Το Blog της αγάπης

Αγάπη για ποίηση και για άξια αξιοπρέπεια στις γυναίκες

Monday, April 16, 2007

(Το παρακάτω είναι, ένα, ποίημα, με διάφορες ενότητες)


---- Αλληλογραφία -------

Πώς να σου περιγράψω
Την αίσθηση της θέας σου,
Άνθρωπε.
Ως δικαίωμα σε κάθε σημείο.
Μιας πόλης, ολότελα δικής σου.

Γιατί να σου χαρίσω,
κάτι από μένα,
Αφού συνυπάρχει στον καθένα.
Σαν κοντινό,
σε πρόσωπο, ανθρώπου.

Ένα ειλικρινές χαμόγελο,
κρατώ’
Εσένα.
Σα να ‘σαι η δύναμη του ανέμου,
σε μικρές ανατριχίλες.

Θέλω να σε ταξιδέψω,
Σαν αισιόδοξο πρωινό
Στιγμές γαλήνης.
Στιγμές δουλειάς.
Στιγμές ανανέωσης.

Επιθυμώ να μην είμαι,
Ρατσιστής.
Να σε βλέπω παντού
Σα σύννεφα.
Παντού.

Η ομορφιά των εικόνων του πρωινού,
Να μη σου λείπουν.
Σαν θεατρικό σκηνικό, δρόμου,
Ρούχο δικό σου, που τσαλακώνεται,
Ενόσω το φοράς.

Προστάζω χαρά,
Σε κάθε προσωπικότητα,
Ίση, μ’ εμένα. Εσένα.
Θέλω ν’ ακούσω τι έχεις να πεις.
Θέλω να σε δω όπως είσαι.

Μαθαίνοντας τι καλλιεργείται
πίσω από εσένα.
Εκεί όπου τα χρώματα,
Συναντούν τόνο, τόπους
Φόντα, τοπία. Ίσες μοναδικότητες.

Τριγυρισμένοι,
από δημιουργήματα,
Συνήθως, όχι δικά μας.
Αναρωτιέμαι,
Αν ξανάδα με φωτοστέφανο, τον ήλιο.

Πότε σε πλησίασα,
Παρόμοια.
Ενώνοντας τα κομμάτια,
Σαν ανασκαφή,
Σε εργαστήρι αρχαίων δημιουργών.

Δεν είμαι σε θέση
Να βαπτίσω τη στιγμή
Ποια μοναδική έννοια
Αντιγράφεται.
Ποια στιγμή.

Να με θυμάσαι.
Επειδή μοιράζομαι ότι κι εσύ
-συνήθως.
Κάποτε (έστω κι αργά).
Ο χρόνος είναι δίκαιος.

Η ομιλία,
Μπουκέτο λουλούδια
Φυσικό περπάτημα.
Φορές, μου χρειάζεται
Μια όμορφη εικόνα.

Απλή έννοια,
Συναντάται παντού.
Σαν αέρας που αναπνέετε.
Ολοένα σε ανακαλύπτω μεγαλύτερο,
Έστω και σε μικρόσωμο καλούπι.

Σαν παιδί,
Ανεπτυγμένο με ορμόνες.
Ολοένα ζητώ τα δέντρα, το γαλάζιο.
Να ‘ρθεις,
Να θαυμάσεις κι εσύ, αυτή τη θέα.

Είσαι σαν τις καθαρές αναλύσεις,
Σαν χωριό,
που σκαρφαλώνει στην πλαγιά,
Αρμονικά.
Είναι η φύση σου προσαρμόσιμη,

Αναρωτιέμαι τι ακόμα να σου προσφέρω
Πέρα από τη φωνή μου.
Ελαφρότερη,
Όπως το θολό καθρέφτισμα,
Σε μια λίμνη, μικρή ή μεγάλη.




Ηφαίστειο

είναι οι εκρήξεις σου.
Καλύπτουν με λάβα, άλλα άτομα.
Στη στιγμή, σκληραίνει το νέο “ρούχο”.
Αν σπάσω αυτό το καλούπι,
Εσύ θα το γεμίσεις;

Τι θα μαζέψεις,
Που πλέον δεν γνωρίζω.
Σταδιακά, παύω,
Σαν σιωπή,
Που υποχωρεί από ανάγκη

Συγκρίνοντας τον εαυτό,
Σαν άνεμο,
που κρύβεται.
Ένα γίνεται,
Μ’ όλα.

Σαν λάβα,
Που τα εξαφανίζει, όλα,
Πριν τα χαρώ.
Προτού μου πει η φύση,
Τι μου ταιριάζει.

Προτού διαβρωθούν τα τοπία.
Οι άνθρωποι.
Τα καλούπια’
Λίγο να σταθώ, άσε με,
Κοιτώντας τη φωτιά.

Ποιος άραγε είναι ο εμπρηστής.
Τι του έφταιξαν τα δέντρα.
Θέλει χρόνο αρκετό,
Να χτιστεί ένα νέο καλούπι.
Κύκλοι σε τομή,

που δε θα προλάβεις,
Να “προσθέσεις”.
Μ’ αρέσει να σε βλέπω
Να κοιτάς ανθρώπινα
Μ’ αρέσει να συναντώ δημιουργήματα.











Σκοπιά

Λουλούδια να ‘χουν οι κάνες,
Ν’ αφεθεί ήσυχη η δημιουργία.
Τα μέλη μου να μη χωρίζουν,
Ξαφνικά.
Απροειδοποίητα.

Συνυπάρχοντας το παλιό με το νέο
Η δύναμη του ανέμου
Κάθε ηλικίας,
Ακατάπαυστη,
Με γέννες στιγμών, όλο ευημερία.

Πιστεύω στη θέση των δρόμων
Στη χρησιμότητα τους.
Ενόσω οδηγούν τελικά,
Εξωτερικά της περιμέτρου των πόλεων.
Όσοι διαθέσιμοι να τη φυλάξουν.

Σαν άνθρωπος,
που λογικεύεται.
Σαν τα λόγια
Ενόσω σου αποκαλύπτονται,
Μετά από χρόνια.

Άφησε με να μάθω
-Κι ίσως κάποτε, από κοντά, δω-
Το προϊόν, συλλογικής σκέψεως.
Ατομικής,
Αν πρόκειται για κάτι χρήσιμο.

Τι άλλο να σου δώσω
Αν δεν στο αφαίρεσα.
Πότε διεγείρεται η αλήθεια.
Ποιοι είναι ευνοημένοι
Πόσοι φουσκώνουν σαν ψωμί στο φούρνο.

Με τι αλεύρι θα είναι η μορφή σου,
Τέλεια.
Ως πότε θα μου χαρίζεις
Εσένα,
Ως κάτι νέο.

Ως πότε θα σε δέχομαι
Όπως είσαι.
Σαν ατμόσφαιρα
Ενόσω αντιπαλεύει
όλες τις κάνες.





Ζωγραφιά

Οδήγησε το χέρι μου,
στις σωστές αποχρώσεις.
Πρέπει κάπου κάπου,
Να φαίνεται η δικιά σου σκιά,
Έξω από το καβαλέτο.

Διψά για νέες παραστάσεις.
Εισχωρεί σε αφύσικα πρόσωπα
Ο ρεαλισμός του σώματος σου.
Είναι ίδιο πάντα το χρώμα
του δέρματος.

Τολμά να συναγωνίζεται
Την δύναμη του φωτός,
Πάνω του.
Ολοένα θαμπώνουν τα χαρακτηριστικά.
Τοποθέτησε με σε άλλη θέση,

Μέχρι εκείνο,
Να χαμηλώσει στον ουρανό.
Σαν πίνακας δεξιοτέχνη,
Είσαι.
Σε κοιτώ από μακριά.

Διαλέγω το υλικό της κορνίζας,
Ανάλογα με το εισόδημα,
Αν όχι και της καρδιάς μου.
Η ώρα διαβαίνει.
Ένα τεχνητό φως, ανάβει.

Είναι καλής ποιότητας;
Μακροθυμεί;
Σαν τη μάνα,
Που χρειάζεται, ξανά,
Να θηλάσει;

Προλαβαίνει να θηλάσει;
Φοβάται
Μήπως ένα άγνωστο πείραμα
..σαν τροφή,
Μολύνει το τεχνητό φως του παιδιού.

Φορές,
Μας διαλέγει η δοκιμασία.
Πονάει τα χρώματα,
Ως σκιά, τα σκεπάζει.
Λες και το φως θα ξεπηδήσει από το έδαφος,

Ρίχνοντας σκιά στον ουρανό.
Βάσανα και παρεξηγήσεις.
Η κάθε μέρα, μια δημιουργία.
Η δική σου θέα
που περιμένει.

Πάλι ζητώ το φως της.
Δεν ησυχάζω.
Σε ζητώ μαζί
Παρατηρώ κάθε κίνηση.
Αφουγκράζομαι.







Ακοή

Είσαι τα κοράλλια,
Τα περίεργα στενά τους.
Είσαι τα μάτια σε γιγάντια αγάλματα.
Οι δονήσεις της σιωπής σου,
Μέσα μου.

Είσαι άνθρωπε,
Η προσπάθεια σου κι η σκέψη.
Σε σύντομες σημειώσεις,
Πλαϊνά των κειμένων.
Κει που λες, χωρίς ν’ ακούγεσαι.
Είσαι ο αγώνας
Προς κατάκτηση,
Σε νέα ψυχή
Εσωτερικών, γερών,
Προϋποθέσεων.

Κοιτώ, ξανά, το εξώφυλλο.
Καταλαβαίνω το περιεχόμενο.
Η στάση σου.
Η προοπτική.
Οι ακολουθίες. Η προσέγγιση.

Τώρα, κάτι ξαφνικό.
Διακοπή ρεύματος.
Σ’ ακούω επομένως, καλύτερα.
Θέλω ότι μένει,
Να έχει διαφορετική ατμόσφαιρα.

Με φυσιολογική όμως, πίεση.
Αφού όλα τα υπόλοιπα δεδομένα,
Αλλάζουν, αναδιαμορφώνονται.
Στέκομαι σα στρατιώτης στη σκοπιά,
Και σ’ ακούω.

Σα να ‘ναι εντολές,
η άποψη σου στο θέμα.
Σα να ‘ναι η συζήτηση,
Κείνο που αρνιόμαστε,
Μα συμβιβάζομαι.

*

Σκάλισε τη μνήμη σου
Να βρεις θέματα συζήτησης.
Κάλυψε ξανά, μια τροχιά,
Μήπως ορισμένοι, υπάρχουν,
-μόνοι τους το γνωρίζουν (φτάνει;).

Θέλω τις θέσεις σου
Όχι διαφημίσεις.
Όχι αργές.
Όχι πριν το δειλινό πλησιάσει.
Είναι κομμένο το ρεύμα

Αισθάνομαι, πως κάτι με βιάζει.
Πότισε με, με την σκέψη σου.
Σαν κόρη οφθαλμού, λάμπα φωτός,
Με περίσσια κεριά,
Άρα μεγαλύτερη επάρκεια.

Φώτισε με,
Σαν αναμνήσεις καλοκαίρι.
Σαν δρομολόγιο τακτικό,
με θέσεις για όλους.
Θέσεις, όχι πάντα άνετες.

Μίλησε μου,
Σαν διεύθυνση μόνιμη.
Θυρίδα απόρρητη
-Εμπιστοσύνης.
Άφησε την ακοή να χορτάσει.







Εξήγησε μου

Σαν αέρας που μιλά,
Έτσι δυνατός όπως είναι.
Αφέσου, άνθρωπε.
Μη σκληραίνεις.
Το ωραίο δεν είναι πάντοτε, ωραίο.

Ούτε θα εννοήσω
Αν ξύνεις, μόνο, την επιφάνεια.
Η περιέργεια, κινεί, ακόμα,
Τον κόσμο.
Τα χέρια δεν γνωρίζουν τη δύναμη τους.

* *

Ψάχνω σε κείμενα, εγκυκλοπαιδικά,
Τα επιτεύγματα του ανθρώπου.
Μόνο,
Που κάθε έκδοση, νέα,
Δεν ανανεώνει το νερό

που μπορεί να πίνεται.
Τα παιδιά, πιστεύουν,
Πως ολοένα, θα είναι διαθέσιμα,
Τα απαραίτητα, προς ανάπτυξη τους.
Εγώ αμφιβάλλω,

Τρέχω ξανά
στη βιβλιοθήκη.
Τώρα
που το ρεύμα είναι κομμένο,
Επομένως, δείχνω πιο προσοχή.

(Για πόσο, ακόμα
η ΔΕΗ θα κόβει, απροειδοποίητα,
Το ρεύμα, επειδή βαριέται
Να εκμοντερνιστεί
-μόνο στους λογαριασμούς, φαίνεται).

Αν περιμένεις

συζήτηση,
πρέπει να δέχεσαι και βοήθεια.
Δεν μιλάς,
Είσαι επιφυλακτικός,
Άνθρωπε.

«Μήπως ομοιάζεις,
Με τον Ντίνο Ηλιόπουλο,
Στην ταινία: ο Δράκος;»
Αν σε φοβίζουν οι μοναχικοί,
Με επίγνωση.

(Φορές, η πόλη,
ομοιάζει με κυψέλη,
όπου κάθε ένας,
Αποκτά μια ενέργεια.
Πράττει, έκαστος, το χρησιμότερο).

Μια πόλη,
Με στερεά τείχη,
όπου η ακοή, εν μέρει,
Ξεπλένεται,
Μόνο από μια βροχή.

Εξατμίσεων,
Ιδρώτα,
Χειρωνακτικής εργασίας.
Κοπιαστική
Που είναι η ζωή ..φορές.

Το πρωί, στο ταχυδρομείο,
Αισθανόμουν τόσο μόνος,
Σε μια γεμάτη αίθουσα,
Και με το σακίδιο στη πλάτη,
Άραγε, τι σκέπτονταν οι άλλοι;

Προηγούμενη μέρα,
Στο λεωφορείο,
Φοβόμουν μην σκάσει καμιά μπόμπα.
Κάθε που ακούω αεροπλάνο,
Λέω θα πέσει στο σπίτι μου.

Θα διακοπεί η συζήτηση,
Η ανταλλαγή απόψεων.
Σαν φωτιά,
Ενόσω σβήνει,
Από ένα δυνατό χαστούκι ανέμου.

Σαν ξαφνικό γράψιμο,
Ιδιοτελούς σεναρίου,
Τραγικού και αιματοκυλισμένου,
Με θύματα, παιδιά και ενηλίκους
Σε κάποιο σχολείο μακρινής χώρας.

* * *

Ο κόσμος είναι τόσο κουρασμένος
Για να μάθει
Να υποχωρεί.
Βρίζει εύκολα έναν ξένο, στο δρόμο.
Δεν φοβάται, μήτε μηνύσεις.

Ο ελεύθερος χρόνος του,
Δαπανάται σε εκδίκηση
-όποιου βρεθεί κοντύτερα.
Γι’ αυτό, είσαι επιφυλακτικός,
Άνθρωπε;

Μήπως ακολουθείς κι εσύ,
Ονόματα;
Επειδή ανανεώνουν την πίστη σου,
Στο κουράγιο;
Ή επειδή υπερεκτιμάς, καταστάσεις;






Καταστροφή

Τα Ελληνικά χέρια,
Εξακολουθούν να χάνουν, ελπίδες.
Εστίες παραγωγής,
Δικών μας προϊόντων.
Ξανά, κατεστραμμένες.

Ακούω μαχητικά, στον αέρα.
Σε ποιον ανήκουν;
Ο κόσμος φοβάται ολοένα πιο εύκολα.
(Ακόμη και τον ίσκιο του).
Όχι οι κοινωνικοί! όχι, εκείνοι.

Εκείνοι,
με τους παχυλούς μισθούς,
Δεν χρειάζεται να μιλούνε.
Στο βλέμμα τους, αναγνωρίζω,
Πλήρη υπεροψία.

Όχι.
Δεν συζητώ με παρόμοια άτομα.
Καβούρια έχουν στις τσέπες τους.
Αγκάθια στην καρδιά.
Μόνο άμα σκονιστούν, θυμούνται.

Λειψή η μνήμη σου, άνθρωπε.
Σαν χορτασμένη κοιλιά –αποκοιμιέσαι.
Τι άλλο να προσφέρω,
Σαφώς, όπως το ‘πες.
Δεν ήμουν, ποτέ, κοινωνικός άνθρωπος.















Άνεμος

Άκου πως φυσάει. Πως δυναμώνει.
Σε πιέζει. Σε περιορίζει.
Σε βγάζει εκτός, εν ριπή.
Δροσίζει,
Μα γυρίζει και σκόνη.

Σε υπομονή,
Δεν του μοιάζω.
Εσύ;
Είσαι οικειοθελώς εδώ;
Άνθρωπε.

Έτσι όπως φυσάει,
Όλο και κάποιοι θα διεγερθούν
Με απώτερο σκοπό, ένα καμένο δάσος.
Όχι απαραίτητα οικοπεδοφάγοι,
Πιθανότερο: εχθροί της Πατρίδος.

Άκου πως φυσάει.
Πως δυναμώνει,
Άνθρωπε έχεις χρεία ανάγκης
από γνώση.
Τα ξένα λόγια διαβάζονται, και πως.

Ποια δίψα,
Σε οδηγεί παρακάτω,
Άνθρωπε,
Με το καμένο σπίτι.
Καμένα ένσημα –κι αυτά.

Τι είμαστε
Τι μας κρατάει.
Κλάματα.
Οργή.
Ανάπαυση –πού.

*

Ο αέρας μυρίζει καμένο.
Τα μέσα πυρόσβεσης
Μουχλιάζουν σε αποθήκες. Γραφειοκρατία.
Κάποιος υπερ-ανόητος, διέκοψε την παροχή νερού.
Επάρκεια σε πυροσβέστες; Όχι –λεφτά σε φιέστες.

Οι άνθρωποι συνεχίζουν.
Τι τους κρατάει.
Επιχειρούν αναδάσωση στα πιστεύω τους;
Σε κοινωνικότητα.
Πιστεύουν ότι κρύβει συνοχή.

Ολοένα οι άνθρωποι, κοπιάζουν.
Σε ζευγάρια οργανώνονται.
Σ’ αρέσει ο άνεμος;
«Ναι»
Γύρω από μια θέα, στρεφόμαστε.

(Εκείνη δεν μας υποτιμά.
Οι ίδιοι το πράττουμε.
Υποτιμούμε το άλλο φύλο
Διαλέγοντας να το μισούμε;
Χωρίς αυτοσκοπό).

Λες και το τιμωρούμε.
Λες και το στήνουμε οι ίδιοι.
Μη αναγνωρίζοντας, προσπάθεια.
-Το φως έχει σκύψει στον ορίζοντα.
Προσεύχομαι να πάψουν οι φωτιές.

Βαπτίζω το χρόνο, ζωή.
“Βγαίνω να ψαρέψω εμπειρίες”
Ακολουθώντας στα τυφλά.
Σαν παγοθραυστικό.
Ελπίζοντας για λεπτό πάγο.






«Βλέπεις

λοιπόν,
ότι τίποτα δεν είναι σίγουρο.
Μήτε η γνώση.
Όπως τα μωρά,
Ενόσω μαθαίνουν την ξένη γλώσσα των μεγαλυτέρων.

Τι θα τα κρατήσει στη σωστή σειρά.
Παρόμοια η αγωνία σου
Να γνωρίσεις τον κόσμο.
Κοιτώντας τον από κοντά,
Μαθαίνοντας την γλώσσα του.

Αν και δεν χρειαζόμαστε πολλά,
Ώστε να χαρακτηριζόμαστε πολιτισμένοι’
Οι περισσότεροι δεν είναι διατεθειμένοι
Ν’ αποχωριστούν το ψωμί ή το τυρί
Ή το αναψυκτικό. Το πρόχειρο φαγητό, ίσως.

Επειδή κανείς δεν μας έμαθε
Το ωφέλιμο σε βιταμίνες.
Απλά, μαϊμουδισμός.
Παραμένει η αγωνία σου
Να σε θυμούνται –έστω και ένας».

Τυχερή η πολυτέλεια του λόγου:
Έκανα στη ζωή, ότι μου άρεσε,
Έστω, αντισυμβατικά.
Δεν είναι όμορφο το χαμόγελο της παρέας;
Τυχεροί όσοι βίωσαν το φως γνωστών πνευμάτων.

Ακούραστοι αισιόδοξοι,
Προς παγκόσμια προσφορά.
Ηλεκτροφόρες δίοδοι, τηλεφωνικοί,
Μεταφοράς της πνοής των πνευμόνων.
Ιατρικοί δίοδοι –ευκολίες ωφέλιμες.

«Αναγνωρίζεις επομένως,
Την αξία της παρέας»
Κατανοώ.
Όχι μόνο σε καιρούς ειρήνης.
Τυχερός,

Επειδή έζησα
Σε μια εποχή, πλήρη από ευκολίες.
Μόνο
που απαιτούνται χρήματα.
Όπως για ένα καλό


Άρωμα

Η αίσθηση
Που σε οδηγεί
Να βγαίνεις από το σπίτι,
Ή να σέρνεις τα βήματα σου
Σ’ έναν κινηματογράφο.

Σ’ ένα κοντινό καφέ.
Συζητώντας.
Μοιράζοντας στιγμές
Από δω κι από κει,
Με κουρασμένη μέλη, συνήθως.

Ο άνθρωπος οφείλει να ενημερώνεται;
Μήπως πιαστεί κορόιδο
Από νέους φόρους..,
Μήπως ξεχάσει να εκμοντερνίζεται
-μην τον στείλουν στο περιθώριο.

Έχουν δύναμη τα σουξέ,
Στα ατίθασα ένστικτα
-Κάτοχοι πλήρους αναισθησίας.
Όχι ελευθερίας.
Δεν συνεργάζονται οι διαφορές.

«Γι’ αυτό,
κηρύσσονται πόλεμοι;»
δεν ξέρω.
Εκείνο που πρέπει να φοβάται κανείς,
Είναι η οργή του πράου.







Κάθισε

Σ’ αρέσει το σπίτι μου;
«Συμπαθητικό είναι»
Τι να προσφέρω;
«Ότι υπάρχει»
Κρύες φέτες γλυκού λεμονιού.

(Μ’ εμπιστεύεσαι τώρα;)
(«Απαιτεί χρόνο, το ξέρεις»).
Ξέρεις,
Το κύριο πρόβλημα των ανθρώπων,
Υποκύπτει στ’ ότι υποτιμούμε τον άλλο.

«Να ακούγεται η δική σου η αλήθεια.
Κι όχι του άλλου.
Που εξίσου, υπήρξε,
Άνθρωπος.
Άνθρωπε».
Έχω την εντύπωση,
Πως οι πάνω,
Υποτιμούν τη νοημοσύνη μας.
«Τι εννοείς;»
Πως δήθεν,

Κυκλοφορεί η φήμη
Μιας επερχόμενης έλλειψης,
Πετρελαίου.
Οπότε δικαιολογείται
Μια διαρκής άνοδος, σε κάθε τιμή.

«Δεν θα διαρκέσει για πάντα»
Όχι και η ανοχή του λαού.
Ενόσω θα στοιβάζονται τα πτώματα,
Απόρων και μη,
Στα πεζοδρόμια.

Σαν επιδημία χολέρας,
Νέας μορφής.
Επεκτατικά,
Μιας αδιάφορης στάσης, ζωής.
Άνθρωπος προς άνθρωπο.

Έχω την εντύπωση,
πως δεν έχω αδέλφια,
Μετά απ’ το γυμνάσιο.
Ίσως και ποτέ.
Μόνο μια ικανότητα να διασχίζω το πεζοδρόμιο.

Ή ν’ αγγίζω τις χορδές,
Προσώπων
Ανέγγιχτων –συνήθως- από αγάπη.
Ξέρεις,
Έχω αγαπήσει κι εγώ.

Όλο το θυμάμαι.
Τελευταία.
Συγνώμη.
Μιλάω πολύ.
«Δεν πειράζει».







Σαν

μελέτη πιάνου
η ανθρώπινη φύση.
Κείνα,
που μελετάμε, νοερά,
Επικοινωνώντας.

Σαν εργασία,
Ιστορικού μελετητή.
Νοερά, ανθρωπολόγου.
«Κείνοι
που αγάπησαν,

Γνωρίζουν ουσιαστικά,
Τι είμαστε.
Σάμπως πιότερο ταπεινοί,
Ευκολοχώνευτοι,
Λόγω αγάπης.

Σε κλειστά δωμάτια,
με χαμηλά φώτα.
Αδημονούν.
Εξουσιάζοντας το είναι τους,
η στιγμή, ενός προσωπικού χωρισμού.

Ενός χώρου, ατομικού,
Που δεν συγχωρείται,
Πλέον.
Τόσο μόνος και κρύος.
Χώρος καταφρονημένος».

Χώρος-τόπος
Που βλασταίνει
Μόνο με νέες νότες
Ξεσυνηθίζοντας απ’ τα ίδια
Και τα ίδια.
















Κυριακή

Πόσο βαρετή.
Από νωρίς.
Ποια άλλη φωνή
Θα έδινε νοστιμάδα’
Μου φαίνεται,

Ο άνεμος,
Πως είναι η κραυγή των δέντρων,
Προτού καούν.
Η δική μου ανορεξία,
Η έλλειψη πίστης.

Πώς να νοστιμίσει η ζωή
όταν τα πάντα γύρω,
Σε πιέζουν.
Κοιτάμε τη ζωή, εμείς,
Μες το περίεργο βλέμμα, ενός παιδιού.

Αν δέχεται να σου χαριστεί η ατμόσφαιρα,
Τυχερός, τότε, θα ‘σαι.
Ο άνεμος παίζει με την κουρτίνα,
Τα τζιτζίκια πήγαν για μπάνιο
Το βλέμμα σου, σε μια ταινία, καρφωμένο.

Η πόλη άδειασε.
Οι βάρβαροι φύγαν.
Οι δρόμοι ανακουφισμένοι,
Κλαίνε.
Ο αέρας αντέχει τη σιωπή.

Θέλω να με καταλαβαίνεις.
Άνθρωπε.
Μες την κίνηση σου.
Από το σπίτι,
Ή αναπνέοντας χώρο, κι αέρα.

Η ζωή είναι μια στάση
Υπεραστικού λεωφορείου,
Για φαγητό και ξεκούραση.
Να κατεβάζεις δεμάτια από άχυρα-δυνάμεις,
Χειμώνα, από ψηλά, σε καταφύγια.

Είναι η θέα, βράδυ, στο λιμάνι,
Από το παράθυρο του νοικιασμένου δωματίου.
Είναι οι αναμνήσεις που επιστρέφουν
Σα να ‘γιναν μόλις,
Κτήμα δικό, άρωμα


Μοναδικό

όπως ήσουν κι εσύ,
Γυναίκα.
Προσπαθώ ν’ αποστασιοποιηθώ.
Με παρατημένο πηδάλιο,
-ούτε που θυμάμαι, πλέον.

Η γνώση με καλεί,
Μα την εμπαίζω
Σαν κοραλλιογενής ύφαλος,
Με πλούσια ζωή και ποικιλία.
Σαν κτίρια που αγνοείς το εσωτερικό τους.

Σαν έφηβος
Ενόσω
Αισθάνεται άβολα
-λόγω υποταγής-
Ανάμεσα σε ενηλίκους.

100 χρόνια αν ζήσεις
Τι θα έχει μείνει
Περισσότερο στην ψυχή σου.
Στο σπίτι του, κανείς,
Την ιστορία μας, μη του ζητάς, να του διδάξεις.

Έχουμε χρεία,
Αποκλειστικά,
Να μας εύρει η επόμενη μέρα,
Ζωντανούς.
Θέλω η σκιά μου, γυναίκα,

Να καλύψει το πρόσωπο σου.
Να εννοήσω
Προς τι, το χαμόγελο
Ν’ αγαπήσω τις ραφές,
στο κάλυμμα σου.

*

Ακόμα είναι κυριακή.
Η μοναξιά με πλακώνει.
Γέμισα το στομάχι,
Μήπως νυστάξω
-του κάκου.

Κουράζω εμένα,
Να ‘μαι χρήσιμος.
Κουράζω κι εσένα,
Να ‘βρεις πίστη σ’ εμένα.
Αλίμονο σ’ όποιον δεν κρατάει τον λόγο του.

Δεν είμαι υποχρεωμένος
Να αποδείξω τίποτα.
Σε κανέναν.
Τα πουλιά που πετούν μαζί,
Δεν σου ζητούν το λόγο.
Ούτε οι μορφές τέχνης.
Τα είδη της μουσικής.
Ο πόλεμος και η πείνα.
Η ελπίδα. Η απογοήτευση.
Υλικό για ανίδεους.
















Βραδιά ανεκδότων

Κάποτε,
Έτρωγες σε ταβέρνα,
Πληρώνοντας δυό δραχμές.
Πλέον, οι νεόπλουτοι
Είναι κινητή μονάδα μπελάδων.

Αν κάποιος από αυτούς, με τροχοφόρο,
Με ξαναβρίσει,
Θα κρατήσω τον αριθμό
Καταγγέλλοντας τον στην αστυνομία,
Ως τρομοκράτη καμικάζι.

Στα καθίσματα τους,
Πιάνονται χεράκι χεράκι
Άφιλα όντα,
Με βλέμμα απλανές,
Όλο κουλτούρα. ( Ή στάση ζωής!!).

Κυκλοφορείς στο δρόμο
Και βλέπεις χαμηλοκάβαλα παντελόνια,
Σε ατσούμπαλες μέσες.
Μαύρο γυαλί.
Γενάκι μια γραμμή, σαν κάθετος ρόμβος.

Εκκεντρικοί απόστολοι
Μιας νέας ανελεύθερης γενιάς,
Καταδικασμένη γενιά
Των προφυλακτικών
Και του φόβου, περί έρωτα.

Ήταν ένας τριαντάχρονος στην παραλία
Με πλήθος σπυράκια στην πλάτη.
Και ένα ζεύγος, πεσμένα λίπη,
Αφημένος συναισθηματικά,
Άρα, μη ώριμος.

Κάποτε,
Μια, εξήγησε:
Εγώ επιθυμώ σταθερότητα.
Εκτός απ’ το βάρος της,
Βέβαια!

Αν έπαιρνα όλα αυτά τα λίπη,
Θα ζέσταινα μια πολυκατοικία,
Επί ένα χρόνο.
Όλα γίνονται σήμερα.
Όλα καταλήγουν ως αστείο,


Σήμερα

Που οικογένειες
Δουλεύουν σε καπνοβιομηχανίες,
Συντηρώντας ολόκληρες οικογένειες,
Εκ των οποίων, ορισμένα μέλη,
Θα πεθάνουν κάποτε από καρκίνο.

Μη προλαβαίνοντας
Να κάψουν λόγω ..άγνοιας. τον εαυτό τους,
Με “ευχάριστες” καταχρήσεις.
Ώστε να μην αποτελέσουν
Το υλικό κάποιου χαζού διασκεδαστή.

Μεγαλώνοντας
Τις γενιές των βιντεοπαιχνιδιών,
Τούτης της νέας εξάρτισης.
Γενιά της καφετέριας
Και κενών υποσχέσεων.

Προς εμάς,
Προερχόμενες από εργοδότες.
Πηγές εύρεσης εργασίας,
Παρέας,
Δημιουργίας σχέσεως.

Μια γενιά,
Που διευκολύνεται απ’ τους πάντες,
Να δημιουργεί συμμορίες.
Επειδή είναι μεγάλη η προσφορά σε υλικά,
Εμφανείς οι κοινωνικές τάξεις,

Η αναξιοκρατία.
Οι μίζες.
Ο χαμένος χρόνος,
Η έλλειψη αυτογνωσίας.
Εγκαρτέρησης.

Έλλειψη από συνειδητοποιημένους δασκάλους.
Στο σχολείο των θρανίων
Μα και της ζωής.
Μια γενιά
που δεν αγαπάει τους γονείς της,

Ενόσω οι γονείς,
Συγχέουν,
Την εκδίκηση προς τους πάντες
Με την αξιοπρέπεια! που διδάσκουν
Στα παιδιά τους.

Μια κοινωνία
Ικανή να διδάσκει εμπράκτως
Αιώνια κατάθλιψη
στα μέλη της.
Ικανοποιημένη

Όταν τα ενοχοποιεί
Για έλλειψη ωριμότητας.
Ή θάρρους.
Ή επαγγελματικής κατεύθυνσης.
Ενόσω τα πάντα κλείνουν, σταδιακά, γύρω μας.

«Τίποτα λοιπόν,
Δεν είναι σίγουρο»
Η συνεχής κατάσταση.
Η ίαση.
Να προσπαθείς.

Γεράσιμος Μηνάς 2005

0 Comments:

Post a Comment

<< Home