Το Blog της αγάπης

Αγάπη για ποίηση και για άξια αξιοπρέπεια στις γυναίκες

Monday, April 16, 2007

Αναδιανομή

Βλέπεις τον άλλο ως χρήματα.
Πράγματα, τα οποία
Αντικαθιστούν την ανθρώπινη επαφή.

Η ζωή είναι όπως το γλυκό ή το αλμυρό τυρί.
Η ζεστή μα και η κρύα γωνιά στα σεντόνια,
Θέσεις, τις οποίες εξίσου επιλέγουμε.
Οι στιγμές που κλαίμε,
ενώ δεν τελείται ιδιαίτερος λόγος.
Μια θέση στη ζωή των ανθρώπων
που απλά τοιχίζονται πλάι μας,
Αρκεί, να μην μένει κλειστή
Η πόρτα,
Στο ν’ αγαπήσουμε, μα και ν’ αγαπηθούμε.

Τίποτα δεν είναι τέλειο. Ούτε οι οικογένειες.
Όπως οι απαράβατοι φυσικοί νόμοι.
Δεν αποκαλείς τον γονιό σου με τ’ όνομα.
Παρά με την ιδιότητα.
Ενόσω δεν συμφωνούμε,
πως το μέλος της δικής μας μικρής κοινωνίας,
Αύριο δεν θα υφίσταται.

Συμφωνούμε με τον άλλο,
Αρκεί, μόνο, ν’ αρκείται στη συμβίωση,
Μαζί μας;



Θαρρώ, όταν βρισκόμαστε μπρος σε κάτι
Κοιτούμε, σκεπτόμαστε,
κι οι αισθήσεις των φώτων των ματιών μας,
συγκαταβαίνουν με το περιβάλλον.

Η ζωή, μας θέλει με καθαρά δόντια.
Μοσχοβολά. Όπως η δεύτερη εντύπωση.
Η απόφαση να κινηθούμε.
Διδασκόμαστε, από την ευαισθησία
Επιθυμητών διευρύνσεων.
Το χλιαρό και το θερμό ντους,
Υπηρετούν με φυσικότητα, τη διάθεση.

Φορές, βοηθά να ξεχνάμε.
Εκφραζόμαστε, με τρέχουσα αμεσότητα.
Κάπως αποσβολωμένοι, επαναπαυμένοι,
Που ακόμη,
Εξακολουθεί να γυρνά, ο κόσμος.
Αναδιανομή, με νοητό δρασκέλισμα.
Τοπικό, αν θέλεις.
Όσο στο επιτρέπω.
Εγρήγορση της συνείδησης.
Ενεργοποίηση. Τακτικά. Σε κάθε τομέα.

Όπως το να παρακολουθείς,
πλήθη, χιλιάδων βολεμένων πλανεμένων,
σε προεκλογικές συγκεντρώσεις. Ελπίζοντας; Τι;
Ποιος νοιάστηκε,
Πως, αυτοί οι άνθρωποι,
Με τι κόπο, κατευθύνονται στη δουλειά τους –αν έχουν.

Με τι σθένος, σκύβουν με έλεος, στον πονεμένο.
όταν όλα ακριβαίνουν.
Και τα νέα πολιτικά κοστούμια. Ιδεών.
Αντίκτυποι, νέων πραγματικοτήτων.
Όπου η ύλη εντυπωσιάζει ως έργα,
ενόσω η σωματική μάζα της ενέργειας μας, φθίνει.

Είναι συνηθισμένο αυτό το πρόσωπο.
Το συναντά, σαν καθημερινή συνήθεια.
Εκεί όπου οι άλλοι εξουσιάζουν τις ζωές τους,
ένας ορισμένος αριθμός, βαθαίνει τα νερά,
από μόνος. Πόσο περίεργο φαίνεται.
Σαν τις αγαπημένες κλασσικές, δημοφιλείς ίσως, ταινίες.

Αναδιανομή, στις ανάγκες,
όπως η επίσκεψη μιας ιδέας,
προτεινόμενης, από νυχτερινό όνειρο.
Το πρωί ξυπνώ, ξεκούραστος, χωμένος
για άλλη μια φορά,
στην ανησυχία τους.
Για πληρωμές, απόκτηση κόπου,
Περιττών χαμένων ωρών σε φάλτσες μέριμνες.

Μια πόλη από ψηλά,
είναι τα ρούχα που επιθυμούμε να μας ταιριάζουν.
Είναι ένα συνηθισμένο σώμα
το οποίο επιστρέφει σε πέπλο αγάπης.
Άνοιξε τα μάτια σου, σαν λοβοί λουλουδιών
στο πρωινό φως. Βήματα και νέες σκέψεις.
Σχέσεις. Σιωπές. Ψίθυροι από “μακρινά” μέρη.

Έπειτα συνωστίζονται στα ίδια πρόσωπα
και στην αναμονή
Συζητήσεων άκρως φυσικών, ομοίως για τα δύο φύλα.
Τα μάτια μιλούν. Το στόμα βραδύνει.
Σου είπα, μια ιδιαίτερη σκέψη;
Θεωρούμε σίγουρη, την ύπαρξη δρόμων.
Συναισθημάτων παρομοίων στο αντίθετο μας φύλο.
Άλλο αν δεν εξωτερικεύονται.
Και ξανά, ξημερώνει, δίχως έλεος.

Περπατώντας,
οι ανθισμένες αμυγδαλιές,
Με προκαλούνε ξαφνικά, να ελπίζω.
Επειδή θέλω να φεύγω.
Απ’ τα συνήθη χαμόγελα. Τα ψεύτικα.
Τα οποία κρύβουν πόνο, ή απλά, καλοπέραση.

Κάποτε μου είπαν:
Δεν εμπιστεύεσαι τους ανθρώπους.
Το χαμόγελο το προσφιλές, αγνοώ.
Ή το ‘χω ξεχάσει
-η συνείδηση ψιθυρίζει: παραμέρισε.
Σαν τις προσωπικές στιγμές
που δεν εκμυστηρεύονται.
Όπως οι αισθήσεις του αυτονόητου ως συνέχεια.
Του αυτονόητου των σημείων στο χώρο.
Σημεία: εγώ στο σπίτι. Το σπίτι στο οικόπεδο. Κ. λπ.
Του αυτονόητου, τελικά
Της μη λεκτικής επισήμανσης μιας αποδεκτής έννοιας
η οποία ορίζει τις ανθρώπινες σχέσεις.

Γύρω από τα οποία, περιστρέφεται
Όλη μας η ζωή. Οι αποφάσεις, οι πράξεις.
Προφάσεις άρνησης από δειλία ή προσοχή.
Σα να θέλεις να αποχωρήσεις
από εκείνο το θεσμό μιας λογικής συμπεριφοράς.
Άραγε, σε χαρακτηρίζουν με μια λέξη –ήπια ωστόσο.
Κατανοούν. Επιτρέπουν. Συλλογίζονται. Απέχουν ωστόσο;

Θεσμός ύπαρξης. Με φιλικούς παραγράφους.
Με νόμους απαράβατους.
Όπου αν δεν σε αγγίξουν
Θεωρείσαι στο μέλλον –από τώρα- ,”νεκρός”.
Αρνούμενος ν’ αγαπηθείς ή ν’ αγαπήσεις.
Στρέφοντας τα νώτα στην παράδοση.

Ίσως όμως να αποδέχομαι ότι έχω χρόνο.
Επεξεργάζομαι τα χρώματα.
Προετοιμάζω τον νέο τόπο.
Τίθεμαι σε αναδιανομή.
Με μάτια, σε μικρούς ανέμους, ήρεμοι φυσικά.

Φροντίδες κατανοητές από τον αποκαλούμενο,
ρυθμικό –σε συγκεντρώσεις- όχλο.
Κατανοητές, σίγουρα όχι, απ’ όσους κρίνουν ως λαϊκισμό,
Να ενδιαφέρεσαι με σίγουρες απόψεις για τον κόσμο.

Ελάχιστες διασταυρώσεις, επικοινωνούν.
Υποστηρίζουν. Επιτρέπουν. Υποβοηθούν.
Καταγράφοντας στην προσωπική μας ιστορία
μικρά, νέα βήματα, συμφιλίωσης.

* * * *

Το βράδυ με βλέπω σ’ ένα μπαλκόνι,
Ν’ ανιχνεύω ως κτύπους
Γνώριμων αστερισμών,
Γνωριμιών, όχι ακόμα γνώριμων.
Με το κύρος, προσωπικοτήτων
Τοπικά, ισχυρής ευγνωμοσύνης.
Μπορείς, να τους εμπιστευτείς.
Όπως και όσοι, νοιάζονται.

Εκείνο το χάσμα
που σας χωρίζει,
Ποιο είδος γέφυρας, επανορθώνει;
Ποια χορτασμένη έννοια.
Ποιας γωνίας, χαμόγελο.
Οπτικής, αναδομημένου σκεπτικού.
Δεν εντυπωσιάζει.
Εκμυστηρεύεται, σ’ ένα σημείο, μόνο.

Όπου στέκομαι.
Νοητά περπατώ. Παρατηρώ.
Δεν κινούμαι. Δεν προσπαθώ.
Είμαι άνθρωπος. Έχω όλο το χρόνο μπροστά μου.

Πότε διασκεδάζεις;
Όταν τελειώνουν οι ώρες αυτές –οι επίσημες.
Σε πλησιάζω. Με χρώματα δάκρυα
βαθουλώνει στο χώρο.
Τούτο το πρόσωπο.
Το δικό σου.
Το ‘χεις δει ευτυχισμένο;
Να πετυχαίνει.
Στηριγμένο στη συγκίνηση μικρών πραγμάτων.

-Ώρα κοινής ησυχίας-

Εγώ σου το ‘χα πει, μιλούνε οι ειδήμονες.
Όμως ο ήχος έχει χαθεί –ξεχάστηκε,
Προτού καλά καλά ενεργοποιηθεί απ’ τον νου.

Η γνωστή αίσθηση της σιωπής.
Της απόρριψης.
Ως εγκράτεια κατά της αλληλοδιδασκαλίας.
Του αυτονόητου στο χώρο.
Του χρόνου που δεν επιστρέφει.
Κι ύστερα τα βήματα δεν έχουν σημασία,
Εξίσου όπως σφουγγαρίζεις,
Απομακρύνοντας τα νεκρά κομματάκια δέρματος.

Η συναισθηματική επαφή, άρα φιλία,
Είναι, όπως όταν μπαίνουν το ηλεκτρικό και το νερό,
σε μια κατοικία. Διαφορετικά,
δεν έχει λόγο ύπαρξης.
Το περιμένεις ως φυσικό αποτέλεσμα.
Αναμένεις και τη δική σου τη σειρά.

Διαφορετικά,
Το να κάθεστε μαζί, στον ίδιο καναπέ,
Ανεπαρκείς από υποδομές, σκέψεων επαφής,
Το μέλλον, σας καθιστά υπεύθυνους
για όποια εγκατάλειψη.
Αναδιανομή σημαίνει δραστηριοποιούμαι.
Δεν εισχωρώ στο βαθύ επίπεδο και σκοτεινό
Τούνελ, αιμορραγώντας, σαν αυτόχειρας.
Μετακινώ ανοδικά την αυτοπεποίθηση
καθώς και θέσεις των απόψεων μου.
Τις στρέφω, τις αναποδογυρίζω,
Πασπαλίζοντας τα μ’ ευωδιά εποχής.
Δεν είναι θέσεις
που διανέμεις σαν εσωτερικό φυλλάδιο, εφημερίδας.

Περιγράφουν δεσμούς αγάπης,
κι ευτυχία
Την οποία αποκαλούν ίσως,
Ως ρεαλιστικούς στόχους.
Είναι ώρες,
Μακριά από ακρότητες
Και ζωνών, περίεργων ανταλλαγών ενέργειας.

Ομολογείς στον εαυτό σου, την πρόθεση.
Εξαρτάται,
Σε ποιο φως συνηθίζουν τα μάτια.
Σε ποια θερμοκρασία, τούτο το σώμα
Όταν όλα γύρω,
Ως άψυχα, σε περιμένουν
σε μία σταθερή θερμοκρασία.

Όμως η διαβίωση,
Δεν είναι μια μελιστάλαχτη κινούμενη κατάσταση.
Ή απλά, τα θέλω των άλλων
όπου ο ήχος τους έχει χαθεί-ξεχαστεί,
Προτού καλά καλά ενεργοποιηθεί ως ιδέα!
* * *

Στον άνθρωπο, φορές,
Δεν του είναι κατανοητό, το να μολύνει
Εκεί ψηλά, τον ουρανό,
Από ένα τόσο μικρό σημείο, εδώ κάτω.
Επίσης, πως θα μπορούσε
Να είναι κάτοικος άλλης πόλης.
Εκτός απ’ το δίκτυο, το οποίο,
Ούτως ή άλλως, τον έπλασε.

Ένα χτυπημένο ζώο,
Δεν κατανοεί, πως το περιβάλλον,
Δεν θα είναι πλέον το ίδιο,
Όταν ο δικός του θάνατος
Θα αποτελεί πραγματικότητα.

Όπως τα γεγονότα, στα οποία
Δεν λαβαίνουμε μέρος,
Άρα δεν υπήρξαν;
Η αποκλίνουσα άποψη, ως στάση βίου
Να ανήκεις όπου δεν “περνάει”
Η “σφραγίδα” σου.
Κατά βάθος, δεν σε δέχονται,
Αρνούμενοι τη κοινή αναδιανομή,
Η οποία τελείται όμως,
Αυτεξούσια.

Τα χρώματα είναι όμορφα.
Τα χαμόγελα επιχειρησιακά.
Ο χρόνος, τώρα, δεν υπολογίζεται.
Κοίτα τους, πως συναθροίζονται.
Ποια κοινή μοίρα, ενώνει.
Ανταλλάσσει επιλογές, κατευθύνσεις.
Άτομα, αναπόσπαστο μέρος, του συνόλου τους.

* *

Παραμονεύει η τρυφερότητα
Να εκδηλωθεί.
Αν τολμήσει, ζητά ένα συνεργό.
Κάπως αφελή ίσως;
Μια δόση ευπρέπειας.
Λίγες σταγόνες υπεροχής του συναισθήματος.
Κομμάτια τυφλής εμπιστοσύνης.

Το αποθεματικό, επεξεργάζεσαι.
Το παθητικό, χρησιμοποιείς.
Μικροί θόρυβοι ενδιαφέροντος
σε λιμνάζοντα νερά αγάπης.
Γεράσιμος Μηνάς 2004

0 Comments:

Post a Comment

<< Home