαίνοντας να θυμόμαστε, πως αγαπούσαμε, κάποτε.
(εσύ ξέρεις τι). (μιλώ χωρίς να παίρνω, πια, ανάσα).
οι αναμνήσεις σου, σα τις ξεθάβεις,
Βρίσκονται, θαρρείς,
Παντού.

Είναι και στο τώρα,
Τροποποιώντας τα ονειρικά,
Πιθανόν διαβαίνοντας έναν πεζόδρομο,
Σε κάποια έκθεση βιβλίου,
Περιμένοντας να την δεις,
Να την αναγνωρίσεις, και να πεις:

«Λορελάϊ μου, εδώ είμαι.
Γιατί δεν θέλεις να μου μιλήσεις;
Γιατί με πληγώνεις, τόσο δα –που είναι κι’ αρκετό-
Γιατί δεν προσφέρεις την ψυχή σου –μήπως θες να μείνεις, μόνη;
Λορελάϊ μου. Λουλούδι μου εσύ.
Ψυχή μου κι ανάσα –η αιτία που με κρατά, ήρεμο.

Με χτίζει εδώ, ίσως κι ως κίνητρο για κάτι καλύτερο, σ’ ετούτο
Το τόπο,
Της ρεμούλας και της άνεσης –για λίγους.

Γιατί δεν μου μιλάς,
αγάπη μου;
Γιατί δεν μ’ αφήνεις να σε φροντίσω;
Έστω και με το νου.
Σαφώς επειδή δεν στάθηκα, ο ίδιος, τυχερός,

Να ‘χω μπράτσα από χρήμα,
Λόγο, χάρη σε γνωριμίες.
Στίγμα,
εξαιτίας της αξίας μου,
που δεν βρίσκονται άνθρωποι, να το πάρουν.

Δεν θέλεις ούτε κι εσύ;
Πότε θα δεις,
Τι φοβάσαι.


Πότε θα βρεις χρόνο, για μένα;
Ναι, εγώ είμαι.
Με τα όποια μου λάθη
-που στα ανέφερα, όσο μπορούσα-
με όποιες περηφάνιες.
Με όσα σου έκρυψα,
Αλλάζοντας οι εποχές.
(Με όλη αυτή τη γύμνια στο blog σου,
που δεν συμφωνώ).

Λυπάμαι,
Μα πρέπει κι ο ίδιος,
Να ‘μαι, ειλικρινής.
Όπως γνωρίζεις,
Πως τα χρώματα του ουράνιου τόξου, δεν αλλάζουν».


Φαντάζομαι,
Πως σε μια ορισμένη, με όπλα, δικτατορία,
Πάλι θα είμαι ικανός, να βαδίζω,
Να πλένω τα ρούχα μου,
Να γράφω, μες το σπίτι.

Με την ανάμνηση ενός, που δεν είχα,
Αν και θα μου λείψουν τα ξημερώματα,
Δίχως ποιοτικές ταινίες.


Αναρωτιέμαι
Αν θα έβρισκα εργασία,
σε καθεστώς στρατιωτικής δικτατορίας.

Μόνο μπορώ να πω,
Τι θα ‘χε να εξηγήσει για τούτο, ο Σωκράτης.
Η γνώση του Όμηρου, για τα τερτίπια της ανθρώπινης
Καρδιάς.
Έτσι κλεισμένη όπως είναι, στο καταφύγιο της –η γνώση-
Όπου ο άνεμος με τα μποφόρ του, δεν εξουθενώνει.

Μόνο τα συναισθήματα,
Είναι ικανά, να λυγίσουν,
Το σώμα.
Για όσους κατέχουν το προνόμιο των αισθημάτων.


Πιο σπουδαία, όμως, είναι η γνώση,
Πως υπάρχουν άνθρωποι,
Ακόμη κι όταν δεν τους κοιτάς.



Έπειτα,
Είδα πως βγήκε η ευχή μου αληθινή:
Να μείνεις μακριά,
Αφού κι εσύ, προτιμάς, τους ζωντανούς, πιότερο,
Που συναντάς.

Θα ‘χεις τουλάχιστον, να το λες,
Πως σε αγάπησε ένας ποιητής,
Αν καταλαβαίνεις τη σημασία του.

Ακόμα, κι εσύ,
-όπως οι υπόλοιπες πλατωνικές σχέσεις-
Δεν μπόρεσες να με κρατήσεις.
Ήταν η καρδιά μου, πολύ δυνατή,
Για σένα.
ώστε ν’ αντέξεις,
Εκείνο που σου είχε δοθεί.

Τι θα είχε να πει γι’ αυτό, ο Σωκράτης,
Που κατείχε την απαραίτητη λογική
Να επισημαίνει
Τι είναι ο άνθρωπος.
-Οπότε εκτιμήθηκε.


Φαίνεται ότι επαληθεύομαι, ξανά,
Πως είναι ευκολότερο,
Ασφαλέστερο, πες,
(Ή και υποκριτικό, να προτιμάς),

να ονειρεύεσαι την αγάπη,
που δίνεται,
(όπως η ταινία, μόνο με διάλογους αληθινούς,
άντρα προς γυναίκα -νέοι και οι δύο-
που είδα τα ξημερώματα, στην T.V.)

Παρά να θες να βιώσεις,
Κάτι,
Που πιέζεται ο άλλος,
Άρα, δεν το μπορεί.

Επιστρέφω, επομένως,
Στην σκληρή και επικίνδυνη –από άποψη βιωσιμότητας-
Ζωή.
Στη διδακτορία της.

Που εσύ απλά, αναφέρεις,
Ζώντας όμως,
Τις φαντασιώσεις σου -σ’ ετούτο διαφέρουμε-
(στο λέω με σεβασμό: Πως ίσως αυτός να είναι ο λόγος,
που δεν μου μιλάς).

Φαντασιώσεις,
Και, ρεαλιστικές –στο είπα: θα μείνεις μόνη σου.
Όπου αρκετοί αγγίζουν, στη φιλοσοφία.
Ελάχιστοι όμως αντιλαμβάνονται
Τη σημασία, του να θέλεις να ξυπνάς,
Κάθε πρωί,
Πηγαίνοντας και για δουλειά.

Έτσι όπως έχουμε γίνει.
Αδέλφια να θέλουν να αρπάξουν,
Το κληρονομικό μερίδιο,
Από τ’ αδέλφια τους,
όπως και να’ χει.

Χρησιμοποιώντας το μίσος του άλλου,
Ως το πάτημα,
Να αποκληρώσει ο πατέρας,
Τον ψυχολογικά… άρρωστο,
Που δεν είχε την πολυτέλεια,
Να γαμάει τους πάντες και τα πάντα.


Θα κρατήσω λοιπόν

Την ανάμνηση που σου αξίζει
-τα πρωινά, νωρίς,
που τριγυρίζω στο σπίτι, μόνος,
όσο είναι ακόμη, μισοσκότεινο-
Κι εσύ δεν είσαι εδώ,
Να με παρηγορήσεις.

- Σε αγγίζουν αυτά που σου λέω;


Θα κρατήσω, λοιπόν,
Την ανάμνηση που αξίζει –όπως κι εσύ-
Την ταινία, με το ζευγάρι, στη Βιέννη.
Η τελευταία τους νύχτα, μαζί.
Συζητώντας απλόχερα, με θάρρος και σύνεση.
Αληθινοί και θαρραλέοι,
για τις αλήθειες της ζωής.

Κρατώντας τ’ ότι τόλμησαν
Να είναι αυτοί
Που όλοι μας, θα έπρεπε να συγκρίνουμε, με τον εαυτό μας.


(θα επιστρέψω κάποτε, στη μελέτη,
Ετούτου του γραπτού
-κάποτε,
Επειδή τώρα, πονώ πολύ,
Τόσο, που κανένας μετρητής,
Ψυχολογικός, ενεργειακός, πνευματικός ή ψυχικός,
Δεν είναι ικανός να καταγράψει-

Θα επιστρέψω κάποτε, στη μελέτη,
Ετούτου του γραπτού,
Που ονόμασα: ποίημα.

Θα θυμηθώ, τότε,
Εκείνα τα δύο πρόσωπα,
Ιδίως το δικό της καλούπι
-επειδή εκεί αισθανόμουν, ν’ αγαπώ, πάντοτε-

Το πρόσωπο της το γυναικείο.
Ως πνεύμα,
Όχι ως ορμόνες).


Θα θυμηθώ
Όλα εκείνα τα ξημερώματα
όλα όσα απέκτησα,
δίχως κόπο.

Η πολυτέλεια να λες,
Τούτο είναι δικό μου.
«η αγάπη που δίνω».

Τούτο το ποίημα κι ότι έχω γράψει,
Είναι δικό μου.

Η ζωή,
Όλες οι συμπτώσεις που παρουσιάζονται,
Κάτι θα σημαίνουν, δεν μπορεί.

Μα όπως έχω αναφέρει, πιο πριν,
Ο σεβασμός, κρατά, πολύ λίγο –για μένα μιλάω.

Η αυτογνωσία.
Το θέλω που ενεργοποιεί.
Ως αντίδραση, φορές.

Αφού έτσι, ενεργούμε, όλοι.

Κατά τ’ άλλα,
Αγοράζουμε το προϊόν της ασφάλειας.

«Μην περιμένεις από μένα,
να σου μιλήσω για πίστη,
Αφού ακόμη κι εσύ,
Μόνο να παίρνεις, θέλεις».

Τελικά,
Οι γυναίκες,
Μόνο ν’ αρπάζουν, προτιμούν.
(ότι κι αν σημαίνει, αυτό).

Μην ψάχνεις, φίλε,
Για διαφορά.
-δειλιάζει.

Είναι η κατάρα του άντρα
Από τον καιρό της Εύας,
Να βασανίζεται.

Παρομοίως αιώνια…
Θα βασανίζεται η Αμερική,

Ως οι μοναδικοί, που σφάζουν, γεωγραφικές περιοχές,
Απαγάγουν κόσμο,
Κατασκευάζουν απόρρητα αεροσκάφη, UFO
Ακόμη ακόμη.
Ψεκάζουν λαούς. Λεηλατούν. Καταστρέφουν.
Ανατρέφουν γενιές της κόκα κόλα
Και κάθε παρόμοιας άχρηστης, τροφής..

Φτιάχνουν πολέμους. Εξαπατούν.
Εξολοθρεύουν τη γη, τον αέρα,
Τα πόσιμα ύδατα.
Πώς να μην παρακαλάς, ν’ αφανιστούν,
-σα να ‘ναι όλη η χώρα τους, ένας άνθρωπος, μόνο,
που τα κάνει αυτά-
Αφανισμός, σαν χιλιάδες ανεμοστρόβιλοι, μαζί.
Από εκείνους που ξεριζώνουν και το γρασίδι, μαζί.

Ώστε ν’ απολυμανθεί ο κόσμος.
Να ημερέψει.
Να αποκτήσει οξυγόνο.
Με ότι χρειάζεται ο καθένας,
Ώστε να γαληνέψει.
Να δει πως η ζωή διαρκεί λιγότερο,
Από εκατό χρόνια.

«Εν μέσω κυνικών ανθρώπων,
ανίκανων να δουν,
την αγάπη που τους προσφέρεται.
Ατόφια. Γνήσια.
-ότι ζητούν όλοι».

Κυνικά λοιπόν, θα συνεχίσω.
Θα σ’ αφήσω μόνη σου, αφού το θες.
Θα εξακολουθήσω την κατάθεση ψυχής.
Αφού η καρδιά όλων μας, έχει κρυώσει
-κατ’ άλλους θρησκόληπτους, ψυχρανθεί.

Μ’ εμένα να κρεμιέμαι από μια λεπτή κλωστή
Τι θα κρατήσω,
Τι θα πετάξω.
Ειλικρινής και αθεόφοβος.
Ρεαλιστής –όπως το βλέπω, εγώ.
Πιστός, όπου με σέβονται.
Δεν φοβούνται τα συναισθήματα.

όπως δεν τα φοβούνται τα ορφανά στα ιδρύματα,
Που δίνουν, εις τριπλούν, αγάπη,
Στους υπαλλήλους που τα φροντίζουν
Σαν δικοί τους γονείς.
Μιας και η σημερινή Κοινωνία, ως γονείς,
Είναι ανίκανοι να προσφέρουν στα τέκνα,
Αγάπη.

Άρα,
τα τέκνα,
Εξουσιοδοτούνται,
από τη συνείδηση τους,
Να μεταφέρουν την αδιαφορία,
στους συνομηλίκους τους.

Οι οποίοι,
Δεν γνωρίζουν, πια,
Τι σημαίνει πίστη,
Ένα μπουκέτο, λουλούδια.

Ψέμα στο ψέμα, στη σχέση.
Γάμος ψεύτικος.
Διαζύγιο, πλέον,
Λόγω γλιστερού δρόμου-γάμου,
Που ο ήλιος της αλήθειας,
Πια,
Δεν θέλει να αγγίζει.

(Να ‘ξερες, με τι πόνο,
συνεχίζω το γράψιμο.
θέλοντας και μη).

Δεν φτάνει που δεν έχουμε δουλειά,
Μας πλησιάζει απειλητικά, και η Τουρκία.

Δεν φτάνει, που κανείς, ατομικά,
δεν αποκαλύπτει,
Πως αδυνατεί να παντρευτεί.
Έξοδα γάμου. Νοίκια. Τροφή. Πετρέλαιο’
Μες το τερατούργημα, τούτης της πόλης,

Κάποιοι ανόητοι,
Πληρώνουν 7 δισεκατομμύρια δραχμές,
Για διαστημικό τουρισμό.
Ακοπίαστα,

Πετώντας στα σκουπίδια, θαρρείς,
Ένα ποσοστό, ισολογισμού,
Κράτους.

το ποσοστό, δε, σε μελωδίες αγάπης,
Είναι τόσο μικρό,
Που αν απορήσεις,
Γιατί κανείς δεν μ’ αγαπά, πλέον,
θα σε πουν και ανόητο.
Αφού προτιμούν τον θόρυβο,
Την γρηγοράδα.
Το στυλ του αναλώσιμου.

Χωρίς διαχρονικό προορισμό.
Χωρίς αφοσίωση.
Χωρίς ασφάλεια.


Ο πιστός μου φίλος,
Είναι το γράψιμο.
Που πια,
δεν με εγκαταλείπει.

Με βλέπει.
Συζητά.
Με συμπονά,

Σαν γάζα,
Που στον κατάλληλο χρόνο,
Αλλάζει.

Ιδίως τώρα,
Μετά την αλλαγή, του χαρακτήρα «σου»,
Αυτή η απίστευτη επίθεση,
Κατά της δέσμευσης,
Να μην ανήκεις σε κανένα,
Και κανένας να μην σ’ έχει,

Να μην σ’ αγαπά,
Γνήσια, δηλαδή.
Αλλά σαν ζώα,
Να μας εξουσιάζουν ανά εποχές..
Οι τελετές ζευγαρώματος.

Ώστε είσαι λοιπόν,
Τόσο ελεύθερη.
Τόσο μόνη.

Που ούτε μια ανθρώπινη αγάπη,
Δεν μπορεί να σε αγγίξει
Να σου ανήκει, δηλαδή.

Κι αν βγάζω, ξανά,
Γρήγορα συμπεράσματα,
Αυτός είναι ο χαρακτήρας μου.

Αυθόρμητος.
Παρορμητικός.
Να σκέπτομαι ότι ανήκω σε μια γυναίκα.

Κι αφού εσύ,
δεν είσαι,
αυτή η γυναίκα,
Που ούτως ή άλλως,
Γνωρίζεις πολλά
Και πολλά σε συναρπάζουν,

Τότε,
Αυτός είναι ο λόγος
που αποφεύγεις την ανθρώπινη δέσμευση.

Παρομοίως όπως φέρονται
Εκείνοι που προσκολλώνται σε μια καριέρα,
Καταλήγοντας να καταριούνται τα συναισθήματα,
Που τόσο καιρό,
Απέφευγαν!!!

«Στα λέω αυτά,
με ειρήνη, μέσα μου.
Με ηρεμία.

Όπως είμαι.
Ναι,
όπως είμαι.

Δεν λέω πως έχω αυτογνωσία.
Επειδή φυσικά, πιθανόν,
Θα κατάφερνα πολλά.
Όπως ταξίδια. Κοινωνικότητα. Αγάπη.
Συγχώρεση. Αποδοχή του άλλου, όπως είναι,

Αφού ο καθένας, θα πληρώσει,
στον τόπο και το χρόνο του
Εκείνα που του αναλογούν.
Εκτός κι αν είναι τόσο πλούσιος,
Χωρίς προβλήματα, κανείς,
Ώστε να πραγματοποιεί διαστημικό τουρισμό.

Έτσι είναι.
Η πολιτεία σιγοντάρει τα καρτέλ,
Μήπως και τα τελευταία, νευριάσουν,
Πληρώνοντας τους εκδότες,
Να πολεμούν την Κυβέρνηση.
Η πηγή όλων των κακών,
Κάθε αδικίας.
Υπανάπτυξης.
Συνειδησιακής.
Πολιτισμικής.


Σου μιλώ ήρεμα,
Όπως όταν αγαπάς τον εαυτό
Που κυκλοφορείς ανάμεσα στον κόσμο.

Με όλους, γύρω σου,
Να προσπαθούν να σε πείσουν,
για κάτι.

Ότι αξίζεις.
Προσωπικά.

Πως υπάρχουν τίμιοι πολιτικοί.
Πως είμαστε ελεύθεροι στη ζωή μας.
Πως πάντα, κάποιος,
ακούει.
(Ναι,
αν παρακολουθεί).

Πως ένα ταλέντο μας, με ρίζες,
είναι τάλαντο.

Να πειστείς εν τέλει,
Πως δεν θα ζήσεις για πάντα.
Νέος,
για πάντα.

Κάτι ακατόρθωτο, δηλαδή,
Ακόμη και τραγικό.
Παρομοίως να γερνούν, ικανότητες.
-προθεσμίες.

όλα τα σοφά λόγια που ακούμε,
Που ένα πρωί, ξαλαφρώνοντας,
τραβώντας δηλαδή, το καζανάκι, θα απομακρυνθούν.

Μακάρι να συνέβαινε το ίδιο,
με τις παρεξηγήσεις.
Με τα εσωτερικά θέλω,
Που δεν σπάνε τον κρόκο του αυγού τους.

Η ησυχία που δεν αγοράζουμε.
Δεν μας αφήνουν.

όπως δεν μ’ αφήνεις, κι εσύ,
όποια κι αν είσαι τελικά,
Να είμαι μαζί σου,
ότι θέλω.


Ύστερα άνοιξαν, ξανά, τα μάτια μου,
Κι είδα,
Πως βρισκόμουν στον 21ο αιώνα,

Έχοντας τηλεόραση,
Τηλέφωνο,
Ψυγείο. Κουζίνα. Πλυντήριο
Ηλεκτρικό.
Τα απαραίτητα δηλαδή,
Κομματάκια ασφάλειας,
Μερίδια αποδοχής, ανθρώπων,
που μας ξινίζουν,
Λόγω ανθρωπισμού, ή προσωρινής ηρεμίας.

Γνήσιου γέλιου,
Έστω και με πονόδοντο.


θα κοιμηθούμε, λοιπόν.
Θα ξεπρηστούμε.
Θα αρνηθούμε να ξυπνήσουμε.
Μήπως τα έξοδα, πνίξουν τον 21ο αιώνα,
Καταλήγοντας,
αν όχι στα παγκάκια,
Σίγουρα,
Σε αμείωτη τιμωρία.

Ύστερα,
με κατεβασμένο κεφάλι,
-όχι τόσο, με πεσμένο ηθικό-
πλησίασα τον Θεό,

Να τον ρωτήσω,
αν πρέπει να συνεχίσω να γράφω
-εκτός αν χτίζω ανώγεια και κατώγεια-
ή να πάψω ξαφνικά
(όπως τόσες φορές, του ζήτησα,
Λόγω ηθελημένης μου, γενικής, απάθειας).

Θα ρωτήσω ξανά:
πρέπει να γράφω,
λόγια,
Που κανείς δεν διαβάζει;

Δεν φτάνουν στα χέρια,
Μακρινής, Ελληνικής, επαρχίας.
Δεν βυθίζεται άλλος νους,
στην περιγραφή της αντίληψης,
κάποιου άλλου,
νου.

Και γιατί, αυτοί,
Ο άλλος νους,
Να διηγείται, χωρίς λεπτομέρειες,
Χωρίς χρώμα, ήχους, εικόνες,
Καταστάσεις,
Δίχως τρίτους να υπερασπίζονται τον εαυτό τους;

Όπως η ζωή κάθε γονιού
Ξεκινώντας να μαθαίνει,
γιατί είναι εδώ.


Έπειτα ξανάνοιξαν τα μάτια της ψυχής,
Μα δεν θυμάμαι, για ποιο, λόγο.
(Γι αυτό και πρέπει να γράφονται, κατευθείαν,
όταν γεννιούνται μέσα σου).
- Να γράφονται παρά να συζητούνται;
Προσφέροντας τα σα λουλούδια
-αν είναι αυτή η ευωδιά τους-
Στο πρόσωπο

Που θα ‘παιρνα, απαλά, στις παλάμες μου.

Αναρωτιέμαι ποια θα είσαι εσύ,
Αν θα προλάβουμε να το δούμε
-εν μέσω τόσων,
που προσπαθούν να φέρουν το τέλος του κόσμου,
κατά τις Γραφές-
Ετούτη τη δεκαετία!!!!

Και μετά με ρωτάς,
γιατί δεν δουλεύω.

Τ’ ότι γράφω,
Δεν σημαίνει, εργασία;

20 Σεπτεμβρίου.
Στην τηλεόραση, απορούν, γιατί σήμερα,
Δεν υφίστανται ποιητές, όπως ο Σεφέρης.

Εδώ απομακρύνουν από την τηλεοπτική σεζόν,
Αγωνιστές δημοσιογράφους,
Όπως ο κύριος Κανελάκης.
Άρα,
Γιατί απορείς,
Που η αλήθεια,
ΘΑΒΕΤΑΙ,

Άρα,
Γιατί ΑΠΟΡΕΙΣ,
Που η γνήσια ποίηση,
Δεν βγαίνει στην δημοσιότητα;

Εδώ μεταξύ μας δεν συζητούμε,
με αλήθειες.
Παρά, ταξινομούμε,
Με λεπτές κλωστές, προς αντίδραση,
Κάθε ανθρώπινη μας, σχέση,
Με τους άλλους.

Εύκολα μισούμε. Μαλώνουμε. Απομακρυνόμαστε.
Γιατί;

Αποτελεί το χαρακτηριστικό των φτωχών,
σε χρήματα.
Άλλο αν οι λογικοί,
με πλήρη… αυτογνωσία,
Αντί να σωπαίνουν
-σύμφωνα με την αύρα της αξιοπρέπειας-
Διαφημίζουν την αυτογνωσία.. τους.

Με τους πλούσιους να κάνουν χαζομάρες.
(sorry for my language).
Μα χρειάζεται και λίγη αντίσταση,
Έστω και λεκτική,
Αφού δεν σηκώνεται κανείς, με αυτογνωσία,
Απ’ τον καναπέ του,

Να βγει, μαζικά πλέον.
Να κλείσουν τους δρόμους, για μήνες.
Να παραλύσει η χώρα.
Να κρυώσουν οι πισινοί των πολιτικών.

Μήπως αποκτήσουν αξιοπρέπεια οι νέοδιοριζόμενοι.
Εργάτες, υπάλληλοι, μεροκαματιάρηδες.
Σύμφωνα με το θέλω της φύσης.
Το φυσιολογικό
Αφού ετούτο σημαίνει,
Λογικός άνθρωπος.

Αφού, ούτως ή άλλως,
Είναι σπάνιοι, πια, οι φτωχοί άνθρωποι
Που έχουν άξια, προσωπικότητα.
(οι πλούσιοι αποτελούν βδέλυγμα,
ούτως ή άλλως.




Οι φίλοι

Ποιητές,
Που έχουν χάσει,
Αγαπημένα, συγγενικά τους,
Πρόσωπα.

Κλαίγοντας στο τηλέφωνο,
Για τα μικρά χαρτάκια, με ποιήματα,
Που έβαζε στα ρούχα, σε παπούτσια,
Και γωνιές, σαν ησυχαστήρια.

Έχουν την τόλμη,
να ραγίσουν
Εμπρός σε άλλο άνθρωπο,
Για το θάρρος των συναισθημάτων,
Που γέννησε εκείνο το γάμο,

όπως κάθε τι γνήσιο.
Όπως να χάνεις ένα γονιό,
Βγαίνοντας την επομένη, στον αέρα,
Στο καθήκον. Όπως πάντα.
Ετούτο σημαίνει αξιοπρέπεια.

Κάθε πρωί. Άλλη μια μέρα.
Κίνηση. Συνέχεια. Ελπίδα.
Πληροφορία για καρκινοπαθή
Που έβλεπες χαρούμενο, ζωηρό.
Απορώντας για την παρούσα δύναμη,
Προς επιβίωση.

Φορές, απορείς,
Πως,
Ενώ,
Δείχνεις εμπιστοσύνη,
Δίνοντας σε φίλους ποιητές,
Ολόκληρο το ποιητικό σου, έργο,

Εκείνοι,
Αρνούνται, ακόμη και να σου δανείσουν, ένα βιβλίο
-όχι με δικά τους ποιήματα.
Έπειτα,
Σου επιστρέφουν τα πάντα,
Και τη διάθεση επαφής;
(που είναι και το πιο τραγικό.
Αν αυτό δεν σε στενοχωρεί, τι να πω).

Ύστερα,
Απορείς,
Γιατί η Ελληνική ποίηση,
Φθίνει,
Αφού η εμπιστοσύνη, μεταξύ,
ανθρώπων του πνεύματος…

δεν μοιράζεται ισόποσα.
Λες και προστατεύουν, κάτι,
Που ούτε κι οι ίδιοι, γνωρίζουν,
Τι.

Λες και έχουμε, λέμε,
Αυτογνωσία.
Επιβεβαιώνοντας το λαϊκό ρητό,
Απ’ το ένα αυτί, μπαίνει, ο λόγος,
Απ’ το άλλο, απομακρύνεται.

Κατά τ’ άλλα,
Καταλήγουμε σε συλλόγους, μαθημάτων αυτογνωσίας,
Για χρόνια και χρόνια
-για παρέα, να το δεχτώ-
Ανίκανοι -εν μέρει- όμως,
Να μοιράσουμε, στην πράξη,
όσα έχουμε διδαχθεί.

Επειδή κάποτε, μας πλήγωσαν.
Κι αν δεν βγάλαμε το θυμό, στο χαρτί,
-ιδίωμα όσων γράφουν-
Τότε θα βρούμε, άλλο τρόπο να αντιδράσουμε.

Σε κόντρα, όσων
Μας θέλουν τέλειους,
Ενόσω, εκείνοι, είναι ανίκανοι,
Να μιλήσουν για τα χαρακτηριστικά του είναι τους.
(δεν συζητώ μαζί σου. Είμαι εξυπνότερος από σένα).

Απορείς επομένως,
Γιατί γράφουν.
Αν αφέθηκαν τελείως,
Στην ψυχή τους, που θέλει να μιλήσει, απευθείας, στο χαρτί.
Ή γράφουν για την προβολή, μόνο.
Μόνο τα καλά της ζωής
Ή του προσωπικού τους, κουφαριού.
Αμφιβάλλω, αν κατέχουν ένστικτο.
-το έπνιξαν, μαζί με την ικανότητα τους, να αγαπούν.

Άρα,
Για ποιους φίλους, ποιητές, μιλάμε;
Να δείχνεις απέραντη εμπιστοσύνη,
Κι εκείνοι να σε “κλωτσάνε” στο ευαίσθητο σημείο.

Μήπως σας κρατούν, γενναιόδωροι, φίλε, φίλη, ποιητές,
Κάποιοι άλλοι,
-γενναιόδωροι στο χαρτί,-
ώστε, κάποιοι άλλοι,
Να αισθάνονται σημαντικοί…
Πως κάποιος, με ταλέντο,
Αφιέρωσε, χρόνο και αποδοχή,

Μη παίρνοντας όμως, πίσω, τελικά,
Τίποτα.

Ένα απέραντο κενό,
Παρόμοιο με την επαναλαμβανόμενη, σαρκική, επαφή,
Χωρίς τρυφερότητα.
Μόνο για εγωιστικούς λόγους,
Επιβεβαίωσης.
(ή για να μην έχουν απωθημένο,
Ότι δεν πούλησαν, την λεία τους επιδερμίδα).

Άρα,
Γιατί να γράφεις, πια;
Ενόσω,
Μια μελανοταινία,
Στοιχίζει -άκουσον άκουσον-
7.500 δραχμές.
λες και είναι από χρυσό,
ή από ασήμι.

Ένα κομμάτι παλιοπλαστικό,
Με μια ελάχιστη ποσότητα, μελανιού,
Ίσα ίσα,
Για 500 φύλλα, χαρτιού,
-στην καλύτερη περίπτωση.

Άραγε,
Θα εκτιμήσει, ο φίλος
Που δέχεται, εμπιστευτικά,
Τούτο το κόστος;

Και πες, ότι προσφέρεις, απ’ την καρδιά σου
Μη λαβαίνοντας.. υπόψι
Που καταλήγει, τούτο το κόστος,
Αλήθεια ναι;

Ο πνευματικός κόπος,
Οι επίπονες ώρες, να χτίσεις κάτι,
Να σου πουν: Χρειάζεσαι.
Αξίζεις.
Το έργο σου θα είναι διαχρονικό.
Αν προλάβεις, δηλαδή.

Βαπτίζοντας την αυτογνωσία
-πως μόνο το θέλω του Θεού-
αξίζει,
Ως σημάδι κατάθλιψης.

Φορές, απορείς: γιατί γράφω.
Αν πάψω, ξαφνικά,
Ποιοι θα κερδίσουν,
Έχοντας ως τρόπαιο την κεφαλή σου.

Μανιασμένοι εχθροί,
Κάθε ποιοτικού ξεσπάσματος,
Το οποίο πάει κόντρα,
Στην Πολιτική μαφία.

Κατά τ’ άλλα, ο Θεός,
Μας λέει: Εκτός από τον δικό Μου, Νόμο,
Θα σέβεστε και των ανθρώπων.

Τι ακριβώς, να σεβαστώ;
Την πολυτέλεια που στερούμαι;
Ως πρότυπο, ενός γνωστού μου, προσώπου,
Το οποίο πιστεύει ότι είναι κάτι;

Χρόνος, αναλώσιμος.
Πάθη. Κόκκινο κρέας.
Διείσδυση. Επανάληψη.
Κορεσμός;

Μη έχοντας χρόνο για το Θεό,
Που αν μιλήσεις στους ανθρώπους, του πνεύματος..
Πως όλα ετούτα τα γραπτά,
Δεν σημαίνουν, τελικά, τίποτα,
-αφού,
απ’ το ένα αυτί, μπαίνει ο λόγος,
απ’ το άλλο, ξεφεύγει-

θα μειδιάσουν,
-σα να το μάζευαν, αρκετό καιρό-
Φορώντας το στέμμα, από τώρα,
Του Νόμπελ λογοτεχνίας!

Άραγε,
στις προσωπικές τους σχέσεις,
είναι εξίσου, δυνατοί;
Ώστε να διαλύσουν τον αντίπαλο.
Τον εαυτό τους, ήδη,
Όμως.

Καταλήγοντας εμπρός στον περήφανο θρόνο,
Ώστε να κριθούν,
Κι εκείνοι που κατείχαν το τάλαντο του γραψίματος,
Μα το έθαψαν.
(βλέπεις,
τους πίεζαν μια ζωή,
Να είναι κάτι άλλο, από εκεί που ανήκαν).

Λες και θα ακουγόταν, ποτέ,
Η αλήθεια.
(δεν έχετε ιδέα, σε τι χώρα, ζείτε).


Μόνο τη μουσική, θυμάται, ο κόσμος.

Δεν αλλάζει τίποτα.

Πώς να τα βάλει, ένας άνθρωπος,
Με τα όπλα των δυνατών,
Που ανέκαθεν,
Είναι παραδομένοι στις ορέξεις τους.

Και κανείς δεν διακόπτει,
Την κατηφόρα που έχουν πάρει.

Παρομοίως δεν σταματά, η οσμή της αύρας,
από κάτι που είπαμε
-εννοώντας το ή όχι-


συλλογιζόμουν, προ ολίγου,
Αν με τα λόγια, δύναται,
Να κρατήσεις, άνθρωπο,
κοντά.

(τα μικρά γράμματα,
ακόμη κι αν ξεκινούν, προτάσεις,
Μου θυμίζουν, παντόφλες,
φιλική διάθεση).


Τα λόγια είναι,
Όπως ορισμένοι χρήστες του ίντερνετ,
Που ενώ δηλώνουν “υποταγή”
Ο ένας στον άλλο,
Δεν συναντώνται, ποτέ, κάπου έξω,

Να δει ο ένας την ήρεμη έκφραση, του άλλου, στο πρόσωπο.
Άραγε, επομένως,
Τι να περιμένει.

Τα λόγια είναι, κάποιος που παραπλανά,
Όπως, να σου λένε:
Σήμερα θα βρέξει,
Ενώ είναι μεσημέρι,
Κι ακόμη δεν έριξε στάλα.

Τα λόγια,
γεμίζουν χαρτιά.
Αδύναμα, λόγια. Λόγια που δηλώνουν, φυγή,
Προσπάθεια να κρύψεις μία σου ελπίδα. Διάθεση επαφής.
Λόγια καταπιεστικά.
Αγαπησιάρικα.
Εκδικητικά. Απολογητικά. Επίπονα –να τα γράφεις, να δεις,
πως είναι.
λόγια συμπάθειας.
Επιπόλαια λόγια.

Φράσεις της στιγμής,
Σε κάθε σπίτι, συγγραφέα – ποιητή,
Ο καθένας, με δικά του ερεθίσματα,
πέπλο ονείρου.
Να ξεφεύγει ο νους. Δεν ανήκει στον τωρινό χρόνο.
Δεν τον εξουσιάζει το ρολόι, εκείνον που ονειρεύεται.

Τα ρεαλιστικά πρότυπα.
Οι ακόλουθοι, κακών διαθέσεων.

Η ανάγκη κοινωνικότητας, είναι μόνο μια έννοια.
Όπως η απομόνωση.

Γράφεις. Στάζει αόρατο αίμα, στο χαρτί.
Παντού ανά τον κόσμο.
Διάλεκτοι. Γλώσσες. Συγγενικές λέξεις.
Λόγια να περιγράψεις,
Εντυπώσεις
Συναισθήματα,
συλλογισμούς με πρόγραμμα, οργανωτικό.
Λόγια επικοινωνίας.

Σαν ρυθμός μουσικής, επαναλαμβανόμενος.
Πολιτισμός.

(φορές,
βαριέσαι να αντιγράφεις, καθαρογράφοντας, τον κόπο σου.
Δεν καταλαβαίνεις, πλέον, για ποιο λόγο.
Απ’ το ένα αυτί, εισέρχονται,
Ακατέργαστα, απομακρύνονται).

Λόγια αδύναμα ή με ένταση,
Λόγια, επηρεασμένοι από τα χρώματα, τριγύρω.

Λόγια που αντικαθιστούν τις πράξεις.
Αγκαλιάζεις με τις λέξεις,
Το “ποίμνιο” σου.


όμορφα λόγια,
Να περιγράψεις, ένα όμορφο ζευγάρι,
Από αλογάκια του βυθού.
Τι ωραία η ένωση τους.
Η όψη. Η κίνηση.

Λόγια, να επικοινωνούν, μεταξύ τους, είδη, ζώων,
Πουλιών, θηλαστικών,

Λόγια ανθρώπινα.
Λόγια συμπαράστασης.
Να τρως
να έχεις δυνάμεις,
για λίγες φράσεις, ακόμα.

Λόγια, ότι είμαι εγώ.
Λόγια στις επάλξεις,
σύμφωνα με διαταγές μου.
Λόγια σαν κόμικ.
Που κάθε τόσο επαναφέρεις.

Σαφώς επειδή αραχνιάζουν.

Λόγια πολλά,
Λόγια κι άλλα.

Λόγια αγάπης.


Θυμήθηκα

γιατί,
προηγουμένως,
Άνοιξαν τα μάτια μου,
Για άλλη μια φορά.

Εκείνος που ήρθε να με σκοτώσει
-ως αληθινή μορφή, στον ύπνο μου-
Ήταν,
εγώ ο ίδιος.

Επειδή έχω ψυχή.

Δεν έχω αυτό που αποκαλούν, οι ρεαλιστές,
στα του βίου τους,
Αυτογνωσία.

Εκείνοι, έχουν, μόνο,
αυτογνωσία.
Και μια έννοια πνεύματος,
Εννοώντας ενεργειακή αύρα,
η οποία δημιουργεί!!
Σκέψεις και συναισθήματα.


Θα κλείσω λοιπόν, τη βόλτα,
Και θα πλησιάσω στη ζεστασιά του Πατέρα μου,
Ως Πατέρα, φυσικά, και ειλικρινά.
Επειδή Εκείνος, υπάρχει.
Βρίσκεται εδώ,
Ανάμεσα μας.

Περιμένοντας ένα γραμμάριο, μόλις, προσοχή,
από κάθε άνθρωπο.

Να πάψει, ο άνθρωπος, ν’ ανησυχεί,
-έστω για λίγη ώρα-
Ν’ ανοίξει τα μάτια του, ο καθένας,
Ν’ αποδεχτεί την Παρουσία Εκείνου.

Ως το μόνο βοήθημα, τελικά,
Με ειλικρίνεια και αγάπη,
Εν μέσω όλων των ύποπτων αόρατων.. κακών,
Που υφίσταται ο πολίτης.
(βλέπε ψεκασμούς)
-ακόμη και με ραδιενέργεια-
Αν λες την αλήθεια,
Ή τους πας κόντρα,
-εννοώντας τους υποτακτικούς

του παγκόσμιου ηγέτη,
όπως δήλωσε ζωντανά, στο CNN,
ο ίδιος ο αμερικανός Πρόεδρος.


Μακάρι να θυμόμουνα τα δάκρυα,
του ανθρώπινου πατέρα μου,
Κάθε φορά που τον στενοχωρούσα.
Αφού δεν μπορώ να δω,
τα δάκρυα,
Του ουράνιου Πατέρα –μου.

Φορές, συλλογιέμαι:
όποιος απολογείται, με σκέψη αυτογνωσίας,
της στιγμής, όμως,
Έχει όντως, αυτογνωσία;

Ή,
όποιος απολογείται,
Με παρόμοιο στόχο,,

Πιστεύει,
Πως θα εξαλειφτούν οι αμαρτίες του;

Όπως οι σπάνιες στιγμές,
-μακάρι να μ’ έβλεπες-
Που τραγουδώ, με πάθος,
Ελληνική μουσική
Μουσική αγάπης.

«Πού είσαι
να σε λούσει,
Τούτος ο καταρράχτης;»

Μακάρι να έδειχνα το ίδιο ενδιαφέρον,
και για τη σωτηρία της ψυχής μου.

Ένας υγιής εγωισμός,
που πρέπει να μάθω,
Να μην διαπραγματεύομαι.

Με εκείνους εκεί έξω,
Να έχουν μαύρα μεσάνυχτα,
όσον αφορά, περί παρουσίας, Θεού.

Εννοώντας φυσικά,
Κάτι άλλο,
Από τη σκέψη, ορισμένων,

Πως επειδή μπαίνουν σε μια εκκλησία,
Ο Θεός,
Είναι ευχαριστημένος, μαζί τους.

Άρα,
Βρίσκεται εκεί,
Πλάι τους
-για να τους προστατεύσει!

Όχι, βέβαια,
Πως ο ίδιος, είμαι ικανός,
Να αισθάνομαι,
Παρουσία Θεού,
-ούτε, στο μηδέν, κόμμα μηδέν
και πάει λέγοντας.

Εννοώντας,
Παρουσία Θεού,
Σαν αόρατος άνθρωπος,
Με αγαθά συναισθήματα, και κατανόηση,
Ειλικρινή,
Πλάι σου.

Φορές,
Είναι τρομαχτική, αυτή η αίσθηση.
Της ενεργοποίησης του φιλότιμου,
απέναντι στον Πατέρα, του καθενός.
Προκειμένου, με φυσικότητα,
Να μάθεις να Τον σέβεσαι.

θα μου πεις, βέβαια,
Τη μια πολεμάς τον Παντοδύναμο,
Την άλλη, μας κάνεις κήρυγμα.

- Κάτσε εσύ, εκεί που είσαι
Καλά πας.

Μες τις κομπίνες, τις μίζες,
Πολυθεσίτης, όπως είσαι,
και βολεμένος.

Άλλοι δεν έχουν εργασία.
Ίσως όμως, φιλοτιμηθούν,
Περί σκοπού,
Εξέλιξης,
Της ανθρώπινης νόησης και αξιοπρέπειας,
Κοιτώντας,
όχι ψηλά,
απλά,
πλάι μας.

Καταλήγοντας, στα γεράματα σου,
Να κυκλοφορείς με μια τσάντα φάρμακα.
Απόρροια, ξέφρενης πορείας:

Να ζήσουμε. Να χαρούμε.
Ποτά. Τσιγάρα. Αλάτι, κρέας. Ξενύχτια.
Αποφεύγοντας, γενικά,
τα φρούτα.
Το πολύτιμο τσάι,
Την άσκηση.

Μη σου μείνει, κουσούρι:
Δεν έζησα!

Αυτό είναι ο βίος, για σένα.
Αυτογνωσία..
Και ξερό, όχι ξερό,
Λευκό ψωμί και άπληστη ηδονή.

Αντικαθιστώντας το λόγο,
η γραφή
ΟΜΩΣ,

Να που τ’ ανθρώπινα λόγια,
Δεν φέρνουν, άλλη ψυχή,
ΚΟΝΤΑ,
«κι η απόδειξη είσαι εσύ».


Οπότε, κλείνει ετούτη η πόρτα.

Σα να τη τάραξε, κάποιος σεισμός.
Λυγίζοντας την καμάρα,
Σφραγίζοντας την είσοδο,

στον κόσμο μου.

Ναι,
σε ξεπέρασα,
Προτού καν,
σε γνωρίσω!

«Δεν έδειξες θάρρος.
Τώρα πια,
Είσαι
Άλλη μία,
άγνωστη.

Είσαι κι εσύ, λοιπόν,
απ’ τις γυναίκες,
Που αρέσκονται στην κολακεία.

Προσοχή, μόνο, να τους δείχνεις.
Δεν μιλούν για τον εαυτό τους.
Δεν ανοίγονται.

Είναι ναι,
ΚΡΥΑ,
η καρδιά σου.

Σ’ έχει τυφλώσει το χρήμα της οικογενείας σου.
Όλα εκείνα,
Που έχεις,
σε πληθώρα.


Πού βρίσκεται το απλό πρόσωπο,
που αγαπούσε να κοιτά,
Ο πατέρας σου;

Είναι τόσο προβλέψιμοι, λοιπόν,
Ορισμένοι ευαίσθητοι άντρες,
Για σένα;
Θα μείνεις μόνη σου,
Στο είπα.

Όταν έπρεπε.

Κάτσε μόνη σου,
Λοιπόν.

Δεν ξέρεις ν’ αγαπάς.
Έχεις άγνοια

Μια άγνοια επικίνδυνη,
Πρώτα για την ψυχή σου.

Όπως λέει κι ένα τραγούδι,
Θα σε ξεχάσω.

Τα δροσερά Ανοιξιάτικα, πρωινά,
Σα θα με ρωτά, η νύχτα: θυμάσαι, Μάκη,
Γιατί τάχατε, τόσο πόνο.
Η ειρωνεία σου δεν έχει όρια.

Η ανάγκη των γυναικών,
Να πληγώνουν.

όχι ότι θα τις μάθουμε και ποτέ.
(επειδή πιστεύουν, πως τις βλέπουμε, σαν τρύπες,
ΟΛΟΙ μας!!!)
Δύσκολο πράγμα, οι σχέσεις
Για γερά στομάχια,
Που αντέχουν την υπομονή.

Να βλέπεις τον άλλο, όπως εσένα.
Ως ανθρώπινο ον,
Που αξίζει σεβασμό.

Αρκεί να ‘χεις χρόνο,
Να σεβαστείς τον άλλο.

Να μην τον αποκαλείς, δήθεν, πολύτιμο,
ή φίλο…


Δεν αξίζει να σου μιλώ,
έτσι,
Έτσι θα μίλαγα,
Αν ήθελα να αγαπήσω, κάποια;

Προφανώς όχι.


Αναγκάζεις τον εαυτό σου, ν’ ανεχτεί,
Καταστάσεις.

Αρκεί..


Να δεις τον κόσμο όπως είναι.
Μπες στον κόσμο,

Μήπως ξυπνήσει,
Διηγηθεί, πρώτη φορά, με τη σειρά του,
Εμπειρίες σου.

Φυσικά.
Σα να ξημερώνει, μεσημεριάζει.
Νυχτώνει.
Μπορείς να δεις, μόνο ότι φωτίζεται,
Ή αν θες να χαθείς, μες το μαύρο,
Προς απομόνωση,

Ή άλλες,
Χαμένου είδους,
Απασχολήσεις.


Καμία γυναίκα, δεν μας έχει, πει
ή γράψει, ποτέ,
Πως ξεκινά ν’ αγαπά, έναν άντρα.

Το καταλαβαίνω το πείσμα σου,
που σημαίνει κάτι,
Που χρειάζεται ασφάλεια, για να μοιραστεί.

Θα μείνεις μόνη σου, όμως.
Θα δεις.

Δεν θα βρεις, την αντρική ομορφιά,
Όπως τη φαντάζεσαι.
Δεν υπάρχει τέτοιο πράγμα

όπως κάθε τι, που προσπερνάμε.
Κάπου, στις πίσω θέσεις, ως διακοσμητικά,
πάνω στα έπιπλα,

θα σε ξεχάσω κι εγώ,
Σα να μη ζεις, καθόλου,
(ώστε να μην ξεκινήσω να σε προσβάλλω,
επειδή ούτως ή αλλιώς,
η επαφή μας ήταν κάτι ψεύτικο.
Δίνοντας αξία στην ποίηση σου,
Που ελάχιστα άγγιζε,
Τον πρόλογο,
Της διαχρονικής ποίησης).

Σα να μη ζεις,
Ούτε όταν πατάω το κουμπί,
Που τροφοδοτεί με ρεύμα,
Τον υπολογιστή μου».







Ήρθε νωρίτερα
Το Φθινόπωρο

(άλλαξα σε νέο στυλό).

Νωρίτερα η κακοκαιρία.
Μα οι άνθρωποι, γύρω μου,
Αρνούνταν ν’ απομακρύνουν,
Τα κοντομάνικα τους.
Γι’ αυτό, και η φετινή έξαρση, της γρίπης.

Αν επιθυμούμε να σκεφτούμε λογικά,
Κι όχι ν’ αναζητήσουμε, αλλού,
Μια ξαφνική έξαρση, ιώσεων,
Ή της καταστροφικής μανίας, της φύσης..
Πλησιάζοντας ο Οκτώβριος,

Αλλάζοντας σιγά σιγά, και ωραία,
Τα κοντομάνικα που βαριόμαστε, τελικά,
Με ελαφρά μάλλινα.

Με κουβέρτα στο κρεβάτι.

Μα ευτυχώς,
Άργησε φέτος, το πολύ κρύο.
Μόλις μετά τις 15 του μηνός, Οκτώβρη.

Φυσώντας δυνατά, εκεί έξω.
Προσπαθώντας, μέσα μας,
Να βρούμε το παλιό μονοπάτι, της συγνώμης.

Συγνώμη στους ΑΜΕΑ,
Που, πιστεύοντας, πως διέκοψαν τα άρθρα μου,
στην εφημερίδα τους,
Νευρίασα,
Κι είπα, λόγια,
Που δεν ανήκουν στην ιδιοσυγκρασία μου.

Λόγια που έγραψα, σε ποιήματα μου,
Που διαβάζοντας τα, μετά από καιρό,
Δεν πίστευα, καν,
Πως τα σκέφτηκα.

Σα να μιλούσε κάποιος άλλος.
Κάποιος που ήθελε να μου επισημάνει κάτι.
Μια άποψη, όχι δική μου.
Στρωτή όμως,
Να ‘χω κάτι νέο να συλλογίζομαι, εκείνη, τη συγκεκριμένη, στιγμή.

Συγνώμη, άραγε, πού,
Ακόμα;

Συγνώμη δεν αξίζουν, όπως ξανάπα,
Το 95% των γυναικών,
Από 18 έως λίγο μετά τα 40,
Που επειδή δεν τους κάθισες,
Ή δεν άφησες,
Να σε κινούν, σαν μαριονέτα,
Είναι ικανές να σε μισούν,

Παρομοίως όπως μισούν, τον εαυτό τους,
Που είναι λιγότερο αηδιαστικό,
Από τις επιθέσεις,
Εναντίον, ανυποψίαστων αντρών.

Συγνώμη, άραγε, που, ακόμα.

Στον εαυτό μας, πρώτα απ’ όλα.
Στις φοβίες. Στις τρικλοποδιές.

Συγνώμη σ’ όσους κοροϊδέψαμε,
Επειδή είμαστε κάτω των 30,
Και θέλαμε να το γλεντήσουμε.

ΓΙ ΑΥΤΑ ΤΑ ΛΙΓΑ ΔΕΥΤΕΡΟΛΕΠΤΑ
Οργασμού.

Μετά αναρωτιέσαι,
Γιατί δεν μ’ αφήνουν ήσυχο
(Μήπως η ζωή;).

Γεράσιμος Μηνάς 2006

0 Comments:

Post a Comment

<< Home