Το Blog της αγάπης

Αγάπη για ποίηση και για άξια αξιοπρέπεια στις γυναίκες

Thursday, July 12, 2007

βέλος

Με ρωτούν ως στρατιώτη,
γιατί πολεμώ.
Επειδή έτσι πρέπει.
Όπως όταν σημειώνεις κάπου,
ποιοι σου έχουν κάνει κακό.

Δεν το ξεπερνάς.
Υποτάσσεσαι.
Διεκδικείς μερίδιο
απ’ όπου, ποτέ δεν εγκρίθηκε,
Τραβάς την αναπνοή κάποιου άλλου;

Πόσο αυτό διαβρώνει τον χαρακτήρα μου.
Δεν ζήτησα ποτέ, ίσως,
να σε κάνω να πονέσεις
-θανάσιμα-
όπως εγώ μέσα μου.

Έψαξα πολλές φορές για δουλειά,
και κανείς δεν στάθηκε στην πόρτα,
με ενδιαφέρον.
Μάζεψα τα απαραίτητα
και κατατάχτηκα μισθοφόρος.

Μήπως και κάνει κακό
ο καλός μου χαρακτήρας.
Συνεργός στη δική τους ψεύτικη καλοσύνη.
Με ρωτούν εμένα,
Γιατί δεν φυσά,

Δεν κινούνται τα σύννεφα
που ηρεμούν την ψυχή,
Ενός στρατιώτη.
Ενός μισθοφόρου,
με βλέμμα να σπρώχνει τους πάντες.

Αναρωτιέμαι
Τι με επηρέασε.
Μικρό.
Ή επειδή ως ενήλικας
Διαχειριζόμουν μόνος, χρήματα,

Και χρόνο,
Ικανός, και εγκρίνεται.
Μου μαθαίνουν τα νέα, να πολεμώ.
Το καλύτερο βιντεοπαιχνίδι.
Κίνητρο παρέδωσε

Κάθε είδους μικρή
ή μεγαλύτερη κοινωνία.
Με ρωτούν γιατί τα φύλλα
τα κινεί ο άνεμος,
Και γιατί δεν μιμούμαστε

αυτό το παράδειγμα.
Εγώ δε φοβάμαι το θάνατο.
Οι σφαίρες δεν λυγίζουν
αγνοημένα πτώματα.
Μόνο γελάς και σκοτώνεις αδιακρίτως.

Αρχικά,
παιδιά ενός Αμερικάνικου σχολείου.
Με τις μνήμες να σε οδηγούν,
Του ολοκαυτώματος του Βιετνάμ,
Εκδικητής λογαριασμών, ανοιχτών ακόμη.

Με τη μνήμη,
τυλωμένη από υπερηφάνεια
Ως μέλλον μη υπολογίσιμο.
Στο σκόπευτρο,
μια χούφτα διαδηλωτές,

Κι έπειτα,
ο θάνατος ηδονίζεται
Απ’ το ουρλιαχτό,
Το κρυφό, στο μυαλό,
κείνου του χεριού στη σκανδάλη.

Αρπαγή, μεριδίου ζωής
Που ποτέ, ίσως, δεν εγκρίθηκε
Από καρδιές
που χτυπούσαν,
Ακόμα.

Σα να τις συνόδευαν
ψαλμωδίες ανθρώπων,
Μελαγχολικές.
Με ρωτούν ως στρατιώτη,
Γιατί τώρα τους έχω ξεχάσει.

Κι όμως με βραβεύουν. Στις ειδήσεις.
Κάθε που σκότωνα ένα παιδί,
ενόσω μου πετούσε πέτρες.
Όταν εξέφραζα, πίσω στην Πατρίδα,
τους πατριώτες, κι εξευτέλιζα φυλακισμένους.

Κάθε που ποδοπάτησα,
χώμα που δε μου ανήκε.
Για το καλό της δικής μου χώρας.
Ποιος κοίταξε τα μάτια μου,
και τι είδε.

Μου είπαν,
οι διαμάχες δημιουργούν εμπειρία.
Βαθμούς. Προνόμια.
Μια γεύση κυριαρχίας.
Άραγε, εξαντλείται;

Αυτό το βέλος,
είναι μέλος κυνηγετικού όπλου.
Ταμπέλα, με οδηγίες προς εξυπηρέτηση.
Σημάδι στο στατιστικό πίνακα, ανθρωπιάς,
Αναπνοών σε καθεστώς ύπαρξης.

Με ρωτούν ως στρατιώτη,
Γιατί πολεμώ.
Μήπως η καρδιά είναι κρύα
όπως το μέταλλο
που χειρίζομαι, λησμόνησαν τέλος, να πουν.
Επειδή, έτσι πρέπει¢
Ο πόλεμος
είναι ένα μανιασμένο σκυλί,
Δίχως εκπαίδευση.
Όρους τιμής, ή σκοπό.

Εγώ ήξερα,
πως όποιος λείπει καιρό
απ’ την Πατρίδα του,
Μεταναστεύει, δίχως άλλο.
Δεν περιμένει να δει κακό,

Δε βοηθά
στη δημιουργία
Στρατοπέδων συγκέντρωσης.
ενός ακόμη.
Όπως παλιά.

Που έμπαιναν άνθρωποι,
κι έβγαιναν μάζες δίχως ίχνος ταυτότητας.
Σα να μη ανατάραξε ποτέ,
το πόδι τους, το χώμα.
Σκύβω και το κοιτώ,

Η κάνη του όπλου μου
Σημαδεύει.
Με ρωτούν τι σχεδιάζουν
οι ανώτεροι μου.
Ποιο σημείο στο χάρτη,

Έμεινε το αποτύπωμα τους.
Κύκλοι ζωγραφιστοί
Και διάμετροι, βεληνεκούς πυραύλων.
Στόχοι σημαντικοί.
Όμορφοι στόχοι.

Σε ποιο σημείο της πόλης να σταθώ,
Πίσω από ποιο βουνό,
και που να σκάψω.
Με ρωτούν αν αγάπησα ποτέ.
Αν κοίταξα στον ορίζοντα.

Με ρωτούν τι βλέπω σ’ ένα γέρο.
Πόσες επαναστάσεις και ποιους θανάτους
Θυμάται ακόμη.
Αν έκλεισε στον τοίχο, τα ίχνη από τις σφαίρες.
Ευτυχώς έτυχε και δεν κάηκε το σπίτι του.

Αυτός ο δρόμος
Που βγάζει.
Και πως ξεράθηκε το μονοπάτι.
Ποιος έγειρε σ’ αυτόν εδώ τον άνθρωπο,
τώρα που ο καθένας δεν ξέρει να δει κανέναν άλλο.

Γιατί είμαι σίγουρος
πως τα κόκαλα, στα πόδια, στα καλάμια,
Πάντοτε θα με σηκώνουν. Θ’ αντέχουν.
Δεν θα σπάνε από υπερ-κόπο
Ή χτυπήματα βασανιστηρίων.

Κόπος να δέρνουμε
Κόπος ν’ αμυνόμαστε.
Με ρωτούν ως στρατιώτη
γιατί πολεμώ.
Επειδή έτσι πρέπει.

Περπάτησα ποτέ, ξυπόλητος.
Και τι μου έλειψε.
Γιατί, κι άλλος πόνος.
Απελπισία.
Έλλειψη σε τροφή. Και πόρους.

Τι πιο χειρότερο.
Να γεννιούνται αιτίες για πολέμους.
Επεκτατικά,
στα χνάρια των Ναζί και του Χίτλερ,
Στα πρώτα χρόνια του πάθους τους.

Δεν ξέρω
πως δίνει εντολές,
Τούτο το σώμα, να μεγαλώσει.
Να βγάλει δόντια, ν’ αγγίξει,
Να σταθεί.

Να εννοήσει ποιον εμπιστεύεται.
Μήπως τον διακρίνει,
και στο σκοτάδι.
Συνηθίζουν τα μάτια.
Τις εικόνες επίσης, στις ειδήσεις.

Δεν μπορώ να διακρίνω
πότε ο ήλιος με κοιτά.
Τη στιγμή που πιστεύω
πως δημιούργησα κι εγώ
Ένα φυσικό φαινόμενο:

Μια σφαίρα
που σχίζει χώρο και χρόνο.
Ένα σώμα
που δεν θα γεννήσει ποτέ
άλλο σώμα.

Περιμένουν οι γονείς,
πίσω στην Πατρίδα.
Όπως όταν ξεπορτίζεις στην εφηβεία.
Δεν ελέγχουν. Δεν διδάσκουν, πια.
Κατά που να κοιτάξω στον ορίζοντα¢

Λένε,
μόνο εσύ, καταλαβαίνεις το φύλο σου.
Και ποιος είναι πιο ευαίσθητος;
Οι γυναίκες ενόσω μαθαίνουν πως χωρίζουν.
Οι άντρες που ακούνε ακούνε από τ’ ανοιχτό παράθυρο

Τη μουσική τους.
-Το ίδιο και το ίδιο τραγούδι.
Ήχοι ειρηνικοί,
Σε καλούν ν’ ακολουθήσεις.
Εγρήγορση και επαφή.

Σύμπνοια. Παρηγοριά.
Έπειτα ξεχνάς,
και συνεχίζεις την εκστρατεία.
Εκδικείσαι την τύχη σου.
Σπέρνοντας όλεθρο. “Χολέρα”.

Όχι διαδρόμους ανθρώπινους.
Πέτρινους. Με άσφαλτο,
σα ποτάμι από πίσσα
κινούμενη λες,
στα σωθικά του πολιτισμού.

Στο φως του φεγγαριού,
όλα τα κτίσματα είναι ίδια.
Η αγάπη είναι ίδια.
Η καρδιά μαλακώνει.
Και, του στρατιώτη.

Πόσα παιδιά, μάνα,
Προλαβαίνεις να γεννήσεις;
Ποιοι γάμοι θα σιωπήσουν
Με ρωτούν ως στρατιώτη
αν τη σεβάστηκα. Μήπως και τους ανθρώπους¢

Τους εξοπλισμούς εγκρίνω.
Τη σπατάλη των συλλεκτών
συναθροίζω
Με την αμοιβή των αρχιτεκτόνων.
Ενέργειες άχρηστες.

Πόσο διεφθαρμένος
πρέπει να είμαι
Για να σκοτώνω επί πληρωμή,
Αμάχους, τέρατα νουθεσίας στο μυαλό μου,
Θύμα ρατσιστών, με πνεύμα καπηλίας.
Είναι χειρότερο το περιβάλλον
στο πεδίο της μάχης
Σε σχέση με τους κρύους διαδρόμους
των νοσοκομείων;
Που να καταλάβω. Ήμουν πάντα υγιής.

Με ρωτούν
Γιατί τόση κακία
Και πείσμα.
Φταίει, που απαγορευόταν να μ’ αγκαλιάσουν,
Μήπως και συμπονέσω!

Ο στρατιώτης δεν παίρνει τη γνώμη σου.
Δεν κρίνεται. Δεν υποκύπτει.
Δεν σε διόρισε δικηγόρο του.
Πολεμά.
Επειδή έτσι πρέπει.
Γεράσιμος Μηνάς 2004

0 Comments:

Post a Comment

<< Home