Το Blog της αγάπης

Αγάπη για ποίηση και για άξια αξιοπρέπεια στις γυναίκες

Wednesday, August 29, 2007

(Το παρακάτω είναι, ένα, ποίημα, με διάφορες ενότητες.

Έχει κοπεί σε τρία μέρη, γιατί κόλλαγε ο εξπλόρερ)

Για ποιο λόγο,
Χρειάζονται,
Οι συγγραφείς.

Να μπορείς να βλέπεις
Να διακρίνεις,
Εκεί που πέφτουν οι σκιές,
Συνήθως στο πρόσωπο,
Λες και κρύβουν το μάτι, το βλέμμα,
Που κοιτά.

Αν διαχωρίζει,
Κείνο που ακούμε-καταλαβαίνουμε,
Περνώντας μες από τις σχισμές,
-όσες είναι ανοιχτές-
Της αντίληψης, αν όχι, της ακοής.
Δίδοντας προσοχή,

Παρόμοια με τη διενέργεια τάξης, στην κατοικία,
Μην αρπάξει το φαΐ,
Καεί -μαζί και οι χώροι,
Που καλύπτουν μια θεωρία ζωής.

Η μικρή σπίθα
Που σε σπρώχνει εμπρός στο χαρτί
Για την πρώτη απόπειρα,
Μη γνωρίζοντας, αν κρατηθείς
Απ’ το λεπτό σκοινί, αναρρίχησης,
-όχι προς την αυτογνωσία-
Απλά προς την τελειότητα:
Να ευχαριστιέσαι,

Που δεν αναγκάστηκες να ψάξεις το λεξικό,
όπως δεν υποδύθηκες,
Πως όντως, μεγάλωσες, μόνος.
Η πρώτη απτή παρουσία, τούτης της αίσθησης.
Η αρχική σπίθα να ενδιαφέρεσαι

Ενόσω σε περιτριγυρίζει
η αόρατη νεράιδα του δωματίου
του γραψίματος,
όπου καλέστηκες, ως μέλος, πλέον,
Των “ιστορικών” της ανθρώπινης ευρηματικότητας.

Στριφογυρίζει σα συνείδηση,
γύρω απ’ το κεφάλι σου,
και αναλόγως με την αφοσίωση,
Ή την συναισθηματική σου κατάσταση,
Σου χαρίζει, προτείνει
Ή αφαιρεί λίγο απ’ το φως,

Χάρη στο οποίο,
Παρατηρείς,
Το βάθος, τις γωνίες, τα βλέμματα,
στις σκιές.
Όπου επιβιώνει κι εκεί, κίνηση.

Άραγε,
τι ποινή, εκτίει, κανείς,
Όντας κλεισμένος,
μες στο σπίτι,

Καταγράφοντας ο νους, όλο
το ιστορικό, σαν απογραφή
Μα ο ιδιοκτήτης,
Αρνείται,
“μελάνι”
Να παραχωρήσει.


Από ποια γωνία, να σε δω.
Πώς να σε φωτογραφίσω.
Πως θα οδηγήσει, το χέρι, το γραπτό,
Τι να εξηγήσω, γυροφέρνοντας.

Μια, πιάνοντας το ύφος,
Μια, κρίνοντας τη φιγούρα, τη στάση
του σώματος
Το ατημέλητο ντύσιμο.
Πως κρίνω,
όλα σου τα υπάρχοντα, πως, τα έστησες,
Καθισμένος από γωνία, ανά σημεία,
Ανά δωμάτιο.

Ποια είναι η όρεξη σου
Ποια,
Εκείνου που η νεράιδα του γραπτού,
Κάλεσε,

Μη γνωρίζοντας; τις αντοχές
ή το μέλλον,
που πλησιάζει.
Ποιος τιμωρεί, ποιον.
Για ποιο λόγο να μιλήσεις
Για ιστορικό, προσώπων,
Που δεν αναγνωρίζεις,

Μα που μόνο,
οι ειδήσεις,
Αναφέρουν.

Οι ζωές των ανθρώπων,
που δεν αναφέρονται, σε διάφορα κανάλια.
Ναι, εκτίει ποινές, μοναξιάς, ο συγγραφέας.
Θυσιάζοντας τον εαυτό του,
Προκειμένου να δώσει, κάτι, προς τα έξω,

Γράφοντας για το χώμα,
Που κι εκείνος πατά.
Τον αφήνουν να το πατά,
Εκτός κι αν ορισμένοι, από ζήλια,
Ή λόγο οδηγίας, από το Κράτος,
Πολεμούν τις αλήθειες του συγγραφέα.


Ο συγγραφέας χρειάζεται,
Για να μην νομίζουν, μερικοί,
Πως θα μένουν, αιώνια, ατιμώρητοι.

Στα χαρτιά, κάποιου,
Έστω κι αν βρεθούν,
μετά από χιλιάδες.. χρόνια,
Η αλήθεια θα υφίσταται ήδη,
Ως χρονικό ενός εγκλήματος,

Αποτέλεσμα ψυχολογικού πολέμου,
Νουθεσίας, ξένων δυνάμεων,
Στενής ή ευρύτερης αυλής.
Αδύναμης, ή σθεναρής αντίστασης..
Προτού λάμψει η αλήθεια.
Επειδή θα λάμψει,
Και το μπαλάκι, θα πάρει,
Πολλούς.

Είτε βρίσκονται σε απομονωμένο σημείο,
Στο Ηράκλειο Κρήτης,
με απευθείας καλωδιακή σύνδεση,
Με την βάση των αμερικανών, στην Σούδα.
Είτε λειτουργώντας, ως η κακή πλευρά
της αστυνομίας,
Που προκαλεί
Επειδή κανείς, πιστεύουν,
Δεν είναι ικανός, να υπερασπιστεί τον εαυτό του,
Χωρίς εκείνη!!

Επιστρέφοντας οι θύμησες,
Ξεφυλλίζοντας, παλιά, σκονισμένα,
Ημερολόγια.
Πιθανόν, ανά τόπο, ενός
Αμερικανο-Ιάπωνα,

Ο οποίος, μαζί, με άλλους 120000,
Πατριώτες του,
Φυλακίστηκε,
σε στρατόπεδα συγκέντρωσης,
Σε ερήμους των Η.Π.Α.

Έπειτα από την επίθεση στο Πέρλ Χάρμπορ,
Σχηματισμών, μεγάλου αριθμού,
Ιαπωνικού σμήνους, ανά ομάδες,
Καταστάσεις αληθινές,
Σπανίως, όμως, γνωστές, και οι αποδείξεις.
Παρομοίως σε άλλα συμβάντα,

Τα οποία, αποκαλείς, συκοφαντία,
Κατάφορα ψέματα.
Όπως και ότι δεν κρύβεστε, εσείς,
Πίσω από τα υβριστικά σχέδια, με στυλό,
στην εφημερίδα που μου στείλατε.
Καρφωθήκατε. Εσείς είστε οι ένοχοι.
Στραβάδια!!!

Εξάλλου,
Μόνο, όποιος,
Έχει τις εγκαταστάσεις του,
Σε απομονωμένο σημείο,
Έχει λόγους,
Να κρύβει κάτι.
(Εσείς φτιάχνετε τους εχθρούς σας).

Όπως τα σχόλια που σβήνονται…
Τα άρθρα που αρχειοθετούνται,
Σβησμένα.. κι αυτά.
Φαντασία, καλό, είναι,
Να κατέχει ο συγγραφέας.

Πόσοι και πόσοι, από κείνους
Που κρατούν με ευλάβεια, το στυλό,
Θυσίασαν την προσωπική τους ζωή,
κλεισμένοι σ’ ένα χώρο

που θέλοντας και μη,
Πρέπει να σε εμπνέει,

Προκειμένου να αφιερώσεις
Κάποιες σκέψεις, για τον κόσμο.
Πως κινείται. Πως επιβάλλεται. Διαξιφισμοί.
Τόνοι και μίση. Μικρά θαύματα. Νοσταλγίες.
Ν’ αφιερώνεσαι.
Τούτο είναι το σπουδαίο.

Με βλέμμα κοφτερό, σε εγρήγορση
Συναισθήματα-κύματα, μελανιού, στο χαρτί
Το βιομηχανοποιημένο
Δέντρα κομμένα, κλαδιά δίχως φύλλα
Δίχως πουλιά, κελαϊδίσματα.
Φωλιές, μικρά θαύματα.
Οι αναμνήσεις ενός περιπατητή
Η ελευθερία του.
Η ανανέωση του οργανισμού,
Ξεκουράζοντας τα πνευμόνια.

Συλλογίζομαι: τόσος αέρας πια, τόσο οξυγόνο,
Για όλα ετούτα, τα δισεκατομμύρια ψυχές
Εισπνοή οξυγόνου, ολοένα αυξανόμενη,
Εκπνοή οξυγόνου, επί στρυφνών προτύπων,
Πως δήθεν εξελισσόμαστε,
Ξεπερνώντας, πίσω μας,
Προσπάθειες ευφυών προσώπων,
Προσφορών προς μια ανθρωπότητα,
Που ολοένα θυμίζει, βαρβάρους.

Εν μέσω, προσπαθειών
Που έμειναν προσπάθειες,
αποκτώντας, δυνατό, υγιές, και σταθερό,
χαρακτήρα.

Παρακολουθώντας τις εκφράσεις
Που από μόνες τους,
αναλύουν την καλοσύνη,
ή την κακεντρέχεια.

Εκείνο που συνήθως,
Επιθυμούν να αποδώσουν, τα σχήματα, οι μορφές,
Μ’ επιλεγμένες βαθμίδες, χρωμάτων,
Σε πίνακα ζωγράφου,
Που αφιερώνεται, και μόνο,
Βαστώντας το πινέλο,

Σε κατάλληλη γωνία, ο ήλιος,
Στην ύπαιθρο ή στο δωμάτιο.
Σε ατελιέ
Ή καταγράφοντας, προσωρινά,
ένα προσχέδιο.

Η φαντασία, γεννά,
Εικόνες και τόπους.
Ονειρικούς,
Πεδιάδες και λόφους που θέλουμε να δούμε,
Αναδασωτέες.

Όχι όμως, παρομοίως,
Οι ανθρώπινες σχέσεις.
Τα ζευγάρια, σε επίπεδο, κύκλου τσακωμών
Με βρισιές, υποτίμηση, μούτρα.
Άραγε, γιατί παντρεύεσαι,
Συγχωρώντας διαρκώς, ο ένας τον άλλο;

Δια μαγείας,
θα βελτιωθεί η συγκατοίκηση;
Ξαφνικά!
Θα δείχνεις σεβασμό, προσοχή,
Με επιμέλεια στο φέρσιμο,
Να ‘ναι τρυφερό, με διάρκεια,

όπως όλοι οι χημικοί τύποι ή τα μαθηματικά,
Πριν την εξέλιξη, σε ανώτερο επίπεδο,
Παρομοίως η παρουσία του ενστίκτου,
Π.χ. να παρακολουθείς εικόνες από την Ξάνθη,
Με Τουρκική μουσική, άραγε γιατί;
Μήπως η Κρατική τηλεόραση,
Δεν είναι εκείνη,
που δίνει κατευθύνσεις, μετά από ειδική οδηγία;

Τόση γνώση,
Τεράστια –παράλληλα- η ανάγκη,
Ν’ αποσιωποιηθεί, πλέον, η αλήθεια,
Τμηματικά.
(όπως η έλλειψη συγκεκριμένων λέξεων,
από το λεξικό του κειμενογράφου, στον υπολογιστή).
Η οποία αλήθεια, εξάλλου, είναι,
Πως υπάρχουμε για να συζητούμε,
Έστω κι αν δεν είμαστε ικανοί, να επηρεάσουμε,
Τοπικά ή γενικά, γεγονότα-μόνιμες καταστάσεις.

Όπως η σαθρότητα ορισμένων,
Που τους παρουσιάζεις ένα κρούσμα-συμβάν,
που σε έπληξε, εσένα τον ίδιο,
Κι εκείνοι τι κάνουν;
Σε κρατάνε για μια ώρα, στη γραμμή,
Προκειμένου να σε μαγνητοφωνήσουν.

Για τέτοια αηδία και προδοσία,
Μιλάμε.
(Μη με προκαλεί η εταιρεία σας,
επειδή η βία η ψυχολογική σας,
θα προξενήσει –αν με προκαλέσετε
πρόσωπο προς πρόσωπο-
Σωματική βία).

Να με φοβάστε,
όπως η κρυφή δύναμη
που παρουσιάζεται, ξαφνικά,
Λιανίζοντας πρόσωπα και καταστάσεις.
Παρόμοιες οι μέθοδοι, των περισσοτέρων αστυνομικών,
Που κάνουν τα στραβά μάτια,
Στα συμβόλαια θανάτου,

Εναντίον,
όσων θέλουν να καθαρίσουν την Κοινωνία,
ως κύριοι και σημαντικοί
Μάρτυρες.

Γι’ αυτό χρειαζόμαστε, εμείς,
Που κατέχουμε,
Ευφυΐα με ασπίδα ενστίκτου
Ώστε οι μεταγενέστεροι,
Με τη δική μας καταγραφή,
Να γνωρίσουν,
Ποιοι είναι, τα σκουλήκια,
Και ποιοι, οι απόγονοι τους.

Πού πήγαν τα κλεμμένα αρχαία.
Γιατί, πρέπει, να πας σε μουσείο της Αγγλίας,
Ώστε να θαυμάσεις τις πλάκες με τα πέτρινα γλυπτά,
από την Ακρόπολη,
Που ορισμένοι, φωτισμένοι..
Ονομάζουν, Ελγίνεια.

Όπως οι μεγάλες αδικίες.
Μα και οι μεγαλύτερες από ετούτη,
Όπως το Άουσβιτς και τα στρατόπεδα συγκέντρωσης,
Των Ναζί.

Όπου σε ένα από αυτά,
Χάθηκε άδικα, η Άννα Φράνκ, η 13χρονη
Συγγραφέας,
-που όπως κι ο ίδιος-
ήθελε μόνο, να γράφει.

(καλύτερα να γράφεις,
Παρά να μπλέκεις στην παρανομία,
Σε ουσίες. Ξενύχτια,
κακές παρέες).

Η μικρή Άννα.
Όλα τα μηνύματα του ημερολογίου της,
Στο κρησφύγετο. Η μετέπειτα διαβίωση,
σε στρατόπεδα συγκέντρωσης
Που έδρασαν,
Σαν δεκάδες “ατομικές βόμβες”, μαζί.
Κορυφώνοντας, ο ρατσισμός,
Και η αηδία στον νου,
Ορισμένων δικτατόρων.

Φορές,
το μόνο που θες,
Είναι να συναντήσεις έναν συγγραφέα,
Που αφιερώνεται,
-Κατακτώντας το δικαίωμα, τούτου του τίτλου,-
Μήπως και ενημερωθείς, για όσα συμβαίνουν,

Μήπως και ονειρευτείς με λόγια και φράσεις,
Στάσιμες, σαν αφίσες,
στους τοίχους του δωματίου.
Η επόμενη ημέρα,
Μπορεί να είναι το δώρο μιας καλοκαιρινής,
Πρωινής, δροσερής, ημέρας.

Καταλήγοντας στην λαϊκή,
Δέχεσαι την πολυκοσμία,
Χαίρεσαι που είσαι εκεί, δεμένος με το σύνολο,
Για τον κόπο των ανθρώπων,
Για τη βόλτα,

Που τα πάντα,
Βρίσκονται στη θέση τους.
Δεν κάηκαν,
Ακόμα.
Λόγω φωτιάς. Σεισμού.
Ατομικές, πυρηνικές,
εκρήξεις.

Η διαδοχή των εποχών.
Τα λουλούδια, στην άκρη του πεζοδρομίου,
που λυπάσαι, κάποια στιγμή,
σαν δεν υπάρχουν,
πλέον.

Η παρουσία ενός οικείου προσώπου.
Μια μικρή προσφορά, χαράς.
Μικρή βοήθεια.
Η απλότητα της μορφής.
Η ανάγκη, ξεκούρασης.
Ανάγκη για ησυχία.
Για αγκαλιά.

όσοι στηρίζουν, νοητικά,
Σαν κεφάλια
Ν’ ακουμπούν,
άντρα-γυναίκα,
Κοιτώντας εμπρός,
Ή με κλειστά τα μάτια.
Με παύσεις ησυχίας,
ή ακούγοντας τις θέσεις των θέλω,
των παιδιών
Της Άννας.

Παρόμοιες στιγμές, αναρωτιέμαι,
Τι λησμονούμε.
Πόσες φορές, σαν νεκροί,
Τρώγοντας το λησμονοβότανο, από τον “Κάτω κόσμο”
ότι μας τυραννάει, δηλαδή,
ή πίνοντας το νερό της λησμονιάς ή της Άρνης,
Κατά την Ελληνική παράδοση,

Ξεκινάμε ν’ αρνιούμαστε την συγκατοίκηση,
στην επιφάνεια του πλανήτη,
Ξεχνώντας πού βρισκόμαστε,
Τι περιμένει ο εαυτός μας, από εμάς
Τους ίδιους.
Δεν ακούμε, πια, την συνείδηση
Που πλησιάζει στα όνειρα του ύπνου,
Με εικόνες και ήχους.

όπως οι στοχασμοί,
Στο μικρό ημερολόγιο,
της Άννας.
όλη η ιστορική καταγραφή,
Τραγικών γεγονότων

Σε σχέση με την σημερινή αποσιωποίηση,
Των αληθινών στοιχείων, της ιστορίας, από τα βιβλία,
Προκειμένου να μην θίγονται, ορισμένοι.
Ώστε οι μεταγενέστερες, αδαείς, γενιές,
Να θεωρήσουν, έκπληξη,
Μια μετωπική επίθεση,
Προερχόμενη από τον γείτονα,
Ενόσω, καθημερινά,
Προκαλεί όπως μπορεί.

Σα να επισκέπτεσαι ένα μουσείο,
Του οποίου, αφαιρούνται, συστηματικά,
Προτομές, χάρτες, πίνακες,
Αγάλματα ακόμη ακόμη
Σαν κέρινα ομοιώματα,
Σφαγών, λεηλασιών κρεμάλας
Ή πλήρους εξόντωσης,
Προσώπων και αντιστάσεων.

Φοβάμαι,
Πως εκείνο που θα παραμείνει τελικά,
θα ‘ναι, μόνο,
Λίθινα όπλα και εργαλεία.
Εσύ ξέρεις, γιατί.
Γιατί, παρομοίως, θαρρείς,
Ορισμένους λίθους, ως πολύτιμους.
Όπως η έννοια.. από το κλεμμένο χρυσάφι,
του Λιβάνου, του Ιράκ, του, του, του,
Από τους αμερικανούς.

Συλλογίζομαι,
Αν θα θυμόμαστε κάποτε,
Πως χτίζονται τα πέτρινα μας, σπίτια.
Αν θα δίνουμε σημασία, σε αναστηλώσεις.
Αν θα μαντεύουμε, πλέον, οι ίδιοι,
τη ζοφερότητα του μέλλοντος μας,
Προσωπικά, ο καθένας μας,
Πέφτοντας στη λήθη της παγκοσμιοποίησης.

Μη έχοντας ανάγκη, μάντεις παρόμοιους
με τον γιο του Προιάμου, τον Έλενο,
του οποίου, την τεχνική της λιθομαντείας,
Είχε δωρήσει, πάντα, με την μυθολογία, ο Απόλλωνας,
Αφού,
Μόνο λίθοι θα μας έχουν μείνει,
Ως κάτι σταθερό.

Μόνο,
που δεν θα έχουμε καθαρό νερό,
να πλύνουμε τον λίθο,
ούτε και καθαρά υφάσματα, φυσικά,
Να τυλίξουμε την σημαντικότητα του είναι.
Ήδη υπνωτισμένοι
Από τα διαφημιζόμενα πρέπει.
Άραγε, συγγραφείς,
Θα επιβιώνουν, τότε;

Θα έχουμε όρεξη,
Να συνθέτουμε μουσική;
Ξεχωρίζοντας το φυσικό απ’ το πλαστό,
Την ιδιοσυγκρασία,
Τα μάτια,
Θα είναι σε λίγους,
καθαρά;
όπως η φρεσκάδα στους οφθαλμούς
νέοαλιεμένων ψαριών.

Θα έχουμε εγκυκλοπαίδειες, στα σπίτια;
Κάτι έστω, γνήσιο.
Ένα μικρό ενδιαφέρον, για τον άλλο.
Κάτι έστω, ως πολίτες του μέλλοντος,
Που να θυμίζει,
Ρίζες,
Μίμησης,
Άξιας αντίστασης.

Του ίδιου μας του εαυτού,
Πότε εξωτερικεύουμε, σημεία του χαρακτήρα,
που ανοίγουν σαν λουλούδι στον ήλιο,
Μόνο με πρόσωπα που αξίζουν.

Εκτός κι αν υποκρινόμαστε,
Εκτός κι αν είμαστε ότι δείχνουμε,
Είρωνες. Χλευαστικοί. Κοροϊδεύοντας κάτι,
Ως τελείως ατάλαντοι,
Ως τελείως, ασθενείς,
Με μη αναστρέψιμη, την ασθένεια,
Σα τρώει τον άνθρωπο,
από μέσα,

Που τα μπάνια, τα καλλυντικά, οι πούδρες,
Τα λίφτινγκ, η γυμναστική,
Ή άλλες μέθοδοι καλλωπισμού,
Δεν εισέρχονται.

Που να εισέλθεις.
Πόσες καταστάσεις να φωτίσεις.
Τι να γράψεις για τόπους και χρόνους
Που δεν αποτέλεσε βίωμα.
Χαρακιά στη μνήμη,
Πόνος,
να εκφραστεί,
σαν fado τραγούδι,
Με κινήσεις περιπαιχτικές, ανακόλουθες,
Ένα βράδυ, κάπου μοναχικά.

Αν η κακία, είναι μια λιμνοθάλασσα,
Τότε θα πρέπει να προστατεύεται,
Από κάθετους ή απότομους,
Βράχους,
Μ’ ένα ξερό κομμάτι γης, στο κέντρο -περίπου-
Να πιάνονται οι στρεβλοί,
Ως όραμα ελπίδας, διαφυγής.

Μα του κάκου.

Παρομοίως, όπως τρως, καταναλώνεις,
Καθημερινά.
Η παραγωγή, τόσων σκουπιδιών,
Είναι μη αναστρέψιμη.
Θες δε θες,
Μολύνεις το περιβάλλον.

Σε σχέση με όσους παράγουν, έργο,
Όντας σ’ ένα σημείο, σταθεροί ή στάσιμοι,
Θυσιάζοντας, όραση ή όρεξη,
Για λίγη πληκτρολόγηση ή με στυλό,
Με καύσωνα, κρύο, δροσιά,
Με χαμένα καλοκαίρια,
Ξεχασμένη επικοινωνία
Με τις αισθήσεις που ξεχνιούνται.
Αποτραβηγμένες.

Λιποτάχτες του ίδιου μας του προορισμού,
Γυροφέρνοντας σαν αόρατα φαντάσματα,
Γύρω από ξανθές φίλες,

Με τόνο στα μαλλιά, στο πρόσωπο,
Τον βίο τον εκμεταλεύσιμο.

Θαυμάζοντας την ελπίδα
Που γεννά η Λορελάϊ,
Μια αύρα μαγικά φρόνιμη, την τυλίγει,
Στη σκέψη μου έρχεται,
Μου νίβει το πρόσωπο,
Μου λέει: όλα είναι εντάξει.
Δυσκολεύομαι να πιστέψω, κάτι,
Που σαν ξένη πόλη,

Δεν έσυρα, εκεί,
Τις σόλες των παπουτσιών.
Σε κάποιο Τυρόλο,
Κρυμμένος ακόμη και στις στοές της Πράγας.
Να χτυπούν τα καμπανάκια,
Σε αλλαγή βάρδιας, τα κουκλάκια,
Μηχανικές κινήσεις, φωτογραφίες,
Αναμνήσεις

Με ρώτησε, “κάποτε”, μια κοπέλα,
Αν μπορούσε να μ’ ερωτευτεί,
Για τη μουσική που διαλέγω να ακούω,
Το πρόγραμμα
Που ο ίδιος, επιμελούμαι,
Χρωματίζοντας σαν Αναγεννησιακός ζωγράφος,
Το σπίτι,

Τοιχογραφία με αισθήματα,
Όπου φτάνουν οι νότες, η αίσθηση στα ηχεία.
Σα να φιλοξενώ μερικούς άριστους ποιητές,
που ζωγραφίζουν τους τοίχους μου,
Μερικές σκέψεις, οράματα τους, αρκούν.

Ύστερα έπιασα την παλάμη της
Σα πορσελάνη, σα μπουκέτο με λουλούδια,
Δροσερά,
Χαρούμενα βλέμματα,
Ακούγαμε ένα σονέτο για πιάνο, του Σοπέν,
Σα να τον βλέπαμε: Η ένταση, στα δάχτυλα. Το ύφος,
Η λάμψη κάθε νότας,
Ενόσω κλείνει προσωρινά τα μάτια,
ή τ’ ανοίγει ξανά, κοιτώντας
ότι θέλει να δει
Ποτισμένος παντού, με ελπίδα, πάθος
και μουσικής, έρωτα.

τι θείο δώρο, ν’ ακούς,
Δακρύζοντας μέσα σου -με σφαλιστά βλέφαρα-
Το πέρασμα του ποταμού των νότων,
Με φιλικά χέρια,
να χαιρετούν, χαμογελώντας από ανθρωπιά.

Ήταν ένα καλοκαιρινό βράδυ,
Είχε πάθος στην ένταση
Είχε χρώματα,
Ο καμβάς δεν αποφάσιζε, σε σταθερή εικόνα,
Απεικόνιση σε εναλλαγή, σα βίωμα,
Συναισθημάτων, τοπικής κοινωνίας.

Γι’ αυτό γράφω.
Γι’ αυτές τις στιγμές.
Να θυμάμαι. Να τις θυμάμαι.
Φίλες μου, κύκλος γνωριμιών.

Σαν ένα λουλούδι,
που εννοούσε πως είχε μάτια,
Ανοίγοντας τα πρώτη φορά.
Σου έτεινε την παλάμη για χειραψία.
Σε ρώτησε: είσαι καλά;
Αμέσως χαμογέλασε,
Κι ήταν, σαν αγκαλιά.

Αχ, ας μην τελείωνε ποτέ, τούτη η νύχτα.
Η έμπνευση η χορηγημένη στις φλέβες,
Από τα έργα, χαρισματικών μουσικών,
Ενόσω οι σκοποί τους, λειτουργούν ως παρέα,
Ως άνθρωποι,
Τωρινοί,
Με νοσταλγικό οίστρο,

Βέβαια, για τα καλά, της εποχής
Που μόνο σε ορισμένα ημερολόγια, πολιτών, πια,
Αναφέρονται.
Τα ακούς, στο μπαλκόνι,
Κοιτώντας τη θάλασσα,
Επειδή είναι η επιθυμία των οφθαλμών,
ετούτη.
Η συζήτηση που δεν έγινε πράξη,
Παρά μόνο, μέσω ορισμένων καλωδίων, σπασμωδικά,
Εξωτερικεύτηκε.

Εύχομαι να είσαι ευτυχισμένη.
Μια δροσερή, όλο ζωντάνια, κάπα,
Να καλύπτει σαν πέπλο, σαν φιλικό άγγιγμα,
Φόρο τιμής στην γυναικεία σου υπόσταση.

Έπειτα άκουσα το κασετόφωνο,
να παραδίδει, πνεύμα.
Ήταν υπερβολική η ένταση
του ονείρου,
Δεν άντεξε.
Σα γράμμα, καλλιγράφου,
Σαν έκρηξη πυροτεχνημάτων,
Ραγίζοντας τον ουρανό,
που έφυγε μακριά, για να σώσει
ότι σωζόταν.


Θέλει δύναμη,
Να σηκωθείς από το κρεβάτι
(Ν’ αντιμετωπίσεις τον εαυτό σου)
ασχολία με τα οικιακά,
Γυμναστική, που άφησες,
Κοιτώντας πια, το μεγάλο αυτό, λάθος
Να αφήνεσαι.

Θέλει κοντινή επαφή,
Η γνωριμία μ’ έναν άνθρωπο,
Ώστε να ενδιαφερθείς, πραγματικά
Διδάσκοντας ο ένας,
Τον εαυτό,
στον άλλο.

όχι απλά, γράφοντας για ένα πρόσωπο,
που σ’ αφήνει και δεν σε αφήνει,
Στο επιτρέπεται η είσοδος,
στον λαβύρινθο του εαυτού, μιας γνωριμίας
Που λειτουργεί ως ταινία που αγαπάμε,
Αρχειοθετώντας τη,
Σαν καλοκαιρινή ανάμνηση, θαρρώ.

Σαν χρώματα στον ουρανό, σκοτεινιάζοντας,
που θωρούμε,
καρτερώντας τα, νοσταλγικά.
Έτσι είναι οι ουσιαστικές φιλίες
(όχι τρομάζουμε εμπρός στην αγάπη).
Η ανάγκη να φωτίσεις τούτο τον όρο,
Μεταξύ δύο αντιθέτων,
Ως το πλήρες το ανθρώπινο,

Που πλέον όμως,
Ξεχνάς κάπου, ως φίλος,
Την πρόθεση για οικειότητα,
στενότερη,
Προκειμένου η φίλη, να μείνει, ως δείγμα
Της αποδοχής σου για το αντίθετο φύλο.

Αναγνωρίζοντας παράλληλα,
Τις δικές της ανάγκες,
Επιτρέποντας της το, μέσα σου.
Ως ίσο προς ίσο,
Ως το πλευρό που αποκολλήθηκε
κάποτε,
Δημιουργώντας κάτι τόσο ωραίο
(Δεν είμαι ικανός να περιγράψω, κάτι,
χωρίς ν’ αποτελεί, βίωμα).

Σε μια εποχή, τη σημερινή,
Όπου η απόλαυση έχει ποινικοποιηθεί..
Όπου η βία αντικατέστησε
Την οικειότητα
Αντικατέστησε τη γνωριμία
με τον χαμένο χρόνο.
Πέφτοντας οι ίδιοι, στην λήθη.
Ξεχνώντας τι έχουμε ανάγκη.

Τον αλληλοσεβασμό.
Εκείνον προς τους γονείς,
Που εκείνοι οφείλουν να αποπνέουν
Που κι εκείνοι -σαν σε διαρκή περίοδο, καύσωνα-

Θυσιάστηκαν,
Στον βωμό της υπομονής
Μα και της αγάπης,
Πίστεψε το.

Ξεχνώντας εύκολα,
τα τερτίπια σου,
ή που δεν ανέχεσαι κανένα.
Έχοντας σου λείψει, οι φίλοι
(Μήπως είναι καιρός,
Η αγάπη,
να διώξει τους εφιάλτες;).

Μη μου πεις πως δεν αγαπάς τον ήλιο,
Ενόσω κοιτάς χαμηλότερα, σε πλαγιές,
όντας ο ίδιος, σε χωριό, στο βουνό.
όλο εκείνο το βάρος που αντέχει η γη
να σηκώνει
Τι προσοδοφόρο παράδειγμα
Ο γνήσιος χαρακτήρας της Πατρίδας.

Φεύγοντας από το χωριό,
ακούγοντας μουσική,
Είναι ένα δύσκολο σημείο, στο χρόνο,
Δύσκολη η επιστροφή
Εξίσου μια απόβαση σου, στον Πειραιά,
Μετά από διακοπές

Που μόνο οι αξιόλογες γνωριμίες
Με τις προσωπικές τους αναμνήσεις
και στάση ζωής,
Δίνουν ελπίδα
Στο πολύ ηλεκτρικό που καταναλώνεται,
Άσκοπα,
Κρίνοντας απ’ την προσφορά
Της ψυχαγωγίας
Της μετακίνησης
Γενικά, του δούναι και του λαβείν,

Αν συμμετέχουμε στις επιλογές που προσφέρονται.
Εκτός κι αν δειλιάζουμε γενικότερα.
Προτιμώντας, ονειρικές τοποθεσίες,
Με αγαπημένες ταινίες, φαγητά, διασκεδάσεις,
Που ναι, είναι ο χαρακτήρας
Η ζωή πιθανόν, βαθύτερα, που δεν βιώνουμε.

Φωτογραφίες δε θα βρεις,
Θύμησες με αποδείξεις.
Η παρουσία, προσώπου, κάπου, στην πόλη,
Ικανού ν’ απασχολεί τη σκέψη σου.
Με αξιοπρέπεια,

Όπως όλα τα μυστικά μας,
Κρυμμένα σε γραφειάκια,
Με πολλές κρύπτες,
Να μεταδίδονται, σε αριθμό ατόμων,
από ένα, έως
Ένα.

Έτσι είναι η φυσιολογική αγάπη.
Προς έναν,
Με νοσταλγία στη θύμηση,
Στο χρώμα, στην αύρα,
Εκπροσώπου,
Αντίθετου μας, φύλου.

Αντέχοντας όμως παράλληλα, και μόνος.
Αναζητώντας, φάρους προσοχής.
Καλλιεργώντας, νου, σώμα
Ίσως και ψυχή,
Ψάχνοντας τα χνώτα των ανθρώπων
στα έργα τους.

Σε πίνακες μουσείων
Κλειστές αίθουσες. Ησυχία. Συγκέντρωση.
Εξοικειωμένος με την ενηλικίωση,
Αν είναι ετούτο, πλήρως ποτέ, δυνατόν.

Αν προτιμάς, μόνο, δικαιώματα
Μόνο, υποχρεωμένος προς κάποιον,
Ιδίως αν σε συντηρούν.
Ως σύζυγος, γονιός, -το Κράτος;

Εμάς τους άντρες,
Μας συντηρεί η λεπτεπίλεπτη ομορφιά, γυναικών,
Ίσως κάποια πράσινα μάτια.
Σ’ αυτούς που ζουν το κάθε τι, στην ώρα του, λένε:
Η ένωση, αγγίζει το τέλειο.

Οι γυναίκες δεν εμπιστεύονται,
Γιατί τους αρέσουμε.
Οπότε δεν θα μάθουμε και ποτέ.
Ίσως αυτή να είναι η τιμωρία εκ Άνωθεν,
Αφού εγκαταλείψαμε την Ασφάλεια.



Η νύχτα,
αγάπη μου,

είναι πολύ ζεστή,
Ώστε να μου επιτρέπει
Να κοιμάμαι.

Η νύχτα αγάπη μου,
δεν είναι η νύχτα,
Χωρίς εσένα.
Πόσο πολύ θέλω να σ’ αγκαλιάσω,
Τα πράσινα μάτια,
Σαν χαρούμενο fado
Σαν πάρτυ σε μουσείο τέχνης.

Μου είναι δύσκολο
Να κοιτώ, μόνο,
Τα πράσινα μάτια σου
Επειδή είσαι η αγάπη μου,

Σαφώς οι συγγραφείς,
Είναι στο αίμα μας
Να πλάθουμε καταστάσεις,
Πνιγμένοι
Από τον ίδιο μας τον ανακριβή, έρωτα.

Περνώ, πλέον, τα απογεύματα μου,
Με την αύρα σου.
Τα χείλη τρεμοπαίζουν,
Η αγκαλιά μου είναι η σκέψη σου,
Η νύχτα η ίδια.

Η μουσική που αγαπάς
Που με φέρνει εμπρός στο στολισμένο σου
Πρόσωπο
Κάτι από Κούβα, με πινελιές Ισπανικού θριάμβου
Επειδή η οικειότητα, επιτρέπει τέτοιες τιμές.

Με ποιον πίνακα να σε συγκρίνω,
Παρά μόνο μ’ εκείνον
Από το ποίημα σου: Desire.
Άκου πως αναστατώνεται η ψυχή μου.
Σήμερα μου κάνει τα χατίρια, η μουσική,
Ξανά
Μόνη της, φτιάχνει πρόγραμμα.
Τι ευτυχία,

Να μας ωφελήσει, γλωσσικά-ακουστικά,
Ο πύργος της Βαβέλ.
Πως θα στολιζόταν ένα ταγκό ή
ένα φλαμέγκο,
Παρά μόνο με τον ανάλογο ρυθμό,
Στην κίνηση. Το βλέμμα,
που αγγίζει το τέλειο.

Η μελωδός τα δίνει όλα από τη σκηνή,
Ξεσκίζει τις φωνητικές της χορδές,
Μας τυλίγουν
Μας ποθούν,
Σαν νότες στο χαρτί, στο πεντάγραμμα.
Σα να βρισκόμαστε
Για να είμαστε, πρωί, παράλληλα,
Κοιτώντας τις βάρκες να διασχίζουν τον Ρήνο,

Με τεμπέληδες ποιητές,
Να ξεκουράζονται στα παγκάκια,
Συνθέτοντας μικρές ονειρικές υπάρξεις,
Τρέχοντας, εκείνες, σαν ανέμελα παιδιά
από δω κι από κει,
Παιδιά μιας άλλης χώρας,
Γνώσεις
μιας άλλης ιδιοσυγκρασίας.

Τις διδάσκεις στην αίθουσα,
Ενόσω εισέρχεσαι με θάρρος,
Εμπρός σ’ ετούτες τις ανέμελες υπάρξεις,
που έχουν ακόμη, στα μάτια,
Τις θύμησες του καλοκαιριού,
Τα παιχνίδια.

Ένα παγωτό στο χέρι,
Βλέμμα ανοιχτό, όλο θέλω
όλο αναμένω,
το άγνωστο,
Καλύπτοντας σελίδες και σελίδες,
νοητών ημερολογίων.

Το μεσημέρι επιστρέφεις,
όλο πιο κοντά,
Είσαι η αγκαλιά η ίδια,
Είμαι το κλειδί που ανοίγει
το κλειστό σου σεκρετέρ,
Με το καφέ ημερολόγιο,

Είμαι,
Επειδή κι εσύ, θες να είμαι
Σταθερός στην αγάπη μου,
(όσο δεν απομακρύνεσαι).
Σε οίστρο με φέρνεις.
Με οδηγείς στην κατηφόρα των θέλω σου.
Όλη η ύπαρξη μου, είσαι κι εσύ,
Με τι όρεξη ν’ ασχοληθώ,
με κάτι άλλο.

Το να δίνει κανείς, σήμερα
Είναι,
σα να μη κάνει πόλεμο.
Μα όλο για θανάτους, ενημερώνομαι.
Θανάτους αθώων δημοσιογράφων,
Εν ώρα, καθήκοντος,
Ώρα θέλησης να προσφέρεις κάτι.

Κάτι που θα μείνει.
Έστω και σε κασέτες, αρχείων,
Τηλεοπτικού σταθμού.
Κοιτώ τα σύννεφα, να δω
να γνέφουν
Τα πρόσωπα,
Τ’ αδικοχαμένα.

Προτρέπω τη μουσική να τους παρηγορήσει,
Μαζί κι εμένα
Η μουσική,
είσαι εσύ η ίδια,
Η μορφή σου στη διπλανή καρέκλα.
Η παλάμη σου που κρατώ
Το σώμα σου στην αγκαλιά μου.

Θα σε πάρω από εδώ
που σε πληγώνουν τόσοι και τόσοι
με επιθέσεις, ψέματα, κακίες.
Να δεις, μάτια μου,
Το αποκούμπι να μη σε χαιρετά, μόνο,
από κάπου μακριά.
Θέλω να σε φροντίσω.

Χρήσιμος. Όχι παροδικός ταξιδευτής,
Να πέφτει το μελάνι.
Σα να μουτζουρώνει,
μόνο.

Είμαι χαρούμενος, έστω και τώρα,
που έχω κάποιες σελίδες,
Από το καφέ ημερολόγιο
Λόγια γραμμένα για μένα
Ως συνήθεια του πεπρωμένου.

Ναι,
Όπως τ’ αναφέρεις κι εσύ,
Θα είμαστε το τώρα, χωρίς παρελθόν
θα είμαστε η ζωή η ίδια
Έχεις δίκιο.
Σε κράτησα.

Σαν εύθραυστη πορσελάνη,
Μα τέτοια ομορφιά,
Πώς να μην την προσέχει, κανείς.
Ναι. Τόσα είναι τα χαδέματα του νου

Σε κράτησα,
Σαν κλειστή χούφτα
Σαν κουλουριασμένη αγαπητή, λευκή, γάτα,
Που χωρά σε αγκαλιά θερμή,
Όλο υποστήριξη.
Σε κράτησα για να ζεστάνω
ότι είχε ανάγκη να θερμανθεί

μείναμε ώρα πολύ,
αγκαλιασμένοι,
Μέχρις ότου ο καύσωνας ο πολύς
Να θελήσει να χωρίσει τις υπάρξεις μας.

Μα δεν χωρίζει κανείς,
Τα νήματα του πνευματικού κόσμου.
Αφού συνδέονταν από την αρχή του χρόνου.
Σαν παιδιά
που παίζανε σε αλάνες ή μικρά πάρκα
μα σε διαφορετικές γεωγραφικές γειτονιές.

Ίσως ήταν συνομήλικοι
που κοιτούσαν το ρολόι τους, κάθε τόσο.
Ίσως ο ένας από τους δύο, αργούσε ακόμη,
Πήγαινε σχολείο.
Προσπαθώντας να μάθει,
Τα νέα δεδομένα.

Πως προσθέτεις, αριθμό ποσοτήτων.
Πως πολλαπλασιάζεις νούμερα
Η ευθύνη των πράξεων
Για να υπολογίζεις, αργότερα, με το ένστικτο,
Ποιος είναι το κορόιδο,
Ποιος πλανά
Στατιστικές. Προοπτικές. Παιχνίδια με χρήματα.
Εξουσία-Χρηματοδότηση.
Επιστροφή στην πραγματικότητα.

Να ξυπνάς στη νέα εβδομάδα
Με το καυσαέριο, πυκνό.
Σαν τις αντιδράσεις ορισμένων
Μες την πήχτρα της πίεσης,
Να σου αρέσει η ζωή σου, όπως και νάχει.

Με τη θύμηση του κακού εργοδότη
Στο νου
Να ξυπνάς αναγκαστικά, το πρωί
Ή να πρέπει να δουλεύεις, απόγευμα
Ή νύχτα
(παρακολουθώντας τον άλλο).

Μη προλαβαίνοντας το τρένο των εκδηλώσεων
Στις οποίες θες να συμμετέχεις ως κοινό
Γεμίζοντας το δικό σου ..καφέ.. ημερολόγιο,
Με αναμνήσεις, και όχι με εφιάλτες.


Μα είναι, καλοκαίρι, ακόμη,
αγάπη
Σ’ ακολουθώ αργοπορημένα,
στο νησί,
που περπάτησες
Τα ίχνη σου βλέπουν
Τα μάτια της ψυχής.
Πίσω στα όνειρα

όσο ζούμε. Υπάρχουμε.
Επισκεπτόμαστε -όχι από υποχρέωση-
Τη νεράιδα του γραψίματος
Κι εκείνη, παρηγορώντας με,
Μιλώντας μου με τη δική σου, μιλιά
Με κάνει να γελώ από ευτυχία.
(Δες το πρόσωπο μου)

Ευτυχία: η αδελφή της ελπίδας,
Κόρες του ήλιου και της φεγγαράδας
Πρώτα ξαδέλφια με την ειρήνη, την ομορφιά,
Το πέλαγος, τον άνεμο και την ησυχία.
Προσπαθώντας να μην αντιπαθήσεις
Αυτό που δεν αγγίζεις,
Όντας, όχι ανάπηρος
Σωματικά.

Πιστεύοντας εκείνοι,
Πως είναι οι μόνοι, υγιείς, πνευματικά,
Επειδή δεν λυπούνται, οι ίδιοι, τον εαυτό τους
Επειδή τα έχουν όλα στη ζωή,
Ειρήνη…
Εσωτερική αποδοχή
Μιας μηδαμινότητας.

Αποφεύγοντας όμως,
την αλήθεια, τα οράματα,
άλλων.
Σα να ‘ναι δώρο οι κόσμοι
Σαν καπνιστές στο προσωπικό τους θόλο,

Εκπνέουν σταθερότητα, οι ΑΜΕΑ,
Εισπνέουν φόβο
Μη μπλέξουν με την αλήθεια των πολλών
Των αρτιμελών.
Κλεισμένοι στην “αίρεση” τους, οι ΑΜΕΑ.
Που καγχάζει
σαν αποθήκη
όπου η σκόνη δεν καθαρίζεται

οι εργάτες,
μυρίζουν ιδρώτα.
Χτυπούν κάρτα
Βαριούνται τη ζωή, πέρα από εκεί.
Λένε οι ΑΜΕΑ, πως τα έχουν όλα.
Τι εύκολο να παίρνεις απαλλαγή
Απ’ το “στρατό” της ζωής,
Σωματικής, μαζί με πνευματική,
Προσπάθεια.

Καταλήγοντας στην αγκαλιά,
της θύμησης της.
«Θα σε κρατώ πιο τρυφερά,
και από τον πίνακα που συνοδεύει, το ποίημα σου
Desire
Θα προσπαθήσω να σε ακούσω
Και να ‘χει πνοή,
το πανί της αναζήτησης..
Θα βρίσκομαι ένα βήμα μπροστά,
από σένα.
Τόσο θα σε προσέχω».

Παρομοίως όπως
η γη,
δεν παύει,
να γυρνά.
Ο ήλιος δεν μεταθέτει τις ακτίνες του.
Τα χρώματα στον ουρανό, δεν ξεχνιούνται.

Η ανάγκη μου ως άντρας
Να φερθώ τρυφερά,
Τυχερός, αφού γεννήθηκα άντρας,
Να χαίρομαι την όψη σου,
Το γένος των γυναικών.

όλο σε σκέπτομαι
Τρυφερά.
Σα γατάκι στις χούφτες,
Σα χαλίκι, ανάμεσα στα δάχτυλα,
στην παραλία.
Πατώντας ελαφρά, μη πονέσει.

Σε σκέπτομαι
Κι είναι, ναι, σε κρατώ,
συνάμα.
Άγνωστη μου, μένεις, ουσιαστικά,
Δεν εμπιστεύεσαι.
Δεν ακουμπά η παλάμη σου,
το μάγουλο μου.

Σ’ αφήνω στο χώρο
που πλάθεις τα όνειρα σου,
και τρέχω στην ιστορία να ενημερωθώ,
Γιατί ο άνθρωπος, συνεχίζει.
Με τέτοιο πόλεμο, της ενημέρωσης
Μα και της αλήθειας,
Που ειλικρινά, πίστευα στην ύπαρξη του,

Έως ότου,
Ορισμένοι πούστηδες, μπάτσοι, παρακρατικοί,
Πασόκοι,
Μου στείλουν απειλητικά μηνύματα,
στην ίδια μου την κατοικία.
(Μακάρι να είχα τρόπο, να τους εξόντωνα,
Πληρώνοντας εκτελεστή,
Γλιτώνοντας απ’ την δυσωδία τους.
Απ’ το χαμένο μελάνι).

Προσπαθώ, όμως, φίλη μου,
Να γίνω αξιοπρεπής, έστω και με στοιχειώδη χαρακτηριστικά,
Μόνο εξαιτίας σου.
Για κανέναν άλλο.
Ούτε για τον Θεό, την κοινωνία,
Κανένα!

Απλά, γιατί δεν κράτησα, ποτέ,
Μια υγιή στάση,
Με ορισμένη γυναίκα.
Πιθανόν,
Γιατί δεν μιλούσαν για τον εαυτό τους,
Εμπιστευόντουσαν νοητά,
(όπως ανοίγεις ένα περιοδικό, κάπως έτσι δηλαδή)
όπως ο αέρας που δεν είναι στέρεος.
Είν’ άχρωμος, άγευστος. Ασταθής.

Ύστερα άνοιξαν τα μάτια μου,
Μου γνωστοποιήθηκε,
Πως η τηλεόραση είναι ένα κουτί,
Με κάτι μαριονέτες ανθρώπων
Σε σμίκρυνση -τσακωνόντουσαν, μες το κουτί,
Ποιοι θα μου πουλήσουν την τρέλα.
Το ανώμαλο ως ορθόδοξο.

Όπως η είδηση,
Πως κατά τη διάρκεια του πολέμου
Στον Λίβανο,
Οι Βρετανοί κάνανε διαγωνισμό αυνανισμού στη χώρα τους.
Παρομοίως η αναστάτωση στα Ελληνικά νησιά,
Με ανωμαλίες και χίλια μύρια άλλα
Ακατάλληλα,
Εκ μέρους Βρετανών τουριστών.

Δεν σέβονται καν,
την εμπειρία μιας παραμονής,
Καλοκαίρι, σε νησί μας.
Να ξυπνάς ξέγνοιαστος
Παρατηρώντας, ξερούς ή δεντροφυτεμένους λόφους,
Απολαμβάνοντας τη θάλασσα,

Το ξύπνημα, φορές, πολύ νωρίς,
Χαρούμενος με τη δροσιά
Για το χάραμα, με τα κόκκινα χρώματα

Άλλη μια μέρα,
Άλλο ένα ξεκίνημα.
Η πίστη του ανθρώπου στο μεροκάματο
Η συνήθεια να εργάζεσαι.
Έπειτα επιστρέφεις,
Ρίχνοντας σκιά, τα δέντρα, στη μικρή πλατεία

Η όσφρηση,
Δίχτυ για καλομαγειρεμένα, εδέσματα.
Όλα είναι διαφορετικά, εδώ.
(αποπνέουν σεβασμό).
Τα άσπρα σπίτια
ο κόπος των χεριών, στις πέτρες,

Το βλέμμα των χωριανών,
Δηλώνοντας, φορές, άγνοια,
Για τα χούγια των Πρωτευουσιάνων.
Οι οποίοι δεν αγαπούν την καθαριότητα.

Βλέπουν μια βάρκα,
Μα δεν εντρυφούν στην σκέψη,
στον κόπο του μαζέματος των διχτύων,
Ξεδιάλεγμα, μεταφορά. Πώληση.
Ο άνεμος σύντροφος παρηγορητής,

Ένα πουλί γυροφέρνει
Ψάχνει για λίγη τροφή,
Για ένα φως, μεσοπέλαγα,
Ξημερώματα.
Την ώρα που οι τουρίστες,
Μετά την βραδινή κραιπάλη,
Κοιμούνται του καλού καιρού,

Ξυπνώντας με πρησμένα μάτια και μυαλό
Φορτισμένο
Απ’ το πρέπει της διασκέδασης,
Επειδή η άδεια είναι μικρή,
Οι αναμνήσεις, ένας όρκος που δίδεται,
Θέλοντας και μη, προς δημιουργία
Περνώντας καλά ή μη
Καλά, σημαίνει, ήσυχα.

Αποτραβιέσαι, θαρρείς, στο πουθενά,
Μακριά απ’ όλους.
όλα τα θανατερά,
Δίχως χρώμα,
Σε ουρανό πιότερο.
Δίχως από το εσωτερικό κάτι,
της ευαισθησίας.

Εξάλλου,
η πόλη είναι ο καθένας μας
Η κίνηση, η πίστη στα όνειρα,
Φορές.
Δίνοντας τροφή, με τις πράξεις ή τα λόγια,
Στους συγγραφείς,

Που ως καταραμένα τέκνα
της γης,
Εξιστορούν τι συμβαίνει,
Σ’ όσους πατούν τη γη,
Τι πλάθουν με τα χέρια,
Πως περιποιούνται κάθε τι,
Που κοιτούν, πως.

Αντιδρούν ή προσφέρουν
Παρατηρούν τα συναισθήματα
ή αποφεύγουν.
Αγαπούν τα ζώα, τις εποχές.
Την ποικιλία, τη ζωή
Το φως στον ορίζοντα, τον ήλιο, τα σύννεφα.
Τα ονόματα στις τοποθεσίες,

όποιες εμπειρίες.
Πού πάει η κατάσταση
Προς τι, οι υποχρεώσεις.
Ο κόπος
Το επιστέγασμα.
Αυτό το κάτι,
Που είμαστε,
και είναι ο σύντροφος,
εαυτός μας.



Μετά

Πήγαμε επίσκεψη σ’ ένα σπίτι,
Με τους ενοίκους
Να πιστεύουν,
Πως ολόκληρη η ζωή,
Είναι: Δουλειά 8-4,
Το απόγευμα αράζουμε.
Φαί, ποτό, ξάπλα, στιγμές για δύο.
(Πιθανόν κάποιο κορόιδο να μας μαγειρεύει:
βλέπε, πεθερά).

Ψώνια στο σούπερ μάρκετ,
Λίγο πριν τις ειδήσεις,
Να πρήζεις τον κουρασμένο υπάλληλο
Την ταλαιπωρημένη ταμία
Τους καταπονημένους, γενικά,
Τους μη προνομιούχους.

Αναρωτιέμαι αν μάθαμε κάτι,
στο σχολείο.
Τρόπους; Υπευθυνότητα. Όρεξη για γνώση
Πέρα από τα βιβλία,

Μήπως μας χρειάζεται, γενικώς, μια καλή λοβοτομή;
να γλιτώσουμε από σχιζοφρενείς συμπεριφορές,
αντιμετωπίζοντας άγχος και νεύρα.

Άραγε,
ποιες είναι οι πιθανότητες;
Να μη βρεις σε ποιήματα,
Πόνο.
(Αν είσαι πλούσιος ή χαζός,
Παρόμοια και τα γραπτά).

Τα γραπτά συζητούν,
όπως ο Σωκράτης, στην εποχή του,
χρησιμοποιούσε την αμφιβολία
Προκειμένου να ερευνήσει, το σταθερό, το λογικό,
Σε ορισμένες αλήθειες.

Προσφέροντας το γραπτό, φορές,
Ως πρακτική εφαρμογή
Ενός και μόνο, προσώπου
Διατηρώντας, όσο είναι κανείς, ικανός,
Το σταθερό
που αποζητούσε ο αρχαίος δάσκαλος
Κάτι από προσωπική ιδιοσυγκρασία,

Καλά δεμένο, κείμενο,
αναλόγως την εποχή,
Τα βιώματα,
Ενόσω το γραπτό αντικαθιστά
την ομιλία,

Που είναι και το πιο τραγικό
όταν δεν σ’ αφήνουν να πεις τη γνώμη σου,
Λόγω διαφοράς σε σπουδές, χρηματική ικανότητα.
Φορές ακόμη,
Αντοχής, σωματικού ιστού
Ικανοί και ικανοί,
Με θάρρος, δηλαδή θράσος
Τις περισσότερες φορές.

Χωρίς αισθήματα, ενοχές,
Τύψεις,
Απολογισμός των πράξεων,

Απλά, καταγραφή των καταστάσεων.
Υποβάθμιση, φορές, της ίδιας της λογοτεχνίας,
Πιότερο από τους κριτικούς..
-τσιράκια του Κράτους-
Παρά από τον εκάστοτε συγγραφέα,

Που ούτως ή άλλως,
Δίνει -όσο αντέχει-
Την ψυχή του.

Πολέμιοι παντού, της ιστορίας,
Του κυρίαρχου αγάλματος,
ενός δεμένου κειμένου,
Ικανό να αντέχει σε κάθε κριτικό
Που θα υποστηρίξει: μη δίνεις συμβουλές,
Μην αναφέρεις προδοσίες, παρακμή,
Κακοτεχνίες. Πολιτικά σκάνδαλα.

Ποιοι και πότε, συνδέονται
Μαφία με Κυβέρνηση
Μαφία μ’ επιχειρηματίες
Μαφία και αστυνομία.
Διαρροές.
Τόσα να ακούσουμε,
Η κάμερα καταγράφει

Τα αρχεία των εφημερίδων,
Περασμένα σε υπολογιστή,
Δύναται και αλλάζουν.
Η εικόνα επιδέχεται μοντάζ.
Η σκέψη, λογική,
Δύναται να υπνωτιστεί.

Να ‘ναι καλά, τα ερεθίσματα,
Οπτικά, ακουστικά,
Υποσυνείδητα.
Ανθρωπάρια,
Κρυμμένοι προδότες,

Πίσω από εταιρείες, χώρες,
Υποσταθμοί της παγκοσμιοποίησης,
Προϊόν, άρρωστων, άπληστων,
Μυαλών.

Τι κρίμα να μην βγαίνουν στη φόρα, πιο συχνά,
Έγγραφα προδοτικά,
Υπογραφές,
Σχεδιασμοί

Ως τιμωρία της περήφανης φύσης
του φαύλου
Να ‘χουν οι συγγραφείς, υλικό,
Περί περιπέτειας,

Αφού οι κύριοι.. αυτοί -οι φαύλοι-
Είναι πιότερο έξυπνο! φαίνεται,
Απ’ τον κοινό νου,
Ώστε να κουκουλώνουν τα πάντα.
Μαφία με Κυβέρνηση, επιχειρηματίες, αστυνομία.

Γραφιάδες δημόσιοι υπάλληλοι,
Με πλήρη άγνοια..
Επιστρέφουν στις 4,
Ξαπλώνουν, ξεκουράζονται.
Γελούν με τους πολλούς.

Με τους λίγους συνειδητούς συγγραφείς,
Αφοσιωμένους,
στο καθήκον του γραψίματος
-αφού καθήκον είναι, παρά υποχρέωση.
Έχοντας φορές, οι μύθοι στα κείμενα τους,
Βάση,

Αφού και τα άψυχα πλέον, κυβερνούν,
Μαζί με τα πιόνια.

Υποκριτές σε παρακολούθηση
Των πάντων. Στα πάντα.
Να ‘χουν μισθό οι ατάλαντοι,
ΠΑΝΤΕΛΩΣ.
Ανιστόρητοι.
Βολεμένοι.
Βλαμμένοι.

Θηριωδίες δεν συναντώνται πλέον, ατομικά,
Σε πολέμους.

ο ψυχολογικός πόλεμος,
Εναντίον απλών πολιτών,
μέσω διαδικτύου ή internet,
Αποτελεί πραγματικότητα.
(κρατάνε καλά, οι Πασόκοι,
στην Κρήτη).


Ας πούμε κάτι πιο χαρούμενο.
Με νοημοσύνη,
Συζητά, η υπάλληλος γραφείου,
Με το μιξιάρικο στην αγκαλιά,
και τον περήφανο σύζυγο,
Που η πεθερά του, αενάως,
διπλαρώνει,
Χαμογελώντας διαρκώς,
Διαρκώς ηδονισμένη, θαρρείς
Για τέτοια αηδία, μιλάμε.

Άραγε,
Πως θα μεγαλώσει,
τούτο,
το παιδί
Μες την υποκρισία των συναισθημάτων.
Πως μεγαλώνουν νωρίς νωρίς, πλέον,
Όλα τα υπόλοιπα,

Περίεργα,
Μες σε μια αντικοινωνική Πολιτεία,
Με χιλιάδες πτώματα,
στους δρόμους
ψυχές αβοήθητες
Σκονισμένες,
Θαμπές.
Αβοήθητες.

Μες το σκοτάδι τούτης της εποχής
όπου η μόνη γλώσσα
Που καταλαβαίνουν, ορισμένοι,
Είναι η βία.
Ή μια βόμβα

Ώστε να εννοήσουν,
Πως και άλλοι είναι ικανοί
Για τη βία
την επίθεση.
Την απρόκλητη.

Επειδή,
Κανείς δεν γνωρίζει πλέον, κανέναν,
πλήρως.
Από τα στοιχεία που παρουσιάζει,
Το θύμα..
Αν τύχει δε, η επίθεση,
Σε λάθος άτομο,

Ικανό να χρηματοδοτήσει,
Πληρωμένους δολοφόνους,
Τότε,
απλά,
Την έχετε πατήσει.
Εσείς οι αδελφάρες -το ξαναλέω-
Που παρακολουθείτε τον κόσμο.

Να προσέχετε λοιπόν,
Που, κάθεστε,
και με ποιον.

Από πού βγαίνετε.
Τι ώρα.
Με ποιο τρόπο, μετακινείστε.

Επειδή,
Όταν ξεσπάσει η οργή,
Μεμονωμένων ατόμων,
απλού λαού, δηλαδή,
Θα πέφτετε σαν τις μύγες.

Όπως τα εκατοντάδες πτώματα
των ανθρώπων,
Μετά το πέρασμα του τυφώνα Κατρίνα,
Στην πλημμύρα της Νέας Ορλεάνης.

Ενόσω ο Μπους,
έπαιζε γκόλφ.
Δηλαδή, το πουλί του.

Ενόσω,
όσοι δεν εγκατέλειψαν την πόλη της τζάζ,
έκλεβαν για να φάνε,
ή σκοτώνονταν αναμεταξύ τους,
Για ένα μπούτι κοτόπουλου.

Πλημμύρα παντού, στο 80%
Ακόμη και σε περιοχή με ουρανοξύστες –των πλουσίων-
Συνοικίες
Σπίτια, από ψηλά,
Κοιτώ.

Σπίτια. Γειτονικά
Κτίρια χωρίς ψυχές,
Επειδή μόνο οι ψυχές,
Δίνουν νόημα στη γειτονιά.
Μια γειτονιά μες τα λύματα,
Λάσπη. Νερό παντού,
Όχι όμως και πόσιμο, για τον κόσμο.

Οι μέρες διαβαίνανε,
Η βοήθεια δεν πλησίαζε –δεν ήθελε.
Ο Μπους άφηνε το πουλί του
Και έσβηνε κεράκια, γενεθλίων.
Έπειτα, αμέσως, το ξανάπιανε.

Μ’ εμάς,
που επιθυμούσαμε το θάνατο
Τούτης της καρικατούρας,
Σαν φάτσα από κάποιο κακό καρτούν
Λευκό πρόσωπο,
Συνεδριάζοντας σε συμβούλια κου κλούξ κλάν,
Μιας και οι περισσότεροι στην Νέα Ορλεάνη,
Είναι αφροαμερικανοί.
Άρα χρίζουν ανάλογης μεταχείρισης.

Τους κοιτά ο κόμικ …ήρωας,
Τους φαντάζεται κρεμασμένους από κάποιο κλαδί.
Οι κραυγές δεν φτάνουν στο οβάλ γραφείο,

Επειδή ως συνήθως,
Εκεί μέσα,

Μόνο το πουλί τους,
Ικανοποιούν.
Παρομοίως ο Κλίντον,
Ο Νίξον κλπ.
Όλοι όσοι θησαυρίζουν από τους πολέμους,
Δημιουργώντας πρεσβείες,
Στη χώρα μου,

Χωρίς να φοβούνται,
Κι αυτοί,
Την οργή του λαού,
Για τη γενικότερη σύρραξη
Σχεδιασμένη π.χ.
Όπως: κάψτε εσείς οι Τούρκοι,
Τα δάση της Ελλάδας.

Αφοπλίστε τα νησιά της,
Μέσω του ΝΑΤΟ.
όπου να ‘ναι,
Χαλάει ξανά, ο καιρός,
Δεν έχουμε χρόνο!

Εξάλλου,
Είναι γνωστό, απανταχού στη χώρα,
Πως οι φτωχοί, για τις Κυβερνήσεις,
Δεν αξίζουν,
Ουδέν.
Τα μωρά, δε,
Για στρατιώτες, αστυνομικούς, και αφιλότιμους,
Αξίζουν ακόμη και το θάνατο.
Μόλις λίγοι δηλαδή, μήνες,
ζωής.

Μέσα σ’ όλη αυτή τη καταστροφή,
“Είδα” ξανά, τη δολοφονία του John Lenon
Μόνο που αυτή τη στιγμή,
Διαβάζω το νόημα
Τούτης της απώλειας:
Να πλήξετε την ιδέα της ειρήνης,

Μικρές πινέζες αντίστασης
Αξίες-θεωρίες, που αξίζουν,
Δίνουν,
Νόημα
Ελπίδα, στο βίο.

Ιδέες στρωτές, για να γράφεις.
Νομίζω, μόνο,
Αν συνδιαλέγεσαι με ανθρώπους.
Όχι κλεισμένος,
σε μια κατοικία.
Όχι ακόμη, πλημμυρισμένη…

όπως η γραμμή,
Από τα διάφορα κέντρα:
Βάλτε σε κουτάκια, έννοιες,
όλα όσα χρησιμοποιεί ο κόσμος,
καθημερινά.

Π.χ. η πεζογραφία, μιλά με αλήθειες.
Ενώ η ποίηση,
Είναι ένα ταξίδι στη χώρα της αλίκης,
Όπου επιβιώνει, μόνο,
Το φανταστικό,

Οπότε η ποίηση, δεν πουλά (δεν χρειάζεται).
Πέτυχε τούτη
-στο λαό-
πλύση εγκεφάλου.

Θέλοντας και μη,
Μπορώντας, ή όχι,
Να καλέσεις την νεράιδα της έμπνευσης,
Να ‘χεις ησυχία,
Ενόσω οι γύρω,
Προσπαθούν το δικό τους ακατόρθωτο.


όλα σαν λεξικό πια.
Τι είναι πεζός λόγος,
Πως διαιρείται
Ποια τα γνωρίσματα,
Σε κουτάκια κι αυτά.
Πότε συνδέεται η ιστορία,
Πότε όχι.
Ποιος υπερέχει. Το πεζό ή η ποίηση.

Ποιο μιλάει με αλήθειες, πότε,
Ακριβώς!
Πότε να προσέξεις κάτι,
Να σταθείς. Να δώσεις προσοχή.
Πιστεύοντας το γραπτό,

Όχι για τον κόπο του συγγραφέα,
Την οργανωτική πλοκή,
σκέψεων
Αντιδράσεων.

Σαφώς επειδή η αντίδραση,
είναι εκείνη,
Που γεννά την δράση,
(όπως και το να συλλογίζεσαι).

Θέλοντας και μη.
Με τον Θεό να σου στέλνει τα δαιμόνια,
Να μιλούν μες το κεφάλι σου.
Έτσι,
Ως επαλήθευση εκείνου που είδες, στην T.V.
Τους αστροναύτες ν’ ακούν κάτι περίεργα ουρλιαχτά, στο διάστημα.

Θέλοντας και μη,
Να βρεις χρόνο
Για μια εξιστόρηση.

Σα να ‘σαι παιδί,
που του μαθαίνουν την ορθογραφία
Μην σε πουν χαζό;

Δεν τα παίρνεις εύκολα.
Που είναι η σπίθα, στο βλέμμα,
του γονιού.
(Μόνο αυτή έχει: την πονηρή ματιά.
Μυαλό ουδέν).

Μάτια μου,
για περιφέρειες,
Ερωτογενείς περιοχές,
Που το παιδί θα γνωρίσει, δυστυχώς,
όλο και πιο νωρίς,

Με όλη αυτή τη γύμνια των Μ.Μ.Ε.
Ώστε να μη βρει στόχο, με αξία,
Σοβαρά. Στο μέλλον.
Να πετύχει.

Απορώντας: γιατί τότε,
Μάθαινα ιστορία, φυσική, χημεία,
Φυσική. Μισές γνώσεις. Θεωρίες εις το τετράγωνο,

0 Comments:

Post a Comment

<< Home