Το Blog της αγάπης

Αγάπη για ποίηση και για άξια αξιοπρέπεια στις γυναίκες

Friday, November 02, 2007

Γατούλες








Η αγάπη που μας αξίζει

Η ειλικρίνεια μου μίλησε μόλις τώρα,
και μ’ έλεγξε με την αγάπη της.
Μα είναι αδυσώπητος ο νους
Κι η πρόθεση της ευμάρειας σε αγαθά.

Σα στάχυ που κινείται με τον άνεμο
Κείνο τον άνεμο των λέξεων, ως προσταγή.
Πως έγιναν έτσι οι άνθρωποι.

Στους τοίχους της μη φιλίας τους ο καθένας.
Στο πλευρό το άκοπο από παρέα.
Στον αχνό, περπατώντας στο κρύο.
Ανεβαίνει και χάνεται μεμιάς.

Η γυναίκα με τον άντρα, δεν θα είναι ποτέ, φίλοι.
Θα αποφεύγουν.
Η ασφάλεια όποιου κατέχουμε σα νόμισμα μη κάλπικο.

Η αγάπη που μας αξίζει,
συντελείται με τη λογική.
Με την έκρηξη θυμού.
Προειδοποιεί κι αποδίδει. Στιγμιαία.

Η απλότητα στην επαφή
είναι σημάδι των τολμηρών στην αλήθεια.
Οι πολλές ερωτήσεις, βιάζουν το κάλεσμα.

Η φωνή της ωριμότητας φιμώνεται.
Φορά ακουστικά και προσωποληπτεί.
Η τελευταία στιγμή διαρκεί πάρα πολύ λίγο.
Ούτε τρεις λέξεις δεν προλαβαίνεις να προφέρεις.


Το πρωί ξυπνά ότι αποφεύγουμε.
Την απόσταση, μόνοι μας παρατείνουμε.
Η αγωνία για αρμονία αποκαλύπτει

Διάφανες γωνίες στο κέλυφος μας.
Αν ζούσαμε μαζί, θα μ’ ανεχόσουν;
Οι άνθρωποι δραστηριοποιούνται
Μακριά από τη ζέστη του καλού τους.

Κανείς δεν λύνει, πρώτα, τα προβλήματα σου.
Αφιερώνει χρόνο στα όρια του φυλακίου σου.
Οι πιστές άμυνες σου, επιβλέπουν τις ερινύες

Μπολιάζοντας τις με “μορφίνες” καταστολής.
Αν σου μιλήσω για τη ζωή όπως είναι,
θα την ανεχόσουν;
Μοιράσου μαζί μας, τη γνώση.

Η αγάπη που μας αξίζει, ξεθυμαίνει.
Θυμάσαι; Συμπεριφέρομαι ακριβώς αντίθετα
απ’ ότι έχω ανάγκη –αισθάνομαι.

Η θλίψη μου καταντάει εγωιστική.
Η ελπίδα δεν ζητά. Δεν επιμένει. Αρνείται.
Δεν υπακούει σε συμπεράσματα.
Η αγάπη που μας αξίζει.

Είναι δαχτυλίδι αρραβώνα στο δάχτυλο σου.
Η αξία της στιγμής είναι όπως η γυναίκα.
Όπως το εσωτερικό δάκρυ μου.

Καλλιεργώ μόνος την ηρεμία μου,
Δίχως εμφυτεύματα καλοσύνης.
Όπου η πραότητα καταντά ψυχοφάρμακο.
Τίποτα δε χαρίζεται. Μόνο η σιωπή.

Διατηρώ μόνο ότι γλυκαίνει τα αυτιά μου.
Ο Διαρκής πόνος, ξεκουτιαίνει.
Το αίσθημα, πως, κάθε δευτερόλεπτο,

Δοκιμάζεσαι.
Οι εμπειρίες, δεν σε προβάλουν δυνατότερο.
Το χρήμα αγοράζει τον έρωτα.
Τα φύλλα ζηλεύουν τα λυγερόκορμα σώματα.

Η φύση είναι μοναδική.
Έχεις τραγουδήσει ποτέ, ως μοναδικός στο πλήθος;
Η σοφία λογοκρίνεται όταν αυθαδιάζει.

Μια νέα κοινωνία χτίζεται στο μυαλό μου.
Την ανεξαρτητοποιώ και την φωτίζω.
Φορώ ακόμη, το σάρκινο κατάλυμα μου.
Κείνοι που με αγαπούν, με γνωρίζουν;

Όσοι με συκοφαντούν, γελοίοι καταντούν.
Η καθημερινότητα γράφεται εδώ.
Στον Άσο. Στην αγάπη του εαυτού

Σα μένεις-διοικείσαι ιδεολογικά, μόνος.
Το σέξ το έχω όποτε θέλω.
Την αγάπη;
Όσο μεγαλώνουν οι ώρες –κι η μέρα-

Δυναμώνουν τα όνειρα μου. Κι η επιθυμία.
Για ζωή. Για φως, στου βίου το θυμίαμα.
Κι αν σε στηρίζω, συ, πως ωφελείσαι;

Σκεπτόμουν, οι περισσότεροι θεωρούμε δεδομένο,
Θεωρούμε –η ώρα να ξυπνάω εγώ- της σχέσης στον καθένα.
Η σκέψη της παρουσίας ενός αξιόλογου ανθρώπου,
στο περιβάλλον σου, οξύνει σαν κάρβουνο την ελπίδα.

Το κάλεσμα, φάλαινας ήχοι –σα να κλαίνε.
Σου ‘χω μιλήσει για τα κρύα βράδια;
Πίσω μας, τα πρόσωπα ομορφαίνουν.

Φταίει, ότι μας αγαπά;
Χρόνια πριν, χόρεψα μόνος’
Η ζωή διδάσκει τους επιμελείς.
Το βίωμα των γονέων, νοητή αγκαλιά.

Τα έξοδα θα διαβαίνουν την πρόσκαιρη αντοχή μου.
Δύο Κυριακές χαμένες, η σκέψη υπολογίζεται.
Κι αν σε στηρίζω, συ, πως ωφελείσαι.

Νιώσε με πως συνδέω τις αναμνήσεις.
Με επάρκεια μυών τα κοκάλινα χέρια.
Τα μάτια πετούν προς τα έξω, το στόμα ανοιχτό.
Θεωρούμαι τυχερός ή βολεμένος;

Σα γυμνάζομαι θεριεύει η αγάπη μου –προβάλλεται.
Τα μπράτσα των συναισθημάτων, ικανότερα¢
Σου λείπω, όπως η αύρα της προσωπικότητας σου;

Με αγγίζει. Με ηλεκτρίζει.
Αν ρωτούσα έναν χαμαιλέων, θα τρελαινόταν.
Με τι χρώμα να βάψω τον έρωτα μου.
Όταν επιστρέφεις, έχει διάρκεια η προτίμηση σου ;

Δε τη σκαλίζω, μη τη πληγώσω.
Πλάι μου μείνε να σε προστατεύω.
Ανεβαίνουμε.

Στη σιωπή συγκαταβαίνει ο σεβασμός.
Κείνο που σου ταιριάζει, μη το κοροϊδεύεις.
Αγκάλιασε το με το θνητό του το ρόλο.
Μάθε με να σ’ αγαπώ.
Μήπως υποκύψει ο δισταγμός.
Ανθίζουν λουλούδια
Ένα πέρασμα από δέντρα ολοένα καρποφόρα.

Μήπως είσαι το αντίθετο απ’ ότι δείχνεις;
Απόψε, όταν κοιμάσαι,
Ήρεμα, να συλλογιέσαι κάτι άλλο.
Τίποτα.

Τον άνθρωπο που αποτόλμησαν να χωρίσουν.
Γιατί, με θέλεις;
Ο άνθρωπος έχει ανάγκη από σιωπή.

Το μεσημέρι, αν είμαι τυχερός, κοιμάμαι’
Πίσω από συγκεκριμένα πρόσωπα,
Επικρατεί αναρχία.
Να προσέχεις. Μ’ ακούς.

Ότι τρυφερό, τ’ αγγίζουμε με αγάπη.
Ένα μπουκέτο τριαντάφυλλα
είναι απλά, το περίγραμμα σου.

Δεν ξέρω αν θα ‘σαι εδώ, όταν όλα τελειώσουν.
Κι αν είναι η γλώσσα σου πικρή
Το ξίδι της στοργής, θα μαλακώσει.
Μακάρι να είχαμε ότι θέλαμε.

Βία.
Γλυκιά. Ως πλύση εγκεφάλου.
Κουράστηκα.

Η πόλη είναι απαίσια. Μόνο τα κτίρια.
Ομορφαίνει με λίγη κλασσική μουσική,
Ή νότες απ’ τον παλιό, καλό, ελληνικό κινηματογράφο.
Κάποτε, στον ύπνο μου, σύνθετα μουσική. Δίχως λόγια.

Στο παρόν, μόνο φράσεις.
Η ευκαιρία, δίδεται μία φορά.
Κι αν σε λατρεύω, πως, το αναγνωρίζω.

Και όσα γράφω, σ’ εσένα ανήκουνε.
Στη ζωή, ξεκινάς με άσπρο.
Πας κάπου μ’ εκείνο, έστω και θλιβερά.
Συμβιβάζεσαι.

Κάνε με να σ’ αγαπήσω.
Κι αν σε πιέζω, αυτονόητα τα δέχεσαι όλα.
Όμορφες υπήρχαν ανέκαθεν.

Πως μπορείς και κοιμάσαι, χωρίς αγκαλιά.
Συ, είσαι η έμπνευση μου.
Το φως στο φακό, όταν γράφω.
Η αισιόδοξη πνοή του ανέμου.

Λίγο λίγο, σου αποκαλύπτομαι.
Ένας σεισμός ψυχών είναι το κάλεσμα μας
ή το ρίσκο, μη χάσουμε ότι ονειρευτήκαμε.

Η εμπειρία των σχέσεων,
δυστυχώς, δεν οδήγησε στο μαρασμό.
Έμπειρος δεν ονομάστηκε ποτέ,
Ο ευνοϊκός άνεμος.

Αφότου σε γνώρισα,
Οφείλω να βελτιώσω τον εαυτό μου.
Συ, υποκύπτεις σε κάτι;

Ως υποκατάστατο, ενόσω ξημερώνει.
Δε θυμάμαι ούτε το χρώμα των ματιών σου.
Ούτε τη φωνή στο τηλέφωνο καλοδέχτηκα ακόμη.
Λένε, ανοίγεσαι ανετότερα, στα κρυφά.

Εγώ δεν γνωρίζω από εξόδους.
Χαμογέλα καρδιά μου. Κάτι νέο ημερεύει.
Τι είναι η αγάπη, πέρα από αγάπη.

Απ’ το αχνό φως και το πρόσωπο σου.
Από το δάκρυ, δίχως εσένα.
Μ’ αγαπάς;
Τα πολλά λόγια, φθείρουν τον έρωτα;

Αργά αργά, ξεσηκώνονται οι θύελλες.
Σπάνια, αναπαύεται ο ύπνος.
Το κλειστό δωμάτιο. Η πνιγηρή

Δίχως ελευθερία, ατμόσφαιρα¢
Όταν με παρακολουθείς, τι σκέπτεσαι.
Εσένα.
Μακάρι να σε σεβόμουν, περισσότερο απ’ όσο σου άξιζα.

Γιατί με έχεις στην αναμονή.
Όταν αρρωσταίνω, γκρινιάζω.
Τι είδες σ’ εμένα.

Όταν βγαίνεις, γίνεσαι γυναίκα;
Αγάπη μου, η αναμονή με τρελαίνει.
Πότε επιτέλους θα μιλήσουμε.
Τα βράδια μου χαϊδεύεις το πρόσωπο

-από κει που βρίσκεσαι- πιστεύοντας ότι κοιμάμαι.
Ο ίδιος, σε φιλώ στα μαλλιά, «καλή μου».
Όνειρα γλυκά. Απόψε.

Που ‘ναι τα άστρα γεμάτα.
Στον καθρέπτη της ψυχής,
Διακρίνω για σένα, έναν ανεκπλήρωτο έρωτα.
Δεν με κρατάς, όσο δε μιλάμε’
Όλοι πνιγόμαστε στα ελαττώματα
Όσων μας καταδικάζουν, σα διαφέρουμε
-το ήθος, σκοντάφτει στα σχέδια τους.

Όσα οι ίδιοι δεν αρνούμαστε,
Σαφώς επειδή ξεκουραζόμαστε με αυτά.
Το τσιγάρο, γυναίκα, σου χοντραίνει τη φωνή.
Πιστεύεις ότι είσαι κάτι, στη βιοψία ολοκληρωμένων σχέσεων;

Στη δουλειά, όταν έχεις ρεπό,
δεν μου λείπεις όσο σχεδόν να μην σε απογοητεύω.
Στο σπίτι, εκτιμώ την παρουσία σου.

Αρνούμαι όμως, να διαφεύγουμε μόνο Κυριακή.
Έχουν περάσει διάφορες γυναίκες από τη ζωή μου.
Ποτέ όμως, όπως την ονειρευόμουν.
Έχω αποδοχή για όλες.

Σα δακρύζεις μ’ εκείνη την ανθρώπινη αποδοχή.
Που ήσουν τόσο καιρό.
Όποιος αγαπά, λείπει.

Παλινδρομεί η πρόταση. Στην ήπια απόφαση
Και στα μάγουλα ένα τριαντάφυλλο το δάκρυ.
Δες με. Ραγίζω.
Αν χρωστάς αρκετά, για καιρό, παύουν

Οι άλλοι να σ’ εμπιστεύονται.
Δεν σ’ έχω δει ακόμα, ερωτικά.
Αυτό είναι η γνήσια αγάπη.

Τους οικογενειάρχες, εμπιστεύομαι.
Κείνους που δεν μιλούν πολύ, ακριβώς σέβομαι.
Η αυτογνωσία στον δυσανάλογα γκρινιάρη
Υποφέρει ως κακοσμία –συγχωρείς,

Έπειτα από μακρά περίοδο μοναξιάς.
Αύριο θα συναντηθούμε. Το ελπίζω δηλαδή.
Επίσης, αν η επικοινωνία

Εκ μέρους μου,
Θα διαδραματίσει
-μήπως και σε χάσω- υποχωρητικό ρόλο.
Προσαρμόζω το σκάφανδρο της στολής

Ως προσωπικότητα, όπως δύναμαι,
Απλά, εγκεφαλικά. Κυνικά κατ’ άλλους.
Μα έλα σε παρακαλώ,

Στο σκαλοπάτι
Το πρώτο, της καρδιάς.
Με εσωτερικά κύματα αέρα, το καθάρισα.
Να σταθείς με μάτια χαρούμενα,

Κι ας μη χαμογελάς’
Ο βίος, αγάπη μου, στο γραμμένο φύλλο
Της σκέψης μου, σε εφοδιάζει με νότες

Σε κλίμακες –σα μπόρα ή νηνεμία.
Ανατριχιάζεις όταν ανοίγεσαι;
Σα με γεννάς, πλάι σου.
Μόνοι μας δεν είμαστε.

Η φιλία διαπερνά τη ραχοκοκαλιά
Κι απλά,
Παύουμε να διηγούμαστε μόνοι.

Αν σέβεσαι η ίδια, τους γονικούς δεσμούς
Γιατί όχι κι εγώ.
Προσαρμόσου, έστω και με δυσκολίες,
Εκλιπαρεί η συνείδηση, μα ξεβάφει

Ξανά, με γρήγορες κινήσεις, το νέφος
όσων πέρασαν –τόσο τοξικό λοιπόν;
Οι περισσότερες αναμνήσεις, κουρέλια παπούτσια.

Κείνο που με πονά, μ’ ομορφαίνει.
Βελτιώνομαι.
Πώς φέρομαι, όταν χαράζει;
Ποια συναισθήματα, η λογική ενημερώνει.

Ωριμάζει η ατομικότητα εν μέσω θορύβου;
Ζητάει ποικιλία, η πολυπλοκότητα;
Η γνώση δεν φέρνει ενοχή, αν συνοδεύει αλήθεια.

Με τι, κλαίς;
Η αγάπη που μας αξίζει.
Της οφείλουμε μια συγνώμη
Δεν μας πλημμύρισε.

Δεν φταίνε οι άλλοι, γι’ αυτό.
Τη γιαγιά μου, τη θυμάμαι, πάντα με αγάπη.
Κι ας ντρόπιασα της εικόνα της

Στο δωμάτιο,
Με τα αίσχη μου.
Έλα «καλή μου». Ας χτίσουμε απ’ την αρχή.
Το δεύτερο σκαλοπάτι της καρδιάς,

Στέκει σιμά
Ή μυωπάζει;
Τα μάτια μου σε στολίζουν. Σε φωτίζουν.

Περπατώ –με το νου- μες τη νύχτα.
Ουδεμία κίνηση, στο μονοπάτι.
Γέρνω το κεφάλι κάθε τόσο, σ’ ευθεία.
Δεν ντρέπομαι.

Στρέφω τη σκιά, εμπρός μου,
Μήπως και σε συναντήσει.
Ένα τραγούδι είναι η φύση μας η ίδια.

Όταν μεγαλώσουμε.
Δεν το αναζητώ.
Τα καλοκαίρια τα έχουμε μέσα μας.
Φυσάει κι απόψε.

“Ζεστός αχνός. Στο στόμα μια κούπα τσάι”.
Είσαι καλύτερα;
Με ωριμάζει η αγάπη’

Στις εκδρομές, συγκρίνεις τοπία.
Σε συζητήσεις, καρδιές.
Δεν ανιχνεύω, έως ποιου σημείου,
Είμαι έτοιμος να συμβιβαστώ.

Να ζήσουμε με τους γονείς σου, πιθανόν.
Το ξέρω πως βιάζομαι
Δεν ελπίζεις το ίδιο;

Βράδυ.
Η τηλεόραση παίζει το έργο του πρώτου μου έρωτα.
Στο κλάμα, μετά την καταιγίδα της δικής της.
Άρνηση.

Φοβάμαι ότι δεν είδα. Ή δεν θέλησα; Ποιος θα πει.
Το κινητό κλειστό. Σα πηγή, καθηλωμένη,
στο φράγμα της έλλειψης.

Άρνηση. Ακόμη αναμένω.
“Αλλάζω κανάλι” –τίποτα προδικασμένο.
Δεν θέτω όρους
Που αδυνατώ να τηρήσω.

Τούτο σημαίνει συμβιβάζομαι.
Έχεις τη συγκατάθεση όλων,
Να σε νοιάζομαι;

Όχι αγαπώ.
Με την κυνική των υπολοίπων,
Διαδοχή των περιστάσεων. Τις κατασκευάζουν,
Κι έπειτα δεν παραδέχονται το λάθος τους.

Τρέξε σ’ εμένα, αν η αγάπη έχει το όνομα μου.
Ή περπάτησε.
Η γνήσια αγάπη

Έχει τ’ όνομα σου; Να το διαφυλάξω;
Απ’ το πλευρό μου βγήκες.
Θυμάμαι, μου κόπηκαν τα πόδια,
Όταν συμφώνησες να βρεθούμε κάποια στιγμή.

Νοσταλγώ τα ήσυχα βράδια στο χωριό.
Το γρύλο, ανάμεσα στις φυλλωσιές.
Τη λάμψη του ήπιου σκιρτήματος.

Σ’ εσένα ανήκει τούτο δω¢
Το πρωί.
Η επόμενη φράση, και η προσπάθεια
Σα ανάλογη ανάσα με τρυφερότητα.

Ο χρόνος λευκαίνει το χαρτί
με μια αόριστη γλύκα
Όπου τα σαράκι απωθείται απ’ την ανθρώπινη επήρεια.

Ρομαντικά σε οραματίζομαι.
Θα ‘θελα να σε άκουγα.
Πού είσαι;
Λάμπουν όσοι είναι ερωτευμένοι. Ηρεμούν.

Απόψε, τούτο το δάκρυ είναι για σένα και τον Πατέρα, που όλους μας,
Πολύ απλά, φροντίζει. Το πρωί σα ξυπνώ, η γαλήνη
Κατευνάζει το άγχος, προς συνάντηση μας. Προσωρινά έστω.

Ομαλά με προσγειώνεις.
Δυστυχώς όχι ακόμη, αγάπη μου.
Αφού δεν με ελκύεις –από κοντά, τουλάχιστον.
Μπορώ να σου προσφέρω το παραμύθι,

Κι ας είσαι τόσο δυνατή, ικανή όμως
Να προκαλέσεις το σκίρτημα στην καρδιά μου;
Ο άνθρωπος ενδείκνυται

Στις πιο απλές εκφάνσεις της ζωής του.
Τα ελαττώματα, ορισμένοι,
τα διατηρούμε,
μήπως και καλύψουν το κενό

το οποίο η ίδια, καθυστερείς.
Από μακριά, όλα δύναται να αγαπηθούν.
Φαντάζομαι κάτι σε πείραξε,

Μήπως και ησυχάσω.
Το κενό.
Δε δείχνεις να συμβιβάζεσαι. Όχι στα λόγια
Ενόσω συσπάται με συστολή, το σώμα.

Θα ‘θελα να μην φόραγες κοντά μου,
αποκλειστικά, τα ρούχα της δουλειάς.
Να δω τη μορφή του αποκολλημένου πλευρού.

Όλοι έχουμε ανάγκη το παραμύθι.
Γίνε το δικό μου κι αφέσου έτσι απλά¢
Την αγάπη που μας αξίζει
Προσβάλλουμε.
Μ’ ερωταποκρίσεις διάφορες.
Κόντρα στα θέλω των σημερινών προτύπων’
Επιμένουμε;

Διατηρούμε στο ύψος της, στο επίπεδο
Το δίχως σωματικής επιρροής και θέλγητρων,
Το αστέρι της αγάπης που αξίζουμε;
Αν δεν με ελκύεις, το ενδιαφέρον επιβιώνει,

ή καταπίνεται από την αδιαφορία;
Είναι μεγάλο το σοκ της επιβεβαίωσης
Του απατηλού. Κείνης της ουτοπίας,

Πως δίχως να σε ελκύει κάποιος,
Δύναται να αγαπηθεί.
Γίνου συναισθηματική.
Επούλωσε τις πληγές. Μη το αρνείσαι.

Ίσως τότε πάψω να σε απορρίπτω,
Μήπως και με πικράνει
Η αύρα όλων όσων έχεις βιώσει.

Σπάσει η κρούστα πάνω μου,
Ως αστραπή και ως πληγή, συγχρόνως, τελευταία.
Χαριστική.
Βρίσκεις κάτι καλό.

Μη το απομυθοποιείς.
Σάμπως η στερνή η γνώση,
Δεν αργεί να υποφέρει.

Πες ότι κάπου οφείλουμε,
να είμαστε όποιοι είμαστε.
Στο είπα, χρειάζομαι παρέα’
Λυπάται η προβολή της επέκτασης

Της ανθρώπινης υπόστασης, στον απέναντι;
Δεν είναι κρίμα, να μην χτυπά τούτο το τηλέφωνο;
Δυσκολεύομαι να κρατήσω το λόγο μου.

Η ξεκούραση, ως βίος
Όπου ουδείς δεν επεμβαίνει.
Απλά, μοναδικό μου στήριγμα, φανού.
Σε παρακαλώ.

Σε παρακαλώ, γέννησε εντός μου,
Συναισθήματα για εσένα.
Η σφαίρα της επιρροής, ο ένας προς τον άλλο.

Νοείται ως μία άλλη μορφή αγάπης
Που οι υπόλοιποι αγνοούν.
Το επίπεδο της επιπλέει μακριά,
Αν και εμπρός από τα εσωτερικά θέλω.

Δεν αξίζω να σε ακούσω;
Η ευκαιρία δίδεται μία φορά. Μη τη χάσεις¢
Απόψε κρατώ ανοιχτό το φως.

Ο φόβος απομακρύνεται με λίγη βοήθεια.
Ακόμη παραπονιέμαι.
Το καλό είπες ότι το θέλεις.
Δεν είμαι ο τέλειος άντρας των στηλών, παρακολούθησης προτύπων.

Ούτε εσύ, το προκλητικό θηλυκό.
Είπαμε, όχι ψέματα.
Και οι δύο λαβαίνουμε κάτι καλό.

Ο εγωιστής να κάνει ένα βήμα πίσω.
Ως πότε θα αφήνουμε τον καιρό να εξοστρακίζεται
Σε συστοιχία φραγμάτων πόνου,
Εμπρός στα μάτια μας.

Τώρα σε σκεπάζω όλο στοργή, με τη κουβέρτα.
Ευχόμενος να είμαστε, του ονείρου η σελίδα.
Ως άνθρωποι.

Μακάρι να κατέχαμε την αθώα ματιά
των μικρών ακόμα, παιδιών.
Καταπονημένη στις φουρτούνες.
Δέσε, κι έλα πλησίασε μας.

Σκάβουν πληγές, τούτα τα χείλη.
Με αίμα στη ψυχή.
Έπειτα, τι περιμένεις.

Τα σημερινά ζευγάρια, δε μιλούν.
Αν ενδιαφερόσουν, θα με καλούσε η ντροπαλότητα σου.
Σου είπα, χαλάρωσε κι απλά ονειρέψου.
Εμάς τους δύο.

Το νέο επίπεδο έρωτα.
Τους συνδετικούς μας κρίκους.
Με σκέπτεσαι τώρα;

Είσαι συνέχεια στο μυαλό μου.
Σα τσακμακόπετρες, ενόσω τρίβονται
Σάμπως και αρπάξει φωτιά, το μέλλον.
Περνά η ώρα, όταν χάνουμε το νόημα;

Μου λείπει το καλοκαίρι.
Το φετινό θα το περάσουμε μαζί;
Η τέχνη είν’ η ζωή μου.

Σ’ ετούτο, δυστυχώς, δεν ταιριάζουμε.
Εκτός αν φυτέψω μέσα σου,
Σπόρους φιλότεχνους, κι εσύ,
Σπόρους δύναμης, και αισιοδοξίας/
Τις βροχερές ημέρες,
τα σαλιγκάρια κατεβαίνουν τους τοίχους. Τους χαϊδεύουν.
Όπως η απαλή σου επιδερμίδα

Στη διάρκεια της χειραψίας μας.
Καστανά είναι τα μάτια σου.
Εξίσου και τα μαλλιά. Μοιάζουμε.
Μακάρι να ‘μουν πιο ταπεινός.

Μήπως κι επιτέλους σ’ ευχαριστούσα.
Δεν υπάρχουν περήφανες οικογένειες.
Μου λείπεις.

Αν ενδιαφερόσουν.
Είμαι ήρεμος. Η επίγεια παραμονή, παρομοιάζεται
Με μνήμες από το BLADE RUNNER.
Όλο και κάποιος κυνηγά. Γυρεύει το τομάρι σου.

Ευτυχώς αύριο δεν δουλεύω.
Μακάρι να βγάλει ήλιο.
Τόση σημασία λοιπόν,

Πρέπει να δείχνει το ένα μέλος, στο ζευγάρι, στο άλλο.
Συ είπες μας σκέπτεσαι έτσι.
Αν σου είμαι πιστός,
το οφείλω αποκλειστικά σε εμένα.

Ούτε στις συγκυρίες, ούτε φυσικά
Στα θέλω ενός δεσποτικού γονέα.
Είναι αργά να ζητάς αγάπη ως γονιός

Όταν αφήνεις πίσω σου οσμή
Κυκλώνα αντιθέσεων. Άκουσε με παιδί μου,
Διαφορετικά είμαι δυστυχισμένος.
Ισχυρογνώμων ανθρωπιστής!

Πλήθος απειλών
Σαν των Αμερικανών η πολιτική¢
Αύριο, καλή μου, σα με δεις,

Θα πεις ότι σου έλειψα;
Ξέρω, δε λειτούργησε η σφραγίδα,
σε κανένα φυλλάδιο δημιουργίας σχέσεων.
Θαρρώ ένα γεια, το άξιζα.

Ή όχι;
Γίνου περισσότερο συναισθηματική και συμβιβάσου.
Αν, με χρειάζεσαι.

Μόνο εσένα αγάπη μου
Μπορώ να σεβαστώ,
Σαν να είμαστε από τώρα, μόνοι.
Σπίτι μας. Δίχως επιλοχίες στο διάβα μας.
Κοσμοκράτορες ή επιστάτες του νου.
Ώ, καλή μου εσύ.
Ηρέμησε,

Και πότισε και των δύο τις καρδιές, με αισθήματα.
Τα λόγια μου, μόνο εσένα αξίζουν να ντύσουν.
Καμιά άλλη δεν με περίμενε όπως εσύ.
Για σένα ότι κάνω, δημιουργεί ομορφιά.

Με τη σκέψη σου, βελτιώνομαι.
Με την καρδιά μου σε είδα,
Όμορφη και απαλή,

Ενός οικείου γέλιου ή μιας ματιάς παρούσης
Ως θρόισμα.
Τριαντάφυλλα και νερό.
Συ βρίσκεσαι εδώ. Η ποιότητα της Ελλάδος

Που προτιμώ.
Κοιμήσου αγάπη.
Χαμογέλα.

Σ’ αγαπώ.
Κι ας με πληγώνεις, σ’ αγαπώ.
Κι ας μη μου διαθέτεις χρόνο, σ’ αγαπώ.
Κι ας αιμορραγεί η σκέψη.

Με δοκιμάζεις στην υπομονή.
Σε φροντίζω μες τη φλόγα της.
Σε δυναμώνει, κι ας σε τονώνω.

Τι είναι η σχέση που σε φοβίζει τόσο.
Δεν γνωρίζω.
Εγώ είμαι άπειρος, συ υπερδραστήρια δυστυχώς.
Πότε αφιέρωσες χρόνο, στον άνθρωπο της ζωής σου.

Σε συγχωρώ.
Όμως ξεχνώντας τα υλικά, τα χαμένα¢
Ο άνθρωπος δεν είναι μόνο χρώμα

Επεξηγείται ως οσμή,
πράξεων και αποφάσεων¢
Οι κόρες των οφθαλμών διαστέλλονται
Ενόσω τις ενδιαφέρει το οπτικό αποτέλεσμα

Της προσοχής μας.
Οπωσδήποτε, κι η ανάγκη του τώρα¢
Μπαλώνω τις κάλτσες

Όπως και τις σχέσεις.
Τις πετώ, πότε άραγε;
Η πραγματικότητα με στειρώνει.
Μου ανήκει όμως και το όνειρο.
Το μοιραίο οπλίζει τη κρίση μου.
Κύμα παφλασμού έντονο, ξεσπά.
Σα χαντάκι και ρόδα που αναπηδά.

Έξαφνα –έσπασε το σύστημα διεύθυνσης;:
Το αντίκτυπο της μοίρας.
Ορμώ. Ξεχωρίζω. Υποτάσσω;
Το μυστήριο, τρέφει την αλήθεια;

Εικόνες. Λεγεώνες από εικόνες.
Ξερές, σαν άμμος υγρή, μα στείρα
Στο βάθος.

Ήχοι. Πικροί. Σαν καφές.
Φίλτρου. Όπως οι κινήσεις σου.
Ότι κάνω για σένα, είναι ρομαντικό.
Αφέσου, κι ίσως το διακρίνεις.

Μη γίνεις το προκλητικό θηλυκό
Που αρνείται την ικανοποίηση των λέξεων.
Την ομορφιά την θαύμασα, δε τη γεύτηκα.

Την ανάσα την έπνιξα σα ανατριχίλα.
Οι καμπύλες διαρκούν για πάντα.
Οι ώρες διαπερνούν το ρολόι μου.
Δεν ησυχάζουν –κουράστηκα.

Ανήκω στις προτεραιότητες σου;
Σου είπα: δεν έχουμε καιρό για παιχνίδια.
Μόνο εσένα φροντίζω.

Ο κόσμος γουργουρίζει από χαρά,
Αν ένα ταίρι επιβιώνει.
Σε μια “εκκλησία” αξιών,
Μάζεψα τα τελευταία καλά παιδιά.

Μην πας αλλού.
Σ’ έχω ανάγκη.
Μ’ ακούς;

Συγνώμη αν σε πλήγωσα.
Όταν μας κρίνουν, να λέμε κι ευχαριστώ.
Κάπου, σε ένα ποσοστό, η αλήθεια
Πλέκει το δικό μας ρούχο της αξιοπρέπειας,

-πρόσεξε το, μήπως και ξηλωθεί
Από σημείο αθέατο. Πρόσεξε καλά.
Γερνάς κάποτε¢

Λεξιλόγια, η καρδιά μου παραβλέπει.
Ένα φανάρι. Η Ελλάδα
Η καρδιά. Η παύση.
Θεατής, ακροατής. Φως και σκοτάδι.
Όποιος δεν αγαπά, δεν αξίζει να ζει.
“Τυφλώνω” τη ζωή για χάρη σου.
Στο τρίτο σκαλοπάτι, δεν είδα “πατούσα”.

Αυτά τα μάτια, κλαίνε ποτέ;
Σου λείπω; Αντέχει ο οργανισμός.
Η ευθύνη;
Η σκέψη σ’ εσένα

Δεν μ’ αφήνει να δω καθαρά. Κυνικά κατ’ άλλους.
Τι ξέρουνε από επίπεδα αγάπης.
Σου οφείλω την προσοχή.

Επειδή η αγάπη, τούτο επίσης, αξίζει¢
Τα λάθη προσελκύουν, κοντύτερα,
όσων το δίπλωμα της ανθρωπιάς
Σφραγίζει ο ήλιος της εξέλιξης.

Οι γυναίκες κεντούν.
Εμπειρίες.
Άχ, έλα καλοκαιράκι, να σε νοιαστώ ομορφιά μου.

Πρωί πρωί, μ’ αγκαλιάζεις ενόσω ξυρίζομαι.
Την καρδιά μου απ’ την πλάτη, αφουγκράζεσαι.
Ήρεμη.
Δεν θα γεράσουμε εμείς.

Τα λίγα που προσφέρεις, για μένα είναι πολλά.
Πονάει ο καιρός σα γλυκαίνει. Ευχάριστα.
Με νοιάζεσαι;

Έλα κοντά να σου ψιθυρίσω
-χαμογελά- σ’ αγαπώ.
Αφήνω τα τραγούδια να μιλήσουνε για μας.
Που είσαι για να τ’ ακούσεις.

Τα δικά σου μου λένε: περίμενε.
Οι άνθρωποι δεν περιορίζονται ως όνειρα.
Εξίσου, εφιάλτες, τους διέπουν.

Πόσο με νοιάζεσαι;
Εγώ;
Αν ναι, θα έπαυα να φλερτάρω.
Δυστυχώς, όταν με κρίνουν

Με ποτίζει η περηφάνια.
Η αναμονή προς συζήτηση,
με καλεί σε στενοχώρια.

Λες (μέσα σου) βιάζομαι
ή ο ίδιος το σχηματίζω;
Τόσα ερωτήματα, κι εσύ
Απούσα.
Ξέρεις τι μου λείπει;
Κείνη η μυρουδιά των πολυκατοικιών
της δεκαετίας του ογδόντα,

ενόσω επισκεπτόμαστε θείους και ξαδέλφια.
Και τότε παρουσιάζονταν στις σχέσεις,
τα ίδια προβλήματα; -αν στερηθώ για πολλές ώρες,
τη χαρά, άμεσα θα σου απαντήσω.

Γιατί αρνείσαι το όνειρο.
-τα λόγια, ποτέ δεν βοήθησαν κανένα.
Εκτός από τους αμαρτωλούς.

Πράξεις δεν είδα, κι ας είπες: περίμενε.
Ο πόνος βαίνει ως βάλσαμο ή αυταπάτη.
Και τότε, αποκτάς
Ανθρωπιά¢

Το βράδυ, προσπαθώντας να κοιμηθώ,
ορίζω το πρόσωπο σου πολύ κοντά
Στο καστανό ημίφως του καθρέφτη.

Ηρεμώ μες σ’ εκείνο το τοπίο.
Πες μου αλήθεια, τι φοβάσαι.
Χάρισε και σ’ εμένα, υπομονή.
Δείξε μου έναν άνθρωπο που δεν έχει ανάγκη από αγκαλιά.

Ορίζω της κρίσεως το πρόσωπο σου,
Στο καστανό ημίφως του καθρέπτη των ψυχών,
Αγαπημένη.

Κλείνω τα μάτια. Ηρεμώ.
Τίποτε δεν με φοβίζει απ’ τα μελλούμενα.
Κάθε σπίτι, φιλοξενεί ένα φάντασμα. Σ’ ένα δωμάτιο γωνιακό.
Όλα τούτα στα γράφω γιατί εσύ ποτέ σου δεν θέλησες

Να διαβείς από εκείνο τον ετοιμασμένο τόπο,
της φροντίδας σου. Τούτο στο προσφέρω ανιδιοτελώς.
Παίρνω βαθιά ανάσα, κλωτσώ τις τοξίνες.

Με θάρρος οπλίζω το χέρι μου
Με άδειους κάλυκες μίσους –τούτο το φάντασμα-
Με πολεμά –στο σπίτι μου-
Μοναχά όταν μου αρνείσαι

Να σε νοιάζομαι.
Σαν στη παλίρροια, έτσι κι ο ίδιος,
Σου αφήνω χώρο και χρόνο

Για να θυμηθείς όσα βιώσουμε.
Είσαι πολύ επίγεια –όχι πως είναι κακό.
Οι ώριμες αποφάσεις ξεκινούν από παρόμοιες αφετηρίες.
Αρκεί να μην ντρέπεσαι για τη δουλειά μου.
Τώρα που μ’ έχεις στα χέρια σου, κράτησε με.
Μελέτησε με.
Θέσε προτεραιότητες

Όπως η φύση δρα.
Ας ακούσουμε κάθε κελάηδισμα.
Με κάνεις να θέλω να γίνω καλύτερος άνθρωπος.
Φαντάσου πόσο χρόνο μου πήρε, έως αυτό.

Καλή μου,
Πλέον πατάς το τρίτο σκαλοπάτι της καρδιάς μου.
Το καλό είπες, το θες –κάνεις όμως κάτι, για να το κρατήσεις;

Διάβασε με σαν ανοιχτό βιβλίο
-το πρόβλημα μου: ήμουν πάντοτε διαθέσιμος.
Κει στην εκδρομή, στέκομαι σε κάθε γωνιά
του δρόμου,

και σε ζωγραφίζω: ζωντανό πλάσμα αξιόλογο
Μες τους πόρους της φύσης.
Αναπνέεις με την ίδια σαφήνεια που μας ενώνει’

Η αλήθεια πονά μα αποδεικνύεται επίγεια.
Όπως κι οι ίδιοι.
Ώ, σε θυμάμαι
Κι ας με σταματά η κυνική λογική της συνείδησης.

Τα εμπόδια υπερπηδούνται, αποκλειστικά με την εμπιστοσύνη¢
Στην εφηβεία μας, συναντούσα καθαρότερα βλέμματα.
Πια, το αγκίστρι σκάλωσε στον πάτο,

Εξαιρετικά δυνατά¢
Ακόμη κι αν με απορρίψεις,
Τουλάχιστον μια γυναικεία ψυχή
Θα με οδηγεί αισιόδοξα.

Άξιζε. Μου είπε: θα είμαστε για πάντα, μαζί.
Ύστερα,
στον ουρανό είδα να τρέμει ένας ήλιος.

Η βροχή συγκρίνεται με τις ώρες, μακριά σου.
Δεν βγαίνω συχνά στο φως –εξαιτίας της έλλειψης,
Διατηρήθηκα νέος.
Το φως: ήσουν εσύ.

Γεράσιμος Μηνάς 2003


Ζωή

Ηρεμία. Σεβασμός. Αγάπη.
Αληθινός εαυτός, μη πρόχειρος.
Σταθερός στις αξίες. Όχι πολλά λόγια.
Μετρημένες επαφές,

Άρα, μη παρεξηγήσιμες
Ερωτικές ή άλλου είδους, προθέσεις.
Ελευθερία –όχι με βουλιμία,
μα μ’ ενδιαφέρον στον ψυχισμό

όσων μας αγαπούν’
εγκράτεια. Όχι στην αγάπη.
Σ’ ότι μας χαλά εντός, κυριότερα.
Ανάγκη. Πως κάποιος φροντίζει για εμάς.

Ο Θεός. Μας αγαπά, Ενδιαφέρεται.
Για το καλό μας. Πατέρας όλων.
Συμπάθεια. Ευθύνη και αρμονία.
Αδέλφια ομόζυγα στην διατήρηση επαφής.

Πάντα θα υπάρχει εκείνο το πρόσωπο,
να μας ειρωνευτεί,
Να μας προδώσει. Εξηγώντας
τις παραστάσεις κατά το δοκούν.

Πάντα θα υπάρχει αγάπη.
Τουλάχιστον, όσο είναι Εκείνος, εδώ.
Όπως και η υποκρισία, μόνο που αυτή
Θα εξακολουθούσε, ούτως ή άλλως.

Η ζωή, μπορεί να σε προσγειώσει
πολύ απότομα, ξέρεις.
Να ζεις με πείσμα κακίας στην καρδιά.
Όπου η φιλοφρόνηση, αποτελεί υποκρισία.

Να βιώνεις τον έρωτα –που αγνά επιμένει;
Όποιος δεν περιμένει, δεν απογοητεύεται.
Να μένεις σταθερός.
Χαμογέλα.

Ένας άνθρωπος πεθαίνει, κι αν δεν
είναι μόνος. Χωρίς αγάπη.
Με τον κόμπο στο λαιμό, δεμένο
σφιχτά, φορές. Πολύ δυνατά.

Η σιωπή είναι ο καλύτερος γιατρός,
ή ο χειρότερος εχθρός που έχουμε.
Έναν πατέρα, μία μητέρα.
Είμαστε ότι είμαστε, γαμώτο.

Κλαίει κανείς, κι από μέσα του.
Με τον πόνο, τον μη εύγλωττο.
Αγάπη σημαίνει, να μη χρειάζεται
να λες, ποτέ, συγνώμη –συγχωρείς όμως.

Στην δουλειά, πρέπει να βαδίζεις
ανεμπόδιστα, από φασαρίες. Ήρεμος νάσαι.
Στην προετοιμασία. Από πριν.
Σαφώς, και στον έρωτα.

Πόσοι εκτιμάνε το ότι είναι υγιείς;
Προσωρινά. Έστω. Κι έπειτα
ο πόνος είναι καρκίνος αθέατος
καλοσύνη παροδική. Ελευθερία ευμετάβλητη;

Μοναξιά. Ώρες νοσοκομείου.
Αναπνοές που δεν ακούγονται.
Μνήμες που δεν αναγνωρίζονται.
Λέξεις άγνωστες ακόμη –πόνος.

Να χάνεις την ομορφιά σου.
Κείνη τη συγκεκριμένη τη πλασματική.
Οι άνθρωποι φροντίζονται και μ’ ένα απλό χάδι.
Ή με το παρών τρόπο, τον οποίο δεν νοούμε.

Όσοι έχουν την υγεία τους, γελούν.
Έως ότου πέσει η πρώτη πυρηνική βόμβα.
Δρόμος άλλοτε γνωστός η σωτηρία.
Ευκαιρία χαμένη. Ελευθερία που δεν δόθηκε.

Τίποτα δεν είναι τυχαίο στην ζωή.
Ούτε και οι συμπτώσεις που θεωρείς τυχαίες
Αν και συνειδητοποιείς το κρίσιμο της παρουσίας τους.
Μια ταινία, η χρονική στιγμή προβολής, τα συναισθήματα.

Εκείνο που έχουμε, που χρειαζόμαστε
Που προσπερνά βεβιασμένα ίσως.
Η αγάπη. Η απόσταση.
Το παρόν.

Τα λεπτά της εργασίας
ή ολόκληρου καθημερινού κύκλου κινήσεων
σα προσαρμόζονται στον ψυχισμό σου;
Οι εργασιακές σχέσεις που απαλύνονται

Επειδή, Εκείνος το θέλησε.
Πιάνοντας σε εξ απήνης, στιγμές, σα συζητάς
μαζί Του, μέσα σου, με ειλικρίνεια ή διάθεση επαφής.
Πόσα επινοεί η ζωή.

Σαφώς όπως η φύση προστατεύει τα παιδιά της
από κατρακυλίσματα ή στερήσεις.
Γνωρίζω κάποια, εξίσου, δυνατή,
στην οποία, είπα αντίο

Ή απλά, ήταν ένα στάδιο, το οποίο
Έπρεπε εμείς οι δύο, να διοχετεύσουμε κρυφές πτυχές
της συνείδησης μας, υπεύθυνοι σ’ ότι αφήνουμε.
Να χάνουμε κάτι υλικό, είναι ηλίθιο.

Ανθρώπινο, ναι, να λυπάσαι.
Να προσφέρεις. Στοργή. Αγάπη ή συμπάθεια.
Κοντινά ή μακρινά. Ότι στερείσαι –προσωρινά ίσως.
Άσε τη ζωή να σε οδηγήσει.

Όταν δεν περιμένεις κάτι, δεν απογοητεύεσαι.
Μακάρι να ‘μουν ικανός, νάμαι πιστός για σένα.
Μα έλα, που η φιλαρέσκεια, κείνης
Της επαφής, σα με αποκαλεί, ωραίο,

Οξύνει τα όρια, ανάμεσα, στο πρέπει μιας καλαίσθητης εποχής,
Αναγκαστικά, και στην ταπεινότητα
Ενός αυτούσιου χαρακτήρα ή συμβολικής παρουσίας.
Όλα αυτά, αν και προσωρινά, είναι αγάπη.

Το κλάμα των ματιών ή το τρέμουλο
των χειλιών, πως χάσαμε κάτι αιώνιο, αγάπη μου.
Αγνό ή μοναδικά συμπτωματικό επεισόδιο του τώρα.
Καθώς το επηρεάζει.

Ορισμένοι, ανοίγονται ίσως υπερβολικά.
Στην δουλειά, στα λόγια, στις εκμυστηρεύσεις.
Έως ότου, ένας προϊστάμενος συλλέξει υπόγεια
τα στοιχεία, και άξαφνα, σου απλώσει μια πρόσκληση

Στο μυαλό σου. Συζητώντας τα οικογενειακά σου!!
Λες κι έχει το δικαίωμα.
Επιτέλους, αποφασίζεις την τυπικότητα
στις εργασιακές σχέσεις’

Όσοι δεν διαισθάνονται πως ελέγχονται από κάπου
-εννοώντας, από τη συνείδηση τους-
Προκαλούν με παρόμοιες συμπεριφορές
Κατάχρησης εξουσίας.

Μόνη αντίδραση, η επιβεβαίωση
της αξίας σου, ότι και μόνος, ναι, τα καταφέρνεις.
Για σένα. Ν’ αγαπάς εσένα.
Να ισορροπείς μέσα σου.

Σαφώς και στη φιλία, κυρίως,
Επειδή μία σχέση ξεκινά έτσι.
Με διαφορετικούς χαρακτήρες, έλκοντας φορές
Ακραία χαρακτηριστικά.

Να θες να χαρίσεις αγάπη: μία παρεξηγημένη
Έννοια, αφού ούτως ή άλλως, αφορά
Τους ετεροφυλόφιλους και μόνο. Τους φυσιολογικούς,
αφού δηλώνει ισορροπία και ψυχική υγεία,

Δίχως αίσθημα κρίσης ή αντιπάθειας.
Υγεία σημαίνει να μην αντιπαθείς κανέναν.
Τότε, αποκτάς ανθρωπιά κι αδελφοσύνη¢
Όσα τα μάτια σου «πιάνουν», συνδύασε τα

με τα εσωτερικά αισθητήρια.
Ίσως, αποκαλύψει για σε η ζωή, πτυχές
να κατανοήσεις και ν’ αποδεχτείς –λυπάσαι.
Κάποια ηλικιωμένη, σα ψάχνει τους κάδους απορριμμάτων.

Δυστυχώς, ο κόσμος διακατέχεται από πονηρό βλέμμα.
Που εκδηλώνει ελευθερία; Ή μοντέρνα άποψη βίου;
Συχνά, όσοι ντρέπονται, αντιμετωπίζουν επιθετικότητα.
Σου είπα, πάντα θα επιβιώνει εκείνος ο είρωνας

Ο εν αγνοία του καλού του¢
Θα ‘θελα, μες το πορτοφόλι μου,
Να ‘χω την εικόνα, κείνης που αγαπώ.
Κείνης της ουσίας, της προσωρινής αιωνιότητας. Της ευθύνης.

Ο δικός μας γάμος, περνά απ’ το χέρι μας
Ως ποιητική επιδεξιότητα και αρμονία.
Όπου οι φράσεις, ναι, συνάμα με το τρυφερό άγγιγμα
Που χαϊδεύει το κάλυμμα της ψυχής, παύει

Την ως τώρα ή ήταν, πραγματικότητα, ή θα υπάρξει.
Τι, άραγε. Ένας ύμνος. Κάτι που δεν εκφράζεται.
Η καθημερινότητα. Η αγάπη.
Όσα δεν αγγίζονται, απλά χαρίζονται.

Για τι, άραγε, δύναμαι, να υπερηφανεύομαι, πια;
Για το νέο τριαντάφυλλο, ενόσω προλαβαίνω
Φρέσκο, το άρωμα του’
Αν ήμουν διάσημος, αδελφή μου, θα με δεχόσουν ξανά;

Έως που, εκτείνεται η επιπολαιότητα
του πείσματος, πες μου, ή της σκληρότητας της καρδιάς.
Συ, είσαι «διάσημη» στη ζωή. Πρόλαβες λες, πράγματα.
Ο ίδιος, τίποτα –μοναχά μια νύχτα,

Χάρηκα. Μ’ εκείνη, στην οποία, είπα αντίο.
Η χιλιομετρική απόσταση δεν έφθειρε, μάθε, το συναίσθημα
της πολύωρης εμπιστοσύνης.
Ήταν σα να την είχα στην αγκαλιά μου –χωρίς έρωτα.

Αγορές. Να προλάβεις τις εξελίξεις. Γυναίκα.
Καλλιγραφία. Φύλο προς φύλο.
Επίδειξη. Ρούχα, αυτοπροβολή προσωπικότητας,
Υπόγεια, λες κι οι υπόλοιποι είναι μάγοι –υποκρισία.

Πως μπορείς και ζεις, δίχως να συγχωρείς –λυπάμαι.
Ποιον χαιρετάς. Ποιον διαλέγεις.
Ποιους αντιπαθείς, και γιατί. Είσαι και συ, είρωνας.
Σε τι, λες, αντίο. Στον Θεό.

Κουράστηκα πια.
Να φλερτάρω, ενώ θα έπρεπε να ειδικεύομαι
στην τέχνη της εγκράτειας, από τώρα’
Πιστός, σ’ εκείνη που θ’ αγαπήσω και θα νυμφευτώ.

Τι είναι για σένα, ο άνθρωπος.
Κάτι που κρατάμε σε απόσταση, μη τον χρησιμοποιήσει
προς ελέγχου μας –μόνη μου λογική, η μουσική.
Δεν μιλά. Δεν χωνεύει. Δεν διώκει. Θαρρώ, εξυψώνει.

Δεν σου οφείλω τίποτα.
Ούτε την διαφήμιση της εμπειρίας που αναμένεις.
Ούτε τίποτα.
Σ’ εμένα, ηρεμία, γαλήνη, οξυγόνο. Υγεία.

Αγάπη.
Μην πιάνεσαι από κάποιον.
Μην γίνεται όλη σου η ζωή. Εικόνα και ήχος.
Άσε τη σιωπή να δουλέψει για σένα

Σ’ ένα λευκό χαρτί.
Πολλά κατορθώνουν να δειχτούν.
Μια καρδιά ενόσω χτυπά έντονα (χωρίς λόγο)
Δηλώνει παρουσία Θεού.

Κείνος δεν καταλαβαίνει. Ποτέ του δεν θέλησε
εκείνο που παρήγε. Μόνο οι τύψεις Τον κατατρώγουν,
Γι’ αυτό και μας βάζει εμπόδια.
Αν άγαμος διατελώ, ας είναι και από την εκκλησία σου’

Η κακία των ανθρώπων, ήταν, είναι, και θα υπάρξει.
Η φιλία είναι κοροϊδία. Αποκούμπι της μοναξιάς.
Οι ζωγραφικοί πίνακες, άγονοι απ’ οξυγόνο
Γόνιμη η φύση του φυσιολογικού και η έκκληση προς βοήθεια¢

Κάθε φορά, σα συναντώ βαμμένα χείλια
-ιδίως σε ηλικιωμένες- μια απέχθεια, παντρεμένη με λύπη,
Τη στολίζει, για την κατάντια της φύσης.
Σαφώς, στη φύση ανήκει κι ο άνθρωπος.

Μια μελαγχολία, αρρώστιας θανάτου
Ως κρυφός καρκίνος, ή ως πέπλο νοθείας ζωής
Με περιτριγυρίζει. Σα μια αλλοιωμένη, καμωμένη μάσκα.
Τι ν’ αγαπήσω; Αγνοώ. Όλα γυαλιστερά –θαμπά όμως.

Καμιά γυναίκα δεν μ’ αγάπησε. Να το πει, εννοώ.
Τέτοιες σκέψεις, συμφωνούν, στα τριάντα σου.
Ήξερα κάποτε, μια Ζαχαρένια, μια Μίριαμ, τη Δώρα,
μια Μαρία, μια Αλεξία στα μικράκια μου (χαμογελώ).

Ήρθαν, πέρασαν, σκόνταψαν, έσκαψαν. Προσπέρασαν.
Εμένα, ως Ελληνική, μικρού μήκους, ταινία
Ή ασπρόμαυρα καρέ, όπου η αγνή αγάπη
Εκπεμπόταν, μόνο από μέρους μου. Αιώνια τσακισμένος ιππότης.

Ότι ζητάμε, δεν το έχουμε. Τα προσωρινά.
Ορισμένα, αφορούν μόνο εμένα. Δεν πρέπει να ξέρεις.
Που η κατρακύλα οδηγεί.
Στο ψέμα, στο βιασμό, στο σχίσμα της θανάσιμης στιγμής.

Πόση αγάπη είχε η μάνα, σα γεννήθηκα
Και πια, το πείσμα της μη συγχώρεσης, της έμεινε.
Τι χρώμα έχει η λύπη να στο ζωγραφίσω;
Να λες μα να μη λες. Να συγχωρείς –ως πότε¢

Υποστηρίζουν, αν θες να βοηθήσεις, βάση
του ελεύθερου χρόνου σου, κάντο,
Είτε επισκεπτόμενος, μοναχικούς ασθενείς ή ανακαλύπτοντας
το εύρος, κείνου που θεωρούσες μοναξιά.

Ποια βοήθεια όμως, τιμώνται, όσες στερηθούν
Το αγέννητο τους, την Κρίσιμη ώρα της σύναξης
των Αγίων. Ποια παιδιά, θα θεωρήσει Εκείνος,
Πιο Άγια;

Κοιτώ τον γαλάζιο ουρανό, πιο θαμπός απ’ τα χτες¢
Ως πότε θα ‘χει ξαστεριά, δίχως το έλεος Σου;
Ποτέ δεν μ’ άφησες να πράξω το έργο σου, όπως ήθελα,
Προτιμούσα θα πει, κάπου αναρριχόμενος

Σα δε αντιμετωπίζω κάθε ψυχή, ως ίση.
Σαφώς τότε, έναν με ειδικές ανάγκες,
Επειδή, λέει, κείνος δεν θ’ απλώσει ποτέ, το χέρι του
Στο σκοινί: μιας δημιουργημένης οικογένειας. Σαφώς, όπως ο Χριστός¢

Ποιος αντέχει την ηρεμία, περισσότερο από εμένα.
Τα ρούχα της μαμάς στον διάδρομο, σα μυρίζουν ιδρώτα.
Το στίγμα της ζωής, σ’ ένα μοναδικό σημείο στην αυλή.
Στα ελάχιστα εκατοστά ενός ανοιγμένου τριαντάφυλλου¢

Ακόμα και τα ζώα, αναζητούν παρέα. Ανθρώπινη.
Αν δεν το δέχεσαι αυτό, δεν γνωρίζεις τι εστί, μοναξιά.
Ένας βίος μονήρης, καγχάζεις, δεν σου έτυχε.
Δεν υπολογίζεται στα όνειρα σου.

Λυπάμαι.
Τη συννεφιά δεν τη μπορώ,
Το κρύο το αντέχω.
Η ευθύνη με φοβίζει.

Η ελπίδα είναι παραμύθι.
Το τώρα είναι εφήμερο.
Κοίταξε τον ουρανό και θα καταλάβεις.
Στη ζωή, οι έμπειροι ρίχνουν άγκυρα. Οι άπειροι, τι;

Φυσικά, έχω παρεξηγήσει παρουσιαστικά προσώπων,
τα οποία δήλωναν φασισμό!
(Δηλαδή, εκτός των δικών μου ορίων κατανόησης).
Συχνά, έχουμε την εντύπωση, πως όλοι

Πρέπει να εναρμονίζονται με την κατάσταση μας.
Χαρωπή ή καταθλιπτική’
Ποιος θα ‘πρεπε άραγε να ντρέπεται.
Κείνος που ξεστόμισε, άσκοπα,

Μια πολύτιμη έννοια, συναισθηματικής φύσεως.
Κείνος ο οποίος δέχτηκε κάτι
Που πράγματι είχε ανάγκη,
Αλλά, δεν το ‘θελε ή δεν το περίμενε

από το συγκεκριμένο άτομο.
Ή, κείνος που κατέχει το αντικείμενο της αγάπης,
Ως εκδούλευση, νοθευμένο.
Πάραυτα, η μη λογική της γλώσσας,

Παραμένει,
Καθώς και η καρδιά (η πιπίλα κείνου του μεγαλόσχημου).
Δεν θα γίνει, ότι, όπως και όποτε, θες, Εσύ,
Στην ζωή μου. Όχι σε τούτον τον αιώνα, μάθε.

Έπειτα, πλακώνει τα σπλάχνα,
η παλιά, βαρετή μελαγχολία.
Φίλη μου Παγώνα, που να είσαι, δεν γνωρίζω.
Πιθανόν διαπλέεις της θάλασσας τα πελάγη,

Με τα μάτια, τυλωμένα, γαλάζιο.
Τι εύκολο, το να ονειρεύεσαι.
Ανθρωπιά. Κοντινά, δίχως ερωτηματικό.
Κείνη, τόσο ντελικάτη.

Αέρινη μορφή καταδίκης
Στης φύσεως την φυλακή.
Σ’ αφήνω μόνη και λυπάμαι. Εσύ;
Ηρεμία, γαλήνη. Λεπτά εργασίας σα νοικοκυριού ασχολίες.

Όλες οι γυναίκες είναι όμορφες.
Κι η καρδιά μου από λουλούδι σε λουλούδι’
Παρέα χρειάζονται οι άνθρωποι
Συ, το λες έρωτα. Εγώ το λέω αγάπη

Έτσι είναι η ζωή, δυστυχώς. Αγάπης
από λουλούδι σε λουλούδι.
Τώρα αντιλαμβάνομαι το κενό του σ’ αγαπώ
Δίχως ουσία, βάθος ή κατάληξη

Κάτι, που όλοι σήμερα, αποφεύγουν ως κατάρα –την κατάληξη.
Τι μπορώ να εξηγήσω; Δεν προλαβαίνω.
Ένα χαμόγελο, αν είναι στ’ αλήθεια, με νόημα.
Εννοώ, αληθινό ή ειρωνικό.

Στο είπα, μη ξεχνάς.
Πάντα θα επιβιώνει ο είρωνας ή
Η μάχη των φύλων,
Που μ’ ένα ανούσιο φλερτ, λες, ξεχνιέται.

Σα φαγητό, αρεστό στα μάτια,
Μα, σα χαθεί κυριολεκτικά, μέσα σου
Απ’ το βάρος,
Παρακαλείς να μην είχες ενδώσει –ήταν υγιεινό;

Θέλω να μιλήσω, μα καταπιέζομαι.
Να καγχάσω στο χάρισμα, μήπως και το ειρωνευτώ.
Σάμπως η ταπεινότητα να ΄ναι στο πολύ
Ή στην ανεκτικότητα του προϊσταμένου.

Η ώρα διαβαίνει.
Τα μέλη καλπάζουν.
Τα μάτια μοιχεύουν. Τα δάκρυα,
Δεν στάζουν –για μένα¢

Οι νέοι, δεν ξέρουν τι να κάνουν με τα νιάτα τους
Εξίσου και με το λέγειν τους. Διεφθαρμένος αυθορμητισμός.
Σαφώς και το άσκοπο φλερτ, τόσο ανούσιο
Όσο οι συνέπειες της απεργίας, στους δρόμους

Σε όγκους απορριμμάτων.
Μόνο οι άνθρωποι τα πράττουν αυτά
Σαφώς, όπως βάφουν τα μούτρα τους.
Από χώρα σε παράδοση, κι από γειτονιά σε καρδιά.

Αντιπάθεια, προκαλεί κι η αναφορά, αποκλειστικά,
Των κακών στη ζωή, σα μονόδρομος –χωρίς διαφυγή;
Εγώ που δεν συζητώ με κανέναν
Σαφώς, επειδή είμαι δύσκολος –κι όχι εφήμερος.

Έχω το στυλό, το χαρτί, τον υπολογιστή.
Στο δρόμο, το σπίτι, τη δουλειά.
Λυπάμαι τους είρωνες, καθώς και τους ξερόλες.
Ν’ αρέσκεσαι στην αλήθεια –μη τρέμεις τη γλώσσα μου.

Μήπως κι εκείνος ο φιλάρεσκος βραβευμένος,
Λογοτέχνης (γελώ) στην τηλεόραση, έχει αυτογνωσία;
Σαφώς, όχι.
Αποκλειστικά φιλαυτία και υποκρισία επ’ άπειρο¢

Ντρέπεσαι για το φύλο σου;
Κρύβεις τα «εξογκώματα», καλά;
Αγνοείς αν σε δέχεσαι;
Προβληματισμοί, προϊόν μιας σιχαμερής κοινωνίας

Κι ενός Κρατικού ανήθικου φασισμού.
Οι νέοι είναι τα θύματα της γύμνιας του κράτους.
Ολούθε γύμνια.
Κάθε πόλη και αναρχία’

Μόνο όσοι ξυπνούν για δουλειά –εντός ή εκτός-
Εννοούν την ομορφιά της ζωής –παλεύεις
Για την αξία σου, για σένα, κι ίσως και γι’ άλλους.
Τους κατέχοντες φανφάρες και αξιώματα¢

Δεν δείχνω έλεος στο κακό. Ούτε και σ’ εμένα, φορές.
Φορές, θα χτύπαγα και άνθρωπο –μα ευτυχώς,
Παραμένει ακόμη (λόγω έλλειψης μυών), σκέψη¢
Η φιλία, ναι, είναι σημαντική.

Ένα σπίτι στις όχθες του Αγίου Λαυρεντίου
Με σφεντάμια κόκκινα, ροζ, πορτοκαλί,
Πράσινα, κίτρινα, στο Κεμπέκ, είναι
Ότι, Ονειρεύομαι, ναι, γιατί, αγαπώ τη ζωή.


Τέλος

Γεράσιμος Μηνάς 1995 - 2006

επτά Ημέρες

Αν θα ‘πρεπε να κρατήσω σημειώσεις για κάτι,
θα ήταν από το επικείμενο μέλλον μου.
Τους ακατάδεκτους, λένε,
Κανείς δεν προθυμοποιείται να εξευγενίσει.
Σα να του απόμενε λίγη διάρκεια ζωής,
Κατά την οποία, οφείλει να δει κάθε στιγμή
Όχι ως τελευταία, μόνο πολύτιμη.

Ποιο ρεαλιστικό πρότυπο,
Εκτός της αγάπης προς τον εαυτό μας,
Κινητοποιεί την βελτίωση μας,
Εκτός από την αγάπη.
Περιμένουμε ότι θα μας γνωρίσουν.
Μόνο, για χάρη του, ετοιμαζόμαστε. Όταν
αυτή η διάθεση απομακρύνεται, υποχωρούμε.

Αρκεί, αξίζει, να δουλεύει κανείς,
Για την απλότητα οποιονδήποτε τρεχουσών
ευκολιών, παρέχουν τα χρήματα
Να καταναλώνουμε την ημέρα –την υπόλοιπη
Άραγε, πως; Με τι κουράγιο γεννάμε
Κι άλλο ρεαλισμό –προς επαφή- οδεύοντας
Παράλληλα, με το αν θα ζούμε έως την σύνταξη.

Εξακολουθείς να επιμένεις
στην ευκολία των δικών σου αποφάσεων;
Αρκετά συχνότερα, πιστεύω, πως άποψη, έχουν πλέον,
σ’ ετούτο τον τόπο, οι πτυχιούχοι, μόνο.
Συνθλίβουν με την “μπότα” του είναι τους
οποιεσδήποτε φιάλες οξυγόνου, ανοδικά,
Προς την επιφάνεια.

Συζητώ, γιατί δεν έχω να κάνω τίποτα,
Οι ώρες να μη με κοιτούν. Να μη με σέβονται.
Αφήνομαι, ηρεμώ, μα γρήγορα οξύνω τα πνεύματα.
Γιατί, ενώ τόσοι κομματιάζουν τα αγέννητα μωρά
Δε βρίσκουν να φάνε, να πλυθούν, να βοηθηθούν,
Εμάς που μας απορροφά το σύστημα,
Να μην συμβιώνουμε μέσα στο ίδιο μας το σπίτι.

Πάντα θα συζητώ, στην παρέα,
Τα ίδια πράγματα; -νομίζεις σε αποφεύγω.
Πάντα τα μάτια σου θα μ’ ακολουθούν,
Δεν θα διστάζουν –όπως οι πράξεις.
Έπειτα θα επιστρέφεις στο νόημα της ζωής,
Συμπερασματικά, όχι επειδή το εννόησες.
Τώρα στα τριανταδύο σου κατάλαβες τι σημαίνει.


Μακάρι να έμενα μόνος,
Ώστε να σε προσκαλώ.
Να δίνεις νόημα στο απόγευμα. Να με σέβονται
οι ώρες. Να γιορτάζει η ζωή. Η αγάπη. Το καύσιμο
του οξυγόνου, να δέχεται την παραχώρηση.
Αναπνέει όπως κι εγώ.
Συ θηλυκό, εγώ αρσενικό.

*

Σε στιγμές ηρεμίας, ξεχνάς το παρελθόν.
Να λυπηθείς. Αυτόματα,
η ψυχή σε ανάταση προσανατολίζεται.
Δεν υφίσταται υπολογισμός.
Τα λεπτά καταγράφουν, αιώνια,
Γαλήνη και πραότητα.
Τι να υπολογίσω, ενώ βαθαίνει η ελπίδα;

Μια καλή σχέση, διατηρείται με πόνο και κόπο,
Σαν τη δουλειά, που μαθαίνουμε να υπομένουμε.
Ευχαριστώντας, για τις ώρες της ονειροπόλησης,
Επιθυμώντας τη διαφυγή, μετακινούμενοι στην
πόλη. Μακάρι, τούτο το λεωφορείο,
Να διέσχιζε περισσότερες δεντροφυτεμένες
περιοχές. Τούτο, πηγαίνει στη “θάλασσα”: Χαρά.

Πόσο δυστυχισμένοι πρέπει να είναι
Ώστε να έχουν τα κότσια να κοροϊδεύουν.
Ενίοτε όλοι μοιάζουμε μεταξύ μας.
Να σ’ αγαπούν κι ας μη σε ορίζουν.
Με όλα τ’ αγαπημένα μας πρόσωπα.
Νέα, όπως παλιά. Όπως πάντοτε.
Κι ενώ φυσά, ο ήλιος φαίνεται πιο φωτεινός.

* *

Αμυδρές αμυχές η δραστηριότητα της δουλειάς
που δεν μου αρέσει, στην ψυχή μου.
Αμυδρές, τώρα, επειδή είναι Καλοκαίρι.
Ξηρασία από εικόνες ωκεανού, αυτή η ζωή
στην πόλη. Το χρώμα τ’ ουρανού, ποιος το κοιτά.
Στη θάλασσα, παρέα, πού θα βρεθεί.
Παρέα δική μου, για μια ζωή.

Η έξοδος, πράγματι ανανεώνει.
Ο νους πλάθει τα πιο χαριτωμένα όνειρα.
Προβληματισμοί, σίγουρα,
όχι στο καθημερινό πρόγραμμα.
Ο κόσμος στις διαθέσεις του αέρα.
Σε επτά ημέρες, δημιουργημένος.
Τόσος χρόνος, σε διαθέσεις και πράξεις.

Πως με ευχαριστούν τα χαρούμενα πρόσωπα.
Οι άνθρωποι μπροστά στα δέντρα.
Οι εικόνες ανέκαθεν με συνάρπαζαν.
Συνδυασμένες με μουσική το καλοκαίρι.
Μια εποχή, όπου δεν πρέπει να εργάζεσαι.
Μόνη έγνοια η περιπέτεια στην άμμο
κι ακόρεστη όρεξη για αγάπη.

Το βράδυ,
Καταλήγεις κάπου δροσερά.
Με θέα, το δικό μας, απέραντο γαλάζιο,
Τα βράχια, τα βουνά που σταματούν στη θάλασσα
Η οποία έθρεψε το γενεαλογικό μου δέντρο.
Το δικό τους χαμόγελο.
Με τα ίχνη των ποδιών τους, νοερά πάνω στη γη.

Πως επικαλείται η αυτοεκτίμηση την αγάπη,
έχοντας χρησιμοποιήσει λόγια ελπίδας
και ψυχικής ανάτασης. Λόγια συνένωσης
και πίστης στον εαυτό μας.
Καταραμένοι οι γονείς που βρίσκουν δουλειά,
οι ίδιοι, στα τέκνα τους, μη αφήνοντας τα
να ωριμάσει η προσωπική τους ελπίδα.

Πώς να περάσουν στην πληγωμένη ψυχή
αυτού του ανθρώπου, οι επτά ημέρες,
Με ποιο σθένος η απόφαση για δραστηριότητα
Εκτός ανεργίας, θ’ αναδυθεί, Να διαλυθεί
η πίεση, ν’ ανακατευτεί με νέο οξυγόνο,
ελπίδας, κείνης που επικαλείται
η αυτοεκτίμηση, χάρη στην αγάπη.

Όλα αυτά, λοιπόν, τα πέρασες
γα να μάθεις να πιστεύεις σε εσένα,
κύριος του εαυτού σου και της τύχης σου,
Αν όχι ακόμη προσαρμοσμένος στη λιτότητα,
Τουλάχιστον, εμβαθύνοντας στο νόημα
Του δώρου της ζωής, χάρη στο οποίο
Οι επτά ημέρες είναι εξίσου, όλες σημαντικές.

Καθ’ ένας για τον εαυτό του.
Οι γονείς να μη μιλούν,
Ούτε να επεμβαίνουν. Μήτε να συγκρατούν,
ακόμη, τα παιδιά με το ζόρι στον τόπο καταγωγής
Αν εκείνα επιθυμούν μια αλλαγή,
Μια νέα πιο αισιόδοξη στάση βίου, παράλληλου
μ’ εκείνο που του ‘δειξε πιότερη στοργή.

Η ζωή είναι συζήτηση μ’ έναν ηλικιωμένο.
Συζητάς, μα δε συγκρατείς τα μηνύματα.
Σου φανερώνονται σα μάθημα
Τάξεων ενηλικίωσης. Ωρίμανσης.
Όμως, όπως όλοι, διαφέρουμε.
Ανέκαθεν προϋπήρχαν οι αγενείς,
Οι αχάριστοι στο δώρο της ζωής.

Βολεμένοι στη φιγούρα και το φούσκωμα.
Δυσεύρετοι, πλέον, οι ήπιοι, οι ντροπαλοί
–για τους άλλους οι εξασθενημένοι
από άμυνες και ρεαλισμό.
Έτσι αποκαλούν, όσους εκτιμούν που έχουν φίλους’
Έστω κι αν συναντούνται, αραιά,
Μα μιλούν, στέκονται. Συμπαραστέκονται.

* * *


Πως πλησιάζω σ’ αυτό,
Οργανώνω προληπτικά το αντίκρισμα,
Πράξεων και ομιλιών, κάθε ημέρα,
Πάντοτε αυθόρμητοι, εν προκειμένω.
Πόσο εύκολα ξεχνάμε –και καλώς-
Τον χρόνο, πριν τις επόμενες στιγμές.
Τόσες δεκαετίες –μήπως και σε δυσκολίες;

Κάθε μέρα που ξυπνώ, χαίρομαι
-χάρη στις ευκολίες, στη συγκίνηση τους.
Μήπως χρειάζεται να σκεφτώ,
Να συλλογίζομαι, κάθε νέα εβδομάδα,
Σαν μία τελευταία ευκαιρία,
Σ’ αυτόν τον κόσμο, όμως, για εμάς,
Κι όχι υπό καθεστώς τρόμου και Υποταγής.

Χωρίζω τον δικό μου κόσμο, προσωρινά:
Τα υλικά δεν φέρνουν την ευτυχία,
Το χρήμα όμως, μια σταθερότητα.
Ασφάλεια. Όχι εξηγήσεις.
Κοιτώ τον κόσμο αυτό.
Άραγε ανήκει σε ήπιους ή σε αγενείς.
Στο πρόγραμμα των επτά ημερών ή όχι.

* * * *

Γιατί φτάνει στην πόλη,
η μυρουδιά της θάλασσας;
Μην είναι η μοίρα, στεφάνι από λουλούδια.
Γιατί δεν κάνω τακτικά έλεγχο στον οργανισμό
μου. Φοβάμαι μη με χάσει η αγάπη μου, ξαφνικά,
Προτού μας προλάβει
το στεφάνι το αραχνοΰφαντο, της αγάπης.

Όταν σκέφτομαι πως θ’ αγαπηθώ,
δακρύζω μέσα μου, και η συγκίνηση
Χαράσσει το πρόσωπο μου.
Χαμογέλα αγάπη μου, κι είναι σα να φυσά,
εν μέσω καύσωνα, και έλλειψη στοργής
Ή εκτίμησης.
Αυτοεκτίμησης.

Κίνητρο για ζωή,
που σου δίνει η αγάπη’
Ο κόσμος κινείται στους δρόμους.
Πλάτες και πρόσωπα.
Κινήσεις, πείνα και δίψα. Κόπος και αγωνία.
Επτά ημέρες. Τόσος χρόνος.
Σε διαθέσεις και πράξεις.


ΤΕΛΟς

Γεράσιμος Μηνάς 2004