Το Blog της αγάπης

Αγάπη για ποίηση και για άξια αξιοπρέπεια στις γυναίκες

Monday, December 03, 2007

Ήλιος

Είδα τα χαραγμένα χαρακτηριστικά
Του ανθρώπου.
Σαν φαγωμένα δίχτυα στην προβλήτα.
Σαν καυτός ήλιος στο χώμα,
Καίγοντας τα γυμνά πόδια.

Η γνωριμία ενός ανθρώπου
Είναι όπως το πράσινο λεμόνι
Αφήνοντας το στο τραπέζι,
Παρατηρώντας,
Σε πόσες ημέρες, θα κιτρινίσει.

Στον καθένα αξίζει η εποχή
που διανύει.
Οπότε,
Μην επιθυμείς επιστροφή
Αγαπημένων σου προσώπων.

Όπως υποκρίνεσαι
ότι είσαι κάτι άλλο
Από εκείνο
που θα έπρεπε να είσαι.
Με την ίδια ευκολία

που το ένα δέκατο του παγόβουνου
Καταφέρνει να στέκεται στην επιφάνεια’
Ευτυχώς ο άνθρωπος
Δεν ξέρει, πως θα αισθανθεί, αύριο.
Τι θα πει, τι θα εκφράσει.

Ποια στιγμή,
Απόλυτα ειλικρινής,
θα σκύψει στο πρόβλημα τους,
Αναμένοντας
μια δροσερή αύρα.

* *

Το φως από το ανοιχτό παράθυρο
Είναι ο άνθρωπος
που μου μιλά.
Επικοινωνεί μαζί μου.
Αρκετοί άνθρωποι,

Έχουν περάσει το σημείο
Χωρίς επιστροφή.
Δεν φταίνε, όμως, οι ίδιοι.
Ούτε οι βαμμένες εταίρες
που κυκλοφορούν ανάμεσα μας.

Παλαιότερα ξεχώριζαν.
Πλέον,
Κανείς δεν τις αποφεύγει.
Αντίθετα,
Διοργανώνουν διαγωνισμούς.

* *

Δεν μου αρέσει να ακούω για μοναξιά.
Ούτε να μιλώ για εκείνη.
Έτσι, πιστή,
που είναι.
Σε αντίθεση με το πραγματικό φύλο.

Και τις πικρίες
που μου ‘χει σταλάξει.
Σαν κρύο ντους, χειμώνα,
Κατά την προπαίδευση,
Σε περίοδο κατάταξης.

Σαν τσιμέντο
που στρώθηκε
Σε μια όμορφη πλαγιά.
Άλλοτε καλυμμένη
Με λιτά ξερόχορτα.

* *

Οι άνθρωποι.
Δεν σέβονται τίποτα, πλέον.
Δεν έχουν λόγο, να σεβαστούν.
Τους ενώνει η στέρηση,
Ενώ έχουν τα πάντα.

Τους αποκαρδιώνει ο χρόνος
Που περνά,
Οπότε,
Προφασίζονται την διατάραξη
Ως μέσο, προσωρινό,

Για την κρυφή τους κατάθλιψη.
Ζωηροί και “παμφάγοι”.
Ψυχές,
που εύχεσαι, πολύ άμεσα
όπως κι οι ίδιοι, για σένα,

Το χειρότερο.
Το μίσος μας ενώνει.
Μα αν ξύσω
Την φλούδα του λεμονιού τους,
Θα βρωμίσει όλο το δωμάτιο.

* *

Αρκετά, σας ανέχτηκα,
Γυναίκες’
Το κράτος,
Που πολεμά τον πολιτισμό,
Με ελλιπή κονδύλια.

Τους άγγλους
που δεν χρησιμοποιούν το Ευρώ.
Τη διαστροφή και την ηθική,
Μαζί!
Την γειτονική ταβέρνα,

που δεν σέβεται τους γείτονες.
Αρκετά ανέχτηκα
τους φελλούς,
Που ακόμη επιπλέουν.
Αρκετά ανέχτηκα

Το θέλω, με το: Δεν μπορώ.
Το πρέπει, με το: δεν μου χρειάζεται.
Τα λόγια τα μεγάλα.
Τον μη σεβασμό στο περιβάλλον.
Χαρτιά κατεστραμμένα, με αερολογίες.

Να μην έχουν οι άνθρωποι,
Τα άκρως απαραίτητα,
Στην ζωή.
Σπίτι, έπιπλα, τροφή.
Εργασία.

Αρκετά ανέχτηκα την προκλητικότητα,
Τον εμετό της αδιαφορίας.
Να μην χαίρομαι μια ηρεμία,
που ταιριάζει, εποχιακά,
Στον λογισμό μου.

Δυστυχώς,
Εξακολουθώ να ανέχομαι
Την παγκόσμια φτώχεια.
Την ασιτία
Της ψυχής.

* *

Ο ήλιος κρύφτηκε
Πίσω από μουντά, γκρι, σύννεφα.
Εν μέσω καλοκαιρινής μπόρας.
Δροσιά πολύτιμη.
Πόσο την είχα ανάγκη’

Η ζωή, σαν γειτονιά,
Αποδεικνύεται κάλπικη λίρα.
Ενόσω οι απλοί άνθρωποι,
βαπτίζονται άνθρωποι,
Με απλήρωτους λογαριασμούς.

Να τουρτουρίζεις τον χειμώνα,
Να διψάς το καλοκαίρι.
Να μην έχεις το προβάδισμα
στην συνομιλία,
Τηλεφωνώντας σε κάποιον.

Καλοκαιρινή μπόρα.
Σαν Φθινοπωρινό βράδυ.
Μελαγχολικό.
Σαν βρύση
όταν στάζει, ηθελημένα.

* *

Κάποτε η Αθήνα,
ήταν γεμάτη δέντρα,
Νεοκλασικά. Κτίρια, θαύμα αρχιτεκτονικής.
Όταν οι άντρες,
Έδειχναν έλεος σε γυναίκες.

Σαν Φθινοπωρινό απόγευμα.
Όπου δυστυχώς,
Ο Ήλιος δύει νωρίτερα.
Βαπτίζοντας,
Ρομαντικά,

Τις ώρες της περισυλλογής.
Δροσιά πολύτιμη.
Μελαγχολική.
Συγκινησιακά φορτισμένη.
Ο βασιλικός, ποτίστηκε αδρά.

* *

Δροσερό βράδυ.
Μόνο το σώμα μου,
Ζεσταίνει το στρώμα.
Άραγε,
Πως διατηρείται σε συγκεκριμένη θερμοκρασία.

Πως διατηρείται η αγάπη.
Η ωρίμανση του πράσινου λεμονιού.
Δραστηριοποιείται’
Η ζωή δυστυχώς,
Δεν έχει ήχο surround.

Περισσότερο θυμίζει κρύα χειραψία.
Ασφουγγάριστο πάτωμα.
Το μόνο που δέχομαι,
Είναι η απόγνωση.
Τούτο, φωνάζει ο κόσμος –τέλμα.

Παρόλα αυτά,
Καλούμε τις μικρές χαρές.
Τις μοναδικές,
Όσο ζούμε ακόμη.
Μη πεθαίνοντας
Σε κάποιο λεωφορείο,
Νέοι
Ή γηραιότεροι.
Μη προλαβαίνοντας,
Λίγες χαρές ακόμη.

Λίγες αγκαλιές ακόμη.
Όλους μας πιάνει η ανάγκη,
Να αγκαλιάσουμε το μαξιλάρι,
Έστω, για μια φορά.
Μια φορά, σαν συναυλία,

Με έναν κοινό σκοπό,
Πραγματικής φιλανθρωπίας.
Πραγματικής ευγνωμοσύνης
Στην ανθρώπινη υπόσταση.
Με θετική σκέψη.

Εμείς,
που βιώσαμε την πτώση
Του τείχους του Αίσχους,
Ενόσω χώριζε,
Δύο Γερμανίες.

Εμείς,
που απαιτούμε,
Τροφή για όλους,
Αναλόγως όπως κυκλοφορεί το αίμα
Στις καρδιές μας.

Η συγκίνηση,
Από τις καρδιές μας.
Εμείς,
Που δεν ζήσαμε, Βιετνάμ.
Ή το τέλος του κόσμου.

-παρά λίγο.
Έβλεπες ήλιο και τότε.
Αστέρια. Βίωνες εκλείψεις.
Παλίρροιες. Πνιγμούς.
Θανάτους.

Μακάρι να ζούσανε όλοι.
Ενωμένοι, όμως,
Όλοι.
Μακάρι να είχαμε να διηγηθούμε
Στα παιδιά μας

Περισσότερα, ειρηνικά,
Σημαντικά πράγματα.
Μακάρι να μην ήσουν,
Μη μπολιασμένο κλαδί.
Μακάρι να σε έβλεπε ο ήλιος.

Μακάρι να μην χόντραινε η φωνή σου
Λόγω τσιγάρου.
Μακάρι να μην χτυπούσαν
Τα παιδιά του, οι γονείς’
Οι ημερομίσθιοι

Δεν έχουν, πλέον, την δύναμη
Να λύσουν το οικονομικό πρόβλημα
Της παγκόσμιας φτώχειας.
Μόνο οι εξουσιαστές.
Που δαπανούν, μόνο, νόμους.

Διαγράφοντας
Ή επιτρέποντας,
και άλλα χρέη.
Σημαντικές στιγμές,
που αύριο ξεχνιούνται.

Όχι,
Αν προσπαθήσουμε,
Η συγκλονιστική στιγμή
Ενόσω ένα κορίτσι,
που μόλις και θα πέθαινε,

Στην “μακρινή” Αφρική,
Πλέον,
Κατέχει πτυχίο πανεπιστημίου. Ναι.
Τι πιο συγκλονιστικό,
Απ’ το να σε βλέπω να χαμογελάς.

* *

Προνόμιο να είσαι άνθρωπος.
Όχι αιώνιο πλάσμα.
Βιώνοντας, έστω και μόνος,
Παγκόσμιες αλλαγές.
Η φωνή σου δεν ακούγεται.

Όλοι επιθυμούν, ναι, κάτι καλύτερο.
Τη λύση.
Ζήστε.
Πριν τον εμβολιασμό.
Του θανάτου.

Δωρεάν για όλους.
Μαζί.
Προνόμιο να είσαι άνθρωπος.
Άφταστο,
Πράσινο λεμόνι.

Γεράσιμος Μηνάς 2005


Η φύση υπήρξε

Χρυσά φτερά πεταλούδας,
εμπρός στου ήλιου το συναπάντημα,
Το δίχως αφύσικους ήλιους,
Εστίες πυρκαγιάς
Που σα να παλεύουν με τη γη, οι φλόγες.
Σαν τέρατα, σημεία στο έδαφος,
Που χορεύουν αλαφιασμένα,
Μαυρίζοντας τα χρώματα,
Που πλέον δεν αποπνέουν αρώματα.
Δεν ακούς σούρσιμο στο έδαφος.
Δεν αναζητείς με το βλέμμα ή τα δάκτυλα,
Κουκούλια,
φωλιές,
Κίνηση.

Μαυρίζει το τοπίο. Χάνεται.
Δεν μαγεύτηκες, δεν απόκτησες καν,
οικολογική συνείδηση.
Δεν είδες το αέρινο πέταγμα της πεταλούδας.
Δε στάθηκε στο εσωτερικό της παλάμης.
Συ ήθελες τη φύση,
μόνο σε περίοδο διακοπών.
Με τις πρώτες βροχές,
Τη μίσησες περισσότερο.

Δεν βρήκες, είπες, νόηση, εκεί.
Δεν ξέρουνε γράμματα, τα ζώα,
Γι’ αυτό.
Κι όμως η γνώση είναι φυτεμένη,
Καθώς το χελωνάκι,
Προχωρά κατά το νερό.
ο ουρακοτάγκος,
Προστατεύεται από τη βροχή,
Καθισμένος κάτω από δέντρα.

Δεν έχει τηλεόραση, η πανίδα.
Δεν αλλοιώθηκε.
Παρέμεινε δυνατή στις συνήθειες,
Καθώς οι στρόβιλοι,
των τυφώνων,
Οι “εκρήξεις” των αστραπών, στα σύννεφα,
Που φορές, σκέπτεσαι:
Πολύ χαμηλά, κάθισαν.

Ρίχνοντας, κατά τόπου,
σκιά,
στο μεγαλείο,
Τούτου του θερμοκηπίου,
Που δεν γεννήθηκε, πουθενά αλλού,
στο σύμπαν’

Χρώματα ουράνια,
σκιές, παρουσίες στη γη
Ακούσματα, αισθήσεις,
που ένα πινέλο δεν προλαβαίνει,
Να καταγράψει,
Εν μέσω τόσων φυσικών νόμων,
Προσπερνώντας οι εποχές,
Διαταραγμένες κι εκείνες.

Η χαρά της όψης,
Πλασμάτων,
Βλάστησης,
Σκοπού, κάθε είδους.
Μητρικής στοργής.
Οικογένειες για πάντα, δημιουργημένες.

Μια φύση,
που αποκαλείς βαρετή,
Σαν κάτι δίχως, ζωή,
Αναπνοή,
Κίνηση.

Φορές γίνομαι αετός,
Ρίχνω τη σκιά μου,
σε απροσπέλαστα από ανθρώπου, πόδι,
Περάσματα,
Φαράγγια,
Οπές. Σπηλιές,
Πλήρης από ευτυχία. Εκστασιασμένος.

Σα τα νεογνά,
που φωνάζουν για τροφή.
Παίζουν. Εξερευνούν. Οσμίζονται. Μαθαίνουν.
Ακούνε. Παρατηρούν. Κυνηγούν.
Αποδέχονται τις συνήθειες του είδους τους.
Προφυλάσσονται.
Επιθυμούν να γνωρίζουν,
μόνο,
ήχους του οικοσυστήματος.

Καρποί
που πέφτουν από ψηλά,
στο έδαφος.
Μικροείδη,
που περισυλλέγουν,
καρπούς και πεθαμένα, άλλα, είδη.
Μια φύση ικανή
Να ανακυκλώνει,
Κάθε τι σαπισμένο ή πλέον, άχρηστο.

Ο ήλιος,
σαν αίσθηση δροσερού αέρα,
που φεύγει, αργά,
Ή αργεί να πλησιάσει,

δίνει στον ουρανό, ένα χρώμα,
Σχεδόν ομιχλώδες, ονειρικό.
Σμήνη πουλιών, με κύματα αρμονικά,
Σχεδόν χορευτικά,
Κατέκλυσαν την όψη του ορίζοντα.
Ανατριχιάζω από πλήρωση.
Τι ειρήνη, Πατέρα.
Έλλειψη πόνου.

Σαν εικόνες σε βιβλία,
Πανίδα. Χλωρίδα.
Επιλεγμένες φωτογραφίες,
Ν’ αξίζει τα χρήματα, ο τόμος.
Μια γνώση, όψη, της φύσης,
Κάπου αλλού.
Ίσως σε έναν πλανήτη,
που δεν απειλείται’

Το φαλαινάκι, σχεδόν,
στην πλάτη της μάνας του,
σπρώχνοντας το, βοηθώντας, εκείνο,
να έρθει στην επιφάνεια
Γι’ αέρα.
Κοίτα να δεις, άνθρωπε,
Που και κάτι άλλο, αναπνέει.

Επιθυμεί, δικαιούται,
Να αναπτύσσεται.
Να κυριαρχεί,
Σα να μην υπήρξες, εσύ.
Να μην διατάραξες, ποτέ, την ειρήνη τους.

Σα να ‘ταν όνειρο ύπνου
Μια βουτιά στον ωκεανό,
Κολυμπώντας με μια χελώνα,
Πετώντας και οι δύο, στα γαλανά νερά,
Που όσο ανεβαίνεις,
θερμαίνονται.

Τα ζώα
έχουν ανάγκη,
το άγγιγμα,
Απ’ το δικό τους είδος.

Μάνα να γίνουν. Πατέρας.
Μέλος ομάδας,
ή μοναχικοί ταξιδευτές,
Ελπίζοντας σε κάτι καλύτερο.

Παραμένουν
στην επάρκεια,
όσων τους προσφέρονται.

Είδη και είδη,

Που τα είδες, μόνο,
Ως μερίδες,
Καλοψημένου, κρέατος.
Λες, η φύση,
Εσαεί θα παρουσιάζεται.
Σα να τη φέρνει, δηλαδή, κάποιος,
Με delivery.

Δεν έμαθες τίποτα.
Το κλιματιστικό εργάζεται, έ;
Τόσα στομάχια.
Αδηφάγα η όρεξη,
Να ζει μόνο ο ένας.
Εκείνος ο καταπατητής.
Στρέμμα, πηγές, απορροφητικότητα,
Μόνο για το κέρδος.

Κάτω από τον ήλιο,
Που δίνει χρώμα,
σε όλη την φύση.

Πεθαίνοντας,
Ζώντας,
Αλλάζοντας δέρμα,
Μεταναστεύοντας.
Έτοιμο προς πόση,
Λειτουργώντας ως τροφή,
Στο δικαίωμα της ύπαρξης,
Της αλυσίδας της φυσικής ζωής.

Να βλέπεις τα είδη,
που μόνο, αυτά, σ’ αρέσουν.
Τα τρως, τα βασανίζεις,
Ενόσω δεν σε εξυπηρετούν.

Πάγκοι σε λαϊκές.
Φρούτα, βιταμίνες,
Έως ότου σαπίσουν, αφάγωτα.
Αμίλητα.
Παραδομένα.

όλη η δημιουργία,
στα χέρια του ανθρώπου,
Ως χαρτί,
Τσάντες, παπούτσια, ρούχα,
Από δέρμα.
Λουλούδια σε βάζα,
Στραγγαλισμένα,
Δίχως ρίζες.

Ξέχασες, παιδί.
Η χαρά των αρχικών εντυπώσεων.
Η υφή της φύσης.
Η αναγκαιότητα της συνάντησης.
Της φωτιάς,
κατά μερικούς, άρρωστους.

Η ελευθερία της ύπαρξης.
Η χαρά σε αυτή.
Χαρά που αναπνέεται.
Η περιστροφή της γης.
Οι ώρες. Οι σκιές. Τα ακούσματα.

Ότι φοβάται τον άνθρωπο,
ότι τον πλησιάζει,
Σαν να βγαίνει από τον πίνακα: Φύση.
Ή να απαντά, τρισδιάστατα,
στο θέλω μας,
να γνωρίσουμε,
Το γιατί,
την αγνή παρουσία,
Με ανθρωπιά, αναμεταξύ.
Με συμπόνια,
Αγάπη,

Να λες:
Πάρε κι εσύ να ‘χεις, μάτια,
Χώρο,
Χρόνο,
Λογική.
Μέσα στον κύκλο της ζωής.

Σαν φέτες, κορμού, δέντρου,
Σαν σώμα προσκολλημένο σε άλλο σώμα, θαρρώ.
Αλληλαποδοχή. Φαντασία.
Αγάπησα κάθε τι, εκεί έξω, στη φύση.
Ως χαριτωμένο. Λογικό.

Αγάπησα τη γη,
Μήπως ακούσω την ψυχή μου την ίδια.

Αγάπησα την καθαρότητα, εκεί.
Πως εξαπλώνεται η ζωή.
Η ειρήνη. Η ποικιλία.
Σαν κιβωτός, τούτη η γη.
Μια συζήτηση, διαρκώς.
Με διακοπές για ξεκούραση,
τεμπελιά,
θαμπωμένος
Ενοχλημένος,

Στις νότες της φύσης,
απορροφημένος.
Σαν ουράνιο τόξο,
Που αγγίζει, θαρρείς, σημεία της γης.
Σαν νεογνό,
στην πλάτη της μάνας του.

Μένοντας πιστός,
στη θρησκεία της φύσης.
Στο πρώτο χάραμα,
Την αισιοδοξία της στιγμής.
Μια χαρά. Ένα κάλεσμα εξωτερικό.
όλη η αγάπη,
της φύσης,
που Δημιουργήθηκε.

Ως συζήτηση,
με όρους ειρηνικούς,
φυσικούς,
αγνούς,
Δίχως ειδωλολατρικά θέλω.

Τι φοβάται άραγε, ο άνθρωπος,
στο φυσικό περιβάλλον;
Σαν πατρίδα, που χάνεται,
Μυρίζοντας ήδη,
η απειλή.

Ανθρώπινος αλληλοσπαραγμός.
Τρέλα,
νεύρα,
μηχανικοί θόρυβοι.
Υγρά,
που εναποτίθενται,
Σα να παλεύουν, μόνο.
Δεν λειτουργούν με φυσικότητα.

Κατόπιν απόρησα, ξανά:
Γιατί,
ούτε ένα περιστέρι,
Μια γάτα,
Ένα αηδόνι,

Δεν μου χτύπησε το τζάμι,
Να βγω να με γνωρίσει.
Να δει τα μάτια μου,
αν λένε αλήθεια.
Αν ως καθαρά,
Διαχέουν αγάπη,
-δε σαπίζει η απλότητα.

Είναι δυνατή η επαφή.
Δεν κρατά η φύση,
τον εαυτό της, για την ίδια.

Φεύγει και έρχεται,
Σα την παρουσία του ανέμου,
Την έλλειψη του, να φοβάσαι.

Η έλλειψη της φύσης.

Αναρωτιέμαι αν πληγώθηκες εξίσου,
για κάθε τι, νεκρό,
Ανθρώπινο
ή δάσος,
Μετά από τόσες φωτιές,
στον τόπο σου.

Πόσο κάλυψε από σένα,
το αέναο,
μαύρο,
περιβραχιόνιο,
του πένθους.

Σα να τράβηξε κάποιος,
μαύρες γραμμές,
σε χάρτες ανθρώπινους.
Τρελοί που έβαψαν σκούρα,
μια περιοχή,
Με παραπλήσια ονόματα,
γεωγραφικά.

Ονόματα ανθρώπων,
Πρόσωπα ειδών.
Έλλειψη γέλιου. Ζωής.
Αισιοδοξίας.
Χωριά σε αποσύνθεση.
Κρατικός βραδύποδας,
Ανίκανος,
σε καθεστώς αχρωματοψίας.

οι άνθρωποι
αρνούνται να πενθήσουν.

Πως είπες;
Πρέπει να έχεις ελπίδα;

Αρνούνται να προβληματιστούν.
Ν’ ανοίξει ως ορίζοντας,
νέο θέλω,
Να αποδέχεσαι νόηση,
Σε ότι δεν συνομιλεί,
Σύμφωνα με το γλωσσικό σου, ιδίωμα.

Φορές ζηλεύω,
τα μοναχικά ταξίδια, της πανίδας,
Ανακαλύπτοντας αλήθεια,
μια παράξενη χαρά,

Να φεύγουν –να αλλάζουν παραστάσεις.
Να υφίστανται μόνο για τα ίδια.
Δυνατά ή αδύναμα.
Επιθετικά ή άδολα – απλά.

Ζηλεύω μια διαβίωση,
δίχως φιλτραρισμένα ένστικτα.
Κάθε τι, στον χρόνο του.
Μια γνώση από τη δασκάλα, γη,
Μεταφερόμενη.

Εγώ πάλι,
δεν έμαθα για το δικό της,
το σχολείο,
Δεν είχα ελεύθερο χρόνο.

Έπρεπε να στέκομαι στην άκρη,
Ανάμεσα σε ανθρώπινη, γειτονική, διαμάχη.
Στο καταφύγιο, ο καθένας,
Σπιτιού
ή ως στερημένος νους,
Όπου μόνο οι δυνατοί επιβιώνουν
Κείνων η γνώμη, αξίζει.
Να λιώσεις,
να διαφθείρεις.
Αγκάθια αφύσικα.
Καμία ανάγκη για παύση.


Η γη σου,
είναι κλειστοφοβική.

Μόνο εντύπωση.


Η φύση υπήρξε.
Σαν έρωτας ζωής.


Η φύση δεν απειλεί.

Αποστρέφεται την παράνοια.

Η φύση αγαπά τον άνθρωπο.
Η φύση αγαπά τη ζωή.

Σαν κύμα στη βροχή
Ενωμένος ο ουρανός, με τη γη.

Σαν έρωτας,
από θαλάσσια αλογάκια.

Ως κάλεσμα νεογέννητου,
Επιθυμώντας τροφή.
Φροντίδα. Αγάπη,
Που παρέχεται,
Δίχως διθυράμβους,
ή ανθρώπινα βραβεία, το απλό του βλέμμα.

Οι άνθρωποι επικοινωνούν
Με τίτλους που τσακώνονται.
Πατώντας στη ψυχή του άλλου.
Η φύση κάνει ησυχία, από μόνη της.


Τα φυσικά στοιχεία,
δεν είναι ιδιοκτησία, κανενός.
Σαρώνουν,
επαναδημιουργούν.
Σκορπίζονται.
Αβαρή
από ανεπιθύμητες προσμείξεις.

Μόνο ο άνθρωπος, μισεί,
τη φύση.
Άνθρωπος μισεί, άνθρωπο.
Καταστρέφει
οτιδήποτε γνωρίζει,
Πως απαγορεύεται να κλέψει.
Ποιος θα φανεί, ο λογικός της οικογένειας,
της γειτονιάς, του σύμπαντος!!!

Τρία θαυμαστικά.
όπως το μήνυμα.
Κάθε ανόητου που με επικήρυξε.
Κι εγώ κράτησα τον αριθμό κυκλοφορίας.
(χαμογελώ).




όρθιοι στύλοι

στην άκρη,
πλαϊνά της αλώβητης ασφάλτου,
-αργά απαγγέλλω-
Όρθιοι ακόμη,
Γυμνοί από καλώδια.

Ότι ενεργοποιούσε, (τρέχει τώρα η γλώσσα),
Τον ευφάνταστο,
Δυτικό πολιτισμό,
Που μόνο να πληρώνει φόρους
Ή να χαρίζει ψήφους,

Γνωρίζει.

Μια μυρουδιά, καμένου.
Οσμή πολέμου.
Πνιγερή ατμόσφαιρα,
Προεκλογικού αγώνα,
Πάνω στα αποκαΐδια.

Στην ΕΤ-3,
Μια αρκούδα, αφύσικα,
Ισορροπεί σ’ ένα κοντάρι,
πάνω από το έδαφος,
με τα δυό της, πίσω, πόδια.
Κάνει σκοινάκι, κιόλας!
Τι βασανιστήρια θα πέρασε.
Κοίτα να δεις!
Τώρα βαρά παλαμάκια.

Δυο γυναίκες, στο κοινό,
Παρθένες μόνο από τ’ αυτιά,
Όπως αρκετές φιλελεύθερες,
Εκεί έξω
Χαμογελούν, ηδονισμένες.
Ικανοποιημένες με το αφύσικο.
Μα τι να περιμένεις.
Ολοένα σε στύση οι ορμόνες τους.
Η …..ωριμότητα.


Μέρες και μέρες,
Τα καμένα χωριά,
δίχως ρεύμα.
ΟΛΟΙ παρακαλούν να βρέξει.
Αρχές Σεπτέμβρη.
Αν και έπρεπε να λυπηθεί, πρώτα,
ο ουρανός,

Τους προσεχώς,
Μη έχοντες,
ελπίδα.

όσο κι αν ορισμένοι,
Εθισμένοι,
στην ουτοπία τους,
Μιλήσουν: τα άγαμα παιδιά,
Που θα πάνε σε νέες πόλεις,
Θα βρούν εκεί, πρόσωπο,
Να νυμφευθούν!
(κοίτα να δεις τι ωραία που λύνει η μοίρα,
την ολοκλήρωση των ανθρώπων!).

Η καταστροφή του ενός,
Η χαρά του ενός
Όλα τα χρήματα των φιλεύσπλαχνων,
Σε προεκλογικούς αγώνες,
Καταθεμένα.
Σα τα βυζιά των γυναικών.
Κατά 85%,
Σε κοινή θέα.
(ας τα βγάλουν έξω, λοιπόν,
Αφού αυτή είναι η επιθυμία τους).

οι μη πουριτανοί.
Οι βολεμένοι, με κινητό.
Στις εκδηλώσεις τους,
σε φιέστες.

Μια ζωή μέσα στο ψέμα.
οι βαρετοί,
οι θαρραλέοι.
Οι ψευτοσυμπονητές,
που βγάζουν την υποχρέωση.

Η ζωή, πάντα, του άλλου.
Εκεί,
πίσω,
Μακριά.
Στα καμένα.

Στο βομβαρδισμένο τοπίο,
Το σαν από πυρηνικό μανιτάρι,
Κατεστραμμένο.

Καρβουνιασμένα αμάξια,
σταματημένα σε δρόμους.
Σπίτια,
που έσκασε η ζύμη τους,
Σαν από ώρες
ξεχασμένα στο φούρνο.

Μυριάδες κεραμίδια,
στη θέα του ουρανού,
Ενώνονται με το έδαφος,
Περιμένοντας τις πρώτες πλημμύρες.
Το πλιάτσικο.
Τη βοήθεια,
Κάθε κτήνους, πολιτικού,
Που βγάζει λόγο,

Στις κηδείες.

Ρίχνοντας κι άλλο λάδι,
στο πύρινο μέτωπο,
Που εκτείνεται ακόμη,
Ως εκεί που η σκέψη, κάθε πυροπαθή,
Φτάνει.

Χωρίς ρεύμα,
Δεν λειτουργούν τα αντλιοστάσια.
Χωρίς 3000 ευρώ, χάρισμα,
Τα ψηφοδέλτια της Νέας Δημοκρατίας.

Λες και οι πολιτικοί,
Είναι οι πρώτοι εξερευνητές,
Νέων ηπείρων.

Κοιτούν τα δόντια των “ιθαγενών”
Μονίμων κατοίκων.
Υπολογίζοντας
τι θα αρπάξουν,
χωρίς να φανεί η βία.

Η καταστροφή, πως προήλθε,
από μη φυσικά,
αίτια.

Σα να ‘ταν τα χρώματα της γης,
ο κάδος απορριμμάτων,
του πολιτισμένου, δυτικού, κόσμου:
Ανακατωμένα μίση, εθνικιστικά,
Ρατσιστικά,
Ταξικά,
Διεφθαρμένα.
Διεστραμμένα.

Σα να ‘ναι η γη,
Μια ψυχοπαθής, οντότητα,
που συνέτρεξε, ο
“γιατρός”
Να επαναφέρει,
στον ρόλο της, ως δούλα,
Π’ ανοίγει τα σκέλια, εύκολα,
Δίχως όχι. Μη.
ΠΑΨΕ ΤΟ ΒΙΑΣΜΟ ΜΟΥ.

Ένα νεκρικό εμβατήριο
στις καρδιές των ταπεινών,
Που καταπνίγουν την ευχή του κακού,
Προς τον εχθρό τους.
Περισσότερο για να μη τύχει στους ίδιους.

Αυτό είμαστε.

Ένα σμήνος αλλοφρόνων,
Που μπήκαμε εμπρός,
Να μην φαίνεται η φύση.

Η φύση είναι κλασσική μουσική,
Που κανείς δεν προτιμά.
Μόνο ελάχιστοι μυημένοι.
Εθισμένοι στο “ναρκωτικό”
Των οραμάτων της.

Οι υπόλοιποι,
Προτιμούν,
οτιδήποτε, ήδη, ταραγμένο,
Δικαιολογώντας, προφανώς,
ότι σαρώνεται,
ενόσω μισούν.

Η ησυχία.


Συνάντησα ένα μωρό,
Που μόλις περπατούσε:
Είδα να προτιμά το χώμα.
Δεν πατά,
δεν θέλει,
Τα έργα,
Που προκαλούν ασφυξία, στη γη.

Το είδα να συνομιλεί με τα δέντρα.
ονόματα άκουγα,
Είδη. Ιστορίες.

Κατόπιν σκοτείνιασε.
Ένα στόμα άνοιξε,
Κατάπιε το μωρό.
Για καλό ήτανε;
Για κακό;

Με το πρώτο φως,
Από πάνω,
μόνο καμένα.
Ζαλισμένα πουλιά,
Δάκρυα,
μόνο δάκρυα.

Εκεί που πριν
οι κότες
γεννούσαν ζωή.
Οι αγελάδες παρήγαν γάλα.
Κάθε τι, λεύτερο,
Αποδεχόταν τον εαυτό του,

Ανέπαφο.

Εκεί
που πριν,
θωρούσες μάτια λαμπερά,
Μες το σκοτάδι της νύχτας.
Ποτιζόταν η ψυχή,
Απ’ όσα δεν εξηγούσε,
κανένα λεξιλόγιο.

Εκεί που πριν,
ο άνεμος κουνούσε τα φύλλα,
Τους καρπούς.
Άλλαζε χρώματα, ποικιλίες,
Η ονομασία: φύση.

Η φύση υπήρξε
σε ορισμένες ταινίες,
Ντοκιμαντέρ, ευαίσθητα.

οι άνθρωποι,
με τ’ ακριβοθώρητα,
Κατασκευάσματα τους.
Καθόλου δροσεροί.
Σαν φλέβα γης,
που έσπασε,
βγαίνοντας στην επιφάνεια.

Ψυχρή,
σκληρή,
κακή,
Η ψυχή,
η καρδιά,
των ανθρώπων.

Δεν ακούνε,
κλασσική μουσική.
Μόνο στις διακοπές,
χρεώνονται τα χρώματα.
Του ουρανού
Τότε, εκείνα επιθυμούν.
Ενός ηλιοβασιλέματος.
Αμέσως κλείνονται σ’ ένα δωμάτιο,
Και βγάζουν τα μάτια τους.

Δεν γνωρίζουν, δεν θέλουν,
Καν,
την ευθύνη της μάνας,
ως πλάσμα,
Ζώο, φυτό, στη φύση.
Δεν σκύβουν ν’ αγγίξουν, ένα λουλούδι.
Που πήγαν τα συναισθήματα,
Σκύβω το κεφάλι.

Όλα η ευαίσθητη παρουσία, στη φύση, αφημένο.
Που επιλέγει να μην αγχώνεται.
Γιατί την καταπιέζεις;
Αφού κείνη, δεν απαξιώνει την παρουσία σου.

Άραγε τα ζώα,
ξεχωρίζουν τα χρώματα;

Τι μου κρύβουν;
Γιατί δε μου μιλούν,
πέρα από τα χρώματα;

Δεν ακούς, πια,
Φωνές καλωσορίσματος.
Ξύλα που κόβονται για το χειμώνα.
Οι νοικοκυρές δεν ζυμώνουν.
Δεν μυρίζεις, γίδια, προβατίνες.
Δεν δροσίζεσαι.

όλα τα σύνορα,
έπεσαν.
Ο πόνος είναι κοινός.
ο πόνος δεν είναι ιδιοκτησία,
κανενός.

Τον πόνο τον γνωρίζουν,
όσοι καταφανώς, αδικούνται.
Η φωτιά δεν κάθισε να συζητήσει.
Δεν συλλογίστηκε,
τι να σεβαστεί.
Το κακό δεν γνωρίζει τι σημαίνει ετούτο.

Στη φύση δεν υπάρχει,
Τίποτα άσχημο.
Κάθε ήχος, τρίξιμο,
Κίνηση, στάση,
Επαφή.
Η ζωή
δεν επιθυμεί την ίδια της, την ευθανασία.

Σα να μου φάνηκε,
πως είδα
δυο ντουζίνες κυνηγούς,
Να σκοτώνουν, πουλιά,
Γιατί λέει,
Τους κόβανε τον ήλιο.
Τα χρώματα του ουρανού.
Μόνο αυτά επιθυμούσανε.

Πάω συχνά, στη φύση,
Ν’ ακούσω τη συμφωνική της.
Θεέ μου τι αρμονία.
Συνεργασία,
Αρσενικών, θηλυκών, ειδών.
Μεις τα μπλέξαμε.
Κάηκε και η αρχαία Ολυμπία.
Διαρκώς, καρπαζοεισπράκτορες.

Τι τείχη να υψώσω.
Σε ποιες περιοχές,
να υψώσω τείχη.
Μάθανε, όμως, μάτια μου, οι άνθρωποι,
Να πετούν.
Φορτισμένοι σε μηχανικούς ήχους.
Δεν πλησίασαν καν,
όμορφους κήπους.

Τι αξία, έχουν τα λουλούδια,
η κλασσική τους,
μουσική.
Χάθηκα σ’ εκείνο το όνειρο,
όμως με περιμένανε εκπλήξεις:

Κοκκίνισε ο ήλιος.
οι καπνοί πνίξανε τον ουρανό.
Μια σκιά έπεσε στη γη.
Πλάκωσε μια δυσθεώρητη, φοβία.
Μη χάσουν οι άνθρωποι,
Τα πολύτιμα κτίσματα.
Τα περιουσιακά τους, στοιχεία.
Οτιδήποτε μηχανικό, δημιουργεί
κλίμα ασφάλειας….

Μια πόλη,
που σαν εμετός, απλώθηκε,
όπου προσωρινά, επιτρεπόταν.

Κατόπιν,
Στα δάση πιάσανε δουλειά, οι καταπατητές.
Οι οικοπεδοφάγοι,
Σαν μια άλλοτε, εκστρατεία,
ανακάλυψης,
Της ηπειρωτικής “Αμερικής”.
Ζητήσανε ήδη,
Τα καλύτερα εδάφη.

Δυστυχώς η γη
Δεν αρνείται να καρπίσει,
ενόσω την αρπάζουν.
Το φως δεν λέει: Εκεί θα αφήσω, σκοτάδι.
Η βροχή δε φεύγει,
σα να τη φυσά ένα στόμα.
Τα πουλιά,
σταμάτησαν στην κλεμμένη γη,

Επειδή στη ποικιλία, ως φύση, της γης,
Κυριαρχεί,
Εξαιρετικά αληθινή,
Δημοκρατία.

Χίλιοι ζωγράφοι,
τρέξανε,
Να τη ρίξουν στο χαρτί.
Να προλάβουν τα χρώματα.
Οι μύωπες,
Να δουν,
τούτο το όραμα.

Μήπως κινητοποιηθούν.
Εξεγερθούν.

Βαρεμάρα είχε πέσει.
Απάθεια. Καμια ανακύκλωση.
Παντρεύτηκαν αυτοί.
Κανείς πια, δεν δικαιούται,
να τους καταπιέζει.
(κοπανάναι τα ζωντόβολα, του γείτονα,
τα τείχια,
λες και θέλουν να ρίξουν τα ..σύνορα).
ο άλλος ο παπάρας, απέναντι,
συζητά με το κινητό του, στο μπαλκόνι, ως τα μεσάνυχτα.
Με το πιο σημαντικό πρόσωπο της ζωής του…
Πρέπει να ακούσεις πως μιλάει: σαν ομοφυλόφιλος!

Είπα να καταδυθώ.
Να μην τους ακούω.
Χαμένος μες το σμήνος,
αναρίθμητων υδρόβιων οργανισμών.
Στη δική τους δημοκρατία,
Ενόσω τα δίχτυα,
δεν τη ταράζουν.

Φώτισα κάτι κοράλλια.
Κοίτα να δεις
που έως εδώ κάτω,
Τα χρώματα γεννιούνται,
αθέατα.

Με περίμενε μια καρέτα, καρέτα.
Άραγε ο βυθός έχει άρωμα;
Θα μου φτάσει το οξυγόνο;
Πως καταφέρνει η γη,
να μην απορροφά,
τόσο νερό;

Κάτι ανατάραξε τον βυθό.
Ομίχλη από ανακατεμένη,
Αιωρούμενη άμμο,
διέλυσε το θέλω των αποριών.
Της λογικής του δίποδου.

Πάνε για ύπνο τα ψάρια;
Ρώτησα τη φώκια,
Που θέλησε
Να με παρασύρει στο παιχνίδι της.

Πως θα πάμε, λίγο νερό,
Στα καμένα;

Στο διάβα μου συνάντησα ένα ναυάγιο,
Στο οποίο τα ψάρια,
Κάμανε κατάληψη.
Άφησα το φυσικό φως,
Να με καλέσει στην επιφάνεια.

Όπου μόνο η πολυλογία των ανθρώπων,
Έχει αξία.
Εκτός από εκείνη των συναισθημάτων.

Κραυγές εσωτερικής απόγνωσης,
Σα να καίγεται κάτι.
Συντροφικά με τους κόπους μιας ζωής,
Που η φωτιά, ολοένα έγλυφε,
με μανία.
Κει όπου το μάτι άλλοτε, ξεκουραζόταν,
από το πράσινο.

Μια αγάπη για τη φύση,
που λες: υπήρξε.

Άραγε κάηκαν οι μυρμηγκοφωλιές;
Τα λαγούμια.
Η σκιά, τι χρώμα έχει;
Η χαρά. Η ελευθερία.
Γιατί δεν αφήνουν τη γη, ήσυχη.

Πως θα φέρω τόσα νερά,
Να δροσίσω
Το έδαφος που καίγεται.
Τον ίδιο μου τον νου,
Τον πόνο των κατοίκων.

Ντουζίνες, νεκρών.
Ποια σώματα είναι πιο σημαντικά.

Απέστρεψα το βλέμμα από το γραπτό.
Έκαμε ανυπόφορη ζέστη, σας λέω.
Μύριζε ο ιδρώτας μου, αποφορά καμένου.
Λόγια παχιά.
Λόγια που δεν κατεύναζαν
Κάθε καμένο, τώρα.
(εσωτερικό ή …ρεαλιστικό)

Δώσε εσύ, το τέλος.
Τον καρπό να θυμηθείς.
Το σχήμα του.
Άσε την ονομασία.
Άσε κάτι στη φύση.

Γεράσιμος Μηνάς 2007

Η πόλη ως τέχνη








Η αλήθεια μου, η αλήθεια σου,
η αλήθεια τους.


Κι αν θέλω να πω, τετέλεσται,
Δεν μ’ ενδιαφέρει, τίποτα, στη ζωή,
Τίποτα απ’ όσα εσείς, γνωρίζετε,
Κι αυτό,
Θα το κάνω.

Κι αν θέλω να προσφέρω, έστω και σ’ έναν,
Καθημερινά,
Κάτι απ’ ότι ο ίδιος, πιστεύω,
ότι θα ‘θελε να διαβάσει,
Κι αυτό,
θα το κάνω.

Εγώ,
Δεν θα φοβηθώ,
Να βγάλω τη βρωμιά της ψυχής μου!
Επειδή ανοίγομαι,
Και δεν έχω κρυφοκατάθλιψη.
Η οποία οδηγεί, κάποιους,
Να κατακρίνουν, αυτή μου την ανάγκη,
Να μιλώ.
Ανίκανοι, όπως είναι,
Να γνωρίζουν τι έχω βιώσει.

-

Κι αν θέλω,
Να πολεμήσω τον πατέρα μου,
Μέχρι τα γεράματα μου,
Κι αυτό,
θα το κάνω.
Επειδή είμαι άνθρωπος,
Κι έχω δικαίωμα,
Να κάνω ότι θέλω.

Βλέπεις, έξυπνη, συ
Στην τηλεόραση,
Τα ζώα,
Μάθε, συγκροτημένη, γυναίκα,
Κατέχουν θεσμούς,
Που δεν παραβιάζουν.

Κάποια θα ζευγαρώσουν για μια ζωή.
Κανένα ζώο, δεν θα τα φτιάξει,
Με ιδίου φύλο, αντίστοιχο του.
Τα ζώα, επικοινωνούν, κάθε ώρα.
Δεν κρύβονται πίσω από μια μάσκα,
Δήθεν ότι κάτι, με ενδιαφέρει,
Και όταν αναγνωρίσω την αξία του άλλου,
Από ζήλια,
Αποχωρώ.

Τα ζώα, έχουν ομαδικό πνεύμα.
Βοηθάνε το ένα το άλλο.
Τα ζώα,
Δεν θα γίνουν, ποτέ,
Ομοφυλόφιλα!!!!

-

Κι αν θέλω να σου πω,
Έχεις άδικο,
Κι αυτό,
θα το κάνω.
Θα υπερασπίζομαι, μειονεκτήματα,
πλεονεκτήματα,
Έως θανάτου.
Εγώ,
Παρόλες τις αδυναμίες μου,
Θα πληρώσω ο ίδιος,
Το γλέντι των καταστάσεων τους.
Κι αν θέλω να πω, τετέλεσται,
Κι αυτό,
Θα το κάνω.

Και κανένας ανίκανος, εκεί έξω
Δεν θα το μάθει.
Θα κλειστώ μες το σπίτι,
Και θα μείνω, για πάντα.
Κι αυτό, αν θέλω,
Θα το κάνω.
Και μια ζωή, θα παραπονιέμαι.
Μια ζωή,
Θα κατηγοράω τους πάντες,
όπως κι εκείνοι,
Εμένα.

-

Κι αν θέλεις να μου πεις,
Έχεις λάθος,
Μπορείς, κι αυτό,
Να το εκφράσεις.
Είτε στάθηκες τυχερός στη ζωή.
Είτε επειδή, ακόμη, προσπαθείς,
Μόνος και αξιοπρεπής,
Ως άτομο που γνωρίζει,
Πότε να σιωπά.
Γνωρίζεις,
Πώς να με προσεγγίσεις;

Ενόσω, είμαι ικανός,
Να εντοπίσω,
Ποιοι μου καταστρέφουν τη ζωή;
Ποιοι,
Μολύνουν τον κόσμο,
Και τι κρύβεται, πίσω,
Από συγκεκριμένα πράγματα.

Οι αλήθειες,
Που μου αποκαλύπτει ο Θεός.
Κι εσύ,
Ποτέ δεν θα μάθεις –ευτυχώς-

Κι αν θέλω να πολεμήσω το Θεό,
Κι αυτό θα το κάνω –όχι πια-
Δεν είμαι τόσο ανόητος,
Πια.

Όπως τόσοι,
Που ψηφίζουν, τα ίδια, κόμματα.
Που μια ζωή,
Προδίδουν,
Πατρίδα,
Και προσωπική τους αξιοπρέπεια.

Κι αν χρειαστεί,
Σε διαδήλωση, να τους το φωνάξω,
Κι αυτό,
θα το κάνω.

Ενόσω η πυρηνική βόμβα της Αποκάλυψης,
στα χρόνια του Αντίχριστου,
θα τους καίει, πλέον,
Άσβηστα.
Όπως θα καούν, κι όλοι αυτοί,
οι χαφιέδες
Που παρακολουθούν τον κόσμο,
Με την ίδια συνέχεια και συνέπεια,
για κάποιον,
Που είναι σωματικά, ανικανοποίητος,
Επαναλαμβάνοντας, την αμαρτία του.

Κι αν ηρεμώ,
Μετά από παρόμοιες αλήθειες,
Που είμαι εγώ,
Και κανένας, άλλος,
Κι αυτό,
ΕΥΧΑΡΙΣΤΩΣ,
Θα το πράξω.

-

Έπειτα, θα ηρεμήσω.
Και θα βρω, χρόνο,
Για μένα.
θα περιποιηθώ το νοικοκυριό,
θα γράψω, θα διαβάσω.
Θα σκεφτώ.
Θα ψάξω τις αγαπημένες μου, κωμικές,
Σειρές.

Θα ντύσω με ροδοπέταλα,
Εκεί όπου πατούν,
Λίγοι π’ αξίζουν.
Λίγοι καλοί, που μ’ εμπιστεύονται.

Που δεν κρύβονται, πίσω
από το δάχτυλο τους.
Που αναγνωρίζουν την γενναιοδωρία,
Και την κρατούν,
Όπως την προσωπική τους,
Υγεία.

Κι αν θέλω,
Να φοράω, χιλιομπαλωμένες κάλτσες,
Κι αυτό,
Θα το κάνω,
Ίσως δείχνει,
Κάποια ταπεινότητα.
Όπως το να έχεις,
Εσωτερική, κεραία,
Στο έτος, 2006.

Έπειτα, σκέφτομαι,
Τα δύο μου ξαδέλφια,
Που έχουν, δυό δουλειές, ο καθένας τους.
Που ψάχνουν ποιοτικές γυναίκες,
Για παρτενέρ,
Εννοώντας, για μια ζωή.
Όχι για να μην βγάζουν, σπυράκια.

Θα ανοίξω την τηλεόραση,
Που είχα αγοράσει με αληθινό ιδρώτα
Που έτρεχε, με κόπο,
Όταν εργαζόμουν.
Θα με καλύψει το τραγούδι που ακούω:
Είμαι ο ήρωας, που μένει μόνος του.
Μόνο που οι τίτλοι, τέλους,
Έχουν πέσει, στη ζωή μου,
Εδώ και πάρα πολλά, χρόνια.
Περιμένοντας τις εικόνες,
Να δείξουν εμένα.

*

Έπειτα θα επιστρέψω στο σπίτι,
Και θα έχω το δικαίωμα ν’ απογοητεύομαι
Για όσα έχω,
Και δεν μου αξίζουνε.
Για την θέση των επίπλων.
Με τη σκέψη των εγκύων,
Και με ποιο δικαίωμα,
Χάρηκαν τον έρωτα.
Πως αντέχουν, οι γυναίκες,
Τον έρωτα.
Τι εξευτελιστικό, από μέρους τους’
Απαισιόδοξο να σκέφτεσαι,
Για τόσες κραυγές,
Ανά τον κόσμο.

Που αγνοούν, με καταφανή, διαδοχή,
Πως στη μητρική τους γλώσσα,
Η Ελληνική,
Έχει ριζωθεί τόσο βαθιά,
Που είναι αδύνατο, πλέον,
Να μην αντέξει, στον ανθελληνισμό,
Των μεγάλων δυνάμεων,
Μόνο στα όπλα’
Που αν δεν υπήρχαν οι ποιητές τους,
Δεν θα αξίζανε, δεκάρα.

Όπως δεν αξίζεις, δεκάρα,
Εσύ που με κατασκοπεύεις, στο ίντερνετ.
Έτσι κατεβασμένα, όπως έχεις,
Τα παντελόνια,
Στον ηγέτη… του κόσμου μας.
Το ξέρει,
Πως θα πας,
στην κόλαση.
Ώ,
να είσαι σίγουρος,
Γι’ αυτό.

-

Έπειτα θα εξακολουθήσω.
Θ’ απογοητευτώ.
Κι αν θέλω,
κι αυτό,
Θα το κάνω.

-

Έπειτα,
θα καθίσω στο αναπηρικό καροτσάκι,
Με μάτια που κοιτούν στο πουθενά,
Ή στο πάτωμα,
όπως συνήθως
Μη δίνοντας σημασία,
Σε κανέναν ήχο, τριγύρω,
όσο κι αν με ενδιέφερε,
κάποτε.

Επειδή ο ελεύθερος χρόνος,
Κουράστηκε,
Και χρειάστηκε,
Θεραπεία.
Όπως οι δυσκολίες,
Που δεν προσπερνάμε.

Όπως η αδιαφορία σου,
όταν εύχομαι,
Καλό σαββατοκύριακο.

Γιατί, πρέπει,
Να κοιτάω,
Κάπου,
Που μ’ αρέσει;

Τα δύο μάτια σου,
Που ευτυχώς, είναι δυό,
Και δεν νοιώθουν,
Μοναξιά.
όπως οι στενάχωρες ώρες,
Που μιλάω, και λέω, από μέσα μου,
Σ’ αγαπώ
Ενόσω, μέσα μου,
Εξακολουθεί να ξεθωριάζει.

Όπως η δύναμη του στυλό, στο χαρτί.
Κι ότι εκείνο, αφήνει να δείχνει,
Από μένα.

Ακόμη και σ’ εσένα, εκεί μακριά,
Που είσαι μόνη σου
Που πρέπει να σε βλέπω, μόνο, φιλικά,
Σα να μην έχω δικαίωμα, ποτέ,
Να ερωτευτώ,
Ξανά.

-

Θα είμαι ακόμη, εδώ,
Μέσα.
Με τους καρναβαλιστές εκεί έξω,
Να πράττουν,
Ανούσιες, εορταστικές,
Πρακτικές.

Δες το ύφος μου, πόση απογοήτευση,
Εκφράζει.
Μόνο που δεν είναι, stereo,
Απλά, μονοφωνικό.

Όπως ο απόηχος,
όσων με απειλούν,
Θέλοντας …το καλό μου.
Μα βρίσκω αγάπη,
στο πρόσωπο της,
Ενώ δεν την γνωρίζω.
Το βλέπω, το πρόσωπο της.
Το αγαπώ.
Ενώ δεν επικοινωνώ, μαζί της.

Όπως οι λέξεις, πλαϊνά,
Πάνω στην γραμμή,
Που επιλέγουμε, να προσθέσουμε.

Παρομοίως, όπως αυτόματα,
Αφαιρούνται τα συναισθήματα,
Απ’ όσους κατέχουν υψηλούς μισθούς,
Εισοδήματα,

Ή τραπεζικούς λογαριασμούς,
Που κανένας δεν τους τιμωρεί, πλέον,
Για διαστροφή,
Απέναντι σε άστεγα πρόσωπα.

-

Έπειτα,
Κάτι, θα στραφεί, παρηγορητικά,
Εντός μου.
Κάποιος, πρέπει, να αγαπά, Κι εμένα,
Κι ας είναι ο Θεός.
Τουλάχιστον, Εκείνος,
Δεν αδιαφορεί,
Όταν Του απευθύνομαι.

*

Έπειτα,
θα φορέσω το αγαπημένο μου,
Πουλόβερ,
Και θα δω,
μια λάμψη,
Στα μάτια μου.
Θα πέσω να κοιμηθώ,
Κι αφότου ξυπνήσω,
Θα ευχαριστηθώ,
Με το πρωινό κελάηδισμα, των πουλιών.

Έπειτα, κατά τη διάρκεια της ημέρας,
Θυμήθηκα, ότι έκανα μια γυναίκα,
Διαβάζοντας ένα γράμμα μου,
να γελάσει με την καρδιά της.

Μια, άλλοτε,
Γέλασε, με μια γκριμάτσα μου.
Θυμήθηκα επίσης,
Έναν αγώνα βόλεϊ
Κι ένα ραντεβού, τόσο παλιά,
Που θα μπορούσε να είναι
-κι όμως, όχι-
Από τα μαθητικά μου χρόνια.

Ειλικρινά απορώ, σήμερα,
Πως είναι δυνατόν, οι έφηβοι,
Όχι μόνο να τα φτιάχνουν,
Κυρίως όμως να επιδίδονται
Σε σεξουαλικές εξερευνήσεις
Κι ανταλλαγές, εμπειριών,
Με νέους συντρόφους.

Προσωπικά,
Στο λύκειο,
Δεν ήξερα, ότι μπορούσα κι ο ίδιος,
Να ψάξω γι’ αγάπη,
συντροφικότητα,
Με μια κοπέλα της ηλικίας μου.

Μάλλον φταίει,
Που δεν έμαθαν, σπίτι μου,
Την έννοια: της παρέας
Τη σημασία της.
Τη σημασία της συντροφικότητας
Και της αποδοχής
Μεταξύ του κυρίως ζευγαριού,
Που λέγεται: γονείς.

Οπότε,
Πως θα μπορούσα, ο ίδιος, να διακρίνω,
Το δικαίωμα της μίμησης, πρακτικά,
Της συντροφικότητας,
Εν μέσω έλλειψης της,
Από το κυρίως μέρος των μελών
Μιας οικογένειας,
Που μόνο επιβίωση,
Κάλυπτε.

-

Έπειτα θυμήθηκα την ταινία Sylvia
που σου άρεσε,
Ότι ακόμα,
Δεν την έχεις δει
-κι ας την έχω, στο αρχείο μου.
Μα συλλογίζομαι
Πως αν σου πρότεινα να στην στείλω,
Σε θυρίδα, στην περιοχή σου,
Φοβάμαι μην νομίσεις,
Πως σου ρίχνομαι.

Έπειτα,
Ξανά θα απογοητευτώ.
Σαν ύπνος
που ..δεν έρχεται.
Ενόσω έχεις φέρει
Τις ιδιότητες της νύχτας,
Στης ημέρας τις υποχρεώσεις.

Προτιμώντας το φως,
Το οποίο διευρύνει τους ορίζοντες
της όρασης,
Παρομοίως όπως αισθάνεσαι,
Κάνοντας ποδήλατο.

-

Έπειτα θα θυμηθώ,
Να δείχνω περισσότερο έλεος,
Αφού η ζωή, μου δείχνει,
Έλεος.
Εννοώντας, ανοχή, του Θεού.

Έχει ήλιο, έξω.
Μα είναι τα πατζούρια, κλειστά.
Κι αν θέλω,
κι αυτό,
Θα το κάνω.
Είναι η δική μου, βρωμιά!!
της ψυχής,
Που συζητά, μαζί σου.

Έτσι ασφαλής, άνθρωπε,
Που είσαι.
Αξιοπρεπής, μεν,
Αναξιόπιστος, δε.

*

Ποια είσαι, εσύ,
Που θα αποκαλέσεις, βρωμιά της ψυχής μου,
Τις προηγούμενες μου, απόψεις;

Είναι κάτι.
Πρέπει να σου δώσω,
Σημασία;
Τι έχεις ζήσει, εσύ, στη ζωή σου;
Ποια είσαι, εσύ, στην τηλεόραση,
Που θα κρίνεις,
Εμένα.

Γιατί να μην σε ειρωνευτώ,
κι ο ίδιος;
Να σκεφτώ,
Γιατί, οι περισσότεροι,
Συζητούν, την ειρωνεία τους,
Πως θα υποβιβάσουν, κάποιον.
Ποιον θα φέρουν στη λέσχη
Της απάθειας
Ή της αντιπάθειας,
ορισμένης, μερίδας, κόσμου.

Άνετα, και ο ίδιος, δύναμαι να πω,
Τότε,
Αυτοί οι αλλοδαποί,
Που μαζεύονται σε πιάτσες,
Για μεροκάματα-ξεροκόμματα,
Προσωπικά, με φοβίζουν.

Επειδή μου το έχουν εμφυτεύσει.
Λόγω των ανοιχτών συνόρων.
Λόγω του ότι, δεν αντιμετώπισα
Το ρατσισμό,
Προσωπικά,
Αφού δεν υπήρξα, ποτέ, μετανάστης
Και εργάτης,
Σε ξένη, χώρα.

Αφού δεν κατάφερα, ποτέ,
Να εκτιμήσω τον εαυτό μου.
Κι ύστερα,
Κάνω ένα γάμο,
Επειδή πέρασα τα 30, και η μαμά, ανησυχεί
Μην πεθάνει,
Χωρίς να δακρύσει, στο γάμο μου.

Τι γάμος,
Θα είναι αυτός, στα γρήγορα;
Στα γρήγορα επίσης, το διαζύγιο.
Ανίκανοι να εκτιμήσουμε τι είχαμε.
Τι θέλουμε οι ίδιοι:
Ασφάλεια; Περιπέτεια;
Ηρεμία; Τσακωμούς;
Για να έχουμε το χαζό, αλατοπίπερο,
Της ζωής.

Ώστε να μην μας αποκαλούν βαρετούς,
Άρα,
Αξιοπρεπείς:
Με ενδιαφέροντα και αυτοεκτίμηση.
Με συνεργασία:
Πότε θα πάμε θέατρο,
Θα δούμε μια ποιοτική ταινία.

Θα οργανώσουμε, μια δική μας, βραδιά,
Όπου θα τιμηθούν,
Τα καλά στοιχεία, του ανθρώπου.
Τα ανώτερα πνευματικά του, προτερήματα,
Καταφέρνοντας, το πνεύμα, η ψυχή,
Να οδηγεί τα σώματα, σε ένωση,

Κι όχι,
Το άψογο παρουσιαστικό,
Που όταν καμφθεί η θωριά του,
Ή η ανάγκη,
Περιποίησης του,
Τότε,
Ο γάμος, διαστρεβλώνεται
Καταλήγοντας ο καθένας,
Σε αναζήτηση, νεότερων,
Ενήλικων ηλικιών,
Προς κάλυψη της ανησυχίας,
Πως μεγαλώσαμε.

Μήπως δεν ξεκολλήσαμε, ακόμη,
Απ’ τους γονείς;

Μήπως δεν εκτιμήσαμε, ποτέ,
τον εαυτό μας;

Κι έπειτα, παραπονούμαστε ή θυμώνουμε,
Μετά από σημαντικά, λάθη,
Λόγω αδυναμίας, χαρακτήρα
Ή στον σωματικό οργανισμό.

*

Θέλω να ξέρεις,
Πως σ’ εκτιμώ.
Ακόμη κι αν αδιαφορείς,
Όταν λέω: καλό σαββατοκύριακο.
Λες και φοβάσαι να εμπιστευτείς,
Εκείνον που αποδέχεται την δική σου,
Λίζα,
Νοημοσύνη.

Λες και φοβάσαι, τι, άραγε;
Τη διαφορά, ηλικίας μας;
Την δυνατότητα να ανοιχτείς,
Εκεί όπου σ’ εκτιμάνε.
Λες και είμαι εικονικό, στοιχείο.
Κάτι που γνωρίζεις,
Πως θα βρίσκεται, πάντοτε, κάπου,
εκεί,
Για να σε στεφανώσει,
Με εκτίμηση.

Ενώ εσύ, η ίδια,
Δεν λες, ούτε ένα γειά.
Φοβάσαι να δεχτείς τη φιλία του άλλου,
Τοποθετώντας τις σπουδές σου,
Ή τη γονική σου υπερπροστατευτικότητα,
Πάνω απ’ όποια ανάγκη σου,
Επικοινωνίας.

Κι έπειτα, απορείς που απορώ,
Πως γίνεται να αισθάνεσαι μοναξιά,
Στο ξεκίνημα του ενήλικου, βίου σου.
Να ξέρεις, πως με λυπεί,
Να σου μιλώ,
Μέσω ενός άψυχου γραπτού,
Που η δική σου αδιαφορία –όχι απάθεια,
Προκάλεσε.

(Είναι το γραπτό, που δεν έχει μάτια,
για να σε κοιτάξει
Και να λάβει
Την αντίπαλη ματιά).


Μα είναι, αυτά,
Τα μαθήματα ζωής,
Που δημιουργούν, τριβή, θετική,
Στην βολεμένη μου,
Πραγματικότητα.

Μια πραγματικότητα,
που δεν επιθυμεί,
Την εργασιακή, τιμιότητα’
Πρέπει να είσαι, πονηρός.
Η καθαρή ματιά,
Δημιουργεί, προβλήματα.
Προκαλεί την ανησυχία του ανεύθυνου
Εργοδότη,
Ο οποίος,
Θα πράξει, ότι και όπως, μπορεί,

Προκειμένου ν’ αυξήσει το εισόδημα
της επιχείρησης.
Από φιλαργυρία και μόνο.

Η σημερινή ακρίβεια,
Δεν τον αγγίζει.
Κάτι θ’ ανακαλύψει,
Να την αποφύγει.

-

όλοι,
Κατέχουμε, μηχανισμούς.
Να αποφεύγουμε,
κάτι.
Πολύ σωστά –παρόλα τα λάθη.
Ή επειδή,
Αρεσκόμαστε να κρατάμε,
Αποστάσεις.
(οι αποστάσεις, μας μάραναν).

Αποστάσεις απ’ την ψυχή μας.
Από τον όρο: επικοινωνία.
Μ’ ακούς;
Εδώ είμαι, δε φεύγω.

Εδώ,
Σ’ αυτή την κοινωνία, την αδυσώπητη,
Των εταιρειών,
Που μας ρουφούν το αίμα.
(Ξέχασα;
Τα κατεβασμένα παντελόνια,
της Κυβέρνησης).

Εδώ είμαι.
Με βλέπεις.

Κοντά σου.
Εδώ.
Στην άλλη άκρη της πόλης.

Εδώ.

Όπου αναπνέει, ακόμη,
Ετούτο το σώμα,
Που καθημερινά, δίνει εξετάσεις,
Επιβιώνοντας. Αντέχοντας.
Γυρίζοντας στον πόνο, αναγκαστικά,
Αναφέροντας τον.

Εδώ,
Με τις μεταβαλλόμενες ώρες
και διαθέσεις μας.

Η ανάγκη να κοιμηθείς. Να δεις, κάτι.
Να βρεις, λίγη, ησυχία,
Στην πολύβουη πόλη.
Να βρεις, λίγη αγάπη.
Να γύρεις στο στήθος που ανεβοκατεβαίνει,
Ανασαίνοντας.
Κι ο ύπνος,
Μια δεύτερη,
Λύτρωση.

Κι αν χρειαστεί, να σωπάσω,
Κι αυτό,
θα το κάνω.
Κι αν θέλω να γύρω, μετανιωμένος,
Καθοδικά,
Το κεφάλι,
Κι αυτό,
Θα το κάνω.

Περιμένοντας την συγχώρεση,
Το έλεος.
Ενόσω ο ίδιος, απέχω , συναισθηματικά,
Ευνουχισμένα,
Από τέτοιου είδους,
Υποχρεώσεις.

Τυχερός όποιος σ’ αγαπήσει.
Αναγνωρίσει, το καλό,
Σ’ εσένα.

Δες,
το καλό,
Σε εμένα.

Επειδή,
Ότι, σ’ αυτό το χάος,
Μας φανεί,
Πολύτιμο,
Σα μαργαριτάρι,

Θέλουμε να το κρατάμε, μέσα μας, σφιχτά.
Μη φύγει
Και χαθούν τα ίχνη της ελπίδας,
του σπιτιού της.

Εκεί,
όπου λίγοι, φτάνουν.
Ακόμη λιγότεροι, έχουν το σθένος,
Ν’ αντέξουν, την ταλαιπωρία, του:
Κρατώ,
Αυτό που βρήκα να εκτιμώ.











2

Έπειτα,
Θα κοιτάξω έναν άνθρωπο.
Τις γωνίες των χαρακτηριστικών,
Στο πρόσωπο.
Τα τσαλακωμένα, ρούχα,
που φοράς, στο σπίτι.
Θα αισθανθώ, αγάπη, πολύ,
Και θα πλησιάσω, να σ’ αγκαλιάσω,
-αρκεί να είσαι του αντίθετου μου φύλου.

Θα ακούσω την καρδιά σου.
Θα σε καθησυχάσω.
Όπως κι εσύ, εμένα.
Θα αισθανθώ, ζωντανός,
Με τόση αγάπη,
Μέσα μου.

Αγάπη που πονά, και δακρύζει,
-αν είσαι δυνατός-
Εμπρός στην όψη,
Ενός παιδιού,
Που πεθαίνει, από AIDS.

Ένα παιδί που δεν το αγκάλιασαν,
Και τώρα, το βλέπω,
Να σκάβει, στο χώμα, στην Αφρική,
Τον τάφο του.

Θα κατεβάσω το κεφάλι.
Θα αισθανθώ, ντροπή.
Για την μπάκα μου
Που δεν λέει ν’ αδυνατίσει.

Για όλες αυτές τις πολυτέλειες,
Τις γυαλιστερές,
Που αφαιμάζουν
Τον ιδρώτα του μεροκάματου,
Λες και εκείνοι, έπραξαν, ποτέ,
Κάτι, για σένα,
Που επί χρόνια, παρέμενες,
Στην ίδια, ολιγόωρη,
Σύμβαση.

Η μεγάλη ανάγκη της αισιοδοξίας.
Να χαμογελάς.
Να αγαπάς.
Να δίνεις.
Να διαχωρίζεις, το μεμπτό,
Απ’ το ωφέλιμο.
Την ομορφιά της φύσης,
Από τη σάρκα, στα τσιγκέλια,
Κάθε περιπτέρου.

Επειδή, ναι,
Μάθε το,
Όποιος μένει μακριά, απ’ τον Θεό,
Πράττει,
Ανοησίες.

Πλήττει, τον εαυτό του.
Είναι μεγάλη η τριβή,
Επικίνδυνη η αρρώστια.
Που εξακολουθεί να απαιτεί,
Ικανοποίηση.

*

Είναι, αυτή, η κοινωνία,
Που δεν σε προϊδεάζει, να σέβεσαι,
Κανέναν
-όταν δεν έχεις, μέσα σου-
Αγάπη.

Το Κράτος δεν σέβεται τους σεισμόπληκτους,
Ούτε τον εργαζόμενο.
Δεν σέβεται τα σύνορα, τους νόμους,
Με αίμα, ασφαλισμένους.
Δεν σκέφτεται,
Πως νοιώθει, πως θα ζήσει, εκείνος
Που περιμένει την σύνταξη του.
Δεν γέρνει επάνω στον άστεγο,
Δεν τον ανακαλύπτει.
Δεν ασχολείται με την Πολιτιστική
Κληρονομιά.

Να δει, μ’ αγάπη, τον κάμπο, τις ελιές.
Όπως ο βοσκός, τα πρόβατα του,
Π’ ανησυχεί, μη χάσει, κανένα.
Όλα, να ‘χουν, νερό.
Όλα σε πειθαρχία, Από μόνα τους.

Σ’ εγρήγορση.
Σε κρύο ή σε ζέστη.
Σε πόνο, ή χαρά.

Γιατί, λοιπόν, εγώ,
Να συγκρατήσω, πολύ, τον λογισμό μου;
Να μην μιλήσω για τα στραβά σου,
Κυβερνήτη.
Έτσι βολεμένος όπως είσαι,
Μες τα γυαλιστερά, περιθώρια σου.

Μ’ αυτή τη μπάκα, στην κοιλιά.
Μ’ αυτή την αποχή, απ’ την άθληση.
Κυρίως, του πνεύματος,
που πλησιάζει το λαό,
Μες τα απλά, έπιπλα του.
Με τα λιγοστά είδη, στην κουζίνα.
Τα άπλυτα, στο μπάνιο.
Τα πολύτιμα είδη, διακόσμησης.

Η ανάγκη να ξεκουράζεσαι.
Η ανάγκη,
Να σ’ αγαπούν.

-

Σε μια πόλη,
που οι κάτοικοι της, αγνοούν,
Τι σημαίνει, λίμνη.
Καθρέφτισμα των δέντρων,
σε κάποιο ποτάμι.
Τα χρώματα της φύσης
Η θαλπωρή της.
Η πίστη της επιβίωσης της
Πριν το τέλος της,
Παγκοσμίως.

Να πιστεύεις στο αύριο,
Παρ’ όλες τις αντιξοότητες.
Που επιμένεις και γκρινιάζεις,
Ενόσω στην Αφρική, κάθε λεπτό,
Πεθαίνει κι από ένα παιδί.

Τα δικά σου λεπτά, των παραπόνων,
Τόσο σημαντικά!
Λόγω έλλειψης, αγάπης.

Απέναντι στις πληγές του παιδιού,
Προτού κλείσει, οριστικά,
Τα μάτια.

-

Που να μείνει, χρόνος, να σκεφτώ,
Ή να μην συλλογιστώ,

Τίποτα.

Μην με ξυπνήσει,
η διπλανή οικοδομή,
ή το σκουπιδιάρικο της αγένειας, του άλλου.

Πότε, θα δείξω,
έλεος.
Θα πω: Δεν ξέρουν, τι πράττουν.
Όπως και ο ίδιος.

Πότε θα αγαπήσω τα έργα, τα γλυπτά,
Τα αρχαία, του τόπου μου.
Γνωρίζοντας, που,
βρίσκονται.
Χωρίς να απαιτείται διαβατήριο
Ή εισιτήριο ακριβό,
Για να τα συναντήσω.

Να τ’ αγκαλιάσω με το βλέμμα,
Για τον κόπο, και μόνο,
Των τεχνιτών,
Που γέρασαν τις αντοχές τους,
Ώστε να προσφέρουν,
Κάτι.

Αυτό το κάτι που όλοι μας, θέλουμε
Να αφήσουμε,
Να το αγκαλιάζουμε με τα χέρια
Και να το γεννάμε, απ’ την αρχή.
Όπως τα αρχαία μας,
Τοποθετώντας τα, τοπικά,
Εκεί, όπου κατάγονται.

Ενόσω θωρούσαν τον ουρανό.
Ένα ψηφιδωτό στο δάπεδο,
Εκεί όπου λατρευόταν μια ιδέα.
Μια τοιχογραφία.
Εκεί όπου μάγεψε τον ζωγράφο,
ένα ηλιοβασίλεμα.

Μα, μάτια μου,
Ο χρόνος δεν επιστρέφει.
Δεν ζούμε στην άγνοια,
Των σημερινών επιτευγμάτων.
Μόνο η γραφειοκρατία, μας πονά.

Πώς να υιοθετήσω, θετική στάση.
Όταν δεν μου επιτρέπουν να υιοθετήσω,
Ταχέως,
Ένα μωρό, παιδί,
Που θα κοιτά για χρόνια, το πρόσωπο μου,
Απ’ το παράθυρο ενός ιδρύματος,
Περιμένοντας να κλείσει την μικρή του
-παρόλα αυτά, δυνατή, παλάμη-
Στην σιγουριά του μέλλοντος του.

Ίσως κάποτε,
Όταν δεν θα μπορώ, κάποτε,
Ούτε σχέση να δημιουργήσω,
Αν μου το επιτρέπουν τα οικονομικά μου,
Θα υιοθετήσω ένα παιδί.
Έστω και ανύπαντρος.

Μήπως πάρει χρώμα ο δρόμος
και οι διαδρομές της ζωής.

Δουν,
Εκείνα τα μάτια,
Το γαλάζιο του ουρανού,
Με ασφάλεια και όποια προσφορά,
Επειδή το εκτίμησαν
Ως ζωντανό πλάσμα.

Ώστε να μπορεί, τότε,
Να κοιμάται, ήσυχο, κάθε βράδυ.
Όχι όπως τώρα,
Ο ίδιος,

Να μην μπορώ ν’ αποκοιμηθώ.

Το μαξιλάρι δεν φτάνει. Δεν αναπνέει.
Δεν γελά.
Πώς να δακρύσω από χαρά,
Ή από όμορφη, κούραση.
Αφού δεν σε αφήνουν,
Να ζήσεις.

Να πεις: Αγαπώ κι εγώ,
Κάτι.
Κι αν χρειαστεί,
Κι αυτό,
Μπορώ να το κάνω.
Να αγαπήσω.

Επειδή ο Θεός, μου δίνει
Απ’ τη δική Του, αγάπη,
Σ’ ετούτο το πνεύμα
Μέσα στο σώμα,
Με τη δική του μπάκα.

-

Έπειτα είδα τη σκιά σου, που περνούσε,
Στο πρωινό, λιγοστό, φως.
Σα να ‘ταν μάτια, όλος ο κόσμος.
Τα δικά σου μάτια.

Η απλότητα της απορίας,
στο πρόσωπο σου.
Απορία ίση με απλότητα.

Αυτά τα μάτια.

Που είναι σημείο, και χάρτης,
Μαζί.
Είσαι εσύ. Είσαι εδώ.
Με την ήλιο, να ντρέπεται, μαζί με εμένα.
Με εμένα’
Δεν μιλούμε.
Μόνο αφουγκραζόμαστε.
Κι είναι ωραίο.

Μαζί.

Στο πρωινό φως.

Με τον καθένα
να φεύγει, για δουλειά.

Με την αγάπη για νήμα,
πίσω του.
Γύρω, περαστικοί.
Κόσμος στα λεωφορεία. Κίνηση.
Μάτια, που κάπου, πρέπει,
Να κοιτούνε.
Κάπου, μακρύτερα σου.

Υπάρχουν, τόσα, εκεί έξω,
Αγάπη μου.
Τόσοι δρόμοι, μες τα χωράφια.
Πελώρια βουνά, κι
απόκρημνες κατηφόρες.
Σ’ ετούτη τη στρογγυλή γη,
Που ο καθένας, μιλά, σιγανά, φαίνεται,
Ώστε να μην ακούγεται,
Τίποτα. (Γιατί;)

Όλες οι φυλές για μένα,
Έχουν, ένα χρώμα.
Εφόσον είναι, άνθρωποι.
Εφόσον μοχθούν στο δικαίωμα του ονείρου.
Με τον ήλιο,
να μένει σταθερός,
Και την γη,
Να περιστρέφεται,

Ακόμη.

Κοιτώντας ξανά και ξανά, εκεί έξω.
Με τον φόβο,
Μην δούμε, μέσα μας,
Και τρομάξουμε.

Λες και η ψυχή, δεν είναι, ήδη,
Τρομαγμένη.
Μες σ’ αυτό το δωμάτιο, που ήδη,
Κάθεσαι.
Προτιμώντας την γυαλιστερή, πεντακάθαρη,
Λήψη της εικόνας, στη τηλεόραση.

Ξεχνώντας το πρωινό φως,
Το απογευματινό, εν δυνάμει.
Το χρώμα που περισσεύει εκεί έξω,
Ενόσω περιστρέφεται η γη.
Τείνοντας να κρυφτεί τούτη η γωνία
Απ’ τον ήλιο.

Για μια ακόμη,
Φορά.

-

θα βρούμε χρόνο,
Να καθίσουμε μαζί, μόνοι,
Στο δωμάτιο;

Μόνοι.
Με τις παλάμες,
Ενωμένες.

Θα καθίσουμε, μαζί,
Να βρούμε τα πρώτα, χρόνια,
Του ανθρώπου.
Μες το λιτά, διακοσμημένο,
διαμέρισμα.

Ξεχνώντας, ότι υπήρξε,
Χαζοκούτι.
Υπήρξε,
Κουζίνα με κεραμικές εστίες.

Πως κάποτε,
Δεν υπήρχαν έγχρωμα, πρωτοσέλιδα,
Εφημερίδων
Να μεταφέρεται η όποια κόλαση,
Μες την ως τότε, οικογενειακή, ανά
Τον καθένα,
Ανακατωσούρα.

Σα να ‘ταν, κάθε τόπος,
Μοναδικός.
Κάθε γεωγραφικό, πλάτος,
Μια άλλη γη.

Που όμως συνεργαζόταν,
Όπως η σκέψη του ανθρώπου,
Με την πρακτική πλευρά του.
Χωρίς να σκέπτεσαι,
Αν ο άλλος αξίζει, σεβασμό,
Όπως σήμερα.
Που τα γεωγραφικά μήκη
Της συμπεριφοράς του καθενός μας,
Απομακρύνονται ολοένα,
Διαταράσσοντας
Τ’ αναμεταξύ, τους μαγνητικά, πεδία,
Της ίδιας της γης.

Και ήθελα,
Να επικοινωνήσω.

Όπως
Η πραγματικότητα,
Του μελανιού,
Στο χαρτί.
Με το σίγμα, κεφαλαίο,
Να στέκεται από μόνο του, ως σπίτι.
Με κάθε κεφαλαίο γράμμα,
Να τονίζει
Ή να περνά,
Απαρατήρητο.

Καθώς το μελάνι,
“αχρηστεύει”
Τούτη, τη χημική επιφάνεια, του χαρτιού,

Που πωλείται,
Ακριβά,

Ώστε να σε απωθεί,
Ακόμη και από τη σκέψη,
Να ενημερωθείς, σφαιρικά,
Έστω και λάθος…

Από το να οδηγήσεις ο ίδιος,
Πλαϊνά της σκέψης,
Τα δικά σου, χημικά,
Στοιχεία.

Επιτρέποντας σου,
Όποια, διατήρηση,
Της μνήμης.

Παρομοίως, όπως θυμούνται,
Συγκεκριμένες, ώρες, τα πουλιά,
το πρωί,
Να κελαϊδούν,
Στη δική τους,
Συμφωνία.

Δες τα –κάπου εκεί έξω-
βρίσκονται.
Μία, είναι η αλήθεια τους.
ΠΑΝΤΟΤΕ, με την καλημέρα, στη φωνή.
Παρομοίως με τους ερωτευμένους
Που χάνονται,
Στον κόσμο τους.
Μα σέβονται, μάθε το,
Την κάθε μέρα,
με την καλημέρα της.

Ακολουθώντας την τακτική σειρά,
των πραγμάτων.

Μαζί με τους σοβαρούς αρχειοθέτες
Του Έθνους.
Της προσωπικής τους, αξιοπρέπειας.
Στην αλήθεια,

Που δεν χαρακτηρίζει, γραφικό,
Ή δεν τοποθετεί, στο περιθώριο,
Κάποιον,

Επειδή τόλμησε,
Να εκφράσει το δημοκρατικό του,
Δικαίωμα.
Ενόσω οι Κρατούντες,
Μας κοροϊδεύουν,
Μες τα μούτρα μας.

-

Κι αν θέλω να μιλήσω.
Ακόμη κι αν δεν ακουστώ.
Ακόμη κι αν η ζωή μου,
Δεν ενδείκνυται, λες,
Περί σύγκρισης της πραγματικότητας,
Με ότι περνάω, εις βάρος μου,

Κι αυτό,
Πίστεψε το,

Θα το κάνω.
Με όποιους πονοκεφάλους.
Σε όποιες στερήσεις.
Με όποιο, βήμα,
Μου έχει δοθεί,

Για να μιλάω και να νομίζω,
Ότι λέω την άποψη μου.
Έστω και αν αυτή,
Παρακολουθείται.

Αλήθεια,
Φτάνουν,
Τόσοι,
Εκεί έξω,
Για να ελέγχουν τις θέσεις του καθενός;

Ή έχουν προσλάβει,
Πεινασμένους, μετανάστες;

*

Μπορείς να δεις στα μάτια,
Έναν συγκροτημένο, άνθρωπο;
Σου φαίνεται, περίεργο, έ;
Ν’ αγαπάει το δώρο,
της ζωής.

Επιθυμώντας σφαιρική ενημέρωση.
Γνωρίζοντας, ΟΜΩΣ, ήδη,
Τις παγίδες.
της στρεβλής προπαγάνδας,
Έστω, και από την εξουσία.
Πως όλα, θα φτιάξουν!
Αξιοκρατία. Ισότητα.
(μη με κάνετε να γελάω,
Μήπως και ξεράσω
Στα γυαλιστερά σας, κοστούμια).

-

Να ‘ναι καλά,
όσοι με θαμπώνουν,
Με την καλοσύνη τους
Και τη διάθεση, επαφής.
Μ’ αυτή τη μικρή, κληρονομική, φαίνεται,
Αγάπη.

Να ‘ναι καλά,
Όσοι βλέπουν λίγη από την αλήθεια μου.
Μια κοινή, λαϊκή, αλήθεια.

Που ομοιάζει
-αφού δεν της δίνουν σημασία-
Με τα ψόφια σκυλιά,
στα πεζοδρόμια.

Ή τις ώρες,
Που βράδυ,
Απολαμβάνεις το ραδιόφωνο.

Αναζητώντας την αξιοπρέπεια,
Μες το σκοτάδι του κόσμου, ετούτου.
Με ελάχιστα πρόσωπα, αξιοπρεπή.
Κατακτώντας το δικαίωμα της ζωής,
Λογοτέχνες της ζωής.

Που ακόμα, όμως, κι αυτοί,
Καταντούν, υστερικοί,
Όταν δεν συμφωνούν
Μαζί μου!
(κάτι μου θυμίζει αυτό).


*

Εμείς, λοιπόν, αγάπη μου,
Επειδή η μοναξιά, δεν αντέχεται
-αφού ορισμένοι με στιγμάτισαν,
ως άχρηστο,
όταν δεν εργαζόμουν.
Διαρκώς, άρρωστο..
Μη αξιοπρεπή.
Μη αποτολμώντας ακόμη και να μιλήσουν,
Γι’ αυτό.


Θα βρούμε ένα ξενοδοχείο τέχνης,
Να μείνουμε.
Να βλέπουμε χειροποίητους, με πολύ κόπο,
πίνακες,
Στον τοίχο.

Ν’ αγγίζουμε, ξύλινα κάγκελα,
στις σκάλες.
Να ‘ναι ζεστή, η διακόσμηση.
Αγαπητή η κοινωνικότητα
Και η διασπορά της αλήθειας
Των εμπειριών μας.

Θα ‘ναι το νέο μας σπίτι.
Θα συζητούμε. Κανείς,
Δεν θα φοβάται.

Δεν θα ‘ναι, χαλασμένο,
Το βιολογικό μας, ρολόι.
Δεν θα ‘ναι, μη συγκροτημένη,
η σκέψη.
Πονοκεφαλιασμένη, η λογική.

Διαρκώς τσακωμένη, η αίσθηση,
Με τους Κρατούντες, προσωπικά,
Ξεκινώντας από τους εργοδότες,
Ή με την οικογένεια;

Όλα αυξήθηκαν, μάτια μου.
Το ένα πέμπτο του πετσοκομμένου, μισθού,
Πάει στα εισιτήρια.
Τα τρία πέμπτα, σε ενοίκιο
Και λογαριασμούς.
Τι έμεινε,
Αγάπη μου;
Θα παραπονείται,
Ο ουρανίσκος μας.
Εκείνη η ασφάλεια της ένωσης

Η οποία θα σταθεί αδοκίμαστη
Εμπρός σε μια ξαφνική, αρρώστια,
Χωρίς τους ανάλογους, πόρους.

Θα υπάρχουμε
Να διηγηθούμε
Το οικογενειακό δέντρο
Της προσωπικής μας διαβίωσης;

Θα υπάρχουμε,
Να διηγηθούμε την ιστορία
Των υποχωρήσεων
Σε πολιτισμικό,
Και Εθνικό,
Επίπεδο;


Θα υπάρχουν, υγιείς, λογοκριτές,
Όσων δημοσιεύονται;
Θα επέλθει, σάρωση στην δημοκρατία;

Θα έχω όρεξη να γράφω;

Θα είναι ενδιαφέρουσες οι αναλύσεις μου.
Θα σε κάνω ν’ ανατριχιάζεις,
με τα λόγια μου;
Σαν κλαδιά, αδύναμα, κληματαριάς,
Που ψάχνουν το σίγουρο στήριγμα.

Θα αισθάνομαι, λογικός;
Θα πάψω να μεμψιμοιρώ;
Για τα χαμένα μου, χρόνια;


Θα βρίσκουμε ενδιαφέρον,
στις εφημερίδες,
Ενόσω θα κυριαρχεί, πλήρως,
Η ομοιομορφία;

*

κοιτώ την κοινωνία,
έτσι όπως την κατάντησαν:

Μπλεγμένες, τρίχες, ιδίου φύλου,
Σε δικαίωμα δημόσιας προβολής
Και αηδιαστικής αποδοχής.

Παιδιά,
Να μην έχουν θέληση, να δουλέψουν.
Έτσι όπως έχουν φοβηθεί
Με τα 9άωρα και τα δεκάωρα,
Ωράρια.

Νέοι άνθρωποι, που χάνουν χρόνο,
Από το να δημιουργούν,
Πολιτισμό,
Και προσωπική, αξιοπρεπή,
διαβίωση. Με προοπτική.

Να σε θεωρούν, περιθώριο,
Επειδή δημοσίευσες
Την αλήθεια.

Να σκέφτεσαι:
Τρομολαγνεία της παρακολούθησης,
Όσων δεν συμφωνούν
Με την Κυβέρνηση.

-

Μάθε,
Πως αν χρειαστεί,
Να πιάσω τον ταύρο από τα κέρατα,
Κι αυτό,
Θα το ΚΑΝΩ.

Εγώ δεν είμαι,
Γλυκανάλατος ποιητής.

Γεράσιμος Μηνάς 2006