Το Blog της αγάπης

Αγάπη για ποίηση και για άξια αξιοπρέπεια στις γυναίκες

Tuesday, January 08, 2008

Ημερολόγιο

Έστεκες με την πλάτη στο παράθυρο, όλο ανησυχία
Μα μέσα σου, έβλεπα, πια, ηρεμία.
Σα να ‘μουν ο ίδιος, πατέρας του εαυτού μου
Εσύ, βρισκόσουν σ’ ένα σπίτι, κατοικημένο
σ’ έναν έρημο τόπο από χαμένες πια, έγνοιες.
Πίστευα στην γαλήνη –μας είδα όλους μαζί.

Μου μάθαινες ζωή μου, να αισιοδοξώ
Τον πόνο τον παλιό να προσπερνώ
ως ανάμνηση, κάπου καταγραμμένη.
Στην ματαιοδοξία, ότι όλα εξακολουθούν να επιβιώνουν
Δίχως τη δική Του συγκατάθεση.
Φορές, αποκομμένος, του θυμώνω, μα δε συναινώ.

Πάντα, με την δυσκολία να ξεστομίσεις
Την αποπνέουσα πείρα της ανθρώπινης στόφας
Τοιχοκολλημένης από κηρύγματα ανθρωπόμορφων
Επίγειων παραδειγμάτων. Φτάνει!!
Η αλήθεια σου, δεν δύναται να εκφραστεί, ούτε και
να μεταδοθεί. Γι’ αυτό, δεν μπορούμε να συμβιώσουμε
ούτε στο μέτρο.

Συχνά ο πόνος, κόβει, σαν ρυάκια από δάκρυα, μέσα μου
Ρυάκια από πόνο. Σαν άβρεχτα σεντόνια –μόνο,
που για λίγη.. ώρα, διατηρούν την υγρασία
της ζεστασιάς του ανθρώπινου πόνου.
Συχνά, ο κόσμος παύει να υπάρχει.
Μόνος ο πόνος, αντίκρυ το κενό.

Δεν μπορώ να σου μιλήσω για τον κόσμο σου.
Δεν είμαι εσύ. Δεν ανήκω στις σκαλωσιές
που χτίζουν μέρα με τη μέρα, τον τόπο
της ασφάλειας σου. Συχνά, συστέλλεται
διαχρονικά, διαστέλλεται
Μ’ ένα όνειρο, ευτυχώς, καταλαγιάζει.

Κάθε που σκοτεινιάζει, μισώ τον εαυτό μου.
Ο ήλιος, ζυγώνει σαν πατέρας
Πηγή εξουσιαστικά όμορφη –σα ν’ ανοίγει η ψυχή μου.
Αναγκαστικά, υποχωρεί η θωριά σου, ημέρα
Εξίσου, η αντοχή, του καλού μου χαρακτήρα.
Ζω με τη εντύπωση, ότι παρακολουθούμαι.

Σας έχω στην άκρη του βλέμματος
στην άκρη του ουράνιου τόξου, της ζωής μας –ανώνυμοι.
Αποθηκεύοντας ζωντανές εντυπώσεις
Τυπωμένες στον φλοιό κάθε ίριδας
Με μικρούς, μόνιμους κρατήρες χρώματος, στην μέση
Να ξεχωρίζουμε.

Χωρίς την ανάγκη Σου, χώνομαι στο αίμα
του παλιού κακού και ταλαιπωρημένου μου εαυτού
Είναι διαίσθηση, κι ανάγκη, να ζεις.
Κι ας είναι στιγμές προσωρινής συγκίνησης μόνο
Εκείνες, της μετάνοιας, επιστρέφοντας κοντά σας.
Φορές, τα λόγια, απλά, αποτυπώνουν το αύριο. Τον πόνο.

Οι άνθρωποι δεν μπορούν να επικοινωνήσουν.
Με ή δίχως Θεό, μένουμε πάντα, χώρια. Μόνοι.
Δεν προσφέρεις μια Ζωή, κι έπειτα, την ζητάς, πίσω.
Υπάρχουν ορισμένοι, προικισμένοι, στα πόδια της
Κι άλλοι, που μια ζωή, παρακαλάνε, χτυπώντας τα τείχη της.
Η ζωή από μόνη της, είναι ήδη βρώμικη.

Θαρρώ, με διδάσκουν τα λόγια σου, οι σκέψεις.
Με ωριμάζουν. Αναστέλλουν την Βαβυλώνα του εγωισμού
Και το στήσιμο, αγάλματος ..ακεραιότητας και μνήμης!
Γελώ με τον εαυτό μου. Θαρρώ, μαθαίνω τον σεβασμό
για πρώτη φορά κι αγάλι αγάλι, εισέρχομαι στο λιμάνι
μαζεύω πανιά, ξεφορτώνομαι βαριά φορτία.

Είσαι εδώ και μου μιλάς. Είσαι εδώ. Πρώτη φορά
Το αισθάνομαι. Μου λες, να είμαι αισιόδοξος, κι ο χώρος
γεμίζει από νότες λέξεων, πιστεύω, ότι ξανά τις άκουσα, κάπου
Πόσο απλός, από ντροπή, να σταθώ, απέναντι σου, ωραία ψυχή
Θαρρώ, μου μιλάς, μα δε σ’ ακούω.
Η ζωή, ναι, συ το είπες, είναι μια πολύχρωμη παραδεισένια ομορφιά.

Απεχθάνομαι τα ίδια λάθη, μα αγαπάω τους βραδινούς ήχους της φύσης
στο καλοκαιριάτικο σκοτάδι. Είσαι εδώ. Είσαι εδώ.
Σ’ έκανα δικό μου άνθρωπο, προέκταση του καλού.
Δεν σου ‘δωσα το χέρι μου, φοβήθηκα. Μην ρωτάς!
Πρώτη φορά, σ’ ακούω να μου μιλάς. Δεν θα σε αφήσω.
Τ’ ακούς;
Πάλι δεν σ’ ακούω, κι ύστερα, χάνεται η μορφή σου.
Γίνεται αέρας.

Ύστερα, χωρίζω τον εαυτό μου, απ’ τους γύρω μου,
Στουπωμένος στον κόσμο μου –ένα αραχνάκι
Προσπερνά, τρέχοντας, την χάρτινη επιφάνεια
Έχω άμμο στα χέρια μου, ιώδιο στα ρουθούνια.
Αρνούμαι ένα βερίκοκο, ανάσκελα κοιτώντας το δέντρο.
Ρουφώ απ’ τα κλαδιά, με τα μάτια, οξυγόνο.

Τελικά, το δέχομαι το βερίκοκο. Και τη συζήτηση.
Μα έλα, που όσοι γνωρίζουν το Τέλος, δυστυχώς,
μέσα τους, δεν μετανιώνουν.
Έχω μόνο τη ζωή, πίστεψε με Πατέρα.
Μου είναι αδύνατο να επιστρέψω σ’ Εσένα, παρά
Μόνο ως βελτίωση, βίου.
Αν το δέχεσαι.

Κάποια στιγμή, πιστεύω, πρέπει να αναπνεύσω
Μέσα απ’ τους πόρους των ανθρώπων,
όσο κι αν με συμφέρει η ασφάλεια της μοναχικής διαδρομής –ελπίζω να μην είναι τόσο βρώμικη
όσο η ζωή. Κομμένα βαμμένα όλα.
Κορεσμένα κι αηδιαστικά όμορφα….

Μου είπες, Πατέρα, εκεί που πας, θα κρυώνεις
Ο κόσμος είναι κακός, δίχως αγάπη,
Η ψυχή του λερώθηκε με ψεύτικες θεωρίες.
Στράγγισα, Πατέρα (μα Εσύ το γνωρίζεις ήδη).
Τα φώτα στην πόλη είναι αυταπάτες
Όπως και η πρόσκαιρη ζωή¢
Είναι κι αυτό μια εμπειρία. Η κακία του κόσμου.

Μου είναι αδύνατο, Πατέρα, να έχω εμπιστοσύνη
στους ανθρώπους. Αρκετά έχω πληγωθεί.
Η λύπη, μόνο, μας φέρνει εμπρός Σου.
Ντροπιάζουμε τον φύλακα μας άγγελο, μέσα στην ανοησία μας¢
Ο Θεός βοηθά, μόνο όσους θέλουν να βοηθήσουν τον εαυτό τους. Η αγάπη Του είναι παντοτινή –των ανθρώπων, αγκάθι
που βιάζεσαι να το πετάξεις.

Εσύ έρχεσαι και με χαϊδεύεις,
την ώρα που πλένω τα πιάτα, κι ας Σε αρνούμαι
Το χάδι Σου. Δεν μαλακώνει η καρδιά.
Η ζωή είναι κλαμένα λόγια. Αναρωτιέμαι. Συλλογίζομαι
Δεν θα ‘χουν αξία, όταν, όλα θα έχουν τελειώσει.
Σα να βιάζομαι να δώσω κάτι, που μόνο ως κενό μου μοιάζει.

Καλμάρω το νου μου. Ορίζω τα ίχνη σου, άγνωστη
Σιμά μου, όχι απέναντι μου. Τρυφερά γέρνεις πάνω μου
Και μου ψιθυρίζεις γι’ αγάπη, στο πέλαγος του χτες,
δίχως ανώριμα παλικάρια, να ..παρακαλάνε για προσοχή.
Δεν λερώνω την σκέψη μου με την οσμή τους
Ώ, αγάπη, η σιωπή, φροντίζει τον αέρα, και τον εξευγενίζει.

Έχεις δίκιο. Μέσα σε λιμνάζοντα νερά, κάθισα
Δίχως διέξοδο, να φεύγουν οι πίκρες, να ‘ρχονται ενισχύσεις.
Μόνος, αντιμέτωπος με την κακία ολόκληρου του κόσμου
ή με την προσωπική μου απάθεια.
Μισώ τις συμβουλές.
Μακάρι να εννοούσες το δράμα μου. Σου είπα, δεν είμαι εσύ.
Έχεις δίκιο. Το νερό βρωμίζει, πολύ καιρό, στο ίδιο σημείο.

Μόνο το κλάμα, μας έμεινε. Ο αποχωρισμός.
11 Σεπτέμβρη 2001.
Πού είναι ο Θεός, η βοήθεια Του.
Δεν υπάρχει. Δεν υφίσταται.
Πού είναι το κατ’ εικόνα και ομοίωση; Πού είναι.
Πόνος, απόγνωση, κηδείες, λύπη. Απόγνωση.

Έχω στην αγκαλιά μου μια άφυλη γυναίκα
Συ, είπες, είναι η εκκλησία Σου¢
Προτιμώ να θυμάμαι ότι ήταν ένα θήλυ δικό μου
Που η αγάπη μου, της έδωσε ζωή –νεκρανάσταση.
Αυτό έχουν ανάγκη οι άνθρωποι, την επαφή.
Θυμάμαι που μου ‘δωσες κάποτε, τα σπλάχνα Σου

Και κάθε μικρή ή χαμένη γκρίνια,
φαινόταν αφόρητη. Ξέρω πως μ’ αγαπάς
μα οι άνθρωποι δεν ζουν στον δικό Σου τον κόσμο
τον Άφθαρτο, το μη σαρκικό. Ζουν με μνήμες
-δεν είναι αιώνιοι- έχουν καρδιά, με αίμα
κι αισθήματα- δεν σιωπούν, έχουν απειρία.

Στ’ αυτιά μου αντηχεί ένα Ουράνιο ράπισμα
Η ώρα του Θεού, της αρπαγής της εκκλησίας Του.
Ολολυγμοί σφαγιασμένων στη γη. Πυκνοί καπνοί¢
Άλλοι δημιουργήθηκαν για την απώλεια, κι άλλοι για ευλογία.
Οι πρώτοι, ως παραδειγματισμό των τελευταίων.
Σιωπή και νηνεμία

Ένα χέρι, αόρατο, τεντωμένο στο νου μου, σηκώνεται
Το δικό μου. Μετά την φυγή του ασώτου! τα έσχατα
Γίνονται χειρότερα των αρχικών. Δεν υπάρχει Χριστός,
στην καρδιά των ανθρωπόμορφων παραδειγμάτων.
Στέκουν ως βράχος πίστεως στο θερμοκήπιο της καθαρότητας τους
Βράχος η καρδιά τους, αποχαυνωμένη και προσηλυτισμένη
Στα Θεία¢

Μυρουδιές ανήθικων (αντικαθιστώντας μια πιο καίρια λέξη) σωμάτων,
ποτίζουν τα ρουθούνια. Η φύση εκδικείται.
Πυκνά παραπετάσματα ομίχλης, κρύβουν την εφηβική
άλλοτε δράση, πλέον αντίδραση, κάπου,
αποσπασματικών ξεσπασμάτων
Απομόνωση¢ “Κυρίαρχοι” ετούτου του κόσμου, καλούν
-εν αγνοία τους- προς επικοινωνία,
εμένα, προικισμένοι στα πόδια της ζωής.

Άεργος, καλλιεργώ άνεργους σπόρους απάθειας
Στη ζέση ενός απρόσωπου θερμοκηπίου ανακατεμένων μνημών
Επιλέγοντας βραβευμένες.. δύσκολες έννοιες, προς τέρψη
Φιλομαθή υψηλού διανοούμενου.. άεργων
από τα κοντύτερα και φυσιολογικά επίπεδα βίου.

Θυμάμαι κάποτε, είχα πει, ότι θα σώσω τον κόσμο.
Τώρα, μια εικόνα σχηματίζεται στον προθάλαμο
των σκέψεων μου –αν προσευχόμουν γι’ αυτούς.
Τι κι αν προσπάθησα. Βγήκε κάτι; Έφυγα από κοντά Σου¢
Σάπια μήλα τα λόγια μου, άχρηστα. Αφήνω τον χρόνο
Χορτασμένο με ανοησίες πίσω μου –με κουρασμένα μέλη.

Μακάρι, να μπορούσα, αγαπητή φίλη, ποιήτρια,
Να σου μιλήσω για εμένα. Φοβάμαι μην λακίσεις.
Επειδή ο κόσμος μου είναι βρώμικος –στο σώμα-
Η ψυχή λερώνεται απ’ το σάπιο κουκούλι.
Μια ευκαιρία, λένε, να μιλήσεις, έρχεται μια φορά στη ζωή
Μα έλα που η δική μου η ζωή σέρνεται σα σκουλήκι,

Σαπίζει, από τα ίδια μου τα χέρια.
Φαντάζομαι τις ώρες τις δικές σου, εμπρός σ’ ένα άδειο
-προσωρινά-, φύλλο χαρτί, φίλη ποιήτρια,
Της γραφομηχανής σου
Να διορθώνεις το γλυπτό του λεξιλογίου σου
Του κατάδικού σου κόσμου. Έμπειρη, συμμετέχοντας στα κοινά.
Το ξέω, ότι μέσα μου, αντέχω περισσότερη λύπη¢

Δεν αγαπώ τον εαυτό μου. Αντίθετα μάλιστα. Τον μισώ
Όπως και το γράψιμο. Γιατί, δεν είναι αυτός,
ο προορισμός του ανθρώπου. Η Γη θα κλείσει ως βιβλίο
και θα χαθεί, επίσης, τα έργα μας.
Τα εσωτερικά, ότι προκαλούμε στους άλλους.
Στέκω αντίκρυ στο βήμα Σου, θλιμμένος

Γνωρίζοντας εξαρχής, ότι σε εγκατέλειψα.
Μ’ έχουν κουράσει οι λέξεις. Η ίδια η ζωή.
Δεν επιλέγω ακόμα, την μόνη λύση.
Μόνος, προκαλώ κακό, σε εμένα.
Πάντοτε είχα ανάγκη από ανθρώπινη αγκαλιά.
Οι επαναλήψεις, φυσικά, δεν βοηθούν¢

Την χαμηλή μου αυτοεκτίμηση, δεν την ξεπλένει
Ούτε όλο το νερό της υφηλίου. Αφού, ξύνει αρχικά,
περιοχές του δέρματος μου, οι οποίες ως ακτίνες,
τρυπούν –με παρρησία- εσωτερικά, την ψυχή.
Ένας αγώνας, Είπες, φέρνει αποτέλεσμα
Δες με. Πιστεύεις ότι αναγκάζομαι να μην το κάνω;

Το πρωί, παρατηρώ τα σημάδια στον λαιμό μου.
Πόνος. Ο κόσμος είναι όντως, βρώμικος.
Στο τοπικό κρατικό κανάλι, σε ντοκιμαντέρ,
ένας παντρεμένος άντρας, έχει κάνει προσθετική στήθους!
Λυπάμαι. Πόνος. Αναρωτιέμαι τι έχει αξία, πια.
Θα προσπαθούσες να σώσεις εμένα από εμένα;
Ότι σπείρεις θα θερίσεις¢ Εύκολα, Μιλάς εκ του ασφαλούς.

Διαβάζω και κλαίω μέσα μου. Πόνος.
Η ψυχή του ασώτου, Πατέρα, σου ανήκει.
Ο Υιός Σου, σταυρώθηκε και για εμένα –τον ντρόπιασα.
Ένα περιστέρι, χτυπημένο, δέρνεται στην αυλή.
Είναι το Πνεύμα, που μου Είπες, ότι κάποτε
Θα μου χάριζες. Το ‘χες υποσχεθεί. Μα εγώ
δεν Σε πίστεψα¢ Φαντάζομαι,
προκαλώ αρκετό πόνο στους άλλους.

Συγχώρεσε με, αν σε στενοχωρώ. Δεν αρέσει η αλήθεια.
Ούτε σε εμένα. Φαντάζομαι, του λόγου σου, έχεις
από χρόνια επιβεβαιωθεί
Ως φύλο, ως νους, ως αποτέλεσμα συνολικής προσπάθειας.
Ξέρεις, ο Θεός, δεν μας θέλει χαρούμενους.
Τουλάχιστον, όχι εμάς τους αμαρτωλούς.

Φαντάζομαι, πιστεύεις, μου έχουν κάνει περιτομή
Στον νου, εννοώ. Αν είναι δυνατόν στο σώμα. Θα ήθελες,
ως γυναίκα, να.. .. ..μην μπορείς να γεννήσεις με φυσικό
τρόπο.
Σκέφτομαι τους γονείς, τους, κάθε μορφής Τυφώνες της ζωής. Το ώριμο. Το ανώριμο, το πρέπει ή το μπορώ,
Την αλήθεια. Την υποκρισία.
Την ασυνεννοησία χαρακτήρων. Τον Θεό –στο τέλος.

Οι νέες γυναίκες, δεν θέλουν ν’ ακούνε για πόνο.
Ο κόσμος γι’ αυτές, ήδη, είναι αρκετά άγριος
Δεν θέλουν. Πάει, ωρίμασαν. Αρνούνται, όμως,
Το περίσσευμα αυτό, να διαρρεύσει προς τα έξω.
Μου λες, δεν τα έχεις βρει με εσένα. Δεν έχεις κι άδικο.
Ίσως να τα έχω όλα… μα πάλι, να παραπονιέμαι.
Μακάρι να ‘ξερες τι λες¢

Κοιτάω χαμηλά, για να πω, ότι σε βλέπω, σε αισθάνομαι.
Γέρνεις εμπρός, καθισμένη, στην άκρη
του σκεπάσματος της στοργικής φωλιάς μας. Σ’ αγάπησα
Ακόμη κι αν δεν σε είδα. Με τεντωμένο χέρι, μες το οπτικό σου πεδίο, αποκρίνομαι, με καρδιά εύπλαστη
Στη δική σου, τώρα, παλάμη.
Δεν θέλω να γυμνώνεσαι. Δεν σου ταιριάζει.
Κλείσε την πόρτα κι άσε με να έρθω κοντά σου.

Φοβάμαι τον έρωτα. Σ’ εσένα το είπα;
Νοιώθω άβολα, με εσύ είσαι εδώ..
Είναι δικές μας οι στιγμές, ότι κι αν μοιραστούμε.
Μου χαϊδεύεις τα μαλλιά, τις σκιές ολόγυρα μας.
Κάποτε, φοβόμουν μην λερωθώ. Το σκοτάδι.
Σαστίζουν όλα, κι ο χρόνος, παρέα.

Μου λες, αύριο, θα ξημερώσει –αμφιβάλλω.
Η ανοιχτή σου όψη, φωτίζει το πρόσωπο μου.
Κάνει ζέστη τις τελευταίες ημέρες.
Κλείνω τα μάτια, κι εσύ οδηγείς τα δάχτυλα μου
Πάνω σ’ ετούτη την στεγνή γη του γραπτού.
Ένα ρεύμα αέρα –ξημερώματα- ξύνει την πλάτη μου.
Σου μιλάω: Σ’ αγαπώ¢

Ξυπνώ, με το θέλω, δυνατά, του θανάτου μέσα μου.
Δεν μπορώ να υπερασπιστώ τα λόγια
Η ζωή μου, βρίσκεται ήδη, σε απόγνωση.
Μόνος μου προκαλώ κάθε τι –ο Θεός, πάντοτε, Παρατηρητής.
Δεν θέλω να σε πληγώσω. Δεν θες, ούτως ή άλλως,
να ακούσεις.
Όλη η αλήθεια –καλή ή ..λιγότερο καλή- δεν θα τη δεχτείς

Ναι. Ξεστομίζουμε, ότι δεν μας ερεθίζει, προς δαπάνη.
Εσύ, Είσαι η μόνη μου λύση που πολεμώ.
Έρχεσαι και μου χαϊδεύεις τα μαλλιά
ή πλημμυρίζεις το φυσικό μου σώμα, μ’ εκείνη
τη γλυκιά πνοή Σου –που αποκλειστικά Εσύ,
Γνωρίζεις να Προσφέρεις.

Είμαι ο άσωτος υιός –απλά, ο ίδιος, δεν λογαριάζομαι
με την αμαρτία, ενωμένος με άλλους.
Την πραγματοποιώ
Μέσα στο ατομικό μου το οικογενειακό –κατά τ’ άλλα-
Φιλήσυχο περιβάλλον. Μονήρης ζωή.

Μου μεταφέρεις, αν είμαι πλάι Σου, Δύνασαι,
τους φόβους μου να Δαμάσεις.
-εγώ, ναι, δεν ανοίγω διόδους στο αδιέξοδο¢
Μια μυρουδιά από μαλλιά κούκλας κοριτσιού,
Προξενεί έγερση στους αδένες της όσφρησης μου.
Στον ύπνο μου, με κατοικώ σε οικογένεια, ως φυσιολογικό.
Χωρίς Εσένα, ματώνω, είμαι μισός. Ξέρω, γιατί να επαναλαμβάνομαι;

Μας είδα όλους μαζί. Εσένα, φίλη, να εισέρχεσαι
στης διαλογής μου, το προσωπικό το σύμπαν
Μ’ εκείνο το χαμόγελο σου, μα, και με την συμπάθεια
στο βλέμμα. Τόσο απλή¢ Χαιρετώ,
το τρίτο πρόσωπο της παρέας. Ακριβής στην ανάγκη, φίλος, σαν κουρδιστό μελωδικό κουτί.
Απογευματίζει.

Η συμπαράσταση σας, οικεία,
ως κάποιου ορεινού χωριού, πηγή.
Υδάτινοι πόροι, συγγενείς με την φυσική μας πραγματικότητα.. Με εμπνέει η παρουσία σας.
Ως ένα, οριζόμαστε.
Ρωτάς, φίλη, Το λόγο, του σφραγίσματος
του οπτικού μας πεδίου, εξωτερικά. Άνοιξε
να φέρεις την απλότητα στον αυλόγυρο της καρδιάς.

- Πως περνάς την ώρα σου; (συγνώμη, είχα αφαιρεθεί;).
Μου απευθύνεται ο φίλος, κοντινός και επίγειος
-υγιής ακολουθία ανθρώπινων πόρων η προσοχή τους.
- Λίγο υπολογιστής, ξυστά τηλεόραση, ακουστικά,
μουσική.
Κλειστοφοβικά εγγενής χαρακτηρισμοί, της ζωής.
Παρατηρώ, φίλη, τα χέρια σου, πως εργάζεσαι τις άκρες
του τραπεζομάντιλου.

Με είδα, ανάμεσα σε υπαλλήλους, στην άκρη,
Απαγορευτικός προς εκείνους –Λείπω.
Μη καταπονημένα ένσημα, στοιβάζονται
Χρόνια, στα συρτάρια του κράτους.
Μόνος σου θα βοηθήσεις εσένα, συμπληρώνεις.
Οι γνώσεις σου ξεπήδησαν από την καρδιά
της γραφομηχανής
Μα και..

Κάθε συμβουλή στο στόμα σου, προέρχεται
από τον Πατέρα όλων.
Κάθε διαστρέβλωση από τον μισάνθρωπο εχθρό
της ψυχής.
Κάθε δάκρυ στο πρόσωπο –ενώ υγραίνεται ξαφνικά,
κι απορείς-
Προέρχεται από το αίμα του Εσταυρωμένου. Ναι,
Είναι αόρατος, μα αποδεικνύεται εγγύς μας.
Κι η απόγνωση σου, διαλύεται μονομιάς.
Άσε Τον να σε Αγγίξει¢

Υφαίνω χαρακτήρες μες την μοναξιά μου.
Σεις, είστε, κοντά μου. Αγάπησα έναν μύθο.
Βραχιόλι πίστης, ξεπροβοδίζω στο άκουσμα σας.
Τα κλαδιά έξω, σημάνουν το πέρας της θλίψης
-Ανατρίχιασα.
Μην με κρίνετε αυστηρά¢

Πόσο Σοφός, είσαι, αγαπημένε μου Πατέρα.
Μου μιλάς μέσα από τα ίδια μου τα λόγια.
Σ΄ αγαπώ, λέει η Πνοή Σου. Συγνώμη, Πατέρα.
Δεν ξέρω, πως, Εργάζεσαι, ώστε να με επιστρέψεις
στα προσφιλή πρόσωπα που νοιάζονται –στ’ αδέλφια.
Στον οίκο της λατρείας σου. Γι’ αυτό σ’ αγαπώ,
κι ας σε “μαλώνω”. Είναι που δεν αντέχεται ο πόνος.
Βοήθησε με να κλάψω, Πατέρα.

Άλλοτε, με τα δικά Σου, Σπλάχνα, ράγιζα
Επειδή πλησίαζα στον σταυρό Σου.
Μακάρι να ήξεραν οι άνθρωποι να Πιστεύουν.
Δεν είναι πουθενά, Πατέρα, η γνώμη σου,
Να φυλάμε εικόνες, ν’ ανάβουμε κεριά.
Να νηστεύουμε, καταναλώνοντας τα πάντα, εκτός…
Τι υποκρισία! Εμείς που θα μείνουμε πίσω –φοβάμαι.

Είναι λυπηρή η θέση μας, Πατέρα, αν μου το επιτρέπεις ακόμα. Να σε λέω Πατέρα.
Πόσο προσοδοφόρο τσουκάλι, αποδεικνύεται
Η ορθοδοξία! Ορθοί κατά όνομα
Περήφανοι και άσπλαχνοι Φαρισαίοι.
Που κρατούν τον Λόγο για τους ίδιους, αποκλείοντας
την αλήθεια, απ’ όσους –βαθύτερα- θέλουν να σωθούν.
Ποιος τους μίλησε, άραγε, πως λαβαίνεις το Άγιο Σου Πνεύμα, κι όχι, ανόητα, με την γέννηση.
Οι καθαροί την καρδιά, θα δουν, μόνο, το πρόσωπο Σου
Πατέρα.
(Δέσε τους δαίμονες, ν’ ακούσουν οι άνθρωποι).

Όχι όσοι ανάβουν ένα κερί, αλλά βρίζουν τη μάνα τους
Όχι, όσοι αρνούνται την κοινωνία σε ηλικιωμένους.
Όχι, όσοι στερούν εργασία στην νεολαία –ελευθερία.
Έχεις δίκιο, Πατέρα. Τις έσχατες ημέρες, ο κόσμος
Θα φανεί σκληρόκαρδος, παρόλα τα δεινά του πολέμου.
Ειλικρινά, λυπάμαι, πιότερο για μένα.
Εκείνοι διάλεξαν τα τάματα σε ανθρώπους
Ενώ Είπες, η προσφορά λατρείας ανήκει μόνο σε εσένα.

Γιατί, Πατέρα, δεν πράττω όσα κηρύττω;
Έχω αποκηρύξει την ξεπεσμένη ορθοδοξία¢
Γιατί το χέρι μου δεν συγκρατεί τον εαυτό του;
Οι πιο δυνατοί, λυγίζουν κάποτε.
Οι κρατούντες, αμφιβάλλω, ο λαός ναι.
Η αλήθεια Σου, είναι αγκάθι σε κάθε λογής προσωπολάτρη¢

Στο γυάλινο μάτι που μυωπάζει την κρίση μας
Εκτελείται ο πολιτικός γάμος, ως πορνεία.
Θαυμάζω το μένος του κληρικού λόχου-λόγου.
Φούντωσε, η ανάγκη στο τσουκάλι τους. Φ Ο Υ Ν Τ Ω Σ Ε,
τραγικά!

Έλα, γέροντα μου. (Πρωινό, ψηλά στο έρημο ξωκλήσι).
Στη σιωπή, σιμά ο ένας στην φιγούρα του άλλου,
ησυχάζει η ψυχή μας.
Σκέπη μας αποκρίνεται ο ουρανός, το γαλάζιο
είναι η παρουσία του Θεού. Ακούω,
βοήθησες, ταπεινά, κάθε γνήσιο πιστό.
Γέροντα. Πόση αγάπη από λύπη, έχει το βλέμμα σου.
(Πάψτε πια, εσείς στην τηλεόραση).

Αν ήταν γνωριμίες το έργο μου
Τώρα, θα ήμουν ο πιο ευτυχισμένος άνθρωπος
Πλήρης, ισορροπημένος, με γλυκές αναμνήσεις.
Γεμάτη ζωή, πλήρης, πίσω στο όνειρο.
Ξεχνώντας τον Θεό –άραγε, πότε είμαι ζωντανός;

Εκεί που πας, μου Λες, ποτίζουν τον εγωισμό σου
Δήθεν, τα πρόσκαιρα ετούτου του κόσμου, αξίζουν.
Απόψε, μου Μίλησες δυνατά, καλώντας με.
Εγώ; Σε ξέχασα. Σε προδίδω με τις ίδιες μου τις φράσεις.
Μόνη μου παρέα, Πατέρα, είσαι εσύ.
Ποιος άλλος να με καταλάβει;
Μιλώ, μιλώ, μιλώ, μιλώ.., …μιλώ.

Ήδη κατάλαβα, οι Ιθάκες τι σημαίνουν.
Όλα είναι μάταια. Τ’ ανθρώπινα. Γιατί να τα γυρεύεις’
Ξέχασα πια, φίλε, όσα νόμισα σωστά να διηγηθώ.
Ποια λόγια μένουν στον αιώνα, και όλοι να τα θυμούνται;
Η γη θα κλείσει ως βιβλίο και θα μηδενιστεί.
Όλα μάταια, τι μου μένει; Οι ώρες σκέψεων

Και έμπνευσης, φίλη μου –οποιαδήποτε φίλη-
(επιθυμώντας καίρια, τις φιλίες με γυναίκες,
αδιαφορώντας ναι, για παρέα με το όμοιο μου είδος),
Οι ώρες αυτές, είναι κομμένες για τώρα.
Οι ραφές τους δεν είναι άφθαρτες.
Μια Κυριακή ήρεμη ονειρεύτηκα, και να που τη διαβαίνω.
Συ, ήσουν γνώριμα σε τέσσερις τοίχους κλειδωμένη.

Την προσοχή, βίαια, έχουμε ανάγκη,
Μα πάλι βαριόμαστε, κι εμάς τους ίδιους.
Όλο να καθαρίζουμε γύρω μας (όχι, την ψυχή).
“Γδέρνω” το δέρμα με τη σκέψη μου
Μα η ψυχή, δεν με καταλαβαίνει.

Γεράσιμος Μηνάς 2002

0 Comments:

Post a Comment

<< Home