Το Blog της αγάπης

Αγάπη για ποίηση και για άξια αξιοπρέπεια στις γυναίκες

Wednesday, August 29, 2007

(συνέχεια)

Χωρίς θεμιτή πρακτική τους, στο μέλλον.

Αν είσαι τυχερός,
θα ‘σαι σερβιτόρος, μια ζωή,
Ή κουβαλητής,
Ότι κι αν σημαίνει,
Αυτό.
Θέλοντας και μη.

όπως ότι: οι εκδιδόμενες,
λύνουν τα ψυχολογικά προβλήματα, των αντρών.

Δεν κοιτάνε, μόνες τους,
Να λύσουν αρχικά,
Τα δικά τους, γυναικεία, ψυχολογικά προβλήματα,
Που τις οδήγησαν σε μια αναξιοπρεπή διαβίωση,
Ν’ ανοίγουν τα πόδια στον κάθε λιγδιάρη, αηδιαστικό, βρώμικο,
Άντρα,
Που έχει να πλυθεί, καμιά δεκαριά μέρες.
(Κουβαλώντας νέες και παλιές αρρώστιες. Μυαλού ή σώματος).

Έμειναν, αυτές,
στη ζωή.
Στην πραγματικότητα. Κυνικές και ρεαλίστριες
(σαν μερικές που έχω γνωρίσει, παρθένες, μόνο από τα αυτιά).
Ξέμειναν στον σκληρό κόσμο.

Όχι στον μύθο των ποιημάτων.
Στον χαμένο χρόνο -κατά τον απλό λαό
Επικίνδυνο χρόνο, για σκέψεις,
-κατά την Κυβέρνηση.

Υπολογίζοντας τις πτυχές της αλήθειας
Ψεμάτων υποκινούμενων,
Ή απλά: ψεμάτων.

Π.χ. να γνωρίζεις για μια επικείμενη καταστροφή,
Όπως στη Νέα Ορλεάνη,
Να την αφήνεις να συμβεί,
Γι’ αυτές τις τρεις τέσσερις, κατασκευαστικές, εταιρείες,
Φιλικές προς το οβάλ γραφείο,
Του Προέδρου.

Είναι ο κόσμος, τέτοιος,
Ώστε να επιτρέπει στον ποιητή,
Τοποθετήσεις – πρόκες,
κωμικών στοιχείων.

Η αλήθεια
δεν σημαίνει, κωμική απεικόνιση.
Η αλήθεια πονά.
Να γράφεις,
πονά.

Να θες να γράφεις.
Θέλοντας και μη
Εξυπηρετώντας τους μετόχους
της Νεράιδας του γραψίματος.
(Άλλος ένα τύραννος δηλαδή).

Τίποτα λοιπόν, κωμικό,
στην αλήθεια.

Ποιος κυβερνά την Ελλάδα,
Ποιοι την πωλούν,
Πότε.
(Βάλτε σημαίες. Γαλλικές. Τούρκικες.
Αγγλικές, κυρίως.
Αμερικάνικες, φυσικά.
Κάτι σε σημαία. Δίχως ανθρώπινο τόνο).
ουσία δηλαδή.

Στις πράξεις μας.
Στο χαμένο χρόνο, το δικό σου -σου λένε,
Διαβάζοντας,
Δίχως τη συγνώμη του συγγραφέα
Επειδή σ’ απασχολεί

Δεν σε κάνει να γελάς
Δεν σε πονηρεύει,
Με στενά παντελόνια
Ανοιχτά ντεκολτέ,
Ματιές με κρυφά νοήματα.
Που δεν ΒΛΕΠΕΙΣ
στο γραπτό.

Παρομοίως όπως δεν βλέπεις,
αγάπη,
στα μάτια
των ανθρώπων

Στις σκέψεις. Τα ψέματα.
Παντού υποκρισία.
Ζούμε για ν’ αναπνέουμε,

όχι για την ουσία.
Χωρίς κριτική.
Με ηρεμία.
Να σ’ αφήνουν,

ήσυχο.



Μήπως θα ήταν καλύτερο

ν’ αλλάξουμε κανάλι;
ακούγεται μια φωνή απ’ το βάθος, του δωματίου.


Δεν ξέρω, αλήθεια, τι σ’ ενοχλεί.
Τα προβλήματα του συνανθρώπου σου,
ή η αναφορά στη ζωή,
ενός συγγραφέα.
Η αγωνία του,
συν των άλλων,

Να δώσει αυτό το κάτι,
Το ατομικό,

Φορές,
θυσιάζοντας τον εαυτό του.
Θέλοντας και μη.
Αφού πιθανόν,
Να μην αντλεί ικανοποίηση,
Από τα παραγόμενα έργα
ή ακόμη
Και από την ίδια του την διαβίωση.

Κάπου αχάριστος
Κάπου,
μη βρίσκοντας γερό καρφί,
ν’ αναρριχηθεί.
Σ’ ότι ο ίδιος βλέπει
Ή μπορεί.

Τι τον σταματά από το να ζει,
Και όμως,
Γράφει.

(Με εχθρό του τον Θεό,
που άφησε άλλους συγγραφείς, να προχωρήσουν,
όχι όμως, τον ομιλούντα).

Παρομοίως η Sylvia Plath,
που τελικώς, νέα,
αυτοκτόνησε.
(πιθανόν, εκείνης, το σκοινί,
Να διαβρώθηκε γρήγορα,
Κατά την αναρρίχηση.

Ο βίος, που της Επιτρεπόταν,
Να μην ήταν αρκετός).

Το κυριότερο, βέβαια,
Είναι να είσαι σταθερός, σε κάτι, καλό,
Μα κατά τη γνώμη μου,
Το να μη συμβαίνουν καταστάσεις, όταν πρέπει,
Ραγίζει μέσα σου,
Οποιαδήποτε, νέα, θέληση.


Είναι αυτή η εσωτερική κατάσταση,
Κείνου που γράφει,
Που σαν παλιός σκοπός: Imagine,
Πασχίζει να φέρει κάτι,
στο παρόν,
Που διαρκώς ολισθαίνει,

στην ηθελημένη μοναξιά.
Στην αχαριστία.
Στο: Θέλω τα πάντα
Το μικρό όνειρο, έστω.
(Δεν πιστεύω να δειλιάσεις,
κι εκεί).

Τα λίγα λεπτά, με στυλό,
στο ένα χέρι.
Μια νοητή αγκαλιά,
στην άλλη πλευρά.
Αν έχεις τύχη
Ή σε αφήνουν να τους αγαπήσεις.

Να τους φροντίσεις,
δηλαδή.
Έτσι απλά. Μεταξύ μας.

όχι από κάποιο βήμα
όπου απαγγέλλεις στίχους,
Που κανείς δεν συγκρατεί,
Επειδή δεν γνωρίζουν τον άνθρωπο,
Πίσω από το κοστούμι, το ρούχο.

Την αγωνία της έμπνευσης,
Που δυστυχώς δεν συγκρίνεται,
Με το να βγαίνεις
στα πεδία των μαχών,
(θάρρος σημαίνει, θυμωμένος;)
όπου δυστυχώς,
ότι βλέπεις,
Συχνά,
Είναι και το αληθινό.

Οι δονήσεις, όμως, του γραπτού,
Προσπαθούν,
Κείνο που θα έπρεπε, να τίθεται, ως αυτονόητο:
Η επικοινωνία,
σαν άγγιγμα,
Γυναικείου, με αντρικό, χέρι.

Με πλήρεις, αλήθειες,
Με φωτισμένη, κάθε γωνιά
του χαρακτήρα,
Έχοντας όμως,
Στρωμένη ζωή
Δουλεύοντας, εννοείται.

Ακόμη και τις σχέσεις,
με τους ανθρώπους –που θέλουν να αισθάνονται ασφαλείς-
Ή με την τρυφερότητα,
Αν δεν έχεις, κάπου, σταθερά,
να πιαστείς.

Αν εννοείς, σήμερα, σταθερό,
Τη δουλειά.
Ή τις ανθρώπινες σχέσεις.
Με τόσες προκλήσεις, γύρω,
Ως η κύρια αντίδραση,
Σ’ αυτό που δεν μπορούμε να γίνουμε.
Ή δεν θέλουμε.

Λόγω ευαισθησίας
Ή απλά απογοήτευσης.
Μη βρίσκοντας μια παρηγορήτρα νεράιδα,
Πράγματι αληθινή, όμως,
Με σάρκα και οστά,
Με κατανόηση,
Κάποια δύναμη
Να ωθήσεις ένα άνθρωπο –χωρίς φόβο-
Να ενεργοποιηθεί.

Από μόνος του.
(Αλήθεια, θάρρος, σημαίνει, θράσος;)
όχι επειδή πρέπει.
Αν και το: θέλοντας και μη,
Ως τη τελευταία πράξη,
Ενός κακογραμμένου θεατρικού’

Ζώντας και γράφοντας.
Μέρα τη μέρα.
Ως ο μοναδικός παρηγορητής
Ή λόγω υποχρέωσης, θαρρώ,
Τώρα,
για ποιο λόγο.


Είναι σα να περιμένεις από τον στρατό,
Να σου απαντήσει, με συγκεκριμένα, αληθινά, στοιχεία,
Γιατί, το παιδί σου,

…αυτοκτόνησε,
στη σκοπιά.
(Αυτοκτόνησε… γράφοντας.
Όλος εκείνος ο χρόνος).


Σα να περιμένεις
Από τα δύο φύλα,
Να σταματήσουν μια στιγμή,
Ν’ αποδεχθούν,
Πως έχουν και οι δύο, μυαλό.
Κρίση. Γνώμη.
Ικανότητα αποφάσεων.

Οργανωτικό πνεύμα
Ιδιωτική συνοχή.
Συνοχή σκέψεων, ανταλλαγής απόψεων,
στο χαρτί,
Ευκολότερα, από το να επικοινωνείς,
λεκτικά;

επειδή μάλλον,
Στο χαρτί,
Τοποθετείς σε πυραμίδα, σκέψεις σου.

Αν και αμφιβάλλω, φορές,
Κείνο που εξυψώνεις,
Αν αποτελεί δική σου αλήθεια,
Ή απλά αναφέρεται,
Ως ο συρμός
που βρίσκει,
Ικανή, ιπποδύναμη,
Για να τον τραβήξει.

Άραγε,
ως πότε. Πόσο μακριά.
Μέχρις ότου από τ’ αναγραφόμενα,
Η αλήθεια,
Ξεδιαλύνει την κατάσταση
Ανάμεσα σε εκπροσώπους αντρών-γυναικών,
Σε επικοινωνία γραπτή,

Που ποτέ δεν θυμάσαι, για καιρό.
Εκτός από σπίθες,
Λειτουργώντας ως εντυπώσεις
Ως “δώρα”
Στα μικρά ραφάκια του είναι μας, ατομικά.
Ικανοποιημένοι.
Επιβεβαιωμένοι.
Άξιοι,
αν και ασταθής, από τη φύση του, ο άνθρωπος.

Σε σημείο, ως άντρας,
Να φοβάσαι ν’ αφήσεις στη γυναίκα,
Το δικαίωμα της ολοκληρωτικής επιλογής:
Πότε θα θέλει να κάνει έρωτα,
Πότε να μιλά, να εκφράζει τι σκέπτεται.
Αν θα απομονώνεται.
Σε επίσκεψη στους γονείς της, φίλες,
Κάπου κυριευμένη απ’ τα ενδιαφέροντα.

Πότε η γυναικεία της φύση,
Επιβάλλει συμπεριφορές,
Πότε ο περίγυρος, επηρεάζει:
Μη δείχνεις συναισθήματα,
Μη μιλάς πολύ,
Μη δείχνεις επηρεασμένη.

Μην επιβεβαιώνεις τον άντρα –μην είσαι φυσιολογική, δηλαδή.
Κράτα πισινή.
Κράτα τα πολύτιμα του είναι,
για σένα.
Στο τέλος,
Θα σε πληγώσει.

Μια συνεχόμενη μάχη,
Ποιου η γνώμη θα υπερέχει.
Πως στηρίζεται, δηλαδή, μια σχέση
Σίγουρα όχι,
Στα λόγια

Που χρησιμοποιούμε, οι συγγραφείς,
Ως την επικοινωνία,
με τον έξω κόσμο,
Πάντοτε δημοκρατικά
Παραχωρώντας δικαιώματα,

Που σ’ επικοινωνία αληθινή,
Δεν αντέχεις τον άλλο,
Την ελευθερία,
που κέρδισε,
Μόνος.

Αυτό δηλαδή που μισούμε, εμείς οι καταπιεσμένοι,
Στον άλλο
Που κέρδισε τη ζωή
Ή η Κοινωνία,
Εκείνον.
(Αν και η πολύ ελευθερία, ορισμένων,
Τους οδηγεί, στην αντίπερα όχθη, παράνομης,
Ή αντιδημοκρατικής συμπεριφοράς,
Καταπατώντας ανθρώπινα δικαιώματα και ελευθερίες).

Χωρίς τα ενδιαφέροντα,
Είμαστε ίδιοι,
Δημοκρατικά.
(Έτοιμοι να μας καθοδηγήσει το παρακράτος).

Ίδιοι.
Ως βλέμμα,
Ως υποχρέωση, πρακτικά.

Ενώ η Δημοκρατία, είναι εκείνη,
Που χαρίζει τον προσωπικό χρόνο, ελεύθερης έκφρασης
-χρόνος που αυτεξούσια παραχωρείται.

Χρόνος να πεις: σ’ αγαπώ.
Σαν ερωτικό γράμμα
Σαν στιγμή στην παραλία, μόνος.
Χρόνος που επηρεάζεται απ’ τον τόπο.
Αν βλέπουμε θάλασσα,
Αν μας αγκαλιάζουν.

Αν κόβονται ή καίγονται, τα δέντρα, σε πεζοδρόμια
δάση
ή στα όνειρα
Που πλάθουμε,
Ξυπνητοί.

Αλήθεια,
Τι παραχωρούμε στον άλλο,
Για να ‘χουμε,
Τον άλλο.

Ενόσω περιμένει από εμάς,
Τωρινά γνωρίσματα,
απλής συμπάθειας
Μες απ’ τον λαβύρινθο μιας φιλίας,
Άντρα και γυναίκας
Ο καθένας, με ειδικό βάρος, αναμνήσεων.

Με σπάνιες στιγμές, ησυχίας,
Ευτυχίας αν θες.
Το δικαιούσαι.
Τις στιγμές,
Ευαισθησίας.

Ίσως βαθιά,
Τη νύχτα,
Που η φαντασία οργιάζει
Μαζί, πιθανόν,
Με τις αισθήσεις του σώματος.
(Αν ικανοποιούνται,
ακόμα καλύτερα).


Άραγε, μεγαλώνοντας,
Γιατί αγαπούμε τις γυναίκες;

Τι αντικαθιστά την νεανική μας ηλικία’
Γιατί το ενδιαφέρον αλλάζει;
Κλίνοντας δημιουργικά, αναμεταξύ μας.
Μια νέα οικογένεια
Η χαρά ενός παιδιού.
Η λάμψη στα μάτια του
Βοηθώντας το.
Χαρίζοντας εκείνο, ζωή, στο σπίτι.

Φροντίδα με ευθύνη.
Ανησυχία με εκπλήξεις.
Ο αγώνας του μεροκάματου,
Ενόσω η κακία προοδεύει,
Κυβερνά. Ενοχλεί.
Αδιαφορεί.
Καταστρέφει.


όλα όσα θέλω να σου πω,
Αρκεί να σ’ έχω αγκαλιά.
Κάτι που η ζωή μου στέρησε,
Ίσως κι εσύ.
Αν βρεις,
Θα βρεις,
χρόνο για μένα;
(Το αιώνιο ερώτημα).


Σε έκανα ποίημα.
Το είδες.

Σ’ αγκαλιάζω.
Τώρα.
Σου χαϊδεύω τα μαλλιά.


Είμαι το αηδόνι στο κλαδί,
Σφυρίζοντας μελωδικά,
Καλώντας σε
Να κοιτάξεις έξω.

όταν δεν σ’ έχω αγκαλιά.

όταν το φως,
δεν είναι φυσικό.

Να δω, που κοιτάς
Τι σ’ αρέσει σ’ εμένα

Τα λόγια στο βλέμμα
Τα λόγια της καρδιάς.


Έπειτα θα ξημερώσει ειρηνικά,
Παρόμοια με τούτες τις ώρες
Της απομακρυσμένης,
παρουσίας
Του καθενός,
Εσένα κι εμένα.

Επειδή ο βίος συνεχίζεται.
Οι γονείς, πρέπει,
Να το παραδέχονται.

Να σε σπρώχνουν στην άκρη της φωλιάς,
Να πετάξεις,
Με δικές, δυνάμεις.

Έχοντας αγαπήσει, το ευχαριστώ,
Ο ένας προς τον άλλο.


Έπειτα, σου είπα,
να,
βλέπεις,
Ξημέρωσε.

θα βγω στην παραλία,
θα σταθώ, απόμακρα,
θα κρατώ το νήμα μας.
θα πλέκω κάτι,
να σε κρατώ κοντά μου.

Να είμαι ο ενήλικος που πρέπει να γίνω.
Ο αξιοπρεπής άνθρωπος
που χαρακτήρισες.
Ένα δικό σου προαίσθημα,
Μια προσωπική μου ανάγκη.

Με τις δικές μας νεράιδες, του γραψίματος,
Να στέκουν τώρα, στην άκρη,
Όσο μ’ έχεις, αγκαλιά,
Κι απλά,
αποκοιμιόμαστε.

Κάθε
που γεννιέται ένα μωρό,
γεννιέται,
μια ψυχή.


Το σώμα θα επουλώνει, γρήγορα,
τις πληγές του.
Η ψυχή
Δεν θα το θυμάται,
αυτό.
Θα αγκαλιάζει τον κόσμο
και θα τον γιατρεύει,
σαν προσευχή.

Σαν δικαίωμα
Ως κτήμα του όλου
Που γεννά,
Ψυχές.

ο θάνατος θα θέλει μερίδιο,
ο θάνατος θα παρακαλά για έναν ακόμη.
Ο θάνατος
Θ’ αρπάζει,
Όσους μπορεί.

Μ’ εκείνο το χαμόγελο
Των εκτελεστών
Κρυμμένοι, στ’ ασφαλή τους καταφύγια,
Μ’ ένα κουμπί, κάτω από το δάχτυλο.
Κόκκινο,
κουμπί.

Μαύρη σκανδάλη.
(Ο Θεός μου αποκάλυψε,
Πως λογαριάζατε να με βγάλετε απ’ τη μέση,
Μ’ έναν εκτελεστή,
Ο οποίος φορούσε γυαλιά.
Τα μαλλιά του ήταν μαύρα. Ψηλός. Γεροδεμένος).


Κατόπιν,
Σα να ‘ρθε το τέλος του κόσμου,
(που τόσοι παρακαλάνε,
γι’ αυτό),
Ή σα να ‘ναι η κατάσταση,

Κάτι που χρειάζεται να παραδεχτείς,
Η μόνη μου σκέψη,

Θα είσαι εσύ.
Εδώ.
Μαζί μου.

Η αγάπη μου.
Η αγκαλιά μου, όλος ο κόσμος.
Εμείς οι δύο,
Μέρος του όλου,
του κόσμου.

Μόνοι μας. Εδώ.

Σαν κινούμενα σχέδια
Ειρηνικά. Ευχαριστημένα
Σε έναν κόσμο, δικό του,
καθαρό. Δίχως σκόνη,
ή μόλυνση.
Κυρίως πνευματική.

Θα είσαι η αγάπη μου,
η ελπίδα
Η παρηγοριά του φωτός,
Ενόσω εισχωρεί στο δωμάτιο,
Ταξιδεύοντας, διεκδικώντας την παρουσία στο χώρο,
Σαν άκαρδος εργοδότης,
Που ο Θεός, του επιτρέπει,
Να μας τυραννά.

Εκτός κι αν είναι το φως,
η μόνη πηγή ελευθερίας,
Που τα σοφά κέντρα,
Δεν ελέγχουν.
Παίρνω ανάσα.



Ένας ευαίσθητος άντρας,

Μπορεί να αγκαλιάζει,
Όλες τις γυναίκες,
Μία όμως, θα είναι εκείνη,
Που θα τον κερδίσει.

Σαν ανάγλυφος τοίχος, σπιτιού,
Που συγκρατεί με πείσμα
Αντίθετα από τη βαρύτητα,
Τα χρώματα, στα αυλάκια του.
Σαν δόντι βράχου, στη θάλασσα,
Με φάρο, επάνω του,
Να γλύφουν οι τοίχοι στη βάση,
Το απότομο στόμιο.

Δύσκολο όμως, μια γυναίκα, να δει, το αξιόλογο,
Και να μην ρίξει πιπέρι,
στις πληγές του άλλου:
Άλλαξε δουλειά, συνήθειες. Ακόμη και φίλους.
Λυκοφυλίες, δηλαδή,
Αφού ούτως ή άλλως,
ο εγωισμός είναι ισχυρότερος,
της αλήθειας.

Αντίστοιχη η υποκρισία,
των ανθρώπινων σχέσεων,
Να μη ζητάμε ότι θέλουμε,
(όλο να αναβάλλουμε).
Συναισθημάτων εννοείται.

Αγκαλιά, εννοείται.
Φιλιά, εννοείται.
Ησυχία,
-Εννοείται;

Τα λόγια, εύκολα,
μπορούν να πλανέψουν,
Ιδίως αν εκφέρονται,
από στόματα Κρατικών υπαλλήλων.

Τα λόγια είναι η δύναμη
ενός συγγραφέα,
Που πιστεύει,
Πως είναι συγγραφέας,
Επειδή δυστυχώς,
Αισθάνεται συνεχώς, υποχρέωση στο χαρτί,
Που δεν τον αφήνει,
να ησυχάσει.

ούτε οι ίδιες του οι θεωρίες…
Δεν τον αφήνουν, να ησυχάσει.
Ούτε τα θέλω να είσαι υπεύθυνος, στην ζωή,
Χωρίς κανένα πρέπει.
Να είσαι φρόνιμος.

Να γεύεσαι την ησυχία της μοναξιάς,
Της τεμπέλικης αυτής,
ανευθυνότητας.
Να θες να γίνονται πράξη,
Οι ήρεμες σου, φιλοδοξίες,
Ως προς τις ευκαιρίες της ζωής,
Όχι για ατομικές δόξες,
Που σου αφαιρούν τον τεμπέλικο ύπνο.

Να βάζεις στο νου,
Ένα αγαπημένο πρόσωπο.
«Αγάπη μου,
Κανείς δεν θέλει να ξέρει, τι υπάρχει, στην σκόνη,
Πάντα, μες το σπίτι, όμως,
θα κατακάθεται,
κάτι.

ίσως ένας πιθανός έρωτας,
Σα χαμόγελο, σε κατάσταση φλέρτ.
Μες στη διαδοχή, ημερών, εβδομάδων,
Με όλα όσα συμβαίνουν,
Επιθυμώντας, πολύ συχνά, πια,
Επιστροφή στην εποχή,
όπου οι χαρακτήρες, ήταν ευγενείς

Κατείχαν το μεγαλείο της ψυχής,
Τα νοήματα προεξείχαν,
Σαν πνευματικά νήματα,
Με αγοραστές, όμως,

Αφιλοκερδώς, όμως.

Λόγω απλότητας,
Ως οι τελευταίοι ιππότες στον κόσμο,
Με κυρίαρχα συναισθήματα,
όχι κρυμμένα, σε μεσαιωνικά καταφύγια,
Όπου η αλήθεια δεν ξέρει, καν,
ότι υπάρχει.

όπως η καλή τέχνη που αγαπάς,
καρδιά μου,
όλα εκείνα που προτιμάς,
-σαν τον Φθινοπωρινό πρωινό ήλιο, στο ισόγειο, στα παντζούρια-
Αν ανήκω σ’ αυτά,
Πως με σκέφτεσαι,
-Σε μια αγκαλιά;

Ενόσω γύρω, πια,
Δεν τραγουδούν γι’ αγάπη.
Δεν εξιδανικεύουν,
Δεν υποχωρούν.
Μόνο συνωστίζονται.


Με κρατάς αγκαλιά, τώρα;
Με κοιτούν,
τα όμορφα, πράσινα,
μάτια σου;
θα με αφήσεις να σε φροντίσω;
Θα περάσουμε το επόμενο καλοκαίρι,
Μαζί;

Να σε κρατώ το χειμώνα,
απαλά,
Τις κρύες νύχτες,
Περπατώντας.
Να σ’ εξιδανικεύω.

Εσένα.
όχι τα υλικά θαύματα.
Τα έξυπνα, πράγματα.

Κείνα που δεν είναι υπερήφανοι οι δημιουργοί,
Αφού το όνομα τους, ξεχνιέται,
Με κάθε νέα έκδοση.

Τι αίσθηση έχει η αγκαλιά σου;
Πόσα να σου πω,
Χωρίς εσένα
Να φέρνεις το σ’ αγαπώ,
μέσα μου.
Φέρε με σ’ εσένα
Ν’ ακούσω την καρδιά σου,
Να σ’ ακούσω,
με όλες τις αιχμές,
της πραγματικότητας.


Μου ζητούν, γλυκιά μου ύπαρξη,
Να δείχνω επιείκεια,
Ενόσω εκείνοι,
Με ειρωνεύονται,
Σε κάθε πιθανή,
Ευκαιρία.
(μήπως είναι μόνο, πιθανή;).

Εγώ,
Το μόνο που ήθελα:
Ο ψίθυρος σου,
στις ακουστικές μου αισθήσεις

Συμβιβάζεσαι μ’ ένα γράμμα;
Πόσο επιεικής, πες μου, στήνεται, κανείς,
Ξεκινώντας το γράψιμο.
Αλήθεια, σε τι, να δείξεις επιείκεια,
Παρά μόνο στις αναμνήσεις, τις σχολικές,
Αποκλειστικά,
των δικών μας χρόνων.

Ενόσω αγαπούσαμε το χωριό,
Τον ήχο του ξύλινου σκαλοπατιού,
κάτω από την πίεση κάθε πατούσας.
Τα παιχνίδια που ανακαλύπταμε, στις κούτες τους, στο πατάρι,
Καλοκαιρινούς μήνες στο χωριό.
Με τη φύση παρούσα,
σαν άνθρωπος,
με ιδιοτροπίες, με χαρές,
Με μυρουδιές φρέσκιες
Αισθήσεις,
Που και οι καλύτεροι ποιητές, δεν γνωρίζουν, πως,
να περιγράψουν.

Να θυμηθούν τον όρο της αντικειμενικότητας,
Ενόσω διεθνώς,
Εξολοθρεύονται, συμφωνίες για ειρήνη,
Δεκαετιών.
Προς δημοκρατία. Εξάρθρωση
Κάθε σκλαβωμένης συνείδησης,
Που ως ιός,
Κατέστρεφε, όποια λογική, ανθρώπινη επικοινωνία.

Όλες εκείνες οι απέραντες καλλιεργήσιμες εκτάσεις,
Με μεταλλαγμένα, παραγόμενα είδη.
Όλη η μανία των εξοπλισμών.
Με το πρόσχημα της ειρήνης,
Παγκοσμίως.

Γνωρίζοντας,
Πως αρκούν, λίγες εκατοντάδες, πυρηνικά,
Ώστε να μείνει, μόνο, χώμα,
Πάνω στη γη, μιας χώρας.

Κι ύστερα μιλάς,
για ειρήνη
Για επιείκεια.
Έναντι εκείνων που σφάζουν λαούς
Για το κέρδος.

Το ακούμε στις ειδήσεις.
Δεν μας ρώτησε βέβαια, κανείς,
Αν θέλουμε να τ’ ακούμε,
Επιστρέφοντας από την δουλειά.

όπου το μόνο που επιλέγεις, είναι
λίγη χαρά,
Καλή παρέα
και μουσική.

(Από ένα διπλανό, οικοδομικό τετράγωνο,
Μια παρέα νέων,
Γλεντά,
Τούτο το σαββατιάτικο βράδυ).

Κι εγώ ανησυχώ..
Γιατί δεν είμαι επιεικής
Με την ικανοποίηση των σωματικών μου αναγκών.
Να έχεις νεανικό δέρμα,
Να μην το εκμεταλλεύεσαι.

Με όλους αυτούς τους χαμένους,
Γύρω,
Να σου επιβάλλουν,
Πότε θα κάνεις σέξ,
Να έχεις υπομονή!
Να γερνάς δηλαδή, δίχως τα προνόμια
της ηλικίας.

Δεν μιλάμε,
Αν μοιράζεται ισόποσα,
Τα χρήμα.
Επειδή τούτο, θα ήταν ουτοπία.

Να είναι, όλοι, δυνατοί.
Όλοι ίσοι.
Όπως το δικαίωμα στον Παράδεισο.
Στα ταξίδια.
Στις γνωριμίες,
που μένουν φιλίες,
Δημιουργώντας αγάπη, για τον απλό κόσμο,

Που διασκεδάζει στο διπλανό οικοδομικό
Τετράγωνο.

Αναρωτιέμαι,
Πως θα φερόμουν,
Ανάμεσα τους.

Αν θα καθόμουν σε μιαν άκρη,
-ενώ ήθελα να χορέψω.
Ακόμη και να κολλήσω το σώμα μου,
Σε όποια αποδεχόταν την προσέγγιση.

Ο νέος, έχει ανάγκη την παρέα
Ενός συνομηλίκου του,
Δημιουργώντας αναμνήσεις.

Παρηγορώντας ο ένας, με την όψη του, τον δίπλα.
Ως κάτι μόνιμο.
Που μένει.
Μια τωρινή υπόσχεση,
στη χαρά,
Στα ίχνη μας, στον χρόνο.

Κοιτώντας ο ένας,
τα μάτια του άλλου,
Η ευτυχία να είσαι νέος,
Με όλη σου τη ζωή; εμπρός.
Σαν σε διαρκή κατασκήνωση,
Όπου προτιμάται το ομαδικό πνεύμα,
Για το καλό του συνόλου,

Μαθαίνοντας παράλληλα,
Νέα πράγματα,
-ανθρώπινες επικοινωνιακές εφευρέσεις.
Για το καλό –υποτίθεται- του συνόλου.
Μη λαβαίνοντας υπόψιν,
Το καλό και το κακό,
Που προκύπτει, στον καθένα.

Η ώρα περνά.
Είναι 12:19,
Πολύ λίγο, μετά τα μεσάνυχτα.
Η μουσική δεν έχει πάψει, απέναντι.

Τι κρίμα,
Να μην αντιλαμβάνονται την σημασία,
Της μελωδίας
(να μιλούν μόνο, τα μάτια).
Βιάζονται μήπως, για κάτι;
Γι’ αυτό, τόσος ξεσηκωμός;
Τούτο, σημαίνει,
Μοντέρνος;

Είναι καλή παρέα, όμως,
η φωνή τους.
Έστω και από μακριά.


Φαίνεται,
Πως σ’ ετούτη την κοινωνία,
Πρέπει να είσαι τρελός,
Για να βρίσκεις,
λίγη ευτυχία.


Η φασαρία της μουσικής, σκίζει τη μονοτονία,
Της μονότονης ζωής,
Με το πάθος του αλυσοπρίονου,

Που χωρίζει οριζόντια, σε κομμάτια,
Κάθε κορμό δέντρου,
Εκεί έξω.

Χαμογελώ με τα ξεσπάσματα, τα τωρινά, των παιδιών.
Ίσως ναι, να είναι, ακόμα, παιδιά,
Μη γνωρίζοντας τον μελλοντικό, πόνο,
Του πολέμου των δύο φύλων,
Ποιος είναι ο πιο έξυπνος.

Τον πόλεμο για μια καλή δουλειά.
Ποιος θα υποκριθεί πιο καλά,
Πως είναι ολοκληρωμένος.


Η αστυνομία δεν τολμά –ως συνήθως-
Να εμφανιστεί.
Είναι ξημερώματα, κυριακής,
Δικαιολογημένοι..

Τα παραλιακά κέντρα, τα μπαρ,
Είναι τίγκα στον νεαρόκοσμο.
Αύριο, δευτέρα,
Ξεκινούν τα σχολεία.
Η ανακύκλωση, άχρηστων γνώσεων,
Δίχως μαθήματα,
νέας τεχνολογίας.
Επαγγελματικού προσανατολισμού.

Για το μόνο που νοιάζονται,
Είναι,
Αν θα εξομολογούνται τα παιδιά, στο σχολείο,
Σε παπά.
Αν θα τα ψυχολογεί, κάποιος υποκριτής,
-με τι δικά του συμπλέγματα.

Πιστεύοντας και τα ίδια,
Πως είναι ανίκανα,
Να πάρουν τη ζωή,
στα χέρια τους.

Να κρατηθούν από κάτι, ζωντανό, με καρδιά.
Κάτι ιδανικό,
Έστω κι αν μοιράζεται, για μια βραδιά,
Το κρεβάτι.

Με αλληλοαποδοχή,
της σεξουαλικότητας, της διπλανής μορφής, στο στρώμα.

Δυο σώματα που αναπνέουν,
Με θέρμη,
εσωτερικά.
Με αποδοχή,
Ο άντρας προς τη γυναίκα

Ετούτη η στιγμή,
Είναι δική μας.
Αν βρούμε λίγη ησυχία.
(Μήπως να φοράγαμε, ωτασπίδες;).
μα τότε,
Δεν θ’ άκουγα την ανάσα σου.

Η πόλη δονείται, θαρρώ,
Από την μουσική,
εκεί έξω.
Τα γυμνά σώματα,
Δεν επιθυμούν την αδράνεια.
Το τίποτα της θεωρίας,
Προστατευτικά,
Αιώνια καταπιεσμένοι.

Τα δωρεάν προϊόντα,
Της πράξεως,
Που ορισμένοι, απαιτούν Φ.Π.Α.
Στο τι κάνει, κανείς,
Μες το ίδιο του, το δωμάτιο.

όλες οι αισθήσεις,
οι από καιρό, αναλυμένες,
από Αρχαίους δραματουργούς
και σύγχρονους σάτυρους.

Πίσω από βολεμένες ζωές,
Με παχυλούς μισθούς
και γεμάτο ψυγείο.


Η νύχτα εξακολουθεί.
Η ζωηράδα των νέων, δεν καλμάρει.
2.00 π.μ.
Παρακολουθώ ένα άσυλο στην T.V.
όπου αυτοκίνητα δεν κινούνται,
Δεν διασχίζουν δρόμους
Δεν απομακρύνονται.
Ν’ ανοίξει ο νους, να διευρυνθεί.

Να απολαύσει την ύπαιθρο
Το έξω, έστω.


Προς το παρόν,
δυό μάτια, στο ίδιο κρεβάτι,
Μοιράζονται το κοινό βλέμμα.
(Τι σκέπτεσαι άραγε.
Τι προσπαθείς να δεις

Τι,
το άγγιγμα,
Δεν…αντιλαμβάνεται).

Αν σημαίνει, ετούτο,
Ψυχική επαφή.
Δροσερό αεράκι.

Ησυχία

Δίχως θεϊκές ενοχές
όλο εντολή. όλο πρέπει.
Σε πατάω.
Σε πετάω.

Σε διαχωρίζω από τη γη.


Όλοι θέλουν να σε σπάσουν.

Διαρκώς δυστυχισμένος,
Από κάτι.
(εσύ ξέρεις τι).



Ένας ευαίσθητος άντρας,
Αγαπάει όλες τις συνομήλικες του,
Που μιλάνε στην καρδιά του.

Ένα βλέμμα, όμως, δεν αρκεί,
Για να φροντίσει έναν άνθρωπο.

Ένα βλέμμα, που διακρίνει, επομένως, και στο σκοτάδι,
Τα σημαντικά.

Φυσάει τόσο ωραία, καρδιά μου,
Τούτο το ξημέρωμα.
Γράφω, ίσον, δημιουργώ εμπειρίες.
Κρατώ “ημερολόγιο”
από το σύνολο των αισθήσεων».


όταν γράφω
δεν είμαι εγώ,

αυτός που γράφει,
Παρά το Ελληνικό Πνεύμα, το αθάνατο,
όλη η ενέργεια των θαμμένων

Λόγω ιδανικών. Πίστης στην Πατρίδα.
Στ’ ανθρώπινα δικαιώματα.
Το δικαίωμα να μην δέχεσαι επίθεση,
από κανένα,
Ατομικά
Ή γενικότερα, ως πόλη, ως χώρα μήπως;

Είναι ξημερώματα 11 Σεπτέμβρη,
5 χρόνια μετά.

Προσπαθώ ν’ αναβιώσω το δικό μου συναίσθημα,
Παρακολουθώντας, τότε, ζωντανά, στην τηλεόραση,
Τη ξαφνική στιγμή
της επίθεσης στους δίδυμους πύργους.

Δεν μπορώ.

Δεν βίωσα, ποτέ,
Όλεθρο.

Δεν κάηκε, ποτέ,
Το σπίτι μου.
Αν είχα αυτοκίνητο,
Δεν μου το πυρπόλησαν, οι γνωστοί άγνωστοι.

Πλέον,
Η μαύρη επέτειος.
Προσπαθώ. Προσπαθώ.

Να φέρω λίγη απ’ τη λευκή σκόνη
στις ζωές όσων επηρεάστηκε άμεσα, ο βίος τους,
πάνω μου.
Στη σκέψη.

Προσπαθώ να είμαι ειρηνοποιός, στη σκέψη.
Κοιτώντας τον παγκόσμιο ιστό,
Ως άνθρωπο.
Μιλιούνια ψυχών. Συμπεριφορές. Βίοι.
Προσπαθώ να μην είμαι ρατσιστής.
Με κάτι που δεν γνωρίζω.

Διώχνοντας αρχικά, ότι προσωπικό,
Κυρίευσε,
Πλευρές του φερσίματος μας.

Αν κινούμαστε, φυσικά, εκεί έξω
Αν όχι.
Έχοντας όλο το χρόνο,
Άλλες φορές,
Να κρίνουμε,
Να καταδικάζουμε.
Να διαχωρίζουμε στη φύση,
Τι μας αρέσει. Τι, όχι.

όλες οι στιγμές στην ιστορία,
όσα πέρασαν, αγέννητοι οι ίδιοι,
Όσα είδαμε, με τα ίδια μας τα μάτια.
Έστω και όχι, παρόντες.
Ίσως ανυπεράσπιστοι. Κάπως.

Δεν μπορώ, να μπω, στη θέση σας.

Πώς να παρηγορήσω, ζωές,
Κομμένες, αναγκαστικά σε αναδιοργάνωση.
Ή επηρεασμένες, έμμεσα,
Έχοντας ακόμη, ως φόντο, οι οφθαλμοί,
τη φωτιά,
Τους ανθρώπους που πηδούσαν,
από εκατοντάδες μέτρα.

όλη η σκόνη,
Το σύννεφο.
Οι εθνικότητες.
Να αλλάζει το τώρα, σαν ενθύμιο πολέμου,
Δραματικά.

Αποσβολωμένος.
Ανυπεράσπιστος.


Όταν γράφω, δεν είμαι εγώ,
Μα η αύρα της ιστορίας,
Αναλόγως μήπως,
Με την διαφορά ώρας,
Όπου συμβαίνει;

Επιστρέφοντας ο καθένας στην ζωή του,
Στα πείσματα. Τις προσωπικές χαρές,
Τα πάθη.
Τα όχι,
τα ανεκπλήρωτα.
Όπως εννοεί ο καθένας, την ηδονή.

Άλλος γράφοντας,
Κάνοντας έρωτα
(εξάλλου
γι’ αυτό είναι πλασμένα τα σώματα).
Άλλος, βρίσκοντας επιτέλους,
Ασφάλεια.

Μα δεν άκουσα, ποτέ,
Πως το εννοούν, οι γυναίκες.
Μα εμένα δε με μέλει.

«Είναι που δεν ξέρω,
τόσα πολλά.
Τόσα,
που μόνο εσύ η ίδια, γνωρίζεις.

όλα τα λόγια,
είσαι εσύ
ο ήλιος
που φωτίζει, εδάφη και εδάφη,
Ξημερώνοντας, όπως τώρα,

Που βλέπω ότι φεύγουμε,
Σαν ξαπλωμένοι, προς τον ορίζοντα,
Σε μια άμαξα δίχως ρόδες,
δίχως και άλογα.

Τίποτα απ’ ότι έχουμε συνηθίσει.
Είσαι η σκέψη μου,
Που γεννά κάθε τόσο,
Νέα σε ντύνω,
Σε προετοιμάζω.

Είσαι ετούτο το ποίημα,
Είσαι η ίδια η αγάπη,
Η ώθηση μου
Ο αναπαμός,
Η αγκαλιά που λείπει,

Είσαι η ανάσα μου,
Δυό πράσινα μάτια,
στο ημίφως
Είσαι η ανάσα
η αναπνοή μου
-κινούμαι κι ο ίδιος, μαζί σου-
Είσαι η ποιήτρια που θέλω,
Και αγαπώ.

Είσαι η ενσαρκωμένη μουσική.
Το πάθος του ξημερώματος.
Η αξιοπρέπεια η ίδια.

Ένα γραπτό που μιλά και γνέφει,
Μαζί.
Τίποτα δεν χωρίζει μια αγκαλιά,
ενόσω είναι γεμάτη.
Είσαι ετούτο
Το ποίημα.


Πόσο πιέζεις άραγε, το στυλό, στο χαρτί.
Το άρωμα σου, να μένει,
Να μην ξεθυμαίνει,
-η θύμηση, μαζί.

Άκου με που τραγουδώ,
μόνο για σένα.
Δημιουργώ αναμνήσεις.

Η ίδια η ζωή
Σ’ εξιδανικεύει.
Είσαι όλα μου τα όνειρα,

Το ενσαρκωμένο σονέτο.
Είσαι το μόνο που διακρίνω,
Με σφαλιστά βλέφαρα.
Είσαι το μελάνι στο στυλό
Η ακατάπαυστη, δύναμη του.

Είσαι το πάθος της νύχτας,
Ένα ερωτικό χορευτικό.
Σε μεταγγίζω αποδοχή,
αγάπη.
Μα δεν λιγοστεύει, ποτέ, η πηγή των συναισθημάτων.
(μήπως είσαι η κατάληξη μου;)


είσαι η ηρωίνη
απέναντι στην πραγματικότητα,
Η γλυκιά ύπαρξη
Η πνοή η ίδια.
Το δωμάτιο,
Φωτισμένο με κεριά.

Ανταγωνίζονται οι σκιές, οι μικρές λάμψεις,
Με την αύρα της ατμόσφαιρας τους,
(σαν διαδρομή με τον ηλεκτρικό),
Η ρομαντική σου ομορφιά
Είμαστε ένα
Η κίνηση
οι στροφές
ο χορός,

Τα παιχνίδια σου,
Δήθεν να μου ξεφύγεις.
Χαμόγελο πονηρό. Ζωντανό.
Χαμόγελο απλό,
ελεύθερο.

Είσαι.
Είσαι εδώ…
Η Λορελάϊ του ονείρου
Η “Αλίκη”,
Με δικό σου, όμως,
Κόσμο, ψυχή.
Κόσμο.

Είσαι ο πρώτος αέρας
που χτυπάει το πρόσωπο μου,
Βγαίνοντας από την πόρτα.
Είναι δυνατή, τόση έμπνευση;
(κάποτε ξεθυμαίνει,
μακριά σου)».

Καλημέρα.

11 Σεπτέμβρη,
σήμερα.

οι ευλογημένοι απ’ το Θεό,
που δουλεύουν,
Θα ξαναδούν το φως, της ημέρας.
άνθρωποι,
φατσικά,
θα είναι, ίδιοι όλοι.

ο ήλιος θα διαλέξει,
Ποιες ζωές,
θα φωτίσει.

Ένα στεφάνι για όλες εκείνες τις ψυχές.
Τους αδικοσκοτωμένους πυροσβέστες,
Που έτρεξαν μες την επικείμενη, όμως, καταστροφή.
Αγνοώντας την.

Ο κόσμος θα συνεχίσει.
Νωρίς, το πρωί, στα κανάλια,
θα διαβάσουν τις εφημερίδες.
Κάρτες μεροκάματου,
θα τρυπηθούν, για άλλη μια φορά.
Σήμερα ξεκινούν τα σχολεία

Άλλος ένας χρόνος,
Άλλη μια ευκαιρία
-Η κάθε ημέρα, μια νέα ευκαιρία.
(έχω κουραστεί σ’ αυτή τη καρέκλα,
τόσες ώρες. Δίχως κανέναν να με πληρώνει,
που γράφω. Δίχως ΙΚΑ, ένσημα.
Πότε; Χαμογελώ).

Μια ακόμα ευκαιρία
Για ισοπέδωση.
Φυσικό,
Όταν δεν έχεις να φας,
Ν’ αλλάξεις εσώρουχο,
Να αισθανθείς ασφαλής.

Κι εγώ θα σκότωνα, αν πεινούσα,
Όπως οι πλημμυροπαθείς της Νέας Ορλεάνης,
Αναμεταξύ τους,
Για μια φτερούγα κοτόπουλου.

Κι εγώ θα κρέμαγα, δημοσίως,
Καμένα πτώματα, εισβολέα,

Σε περίπτωση που επιτίθονταν,
στη χώρα μου.

Στις απόψεις της ανθρώπινης σεξουαλικότητας.
Πως, το γαμήσι,
Είναι μόνο γι’ αναπαραγωγή,
(φυσική λοιπόν, τόση στενοχώρια εκεί έξω).
Μην θεοποιείτε! Την ηδονή του σώματος.

Εκεί που χτυπούν, όλες οι θρησκείες,
Καταπιέζοντας,
Γαλουχώντας προφανώς.
Καλλιεργώντας φασισμό.

Εναντίον,
Δικαιωμάτων,
που φέρνουν ισότητα,
Υγιή ψυχολογία.
Ελευθερία.
Ισορροπία.


Ξεκινούμε λοιπόν, να λέμε,
Ποιος είναι καλός,
Ποιοι οι κακοί ηγέτες,

Πως θα ελευθερώσουμε τους ανθρώπους, εκεί,
από την καταπίεση του θρησκεύματος τους
-βλέπε μουσουλμανισμός-
Το οποίο θρήσκευμα, έχει δυνατούς δεσμούς
Κι αν θιχτεί,
Μεταβάλλεται σε φανατισμό.

Ο Φανατισμός,
Είναι η σημερινή αντίδραση,
στις δυτικές χώρες,
της φτώχειας. Της ανεργείας,
Των διακρίσεων, και κάθε μορφής,
Ρατσισμού.

Όπου η καταφυγή σε διεξόδους,
Φέρνοντας σε, άμεσα, σε επαφή,
με πρόσωπα,
Που προσφέρουν λύσεις..
Βαίνει αποτελεσματικό,
Χρησιμοποιώντας το ίντερνετ,

Παρακολουθώντας βίντεο, τρομοκρατών.
Μαθαίνοντας πως φτιάχνονται οι βόμβες,
Πως θα έρθεις σε άμεση επαφή,
εννοείται,
Με το έγκλημα.

Ξεκινώντας να φτάνει
Στην καρδιά των σχεδιαστών της παγκοσμιοποίησης,
Ώστε να εννοήσουν οι πολίτες, πρώτα,
Τι συμβαίνει εκεί μακριά -αλλάζοντας κανάλι, μετά-
Όπου μωρά κομματιάζονται,
Οικογένειες διαμελίζονται.
Περιουσίες, εξολοθρεύονται.
Γειτονιές εξαφανίζονται.

Χώρες ψεκάζονται
-ένας Θεός ξέρει, με τι-
Διευκολύνοντας τον εισβολέα.
Όλα σχεδιασμένα. Πετρέλαια. Χρυσός.
Εταιρείες τρίβουν τα χέρια.
Πασάδες, χρηματίζονται.

Άνεργοι,
Θυμωμένοι.
Έτοιμοι για ΟΛΑ.

Παρανομώντας αρχικά.
Ποτίζοντας αίμα, συνείδηση, στόχο,
Με όνειρα,
Εξολοθρεύσεως,
Όπου σταθεί εμπόδιο.

Αλλάζοντας πιθανόν, θρησκεία, όνομα.
Πρόσωπο.
Προσανατολισμό.

Το καζάνι βράζει.
Η χύτρα ταχύτητας, σφυρίζει πλέον,
ΔΥΝΑΤΑ,
Από την ημέρα της 11 Σεπτέμβρη 2001.

όλοι θέλουν το χρήμα,
Να υφίσταται παντού.
Ο λαός θέλει, ν’ ακούγεται η πάσα αλήθεια.

Η Ελληνική Κυβέρνηση,
Συνθηκολόγησε.

Το στρατόπεδο συγκέντρωσης,
Που φτιάχτηκε,
Κατά τα διάρκεια των Ολυμπιακών μας, αγώνων, του 2004,
Δημιουργήθηκε για να στεγάσει..
Τους αντιφρονούντες
Της διοργάνωσης.
Ναι,
Χρησιμοποιείται από την CIA,
Ως τόπος ανάκρισης,
Υπόπτων, -και υπόπτων…-
Τρομοκρατίας.

Οι πρώην βάσεις των Η.Π.Α.
Ακόμη απροσπέλαστες,
Και καλά φρουρούμενες,
Κρύβουν πολλά μυστικά.

Οι εκτοξευτήρες πυραύλων, με πυρηνική γόμωση,
Παραμένουν
Ανακρίσεις και εκεί.
Βασανισμοί με απόρρητα όπλα, και μέσα.

Στις συχνότητες της τηλεόρασης,
Επικοινωνούν τα’ αμερικανάκια,
Για τα δικά τους ούφο,
Σε ποιο ύψος θα κινηθούν.
Στον δικό μας ουρανό.

Φυλάσσοντας την Αμερικάνικη πρεσβεία,
Από τυχόν,
Αεροπλάνα…
(προτού καν, συμβεί το μοιραίο).


5 χρόνια μετά.
Δεκαετίες,
Με τα εσωτερικά όργανα, σε κοινή θέα.
Στα μάτια του ήλιου.

Ο φόβος φώλιασε.

Δεν θα ξαναταξιδέψω με αεροπλάνο.
Να μου βγάλουν τα παπούτσια,
Τα πράγματα μου σε πλαστικές σακούλες,
Οι δημοκρατικές μου ελευθερίες,
Σε περιτομή.

Τα παιδιά μου,
Ανυποψίαστα,
Σε πιθανή τους, απαγωγή.

Κυκλώματα παιδεραστίας.
500 ευρώ για κάθε ένα αρχείο, από τα 15 χιλιάδες,
που είχε ένας ανώμαλος, στην Καβάλα,
μας κάνει, σε ευρώ: 7,5 εκατομμύρια.
Σε δραχμές: 2,5 δισεκατομμύρια.

Απαγωγές παιδιών.
Παιδιά δολοφονημένα.
Θύτες παιδιά, στο ίδιο σχολείο με αθώες ψυχές,
Σε κίνδυνο.
Μαφία με δικαιοσύνη σε συνεργασία, προς κουκούλωμα,
Κάθε ανάσυρσης στο φως.

Δικαστικά σκάνδαλα.
Μισθοί αστυνομικών, μειωμένοι.
-απασχόληση τους σε φύλαξη, εκδοτών, προδοτών πολιτικών,
Κάθε λογής, πασά.

Θα επιχειρήσω μια αιφνιδιαστική ερώτηση:
Η ατομική βόμβα,
που κύλησε…
Στον θαλάσσιο χώρο,
Δίπλα στην αμερικάνικη βάση,
Στην Σούδα,
Ανασύρθηκε;

Μήπως οι υπόγειες,
Απόρρητες,
Σήραγγες και στοές,
Όπου κυκλοφορούν στρατιωτικά τροχοφόρα,
Λειτουργούν περισσότερο καιρό,
Απ’ όσο φαντάζομαι;

Τι είναι αυτές οι κεραίες,
Στην ταράτσα της Αμερικανικής πρεσβείας;

Έχω ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ.
ΑΠΑΙΤΩ,
Να μη με ψεκάζουν,
Να μη με πυροβολούν με ψυχοτρονικά όπλα.

ΑΠΑΙΤΩ,
Εργασία.
Ελεύθερο χρόνο, μετά.

Δημόσιο μέσο,
Να μιλώ.
Να εκφράζομαι.

Να παραδίδω το ψωμί της σκέψης,
Φρέσκο,
όχι μπαγιάτικο.

Απαιτώ,
ΑΓΑΠΗ.
Εκείνη που δίνουν οι γυναίκες,
που πλησιάζουν την καρδιά μου.

Ανυπομονώ, μόνο,
Να δω,
Τα πράσινα,
μάτια σου.


Εσύ,
τι;

Σ’ αναζητώ,
Στα φώτα του κλάμπ,
Που αναβοσβήνουν, ρυθμικά,
Χρωματίζοντας το τώρα,

Άλλο ένα βράδυ
Άλλη μια ευκαιρία.

Η φαντασία σου θα γεννήσει, κάτι.
-για μένα;
Θα θυμηθώ το ένστικτο μου,
Πως λειτουργεί μες την ψυχή
Κάθε ευαίσθητης γυναίκας,
Λειτουργώντας σαν ακτινογραφία,
Συναισθημάτων
Ψυχικού επιπέδου.

Ακούω MASSIVE ATTACK,
Σαν ταινία στριπτίζ,
Στα video wall του κλάμπ,
Ενόσω λικνίζεται ρυθμικά,
Όλο ετούτο το σύνολο, ψυχών
-Τα φωτορυθμικά δείχνουν το δικό τους παρόν
τα μπάσα, ο τόνος των χρωμάτων,
στο πρόσωπο σου.

(όσα είσαι ως γυναίκα,
και δεν μου λες,
γιατί ακόμη δεν σε συνάντησα)

Το βλέμμα σου, ροζ λάμψη,
Κύκλοι σαν κύματα,
Βάθος χρώματος, περιοδικά

Σε ψάχνω μες το χρώμα,
Με τα δάχτυλα.
Αυλάκια προσέγγισης,
Κουρτίνα δωματίου, με ηλιοβασίλεμα.
Φλόγες ροζ
Κρίκοι σαν αρραβώνας,
Ροζ.

Ροζ με πράσινο ανοιχτό,
Στριφογυρίζοντας σαν σε ρουφήχτρα.
Πράσινη πόρτα δωματίου
Κόσμοι
Που ξεχωρίζεις,
δικοί σου.

0 Comments:

Post a Comment

<< Home