Το Blog της αγάπης

Αγάπη για ποίηση και για άξια αξιοπρέπεια στις γυναίκες

Tuesday, January 08, 2008

Ηνωμένα Έθνη

Όλα αυτά τα κουτιά, εκεί έξω,

όπου οι άνθρωποι δουλεύουν.
Πιστεύουν ότι παράγουν κάτι,
Απλά αναπαραγάγουν
την καταναλωτική ισχύ

Μ’ εκείνη τη σπάνια αίσθηση:
Να βρίσκεις κάτι, πραγματικά καλό,
Και να το δένεις, πάνω σου, ανθρώπινα,
Με αόρατες, ισχυρές, κλωστές

Μες σ’ αυτό το ατελείωτο, πηγαινέλα.

Με λίγες, ξεχωριστές, στιγμές,
Ανθρώπινες συναντήσεις.

Επειδή οι άνθρωποι, με αλήθειες,
Είναι τόσο σπάνιοι, πια
Που, μια, καλημέρα τους, αυθόρμητη,
Σα προσφορά –όχι εξεζητημένη-
Προκαλεί ειρωνεία
και μιζέρια,
Στα πρόσωπα των υπολοίπων,

Τετράγωνοι, όπως είναι,
όλο γωνίες,
που κόβουν.

Πως έγιναν έτσι, οι άνθρωποι

Στρεβλοί και διπρόσωποι.
Ευαίσθητοι και γκρινιάρηδες.
Με καλό, υποκριτικό, φέρσιμο,
Και πίσω από την πλάτη μου,
Ζήλια και φθόνος.

Επειδή αφιερώνομαι.

Είναι δυνατόν να είναι,
τόσο δυστυχισμένοι, παράλληλα, υποκριτές.
Στερεοί,
σαν διαφημιστικά,
προεκλογικού αγώνα.

ΕΙΝΑΙ.

Όλο, χρήματα, χρειάζονται.
Έκτακτα έξοδα.
Μηχανικές κινήσεις, στα κουτιά.
Μποτιλιάρισμα.

Η ανάγκη να απομονωθεί
από όλα αυτά
Κι έπειτα,
Να γίνουν, δύο,
Εκείνοι, που μαζί,
Θα απομονωθούν.

Για να ΄χουμε αναμνήσεις
Να βλέπουμε τον ήλιο στη θάλασσα,
Εκεί,
Οι ίδιοι,

Κι όχι σε κάποια ταινία,
Όπου τα μέρη κι οι ώρες,
Μπερδεύονται, χωρίς λόγο.

Εκείνες οι μαγικές στιγμές
Της όψης, ενός
Ή ομάδας, ανθρώπων.
Με τα συναισθήματα,
Πέτρες, διάδρομος,
στην επιφάνεια,
Ενός συνεχόμενου, σε κίνηση, διαρκώς,

Ποταμού.

Όπου, μόνο, η χροιά της φωνής,
Δεν είναι ικανή, να κρύψει
Τι,
Μας συμβαίνει.

Η φωνή στο τηλέφωνο, χωρίς εικόνα
Ξεδιαλύνοντας την ομίχλη
Μιας συμπεριφοράς,
Η οποία δήλωνε
Ισχυρό κάστρο,
Με αόρατους –μα σίγουρους-
Φύλακες.

Όλο τσακωνόμαστε.
Με το παραμικρό.
Λόγω ζήλιας.
Από γογγυσμό.
Λόγω έλλειψης φωτός,

Ή επειδή έχουμε, λίγοι;
Καθαρό;
βλέμμα.

Δίχως τη γύμνια, ακόμα,
Πλήρως,
στην πρωινή και περαιτέρω,
ως και απογευματινή,
Ζώνη,
στο χαζοκούτι.

Μεγαλώνοντας τα παιδιά,
Όχι πια,
Με το πρόσωπο του πατέρα,
Ή της κουρασμένης μάνας,

Μα με έναν παθητικό δέκτη.

Όλοι κουρασμένοι. Όλοι αντιδραστικοί,
Με άγριο φέρσιμο.
Με ξεχασμένες τις ανάγκες
του φυλλοβόλου δάσους,
των συναισθημάτων.

Σαν βροχή, καλοκαίρι,
που δεν περιμένεις,

-

Αν μου δώσεις έναν μπέμπη,
Να πάρω, αγκαλιά,
Μην ξαφνιαστείς, αν με δεις
Να κλαίω.

Είναι αυτά, τα μάτια της, κυρίως,
Που δεν συναντώ.
Οι ξέπνοες στιγμές που ξεχνιούνται,
ήδη. (όπως ετούτο το –ή- που μοιάζει, μικρό
Σα να πιάνει το χέρι ενός μεγαλύτερου –δ-
Σα να ‘ναι το –δ- στη μέση, κρατώντας
Ένα μικρότερο, επίσης, παιδί, -η-).

Το μόνο που δε περιμένεις,
Να μη δεις,
Είναι:
Έναν άντρα, να κοιτάει μια γυναίκα.
Μια γυναίκα, συνεσταλμένη,
Να περιμένεις, κάτι,
Από εκείνον.

Τι ωραίος που είναι ο κόσμος,
εκεί έξω, αγάπη μου.
Τι αίσθηση, τι έμπνευση,
Ακατάπαυστη.

Οι δρόμοι, τα σχήματα, τα φώτα.
Οι χαραγμένες διαδρομές.
Να ζούμε. Να υπάρχουμε.

Να παίρνουμε μαζί μας, στην παραλία
ένα μπλοκάκι,

Με σκοπό να γράψουμε,
ένα ποίημα,

μα βγαίνουν τόσο δύσκολα, οι λέξεις,
οι έννοιες,
που τις έσπρωχναν, άλλοτε,
η μουσική,
και η πίστη.

Τόνωναν, την έμπνευση,
οι παράδοξες συμβουλές,
των βολεμένων –ήδη-
παραλαγμένων.

Συμβιβασμένοι
Ότι κακοπάθησαν,
Γιατί όχι κι εσύ.

Παρομοίως όπως και κάθε φέτος,
Ο εγκαταλελειμμένος σκύλος.
Στο μπαλκόνι,
Έχοντας φύγει, για διακοπές,
Οι ευσπλαχνικοί..
-τις υπόλοιπες ημέρες του χρόνου-
Άνθρωποι…

Για τι
Γιατί
Να γράψεις.
Τόσος πόνος.
Με κούρασε ο πόνος, στο χαρτί

Να αναφέρω τις αυλακώσεις
στο ατσάλι της κοινωνίας
Που θα ‘πρεπε να ενδιαφέρεται,
πιότερο κι απ’ την σωτηρία της ψυχής,
Γι’ αυτά τα παιδιά
που δημιουργούν συμμορίες,
Κλέβοντας,
πράγματα, λεφτά,
Την ανατομία, άλλων παιδιών.

Ξυλοκοπούν, μεθούν,
Παραλογίζονται.

Σαν αδέσποτα.

-

Είμαι όπως το αδέσποτο στο δρόμο,
με το λουρί του ιδιοκτήτη του,
ακόμη,
Φορεμένο.

Στρέψου σ’ αυτά τα μάτια,
Μήπως δεις τον εαυτό σου.

Επειδή τα δικά μου,
Περνούν κάτω απ’ το μπαλκόνι,
όπου ακούγονται λυγμοί, σκύλου,
-έπειτα σιωπή
Σα θάνατος

Θάνατος παντού.
Λίγο πιο πέρα, στην παραλία
όπου κάθομαι:

οι φωνές της επτάχρονης
Που σφαγιάστηκαν οι γονείς της
από πολεμόχαρους Ισραηλινούς στρατιώτες,
που αυτές τις μέρες, σφάζουν,
Για το “κρέας” του,
Τον Παλαιστινιακό λαό.

Ούρλιαζε η μικρή
Τι πόνος. Τι δύναμη στα μικροσκοπικά
Πνευμόνια

(η συγκίνηση μου φανερή
θα δακρύσω)

Όλα αυτά που δεχόμαστε
κι όλα αυτά
που αφήνουμε
να υπάρχουν.

Η σαρανταποδαρούσα στον φωταγωγό.

Το παιδί που πήγε για αφαίρεση
Σκωληκοειδίτιδας,
Και οι γιατροί, όλο, το έδιωχναν.

Σύντομα,
Θάνατος.

Πόνος ο βίος.

Η ζωή η ίδια.

Η ζωή είναι όπως ο αφρός
Στο φαγητό,
όταν είναι έτοιμο.

Οι απογοητεύσεις μου
Και τα μη
Που θέτω ο ίδιος, στον εαυτό μου.

Τα χαμένα χρόνια,
Που δεν μπορείς να κάνεις, τίποτε
γι’ αυτό
Και δεν έχεις και κανένα δικαίωμα,
Ούτως ή άλλως.

Αυτοί
που μου κατέστρεψαν την ζωή,
και μεθόδευσαν, περαιτέρω,
Να εδραιώσουν,
Τούτη την πανωλεθρία.

Η βοήθεια του Θεού
που προσωποληπτεί

και ποτέ,
δεν έρχεται.

(Κάποιος πρέπει να του τα πει,
μήπως και εννοήσει τα δικά του, λάθη,
όταν Έφτιαχνε, δίχως κόπο,
το σύμπαν.
Όλα εκείνα που στράφηκαν, εναντίον Του).

Πως περιμένεις, λοιπόν,
Να σου φτιάξω έναν κόσμο,
όπου όλα -ασιόδοξα…-
Είναι εντάξει.

Ποιος θυμάται τον τόπο του;

Τον τόπο του εαυτού του.

Τα ελαττώματα μας
είναι: τα ίχνη φαγητού
που ξεραίνονται στο πιάτο μας
(αν δεν τους ρίξουμε, νωρίς, καυτό νερό,
Να καθαρίζουν, εύκολα, κατόπιν).

Είναι τα παχιά γράμματα,
Στις αφίσες των κινηματογράφων.
Το γλυκό μαρτύριο
Της ανταπόδοσης.

-σε διαρκή βάση.
Χωρίς αναπαμό.

Είναι η ζήλια των συναδέλφων,
Που δεν είχε χρόνο
Ν’ ασχοληθεί, σοβαρά, περαιτέρω,
Με το τάλαντο του.

-

Παρ’ όλα αυτά,
Ακούγοντας το λυγμό, κείνου,
του σκύλου,
Ακόμη,

Παρ’ όλ’ αυτά,
Παρόλη τη μιζέρια,
Και την απογοήτευση
(επειδή ο καθένας έχει τα βιώματα του,
Και μη μου λες,
άλλες,
αισιόδοξες,
ΑΗΔΙΕΣ).

Παρ’ όλα αυτά,
Ο ποιητής,
Οφείλει,
Να χρίζει τον εαυτό του,
Σε ονειρικό περιβάλλον,

Π.χ. πως κάθε καλοκαίρι,
Χάνεται, στο εξοχικό,
Πλάι στη θάλασσα.

Όπου κάθε πρωί,
Βρέχει τα πόδια του.
Αν του αρέσει, δε, η θάλασσα, αρκετά,

Νοικιάζει μια βάρκα,
Ψάχνοντας για απάτητες παραλίες.

Επομένως,
τον χάνεις από τα γνωστά του,
Πίσω στην πόλη,
στέκια.

Επειδή, ετούτο, έχει ανάγκη,
Το κοινό:
Την μαγεία μιας ζωής
που εκείνος που γράφει,
Μοιράζεται. Κάτι ελκυστικό.

Όπως η “βροχή” από σπόρους πικραλίδων
Εκείνη η όμορφη “σκόνη” από σπόρους
σε σχηματισμούς, στον αέρα,

Που μια ημέρα, συναντούν,
Τα βήματα μας.

Παρομοίως, συγκεκριμένες ημέρες,
Στην γειτονιά,
Η λαϊκή.
Με τον κάθε πάγκο
Του κάθε πωλητή,
στο πόστο του
Πάνω στην οδό.
Τη συγκεκριμένη που γνωρίζεις,
Στρίβοντας,
Πως θα τους συναντήσεις.

Θα πεις, καλημέρα.
Θα σε γνωρίσει.
Θα σε καλωσορίσει, με ευγένεια.
Όχι σαν μερικούς,
που επειδή, αγοράζεις, αγγούρια,
Γαμώ τη μάνα που τους γέννησε,
Σε βρίζουν σε σπόντες, διάφορες.
Τους συγχωρώ
-τώρα που θέλω-

θ’ απομακρυνθείς.

Θα πας να ψάξεις, καλοκαίρι,
Για δουλειά.
Θα επιστρέψεις,
Απογοητευμένος.

Θ’ ακούσεις στο λεωφορείο μια συζήτηση
Για την τάδε κόρη, μιας,
Που δεν φτάνει στο τέλμα
Ως προς την αναζήτηση, εργασίας.
Αυτές οι καίριες συμπτώσεις – συζητήσεις,
Που σχηματίζει ο “αέρας”
Προκειμένου να σε παρηγορήσει
Ή να σου δοθεί λίγη ακόμη, δύναμη.

Λόγια της παρηγοριάς, άδεια,
Παχιά επομένως.

Απορώντας,
Γιατί να πρέπει, μια ζωή,
Ν’ απολογείσαι
Στους άλλους,
-που δεν καταλαβαίνουν.

Θα πλησιάσει Σαββατοκύριακο.
Θα έχει ένα όμορφο αεράκι, δροσερό,

Πάλι μόνος σου, θα είσαι.

Σκέφτεσαι: δεν θα πεθάνω ακόμη,
Επειδή, ακόμη,
Δεν έχω κάνει,
Έρωτα.

Είναι εδώ, το διήμερο,
Ξανά συναντάται.

Σίγουρα,
Δεν μπορεί,
Να είναι ευχαριστημένος, κανείς,
Βλέποντας, κλειστά,
Καλοκαίρι,

Τα εξωτερικά παραθυρόφυλλα,
Του γείτονα,
Μ’ εσένα,
Μέσα,

Κι εκείνους,
Στην θάλασσα.

Μ’ ενωμένες παλάμες –ζευγάρια-
Στα στενοσόκακα,
Στα νησιά. Πολύ μακριά από εδώ.

Διαβαίνοντας.
Μυρίζοντας τα παραδοσιακά γλυκίσματα.
Ξεχνώντας το πριν,
Που τα μικρά, αναμνηστικά
-σα μικρά γράμματα, λέξης-
Ρουφούν, σαν σφουγγάρι,
Μέσα τους.

-

Πως μου ζητάς, λοιπόν,
Να καταφύγω σε μια παραλία’
Για τι, και με ποιο, σθένος,
Να γράψω, κάτι,
Εκεί.

Σάμπως τα μάτια μου, να φθάσουν;
Εκείνα τα μάτια, στο νησί
που σφίγγει από νιάτα και δροσιά.
Από όνειρα.

Από πίστη.

Ενώ, γύρω μας,
Γνωρίζουμε,
Για συγγενείς,
που έχουν πέσει σε κατάθλιψη,
Λόγω οικονομικών προβλημάτων.

Πώς να χαρείς,
Μ’ ετούτη τη γνώση

Τη γνώση ενός θανάτου,
Σε γειτονικό σπίτι.

Ποια δύναμη, με έκανε,
Να μη δυναμώνω το ράδιο,
Σε ώρες, μη κοινής ησυχίας.

Ως τελευταίο δείγμα, σεβασμού,
Ή έστω, ανθρωπιάς
-επειδή είμαστε και από αυτό.

Πάλι θα αναζητήσω, κάπου,
Τους ανθρώπους.

Ξεφεύγοντας απ’ το κλουβί.

Όπως εκείνο το παπαγαλάκι,
Η Σεϊλά, στο κλουβί, στο χωριό,
Σε κάποιο νησί.

Κι εσύ,
Να “πιάνεις” τους ανθρώπους
Σαν παιχνίδι

Παιχνίδι, δύναμης,
στην χούφτα σου.
Με ανοιχτό το πορτάκι, στο κλουβί:
Ένα ξαφνικό τίναγμα,
Πετά ο φυλακισμένος.

Επειδή υφίσταται,
Και πίσω από σίδερα,
Σε φυλασσόμενα, κτίρια
Όπου ποτέ, δεν πήγες,
όπως οι Χριστιανοί,
Για μια επίσκεψη.

Άλλη μια μέρα.
Συνεχόμενη απογοήτευση.

Η οσμή του ιδρώτα.
Ο λυγμός,
Έξω απ’ το κλειστό, πλέον,
Τζάμι.

*

Ο λυγμός ενός Έθνους.
Ο καθένας μας, ένα Έθνος, που πονά.

-

Καταβάλλω, ιδιαίτερες προσπάθειες,
Να με ξαναπιάσει, κατάθλιψη,

Όπως οι περιφραγμένες –παντού- παραλίες,
Ώστε να απαιτούνται, χρήματα,
Σε ότι κι αν κάνεις. (ή είσαι)

Ζώντας σε μια κοινωνία,
όπου ατάλαντα και άχρηστα, όντα,
Κλέβουν την πνευματική διεργασία,
του κόπου, του άλλου,

Επειδή, πλέον, τίποτα
Δεν είναι σίγουρο.

Αυτά που βλέπεις
που ακούς
που ..δεν,
Φαντάζεσαι.

Ο λυγμός του σκύλου, στο μπαλκόνι,
11 το πρωί,
Σαββάτου,
Ενόσω οι ξύπνιοι,
Βρίσκονται στην θάλασσα,
Ξαναβουτώντας γι’ άλλη μια φορά.

Ναι. Είμαι ζηλιάρης.
Το λέω.
(Γράφω για μένα, όπως είμαι,
Όχι όπως θέλουν οι άλλοι,
Να σε βλέπουν, ως ποιητή..).

Το λέω. Το αποκαλύπτω.
Όχι σαν κάτι τέλειες.. –στον χαρακτήρα-
Γυναίκες.

Που θα μείνουν,
Γεροντοκόρες

Με την υποκρισία τους.

Μέλη αυτού του Έθνους,
Δυστυχώς, όχι μειονότητα
-παρομοίως η πιπίλα της μειονότητας,
των Ελλήνων!! Μουσουλμάνων,
στην Θράκη.

(Μήπως θέλουν: καμιά ομάδα,
Βουδιστών,
Να κηρύξουν Κράτος, μες το Κράτος,
Κανέναν λόφο;

Να τους τον δώσουμε,
Βρε αδελφέ,
Να μας αφήσουν ήσυχους!).

Όπως αδιανόητο, είναι,
Να σκέφτεσαι, έναν συγγενή σου
-συνομήλικο-
Και να λες:
Μα είναι δυνατόν, εσύ,
Να μην έχεις, παρέα;

Ξέρω, ξέρω.

Εγώ δεν σου κάνω.
Για τον λόγο,
Ότι ακόμη, δεν έχω κάνει, σέξ.
Τι να συζητήσεις μαζί μου.

Αναρωτιέμαι:
Αν συγκρίναμε τα βλέμματα μας,
Ποιανού θα ήταν, εκατονταπλάσια,
Πιο πονηρό.

Το δικό τους, εννοείται.

-

Κάποιοι, θεωρούν θλιβερό,
Αν όχι κατάντια,
Ν’ αναλύει, κάποιος,
Σε κάποια ..ποιήματα,
Τα προσωπικά του δράματα.

Ώ, θλιβερά ανθρωπάκια,
Των γενετικών σας οργάνων,
Διαβίωση,

Ποιος σας μίλησε,
Εσάς;

Ώ, θλιβερέ, ποιητή,
Που χρησιμοποιείς, λέξεις, άγνωστες μου,
απ’ το παχύ, εκείνο, βιβλίο,

Νομίζεις ότι είσαι ποιητής;

Ενώ δεν αναφέρεις, τίποτα, και ποτέ,
Ένα σου προσωπικό, γνώρισμα.
Τι έπαθες. Πόσα πέρασες,
Πότε πόνεσες.
Δεν θυμώνεις, εσύ;
Δεν θλίβεσαι; Ειλικρινά,
Να πηγάζει από μέσα σου.

Αν ζυγίζαμε, δε,
Το ποιητικό σου, ειλικρινές, βάρος,

Θα βυθιζόσουν,
Αύτανδρος.
Όπως η τροφή,
Μες το στομάχι σου.
(Που ήταν; Που πήγε; Υπάρχει;
Χαμογελώ).

Τα ζώα,
Περιμένουν από τον άνθρωπο, να τα θρέψει,
Μα η δική σου συμβολή,
Είναι ένα πνιγμένο, ανθρώπινο, σώμα
Που επιπλέει.
Δεν μυρίζουν βασιλικό, τα χέρια σου.

Γρήγορα,
Θα καθαρίσω τον νου μου.

Κάποια χαρά,
Μου δίνει ένα γλυπτό από χιόνι, ή στην άμμο.
Ένα καρτούν σε στολή,
Στον πεζόδρομο.
Η προσωπική ηρεμία.
Η ανεξάρτητη διαφοροποίηση,
του παιδιού σου.

δυστυχώς,
δεν επιστρέφει η κατάθλιψη.

Είναι γερό δέντρο,
Αυτή.

(Αναρωτιέμαι, πως, ζουν,
οι άνθρωποι,
Δίχως λίγο πράσινο, ένα δέντρο,
Έξω από την πόρτα τους).

Όταν κόβεις ένα δέντρο,
Κόβεις μαζί,
και το φως.
Όλων όσων γεννήθηκαν,
Μαζί με τούτο το μεγάλωμα, της φύσης.
Τον ξύλινο κορμό,

Που λυπάσαι,
Όταν ψηλότερα, στα κλαδιά,
Δεν διακρίνεις, φύλλα.

Αναρωτιέμαι: Ως πότε, η φύση,
Θα λειτουργεί, σωστά.

Αυτό, που σίγουρα,
Δεν λειτουργεί,
Είναι τα Ηνωμένα Έθνη.

Αφού τα μικρότερα, ψάρια,
Πάντοτε,
Θ’ ακολουθούν,
Θα καθαρίζουν –κολακεύουν,
την πλάτη, ενός κύτους,
Ή εκεί, απ’ όπου,
Αναπνέει.

Μήπως και προστατευτούν,
Μ’ ετούτη την εξυπηρέτηση.

Αναρωτιέμαι: Πως, ζουν,
Ακόμη,
οι χαμηλοσυνταξιούχοι.
Για να συναντώ, ανθρώπους,
Χωμένους στους κάδους των σκουπιδιών.

Γιατί να ζούμε, τόσο λίγο.

Γιατί να ακούς, μόνο,
Τι σου λέει ο άλλος.

Γιατί αυτό, το άθεο Κράτος,
Το αντιχριστιανικό, το βολεμένο,
Να του επιτρέπεται,
Να βασανίζει τους πολίτες.

Παραχωρώντας γη και ύδωρ,
Στους μετανάστες,
που θέλουν να φτιάξουν μια επιχείρηση,

Κι ύστερα, μου λες:
Γιατί δεν επιβιώνει ειρήνη, στον κόσμο.
Ενόσω παρατηρούνται, παρόμοιες διακρίσεις,
Εναντίον των γνήσιων κατοίκων
Μιας χώρας.

Οι οποίοι,
Είναι αυτό που τους έκαναν.

Δεν φταίνε οι ίδιοι,
Που αγνοούν το συμφέρον τους
-που κανείς δεν τους παρακινεί,
Που και πως, να ψάξουν,
Για την εργασιακή ευκαιρία, της ζωής τους.

Αγνοούν, ο κόσμος, όντως, το συμφέρον του,
Πως ετούτο το Έθνος,
κατέχει ιστορία.
Και γιατί οι νέοι,
Δεν θυμούνται ΤΙΠΟΤΑ.

Αναρωτιέμαι, φορές,
Αν θυμόμαστε,
Ότι υπάρχει Εθνικός κήπος, στην πόλη.

Ή ένα άλσος
Κοντινά, σε εμάς,
στην ευρύτερη, περιοχή.

συλλογίζομαι:
Τι εξυπηρετούν τα λόγια,
Οι σκέψεις.
Τα συν ή το μετά.

Η ζωή είναι μια ασπρόμαυρη φωτογραφία
Που μου λες,
Εγώ θα σας βάλω,
Χρώματα.
Δικά μου.

(κράτησε τα για σένα, καλύτερα).

-

Ύστερα,
θα με αναζητήσω, ξανά,

όπως το πέρασμα,
απ’ το βουβό, ασπρόμαυρο, σινεμά

Στα έγχρωμα, φωτεινά, καρέ,
Που ο ήλιος τα φωτίζει, αυτούσια.
Αναδεικνύοντας τα.

Θα θυμηθώ τα δικά μου λόγια,
Το δάχτυλο που έδειχνε
Με άλλα, τρία, δάχτυλα,
Στραμμένα σε εμένα.


Θα θυμηθώ,

Πως στις μοναχικές του, στιγμές,
Κανείς,

Αναζητά μια συντροφιά.

Μα ακόμα κι εκεί,
Απαιτούνται,
χρήματα.
Η μετακίνηση, η έξοδος,
Τα θέλω του καθενός
Οι μυρουδιές στον αέρα.
Ο καυτός ήλιος, ψηλά.
Η ποικιλία στην πόλη,
Που καταντά μονότονη.

Όλοι θέλουν μια θέση, κάπου.
Κάτι, απόλυτα,
Φυσιολογικό.

Που να πας, όμως,
Τι να ξεχωρίσεις.

Άραγε,
Έχουμε ενδιαφέροντα;

Είμαστε αφιερωμένοι σε κάτι;

Είμαστε οι δουλειές μας.
Η καθημερινή τροφή
Ο ύπνος κι ο έρωτας.
Ο προσωπικός χρόνος που αφιερώνουμε.

Η μοναξιά και η ασυδοσία.
Οι στάλες των ονείρων
που εξατμίζονται.

Που χρόνος, λοιπόν,
Που, χρήματα,

Να ταξιδεύεις, σε άλλους τόπους,
Σε νησιά.
Να μαθαίνεις, ξένες, ιδιοσυγκρασίες,
Από πρώτο χέρι,

Ώστε να αρνηθείς,
Να σηκώσεις το όπλο,
Όταν τα συνδικάτα των πολέμων,
Σου πουν: έλα,
Μαζί μας.

Λες κι εσύ,
Θα έχεις μερίδιο από την πίτα’

Ο κόσμος, μάτια μου,
Δεν ενδιαφέρεται, για τέτοια.
Ούτε αν κάπου, ανά τον κόσμο,
Πεθαίνουν σαν τις μύγες, από πείνα
Ή πόλεμο,

Άνθρωποι.

Εμείς, εδώ,
Στο χουντικό Κράτος,
που διέπουμε,

Είμαστε, ο καθένας μας,
Βυθισμένοι,
Στα προσωπικά του.

Και τι με νοιάζει, εμένα,
Που έχεις πένθος.
Και τι με νοιάζει εμένα,
Που δίπλα, τσακώνονται.
Που ο άλλος, δεν έχει,
Δουλειά.
Ή που θέλει λίγη, ησυχία,
το απόγευμα
Επιστρέφοντας από την δουλειά.

Τι με νοιάζει για τα γυμνά εξώφυλλα,
Για τον κόπο του χτίστη,
Για τις κατοικίες,
Χωρίς κλιματιστικό.

Τι με νοιάζει
Που είσαι κι εσύ, άνθρωπος,
Με συναισθήματα και κρίση.
Με θέλω, μη, θα, και,
Τέλος πάντων.

Αποτελεί πολυτέλεια, σήμερα,
Να πεις:
«Δεν υπάρχει άνθρωπος,
που να μην τον αγαπώ».

Επειδή,
Έτσι σκέφτονται οι ισορροπημένοι,
Που γνωρίζουν,
Πως κι οι ίδιοι, θα πεθάνουν
Πριν τα εκατό.

Όλο ζητάμε τη χαρά,
Να μας τη δίνει,
Κάποιος άλλος.

* *

Πολύ καυτή, η ζέστη,
Σήμερα.

Απορώ, πως, αντέχει,
Εκείνος ο σκύλος, στο μπαλκόνι,
Σήμερα, 17 του Ιούνη.

Κοροϊδεύω τους γύρω μου,
με τα μαυρισμένα μου μπράτσα,

δήθεν πως είναι από ηλιοθεραπεία,
στην θάλασσα.
Μη μάθουν
Πως δεν πάω στην παραλία, και σκεφτούν:
«Αυτός, έχει, πρόβλημα».

Όχι, όχι. Μη με πιστεύετε.

Από κοντομάνικα,
προέρχεται το μαύρισμα.

Παρομοίως, όπως σκέφτομαι:
Δεν μου αρέσει το κρέας,
Μα τρελαίνομαι με την μυρουδιά
Από τις κινητές ψησταριές,
Στις λαϊκές,

Σε σημείο που να σου σπάει τη μύτη.

Μα δεν τρώω κρέας,
-ως γνωστόν-
Για να μην τρελαθώ
από τις ορμόνες και τα χημικά,
που ταΐζουν
Τα άμοιρα ζώα.

(Ξέχασα.
Δεν έχουν κεφάλι, όσο τα τρέφουν.
Απλά, επιβιώνουν.
Ή δεν βλέπετε, τηλεόραση,
Εσείς;).

Ή δεν μπορείτε να ξεχωρίσετε
Τις διακρίσεις, του τύπου:
«Δεν σου γνωρίζω τις ανιψιές μου,
παρόλο που είναι σπάνιο, είδος,
ειλικρινών και συναισθηματικών, γυναικών,

Για τον λόγο:
Επειδή είσαι εργάτης,
Κι όχι της γαλλικής
Του πανεπιστημίου, δηλαδή!
Όπως οι ανιψιές μου».

Φαίνεται,
θα είναι ανίκανες κι αυτές,
Να συζητούν με τον άλλο.
Για τ’ ανθρώπινα,
Τα φτιαχτά. Τα έτοιμα, ήδη.
Τα αιώνια. Τα επίκαιρα.

Τελικά,
Ομορφιά αναβιώνει
Μόνο
Η φύση.

Όπως η γοητεία της φωτογραφίας,
ή της λήψης:
ένα αλογάκι της θάλασσας.

Μάλλον χρειάζεται,
να είναι η γυναίκα, σε ηλικία,
κάπου εκεί, κοντά, στα πενήντα,
Ώστε να σεβαστείς το γυναικείο φύλο.
Έτσι όπως κατάντησαν οι συνομήλικες μου,

Να κοροϊδεύουν, φανερά,
αυτό,
Που μελαγχολούν, κρυφά,
Μες το δωμάτιο τους.

Ενώ, κανείς,
δεν ξέρει,
ότι υπάρχουν.

Είναι όπως τα φώτα, στους στύλους,
Που ενώ έχει ξημερώσει,
Τα παρατηρείς, ακόμη,
Αναμμένα.

Για τόση σπατάλη, μιλάμε.

Να έχεις κάτι καλό,
και να σπαταλιέται,
όταν και όπου,
Δεν πρέπει.

Σα να μου λες: είναι δυνατόν,
Να συγχωρέσεις, ο ίδιος,
Τον εαυτό σου.

Μήπως και δεις, καλό, στο βίο σου.

Τι ζωή, είναι αυτή,
αλήθεια.

Να ακούς από ανθρώπους,
Που είναι γνήσιοι και καλοί,
Να τους ακούς να παραπονούνται,
Γιατί τρέχουμε. Γιατί μεταχειριζόμαστε, τόσα.

*

Επιστρέφοντας

με περίμενε ένα χλιαρό ντους,
κι ο μεσημεριανός, απαλός, ύπνος.

Τ’ απογευματάκι,
Κατηφόρισα ως το πάρκο,
Απέναντι,
από το κτίριο
των Ηνωμένων Εθνών.

Ρίχνω μια ματιά, ένα γύρω.
Στα παγκάκια

που δεν έχουν αριθμούς,
Ή καρτελάκια με διαφορετικές σημαίες,
πάνω τους.

Ο κόσμος εδώ, είναι απλός.
Βολτάρουν, σπάνιες, όμορφες, δεμένες,
οικογένειες.
-όπου εκτιμούν το μικρό –ο- που δηλώνει
Ταπεινότητα και ενότητα.

Σέρνουν το καροτσάκι, με μια ζωή, μέσα του,
Απλά, δίχως πίεση ή δοκιμασίες, άχρηστες,
Όπως ορισμένες..
Αντιπαραθέσεις.

Κοιτώ άθελα μου,
Εκείνο το μεγάλο κτίριο,
Με τα ψηλά κοντάρια, εμπρός,
Που κυματίζουν, ολοένα,
Νέες σημαίες.

Ομοιάζει με ξενοδοχείο,
Παρά με ωφέλιμης λειτουργίας, κτίριο,
Σε κοινωνικό επίπεδο.

Και ποιοι είναι άραγε, αυτοί,
Που βρίσκονται, εκεί μέσα,

Και τι στ’ αλήθεια,
Εξυπηρετεί,
Αυτή τους η στάση.

Παρά μια κενότητα,
Μια σύμπνοια
Με τη μεγάλη μάχαιρα,

Που κόβει και τεμαχίζει,
κατά το δοκούν,
Κράτη και πολιτισμούς.

Για δες εδώ έξω,
πόσο ωραία,
Είναι.

Όπου ο ανθρώπινος νους,
αναλύει, μόνο,
Το φως,
Το φόντο,
Τ’ ανθρώπινα χαρακτηριστικά,
που πηγαινοέρχονται

Ηλικίες και εθνικότητες,
δίχως πορεία προτεραιότητας.
Δίχως γιατί ή επιπόλαιες εξουσίες.

Δεν μου προξενεί περιέργεια,
Εκείνο το κτίριο,

Που πριν 50 χρόνια,
Ξεκίνησε την λειτουργία του.

Αφού ούτως ή άλλως, πλέον,
Μόνο διακοσμεί το χώρο.

Χαμένα τετραγωνικά.

Μια 11 Σεπτέμβρη,
Δίχως θύματα ή χαλάσματα.

Αναρωτιέμαι,
Όταν ρωτήσω το θυρωρό,
Αν του αρέσει η δουλειά του,
Και πως αντιμετωπίζει την παρουσία του,
Στον χώρο, εκεί,
Τι,
Θα μου απαντήσει.

Τίποτα.

Αυτό θα λάβω,
Κι αμέσως θα σηκωθώ από το παγκάκι,
Ενόσω ο ήλιος, εκεί μακριά,
Επίσης.
Θα βασιλεύει.

Ανηφορίζω, πεζός,
από τον ίδιο δρόμο.

Με τις ίδιες βιτρίνες,

Τους εφημεριδοπώλες στην γωνία.
Τους αγαπημένους Έλληνες στη δική τους,
Πουλώντας κάστανα, αχνιστά,

Τώρα που δροσίζει
και μυρίζει,

Πατρίδα.

Σαν μετακίνηση, με
10 χιλιάδες χιλιόμετρα, το δευτερόλεπτο,

Πίσω στο πατρικό, το σπίτι,
Εκεί που η ζωή,

Αρχινούσε τη δική της, θετική,
ιστορία.



















Β’ ΜΕΡΟΣ

Είμαι εκείνο το παιδί,
που δεν ξέρει,
τι είναι,
Η θάλασσα.

Το πεπόνι,
που λες:
βαριέμαι,
να χωρίσω,
Τον γλυκό του καρπό,
Έως την φλούδα.

Βρίσκομαι,
Στο “θαυμασμό”
Εκείνης της αγνής, κοπέλας,
Στη βιβλιοθήκη,
Η οποία, είδε το μυαλό μου

Και με πλησίασε

Ως άνθρωπος, ως γυναίκα,
που αξίζει,
Να κοιτάξεις το χαμόγελο της,
Το δικαίωμα της, ν’ αποτελεί, μέρος,
Της αλυσιδωτής αντίδρασης,
Της ζωής.

Με όλους αυτούς τους αστρολόγους,
Τους ψυχολόγους,
Τους ειδήμονες -για κάθε τι-

Να με καθοδηγούν:
Πότε να βγαίνω από το σπίτι,
Πότε να περιμένω, κάτι καλό,
στη ζωή μου.

Επειδή, ορισμένοι, από εμάς

Θα καταλήξουμε, τελικά,
Να επιλέξουμε, οι ίδιοι,
ορισμένα πράγματα,
που εσύ θ’ αποκαλέσεις,
Αυτοστραγγάλισμα

(Μα εμένα,
Δε μ’ ενδιαφέρει).

Αν είναι ποτέ, δυνατόν,
Να αλλάζει, μόνιμα, κάτι,
στον βίο ενός ανθρώπου,

Εκτός απ’ τη διάθεση του,
Που αν,
και θετική,
Τούτο,
δεν σημαίνει,
Τίποτα απολύτως.

Αν είναι ποτέ δυνατόν,
Το προσωπικό μου, προφίλ,
Να προωθηθεί, ως παράδειγμα,
Για να διαλέγεις την τέχνη, τα ενδιαφέροντα,

Κι όχι,
Την εγκληματικότητα.
Την παρανομία.


Εδώ δεν μ’ άλλαξε, εμένα,
Το περιεχόμενο ενός βιβλίου,
Που ανέλυε τη ζωή, ενός αποφυλακισμένου,
Ανθρώπου,
-που δεν το έφτασα,
ούτε ως τη μέση-

Πως περιμένεις λοιπόν,
Να προκαλέσει μεταστροφή,
στην πορεία,
Ενός, ήδη, στιγματισμένου,
Πραγματικού,
Παράνομου,

που εκτίει την ποινή του;

Επειδή έχω πει:
Πως δεν έχω εκτιμήσει τη ζωή,
Σαφώς επειδή,
Δεν έχω δημιουργήσει οικογένεια.

Μα που να βρεις,
Σεμνή και μυαλωμένη, γυναίκα,
Που να έχετε, την ίδια,
χημεία.

Είναι κρίμα, αλήθεια,
Τόσοι νέοι
Τόσες δυνάμεις,
Τέτοιες προοπτικές,

Να σφραγίζονται,
Μες σε κουτιά, σπίτια,
Σε ζωές,
Δίχως χαμόγελο’

Δίχως ενδιαφέρον,

Τι σημαίνει
Ποια η παρουσία της Σημαίας,
Στην οποία, δηλώνεις, υποταγή.

Τι προσφέρει αυτή η Σημαία,
Η χώρα που αντιπροσωπεύει.
Το δικαίωμα να επιλέγεις να προωθείς,
κάτι που περικλείεις.

-

Να δίνεις,
Και να μην τρίζουν τα δόντια,

που ‘χεις κάποια ενδιαφέροντα.

αλλά,
Εδώ προσβάλλονται,
Όταν τους λες:
Καλημέρα.

Σε μια Κοινωνία,
όπου είναι, δυστυχώς,
θεμιτό,
Να πολεμούν, ορισμένοι,
Αυτή τη διάθεση,
Προσφοράς.

Δεν είναι υγιείς,
ότι κι αν λένε.

όλος αυτός ο θόρυβος,
εκεί έξω.
Ο χαμένος χρόνος.

*

«Δεν ξέρω,
αν σου αρέσω, ανθρώπινη,
Έστω και λίγο,

Κι αν είναι αυτό το χαμόγελο σου,
Μια διάθεση,
να έρθεις κοντά,

όπως η εσωτερική προτροπή,

Να γράφω,

Και κανείς να μη διαβάζει,
Τούτη την πορεία,
Των σκέψεων.

Και άσε τους βολεμένους να δείχνουν
Με το δάχτυλο: τούτο είναι το δικό σου,
τάλαντο.
Ποιος τους δίνει σημασία.
Ότι κι αν πάθει το Κράτος,
Καλά θα του αξίζει.
Αφού δεν δημιουργεί, Κρατικούς
Εκδοτικούς, οίκους.

Στράφι, όλα αυτά τα χαμένα χρήματα,
Της Ευρωπαϊκής Ένωσης».

Επικρατώντας, τελικά,
Το άχρηστο και η αυτοκαταστροφή,
κατά πάντα

Όπως οι οβίδες
που έπεφταν από τα αεροπλάνα,

Κόκκινες κηλίδες,
που δεν βάφουν κάποιον τοίχο.

Η αγωνία, αύριο,
Αν,
Θα ζεις.

Αν τα χέρια
θα μεταχειρίζονται,
κάτι.

Αν θα παράγουν.
Θα βοηθούν,
Τέλος πάντων.

-

Είναι αφόρητη η ζέστη,
Σήμερα.

Η ανάγκη, να πας,

Στη θάλασσα.

Στα νησιά μας,
Με τα ασβεστωμένα, στενοσόκακα
Και τους γαλάζιους τρούλους.

όπου ξεχνάς
Πως έχεις να δίνεις,
Κι όμως,
κανείς δεν βοηθά,

Να τα πάρουν οι άνθρωποι.

-

εκείνα προσφέρονται, αφειδώς,

Όλοι τα ξέρουν
και ελάχιστοι,
Δεν θέλουν,
Δεν τα παραχωρούν,
Στον προσωπικό τους βίο.

*

Ψες το βράδυ,
Ήταν τόσο δυνατή η αναμονή
Κάποιου χαδιού,
στο κεφάλι μου,

Που ούτε ο ίδιος ο Θεός, της αγάπης,
Δεν παρουσιάστηκε,

Να κατευνάσει,
Τούτη την έλλειψη,

- Που να βρεις, σεμνή γυναίκα,
Να σου πει: «σ’ αγαπώ»

Εννοείται φυσικά,
Να ηλεκτρίζει η χημεία,

Κι όχι μονόπλευρη,
Κατάσταση.

Σε μια Κοινωνία,

Όπου ρίχνεις τα μούτρα σου,
Από ανάγκη για εργασία,
Χρησιμοποιώντας αναγκαστικά,
Το δόλο και τα ψέματα,
της δουλειάς,
που σου έχει ανατεθεί.

Το κάνεις,
Γιατί:
1) Σε έχει απογοητέψει, κατά πάντα,
η ζωή.
2) Πρέπει να έχεις ένα εισόδημα.
3) Σε ξέχασε ο Θεός.

Και μετά μου λες: εμένα:
- Να νοιάζεσαι για τον πόλεμο
Στις Σαουδαραβικές χώρες.
Για τα αδέσποτα.
Τις μίζες ή τους …ανόητους
κι εκείνους που πεινάνε.

Εδώ, σε λίγο,
Δεν θα έχω λεφτά,
Να τρώω, κανονικά.
Να σκουπίζω τον πισινό μου.
Να έχω καθαρά εσώρουχα.

Κι έρχεσαι, συ, και με κρίνεις,
που θα πέσω κι ο ίδιος,
στην πίεση ενός ασφυχτικού ωραρίου,
Με άχρηστες συγκοινωνίες
Και χαμένο χρόνο.

Από κόπο
Και μετακίνηση,

Χρησιμοποιώντας, όμως, πλέον,
Εκείνο το σύστημα,
Όπου καλοπιάνεις τον εργοδότη
Ρουφιανεύοντας τους συναδέλφους.

ο ισχυρότερος..
Να επιβιώσει.
Ο μισθός,
Είναι πολύτιμος,
Πια.

Που ξεχνάς,
Και τα αισθήματα, του άλλου

Παρομοίως την κρυμμένη του μοναξιά,
-των συναισθημάτων-
Και τη θετική πλευρά,
της ζωής.

Και την ανάγκη,
Για αγνό, και δικό μας,
Χάδι.

Παρομοίως μια γλυκιά παρουσία,
Μιας νέας στον νου –τώρα- Ποιήτριας

Επειδή, δυστυχώς,
Αργά,

Αισθανόμαστε νέοι.

Όταν πλησιάζουμε, κοντά,
Στα σαράντα,
Τρομαγμένοι για το τριμμένο δέρμα,
Που όπου να ‘ναι,
Θα ζαρώνει, χειρότερα.

-

Τόση ζέστη,
Που κάνει,
Σήμερα.

Σαν κάλεσμα των άλλων, γύρω,
Που ο ίδιος, συντομεύεις,
Αν προσπαθήσεις,

Μα δεν είμαστε, τελικά, ίδιοι, όλοι,
Που διαφεύγεις από την Προσφορά,
Που προσωποληπτεί.

Διαφεύγεις και από το χαμόγελο,
Που δηλώνει,
Ίσως, κάτι…
Και από επικοινωνίες,
Που πρέπει να ξεπερνάς,
Λόγω χιλιομετρικής απόστασης

Και από αυτά, που θες,
Ο ίδιος

Επειδή η θηλιά των γονιών,
Μας στραγγάλισε,
Τελικά.

Επομένως καταλήγεις να ξεχνάς
Και συγγενείς,

Και κείνο,
που έχεις ανάγκη.

Εκείνο
που μπορείς να κερδίσεις, συ,
Μόνο.

Με όλο αυτό το θόρυβο,
Εκεί έξω.

* *

Δυστυχώς, ακόμα,
Δεν με ξαναπιάνει,
Κατάθλιψη.
Όσο κι αν προσπαθώ.

Με εκείνα τα πιάτα, στο νεροχύτη,
Να εξακολουθεί η παρουσία τους.

Όλα τα πράγματα, γύρω μου
Που αναγνωρίζω,
Αυτά
Που μπορώ να έχω

Μα είναι, πλέον,
… όχι, αργά.
Δυστυχώς.

Επειδή δε ζήτησα, ποτέ,
Ο ίδιος,
Να γεννηθώ.

ούτε,
Να μην έχω,
Δουλειά.

Να δίνονται ονόματα,
σε πρόσωπα και καταστάσεις.

-

Βέβαια,
Κυριαρχεί κι η περίπτωση,
Να νομίζεις ότι δίνεις,
Κάτι.

Θυμούμενος ξανά,
Πως ένας άντρας,
Παντρεύεται
Για να τρώει καλά,
Κάθε μέρα.

Μα τώρα, ψυχή μου,
Είναι καλοκαίρι,

Και οι έμπειροι της ζωής,
Παίζουν,
Αυτή τη στιγμή,
Με την άμμο.

Σε λίγο θα ξαναμπούν στην θάλασσα.

Οι μυρουδιές από την γειτονική,
Ταβέρνα,
Σου σπάνε την μύτη.
Η άσφαλτος καίει κι αυτή.

Παιδιά πλατσουρίζουν στα ρηχά.
-μη ψάχνεις για ναυαγοσώστη.

Καλοκαίρι, μάτια μου.
Ναι.

Μεγάλη η έλλειψη,
αγάπης.

Λίγο να σου χαμογελάσει, λες,
Εκπρόσωπος, αντίθετου φύλου.
Δεν χάνεις, ευκαιρία.

Όλη αυτή η υποκρισία,
Να σκέφτεσαι:
Ότι θα πάψουν να μπαίνουν εμπόδια,
Στην ζωή μου.

Όλη εκείνη η υποκρισία
Του ψεύτικου πόνου
Ενδιαφέροντος,
Των νέων τραγουδιστών…
Για το επάγγελμα τους.

Εκμεταλευόμενοι,
Τις νεανικές ορμόνες

Που καλπάζουν στα κοντινά καταστήματα,
Για το πολυπόθητο, cd,
Με μη διαχρονικές,
Συνθέσεις.
Κατακαλόκαιρο,

όπου μόνο οι ορμόνες,
Φέρνουν τα δύο φύλα, κοντά,
Το ένα με τ’ άλλο.

Σαφώς επειδή,
Οι απλοί, καλοί,
Άνθρωποι,
Δεν διαφημίζουν
Τούτη την ιδιότητα.

Είναι όμως,
Οι πρώτοι
Που μένουν μόνοι,

Ή αρκούνται,
Σε απλοϊκές φιλίες.

Πώς να διαλέξεις
Να διερωτηθείς
Να σε πιάσει μια κάποια, θεμιτή,
Περιέργεια

Για το καλούπι,
του αντίθετου σου, φύλου,

ενόσω η θέα του κρέατος,
Πουλιέται,

Μόλις βγεις
από την πόρτα του σπιτιού.

Μη μου λες,
και μη παραπονιέσαι,

Που η ανθρώπινη νόηση,
Ξέχασε,
Πως υπάρχει.

Πνιγμένοι ο καθένας,
στην ουσία των προβλημάτων
Και του ωραρίου.

Έπειτα περιμένεις την άδεια,
Να ξεφύγεις απ’ την
Τενεκεδούπολη.

Σέρνεις τα βήματα σου,
Ως το κεντρικό λιμάνι,
Με τις τιμές στα εισιτήρια,
Στην ανιούσα.

Δεν έχεις το κουράγιο,
Να πας, να τα δεις,
ν’ απομακρύνονται.


Φεύγει το μελάνι,
Ξοδεύεται.

Επειδή τα ντροπαλά μάτια,
Αναζητούν,
Χώρο για να συνεννοηθούν,
μόνο,
Με τη φύση.

Αν είναι ποτέ, δυνατόν,
Κάποιος,

Να μείνει μόνος του,
Λόγω ντροπής.

Κι όμως,
ΕΙΝΑΙ.


Οι μικροί,
Ντρέπονται,

Τα μάτια όμως,
των μεγάλων,

Σ’ εκείνο το κτίριο,
Των Ηνωμένων Εθνών,

Είναι αποχαυνωμένα.

Από τον χρηματισμό,
Την παράδοση,
Κατά πάντα,

Στους μεγαλύτερους εκβιαστές.

Να δέχονται οι γειτονικές χώρες,
Να βομβαρδίζονται, σπίτια, κτίρια,

Από τον φόρο των πολιτών.

Τον κόπο των πατεράδων,
Των παππούδων, ακόμη,
Μες τα εργοστάσια,
στον ιδρώτα,
τον κόπο

Που μας έφερε, εμάς,
Εδώ,
Γεννημένους,
ζωντανούς.

Όχι ακόμη,
Οικογενειάρχες.

Αναρωτιέμαι:
Γιατί εσείς οι γυναίκες,
Με σφραγίδα,
Της αποκλειστικότητας στην ευαισθησία,

Πάτε και παντρεύεστε,
Κάτι απίθανους τύπους,
Καλοκαιριάτικα,

Με τα κλάξον,
Να δίνουν ρεσιτάλ,
Και σ’ ετούτη τη γειτονιά.

Μήπως και ζηλέψω.

Συμβιβαστώ
με τις ορμόνες
Με τα πρόσωπα της γκλαμουριάς,

Επειδή δεν σημαίνουν, φυσικά,
Ελλάδα
- Και μόνο που γράφεις με το στυλό,
Ελλάδα,
Ζωγραφίζεις
Τον μεσογειακό μας,
Χαρακτήρα.

Οι άνθρωποι,
Που εξωτερικεύουμε.
Τις ευαισθησίες μας,
Χωρίς να φοβόμαστε.
Να τοξεύουμε,
Μια καλημέρα.

-

Πως αλλάζει ο βίος.
Με την γέννα ενός μωρού.
Πως φωτίζεται.

Ευτυχώς το νιογέννητο,
Δεν είναι σκυλί,
Να το εγκαταλείψεις στο μπαλκόνι.

(αν κι έχει, συμβεί, μια… φορά,
στις ειδήσεις).

Πως αλλάζουν οι παραστάσεις.
Η διαφήμιση του ολοκληρωμένου,
ανθρώπου,
Με το καροτσάκι,
στην παραλία.

Τι χάδια. Πόση αγάπη.
Μικρό πλάσμα,
Δυνατή παρουσία.

Τα πρώτα βήματα.
Κεφάλαιο νέο.

* * *

Η πρωινή αύρα, της παραλίας,

Ανακατεύεται,
Με μυρωδιές,
Από κοντινά ταβερνάκια,
Ψησταριές.

Μυρουδιές,
Μπλεγμένες με αντηλιακά.
Με ανοιχτές αποχετεύσεις –κατά τόπου.

Γύμνια-φυσικότητα.
Κομπινεζόν, βαδίζοντας
-προσβολή δημοσίας αιδούς.

Κινήσεις. Βλέμματα.
Πήγαιν’ έλα

Λόγια,
Χορτασμένα στομάχια.

Βλέμματα, πονηρά,
Αδιάντροπα,
Παράνομα.

Λεωφορεία. Επιβάτες
αλλοδαποί.

Η σπάνια κατοχή,
του νοικιασμένου δωματίου,
Επιστρέφοντας.

Σταματώντας ο τυφώνας του βλέμματος.
Η φλυαρία του στόματος.

όπως η ποίηση
που δεν εκτιμάτε
Αν δεν χρησιμοποιούνται,
άγνωστες σας, λέξεις.

Η χροιά της φωνής, όμως,

Είναι κείνη,
Που πρέπει να φοβάσαι.

Αιμοδοσία
η ανάγκη
Να εκφραστείς στο χαρτί.

Να χύσεις μελάνι,
Αντί αίμα,
Καρδιάς.

Οι γειτονιές.
Τα πρόσωπα.

Οι ονομασίες, σημαιών,
Άγνωστες μου.

Όσα σχηματίζει, το μελάνι.
Η ιστορία η κατεγραμμένη.

Με ήλιο καλοκαιρινό,

Ή κατασκευασμένες, καταιγίδες,
Ιούλιο μήνα!

Αυτά που μπορείς να πεις,
Υπομονή,
Αν κατέχεις

Όσοι αφήνουμε πίσω μας.
Οι φυλές,
όσες δεν συνάντησα
-διαλέγοντας το πρώτο γράμμα
να είναι κεφαλαίο,
ή μικρό,
από σεβασμό, αγάπη,
Ανθρωπισμό.

Άραγε,
Επειδή δεν τα συνάντησα,
Δεν υφίστανται;

Ο βίος. Τα χαμένα χρόνια.
Να γνωρίζεις, πως πια,
Δεν θα ζήσεις για πάντα.

Όσα δεν θα μοιραστώ, ποτέ,
Άγνωστα,
ξεχασμένα.
Ναι,
ξεχασμένα.

Η παρέα ενός βιβλίου,

Που άλλοτε,
Ανέπνεε,
εισέπνεε,
ότι ήταν μπορετό,
ανά μέρη.

Το άδειο μου στομάχι.
Ν’ αρέσεις,
Μόνο λεπτός.

Οι σπάνιοι άνθρωποι
Η λογική και η κρίση,
Μακριά απ’ τα ξεχαρβαλωμένα
Συναισθήματα.

Ότι συναντάς.
Ότι ξεχνάς.
Ηθελημένα.

Οι ώρες
Πάνω στο χαρτί,

Το κύμα,

Χτυπά,

Έως τους αστραγάλους.

Γεράσιμος Μηνάς 2006

2 Comments:

Blogger κυκλάμινο said...

Γεράσιμέ μου, είσαι χείμαρος και πού να σε προλάβω;
Τα ποιήματά σου θέλουν χρόνο και μελέτη. Μάλλον για εκτύπωση με βλέπω! Δουλεύω τώρα Γεράσιμέ μου και ζόρικα ωράρια, αλλά θα έρχομαι!
Καλώς όρισες!

3:57 PM  
Blogger κυκλάμινο said...

Χείμμαρος!

3:58 PM  

Post a Comment

<< Home