Το Blog της αγάπης

Αγάπη για ποίηση και για άξια αξιοπρέπεια στις γυναίκες

Friday, March 23, 2007

Αλήθεια

Η αλήθεια είναι η φωνή
που επιδέχεται συμμόρφωση
-παρηγορεί, μαθαίνει, διακρίνει.
Ως φάρος μοναχικός της πίστης επί της γης.

Μόνοι μας δοκιμάζουμε τον εαυτό
Τον καταπονούμε
Ελεύθεροι –πλην μίζεροι.
Ανθρώπινοι –πλην εφήμεροι.

Σκέφτηκα να σου πω
Να σου προτείνω, φυσικέ μου εσύ, πατέρα
Να παρατείνω ή να επουλώσω
την υγεία της καρδιάς, της υπομονής σου.

Αναφέροντας τα ψέματα-προθέσεις,
μη επιείκειας απέναντι σ’ αυτήν
την πολύπαθη οικογένεια, ενόσω καμπουριάζει απ’ τα βάρη της απάθειας.

Λόγια και πάλι λόγια. Παγκόσμια, κουρασμένα. Επίμονα,
ν΄ αφήσουμε το στίγμα μας στον χρόνο. Στου χάρου την κοφτερή λεπίδα.


Μήπως και διασώσουμε κείνο
που έλειπε
Απ’ την οροθετική κοινωνία.
Φορέας της αρρώστιας

Του άκαρδου εγώ.
Κι αν πλήγωσα, κι αν στέρεψα,
Ψυχές, ενώ χρωστούσα χάρη είτε συγνώμη
Θαρρώ,

Πως έγινε η Βαβυλώνα
Του είναι μου
Φυλακή.
Και δέσμιος ενός ανεπίκαιρου

Εξαντλημένου, τώρα.
Δεν έχω
Που αλλού να μιλήσω, ποιος άραγε
θα ακουστεί.

Την πίκρα του φυσιολογικού
Που τόσα χρόνια, γυρεύω
Τα μάτια τα καθαρά
Το δάκρυ της ψυχής, που αποφεύγω.

Ότι, λάθος ανέχομαι.
Την φλόγα που αργοσβήνει.
Ενώ θέλησα σοβαρά, φορές
Την Λερναία Ύδρα μου, επιτέλους,

να φονεύσω.
Τον εγωπαθή πλίθινο σταυρό,
ξάφνου, να λυγίσω.
Να πάρω στον ώμο, τον άλλο

Τον βαρύ. Της αγάπης.
Μελαγχολώ.
Καμία πόρτα εδώ στη γη
Δεν δύναται να με δυναμώσει.

Δεν ακούνε οι άνθρωποι, πατέρα.
Τους μιλάω για το καλό
Μα δεν ακούνε.
Γιατί. Τι φταίει, πια.

Κάνει καλό η αδιαφορία;
Να μη θέλω να σε πάρω τηλέφωνο;
Να πιστεύουν, όλοι,
ότι επιβάλλομαι

Ως δικτάτορας.
Όχι, πως ο ίδιος,
Γνωρίζω το καλό. Ότι το πράττω.
Ανήμερος σαν τεμπέλικο τζιτζίκι.

Αναλώνομαι, ανάμεσα σε καλούδια
Σε καλώδια.
Κι ας χαίρομαι τη μοναξιά
Την χωρισμένη πλευρά της αγάπης.

Θλιμμένος
Που όλοι, δεν βλέπουμε το καλό
Και φλερτάρει ο ένας,
ασύστολα τον άλλο.

Δεν δείχνει σεβασμό
Ούτε φόβο, ελέγχου, πατέρα.
Συ, αν χαθείς, πίστεψε
Για μένα, μόνο εύκολο δεν είναι.

Η ζωή, είναι πόνος.
Το δάκρυ
που δεν ρέει
Παρά συσσωρεύεται

Σε ανούσιες κόντρες
Στο παραμύθι της ελπίδας
Ως λύση
ή ως βάλσαμο στις πληγές μας.

Δεν κουράζονται οι άνθρωποι,
να βγάζουν λόγους;
Οι υπουργοί, οι ψευδολόγοι,
Τ’ ανώριμα φρούτα. Οι λεωφόροι
πληροφόρησης.

Με μια Φθινοπωρινή μπόρα,
αποκτώ φόβο Θεού.
Και ουσιαστική, φορά ρολογιού βίου
Φυσιολογική, συμπληρώνω
Μ’ αμφιβάλλω πολύ.

Ελάχιστους εκτιμώ, όσο ποτέ.
Μετρημένοι θαρρώ, στα δάχτυλα
του ενός χεριού
Στο δεξί, με το οποίο γράφω

Σκέπτομαι, χαρίζω εμένα
Στρατιές θαρρώ, σηκώθηκαν
εναντίον μου’
Οι άνθρωποι μιλούν γι’ αγάπη

Εντέλει, ερωτική
Πίσω από σχισμένες απ’ τον καιρό
Σκούρες, αραχνοΰφαντες κουρτίνες.
Κει, που ‘ναι ασφαλή.

Μα εγώ, ξεδιάντροπα είδα, μόνο, ένα.
Δεν είχε μορφή, ούτε σώμα.
Απλά, ένα θολό, κοντινό σε μένα
Περίβλημα.

Δυό μάτια που δακρύζουν,
μπορούν να λυγίσουν την οργή σου;
Που υποτιμά την νοημοσύνη μου.
Μακάρι να ‘χες αισθήματα

Μα απ’ ότι φαίνεται
η καρδιά σου είναι πέτρα
-ασβεστωμένος τοίχος-
Ο Κύριος είχε πει για τον Ιούδα
Αλλοίμονο στον άνθρωπο
ο οποίος παραδίδει τον Υιό του Θεού.
Μακάρι να μη γεννιόταν.

Δεν υπάρχει έλεος
για τους μη μετανοούντες.
Η ψυχή υπάρχει.
Η τρομοκρατία θα συνεχίσει.

Η δικαιοσύνη είναι ένα ψέμα.
Δεν με τρομάζουν οι πλανητάρχες.
Παρά μόνο ο εαυτός μου.
Η αδιαφορία μου, ή η φυγοπονία.

Το έλλειμμα αγάπης.
Η απελπισία.
Πατέρα, λυπάμαι
για το: σ’ αγαπώ

Που δεν ξεστόμισα.
Για την αγκαλιά, την οποία δεν τόλμησα
-ούτε κι εσύ-
Δεν γνωρίζω το πλάτος ή το μήκος
Της γης,

Ελάχιστα εννοώ, τα προσωπικά μου όρια
Συμπεριφοράς.
Καθόλου, τι θέλεις εσύ, πατέρα’
Δεν θα υπάρξει εδώ, δικαιοσύνη.

Όχι. Πες με θρησκόληπτο,
Δεν με απασχολεί.
Η λύπη είναι η δική μου θάλασσα
Κι όσοι

Γνωρίζουν, πως ν’ αποφεύγουν
τους “καρχαρίες”
Αν είναι τυχεροί, τότε,
ίσως ανασύρουν τον καλό τους εαυτό.

Δεν μπορώ πια, να ξεχωρίσω
στο μέτρο του δυνατού,
τα πρόβατα απ΄ τους λύκους-πρόβατα.
Μετρώ τους στενούς φίλους,

Το πολύ, πέντε δάχτυλα.
Οι υπόλοιποι
Αλληλοκολακευόμαστε.
Σχίζουμε τις σάρκες ο ένας του άλλου.

Να μας προσέξουν, πατέρα.
Φυσικέ μου υπεύθυνε, της γέννησης μου’
Ποιος έχει το θάρρος, να πει,
Να δει, πέρα από Εθνικότητες
Πέρα από πεποιθήσεις, Εξοπλισμένος,
Πως, η ανθρώπινη ζωή είναι παντού
Πολύτιμη.
Δεν ξεχνιέται, δεν πολιτικοποιείται
Δεν καταδικάζεται.
Υπάρχει.

Κανείς, δεν δικαιούται να μισεί.
Εσένα, εμένα, τα θύματα.
Κείνα, που εσύ ονομάζεις ανταπόδοση
Στο μίσος και την κακία της καρδιάς σου.

Τι είμαστε, πατέρα, πέρα
από μέλισσες,
Ενόσω δημιουργούν μέλι.
Η καρδιά μας είναι η κηρήθρα.

Χαμήλωσε τα μάτια, άνθρωπε.
Λίγη ταπείνωση, κάνει καλό.
Ένα τίποτα είμαστε.
Φθαρτοί, τρωτοί,
Ένα τίποτα.
Ξύπνα άνθρωπε μέσα σου. Ξύπνα.

Είμαστε ένα τίποτα.
Άχρηστοι, σαν τις πέτρες.
Χώμα, στο οποίο, αξίζει,
Μόνο, αν είναι ικανό
Να θρέψει μια υγιή ύπαρξη.
Σώμα με μια μόνο ψυχή.

Μόνοι μας δοκιμάζουμε τον εαυτό μας.
Δεν σου έχω χαρίσει ακόμα, πατέρα
Εσύ που όφειλες να με φέρεις
Σ΄ αυτή την απαίσια την κοσμοθεωρία.

Πόσα ψέματα ξεστόμισα,
Να ‘ναι πικάντικη η ζωή.
Εκδικητική, επειδή ζηλεύω.
Εξοστρακισμένη, επειδή κωφεύω

στην βελτίωση μου.
Κι απροκάλυπτα, μεταδίδω εικόνες
Να εμπνέουν ταραχή,
Ν’ αποφεύγεις τον σκοπό της ζωής σου.

Να ωφελήσω εγώ, εμένα
Κι όχι, η απογοήτευση
ή η απελπισία εκείνου
που δεν γίνεται. Θυμάσαι;
Μια στερημένη ζωή. Ενοχές. Τσακωμάρες.
Η αλήθεια ή οι αξίες
Λες, μου λες,
τις εκπροσωπώ

Σα να προσφέρω σε κάποιους, άσυλο,
Έχω εξουσία, επιτηρώ την ασφάλεια της.
Δεν θέλουν το καλό τους.
Ανάμεσα τους κυριαρχεί το μίσος,

Ο πόλεμος των φύλων.
Η μη λογική.
Θλιβερό; Υφίσταται.
Διορθώνεται; Σπανίως.

Δυσκολεύει; Σαφώς.
Δεν θα υπάρξει δικαιοσύνη, εδώ.
Οι φωνές των καταπιεσμένων
Βοά, στα αυτιά του Κυρίου.
Η τιμωρία δεν είναι αστεία ιστορία.
Υφίσταται. Πάντα. Ανυπερθέτως.

>>Τώρα, αισθάνομαι,
Πως έχει υψωθεί
Ένας τοίχος ανάμεσα μας.
Αφού διερμηνεύω την αναμεταξύ μας
Άνεση και επικοινωνία

Ως σοβαρότητα.
Πόσο φταίω, ακόμη δεν μου ‘πες.
Το κρατάς, φυλακτό, για σένα, μόνο.
Δεν θα ξεχάσω όμως, ποτέ,

Την πολύωρη κατάθεση ψυχής,
Κι ας σε φλέρταρα,
ξέρεις, ήταν λάθος.
Ναι, έτσι ήταν.

Κι όμως αγάπησα
αυτό το χαμόγελο, και την απλότητα
των ματιών στο πρόσωπο σου.
Πλέον, αισθάνομαι ετούτη την απόσταση.
Θυμάσαι;
Μήπως σημαίνει σοβαρότητα;

Καλύτερα, αυτές τις σκέψεις
Ένας προηγούμενος ένοχος
Να τις βαστά για το είναι του.
Κι εκείνοι στους οποίους απευθύνεται
Να μαθαίνουν την αλήθεια, κατόπιν.
Να ‘ξερες μόνο, πόσο πολύτιμη
μπορείς να γίνεις.
Το ξέρεις;
Ένα κενό, πλακώνει το στήθος μου.

Μόνο εσένα, μπορώ να σεβαστώ, απόψε
Γλυκιά ύπαρξη. Την παρούσα ηρεμία
που αποκλειστικά, εσύ ως αύρα φιλίας
Δύνασαι να καλλιεργείς.

Κι ας ξέρω, ναι, ξέρω, πως
Προστατεύει εσένα
ή τους δικούς σου κανόνες στη ζωή’
Ένας φακός, βγαλμένα τα γυαλιά,

Το πρόσωπο γερμένο. Η γραφίδα
Χαράσσει το χαρτί.
Το ένα μάγουλο, πλακώνει το τετράδιο.
Συ, δεν είσαι εδώ, με σάρκα και οστά,
Παρουσιάζεσαι όμως,
Ως η πυκνότητα της μοναξιάς
π’ απέκτησε ύφος και μνήμη.
Αγάλι αγάλι, μου διαφεύγεις,

Μα πάλι, από πείσμα
Σπέρνω όσα μου πρόσφερες.
Γκριμάτσες, χαμόγελα, απλότητα.
-κάθε που είμαι μόνος, θυμάμαι
τα κοντινά σου, το φωτισμένο σου
ως θηλυκού αγγέλου, πρόσωπο-

Την ώρα, σα διαιώνιζα τ’ όνομα σου.
Ως, αγαπημένη. Φίλη κι οξυγόνο μου’
Ξέρω, πως πια, με αποφεύγεις.
Μαύρα μάτια’

Όχι, πως μ’ ενδιαφέρει να εργαστώ,
αν είναι, απ’ το θέλω όλων των άλλων
Ούτε απ’ το προσωπικό.
Όχι, πως τελικά, έχω ψυχή’

Κείνο, που εσύ η ίδια, θεωρείς φυσιολογικό
Εγώ, δεν δύναμαι να το παραδεχτώ.
Άσε με λοιπόν, με τις αναμνήσεις
ή τις σκόρπιες φλυαρίες της ψυχής.
Της καρδιάς.
Κείνου του στάσιμου ποταμού από αίμα
Όπου, ούτε το κουνούπι της συνείδησης,
Δεν αγγίζει<<

Τώρα είμαι μόνος.
Χορταίνοντας το Ουράνιο βιβλίο
με τις φλυαρίες μου
-μ’ όλα τα κρίμματα της λεγόμενης
ανθρωπιάς-

Δεν είναι όλες οι γυναίκες,
Υπεύθυνες, πατέρα.
Σίγουρα, όχι εκείνη η ανόητη,
σα ξεπορτίζει, εντακάμισυ το βράδυ

Ενώ, έχει δουλειά την επομένη.
Θυμώνω πολύ –σχώρα με Θεέ μου.
Πεισματάρα κι αντιπαθητική.
(Σχώρα με, Θεέ μου, θέλω τόσο
απλά, να τη βρίσω).
Ευτυχώς, μου περνά την επομένη.

Εγώ, αναγνωρίζω μια κοπέλα
Μ’ ένα αριστουργηματικό χαμόγελο
Που παρεξήγησα, λόγω
Άνεσης της τρυφερότητας της.

Κάθε φορά, σα αισθάνομαι πίεση
Ή ασφυκτιώ, σ’ ετούτο το τούβλινο ρημάδι
Σχηματίζω με τη φαντασία μου,
το βλέμμα της –κυρίως το χαμόγελο της.

Γλυκιά μου, σε σκέπτομαι.
Φυσιολογικά, ως φίλος προς φίλη.
Ως είναι, ως ένα, ως ίδιο.
Γλυκιά μου, την φωνή μου λησμόνησες.

Μεις οι ποιηταί, μάθε,
Δε συγκρατούμε τα λόγια.
Δεν τα δένουμε.
Δεν τα περιορίζουμε.

Κείνο που οφείλω, είναι να
Ζήσω. Ακούς;
Να ζήσω, αγάπη μου.
Αγάπη μου: στο λέω τυπικά,
Μην το παρεξηγήσεις.
Σαν χρόνος στάσιμος

Ελπίδα κομμένη
Καλώδιο τηλεφώνου, ασύνδετο.
Αυτός είναι ο άνθρωπος.
Ξεχνά, παλεύει, μαθαίνει.

Χτυπά, θυμάται, θυμώνει.
Ξεπερνά, και ξανά, το θάνατο ακολουθεί.
Τώρα πια, είμαι μόνος, με την απλότητα
Εκείνης που αγαπώ.
Γιατί στη φιλία, απαντάται αγάπη’

Χτες, ο θυμός μου
Κορυφώθηκε ως πύργος της Βαβέλ
Να φτάσει, εκεί ψηλά, στα Θεία,
Κι αδιάντροπα, να την ξεθωριάσει.

Μπορείς;’
Χτες, μ’ ακόμη και σήμερα
Δίχως φόβο Θεού,
Καλύπτω μύχια, την έξη

Του πειράματος του Θεού
στο είναι μου. Ο Οποίος, λέει,
Δικαιούται να μ’ αγαπά.
Αν ναι, δεν θ’ άφηνε ένα παιδί,
Δεκατρία χρόνια, μοναχό του
Αγέννητο από αγάπη.

Τον προσπερνώ, δεν με ενδιαφέρει’
Βαστώ μόνο, την λύπη Του
Μα ακόμα κι εκείνη, είναι με όρους!
Σπάω με το νου και το σταυρό Του!!
Ανόητε άνθρωπε’

Εκείνο. Ναι.
Είμαι βγαλμένος από κάποιο παραμύθι.
Από μια κρύπτη ρομαντική
Από ένα θεμέλιο στέρεο
(εδώ φαίνεται η έπαρση του Άθεου)

Να βαστώ την κατάντια της γης.
Να την περιγράφω.
Ξύνοντας ποτάμια από γραπτές
Προτάσεις ευτυχίας, κι ονειροπόλησης.

Αν την λογάριαζα κοντινά μου.
Την ευτυχία.
Το θλιμμένο εκείνο παράθυρο, δίχως
Της φίλης μου την γλυκύτητα.

Ούτε ο ίδιος ακολουθώ το καλό μου.
Είναι οι φυσικοί νόμοι, έτσι,
Δομημένοι.
Ο Εξουσιαστής να τρομάζει

Και το θύμα
Να το βάζει στα πόδια’
Δεν έχω πια, φόβο Θεού, μέσα μου.
Τον αποκήρυξα.

Ούτε την πάλη Του με τους ανθρώπους
Θεώρησα χρήσιμη.
Ούτε όσα σου λέω, ούτε,
Πως σε περιφρονώ φυσικέ μου πατέρα.
Όλα είναι άχρηστα
Και πρώτος απ’ όλους, άνθρωπε,
Εγώ.


ΤΕΛΟΣ


Γεράσιμος Μηνάς 2003

Thursday, March 22, 2007

Το ταξίδι αρχίζει











Friday, March 02, 2007

Ακολουθώ

Τους ξένους μύκητες
Ξύνω,
Σε μια τρώγλη πολιτισμού
όπου μεγάλες δυνάμεις επενεργούν.

Αρκεί μία συστάδα δέντρων
για να φαντασιώσω
Πως κάπου εκεί ξεκινά ένα δάσος.
Η φυγή της ψυχής στην ηρεμία.

Κάθε
που πλησιάζουν οι γιορτές,
Μελαγχολώ.
Κάτι μου λέει, δεν είναι μόνο κακία η ζωή.

Τελευταία,
“δακρύζω”
όταν με φέρνω, από μόνο μου
στην στοργική αγκαλιά “της”.

Όταν σε κοιτώ απ’ το πλάι,
βιώνω ότι όλοι –ο καθένας στο φύλο του-
Είμαστε ίδιοι.
Βιώνω, πως αγαπώ τον εαυτό μου.

Ενεργοποιώ,
Να μην στενοχωρώ τους γύρω,
με άσκοπα, άδολα όμως,
περιφρονητικά λόγια.

Αναπαριστώ εικονικά,
σημαντικά χρονικά περιθώρια.
Τις γυναίκες ως φίλες μου,
δεν θα μάθω να δω.
Να βιώνω την συντροφιά τους.
Η οποία,
την ανθρωπιά μου επιβεβαιώνει¢
Κρατιέμαι μακριά από την αμαρτία –όσο μπορώ.

Παρακολουθώ να ευνοούνται, δυστυχώς,
Ζευγάρια βήματα,
Θεσμού ένωσης,
Των οποίων, δεν πράττουν το θέλημα Του.

Επέτρεψε μου από καρδιάς,
Πνοές δυνάμεων, θετικές
Ανάπαυσης διακοπές.
Περιθώρια ζωντανά, να προσθέτω ώριμες φράσεις.

Κάθε
που σκοτεινιάζει,
Γέρνω, κοιμάμαι, σχεδόν νηστικός.
Υποχρεούμαι να μη μιλώ.

Ακολουθώ στην πορεία
Τόπους,
όπου απαγορεύεται το αγγίζειν,
Μήπως καταλάβεις, πως μόνος μου ζω.

Ανάβει η θωριά μιας επιτροπής
Το αποτέλεσμα της βούλησης,
οπτικοποιημένο.
Δεν σου εξηγώ. Εννοείται το συμπέρασμα.

Πλευρά δεν πονάνε
Σε διαρκή κίνηση.
Αντιθέτως, συνειδησιακά
καίγομαι γρήγορα.

Συγκαλείται γοργή αποκάλυψη,
Μα χτυπώ, τσακίζοντας την ανώδυνα.
Δεν πονά.
Επιπλέον, ξεκουράζεται.
Φρόνιμες φράσεις, αλλοιώνεις.
Κρίσιμες, επιδέξια ξεχνάς.
Γαντζώνεσαι σε βλάσφημες συνήθειες:
«Εγώ δεν λογοδοτώ σε κανένα»

επιβιώνω.
Τον αναμμένο δαυλό ακολουθώ.
Στενό μονοπάτι –όχι επίπεδο.
Ούτε κατηφορικό.

Καλές σχέσεις, ως φιλότιμο
Ή ανθρωπιά, δέχτηκα υπό προϋποθέσεις.
Αν και με κούρασαν
Οι καλές τους οι προθέσεις.

Γράφω επιπόλαια όπως ζω,
Αλήθεια, την μοίρα των πολλών,
Πως την αντέχεις.
Όλοι με προειδοποιούν για κάτι.

Λες, οι φιλοσοφίες δεν ξεδίψασαν
Καμιά ψυχή.
Στερούνται φαίνεται από ύλη.
Μακάρι να μην εξυψωθεί κανείς.

Τους τα λέω
Μα δεν ακούνε.
Θέλουν, καμπάνες να χτυπούν –οι ίδιοι-
Να μην σκέπτονται.

Το συρτάρι το ‘χω τακτοποιημένο
Όπως μ’ αρέσει
Και σκόνη δεν αφήνω να κατακαθίσει.
Δεν με συμφέρουν οι επιπλοκές.

Άστατη καρδιά,
Τι σε ωφελούν τα μάταια λόγια.
Ο ήλιος, μου ήταν πάντα αγαπητός.
Γυάλιζε ακόμη και την ασχήμια.
Νόημα δεν βρίσκεται να υποτάξω.
Τελειώσανε οι πόροι.
Άγχος για δουλειά.
Έφραξε ότι αγαπώ. Όχι την παρεξήγηση.

Ακολουθώ ένα στερημένο
από ανέμους –όσα αποφεύγω-
πέπλο, ενόσω παραμονεύει
Τους εχθρούς.

Κουράζεται η ταπεινότητα ενώ είναι μόνη.
Τις παύσεις
Αδυνατώ, μόλις, ν’ απολαμβάνω.
Τις γυναίκες, φίλες, δεν βλέπω, ακόμη.

Πειρασμός παραφυλάει¢
Τρέφομαι με λεία χαρτιά.
Γεμίζει ο κάδος της γειτονιάς.
Η σάρκα δεν υπάρχει.

Άσε με να σου μιλώ.
Τι απ’ τα δύο να προδώσω.
Στρώνω τη χάρη. Εφάπτουν οι προορισμοί.
Αγάπη για το Θεό. Για γάμο.

Ο κάθε τόπος, κατέχει τα σκήπτρα
της ιδιαιτερότητας του.
Μας επισκέπτεται με τη μουσική. Οι γλώσσες εμπεριέχουν όπως η αγάπη –παρακλάδια.

Σ’ έχω στην αγκαλιά μου.
Ξημέρωσε.
Άναψα καλοριφέρ. Μας βλέπω
σαν ετοιμασμένο περιβάλλον γεύματος.

Χαλάρωσε.
Κάτι κινείται στους δρόμους.
Ξεκουράσου. (μείνε ακόμη).
Εικονικά σε πλάθω –δεν σ’ έχω.
Δεν σε συνάντησα ακόμη.
Είναι δύσκολο να είσαι βράχος
Μαθαίνω αργά.
Είμαι αδύναμος. Μα έχω βοήθεια –Δεν το αξίζω-

Συχνά μ’ επισκέπτονται,
εικόνες απ’ το παρελθόν,
που μπορούσαν να μου ανήκουν.
Τις διαβάζω σε ιστορίες που δεν μου ανήκουν.

Το όνειρο το πιστεύω,
αν σημαίνει αγάπη.
Δυστυχώς, δεν μπορώ
να χαρώ με την ευτυχία του άλλου.

Απ’ ότι φαίνεται θα εξακολουθούν
Να ευνοούνται όλοι εκείνοι δίχως Θεό.
Ευτυχώς, κινούνται στη μεγάλη λεωφόρο,
Οπότε θα χαθούν τάχιστα.

Όλα είναι μάταια.
Που μιλώ, κινούμαι. Εργάζομαι.
Τρώω, κερνώ τον χρόνο παράσιτα.
Χαμογελώ, δεν κλαίω. Προχωρώ, ξεχνάω.

Στη δουλειά μου είμαι οργανωτικός.
Στη ζωή μου, απέχω.
Πάντα θα μου λείπουν τα τριαντάφυλλα.
Ένα μόνο του, ολοκόκκινο, αρκεί.

Κάθε που με πλησιάζει η φίλη
Νοιώθω, πως κάποιος με χρειάζεται.
Μοιραζόμαστε την κούραση.
Τα όνειρα. Τη μελαγχολία.

Σπάνια φλερτάρει κάποια μαζί μου.
Εννοώ στ’ αλήθεια να φλερτάρει
Σα να της ανήκα.
Τότε, το αποδέχομαι, αν και αμφιβάλλω.
Σήμερα, συνάντησα,
περισσότερα ζευγάρια από ποτέ.
Πιασμένοι απ’ το χέρι,
Αγέρωχες φιγούρες, νομίζουν όχι φθαρτές.

Ο χρόνος γιατρεύει
τις πληγές στο σώμα,
όχι όμως και στη ψυχή.
Λυπάμαι αν σε στενοχωρώ.

Θυμώνω.
Χωρίζουν οι δρόμοι των συγγενών ανθρώπων
όταν δεν συμπίπτουν οι απόψεις τους.
Η ένταση πέρα του μετρίου. Έπειτα ολισθαίνεις.

Είναι φυσιολογικό να μεγαλώνεις παιδιά.
Σημαντικό να μεγαλώνεις, κοινωνικά.
Σημαντικό να δυναμώνεις δεσμούς
όπως με ευθύνη αφήνεσαι, συνεχώς, στη ζωή.

Διευκολύνονται στις αποφάσεις οι κυνικοί
Οι οποίοι κατεβαίνουν, ανεβαίνουν, κάθε στιγμή.
Ακολουθούν τα κλισέ,
Πως μετράει μόνο ο εαυτός τους

Μεταπηδώντας ιδιαίτερα εύκολα,
ως κοινωνικοί βράχοι σε νέα επίπεδα εξέλιξης:
Κάνε ότι κάνω. Θα προκόψεις.
Αρνούμαι όσες γωνίες, ακόμη δεν γνώρισα.

Αυτό σου είναι αδύνατο,
Να με συμπεριλάβεις στο πρόγραμμα σου.
Μήπως και οι τύψεις ως επίμονοι δαίμονες,
σε αποτρέψουν από τα σχέδια σου.

Η προσωπικότητα μου, μου ανήκει.
Ακολουθώ όσες αντιδράσεις, εσωτερικές,
Συγκρούονται μοναδικά.
Διαρκώς, αποστασιοποιούμαι.
Η εξουσία τσακίζει, και πρέπει
Αν προκαλείς, με την έλλειψη ευσυνειδησίας
Στη δουλειά, ρίχνοντας συναδέλφους.
Η εξουσία βαίνει υποκατάστατο όσων δεν έχουν ζωή.

Πως είναι να ζει κανείς, χωρίς αγάπη,
ο ίδιος το γνωρίζω. Μου έχουν λείψει πολλά.
Και η αγκαλιά. Τη γκιλοτίνα φοβάμαι –τη δική μου απέναντι σας, περισσότερο.

Τι ζητάς από μένα, Ειρήνη.
Γιατί τόση οικειότητα.
Είναι μήπως η φιλία, ξεκίνημα της αγάπης;
Είπα τόση ώρα να μη ρωτήσω

Μα δεν αντιστάθηκα.
Τα προκαλεί κάτι τέτοια
Ο αυτόβουλος εγκλεισμός.
Το καλοριφέρ δεν ζεσταίνει την ψυχή.

Ούτε η δύναμη φωτός στον λαμπτήρα.
Με έπνιξαν τα αγαθά.
Οι θλιβερές ειδήσεις.
Που εκφράζομαι.

Ακολουθώ.
Ακολουθώ.
Ακολουθώ.
Παράλληλα αριστερά. Ευθεία. Δεξιά παράλληλα.

Ακολουθώ την πολυκοσμία.
Όσες ονομάζετε εμμονές.
Στις πτώσεις, κάπου μεταξύ.
Όσο δεν ανακατεύεστε, δεν σας κρίνω.

Αλληλεπίδραση.
Η λέξη. Η έννοια. Τόσες ημέρες αποζητούσα.
Γιατί δεν ησυχάζεις;
Πότε σε σέβεσαι;
Τα φλούδια –τη νοστιμιά τους- γεύτηκα,
όταν δεν ανακατευόμουν.
Συμφωνούσα όταν η κοινή μοίρα, συναινούσε.
Λες, και εκείνους, μόνο, αφορούσε –αγαπώ.

Τα φύλα θα είναι πάντοτε, δύο.
Μόνο δύο. Άντρας, γυναίκα. Σ’ αλληλεπίδραση
-οι φωτοτυπίες με λάθος μελάνι, δεν με αφορούν.
Μην κοροϊδεύεις το αντίθετο σου αφού δεν σε ελκύει.

Το μαγνητικό πεδίο των χεριών μου,
αφομοιώνεται εξαιρετικά από λείες επιφάνειες,
σε δάκτυλα γυναικεία. Πολλές έγειραν
πάνω μου –τον λόγο τους, άλλαξα πορεία.

Όσες δεν είδα, ελάχιστες ήταν;
Στη ψυχή. Το κουράγιο δεν επιστρέφει.
Ξενύχτησα δίχως στ’ αμπάρια μου ελπίδα.
Βάφεις, μόνο αφότου διώξεις κάθε σκουριά.

Σε διευκολύνω σε κάτι;
Απορροφώ κραδασμούς
που δεν εποπτεύω
-λες κι έχω το δικαίωμα.

Το ρεύμα του ποταμού, τίποτα δεν το αλλάζει.
Ούτε ορισμένα φράγματα, μοντέρνα. Εξειδικευμένα να τιθασεύουν όποια πίεση -καταστέλλεται,
μα ως πότε θα παράγεται σωστή ροή.

Μια νευρική φράση, το ξέρω δεν συγκρατείται.
Οι γνωστές σ’ εμένα, νότες,
Σ’ εσένα, καλό δεν έχουν αντίκτυπο.
Η λογική σου διαφέρει. Η κατάχρηση φταίει.

Να τρέμεις εκείνον
που δεν σέβεται το σώμα του.
Όποιο δικαίωμα, αυθορμήτως συγκρατήθηκε.
Θα μεγαλώσω αν το δω κάπου γραμμένο.
Οι άνθρωποι παρακολουθούνται ως άνθρωποι;
Είναι η συνέχεια η δική μου;
Κείνο
που μπορούσα να’ χα γίνει;

Τη σοφία τη δέχτηκα,
Μόνο αν τη συνόδευε ένα σώμα.
Σαν χώμα –πάντοτε εκεί.
Κλείνω τα μάτια, μήπως και το αναπνεύσω.

Τους ξένους μύκητες ξύνω.
Σε μια τρώγλη οικογενειακού, ενωμένου,
Οράματος.
Ήταν το πρώτο βήμα, δειλό.

Δεν έχω πια,
με τι ν’ ασχοληθώ.
Ν’ απασχοληθώ.
Πρόσεχε τι εύχεσαι.


* * * *

Γέμισε η βραδιά
με θέρμη
Δρόμων σε κίνηση.
Τα γαλάζια σου μάτια.

Τη φιλία σου εκτιμώ.
Τα χρέη σου μόνο φοβάμαι.
Επίσης, αν τελικά συγκλίνουμε για τον προσωπικό χρόνο, τον αναμεταξύ μας, χαμένο.

Το ύψος κάθε ανθρώπου,
Σοφά επιλέχτηκε.
Ευχαρίστως θα έδινα τη θέση μου
σ’ όποιον κατέχει τη συστολή, του «μάλιστα».


Σε ορισμένους ανθρώπους,
διαδέχεται ένα γεγονός,
φυσιολογικά, ένα άλλο.
Έτσι, στέκεσαι στο καθορισμένο σου ύψος.

Δεν είναι, πως φοβάμαι τις ευθύνες
-μια παράλληλη με σένα, εντεκάχρονη διαδρομή.
Είναι,
Που κι εμείς,

Μοιάζουμε σαν δυο σταγόνες νερό.
Διακριτικά από ξένα βλέμματα –ή ακοές-
Αποδεχόμαστε. Δεν συμφωνείς με την υπερ-εκτιμημένη σημασία του χρήματος.

Λες, κάνεις πως δεν καταλαβαίνεις,
Εννοείς σίγουρα όμως, την ανθρώπινη υπόσταση.
Σε γλυκαίνω με μαργαρίτες σοκολατάκια.
Και σε σκέπτομαι –στο κρύβω διαρκώς (εσύ;).

Τολμάς, μου μήνυσες.
Τα γαλάζια σου μάτια¢
Η ζωή είναι ήλιος
με ενδιάμεσες περιόδους σκιάς.

Ενδιάμεσοι τόμοι σκέψεων.
Συγχωνεύσεις εικόνων στο παρών στάδιο.
Επισκέψεις χαράς,
Επιπλέον, εγρήγορσης.

Δεν ήξερα, πως είναι να ζεις στη φτώχεια.
Ίσως τώρα αξιολογήσω το δικό μου βίο.
Μήπως είμαι μέσα μου πιο υπεύθυνος
απ’ όσο φαντάζομαι.

Δυο μέρες έχω ν’ αντικρίσω
Τα γαλάζια μάτια σου.
Σ’ ακολουθώ σαν πυξίδα.
Συ που τολμάς, βοήθησε με.
Αν είμαι ο Χόρν σου,
κι εσύ η Λαμπέτη μου,
Μεις θα το αποφασίσουμε.
Σχίζοντας περγαμηνές ετοιμότητας.

Ετούτη τη περίοδο
Που ορισμένοι αποκαλούν μάταιη.
Ας συμπεριελιφθούμε κι εμείς.
Τι να σε κεράσω, πέρα από αγάπη.

Μόνο όταν σβήσεις το παρελθόν,
έχεις μέλλον.
Προχωράς εμπρός.
Κάντο κι εσύ –ας ξεκολλήσουμε.

Μαθαίνω για σένα
Για να μη πληγωθώ.
Τον ξέρω τον χαρακτήρα σου,
Αυτόν αγαπώ.

Πληγώνομαι μακριά σου.
Δεν ξέρω αν είμαι προσγειωμένος.
Μακάρι ότι μας φέρνει κοντά,
Να ‘ναι ικανό να μας ενώσει.

στενοχωριέμαι¢
Την προσέγγιση, φυσικά, επιθυμώ.
Ας είναι ο φιλικός μας δεσμός
η αρχή ενός βαθύτερου δεσίματος.

Ας είναι η αρχή των ευθυνών,
Συζητήσιμη.
Εσένα περιμένω να το ξεκινήσεις. Που τολμάς.
Είμαστε κι εμείς, δυό σταγόνες.

Η σιωπή μου,
είναι ένα τεντωμένο νήμα
Γύρω από σένα.
Γιατί δεν μπορώ να με δω, όπως συ, εμένα.
Εγώ δεν θα σε πληγώσω.
Όπως η αναμονή
πριν το ταίριασμα μας.
Πέφτω νηστικός δίχως τη μαργαρίτα μου.

Σου μίλησα γι‘ αποκάλυψη. Γάμο. Αμφιβολία.
Σε έφερα στην δική μου μελαγχολία.
Είναι μήπως η φιλία, το ξεκίνημα της αγάπης.
Μαθαίνω αργά. Προχωράω αργά. Απορίες, έχω.

Είσαι ο κόσμος εκεί έξω.
Τα γαλάζια σου μάτια, φωτεινά.
Η σιωπή της φιγούρας σου,
που με αγάπη αγκαλιάζω.

Τη σοφία τη δέχτηκα
Μόνο αν τη συνόδευε ένα σώμα –Γιώτα.
Σαν νέο –πάντοτε εκεί.
Κλείνω τα μάτια, και, κουρνιάζω.

Έλα κοντά. Σ’ αγαπώ.
Θέλω να δω τα γαλάζια μάτια σου.
Πρέπει να σ’ εμπιστευτώ, αφού μας θέλω μαζί.
Μοιραζόμαστε πλέον τη ζωή.

Κάθε που αμφιβάλλω,
η πίστη του ενός προς τον άλλο,
Σημαδεύεται κοντινά, με γλυκιά χροιά στην ομιλία.
Δώσε μου την ευκαιρία να αποδείξω

Πως σου είμαι πιστός.
Η πιστή σου φίλη σε γνωρίζει από αρκετά νωρίς.
Μακάρι να σου μετέφερε
Με τι τρυφερό τρόπο σε αγαπώ.

Παραμυθένιο σχεδόν –που προτιμάς.
Το ξέρω πως δεν είμαι ζωηρός
Μα η ελπίδα στο είπα,
προχωράει αργά.
Μη στενοχωριέσαι, επειδή
Εξίσου κι ο ίδιος, συμπιέζω
Τον χώρο, να χωρέσει εμένα,
Μαζεύοντας το νήμα γύρω από σένα.

Σ΄ ακολουθώ με την άκρη των ματιών.
Σε φλερτάρω σα να ‘σαι δική μου.
Λυπάμαι ενόσω παραμένεις ακόμη, μόνη.
Αξιώνω την κρίση σου στην επιλογή

Με υψηλές βαθμίδες ποιότητας.
Αναρωτιέμαι αν θα προλάβουμε
Ένα δικό μας κοριτσάκι.
Να ‘χει τα γαλάζια μάτια σου, μόνο.

Έχεις υποψιαστεί τίποτα;
Για μένα είσαι όμορφη,
όπως και να ‘σαι.
Μη καταπιέζεις τον εαυτό σου.

Είσαι η ωραιότερη μελωδία
Π’ αντικριστά δακρύζει
από αγάπη.
Δες με. Το σημάδι μου αιμορραγεί.

Κλείνω τα μάτια. Βρίσκομαι κοντά σου.
Σου κάνει καμιά αίσθηση αυτό;
Χαμογέλασε μου.
“Δακρύζω από χαρά”.

Σε προσέχω¢
Ψες το απόγευμα,
η καρδιά μου χτύπαγε δυνατά για σένα.
Διαισθάνομαι πλέον, μήπως ήταν η δική σου.

Άσε ν’ αφομοιωθούν εξαιρετικά, τα επίπεδα
Της ανθρώπινης νόησης μας. Χαίρομαι
Που έχεις για παρέα –τη φίλη σου: (Μίλησε
Στην Γιώτα για τα αισθήματα μου σε παρακαλώ).
Άσε με να ‘ρθω μ’ ένα λουλούδι. Ένα ολοκόκκινο, αρκεί. Ξέρεις πόσα χρόνια έχω να ερωτευτώ;
Τρέχω να στολίσω το δέντρο, τώρα. Συ είσαι μαζί. Αγάπη μου.

Είσαι η Μαργαρίτα μου.
Μ’ αγαπά δε μ’ αγαπά –χαμογελάς.
Το ποίημα συνεχίζεται.
Γιατί όχι κι εμείς¢

Τη φιλία σου δεν με ρώτησες
Αν επιζητώ. Φυσικά μα δεν μου φτάνει.
Είσαι μια αξιόλογη γυναικεία ψυχή.
Μη σε χάσω.

Επίκαιρες ερωτήσεις.
Συγχωνεύσεις αποριών –ευδιάκριτες.
Λουλούδι μου. Γείρε να
Δω τα γαλάζια μάτια σου.

Άσε
Και την δική σου καρδιά
να χτυπάει εξίσου δυνατά.
Η ζωή είναι ωραία¢

Το μπουζούκι είναι η φύση
Της καρδιάς μας.
Η Ελλάδα
που αγαπούμε.

Το μυθιστόρημα
Που εκτελούμε.
Ένα να φύγουμε μαζί.
Μια εκδρομή θα μας σώσει.

Σε συγκινεί αυτό;
Συ που έζησες πολλά
Πλάι σου τα χρόνια προσπέρασαν
Για να βρεις εμένα.
Τώρα πια, δεν στενοχωριέμαι. Βλέπω φως.
Η ζωή τελικά, δεν είναι μόνο μοναξιά.
Είναι οι επιμέρους στάσεις
που κατασκευάζονται διαρκώς.

Οι “εργάτες” υπομένουν πολλά.
Με υπομονή, τα στηρίγματα
Θεμελιώνονται σε στέρεο έδαφος.
Τη μουσική σου ακούω κι αγαλλίαση νοιώθω.

Τώρα πια δεν στενοχωριέμαι. Μάθε το!
Είμαι αισιόδοξος.
Η αγάπη θερμαίνει τη σωστή θύμηση.
Κάνε το ήχο που αγαπώ –γλυκιά χροιά.



* * * *

Η τρίτη πράξη,
της υπομονής.
Παραλίγο να πατήσω
Στο λάθος των βιαστικών αποφάσεων

Όπου το ένα μέλος
Εγκαταλείπει, από μη άμεση αλλαγή
στα χαμένα βράδια
Που με τη σειρά τους

Εγκαταλείπουν κι εκείνα, εμένα¢
Λουλούδι μου,
Το εύθραυστο σου χέρι, άγγιξα σήμερα.
Το “αγκάλιασα” με τη ψυχή, τη καρδιά.

Που ζεσταίνει με την προσωπική της φωτιά,
Σιγά σιγά, εσένα.
Κι έγινα ξανά,
Χαρούμενος.

Πιότερο ερωτευμένος.
Πλέον χαίρομαι την ευτυχία. Τη δική μου.
Των ολίγων
που προσωπικά, γνωρίζω.

Γαλάζια μου μάτια.
Σου ζεσταίνω τα χέρια,
Σε κρατώ αγκαλιά.
Ανασαίνουμε μαζί.

Μια κλειστή αγκαλιά.
Κλείνω τα μάτια, και, κουρνιάζω.
Ακολουθώ το φωτεινό σου προορισμό
Δίχως γυρισμό στη μοναξιά. Ποτέ πια.

Γιώτα μου.
Φροντίδα μου.
Λεπτεπίλεπτη μορφή
Συ, εύθραυστη ζωή μου. Σ’ αγαπώ.

Κοιμήσου –ξεκουράσου- κι ονειρέψου με.
Να σε κοιτώ και να σε θαυμάζω.
Φύλακας στο μέρος της καρδιάς
που με ασφάλεια, κατευνάζω τα άγχη σου.

Είναι η αγάπη
που μεσουρανεί –έστω και επίγεια.
Είναι η ελπίδα, αδελφή της σοφίας.
Και οι δύο, είχαν τη δική σου φιγούρα.

Προετοίμασε με. Συ που τολμάς.
Μάθε με τόσα
Που ο δικός μου νους, στέκεται ως ατροφικό πλάσμα.
Ξέχωρο από το υπόλοιπο σώμα.

Απόψε,
αν σ’ ερωτευτώ, περισσότερο
από τις ημέρες αναμονής
Προ της νέας μας συνάντησης
Θα ‘ναι αίσθημα.
Αληθινό.
Η συνέχεια του πεπρωμένου.
Του γνέφω και μια παλάμη, αγγίζει τη δική σου.

Γαλάζια μάτια μου. Ξανθά μαλλιά¢
Δεν χρειάζεται
Ν’ αφεθείς στα δίχτυα της κοινωνίας,
Ώστε να αντιμετωπίσεις την κακή της πλευρά.

Βιώνεις στο εργασιακό σου περιβάλλον
Πτυχώσεις επιπέδων ασφάλειας σε φήμη,
Κάνοντας οικονομία στις εκδηλώσεις συμπεριφορών
Αντέχοντας, ελπίζω, όχι μόνο σποραδικά,

σε αρχές, σταθερότητα. Πίστη. Όνειρα.
Είναι κρίμα,
Που ο κόσμος καταρρέει,
Μα θα ‘μαστε μαζί, καταλήγοντας

Λουλούδι μου.
Χαρά κι ελπίδα του βίου μου.
Χαμόγελο.
Ευτυχία¢

Είναι επίπονη η αναμονή
Την περίοδο,
Πριν το ζευγάρωμα μας.
Το πνευματικό, εννοείται.

Η δημιουργία μιας σχέσης
σημαίνει πως χρειάζεσαι το άλλο μέλος.
Μπορείς να του αντισταθείς;
Η υπομονή μακριά σου

Είναι στιγμές όμορφης μοναξιάς
Μα μου λείπεις.
Θέλω να το γνωρίζεις.
Είσαι αρκετά έξυπνη. Είσαι γυναίκα¢
Όταν περπατάς
Στον περίπατο, δίχως χάρτη,
Βλέπεις στο σταυροδρόμι, εμπρός σου,
Μια στρογγυλή πλατεία.

Χαράζεις μια κυκλική πορεία αρχικά,
κι έπειτα φεύγεις ευθεία,
ή στρίβεις ανηφορικά;
Αυτό σημαίνει πως,

Είτε χαίρεσαι την κυκλική πορεία,
Είτε αποφεύγεις τον κατηφορικό δρόμο
Της βιασύνης,
Ή αποφασίζεις να δεις τον κόσμο από ψηλά.

Αναρωτιέμαι αν δέχεσαι συμβουλές τρίτων
που σε σπρώχνουν μακριά μου.
Η ζωή δεν είναι έργο ή ποίηση.
Είμαστε εμείς οι δύο.

Τι θα θυμόμαστε
Σαν θα είμαστε πλέον, μαζί.
Κάποιες εξόδους.
Τα μάτια, αν συναντούνται.

Τη μουσική θα θυμόμαστε.
Δεν θα πάψουμε ν’ αναπολούμε.
Θα ‘θελα ένα κομμάτι της αγάπης Του,
Να γεννηθεί και σ’ εσένα –προς εμένα.

Να ‘ξερες πόσο μας αγαπά ο Πατέρας.
Να σ’ αγαπούσα με την δική Του αγνότητα
Τη βαθύτερη κι αιώνια.
Συ δεν είσαι “εδώ” να το βιώσω¢

Η αγάπη μου,
είναι μια ζεστή κούπα
στην αγκαλιά των παλαμών σου, μαζί.
Με σκέφτεσαι;
Όπως τρυφερά σου κράτησα
Την κρύα σου τότε, λόγω γρίπης, παλάμη,
Σ’ αγαπώ.
Άραγε κλαις από αγάπη.

Χαμογέλασε.
Έστω προσπάθησε.
Πιάσε τα δάχτυλα μου
Που γράφουν, και ψυχικά οδήγησε τα.

Τι να σου προσφέρω
που δεν το έχεις.
Δεν θέλω να είσαι μόνη σου.
Στενοχωριέμαι.

Γιατί όλα γύρω μας,
να μας χωρίζουν.
Τα χιλιόμετρα. Ο χρόνος.
Επειδή ξεχνώ κι απογοητεύομαι.

Σ’ ακολουθώ σαν πυξίδα.
Ο χρόνος, ο ψυχισμός όλου του κόσμου.
Διαφορετικές εκφράσεις προσώπου.
Ο νέος χρόνος προ των πυλών.

Σε δοκιμάζω αν μ’ αγαπάς.
Όλες οι προηγούμενες μαζί
“αν έχει κάτι καλό η τηλεόραση”.
Μη, με, πικραίνεις.

Τώρα, πιο απογοητευμένος.
Ένα πρόσωπο που δεν θυμάμαι,
Ανήκε ποτέ στα του βίου μου;
Το πρόσωπο σου βαπτίζεις φιλικό.

Στο είπα, πως χρειάζεσαι κάποιον ικανό
Να αναλάβει ευθύνες
Τελικά δεν είμαι εγώ.
Η σιωπή είναι ο λήθαργος μου.
Στο έγραψα να το θυμάσαι.
Όλα είναι μάταια.
Πια.
Να ‘ξερες τι κρύα θλίψη με τυλίγει.

Να ‘ξερες, ένα κεφάλι,
πως είναι,
να εμπεριέχει μόνο δυο μάτια,
και τι υπερβολικά μεγάλο για την αποθήκευση τους.

Για μένα, ήταν δρόμος δίχως επιστροφή
η παρουσία σου. Ώσπου να με πληγώσεις,
ενημερώνοντας με, πως είσαι, απλά, φίλη μου.
Με θαυμαστικό.

Δεν ήθελα να επιστρέφω
Στην γκρίνια των γύρω μου. Μοναχικοί, όπως
Πάντοτε.
Ίσως δεν πήρα σοβαρά την απέχθεια σου

Προς τους άντρες.
Δεν περίμενα και τίποτε καλό, στη ζωή μου.
Τουλάχιστον εμένα ο Θεός, μου είπε,
πως μ’ αγαπά και ποτέ δεν παύει.

Εσύ που τόλμησες.
Ποια είναι εκείνη
που σε δασκαλεύει, άραγε.
Τι έγινε; Γέρασες απ’ τα τώρα;

Τι φοβάσαι δεν γνωρίζω.
Μήπως σ’ εγκατέλειψε η έννοια στοργή.
Δεν σου θυμώνω. Απλά,
η τρίτη πράξη της υπομονής,

Δεν ισχύει για μένα¢
Υπάρχουν στιγμές
Μη κατάλληλες για ομιλία-επαφή.
Η σιωπή απαντά από μόνη.
Ώσπου οι ώρες
να κυλήσουν,
Επιστρέφοντας ο καθένας,
στο προσωπικό του παραμύθι –αυτό σημαίνει

ξεχνώ.
Σε ξεχνώ.
Είμαι πολύ ντροπαλός
για τα χιλιόμετρα της κοινωνικότητας σας.

Φαίνεται πως δεν με χρειάζεσαι
Όπως εννοείς τη λέξη φιλία.
Σου αφαιρώ, υποστηρίζεις, δικαιώματα.
Σε νοητική, άρα πρακτική λειτουργία.

Κρύωσε η λογομαχία των φύλων.
Γέρνω, κουρνιάζω μοναχός.
Πλησιάζει ο Πατέρας,
Ακουμπά τη παλάμη Του στο πλευρό μου,

Γνωρίζω ότι βρίσκεται εκεί.
Μ’ αγαπά. Ποτέ δεν παύει.
Δεν μιλά. Με πλημμυρίζει ασφάλεια.
Στοργή. Αγάπη. Λόγο ύπαρξης.

Όντως οι άνθρωποι
Είναι μάτια μόνο, καστανά τώρα,
Σε υπερμεγέθη κρανίο¢
Μόνο να σε φανταστώ, δύναμαι.

Μα δεν καρπίζει.
Κρύωσα κι εγώ.
Σου είπα: το καλοριφέρ δεν ζεσταίνει
Ψυχές -Ούτε η σόμπα.

Οι μέρες θα περάσουν.
Μη λησμονήσεις μόνο
Κείνα που έχασες. Στις γιορτές.
Μη τα λησμονήσεις. Δεν έχει και σημασία.
Μόνο τη μητέρα μου αγαπώ.
Πατέρα έχω μόνο Ένα –κάπου Τον φοβάμαι.
Είμαι αυτό που είμαι, κι εσύ,
η, στις ευθύνες, πεπειραμένη,

Όρισες τη Γιώτα,
Μακριά από την τέχνη της ζωής.
Δεν περιέχει πρακτικά, ποίηση.
Εσύ το απέδωσες καλύτερα άλλωστε.

Κάπου εδώ,
Κλείνει ένα κεφάλαιο.
Δεν μου φτάνει να είσαι μόνο φίλη μου.
Μου φτάνει να είσαι μόνο φίλη μου.

Οι ευθύνες σ’ έπνιξαν.
Στέρεψαν τη στροφή της γης
από δύναμη¢
κενή γραμμή τέλους¢


* * * *

Τους ζεστούς ανθρώπους,
Παραμέρισα.
Ήταν ο ορισμός, παρέα. Ανθρωπιά.
Ζεστή κι ανθρώπινη τωρινή ευτυχία.

Συ ήσουν το τέλειο ταίριασμα.
Μόνο οι ρομαντικοί βιώνουν σε πράξη
Τη ζωή.
Δεν θα πω οι άνθρωποι.

Η ηττοπάθεια δεν αποτελεί γνώρισμα σου.
Ούτε και δικό μου.
Για παρέα έχω την εικόνα
Κείνου που μπορούσα να κατέχω.


Συ είσαι,
Συγνώμη, ήσουν ο ορισμός της αγάπης.
Γέλασε αν μπορείς.
Όσα σου γράφω, πληγή που αιμορραγεί¢

Διαβάζω, καθαρογράφοντας
Την τρίτη πράξη. Της υπομονής.
Είδες υπέκυψα σε βιασύνες.
Από ψηλά,

Είσαι ικανή να φέρεις κοντά σου
Το όμοιο σου;
Πραγματικά απορούν οι δήμιοι,
Τι τρυφερά λόγια ξεστόμισα.

Εν μέρει, παράπονα.
Γαλάζια μάτια στην γωνία της κοινωνίας,
Προφυλάχτηκαν από μένα.
Καστανά έγειραν πάνω απ’ το γραπτό.

Απ’ το γραπτό της αλήθειας.
Πάντα κατοικούσε μακριά,
η Αγάπη.
Η μουσική με χαϊδεύει. Μακάρι,

να ήταν η εύθραυστη σου παλάμη.
Είμαι πολύ ντροπαλός
για να γράψω για την αγάπη.
Πλησίασα το ακολουθώ στο χαρτί. Να τη δω.

Με το πρόσωπο.
Θυμήθηκα, πως, χαρά,
Γεννούσα έπειτα από κάθε “άγγιγμα” σου.
Οι ερωτευμένοι είναι ικανοί, μόνο εκείνοι,

Ν’ αγαπούν όλο τον κόσμο, εξίσου.
Στη δουλειά σκέφτομαι να μη λέω πολλά.
Στα γραπτά καίγομαι.
Απαγγέλλοντας, τονίζω ότι θέλω, εγώ.
Λουζόμαστε προβιές καθαρές. Σαπουνιού μυρωδιές.
Ξαφνικές κανονιές, νότες αγαπημένες.
Πινέλα στην άκρη. Σκοπιά και παρακολουθήσεις.
Ένα ζευγάρι πόδια που περπατά.

Η καθημερινότητα
είναι δρόμοι στην Κυψέλη.
Μια ιστορία πόνου απ’ αγάπη.
Κρύα βράδια, στιγμές στο κρεβάτι.

Τα χέρια σου θυμάμαι.
Απαλά, παρομοίως κι εύθραυστα.
Με συγχώρησε που σ’ αγαπώ.
Είσαι όμορφη. Και, μέσα σου.

Άφησε με να είμαι τρυφερός.
Άφησε με.
Αυτό φοβάσαι;
Αν σε σέβομαι, δεν θα βιαστώ.

“Πιάνω το πρόσωπο σου
με τις παλάμες μου”
Στηρίζοντας το εδώ. Στη γη.
Σ’ εμάς.

Εγώ διέγραψα το παρελθόν.
Εσύ γιατί δεν το κάνεις;
Δεν αξίζεις αγάπη μοναδική;
Θα σε σκέπτομαι. ΠΑΝΤΑ.

Είμαστε σαν μωρά
που μαθαίνει ο ένας κόσμος
τη γλώσσα του άλλου.
Μαθαίνω την ομορφιά της υπομονής.

Μπορώ κι εγώ να σου δώσω χαρά.
Όπως ο υιός σου.
Κάθε που ξημερώνει
στρέφει το ρολόι το πρόσωπο του.
Τα πόδια μου κρυώνουν¢
Σου χαϊδεύω το λαιμό
Έχει λόγο ύπαρξης.
Λουλούδι μου.

Αυτά τα χέρια είναι πλασμένα γι’ αγάπη.
Είναι ένα μικρό νησί,
πυκνό από βλάστηση.
Κάθε που ξημερώνει, το καταλαβαίνεις.

Ακόμη γράφεις; Ρωτάς.
Ακόμη επιμένω.
Υπομένω.
Μπορεί ο σωματικός πόνος

Ν’ αντικαταστήσει τα γεγονότα.
Τη συγκινησιακή φόρτιση.
Τα πόδια μου κρυώνουν.
Ίσως και τα δικά σου.

- Τι σκεπτόσουν;
- Μια νέα ζωή.
Ο ήχος ενός ρολογιού σε δωμάτιο.
Ο ηλεκτρισμός, συναγερμός.

Εκφράσεις διαχρονικές.
Εδώ και λίγα λεπτά ξεκινώ. Να γράφω.
Όχι όμως, κείνα
που θα ζήσουμε.

Την επίσκεψη μου.
Τον εγκλιματισμό.
Μια ανάσα απ’ τη στιγμή.
Τα δωμάτια για ποιο λόγο υπάρχουν;

Όλο αναπολώ τι δώρο να σου πάρω.
Αν παρατηρείς τις εκφράσεις μου.
Παρατηρεί ο ένας τον άλλο.
Κοίτα με.
Που νοιώθεις πιο ασφαλής;
Παύση ζωής –σαν διάλειμμα παράστασης.
Είναι κάποιος εκεί;
Κλείνω το φως λες και πηγαίνω για ύπνο.

Το φυσικό μου πατέρα αγαπώ.
Εσένα ως φίλη, ,αγαπώ.
Ότι έχασες, αγαπώ.
Όσους.

Η στιγμή. Η παύση.
Η γαλήνη.
Τώρα βλέπω τα μάτια σου.
Τώρα γεννιέται ο έρωτας.


ΤΕΛΟΣ
Γεράσιμος Μηνάς 2003