Το Blog της αγάπης

Αγάπη για ποίηση και για άξια αξιοπρέπεια στις γυναίκες

Saturday, May 03, 2008

Οδύσσεια

«Μην νομίζεις πως δεν θέλω

να πλησιάσω κοντά.

Ή δεν εκτιμώ τούτη

την περίοδο λογικής,

Σε σένα, φανερά, με διάρκεια.

Πότε, από αηδία, ή φόβο,

Διογκωμένο δραματικά,

Χώθηκες, βαθιά, μες τα σκεπάσματα,

τρέμοντας, κουλουριασμένος,

Με τη κάθε ημέρα ν’ αργεί να τελειώσει;

Εξωθώντας, ξανά, τον εαυτό,

στον καθρέπτη της τρέλας

που δεν κατανοεί κανείς,

Ούτε εγώ ο ίδιος.

Παρά μόνο, πως κανένα πρόσωπο δεν διαφέρει.

Ακόμη κι αν δεν προλάβεις να πεις: σ’ αγαπώ.

Ή να υμνήσεις την μη λογική

Πλευρά της ζωής.

Εκείνου του περιθωριοποιημένου βίου,

ο οποίος δεν εξετάζει με τα δικά σου μέτρα,

Την καθημερινότητα.

Τη σφίγγει στη χούφτα,

μα τη ματώνει. Μόνοι μας.

Δικαιούμαστε κάτι τέτοιο.

Ωσότου η αγάπη μας χτυπήσει,

Φανερά.

Σαν αστραπή, με βιαιότητα.

Σαν χαστούκι, μετά από μια άσεμνη κίνηση.

Σαν νηνεμία, μετά από το ξέσπασμα

Πάθους, ή ηδονοβλεψίας.

Τι με ξυπνά,

παρά τίποτα.

Ένα όνειρο είναι αρκετό;

Πώς πήζουν οι φλέβες.

Πώς δεν κατανοεί, λες, ο τρελός,

Με τα ίδια του τα μάτια

όποια στιγμή, αντιμετωπίζει,

Μα με τα χέρια, δεν τολμά,

Δεν αγγίζει.

Το τείχος ορθώνεται, σα πόδια χταποδιού

από μέσα σου. Χιλιάδες¢

Ξημερώνοντας, ηρεμείς;

Το φως σημαίνει πάντα το ίδιο;

Συνοδεύεται από περίθαλψη τακτική;

Χιλιάδες γιατροί, παντού,

Ζωές που δεν γνωρίζεις.

Η κάθε ημέρα ξεκινά,

Και συ ρωτάς, για ποιο λόγο.

Η φυλακή εμένα, δεν με φοβίζει.

Συ δεν θα συνηθίσεις ποτέ¢

Πως ευωδιάζει ο βασιλικός,

κάθε που τον ποτίζεις.

Λες και αρπάζεις ξαφνικά,

τον άλλο,

Αγκαλιάζοντας τον».

ΕΙΣΟΔΟΣ

«Έστρεψες το πρόσωπο σου, ξαφνιασμένος,

πάνω μου,

Όχι όπως όταν εισέρχεσαι σ’ ένα δωμάτιο

Αναγνωρίζοντας τη γνωστή σου θέση

Τη συνηθισμένη, σαν αλλαγή.

Πώς θα αντιμετωπίσεις αυτή την εικόνα; Ρωτώ.

Τη δική μου.

Ενός πλάσματος,

που μπορεί να ήταν δικό σου παιδί,

Αν, παρομοίως με τους ανθρώπους,

Η τύχη έπαυε να πραγματοποιεί

τα δικά της παιχνίδια.

Πώς θα με αντιμετωπίσεις.

Η λογική πλευρά του βίου.

Σε ξαφνιάζει».

«Δικό μου παιδί.

Όπως τα δημιουργήματα μου.

Έστω. Τις σκέψεις.

Τους αναστεναγμούς. Τον πόνο.

Κυλισμένος

Σε μια σκονισμένη κατοικία

Μακριά από λογική.

Σ’ ένα διαρκή “πονόδοντο”.

Εννοείς να περάσει.

Από κοντά, παύει η δύναμη του αγκιστριού.

Βλέπεις πόσο αξιέπαινα, ομιλώ.

Λογικά!

Μελαγχολικά.

Με χίλιες θεωρίες παντού, γύρω.

Γιατί προσπαθείτε. Ποιος ο λόγος».

«Να γεννηθώ, εννοείς.

Δεν μιλάς.

Σιωπή στο δωμάτιο.

Κόσμος τοπικός, ενόσω σωπαίνει.

Σε αντίθεση με μια πολύβουη πόλη.

Αντιπάθεια, βρωμιά.

Μια ψυχή ακόμη, βλάπτει;

Θες να τα θυμάσαι

Σαν κάπου φυλαγμένα.

Όπως η πίστη σε ότι αξίζει ασφάλεια.

Δεν θα μου βάλει εμένα, κανείς,

θηλιά,

Έτσι, ξένε, ενήλικα.

Είδες; Έγινες για μένα, απόμακρος.

Μια ψυχή ακόμη, βλάπτει;

Αναπληρώνει τα έξοδα σου,

με στοργή.

Η βιοπάλη είναι ημέρα με νόημα.

Δεν μιλάς;

Με κοιτάς;’ Ξεχνιέμαι».

«Δεν περίμενα να καταλάβεις.

Όπως δεν συνταυτιστώ ποτέ,

με τους πρώτους πόνους της περιόδου σου.

Πόσο εύκολα χαρακτηρίζουν,

όποιο άτομο φοβάται να βγεί έξω.

Ξέρω, η ομιλία,

στρώνει, με το πέρας των ημερών.

Ίσως και η κίνηση,

Ενόσω ξεχνά τα περασμένα.

Οίκτο δείχνουν περισσότερο, οι τρελοί.

Όχι, οι ήδη αρχειοθετημένοι

στις υγιείς τους ενασχολήσεις

Κατά τόπου, τοπικές, εναρμονισμένες,

Ασφαλούς ενδιαφέροντος, ομάδες.

Με ξελεπιασμένο το πρωτόγονο δέρμα τους.

Αγαπώ, όταν με πεθυμούν,

Μα πάνω απ’ όλα,

Ενόσω με αναζητούν οι στίχοι

Ή η διαδοχικότητα, αγαπημένων μου “ύμνων”.

Τότε, ξεχνώ και θυμάμαι, συγχρόνως,

Διαστολές, συστολές,

Αποδεκτές, φυσικές,

Τούτης της καλυμμένης εσωτερικά,

ομάδας οργάνων.

Πως συνεργάζονται για το καλό μου».

ΑΠΟΤΟΜΗ ΑΛΛΑΓΗ

«Θέλω και το κάνω.

Η κλεισούρα με γιατρεύει.

Παρομοίως το μπουκάλι κρασί

Τον εκ γενετής, μέθυσο.

Να μασάς από τη μια πλευρά,

αποφεύγοντας τον οδοντίατρο.

Τι είναι ένας χώρος,

Εκτός από ένα δωμάτιο.

Στενό ίσως, μετριοπαθές,

Ή με εξαιρετικά υψηλές δυνατότητες

Εξοστρακισμού της φωνής,

Ευκαιριών προς έκφραση,

Αλληλεπίδραση.

Στην απομόνωση, κανείς,

Συνηθίζει,

Όταν υφίσταται αυτός ο άλλος,

Που θέλοντας και μη,

Σε φροντίζει.

Όχι όπως “φροντίζει”,

ο δάσκαλος “φιλοσοφιών”

Και λύσεων ζωής,

τους αδύναμους, από κρίση,

Ανθρώπους.

Σ’ εμάς είναι πάντοτε Φθινόπωρο,

Ατελείς, πεινασμένοι, και μόνοι.

Μόνο όταν αγγίζεις την καταστροφή,

μαθαίνεις να αγαπάς.

Πάντως,

δεν θα σας μοιάσω,

προκειμένου να μ’ αγαπήσετε».

«Μπορώ να μπω στον κόσμο σου;

Μπορεί ένα δικό σου πλάσμα,

να μπει στο χώρο σου;».

«Εγώ δεν φοβάμαι να μιλήσω

για τον εαυτό μου. Ή για τον κόσμο.

Δεν είναι αυτό,

το θάρρος,

που μου λείπει.

Είμαι ότι ήμουν,

Κι ότι ποτέ δεν θα είμαι.

Θέλω να είμαι ελεύθερος.

Θέλεις να μπεις σε αυτόν τον κόσμο;

Τι με ενδιαφέρει,

Που οι γείτονες είναι πανέτοιμοι να μειδιάσουν.

Σχολιάζουν. Πιστεύω,

Κι ο ίδιος,

Πως διακρίνω τον βαθύτερο τους εαυτό.

Ενώνονται, συνδέονται, οι άνθρωποι,

Ακόμη κι αν δεν το γνωρίζουν.

Ίσως χρειάζεται

Να αναθρέψεις ένα άλλο άνθρωπο,

Για να το αναγνωρίσεις».

«Πιστεύεις ότι τα χάδια ωφελούν;

Με μεγαλώνεις, για μένα;

Μπορείς, θα μπορείς, συνεχώς, να με συντηρείς;».

«Ο κόσμος,

δεν είναι μόνο, κακές ειδήσεις.

Μισόγυμνες γυναίκες στην τηλεόραση.

Προσωπικότητες προσκολλημένες στα ούφο.

Αδύναμοι, αγκιστρωμένοι σε φλυαρίες και μέντιουμ.

Δεν σε προετοιμάζω για μια τέτοια σχέση,

με την κοινωνία.

Ομιλώ,

μα δεν είμαι η ομιλία,

που κατευθύνει.

Είμαι η στοργή

Που σε μεγαλώνει.

Είσαι το κίνητρο, η υπομονή.

Ώστε, τούτος ο βίος, μες τη γλυκιά σου ευθύνη,

να υπομένει.

Είσαι η ανησυχία, ο βίος,

Ο αναγεννημένος, κάθε στιγμή,

με ευκολία.

Κανείς δεν βοηθά, ατομικά, σε μονόδρομο,

Εμείς, αναμεταξύ μας, ο ένας, τον άλλο.

Με ρωτάς,

αν επιθυμείς να γιατρέψεις,

αυτό τον κόσμο.

Μες τη κλεισούρα του σπιτιού,

Οι εξωτερικοί, συνηθισμένοι υβρεολόγοι,

Αδυνατούν να με αγγίξουν.

Πλέον, παραγκωνώ, ο ίδιος, εκείνους».

Μόνο τότε, ξεκινώ να ομορφαίνω.

Μαζί μ’ εμένα, κι εσύ.

Κι όλες σου οι γκλυκιές ανησυχίες».

ΑΚΑΛΕΣΤΟΣ

«Πόσο γνώριμα,

παρουσιάζεις τα πάντα,

με όμορφα λόγια».

«Ποιος είσαι εσύ;»

«Πώς θα σου φαινόταν,

μια καταδικαστική ετυμηγορία;».

«Μιλάς για κάτι

που ποτέ δε θα γίνει».

«Παρομοίως κρίνεις τον εαυτό σου,

για το καλό, σ’ εσένα,

που ποτέ, λες, δεν θα γίνει».

«Προσπαθείς να μ’ εκβιάσεις με κάτι;».

«Τα όμορφα λόγια,

Γιατρεύουν.

Ο δικός σου κοινωνικός θυμός,

Ούτε που με αγγίζει».

«Πώς είναι, μες το κελί σου;»

«Όμορφα».

«Θα δημιουργείς, συνεχώς, πρόβλημα;».

«Ω, ναι, είμαι,

το δικό σου πρόβλημα!.

Μακριά από αυτό το πλάσμα!

Είπα, μακριά τα χέρια σου!!

Μη με κάνεις,

να το επαναλάβω».

«Ορίστε,

το θάρρος σου,

Πως ερεθίζεται».

«Γνωρίζει ένα πλάσμα

τον τρόπο που το συντηρούνε;»

«Μπορούν τα όμορφα λόγια,

Έστω, περιεκτικά όπως είναι,

Να απαλύνουν, ρωτάς,

Τη συνείδηση μου.

Ναι, γνώριμα τότε, τα παρουσιάζω όλα.

Κι όμως, όπως βλέπεις,

χαμογελώ.

Τι σου λένε τα μάτια μου.

Συ, πλάσμα μου, είσαι εδώ,

πάνω απ’ τον ώμο μου, και δε μ’ αφήνεις.

ΕΠΑΦΗ

Το χέρι σου σφίγγεται,

κι άλλο,

γύρω απ’ το λαιμό μου.

«Είμαστε, μόνοι, πια.

Μπορείς να μιλήσεις.

Στη γνώση, εύκολα, προστρέχεις,

Ανακαλύπτοντας κρυφούς θησαυρούς

“Λεξικά” για κάθε έννοια ή προσβολή.

Μόνοι μας όμως, γνωρίζουμε

Κάθε πτυχή, του εαυτού μας».

«Τι σκέπτεσαι;»

«Θέλω να πιω»

«Γιατί;»

«Επειδή είναι η σειρά του μη λογικού,

Να σας ξαφνιάσει».

«Κι άλλη πίεση».

«Όχι, πλάσμα μου.

Απλά, διεκδικώ το δικαίωμα στη μοναξιά,

Που μπορεί να μην μου αρέσει,

Μα σ’ εκείνους, δεν επιτρέπω, να μην αρέσει.

Εγώ δεν φοβάμαι τη μοναξιά

Δεν φοβήθηκα να με δείξω σε όλους

Ή να τους παραμερίσω, όλους.

Ή να μας δεχτώ όπως είμαστε,

Όλοι.

Ο καθένας στο δικό του το τάφο

της βρωμιάς, της λογικής, της ψυχρότητας.

Κι αν δεν ακούω, στιγμές,

όσα μου λες, πλάσμα μου,

Τουλάχιστον ανατρέχω και τ’ ανασύρω.

Μαθαίνω απ’ τα λάθη μου.

Όταν θέλω εγώ.

Στον δικό μου τόπο και χρόνο.

Θέλω να είμαι ελεύθερος».

«Με μεγαλώνεις για μένα;»

«Σε αισθάνομαι δίπλα μου.

Πόσο δε,

ενώ δεν υπάρχεις.

Σχέδια. Εύκολα καταστρώνει ο τρελός,

Ενόσω τον αποσπούν άλλα πράγματα.

Φορές, θα ‘θελα να μην τα καταλαβαίνω όλα.

Ώστε, η δική σου ύπαρξη

Να μην είναι απαραίτητη.

Ξέρω, πως είναι κακό που το εκφράζω, αυτό,

Μα μες στη ξαφνική ταραχή

Γίνομαι φλυαρολόγος, εριστικός,

Εγωπαθής. Αμετακίνητος.

Αίφνης, ξεχνώ τα όμορφα λόγια,

Αντιμετωπίζοντας μια ξέφρενη καθοδική,

στα πιο πρωτόγονα ένστικτα του νου, πορεία».

«Εγώ θα σε φροντίσω.

Ψυχικά. Με τα μικρά μου τα χεράκια,

θα βγάλω απ’ τη καρδιά,

Κάθε μικρό ή μεγάλο σκουπιδάκι.

Σιγά σιγά, με προσοχή, με το χρόνο».

ΟΜΟΡΦΗ ΜΕΡΑ

«Μ’ ένα μικρό λαμπατέρ,

και την κινούμενη ζωή στον υπολογιστή,

Συνεχίζω το γράψιμο.

Ποτέ μου δε το φοβήθηκα.

Αναρωτιέσαι,

Γιατί, κάποιος να φοβάται να βγει έξω.

Επειδή θέλει να σε αποφύγει.

Ν’ αποφύγει να δει την αλήθεια.

Περιμετρικά την παρακολουθώ,

Ενόσω θυμάμαι,

Πως κάποτε, κι ο ίδιος,

Ανήκα σ’ αυτή την ταραχή,

Συμμετείχα μα ντρεπόμουν ν’ αφεθώ.

Πόσες φορές μου χαρίστηκε ο έρωτας,

κι εγώ τον αρνήθηκα.

Αν ήταν η φυλακή

ένα ήσυχο μέρος,

δίχως μεγάλα καρφιά

Να διαπερνούν το κρανίο,

Τότε δεν θα σας φόβιζε η παρούσα φυλακή μου,

Μες την καλοπροαίρετη σας,

Ηθική!

Αμφιβάλλω,

αν ποτέ σας προσπαθήσατε,

Να βγείτε από αυτή σας τη φυλακή.

Γιατί προσπαθείτε;

Τι όμορφη θαλπωρή,

Να δέχεσαι το ψυχοφάρμακο της αδιαφορίας,

Τόσο καλοδιάθετος, όπως εγώ.

Αν και στιγμές, θέλω να βγω έξω.

Όπως κι ο γείτονας

που ξεχωρίζω

Πίσω από την κουρτίνα.

Ξεχωρίζω και κατανοώ τον βίο του.

Πλήρως κατανοώντας. Ως πλήρως αποδεκτός.

Όπως μια έννοια αποδεκτή από το Περιβάλλον

Συμβατή με το περιβάλλον

Μέσα στο οποίο μας γέννησαν,

Αφαιρώντας από το D.N.A. μας,

Εκείνο το γονίδιο, του αντιστέκεστε.

Λένε, ο άνθρωπος δεν αλλάζει.

Κλείνω τον ήχο.

Την κοιτώ, ακριβώς έτσι.

Την αποδέχομαι. Παύω να κατακρίνω.

Ω, τον κακομοίρη, είναι άνεργος!

Ω, ξεφτίλα να μην πηγαίνεις θέατρο.

Να μην ξεσκίζεις την “ψυχή” σου.

Την κοιτώ. Ακριβώς έτσι».

«Δεν θες να μιλώ

Δεν θες να μαθαίνεις για μένα».

«Στο σκοτάδι,

κανείς δεν σ’ ενοχλεί.

Κανείς δεν μαθαίνει για σένα.

Ούτως ή άλλως, δεν ήθελε,

Εξ’ αρχής».

Τούτη η μέρα, θα ‘πρεπε

όμορφη να φωτίζεται.

Η μέρα ως ζωή, και ως κάλεσμα.

Όλα ξεχνιούνται.

Κανείς δεν είναι στο σπίτι.

Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ

«Τούτη η σχέση,

έγινε εξαιρετικά, δύσκολη.

Δεν θέλω πια, κανένα δικό μου πλάσμα.

Επειδή είδα το θάνατο,

εκείνο το σκοτεινό το τούνελ,

και το ασανσέρ με τις φωτιές-ψυχές,

που εκσφενθονίζονταν προς τα πάνω,

Όπως η δική μου ψυχή,

Ξυπνώντας απότομα,

Επίσης, με αυτοσκοπό, προς τα πάνω.

Προς τον άλλο κόσμο.

Τον μακάβριο.

Όπως το αποτέλεσμα των δικών μου πράξεων,

Πάνω μου. Πάνω στους άλλους.

Ως υπενθύμιση, -πως ακούγομαι-

Για την επιθυμία μου,

να πάψω να υπάρχω,]

Μήπως και οι γύρω μου

Πάψουν να υποφέρουν.

Εξαιτίας μου.

Τώρα που είδα τον θάνατο,

τι μου μένει;

Μήπως, αυτή μου η επιστροφή στη ζωή,

-ζωή!- θα έπρεπε να συνοδεύεται

από αλλαγή και κάλυψη του χαμένου χρόνου.

Μα για ποια ζωή μιλούμε.

Ο έρωτας για μένα είναι άχρηστο προϊόν.

Οπότε ποιο άλλο κίνητρο, μου μένει;

Θα συνεχίσω να υπάρχω,

Γνωρίζοντας ήδη, το κάλεσμα του θανάτου.

Κι ας γίνομαι σκληρός,

φταίω ο ίδιος μα και κάποιοι άλλοι.

Η ζωή είναι άχρηστη για ν’ ασχοληθείς.

Γιατί προσπαθείτε και μαζεύετε,

Αγαθά και εμπειρίες.

Τρέμει ο σκληρός ο άνθρωπος, τον θάνατο,

από έλλειψη λογικής ή αγάπης.

Δεν φέρνει καθόλου έλεος, όμως μαζί του,

Ο άνθρωπος εκείνος,

Που μια ζωή αντιμετώπιζε τον πονεμένο

Περιορίζοντας τη διάθεση του,

σε μια ψεύτικη αναμονή,

Μήπως και του μοιάσω!

Η ζωή σας, είναι άχρηστη και το νόημα του κόσμου, είναι:

Εσύ που μ’ έφερες ανάμεσα σας, άραγε, θα πληρώσεις;»

Μεταξύ μας

Γράφω τώρα

που είμαι ξεμέθυστος.

Ξέρω,

σε λίγες ημέρες θα είμαι καλύτερα.

Η δεύτερη ευκαιρία μετά το “θάνατο”.

Ξυπνώντας απότομα,

με τη ψυχή μου,

Μόλις ν’ απομακρύνεται από το σώμα,

Συνέχεια ενός δυσκολοχώνευτου ονείρου.

Μα με συγκράτησα στη γη.

Πώς να μιλήσεις σ’ ένα παιδί,

για την έννοια ψυχή,

Και πως τίποτα απ’ όλα αυτά,

Δεν αξίζει τον κόπο να καταπιάνεσαι.

Πώς να το κάνεις να φοβηθεί.

Τι να του προσφέρεις.

Παρά την έγκριση,

Να σπουδάσει,

Ικανό, κάποια στιγμή

Να λειτουργεί από μόνο του.

Τουλάχιστον,

αν είναι τυχερό,

Μέχρι τη στιγμή,

Να προσφερθεί και σ’ εκείνο,

Μια δεύτερη ευκαιρία.

Ναι, σε λίγες ημέρες,

θα στρώσει η φωνή.

Ίσως όχι όμως κι η θέληση’

Το ξέρω ότι έχω δύο χέρια, δύο πόδια

Τα οποία οφείλουν να με υπακούν,

Μα πως περιμένεις να συνεχίσω,

Τώρα που γνωρίζω.

Παρά μόνο, με θιγμένο το ηθικό,

Εξακολουθώντας το κεφάλι να είναι κατεβασμένο,

Κι οι δικές σας οι ασχολίες

κι οι τελικοί προορισμοί,

θα με αφήνουν αδιάφορο’

Εγώ έχω γνωρίσει το θάνατο,

Κατανοώ λοιπόν, τους φόνους σας.

Είτε σωματικούς, χειρότερα δε, ψυχικούς.

Συνέχεια

«Τι λές; Τώρα,

που άλλαξες διαρρύθμιση στα έπιπλα,

Αισθάνεσαι καλύτερα;»

«Τούτο το σώμα, ζητά το κρασί,

όπως η ψυχή, το δικό της ξέσπασμα.

Νομίζεις ότι μ’ αρέσει να κάθομαι στο σκοτάδι;

Ίσως να μ’ αρέσει να ξεφτιλίζομαι!

Εννοώντας οι άνθρωποι,

Αθέμιτη υποταγή στους υπόλοιπους.

Ψυχαναγκαστική ταπεινότητα.

Ίσως να μ’ αρέσει η ταλαιπωρία.

Να με μαθαίνει πολλά.

Για τούτο το κουφάρι,

που οφείλει πολλά στους άλλους,

Μήπως και το κουτσομπολέψουν.

Εγώ βιώνω τον πόνο μου.

Βγάζω από αυτόν, διαμάντι.

Καθυστερώ προγράμματα.

Τη νύχτα φοβάμαι να κοιμηθώ,

Μήπως πεθάνω από ξένο χέρι.

Πιθανόν η ζωή να είναι άχρηστη,

Ίσως ο έρωτας όμως, να αξίζει κάτι.

Τουλάχιστον για εκείνους,

που τα καταφέρνουν σε διάρκεια

-θα φταίει η τηλεοπτική εκπαίδευση.

Θέλεις να μάθεις, πως αισθάνεται ο τρελός;

Αισθάνεται συνεχώς βρώμικος.

Συνέχεια βρώμικος –όπως και ο δημοφιλής δράκος.

Κι ύστερα απορείς,

Πως είναι δυνατόν,

Μια μητέρα να σκοτώνει τα παιδιά της,

Ή ο σύζυγος να τη δέρνει.

Πως είναι δυνατόν αυτή η βρωμιά να φύγει.

Κατόπιν εορτής,

μου λες, τολμάς να καθαρίσεις αυτά τα σκουπιδάκια.

Όταν όλα γύρω, παραποιούν τα λόγια μας,

Ανίκανοι να εκφράσουν συναισθήματα,

Ανίκανοι να πάψουν να σε ξεφτελίζουν.

Κι εσύ να επιθυμείς να αισθάνεσαι ξανά, καλά.

Επειδή κάποτε ήμουν καλά, αν και υπόδουλος.

Όχι ότι με ωφέλησε αυτό, στη ζωή.

Παρά όπως όλοι,

Εξακολουθούσα να ξεσκίζω την ψυχή μου,

Μες τη μοναξιά και την απάθεια,

Με χίλιους δικαστές,

Έτοιμους

να με ρίψουν εμπρός στο επταμελές,

Πρόωρα,

Εμένα,

Που είχα αγάπη μα δεν την εκδήλωνα.

Που ήμουν λειψός,

από κοινωνικότητα μα και συντροφιά,

Παρόλο,

που ήθελα κάποτε να με αποδεκτούν

μες το σπίτι μου, ως άξιο, με σιγουριά.

Εμένα.

Αφήνοντας στη ζωή,

Ακόμη,

Χιλιάδες βιαστές, ζωών, σώματος και ψυχής.

Όταν τα πάντα ακριβαίνουν, όχι όμως και η ζωή.

Κι έπειτα μου λες πως μ’ αγαπάς,

Μα με συντρίβεις.

Σε μια ψυχαναγκαστική ταπεινότητα..

Κι εγώ, σέρνομαι, θέλοντας φορές, να ξεσκίσω

Τη σάρκα μου όπως και των γύρω.

Να γίνω τόσος δα, να κρυφτώ σε μια γωνιά,

Στη σκιά ενός μπιμπελό.

Και πάλι θυμάμαι τους καρπούς της ευθύνης,

της λογικής,

Ανάμεσα στους ανθρώπους».

«Πως σου φαίνεται τώρα, το κελί σου;»

«Αποπνικτικό»

«Όχι επειδή είπες, πως περνάς όμορφα».

«Ναι, μ’ αρέσει αυτή η ζωή!»

«Και δεν φοβάσαι;»

«Τι να φοβηθώ;

Τι ακόμα να φοβηθώ».

«Νευράκια, νευράκια;»

«Ε, όλοι έχουμε λίγο κακό, μέσα μας».

«Πρόσεχε τι θα πεις».

«Ναι, μήπως πεθάνω.

Εξάλλου, ότι είπα,

Ότι σκέφτηκα ή ότι θελήσω να πω,

έχει ήδη καταγραφεί.

Δικαιολογημένη η επιθετικότητα σου».

Νέος άνθρωπος

Αν ένα σημείο του σώματος,

έχει τόση δύναμη

Ώστε να ορίζει όλο το υπόλοιπο σώμα,

Λειτουργώντας ως η κύρια καρδιά,

Τότε,

Η ανθρώπινη πτώση,

δεν αποτελεί συνέχεια

στη ροή των φυσικών πραγμάτων,

Όπως τα πεσμένα φύλλα

που ξεραίνονται, λυγίζοντας προς τα μέσα.

Μα που να τα δει, ένας κατάκοιτος.

Πάραυτα,

Παρακολουθεί εικόνες από τη φύση,

στην τηλεόραση’

Ελπίζω κάποτε ν’ αποκτήσω αξιοπρέπεια.

Ίσως τότε,

Ο βίος μου,

Να ‘ναι, αντί όμορφα λόγια,

Όμορφες πράξεις

ή συνδυασμένα αυτά τα δύο.

Ο νέος άνθρωπος,

ξεχνάει τα παλιά,

και προχωρά εμπρός,

Αν τον αφήσουν’

Σα να τραβάς μόνος σου, εσένα, από τα μαλλιά,

Αργά αλλά σταθερά,

Έξω από το βούρκο’

Νοσταλγώ την καθαρή ματιά,

μα και το φλερτ το αθώο.

Μ’ εκείνη

που δεν αποφάσιζε για τούτη τη ψυχή,

Την καμωμένη με πόνο’

Κι όλο θυμάμαι

Πως ξεκίνησε όλος ετούτος ο πλημμυρισμένος βίος,

από στραβωμένα στηρίγματα.

Κι όλο καταφεύγω, αργά,

στο σκεπτικό: πως πέφτω σε λάθη, ξανά,

Ενώ γνώριζα την κατάληξη,

Ή απλά δεν διέκρινα πως ν’ αγαπώ.

Ή απλά να ξεχωρίζω την αλαζονεία του άλλου.

ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ

Έπρεπε να φθινοπωριάσει,

για να δω το ηλιοβασίλεμα.

Χαρούμενος μ’ ετούτο το χαμήλωμα του φωτός

στο στερέωμα,

σαν ένα δώρο, ηρεμίας.

«Ξέρεις, πότε θ’ ασχοληθώ,

μ’ εμένα;

Όταν πάψεις να σε κατευθύνει

η κριτική

Των γειτόνων,

Απέναντι μου.

Είμαι όπως το μήλο

όταν έχει κοπεί στη μέση.

Ξεραίνεται γρήγορα.

Κι εσύ ταχύνεις την κατανάλωση.

Ακόμα κι έτσι,

Είμαι σε θέση

Και συγχωρώ,

Όποιον με πετά σε ξένα νύχια,

Επειδή δεν είναι δυνατός ο πόλεμος.

Όποιος κατέχει εξουσία,

Φέρνει εμπρός σου,

Το μέγεθος της.

Μα τον συγχωρώ,

Άδεια σχέση, όπως η ζωή μου’

Για μένα, αξία

έχουν τα χρήματα.

Ο πολυκάναλος ήχος.

Μια υγιεινή διατροφή.

Μια αγάπη, εδώ, παρούσα,

Όχι κρύα, όχι αδιάφορη.

Κατανοητή.

Ωφέλιμη.

Όχι θυμωμένη. Όχι κυριαρχική’

Αναρωτιέμαι, αν θα με σκέφτεσαι, μετά.

Άλλωστε,

όταν αγαπάς κάποιον,

Του φτιάχνεις τη ζωή.

Δεν του τη διαστρεβλώνεις.

Όσο κι αν εκείνος, κλωτσάει.

Ή δεν εκτιμά,

τις προσωρινές –επειδή περί

αυτού πρόκειται- προσφορές.

Αφού είσαι δυνατός,

Σε τι μπορεί,

Το δικό σου μίσος,

Να σε ωφελήσει.

Συ,

Που μ’ ένα σου λόγο,

Ρίχνεις τον άλλο, έμπρακτα,

στον πόνο.

Όχι ως τιμωρία,

μα ως μάθημα,

Στο οποίο δεν είμαι καλός μαθητής’

Τουλάχιστον,

Εγώ δεν γνωρίζω το μέλλον μου.

Δεν τα υπολογίζω όλα.

Ούτε πατώ τον άλλο, σαν ποντίκι.

Τώρα ξέρω, πως σίγουρα

Δεν πρόκειται να με θυμάσαι. Μετά».

«Δεν φοβάσαι;»

«Τι να φοβηθώ;

Κάποιον που δεν ενδιαφέρεται;

Αναγνωρίζω τη δύναμη του,

Όχι όμως πια, εκείνη την υπόσχεση. Λυπάμαι.

Κι αν απόψε,

και κάθε απόψε,

Αποφασίσεις να με πεθάνεις,

Οι δικοί μου, πλέον θα γνωρίζουν,

Πως θα φταις, μόνο Εσύ’

Είναι όπως όταν χαλάει ο καιρός.

Δεν το αντιλαμβάνεσαι.

Μα η όσφρηση, επίσης το κρύο,

Επιβεβαιώνουν την πρόβλεψη.

Όπως η ειρωνεία, εξίσου ο θάνατος.

Όπως το να παρακολουθείς στην ιδιωτική τηλεόραση,

τα απόκρυφα των άλλων.

Όπως η υγρασία. Κι ότι λιγδερό,

Κινείται γύρω της.

Μαζί με περισσευούμενα υγρά, βιαστικής κύστης».

«Ποιος τα ‘βαλε με τον Θεό,

κι ευτύχησε;»

«Ξέρω αρκετούς.

Μεγαλοεκδότες. Εργολάβους.

Επιχειρηματίες. Ιδιοκτήτες ομάδων.

Αρχιεπισκόπους. Βουλευτές.

Αρχηγούς τρομοκρατικών οργανώσεων.

Φιλάνθρωποι παπάδες.

Άτομα που ξεφτιλίζουν τα φύλα.

Παραγωγοί και προαγωγοί.

Σχεδιαστές ρούχων

και αγοραστές έργων τέχνης.

Γυναίκες που κάνουν έκτρωση.

Κοπέλες με ήθη, σαν ξεφλουδισμένα,

Λιπαρά, φρούτα.

(Άξιος, άν έφτασες, έως εδώ).

Όπως η υπομονή,

Σχέδια για δύο.

Η φιλία γι’ αυτά τα δύο.

Με καθόλου αγάπη, μες σ’ αυτά τα δύο.

Δ Ε Υ Τ Ε Ρ Ο Κ Ε Φ Α Λ Α Ι Ο

Μπορεί μια γυναίκα

να μαλακώσει την καρδιά

Ενός ανύπαντρου άντρα;

Σε σημείο, να αγαπήσει ο ίδιος,

τους γονείς που τον περιποιούνται δια βίου;

Σε ηρεμεί η φωνή της, έ;

Εξίσου, μια σειρά σπιτιών στην αμμουδιά,

Δικαιωματικά, όλοι, απολαμβάνουν κάθε ηλιοβασίλεμα.

Τα πυκνά νέφη από σύννεφα στον ουρανό.

Φωτογραφίες με ήλιο. Βόλτες με ήλιο

Ποιος θα περίμενε,

Πως θα κρυώναμε τόσο γρήγορα.

Τώρα,

που τίποτα πλέον,

δεν περνά από το χέρι μου.

Μόνο μια μικρή, θετική, ενέργεια.

Η οποία μετρά νέους στόχους,

Μες την ασφάλεια μου.

Αν δεν τολμώ να πω,

Το ίδιο συμβαίνει στους σεισμόπληκτους’

Μπορεί μια νοσταλγική ταινία,

με Ελληνικά, ατόφιους, λες θεατρικούς, χαρακτήρες,

Μ’ εσένα να συγκινείσαι, σπασμωδικά,

Μπορείς, κατόπιν, να μαλακώσεις;

Αναζητώντας στοργή, προσφέροντας τη απλόχερα;

Επειδή στα βάσανα,

Αποζητάς τη συγχώρεση.

Ή βλέπεις καθαρότερα τα πάντα.

Παρομοίως με κακό καιρό,

η εικόνα στο κουτί, φαίνεται καλύτερη.

Μα πάλε λες, δείξε υπομονή.

Όπως περιμένεις να ζεστάνει, αυτό το βράδυ,

Από το παράθυρο, εισχωρεί μια ελάχιστη παγωνιά’

Κοίτα να δεις

Που θα κρυώναμε.

Κοίτα να δεις,

που θα νοσταλγούσε ο αέρας,

τη χριστιανική ζωή.

Σε σημείο, να σκέπτομαι σοβαρά,

να κοινωνικοποιηθώ.

Για δες,

που ζεσταίνει ξανά, ο καιρός,

Οκτώβρη μήνα.

Πως νοσταλγεί ξανά, κανείς,

Το φαγητό των γονιών, πλέον, μόνος του.

(Πόσα πράγματα μπορεί

να σκεφτεί κανείς,

όταν μένει-κατοικεί,

Μόνος.

Πόσα θέματα για συζήτηση και επαφή).

Πόσα πράγματα, αλήθεια,

Αγοράζει το χρήμα.

Ακόμη και μια γυναίκα,

Οικόσιτη, για τις δουλειές,

και τις κύριες απολαύσεις.

Επειδή οι ευθύνες,

ταιριάζουν σε ανθρώπους

που κοιτούν μπροστά.

Σε κοινωνικοποιημένους.

Σε όσους ο χρόνος, είναι πολύτιμος’

Κι εγώ ηδονίζομαι,

Με ένα νέο υπολογιστή

Που ‘χω βάλει για καλά, στο μάτι.

Με μια δική μου κατοικία,

που ποτέ –και δεν θέλω- να έχω.

Επειδή,

κάποτε,

Χρειάζεται ν’ αγαπήσεις τους γονείς,

Περισσότερο από το χρήμα.

Περισσότερο κι από το όνειρο.

Αναπνέω

Αργεί να φτάσει ψηλά,

ο ήλιος, το πρωί.

Σα να βαριέται. Σαν αργό βήμα,

Συνάμα, ενός αδέσποτου σκυλιού,

με κατεβασμένο κεφάλι –τόσο οικείο.

Αναγκάζομαι να παραδεχτώ,

Πως δεν πουλώ το αίμα μου

για ένα πιάτο φαΐ.

Αίμα, που σε άλλες χώρες, ενδέχεται

Να είναι μολυσμένο με AIDS.

Η ανέχεια, είναι

Όπως το κλάμα ενός σκυλιού, στο μπαλκόνι

των αδιάφορων ιδιοκτητών του.

Ιδιοκτήτες μας, ένα πιστό σε τρίτους, Κράτος.

-να που ψεκάζουν ξανά, τον ουρανό.

Ο άνθρωπος,

Πρέπει να χαίρεται τα αγαθά του.

Να σφυράς στις όμορφες κοπέλες στην Τ.V.

Κι έπειτα, ως δράκος με το κατσαβίδι,

Να εξορμείς, επιτιθέμενος σε ξένα σπίτια.

Προς αναζήτηση χρημάτων

Ή ικανοποίησης άλλων ορέξεων.

Όταν όλοι, γύρω του,

Ανέκαθεν,

Πίστευαν,

Πως συνεχώς,

Θα του επιβάλλονταν.

Επειδή ο φόνος, τιμωρείται,

Όχι όμως και η ψυχολογική βία.

Πώς να αναπνεύσει ο άλλος;

Επειδή,

Κανείς απ’ άθλιους Βουλευτές,

Δεν τον ρώτησε,

Αν έχει να φάει

Ή να εναρμονιστεί με τις νέες απαιτήσεις.

Ενόσω οι υψηλοί τους μισθοί,

Προκαλούν, κι εσύ,

Αυτόματα!

Πως, να τους μιμηθώ ώστε να ευημερώ;

Σιωπηλός θάνατος η φτώχεια.

Μα όλοι την αγνοούν.

Αγνοούν την έννοια θάνατος.

«Εγώ, γνώρισα τον θάνατο.

Επέστρεψα ξανά, στη φρίκη.

Στην ευημερία των άλλων.

Εκεί

που αναπνέουν οι άλλοι.

Που ευημερούν.

Με τα οικιακά τους συστήματα, κινηματογράφου.

Με τις εξωτερικές τους κεραίες.

Με όποια πάθη,

καλυμμένα,

Στο βάθος,

Υπερβολικά, στολισμένων,

Δωματίων.

Ικανών,

να αποκρύπτουν την αλήθεια,

ή να προσφέρουν προνόμια

Απαλλαγής, στράτευσης,

Σε καλομαθημένους μεταξωτούς, “χορευτές”.

Μα να που επιστρέφει ο θυμός,

Διεκδικώντας γρήγορο πλουτισμό,

Και εκτέλεσης στην πλατεία,

Κάθε έννοιας λογικής

Φύσης αντάξιας στον άνθρωπο.

Ψίθυροι

Όλη αυτή η μαγεία των εικόνων.

Όλη αυτή η σκηνοθεσία.

Ετούτα τα μνημεία,

από ανθρώπινο κόπο και ιδρώτα.

Κάθε στιγμή και χαστούκι.

Ενός τρελού, βίος’

Εγώ θα ζήσω με τα αγαθά,

τα οποία υπολογίζονται περισσότερο,

από τον ηλικιωμένο που πεινά.

Ή τον βίο, τον ολοκληρωμένο.

Εγώ. Εγώ θα ζήσω με απειλές,

και προειδοποιήσεις,

Δυνατών, ή υποτακτικών.

Κι ίσως, ευτυχήσω!

Όπως τόσοι και τόσοι.

Αναζητώντας εργασία,

σε μια πολιτεία,

Ξερή από αγάπη.

Από χαμόγελα.

Από ηρεμία.

Συμβιβασμούς.

Περιόδους με διπλωματία.

Συνεργασία.

Κάθε τόπος με την εποχή του.

Έξυπνοι και υποψιασμένοι.

Έτοιμοι για επικείμενους οικογενειακούς θανάτους,

Ξαφνικούς

Ή υποτιθέμενους.

Προς προσωπική σου ψυχαναγκαστική ταπεινότητα.

Άραγε ο θυμός ξέρει πολλά;

Τα όνειρα, περισσότερα;

Πόσοι και πόσοι,

δεν κατέγραψαν, προσωπικές στιγμές,

Με το τι θα αγόραζαν,

Έχοντας στο χέρι τα χρήματα του αιώνα.

Εξού και τα δάνεια.

Το άγχος,

Να παραμείνεις σε μια δουλειά που μισείς.

Εξακολουθώντας οι προσωπικές στιγμές

να οργανώνουν νέες αγορές.

Πόσοι και πόσοι,

δεν συλλογίστηκαν,

μια σειρά ληστειών, σε μικρά καταστήματα,

Προκειμένου να μην καταφύγουν σε δάνεια,

Ή προς αναζήτηση εργασίας.

Άξαφνα,

πέφτεις επάνω

στο άκακο πρόσωπο

Ενός αδέσποτου τετραπόδου.

Άξαφνα, τότε, ηρεμείς, και αντιλαμβάνεσαι τα πάντα.

ΚΟΙΝΩΝΙΑ

«Εγώ αγαπάω το τομάρι μου.

Τώρα, κρατώ όλο τον κόσμο,

μες τη χούφτα μου.

Ένα κόσμο παραδομένο στο κακό.

Πως, θέλω να του μοιάσω.

Όπως τόσοι και τόσοι, γύρω μου.

Παραδομένοι στα αγαθά, και τις πρόσκαιρες

Απολαύσεις.

Όπου η φαγούρα της σάρκας,

Εξουσιάζει κι εξουσιάζεται’

Τώρα, ο φόνος, είναι υπαρκτός,

Όπως μια περίοδος ηρεμίας,

Στο κέντρο μιας τεράστιας θύελλας.

Μα πάλι κρατώ,

κάτι από μένα.

Κάτι,

Που δεν είναι μαγικό.

Μα εισπνέει καθαρότητα.

Όπως βρωμιά,

Όλα τα τέρατα –πιότερο στο νου.

Τώρα κρατώ στη χούφτα μου,

το μέλλον όλου του κόσμου!

Το χαράσσω και το πληγώνω.

Το πληρώνω’

Αστραπές από χαστούκια και ξένες πιέσεις.

Γίνομαι αυτός ο αέρας.

Ο ξένος προς κάθε άνθρωπο.

Όπως ο έρωτας ο ανεκπλήρωτος.

Ο κυματοειδής.

Σε κρατώ και σε γαληνεύω.

Τώρα γίνομαι,

Αυτό για το οποίο,

Εδώ και εβδομάδες,

Γράφω.

Βυθίζομαι στη φωνή.

Η οποία με ξεχωρίζει, ξανά,

από τον υπόλοιπο κόσμο.

Των γνωστικών.

Της αγάπης.

Του μοναδικού έρωτα.

Τώρα γίνομαι το βάθος

και η κάλυψη. Η πρόκληση και η υποταγή.

Το ανόμοιο και η αγαπημένη τρέλα.

Η δύναμη της χούφτας, κι η θέληση.

Να συντρίβεις, σαν δέκα χιλιάδες, μαζί.

Ηρεμώ.

Κατεβαίνω.

Σαν πούπουλο στον αέρα

το οποίο δεν έχει καμία αξία.

Μα να,

που το τέρας,

Ξανά,

Καλεί.

Κι η ψυχή,

στέλνει ανατριχίλες στο σώμα.

Επειδή ο πόλεμος,

είναι στο αίμα μας.

Όπως η προκλητικότητα.

Οι φλέβες στο αίμα,

Ενώ σπάζουν.

Κι η αγάπη;

Ένα κύτταρο αλλοιωμένο.

Μα επουλώνεται.

Κράτα μου τα χέρια,

και κοίταξε με’

Τώρα,

μια λεπίδα,

Χαράσσει ένα λαιμό,

Κι ελευθερώνεται.

Σαν θεός

Που πλέον, καταστρέφει.

Ξανά ο φόβος.

:Πρόσεχε.

Προειδοποίηση και ξανά, ανοχή’

Ξεχνιέμαι κι οραματίζομαι.

Μια κοινωνία

η οποία ξεσκίζει τα παιδιά της,

Αφήνοντας τα, άνεργα.

Εξωθώντας τα στην ανέχεια.

Χαρίζοντας τους μαχαίρια, αντί ζωή’».

Πρόσωπο

Κοιτώ αυτό το πρόσωπο.

Μα δε διακρίνω τη σκέψη.

Κλεισμένη, βαθιά, μες

Σ’ ετούτο το κρανίο,

Παραφυλά η κακία.

Κακία από στέρηση,

Πόνο. Σφραγισμένα, καλά, δάκρυα.

Στη σκέψη.

Ένα πρόσωπο, πίσω του, κρύβει πολλά.

Σταματά όποιες απαγορεύσεις σου.

Συμβουλές τρίτων,

οι οποίες δεν είναι εσύ.

Μια οδύσσεια ατελείωτη,

Απαιτεί ηρεμία.

Μη ξεσπάσει αγρίως σαν ουρλιαχτό

Πώς να εμπιστευτείς τους ανθρώπους,

Όταν δεν σε εμπιστεύεται

ο ίδιος σου ο πατέρας.

Μα επιμένει σε ελέγχους,

Τυφλούς. Τρελές απαγορεύσεις’

Τούτο το πρόσωπο

είναι η εκκλησία μου.

Ο ιερός απαράβατος τόπος.

Μην πατάς ξένε απαγορευτικέ μύκητα,

Εκεί όπου σε περιμένει κακό.

ΕΚΚΛΗΣΙΑ

Τώρα επισκέπτομαι την “εκκλησία”

Προκειμένου να μου απομακρύνει τον πόνο.

Το φονικό.

Επειδή, μόνο Εκείνος, ηρεμεί

Όχι μόνο τα κουρασμένα μου μέλη

Μα κυρίως το νου.

Σαν σφάχτες μικροί, στην καρδιά.

Οι οποίοι,

είναι νόσοι, κρυφοί μα με καίριο τέλος.

Ξαφνικό και τετελεσμένο.

«Αυτή τη βδομάδα, πρέπει να βρω δουλειά.

Το περιβάλλον εκεί, με αηδιάζει.

Μα είναι, λένε, κάτι πλήρες,

αν όχι νόμιμο!

Θα προτιμούσα καλά ρούχα κι ένα γραφείο.

Ένα βασικό μισθό

και υπομονή.

Και αγάπη προς τον Δημιουργό.

Πόσο ανίκανοι, πόσο μικροί είμαστε,

στο να Τον αγαπήσουμε.

Μα έχουμε κι εμείς,

μικρές, ελάχιστες στιγμές, ταπείνωσης,

Έστω ταπεινότητας.

Επειδή η ταπείνωση, απαιτεί μετάνοια

και υπομονή.

Ελπίδα γι’ αυτό το λεγόμενο

Καλύτερο αύριο.

Όπου φαινόμαστε επιεικείς

σ’ όσους μας πλήγωσαν

ή απλά, μας ξέσχισαν ως το κόκαλο.

Εγώ αποφεύγω το τομάρι μου,

και κάποτε την αιμοδοσία,

Χωρίς το φόβο για κρυφές

Και τετελεσμένες νόσους.

Πλέον τα απορρίπτω

Από υπερβολικό εγωισμό,

Ή αγάπη, προς εμένα.

Αν είναι δυνατόν,

Ν’ αγαπά κανείς τον εαυτό του,

δίχως να τον φροντίζει.

Επιεικής προς εσένα.

Άρα και προς τους υπόλοιπους.

Τον ανώνυμο λαό.

Κείνον που συζητά.

Αρέσκεται στον διάλογο’

Επιεικής στις παραδόσεις,

και στις οικογενειακές συγκεντρώσεις

Για φαγητό.

Με καλοσύνη.

Δίχως κριτική.

Ή επιμέρους, έννοια’

Επιεικής, από αγάπη.

Σε καρδιοπαθείς, σωματικά.

Πνευματικά. Συναισθηματικά.

Μα μη ξεχνάς. Εδώ είμαι.

Έλληνας.

Και ως Έλληνας, τιμώ τη σημαία μου.

Και δε παραδίδω σημαία.

Επειδή ζω εδώ,

κι όχι στον κόσμο των πνευμάτων.

Στη γη πατώ.

Είμαι εδώ.

Δυστυχώς ή ευτυχώς κατά άλλους,

οι οποίοι παραδόθηκαν,

και πλέον, δεν προσπαθούν.

Δεν αμύνονται.

Δεν χτυπούν κάθε τουρκικό αεροσκάφος

Εν ψυχρώ, δίχως έλεος.

Απαιτεί θυσίες η ελευθερία.

Μα από αυτά, δεν γνωρίζει η καλοπέραση’

Αναρωτιέσαι, γιατί τόση διαφορετικότητα.

Γιατί ο Θεός επιτρέπει το κακό ή τον πόνο.

Την ύπαρξη άστεγων, σεισμοπαθών,

Ατόμων με χρόνιες παθήσεις.

Γιατί τόση άγνοια για το καλό.

Προς δική μας δοκιμασία,

Έστω κι αν δεν αντέξουμε.

Με περιόδους ηρεμίας και περισυλλογής.

Σκέπτομαι τη νύχτα καλύτερα,

Παρά όταν είμαι διαρκώς, μόνος.

Τιμωρούμε τους άλλους,

αφήνοντας τους μόνους;

Ζηλεύουμε την πολυτέλεια του άλλου.

Επίσης, όποιος πιάνεται, απλά, από κάτι.

Το αγαπά. Είναι το πάθος του. Γιατί όχι;

ΤΩΡΑ

Τώρα

Που όλα στρέφονται εναντίον μου,

Κι ο πλούτος,

κι η στοματική υγιεινή,

Σαφώς κι η δουλειά

Που δεν βρίσκεται.

Ακόμη,

κι από εργοδότες,

Ευγενικούς,

Ως πρώτη εντύπωση.

Τώρα,

που η αγάπη πληρώνεται

Σαν λογαριασμός διμηνιαίος,

Μου αρκεί,

Ώστε κι ο ίδιος να αποκληρώσω

Τούτη την αίσθηση.

Ως μία αίσθηση,

Απαιτητικά μοναδική, για ιδιαίτερες στιγμές,

Μα απαιτητικά φορτική,

Και μάταιη, εξαιρετικά, για πολύ λίγους’

Όπως, κανένας δεν γνωρίζει

Πότε θα πεθάνει,

Παρομοίως δεν ξέρει

Πότε θα αγαπήσει.

Κι ας διαβαίνουν τα χρόνια,

Κι εσύ απορείς,

Γιατί.

Μια πιθανή εξήγηση.

Μια δικαιολογία.

Όχι.

Αρκούμαι στο όχι.

Όχι από αντίδραση.

Συνειδητά πλέον.

Επιβεβαιώνοντας τον κανόνα.

Πως τα πάντα, δεν είναι για τον καθένα.’

Όταν όλες αυτές οι ψυχές,

Ξεχαστούν.

Σαν σώματα

που πεθαίνουν

Και κανείς πλέον,

Δεν τα θυμάται.

Δεν θέλει.

Δεν τα θέλει.

Τότε ο χρόνος δεν θα επιστρέφει.

Τα βιβλία δεν θα διδάσκουν πια.

Τα λόγια θα διαβάζονται,

μετά τη συμφορά.

Κι ο θάνατος θα εξακολουθεί να επιμένει.

όπως η πείνα, η δίψα,

Η ανάγκη για καθαρά ρούχα

Γι’ αύρα,

Ή για όμορφες εικόνες,

Όταν το ηλιοβασίλεμα

θα διαχέεται απλόχερα,

Μα ποιος θα το χαρεί, ενόσω ψυχορραγεί;

Τώρα, λοιπόν,

Που το να φτιάξεις τη ζωή σου,

θεωρείται πολυτέλεια,

όπως και η επιτυχία,

Τώρα,

Που όλοι θεωρούν δικαίωμα τους,

Να επεμβαίνουν,

Πλέον κι εγώ,

θα πάψω να ελπίζω

-όλη εκείνη η θετική ενέργεια-

Ο εξαναγκασμός για δουλειά,

Μήπως κι έτσι, αξίζεις στα μάτια των γονιών,

Επειδή ως τα τώρα δεν το ‘βλεπαν

Ίσως ούτε όταν γεννιόσουν,

Τώρα,

το μοναδικό κίνητρο

Είναι η αποφυγή των υποχρεώσεων.

Τώρα,

που τα έξοδα αυγαταίνουν

Κι όλα γύρω μου διαλύονται.

Παρομοίως τα χαλασμένα δόντια,

Ο επίμονος πόνος,

Σαν τωρινή τιμωρία,

Και τίποτε άλλο.

Να,

που χρειάζεται ξανά, να κοιμηθώ.

Ξυπνώντας με μεγαλύτερη καταπίεση.

Πίεση χρόνου

Γι’ αυτό,

που εκείνοι θεωρούν αναπόφευκτο.

Μα δεν με ρώτησαν,

Παρά το θεώρησαν σωστό,

Σαν γραμμή, κόντρα στο αφύσικο.

Σ’ ότι οι ίδιοι θεωρούν άδικο,

Να μην συμβαίνει.’

Να που λέω,

μια τελευταία προσπάθεια,

Πριν την τελική ηττοπάθεια.

Εκείνη που οδηγεί σε ακραίες πράξεις,

Με ήδη γνωστές συνέπειες.

Τώρα λοιπόν,

που η απαίτηση για δική μου οικογένεια, έχει σβήσει,

όπως και κύριες αρτηρίες συναισθημάτων.

Τώρα,

που δεν μπορώ να κοιτάξω στα μάτια, κανένα άλλο

-ως συνέπεια της κλεισούρας,

λόγω ψυχολογικής πίεσης-

Καταστρώνω επομένως,

Σενάρια διαφυγής,

Καρπός γρήγορου πλούτου.

Δικού μου πλούτου.

Επειδή κάποιος πρέπει να πληρώσει

Γι’ αυτές μου τις δεκαετίες απομόνωσης.

Όταν όλα επάνω μου, ραγδαία ατονούν.

Σε αντίθεση με τον κόπο, σε κινήσεις,

Τόσων και τόσων,

Οι οποίοι φυσιολογικά

-όσο αντέχουν τα πόδια τους-

Καλπάζουν προς τον καρκίνο του νου,

Σε σκέψεις, γιατί όχι και σε πράξεις.

Τόσοι και τόσοι,

Με οικογένειες στρωμένες και χαρωπές

-λες και δεν έχουν προβλήματα.

«Ξέρεις, τι με ηρεμεί;»

«Πες μου»

«Όταν βρίσκεται ένας άνθρωπος να με καθησυχάσει.

Λες και ο Θεός με καθησυχάζει.

Το πραγματοποιεί,

μα ετούτη η ταπεινότητα, είναι προσωρινή.

Κατόπιν βαίνει ψυχαναγκαστική, άρα ψεύτικη»’

Δυνάμεις

«Θα μπορούσα να είχα βρει, δουλειά,

αυτή την εβδομάδα,

αν τα μάτια μου δεν με πρόδιδαν.

Δείγμα της στέρησης,

Ότι έχουν φράξει, συγκεκριμένες αρτηρίες».

«Σε κανένα δεν αρέσει ο πόνος»

«Η σάρκα διοικεί.

Η ομορφιά των στιγμών.

Της συνειδητοποίησης της ωφέλειας

της κοινωνικότητας»

«Δεν σου προκαλώ καμία εντύπωση;»

«Όχι, πλάσμα μου.

Επειδή δεν είσαι,

πλάσμα μου.

Ένα κάτοπτρο, μπλοκάρει την όραση μου’»

Μπορεί κανείς να ζει με την αντίδραση;

Ή, μ’ ένα διαυγή τρόπο έκφρασης,

στο παρόν και το μέλλον.

Όπου τα πάντα είναι απλά,

Γι’ αυτό, κι οι απλοί άνθρωποι, συναντούνται.

«Λοιπόν, τι θα κάνουμε γι’ αυτό;»

«Τι πιστεύεις εσύ, πως χρειάζεται να γίνει;»

«Αυτό νομίζεις πως είναι η ζωή;

Πως οι άνθρωποι είναι ικανοί

να δημιουργούν πάντοτε, κάτι νέο;

Εννοώντας, μουσική, ταινίες,

Βιβλία, θέατρο και είδη άθλησης.

Αποκλείοντας την τεχνολογία

με τα όποια τέρατα ή μεγαλεία,

Κρυφά ή λιγότερο φανερά έργα.

Μόνο δύο άνθρωποι,

φτιάχνουν κάτι νέο.

Επιδιώκοντας να εισβάλουν στο άγνωστο.

Στο θεμιτό, φυσιολογικό, τοπίο.

Μέρα τη μέρα. Επιβιώνοντας.

Τόσες παραπλανητικές δυνάμεις,

Να μην εννοούμε α προβλήματα

με την απλή λύση τους,

Ανταυτού, παρατείνουμε τη νόσο,

Καταλήγοντας τελικά, σε ερείπια.

Είναι αλήθεια,

πώς ένας πλούσιος,

δεν μπορεί και δεν επιθυμεί πια,

να κοιτάξει στα μάτια,

τον μεροκαματιάρη.

Δεν θέλει να γνωρίζει πως υπάρχει.

Τόσοι νέοι άνθρωποι επίσης,

δεν ξέρουν πώς να γνωρίσουν,

ο ένας τον άλλο.

Σαν διαρκώς λυγισμένοι,

Δίχως μια κολόνα να κρατηθούν.

Θυμάμαι μόνο όσα σχήματα αγάπησα.

Θυμάμαι, τον καιρό

που κήρυττα την αγάπη

και όλοι αντιδρούσαν.

Να,

που ο ίδιος συμμετέχω πλέον,

σ’ ετούτη την ομάδα.

Επειδή η αγάπη είναι δικός Του

και μόνο, καρπός.

Καρπός,

που ωφελούνται μόνο, οι απλοί.

Κείνοι,

Που θα πασχίσουν να ψάξουν τελικά,

τις συζητήσεις με τα νοήματα,

Ενόσω καταλήγουν σε δυνατούς δεσμούς.

Με χρόνια οφέλη, για κάθε ψυχή.

Φιλική. Ερωτική ίσως.

Τώρα πια δεν ζητώ τίποτα.

Και είναι αυτό, η λύτρωση μου.

( Πρέπει να προσπαθήσεις πολύ, για μένα,

Για να μ’ έχεις )

Βγαίνοντας το πρωί,

Έκλεισα την καγκελόπορτα,

δίχως να ενοχλήσω τον τζίτζικα –ή την ακρίδα- πάνω της»

Απλοί άνθρωποι

Πάμε στην παιδική χαρά.

Ανάμεσα στα δέντρα.

Κατεβαίνοντας τα σκαλιά ως εκεί.

Βόλτα με ένας από τους γονείς.

Περίπατος, όσο υπάρχουν αυτά, ακόμη.

Προτού καούν.

Διαβήκαμε έξω απ’ την όμορφη, με κήπο, ταβέρνα.

Εισερχόμαστε ξανά, σε πεζόδρομο.

Είμαστε τυχεροί, έτσι δεν είναι;

Καθόμαστε. Οι περαστικοί ούτε που μας κοιτούν.

Είμαστε τυχεροί, επίσης,

Αφού έχουμε ο ένας, τον άλλο.

Το παιδί τον γονιό. Ο γονέας,

τον καρπό της νέας του ζωής.

Έστω κι αν πληγώσαμε ανά περιόδους,

Ο ένας τον άλλο.

Ξέρουμε να θεωρούμαστε δεδομένοι.

Αυτά τα ελάχιστα δικαιώματα.

Της βόλτας,

Της όσο εμπειρικά, γίνεται, ουσιαστικά,

Σωστής διατροφής.

Έστω κι αν αφήνουμε μόνο του,

Ο ένας τον άλλο.

Ή δεν επιδιώκουμε, σπίτι,

Μια κοινή συντροφιά.

Λέμε, τιμωρούμε ο ένας τον άλλο.

Πείσματα. Περασμένα.

Άνθρωποι κάτω από κοινή στέγη.

Με όχι και τόσο, κοινούς στόχους,

τουλάχιστον ως το ένστικτο επιβίωσης.

Μα πάντα διαφορετικοί. Έτσι δεν είναι;

Κι ας τρέμουμε, εξίσου, τις ηχηρές αστραπές.

Ή αγαπάμε, εξίσου, την απλότητα.

Βοηθώντας ακόμη και στη λαϊκή.

«Τώρα που τα χέρια σου δεν αντέχουν.

Που η καρδιά σου χάνει ρυθμούς, ίσως.

Τώρα που η νιότη, θυμάται, επιστρέφει νοσταλγικά,

Μες από της θέα σφριγηλών σωμάτων.

Συγνώμη για τα νεύρα.

Στραβές στεναχώριες και μη ηρεμία»

Είναι δυνατόν,

Μέλη, ιδίας οικογένειας,

Να επικοινωνούν με γραπτά μηνύματα;

Είμαστε διαφορετικοί. Θνητοί όμως, όλοι μας.

Εγώ αγαπάω το τομάρι μου.

Τελευταία,

Μετακινούμαι υπερβολικά έξω, με προσοχή.

Μα είναι ήρεμη η σκέψη,

Απ’ την αισιοδοξία;

Συμμετέχοντας στον μάταιο κόσμο.

Τουλάχιστον,

έτσι μου είπαν να του φέρομαι, ως ένα μάταιο τόπο.

Ευτυχώς, που έχω μια στέγη, και φαγητό’

Χαμογέλα τώρα που μπορείς.

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΣΥΝΟΜΙΛΙΑ

«Δεν έχουμε λοιπόν, τίποτε άλλο να πούμε»

«Τι φταίει αυτή η γη για να χαθεί»

«Τι εννοείς;»

«Δεν θυμάσαι.

Θα κλείσει η γη σαν βιβλίο και θα χαθεί»

«Λες, στην Αποκάλυψη του Ιωάννη»

«Βεβαίως»

«Θα μεγαλώσεις ένα παιδί,

λέγοντας του αυτό ακριβώς;

Με τι κουράγιο θα δεχτεί το ήδη, παρόν, χάος;

Δεν συμμετέχω ο ίδιος, στο τέλος του κόσμου.

Αν και,

μόνο ένας πυρηνικός πόλεμος,

Μπορεί να ενώσει τους ανθρώπους.

Καθώς θα είναι κάτι κοινό. Και άμεσης

αντιμετώπισης»

«Αφού η γη θα καταστραφεί,

γιατί να μη χαθεί,

Να μη κλείσει σα βιβλίο;»

«Δεν έχεις κι άδικο»

«Δεν έχουμε λοιπόν, να πούμε,

κάτι άλλο»

«Γέμισε νταβατζήδες,

ο τόπος.

Κανείς νταβατζής,

Δεν θα μου πει, πως θα ζήσω.

Είτε με πληρώνει σε χρήμα,

Είτε σε προκλήσεις.

Συναδελφικές. Φιλικές. Όχι πια, ερωτικές»

«Πως είναι να ζει, κανείς, με την αντίδραση»

«Άρνηση είναι»

«Αντιδράς όμως»

«Ωστόσο, θα ‘χω να λέω

κάποτε,

Αν γεράσω,

Όχι, πως είπα τη γνώμη μου,

Μα πως τόλμησα, και την έκανα, πράξη»

«Και ποιος θα πληρώσει γι’ αυτό;»

«Δεν χρειάζεται να πληρώσει, κανείς!»

«Ούτε κι εσύ;»

«Πόσο ανόητοι μπορεί να είναι οι άνθρωποι

με το να ερωτεύονται.

Νομίζουν, πως κάτι κάνουν.

Πραγματικά, ένα θέαμα αποκρουστικό.

Να μοιράζεσαι τον ιδρώτα του άλλου, (επιεικώς)»

«Αν σ’ άκουγε κανείς,»

«Θα σου ‘λεγα, τώρα»

«Εσένα, τι σ’ ευχαριστεί;»

«Σπανίως, να συλλογίζομαι,

Πως ο άλλος, είμαι εγώ. Άνθρωπος.

Είναι κι αυτός, άνθρωπος.

Ικανός όχι τυπικά για τη γλώσσα του σώματος,

Μα για το δικαίωμα του να τη χρησιμοποιεί.

Για να δειχτεί, να χαλαρώσει. Ν’ αφεθεί.

Να αμυνθεί, ή σε μια κρίση, να επιτεθεί.

Με ευχαριστεί,

Θα με ευχαριστήσει,

Ένα δικό μου μάταιο σπίτι,

Με όλα του τα έπιπλα

Και τη δουλεία που θα απαλύνει

Την παρούσα οικονομική κρίση.

Στις τσέπες μας.

Γιατί άραγε, οι γονείς, πιστεύουν,

Πως τους οφείλουμε κάτι;

Αν ο καθένας, στα τριάντα του,

Ήταν ικανός να τους ξεπληρώσει σε χρήμα,

Επειδή τον μεγάλωσαν

-επειδή τους πίκρανε-

Αναρωτιέμαι

Ποιο θα ήταν πλέον, το σωστό. Ποιο το λάθος»

«Πάλι καλά, που συζητάς κάπου κάπου»

«Πλησιάζουμε στο τέλος»

«Πιστεύεις πως θα έχει αίσιο επίλογο;»

«Άλλη μια απογοήτευση»

«Επειδή το θες εσύ;»

«Επειδή αυτή είναι η αλήθεια»

«Η δική σου η αλήθεια»

«Της καλοπέρασης!! (γελώ)»

«Και η ομορφιά;»

«Μάταιη. Γελώ»

«Οι άνθρωποι;»

«Αναλώσιμοι»

«Το θέατρο»

«Γι’ αυτούς, χαμένος χρόνος.

Για μας, μια ξεχωριστή βραδιά»

«Ξέρεις, βαριέμαι»

«Που δεν συμφωνώ μαζί σου, πλάσμα μου;

Κι όμως εξακολουθείς να με πιέζεις.

«Όπως το κενό σου, από τώρα,

Γι’ αυτά που θα είχες, σα να τα είχες, ήδη»

«Τόσοι και τόσοι που παντρεύονται,

διαφορετικοί χαρακτήρες να του κλαις.

Για τον πόνο που ανταλλάζουν.

Βασανίζοντας ο ένας τον άλλο.

Γιατί προσπαθείτε;»

«Κι εκείνο που δεν γνωρίζεις;

Την χαμένη αίσθηση,

Τις καμπύλες και το σφριγηλό,

και λείο, γυναικείο κορμί;

Οι μικρές ανθρώπινες κινήσεις της, από αγάπη;»

«Υπάρχει αυτό;

Ακόμα.

Ως συναισθήματα.

Όχι ως κορμί.

Πληρώνεις και αγοράζεις, αν θες»

«Θες;»

«Όχι.

Δηλαδή, όχι ακόμη»

«Δεν έχουμε, λοιπόν, να πούμε κάτι άλλο»

«Εκτός του ότι μπορώ να γελώ, ακόμη’

Έλα εδώ.

Εσύ.

Με τα συναισθήματα.

Αν καθίσουμε κοντά κοντά, με αισθάνεσαι;

Πέρασε το χέρι σου απ’ τον ώμο.

Γύρω απ’ το λαιμό.

Όχι, τίποτα πάλι.

Ουσιαστικό εννοώ.

Ξάπλωσε το κεφάλι σου στο στέρνο μου,

Σου χαϊδεύω τα μαλλιά.

Όχι. Θυμίζει καθησυχαστική ένεση.

Και τίποτε μελλοντικό, άρα μόνιμο.

Κοίταξε με.

Με κοιτάς;

Δεν το πιστεύω.

Αυτόματα,

Δεν με κρίνεις, είτε δουλεύω, είτε όχι.

Είτε μιλώ, είτε όχι, σκέπτομαι, αδιαφορώ.

Υπολογίζω, ξεχνώ,

Χτίζω στιγμές τρυφερές, με το νου.

Επειδή τα κουσούρια του καθενός,

δεν εξασθενούν,

αφήνοντας σε έξω, τελικά,

Από το παιχνίδι»

«Μια τελευταία σκέψη;»

«Επιβιώνουν προσωπικότητες

που χαραμίζονται.

Γονείς,

που δεν διευκολύνουν τα παιδιά τους.

Περιουσίες

Που ένα μέρος τους δεν διατίθεται,

Προς άστεγους, σεισμοπαθείς, πλημμυροπαθείς.

Ιδρύματα φιλανθρωπικά,

Ή επιστημονικά, για την υγεία.

Υπάρχει το τώρα

Που μεταβάλλεται σε αύριο.

Η δική σου αναπνοή

που πράττεται αυτόματα.

Υπάρχουν οι τόποι

Που αποκαλούμε, Πατρίδα μας.

Οι αλλοδαποί,

που χωρίζουμε, σε βαθμίδες, ρατσιστικά,

Με σειρά προτεραιότητας.

Επιβιώνει και οξύνεται

Η φτώχεια και η μυρουδιά του μεροκάματος.

Μέρα την ημέρα.

Βιβλία αδιάβαστα.

Προσπάθεια και ματαιότητα.

Τεμπελιά και αισιοδοξία.

Καλοσύνη σαν τελείες με μαρκαδόρο’

Αν είμαι ο άνθρωπος

που γνωρίζει όσα έχει δει, μόνο,

Και κάθομαι

σε ένα άδειο από συναισθήματα,

δωμάτιο,

Δωμάτιο με ήδη γνωστά έπιπλα,

Κι ένα κόσμο κινούμενο, στο κουτί της αλήθεια,

Φαντάζομαι,

Πως η αισιοδοξία,

από κάπου πρέπει να εξέλθει.

Όπως το ωραίο γυμνό,

Ανά διαστήματα,

Αδιαφορείς ακόμη και γι’ αυτή την κατάντια.

Όπως τα ίδια, φαγητά,

που νοσταλγείς, όντας σου μόνος.

Έτσι κι η αισιοδοξία,

Μπορεί να είναι μερικά, απλά, πράγματα.

Βόλτα με το ποδήλατο.

Γλυκιά μουσική.

Ο ουρανός το δείλι, με κίτρινα χρώματα.

Η ασφάλεια

που προσφέρει ο Θεός.

Ενόσω αισθάνεσαι λιγότερο βαρύς

-και μετά από γυμναστική’

Ο χρόνος τρέχει, οι φράσεις εξουθενώνονται.

Τι και αν κάθομαι έτσι, εδώ.

Είμαι εδώ;

Το σώμα μου είναι ζεστό.

Τα μάτια,

Κάπου πρέπει να κοιτάνε. Οδύσσεια».

Γεράσιμος Μηνάς 2004

0 Comments:

Post a Comment

<< Home