Το Blog της αγάπης

Αγάπη για ποίηση και για άξια αξιοπρέπεια στις γυναίκες

Friday, February 01, 2008

Θέλοντας και μη,
ΛΟΙΠΟΝ

Εν όψει, αθέμιτων
Ονειρώξεων,
Γράφω για μένα,
Κι όσα δεν μπορώ,
στη ζωή,
Να επιτελέσω,

Επειδή δεν αντιλαμβάνομαι
Τις ανάγκες των άλλων,
Αφού δεν μπορώ, τον κόσμο, να κοιτώ,
στα μάτια.

όλη αυτή η τρυφερότητα, με ευαισθησία,
Που ξέρω πως μπορώ, να προσφέρω,
Σε μια γλυκιά κοπέλα
Που θ’ αγαπώ,

Μα αν μου ζητήσει
Να μπούμε σε μέσα μεταφοράς,
Μια μη ηλιόλουστη, ημέρα,
Μέρα,

που όπως πάντα,
Όλο και κάποιοι άλλοι,
Θα κάθονται, απέναντι,

Πως θα της αρνηθώ;
Δεν θα δει κι εκείνη,
το πρόβλημα μου;

Φεύγοντας ολοταχώς,
Από το ατελείωτο, ακόμη,
Και αρχιτεκτονικά,
“σπίτι” μου.

-

Η ζωή
Είναι τα έργα οικοδομής
Ενός σπιτιού,
Που οφείλεις να κινείσαι με ασφάλεια.

ορισμένοι, όμως,
όπως κι εγώ,
Ανακαλύπτουμε,
Πως στη ζωή, βρήκαμε, τσαλακωμένα ξανά,
Μετά από δυο μέρες,
Τα ρούχα,
που μόνοι μας σιδερώσαμε.

Ποιος βάζει φωτιά στο μέλλον του,
Πέρα από εμάς,
Που δεν είμαστε ικανοί,
να καθίσουμε απέναντι σας,
Επειδή, μας κοιτάτε στα μάτια,
Κι αν είμαστε τυχεροί,
Δεν θα προκύψει, κρίση πανικού
(Την οποία εσείς μας προκαλείτε).

Η ζωή είναι το βλέμμα μου
Που σκηνοθετεί κάθε εικόνα εκεί έξω,
Πίσω από τα μαύρα γυαλιά,
Που με κρατούν ασφαλή,

Ωσότου μια ημίγυμνη γυναίκα,
στον ύπνο μου,
θυμίσει,.
Τι χάνω,
Ή παραμερίζω,

Επειδή δια βίου,
Δεν είναι δυνατόν
να αποφεύγεις το δίκαιο.

-

Η ζωή είναι αγώνας.
Σκέψου εσύ, γιατί.

Ζωή είναι τα μάτια σου
Κόντρα στον ήλιο.

Να σε θέλω,
Μα δεν μπορώ να πλησιάσω.

Κάποιοι επιτίθενται μόνοι
στο εσωτερικό τους μέλλον,
καπνίζοντας.
Άλλοι, καίνε μόνοι,
Τα νειάτα τους.
Ακούνε τι συμβαίνει εκεί έξω.
Δεν συμμετέχουν.

Σκηνοθέτησα μια σκηνή ευγένειας,
Όπου ο οδηγός του αστικού λεωφορείου.
Μονίμως ευγενικός,
Βοηθά όσους έχουν χαθεί.

Επειδή σ΄ αυτή τη πόλη,
Έχουν χαθεί εδώ και καιρό,
οι πινακίδες της κοινωνικοποίησης.

Δεν μπορώ να σου πω, άλλα.
Θα σε πικράνω. Δε το θες.

Δεν έλαβες, εσύ, αδικία, ως δώρο,
από ψηλά.
Αφαιρώντας σου την ικανότητα,
Να κοιτάς τους άλλους, στα μάτια.

Αισθάνομαι σα τυφλός.
Πέρα από το ρατσισμό, εναντίον μου,
Επειδή δε δουλεύω.
Είμαι τόσο αχάριστος, τελικά.

-

είναι κρίμα
Ν’ αντικαθιστάς,
την τρυφερότητα προς μια γυναίκα
στην πράξη,
Με λόγια στο χαρτί

Σαφώς επειδή το βλέμμα της,
Και το άγγιγμα,
Δεν εξηγούνται, επ’ ουδενί,
Αφού κάθε γυναίκα τα δίνει,,
διαφορετικά.

Μα μη μου τα λες, καν, εσύ,
Τούτα τα όμορφα.
Την ευχαρίστηση
να κρατώ μια γυναικεία παλάμη.

(βλέπεις,
προσπαθώ να αφαιρέσω τα κόμματα,
ανάμεσα στις λέξεις,
Σα να θέλω να φέρω κοντά,
Κάτι. Ένα πρόσωπο).

Ποτέ μου δε συνέβη,
Κι αντί που θα συμβεί,
Αρέσω ή όχι.

Πραγματικό πόνημα,
Είναι να κάθεσαι, κάπου,
με το πανικό να μεγαλώνει
μήπως σε κοιτούν
-όχι απαραίτητα, περιφρονητικά-
Απλά έστω.

Μα εσείς δεν καταλαβαίνετε από αυτά,
Δεν πατάτε καν,
Στις λωρίδες των τυφλών.

Φορές στο λεωφορείο,
Η σκέψη μου, πετά, χάνεται.
Μακάρι, σκέφτομαι τότε,
Όλο να φεύγω –και με το νου.

Να ξεχνάω τη στυγνή μου πραγματικότητα
του: «με κοιτάει»
Κι ας λες εσύ,
Δεν θες να αλλάξεις.
(όποιος βρίσκεται έξω απ’ το χορό, κλπ).


Φορές, πάλι, περπατώντας –γιατί
μου αρέσει το βάδισμα-
στην άσχημα, οπτικά, πόλη,
Με τις όμορφες κινήσεις του ανθρώπινου σώματος,

Στη γειτονιά των βιβλίων,
Νομίζω ότι “τρακάρω” με γέροντες συγγραφείς
ή νέα ποιητικά μυαλά,
Καθισμένοι, στα τραπεζάκια
απ’ τα καφέ,
Πάνω στα πεζοδρόμια.

Απορροφημένοι μες την νιρβάνα της έμπνευσης,
Που όλοι αγαπούμε,
Ιδιαίτερα,
Όσοι ζουν μέσω του γραψίματος.

Κάπου κάπου,
Συνομιλώ μ’ έναν βιβλιοπώλη,
Που συμφωνεί ως προς την αφοσίωση,
Περί της συγγραφής,
Ακόμη κι όταν γύρω σου, όλοι,
Διασκεδάζουν
Ή βρίσκονται σε διακοπές.

Εμπρός στο λευκό χαρτί,
Που το σέβεσαι, όσο μπορείς,
Μη πετώντας το,
Επειδή βγήκαν δυο άσχημες έννοιες.
Μη χαραμίζοντας το, ίσως λέω,
με έννοιες
που δεν ενδιαφέρουν τον κονδυλοφόρο τον ίδιο.

Οικολόγος,
μαζί με κονδυλοφόρος.
Ειλικρινής,
Αγαπώντας.
Περιμένοντας ανταπόδοση,

Προσπαθώ
Να εννοήσω,
γιατί είναι απλοί, οι άνθρωποι,
παράλληλα σημαντικοί, ως νοήμονες φυσιογνωμίες,

Με μια μικρή λύπη,
Γιατί δε στάθηκε ο χρόνος,
να συναντήσεις τη διαβίωση,
Σημαντικών λογοτεχνών και ποιητών,
που φύγαν νωρίς,

Σα τα τερτίπια του καιρού,
Ανά εποχές,
όταν εκείνες πλησιάζουν, σαφώς,
νωρίτερα.

-

Υφίσταται τόσοι, αξιοπρεπείς,
άνθρωποι,
Που αγνοώ την παρουσία τους,
Σαφώς επειδή δε μπορώ
Να τους κοιτώ στα μάτια,
Φοβούμενος πανικό.

Τολμώντας
Να το εξωτερικεύσω, αυτό.
Ευτυχώς δεν είμαι ο μόνος.
Απλά δεν το παραδέχεσαι,
εύκολα.

Να ιδρύσουμε ένα σύλλογο
“τυφλών”
Μόνοι μας.
Αναρωτιέμαι όμως,
Τι,
Εμείς,
Είμαστε ικανοί,
Να ξεχωρίσουμε.

Να έχουμε να πληρώνουμε ταξί
Μη ηλιόλουστες ημέρες,
Μιας και ντρεπόμαστε
Να εισέλθουμε σε λεωφορεία.
Χαμογελώ.
(Είδες που αυτοσαρκάζομαι;)

Μια ακόμη καλή δικαιολογία
Για να μη ψάχνεις για δουλειά,
Μιας και σε καταράστηκε ο Θεός,
Απ τα μικράκια σου.

Ευθύς θυμήθηκα εκείνο το:
«φτώχεια, ανεργία. Φτάνει πια!!»,
Που παρατήρησα σ’ έναν τοίχο,
Απ’ το καταπιεστικό τζάμι, του τρόλεϊ

Που με οδηγούσε
Στον εκδοτικό οίκο,
Που απέρριψε τα πονήματα μου.

- Άλλοι γνωρίζουν από πολιτισμό
και Ελλάδα,
Σκαρφίζομαι τι θα πω,
Σ’ εκείνο το ζώον,
Που κολοβαράει όλη μέρα.
Θού Κύριε,
Συγκράτησον με.

Θολώνω το παρόν,
Με σκέψεις του τύπου:
Όταν βρω λεφτά,
θα φτιάξω τα δόντια μου,
σε μια νέα επιστήμονα,

κι εκεί
Που θα πελεκάει
Το σαπισμένο νταμάρι,
Τα μάτια μου θα της φανούν,
Θησαυρός.
Τόσο κοντά, στο δικό της,
πρόσωπο.

Θα ερωτευτούμε!
Θα μου πει: μη τρέχεις άλλο, στις πόρνες.
Τώρα θα δεις, τι σημαίνει αγάπη.

Κάτι τέτοιες παλαβομάρες, συλλογίζομα
όταν δε με επιβεβαιώνει κάποια, εκεί έξω,
επειδή παιδί μου,
Αρέσω,
Πώς να το κάνουμε,
Που τραγουδά σύγκορμη, μία αοιδός,
Με τις ορμόνες, προφανώς,
Σε μη “αιμόπτυσης”, ημέρες.

Καρπός δύο ανθρώπων
Που δεν έμαθαν ποτέ, να συζητούν,
Πόσο δε να ψάξουν να πετύχουν
-ετούτη τη φορά-
Επιβεβαίωση του εαυτού τους

Απ’ την Κοινωνία,
Των δικών τους παιδιών.

-

διαβάζοντας το βιβλίο
του τάδε γαλλόφωνου,
Ελληναρά!
Συγγραφέα,

Συλλογιζόμουν,
Γιατί κανείς, στη προσωπική μου
οικογένεια,
Δε ζήτησε, ποτέ, βιβλίο μου,
να διαβάσει.

Τι απορία κι αυτή,
Από άτομα που
Δε ξέρουν να συζητούν.


όταν συναντώ,
Αγριεμένες, νέες, γυναίκες,
Μου έρχεται να τις φτύσω,

Πατόκορφα.

Δυστυχισμένα,
Κοινωνικά
ανθρωπάρια,
Με οπή,
Ανάμεσα,
στα πόδια σας.
Οπή,
Δίχως προκοπή.

-

τι ευτυχισμένα
Που είναι τα παιδιά,
Στις πρώτες τάξεις του δημοτικού,
Ενόσω κολλάνε το πρόσωπο τους
Στο τζάμι του σχολικού,
Κοιτώντας με θάρρος, τους επιβάτες,

Αυτοκινήτων και λεωφορείων.

Τι όμορφη που είναι η ζωή,
Δίχως τσιλιαδόρους και χαφιέδες.

- Ξέρεις,
Μίλησε κάποιος…

- Όταν δε μας αρέσει
Η ιδιαιτερότητα του άλλου
(του “τυφλού”)
Μειδιούμε.
(Φαίνεται η φωνή.
Η αποκρουστική σας αηδία).

Στιγμές πιστεύω,
Πως θα άλλαζα ζωή,
Αν είχα ένα κατάδικό μου, χώρο,
όπου δε θα αισθανόμουν,
κατάδικος.

Ελληνικό χιούμορ.
Κάτι από ήπειρο,
Με επτανήσιες επιρροές.
Χρόνια μακριά, τα πόδια μου απ’ το νησί.
(παλεύω να συγκρατήσω, κάθε κόμμα,
από τη πρόταση,
Σα σφαίρα που πιάνω,
Με τα δόντια).

Χρόνια μακριά,
κι από μακριά
-προϊόν δικού μου, κόπου.

Αυτοστραγγαλίζονται
Μεταξύ τους.

Το κόμμα, με κάθε πρόταση.
Το θάρρος, όταν τραγουδώ,
Με την κοροϊδία των γειτόνων.
Το παιδί, μέσα μου,
Που μεγάλωσε,
Με εκείνο, των πραγματικών,
Παιδικών μου,
Χρόνων.

Τώρα πρέπει να χρησιμοποιώ,
Κεφαλαία γράμματα,
Δήθεν ότι μεγάλωσα.
-Φτωχά παιδιά,
που με χαιρετάτε, στοργικά,
απ’ τα καροτσάκια σας.
Που με πυροβολείτε με όπλο λέιζερ
Στα μάτια.
Κι εγώ ο χαζός,
Χαμογέλασα.

Πιστεύω,
Πως ο γαλλόφωνος Ελληναράς, συγγραφέας,
με εξάντα,
Συνεννοούνται άριστα,
Έχοντας την ίδια υπερηφάνεια!
Τόσο προκλητική
Στο πρόσωπο εκείνης της γερασμένης,
Γυναίκας,
στην υποδοχή,
του πολιτισμού! Που πρεσβεύουν.

Φορές, παράλογες, ξανά,
Σκέφτομαι να είχα λεφτά,
Ν’ αγόραζα βιβλία,

Να τ’ άφηνα στις πόρτες των διαμερισμάτων,
Να ενωθούν τα πονήματα
Με τα μαθήματα,
Που αποκαλούμε ζωή.

-

το πρωί,
Παρατήρησα –έβρεχε-
ορισμένα παιδαρέλια,
Στις τάξεις των ΜΑΤ,

Ρυπαίνοντας την όψη
των αρχαίων πολεμιστών,
με τις ασπίδες,
που αντί για σπαθιά,
Υφίστανται,
Σιδερένια γκλόμπ.

Θυμούμενος πάλι,
Εκείνη την ήσυχη βιβλιοπώλη,
Που θα φλέρταρα, με αγάπη,
Αν ήμουν γνωστός,
Για την αξιοπρέπεια μου
-τι είπες;
Φυσικά:
Μόνο αν έχεις χρήματα.

Οι μυρουδιές από τα καμώματα της φύσης
που τόσο ασπάζομαι.

Θυμούμενος ότι κάπου εκεί έξω
Υπάρχουν σπίτια,
Συγγραφέων,
Ποιητών.

Η κατοικία του Καζαντζάκη,
στην Αίγινα.

Η όψη των ανθρώπων
Που αγαπώ
Με παρόμοια αναγνώριση,
Που χρησιμοποιώ
Ότι δεν έχω, ότι ορίζω,
Ως γνώση,
Που ποτέ δε διαβάστηκε: γυναίκα.

Θαυμάζοντας την αντοχή σας,
Για ένα πρόσχαρο χαμόγελο,
Εν μέσω προσωπικών κακουχιών.

Συγχωρώντας αργά,
Παλαιότερους εχθρούς,
Που όμως απαξιώ να συναντώ.
Επειδή οι καινούριοι,
Είναι χαφιέδες του Κράτους,

Τσιλιαδόροι ευνουχισμένοι,
Πνευματικά.
Αγνώμονες, χωρίς Πατρίδα.

Σαν κεραία κινητής τηλεφωνίας,
Που δικαιολογημένα,
μισείς.

-

Αλλάζω παράγραφο,
Πλένω τα χέρια
(όπως πάντα).

Θαυμάζω
Ότι συζητώ μαζί σου
Ή όχι –χαμογελώ
Έλα να με δεις, πως.

Με μένω μακριά,
Από τα γυμνά του Εγγονόπουλου,
Σαφώς επειδή μου όρισαν
Να απαρνιέμαι τη γύμνια,
Ως υπόλοιπο της κατάρας,
Κι εκείνο.

Τι κρίμα
Ν’ αναγνωρίζεται κάποιος,
Μόνο μετά θάνατον.

Να πρέπει, δηλαδή,
Να είσαι, εκδιδόμενος….
Για να ‘χεις δικαίωμα
στα όνειρα
Προσωπικής πορείας στην τέχνη.

Δε μου λες,
εκδοτικά, τομάρια,
Όποιοι με απορρίψατε ως άνθρωπο,
Κάθεσαι καλά, στην δερματένια,
Πολυθρόνα σου;

Αποφασίζοντας σα πολιτικός,
Πως θα θάβεις την αντιπολίτευση,
Των ιδεών,
Που σε μετακινούν,
Απ’ την καλοπέραση σου.
Εκδοτικά, τομάρια.

Σε φτύνω πατόκορφα,
Μαζεμένο σάλιο,
Απ’ όλες τις πληγωμένες υπάρξεις,
Που απορρίφθηκαν τα πονήματα τους.
Φτού σου, ρε,
ΒΟΔΙ.

Θυμάμαι,
Αυτή τη στιγμή,
-και κλείνω μ’ ετούτο-
Ν’ ανήκω, τρομερά,
Σαν αστραπή,
Στη σφαίρα
Που πετάχτηκε απ’ την άμυνα της χώρας
Της ίδιας –σαν ύπαρξη-
Εκείνων που γράφουν,
Στην Ελλάδα,
με τα παρόντα σύνορα, Μάρτης 2007,
μιλάμε.

Ρίχνω μια γερή κλωτσιά,
Στα καπούλια,
Του ξεφτίλα εκδότη,
Σα μορφή καραγκιόζη,
Που απέκτησε ανθρώπινο σώμα,
Όπως τελικά, ο πινόκιο.
(όλα τα προηγούμενα είναι αλήθεια.
Μη εξερευνάς να δεις,
Αν μεγάλωσε η μύτη μου).

ΟΥΣΤ!!!


Γεράσιμος Μηνάς 2007

0 Comments:

Post a Comment

<< Home