Το Blog της αγάπης

Αγάπη για ποίηση και για άξια αξιοπρέπεια στις γυναίκες

Monday, May 14, 2007

άνθρωποι

Πως θα κερδίσω τους ανθρώπους.
Με την αγνή αγάπη
και τα σπαστά διπλωμένα δάχτυλα
σε ακανόνιστη φόρμα.

Με την ίδια φυσικότητα
που παρατηρώ το βλέμμα της,
Τις γωνίες της στιγμής
στο πρόσωπο της.

Φορές εύχομαι
να ενταχθώ στα χειρότερα τραγικότερα γεγονότα
Ώστε να κατανοήσω τ’ απλουστευμένα.
Να μην έχω ανάγκη να είμαι θύμα.

Και είναι αυτό το θάρρος,
η λύτρωση σε κάθε φόβο,
δεν θα ‘λεγα, και πάθος.
Τουλάχιστον, πως ανήκω στους ενήλικους.

Αν είναι οργανικοί οι τοίχοι,
μεμιάς διαλύονται –ή στον χρόνο τους.
Όπως η επαφή, η συνομιλία.
Κάθισε. Έχω να τα πούμε.

Λυπάμαι μόνο για τα σαββατοκύριακα
που περνούν δίχως έρωτα.
Άσε με να μυρίσω τα μαλλιά σου.
Να ψηλαφίσω κάθε σου πόντο.

Εξαρτάται από μένα,
να κερδίσω τους ανθρώπους.
Όσα προβλήματα δημιουργηθούν.
Το πρόσωπο μου αγνοώ.

Την έκφραση. Τη μάθηση των εκφράσεων.
Μήπως αξίζει να σε σκέπτομαι.
Το μέλλον. Οι άνθρωποι
Κρίνουν,

Εύκολα τους άλλους ως θύματα.
Επειδή οι ίδιοι νομίζουν πως
Έχουν λύσει κατά πάντα το αίνιγμα του είναι τους.
Άρα καταφεύγουν στην εύκολη λύση.

Πιστεύουν πως έχουν δίκιο
να κατευθύνουν τον άλλο,
Πιθανόν, στο μονοπάτι
που οι ίδιοι κίνησαν, και οδηγεί στην ψεύτικη ευτυχία.
Ο πατέρας, μου είπε, αν ζουν έτσι, όλοι αυτοί,
Θεωρούνται φυσιολογικοί άνθρωποι.
Φαντάσου τότε, πως είναι οι αφύσικοι.
Επειδή αγνοούν την κύρια ιδέα.

Από μόνη της θα σας αποκαλυφθεί.
Κι αν δεν θέλετε, μην ακούσετε.
Όπως αποφεύγετε τους μοναχικούς,
Γιατί η ζωή τους δεν σας είναι ενδιαφέρουσα.

Λείπει από τους “φυσιολογικούς”,
Η αγνή αγάπη. Προς τον εαυτό τους, αρχικά,
Κατόπιν, προς όποιον διαφέρει,
Επομένως, δεν τους ενδιαφέρει.

Καταθέτω την λειψή από κάρβουνα, εστία ζωής.
Αναζητώ την επόμενη κίνηση στο βλέμμα
το δικό της. Γυναίκα και ζωή, το ίδιο θηλυκό.
Μακάρι να είχαμε περισσότερο χρόνο.

Οι οσμές του βίου, το ξύπνημα.
Ξεσπάσματα λογικής.
Θορυβώ όταν δεν είμαι μόνος.
Εκτιμώ την ηρεμία των ήχων στο “ρεπό” μου.

Κάποιοι κάνουν οικονομία στα χρήματα.
Ορισμένοι στα λόγια. Εννοώ συμπαράσταση.
Όχι να έχω συνεχώς δίκιο.
Χαρούμενος πάντα με την λογική μου. Εννοώ ωριμότητα.

Ελάχιστοι δεν μιλούν με υπονοούμενα
-περίμενε τα μεγαλύτερα ψέματα¢
Η άνοιξη στην καρδιά των αισθήσεων.
Απόγευμα. Δροσιά. Καλός καιρός –απομακρύνεται ο ήλιος.

Η αισιοδοξία; Τυχερό πέταλο.
Απλά προετοιμάζομαι.
Δεν αγνοώ. Απλά πέφτω, δεν βιάζομαι
Να διορθωθώ, αμέσως. Να ‘μαι χαρούμενος.

Η θεραπεία σ’ εκείνο το σημαντικό λάθος
της εφηβείας, είναι να μην το επαναλαμβάνεις.
Δύσκολο που είναι.
Τουλάχιστον να βρίσκομαι μακριά από τον γκρεμό σας.

Της μοιχείας σε όλους τους τομείς.
Πόσο δίκιο Είχες, όταν διαχώριζες
τους πιστούς Σου από τις εκφυλισμένες συνειδήσεις.
Έπρεπε ν’ απομακρυνθώ,



Ώστε να μου απαντηθεί η απορία.
Πιθανότατα όμως, να βρεθώ στη θέση
εκείνου, ενόσω ζητά νερό από τον “Λάζαρο”.
Από μένα εξαρτάται.

Τη ζωή μου επιθυμώ να αλλάξω.
Προσπερνώ επίσημα, πρόσωπα στο παρελθόν
-τα λυπάμαι, μα δεν συγχωρώ τον άδικο κόσμο.
Σ’ ένα κουτί κλείνομαι.

Ίσως γλιτώσω από τη λογική των αφύσικων.
Πάντοτε πιστοί στον συμβουλευτικό τους χαρακτήρα.
Διαλύω το τώρα, μήπως και διατηρήσω
το κουκούτσι.

Εσύ είσαι γυναίκα.
Δεν ξέρω σε τι διαφέρουμε.
Την ίδια προσπάθεια καταβάλλουμε
για να διασχίσουμε το πεζοδρόμιο.

Ν’ αλλάξουμε.
Μαγειρική με την αγαπημένη μας μερίδα.
Διαθέτουμε χρόνο για εμάς.
Το ίδιο, ξημερώνει, για εμάς.

Σα χαμογελάς, περιμένεις ανταπόδοση.
Όπως και την αλλαγή.
Ξαφνικά, μήπως ομορφύνει η ζωή¢
Απαλύνω λίγο το περιβάλλον.

Η ζωή μου συνεχίζεται.
Αναπνέω, έτσι δεν είναι;
Αποφεύγω ευθύνες, μα δεν πειράζει.
Δεν περίμενα ν’ αλλάξει κάτι, εκεί μέσα.

Δεν υπήρχε ή δεν μπορούσε να βρεθεί,
Νόημα.
Έχει πριονίδι ετούτος ο βίος.
Αμφιβάλλω αν στην υγρασία, παγώνουν.

Όπως οι στραβές αναμνήσεις.
Τα ψέματα,
που δίνουν χρόνο στον άλλο.
Η ελπίδα πως όλα θα διορθωθούν.

Μου αρέσει το σχήμα στα ψωμάκια.
Της ελευθερίας, επίσης.
Του να παίρνεις τη ζωή στα χέρια σου.
Κι αν σε πληγώσουν, δες το θαύμα. Είσαι εσύ.



Αργότερα,
Διαλύω τη ζωή μου γιατί έτσι πρέπει.
Πώς γίνεται να προδώσεις συνειδήσεις εργοδοτών
Καταπατημένες από παρανομίες και εκμετάλλευση.

Ίσως είναι η τιμωρία που δεν ανέμεναν.
Η προσωπική μου -η πτώση.
Κατόπιν, τροχίζω τα νεύρα των γύρω μου,
όσο μπορώ –δεν θα με διώξετε τόσο εύκολα.

Σε λίγο, συνεχίζω να μη μιλώ.
Μόνο γέρνω, μες τη γλυκιά αίσθηση
του αρώματος του πορτοκαλιού στο στόμα μου.
Ξέρω, πότε αδικείται ένας άνθρωπος.

Όλοι ψάχνουν την ευτυχία.
Ένας σπάγκος στην άκρη του χεριού σου, τεντωμένος.
Σα να περιμένεις από τη νύχτα
να φωτιστεί από χιλιάδες, μικρά λαμπερά λαμπερά χρώματα.

Η “έκπληξη” της πρώτης γωνίας
Της ματιάς, κινούμενοι στο χώρο,
καθαρά, με απλότητα και αποδοχή,
Που ανήκουμε και σε τι στηρίζεται η εποχή μας.

Λατρεύω τις μοναχικές στιγμές
με το φως να γέρνει στον ορίζοντα.
Μόνο τότε ηρεμώ, και αισιοδοξώ.
Αυτόματα, προστατεύω τον εαυτό μου.

Ο άνθρωπος χρειάζεται την ταπεινότητα.
Πρέπει όμως ν’ αγωνίζεται, πρωταρχικά,
με τις ιδιωτικές του δυνάμεις.
Αν θέλει. Εξάλλου, ο χρόνος είναι δικαίωμα μας.

Ευτυχία: η ικανότητα του ήλιου
Να αγγίζει ένα έπιπλο, βαθιά μες το δωμάτιο,
από μια σχισμή μόλις, στο παράθυρο.
Είμαι δυνατός στη σημασία των αγνών πραγμάτων.

Ο Γάμος. Η ευθύνη του ενός προς τον άλλο.
Ως δικαιώματα –και διάθεση χρόνου.
Ως υποχρεώσεις προς το νέο μέλος
που πλησιάζει. Κούραση. Ξεκούραση.

Είσαι κι εσύ άνθρωπος.
Σε θέλω όπως είσαι. Δεν διαφέρεις.
Φέρνεις ζωή, συμμετέχω στην δημιουργία.
Μοιραζόμαστε την ευθύνη του εαυτού μας.



Βλέπεις; Μπορώ.
Λυπάμαι μόνο,
για τα χαμένα χρόνια, δίχως τη ματιά
και της κόρης μου. Τώρα θα ήταν, πόσο, οχτώ;

-χρόνια χωρίς δουλειά.
Εκείνου που έπρεπε να γνωρίζω.
Των σημαντικών αγνών επιθυμιών.
Δίχως τη γνώση της σημασίας τους.

Εμείς οι απλοί, φτωχοί πλην τίμιοι όμως,
Συνειδητοποιούμε τα απλά πράγματα.
Γνωρίζουμε ότι υπάρχουν.
Μα μας εκμεταλλεύονται¢

Μου αρέσει η καλλιέργεια του ύφους σου
σε κάθε απλή, πράξη καθαριότητας.
Ήσυχη. Σε μαθαίνω. Σιγά σιγά.
Τι είναι οι άνθρωποι. Αγάπη.

Στο είπα. Εγώ ορίζω την τύχη μου.
Όχι οι γονείς. Αν έχουν υπομονή, μ’ αγαπούν.
Εκτός αν διστάζουν να με διώξουν,
“Ποινικά”, χάρη στο φαύλο σύνταγμα μιας δείνα νωχέλειας.

Πως θα κερδίσω τους ανθρώπους, ρώτησες;
Όποιος πληγωθεί, δεν δέχεται πια να τον χτυπάς.
Είναι απλό όμως το θάρρος της προσέγγισης.
Κλείνει αγάπη.

Φορές το θάρρος χαρακτηρίζεται θρασύ.
Κι έτσι είναι.
Οι άνθρωποι θέλουν εσύ να αλλάξεις,
Να μαλακώσεις, μήπως και σε δεχτούν πίσω.

Όλοι καταφεύγουν σε προσανάμματα μίσους.
Κρίσης. Καταδίκης. Αποφυγής.
“Ένστολοι φυσιολογικοί” άνθρωποι εσείς,
δεν καταλάβατε ακόμα πως σας ανήκω;

Πως θα με κερδίσουν εκείνοι
Θα έπρεπε να αναγνωρίζω
Τούτη την αφίσα
Στην λεωφόρο όπου διαβαίνουν καθημερινά.

Τους χτυπά καταπρόσωπο,
Πως δεν είμαι άρρωστος στα “αθώα” μάτια της αντίληψης τους.
Τους κοιτά εκείνο το βλέμμα. Το δικό μου. Ερευνητικά.
Μες τα χρώματα του σήμερα, βαμμένο το ταμπλό.



Προσωπικά,
Ποτέ μου δεν πίστεψα στην όποια βοήθεια.
Από πουθενά.
Ούτε κι αν κάνω το χατίρι των γονιών.

Σε κάθε παλαβή νέα τους θεώρηση,
που ανήκω.
Ότι τους ανήκω.
Τώρα. Ακόμα. Σχεδόν στα τριάντα δύο.

Ακόμη δεν ωρίμασαν;
Επιλεκτικά ακούνε. “Ανεκτικά” προτείνουν.
Παρά φύση κατευθύνουν. Με το πρόσχημα
όποιας αρρώστιας, βιάζουν καταστάσεις.

Αν τηρούσαμε το: τίμα τους γονείς σου κατά πάντα,
Θα έπρεπε να πεθάνουν,
Προτού έχουμε το δικαίωμα στις αποφάσεις μας,
Ως νέοι ενήλικοι, στον σαθρό όμως πάγο της εποχής μας.

Μία ολόκληρη μέρα –με φως.
Να μην έβλεπα κανένα γυμνό στην τηλεόραση.
Αναρωτιέμαι που είναι η ζωή.
Μήπως στα κλαμπ, στα μπαρ; Στα σοκάκια

Τα σκοτεινά; Στ’ ανοιχτά ντεκολτέ;
Στα βαμμένα γηραιά γυναικεία πρόσωπα;
Στην κινούμενη άμμο της εξουσίας;
Στο αλάτι της ζωής,

που ορισμένοι ονομάζουν ως γκρίνια.
Ως ζήλια. Τα πάθη. Τα ανόητα αστεία.
Να παίζεις με τη ζωή του άλλου.
Η ζωή χρειάζεται σωστή διαχείριση.

Την απαιτεί.
Δεν χρηματίζεται.
Δεν κάνει εμετό όσο κι αν τη κλωτσήσεις.
Ανέχεται. Αντέχει. Υπομένει καρτερικά.

Ευτυχία: πως τίποτα δεν φαίνεται ως αξιοθέατο.
Δεν λύνεται διαφορετικά.
Αυτό φοβάστε. Που μιλώ.
Άνθρωποι, φοβάστε.

Την παρέα φοβισμένων ανθρώπων.
Άνθρωπος
που δεν φοβήθηκε ποτέ για κάτι,
μια περίοδο του βίου του,



δεν θεωρείται άνθρωπος.
Μήτε και ώριμος. Επειδή ακριβώς αυτή η μάχη
μέσα από πολλές πληγές, σου “γυαλίζει την πανοπλία”.
Ν’ αποφεύγεις εκείνους

που δεν φοβήθηκαν ποτέ, για τίποτε
-πόσο περήφανοι, αλαζόνες και λογικοί! που είναι.
Τα είχαν όλα έτοιμα, πάντα. Φαίνεται.
Που να εννοήσουν

Πως είναι, να τελείσαι άκληρος. Το μισό σου βίο.
Ο φόβος ενδέχεται να είναι, ο απαραίτητος σκόλοπας,
Κάποιου ατόμου. Όλοι βαστούν ένα σκόλοπα.
Έστω και οι ανέγγιχτοι από μοναξιά¢

* * *

Βρίσκομαι στο μάτι του τυφώνα
όπου ηρεμία επικρατεί.
Πράγματι, να βαστάς το μόλις γεννημένο σου τέκνο,
Σου αποκαλύπτεται το νόημα της ζωής.

Προσωπικά, δεν μου το είπαν οι γονείς.
Θα ‘πρεπε να νοείται και το αντίθετο.
Σαν αγαπητός φωτογράφος. Δείγμα ευημερίας
Πνευματικής.

Θυμάμαι μια βροχή, φυσική ανθρώπινη.
Ανάγκη για όνειρα και ταξίδια. Περιοδικά.
Ευτυχώς που αγαπώ τις γυναίκες.
Ακούω βήματα. Οπτικά ερεθίσματα. Μικροσκοπική ζωή.

Ανάγκη για μοναχικές ώρες και φιλτράρισμα.
Ψυχικό λουτρό. Καθάρισμα. Μακριά από
Ανθρώπους.
Οι φίλοι, συνέχεια, προσωπικής μας αποδοχής.

Τους συναντώ με ακατέργαστη φαντασία.
Βαπτίζοντας τους χρωματικά, από ήπειρο σε ήπειρο.
Εμφιαλώνοντας τοπικά αξιόμαχα χαρακτηριστικά,
Μήπως δεν χωρά σ’ εκείνα τα πρόσωπα.

Πότε θα πλησιάσουμε μαζί, σ’ ένα χώρο.
Αντικριστά, σα καθρέπτη.
Σε κοιτώ. Τι χρειάζεσαι;
Κοίταξε με. Τι χρειάζεσαι. Αγάπη.

Θα σ’ αγαπώ. Το καταλαβαίνεις;
Η κάθε σου κίνηση σημαίνει επαφή.
Οι άνθρωποι παλεύουν –ηρέμησε.
Ο χώρος τους δέχεται όλους. Δεν επιλέγει.

Όπως οι άνθρωποι.
Ο αέρας καλύπτει κάθε κενό. Προσφέρει ζωή.
Κοίταξε με. Τι θα δεις;
Σε επηρεάζει η ζωή.

Ξέρει να θεραπεύει η ζωή. Με περίπατο.
Γιατί όλοι ανακατεύονται;
Τι είμαι για σένα εκτός από κίνηση. Αγάπη.
Ψιθυρίζει η ζωή. Τούτο είναι ομορφιά.

Όχι η γύμνια της εποχής μας.
Ν’ ανακαλύπτεις αγνά, στο γάμο,
Την διαφορά, τούτο είναι ομορφιά.
Σιγά σιγά, εμπιστεύομαι τον εαυτό. Τον θέλω.

Οι γονείς φοβούνται την ανεξαρτητοποίηση σου.
Το αγαπούν μα δεν το αφήνουν.
Το συναντούν μα τα μάτια τους δε λάμπουν.
Δεν χαμογελούν. Κοιτούν. Όμως, γελούν;

Ελπίζω να με θυμάσαι. Σα φίλο.
Τι πιο πιθανό από αυτό.
Λέξεις επιλεγμένες. Λουλούδια σε βάζο.
Διάδρομοι στο χώρο –δεν ήταν ποτέ του, κακός.

Περιείχε κι εκείνος, κάτι.
Ο ένας, κατασκευάσματα, έργα ανθρώπων.
Πληγές, συμπεριφορές. Πόνο. Χαρά.
Ο άλλος, περιμετρική αντιμετώπιση.

Ο ένας, πόνο, φτώχεια. Διακρίσεις.
Ίσως κι αγάπη. Στοργή.
Ο άλλος.
Περπατάνε, μαζί. θεραπεύονται¢

Αν μπορούσα να πουλήσω, απλά, τον εαυτό μου
Προσεγγίζοντας σε, έχοντας με εσύ, προσελκύσει
Με το ιδιαίτερο σου βλέμμα και ηθική,
Ντύσιμο, σαν γνωστός σ’ εμένα φιλικός πίνακας

Με χρώμα φυσικό, αδιάλυτο από τη φθορά,
Ποια θα ήταν η επόμενη κίνηση.
Ένα ανεπαίσθητο άγγιγμα των χεριών,
Βυθισμένος στα θηλυκά, όλο φυσικότητα μάτια σου.

Ή μήπως μια ζεστή καλημέρα,
και μια κίνηση του σώματος, ενόσω
εκδηλώνεται η τάση
Πως σου πουλάω τον εαυτό μου, όπως στη φαντασία σου.



Ο μάλλινος σου σκούφος,
Η ζεστή σου “κάπα” στο χρώμα του εύφορου εδάφους
Του υγιούς, όλο υποσχέσεις, με καλούν,
Κοντά σου –τα χρώματα, το οικείο περιβάλλον.

Η διαφορά,
που χαράζεται με τα δικά σου χρώματα, στον ορίζοντα
Σαν ξύπνημα πρωινού έπειτα από κοινή ικανοποίηση.
Με φόντο, βουνά ή θάλασσα. Ουρανό και αγάπη.

Κάπου μακριά από ανθρώπινες γλώσσες
Φιδιών δυστυχισμένων.
Μεις οι άνθρωποι διανύουμε και καλές στιγμές.
Αρκεί να υποδεχόμαστε καθημερινά, ο ένας τον άλλο.

Όπως κάθε νέα χρονιά,
Όπως τη φτώχεια ή τους άστεγους;
Κείνους που βιάζουν να ωριμάσεις, αυτόματα
Σαν ρομπότ. Ποιος σας όρισε κηδεμόνες μου;!!

* *

Το θέμα είναι,
πως δεν μπορώ να αγκαλιάσω κάτι άψυχο.
Για τον Θεό ως Πνεύμα, δεν έχει νόημα.
Για μένα, ίσως και να είναι το νόημα της ζωής.

Τι ψάχνουν οι γυναίκες στον άντρα. Ζεστασιά.
Ένα δεύτερο κεφάλαιο τρυφερότητας –σταθερότητας.
Μια σωστή ραφή, συνεχόμενη, με σπάνιες διακυμάνσεις.
Να γεμίσει κάποιος, την άδεια τσέπη των γονιών

από συναισθήματα και υποστήριξη.
Ορισμένοι γεμίζουν τον χώρο ή τον αδειάζουν, καθημερινά.
Άλλοι προσθέτουν τη χαρά της ανεξαρτησίας.
Κι ορισμένοι κοιτούν, μα δεν αγγίζουν–αγγίζονται.

Τι μας κάνει να γελούμε είναι
Το κουκούλι της νιότης. Ευτυχώς,
που διαφέρουμε –τελικά.
Τούτο είναι ομορφιά.

Πίσω από κλειστές πόρτες,
τους ανθρώπους ζωγραφίζω.
Στην πόλη περπατώ –ξανά με το νου.
Πυκνογραμμένες σελίδες οι ιστορίες τους.

Κάποιος γέρνει το πρόσωπο του, κολλημένο στο τζάμι.
Στέλνει το βλέμμα του στις γνωστές γωνίες.
Νομίζει πως ακούει μουσική.
Σκαλίζει το τραπέζι με το νύχι του.

Πόσες γωνίες σχηματίζει τούτο το πρόσωπο.
Χαμογελά αυθόρμητα από συγκίνηση.
Μουρμουρίζει, επαναλαμβάνει μία μελωδία
Σαν πρόσφυγας κείνου του τόπου κάθε μιας νότας.

Άνθρωποι βαδίζουν σε ίδιους δρόμους.
Γειτονιά και οικογένειες. Περιοχή και μεγαλώματα.
Τόποι μακρινοί –μας καλούν.
Σα να σπάει κάτι θεατρικό. Ο δικός μου ρόλος ποιος είναι;

Όσοι φοβούνται να ζήσουν, όχι,
δεν φοβούνται να πεθάνουν. Δεν τους προσέφερε
Τίποτα, η κοινωνία. Γειτονιές, περιοχές, μακρινά χωριά
και τοπία που αφήνουν ασυγκίνητες, μεγάλες μάζες.

Μισεί τη χοντρή φωνή στις γυναίκες.
Ενόσω κυκλοφορούν με υφάσματα-εσώρουχα.
Πόσο ντροπιάζονται.
Γυμνές ψυχές, βρώμικες σ’ εναλλαγή αόριστα, συντρόφων.

Οι φιλίες είναι η αγάπη μας.
Το περίσσευμα της επιείκειας μας¢
Κάποτε λήγουν τα παράπονα.
Αυτό σημαίνει, συνεχίζω τη ζωή μου.

*

Έπειτα σε συνάντησα στη στάση του λεωφορείου.
Μύριζε άσχημα το άρωμα σου. Βαμμένη και
Ντυμένη στην επιδεξιότητα της σημερινής μόδας.
Μέσα, έστεκες πολύ κοντά στην έξοδο, όπως κι ο ίδιος.
Κι όμως ένοιωσα αγάπη μέσα μου –ήσυχα ταπεινά όπως έστεκες.


Γεράσιμος Μηνάς 2004

0 Comments:

Post a Comment

<< Home