Το Blog της αγάπης

Αγάπη για ποίηση και για άξια αξιοπρέπεια στις γυναίκες

Tuesday, January 08, 2008

Ηνωμένα Έθνη

Όλα αυτά τα κουτιά, εκεί έξω,

όπου οι άνθρωποι δουλεύουν.
Πιστεύουν ότι παράγουν κάτι,
Απλά αναπαραγάγουν
την καταναλωτική ισχύ

Μ’ εκείνη τη σπάνια αίσθηση:
Να βρίσκεις κάτι, πραγματικά καλό,
Και να το δένεις, πάνω σου, ανθρώπινα,
Με αόρατες, ισχυρές, κλωστές

Μες σ’ αυτό το ατελείωτο, πηγαινέλα.

Με λίγες, ξεχωριστές, στιγμές,
Ανθρώπινες συναντήσεις.

Επειδή οι άνθρωποι, με αλήθειες,
Είναι τόσο σπάνιοι, πια
Που, μια, καλημέρα τους, αυθόρμητη,
Σα προσφορά –όχι εξεζητημένη-
Προκαλεί ειρωνεία
και μιζέρια,
Στα πρόσωπα των υπολοίπων,

Τετράγωνοι, όπως είναι,
όλο γωνίες,
που κόβουν.

Πως έγιναν έτσι, οι άνθρωποι

Στρεβλοί και διπρόσωποι.
Ευαίσθητοι και γκρινιάρηδες.
Με καλό, υποκριτικό, φέρσιμο,
Και πίσω από την πλάτη μου,
Ζήλια και φθόνος.

Επειδή αφιερώνομαι.

Είναι δυνατόν να είναι,
τόσο δυστυχισμένοι, παράλληλα, υποκριτές.
Στερεοί,
σαν διαφημιστικά,
προεκλογικού αγώνα.

ΕΙΝΑΙ.

Όλο, χρήματα, χρειάζονται.
Έκτακτα έξοδα.
Μηχανικές κινήσεις, στα κουτιά.
Μποτιλιάρισμα.

Η ανάγκη να απομονωθεί
από όλα αυτά
Κι έπειτα,
Να γίνουν, δύο,
Εκείνοι, που μαζί,
Θα απομονωθούν.

Για να ΄χουμε αναμνήσεις
Να βλέπουμε τον ήλιο στη θάλασσα,
Εκεί,
Οι ίδιοι,

Κι όχι σε κάποια ταινία,
Όπου τα μέρη κι οι ώρες,
Μπερδεύονται, χωρίς λόγο.

Εκείνες οι μαγικές στιγμές
Της όψης, ενός
Ή ομάδας, ανθρώπων.
Με τα συναισθήματα,
Πέτρες, διάδρομος,
στην επιφάνεια,
Ενός συνεχόμενου, σε κίνηση, διαρκώς,

Ποταμού.

Όπου, μόνο, η χροιά της φωνής,
Δεν είναι ικανή, να κρύψει
Τι,
Μας συμβαίνει.

Η φωνή στο τηλέφωνο, χωρίς εικόνα
Ξεδιαλύνοντας την ομίχλη
Μιας συμπεριφοράς,
Η οποία δήλωνε
Ισχυρό κάστρο,
Με αόρατους –μα σίγουρους-
Φύλακες.

Όλο τσακωνόμαστε.
Με το παραμικρό.
Λόγω ζήλιας.
Από γογγυσμό.
Λόγω έλλειψης φωτός,

Ή επειδή έχουμε, λίγοι;
Καθαρό;
βλέμμα.

Δίχως τη γύμνια, ακόμα,
Πλήρως,
στην πρωινή και περαιτέρω,
ως και απογευματινή,
Ζώνη,
στο χαζοκούτι.

Μεγαλώνοντας τα παιδιά,
Όχι πια,
Με το πρόσωπο του πατέρα,
Ή της κουρασμένης μάνας,

Μα με έναν παθητικό δέκτη.

Όλοι κουρασμένοι. Όλοι αντιδραστικοί,
Με άγριο φέρσιμο.
Με ξεχασμένες τις ανάγκες
του φυλλοβόλου δάσους,
των συναισθημάτων.

Σαν βροχή, καλοκαίρι,
που δεν περιμένεις,

-

Αν μου δώσεις έναν μπέμπη,
Να πάρω, αγκαλιά,
Μην ξαφνιαστείς, αν με δεις
Να κλαίω.

Είναι αυτά, τα μάτια της, κυρίως,
Που δεν συναντώ.
Οι ξέπνοες στιγμές που ξεχνιούνται,
ήδη. (όπως ετούτο το –ή- που μοιάζει, μικρό
Σα να πιάνει το χέρι ενός μεγαλύτερου –δ-
Σα να ‘ναι το –δ- στη μέση, κρατώντας
Ένα μικρότερο, επίσης, παιδί, -η-).

Το μόνο που δε περιμένεις,
Να μη δεις,
Είναι:
Έναν άντρα, να κοιτάει μια γυναίκα.
Μια γυναίκα, συνεσταλμένη,
Να περιμένεις, κάτι,
Από εκείνον.

Τι ωραίος που είναι ο κόσμος,
εκεί έξω, αγάπη μου.
Τι αίσθηση, τι έμπνευση,
Ακατάπαυστη.

Οι δρόμοι, τα σχήματα, τα φώτα.
Οι χαραγμένες διαδρομές.
Να ζούμε. Να υπάρχουμε.

Να παίρνουμε μαζί μας, στην παραλία
ένα μπλοκάκι,

Με σκοπό να γράψουμε,
ένα ποίημα,

μα βγαίνουν τόσο δύσκολα, οι λέξεις,
οι έννοιες,
που τις έσπρωχναν, άλλοτε,
η μουσική,
και η πίστη.

Τόνωναν, την έμπνευση,
οι παράδοξες συμβουλές,
των βολεμένων –ήδη-
παραλαγμένων.

Συμβιβασμένοι
Ότι κακοπάθησαν,
Γιατί όχι κι εσύ.

Παρομοίως όπως και κάθε φέτος,
Ο εγκαταλελειμμένος σκύλος.
Στο μπαλκόνι,
Έχοντας φύγει, για διακοπές,
Οι ευσπλαχνικοί..
-τις υπόλοιπες ημέρες του χρόνου-
Άνθρωποι…

Για τι
Γιατί
Να γράψεις.
Τόσος πόνος.
Με κούρασε ο πόνος, στο χαρτί

Να αναφέρω τις αυλακώσεις
στο ατσάλι της κοινωνίας
Που θα ‘πρεπε να ενδιαφέρεται,
πιότερο κι απ’ την σωτηρία της ψυχής,
Γι’ αυτά τα παιδιά
που δημιουργούν συμμορίες,
Κλέβοντας,
πράγματα, λεφτά,
Την ανατομία, άλλων παιδιών.

Ξυλοκοπούν, μεθούν,
Παραλογίζονται.

Σαν αδέσποτα.

-

Είμαι όπως το αδέσποτο στο δρόμο,
με το λουρί του ιδιοκτήτη του,
ακόμη,
Φορεμένο.

Στρέψου σ’ αυτά τα μάτια,
Μήπως δεις τον εαυτό σου.

Επειδή τα δικά μου,
Περνούν κάτω απ’ το μπαλκόνι,
όπου ακούγονται λυγμοί, σκύλου,
-έπειτα σιωπή
Σα θάνατος

Θάνατος παντού.
Λίγο πιο πέρα, στην παραλία
όπου κάθομαι:

οι φωνές της επτάχρονης
Που σφαγιάστηκαν οι γονείς της
από πολεμόχαρους Ισραηλινούς στρατιώτες,
που αυτές τις μέρες, σφάζουν,
Για το “κρέας” του,
Τον Παλαιστινιακό λαό.

Ούρλιαζε η μικρή
Τι πόνος. Τι δύναμη στα μικροσκοπικά
Πνευμόνια

(η συγκίνηση μου φανερή
θα δακρύσω)

Όλα αυτά που δεχόμαστε
κι όλα αυτά
που αφήνουμε
να υπάρχουν.

Η σαρανταποδαρούσα στον φωταγωγό.

Το παιδί που πήγε για αφαίρεση
Σκωληκοειδίτιδας,
Και οι γιατροί, όλο, το έδιωχναν.

Σύντομα,
Θάνατος.

Πόνος ο βίος.

Η ζωή η ίδια.

Η ζωή είναι όπως ο αφρός
Στο φαγητό,
όταν είναι έτοιμο.

Οι απογοητεύσεις μου
Και τα μη
Που θέτω ο ίδιος, στον εαυτό μου.

Τα χαμένα χρόνια,
Που δεν μπορείς να κάνεις, τίποτε
γι’ αυτό
Και δεν έχεις και κανένα δικαίωμα,
Ούτως ή άλλως.

Αυτοί
που μου κατέστρεψαν την ζωή,
και μεθόδευσαν, περαιτέρω,
Να εδραιώσουν,
Τούτη την πανωλεθρία.

Η βοήθεια του Θεού
που προσωποληπτεί

και ποτέ,
δεν έρχεται.

(Κάποιος πρέπει να του τα πει,
μήπως και εννοήσει τα δικά του, λάθη,
όταν Έφτιαχνε, δίχως κόπο,
το σύμπαν.
Όλα εκείνα που στράφηκαν, εναντίον Του).

Πως περιμένεις, λοιπόν,
Να σου φτιάξω έναν κόσμο,
όπου όλα -ασιόδοξα…-
Είναι εντάξει.

Ποιος θυμάται τον τόπο του;

Τον τόπο του εαυτού του.

Τα ελαττώματα μας
είναι: τα ίχνη φαγητού
που ξεραίνονται στο πιάτο μας
(αν δεν τους ρίξουμε, νωρίς, καυτό νερό,
Να καθαρίζουν, εύκολα, κατόπιν).

Είναι τα παχιά γράμματα,
Στις αφίσες των κινηματογράφων.
Το γλυκό μαρτύριο
Της ανταπόδοσης.

-σε διαρκή βάση.
Χωρίς αναπαμό.

Είναι η ζήλια των συναδέλφων,
Που δεν είχε χρόνο
Ν’ ασχοληθεί, σοβαρά, περαιτέρω,
Με το τάλαντο του.

-

Παρ’ όλα αυτά,
Ακούγοντας το λυγμό, κείνου,
του σκύλου,
Ακόμη,

Παρ’ όλ’ αυτά,
Παρόλη τη μιζέρια,
Και την απογοήτευση
(επειδή ο καθένας έχει τα βιώματα του,
Και μη μου λες,
άλλες,
αισιόδοξες,
ΑΗΔΙΕΣ).

Παρ’ όλα αυτά,
Ο ποιητής,
Οφείλει,
Να χρίζει τον εαυτό του,
Σε ονειρικό περιβάλλον,

Π.χ. πως κάθε καλοκαίρι,
Χάνεται, στο εξοχικό,
Πλάι στη θάλασσα.

Όπου κάθε πρωί,
Βρέχει τα πόδια του.
Αν του αρέσει, δε, η θάλασσα, αρκετά,

Νοικιάζει μια βάρκα,
Ψάχνοντας για απάτητες παραλίες.

Επομένως,
τον χάνεις από τα γνωστά του,
Πίσω στην πόλη,
στέκια.

Επειδή, ετούτο, έχει ανάγκη,
Το κοινό:
Την μαγεία μιας ζωής
που εκείνος που γράφει,
Μοιράζεται. Κάτι ελκυστικό.

Όπως η “βροχή” από σπόρους πικραλίδων
Εκείνη η όμορφη “σκόνη” από σπόρους
σε σχηματισμούς, στον αέρα,

Που μια ημέρα, συναντούν,
Τα βήματα μας.

Παρομοίως, συγκεκριμένες ημέρες,
Στην γειτονιά,
Η λαϊκή.
Με τον κάθε πάγκο
Του κάθε πωλητή,
στο πόστο του
Πάνω στην οδό.
Τη συγκεκριμένη που γνωρίζεις,
Στρίβοντας,
Πως θα τους συναντήσεις.

Θα πεις, καλημέρα.
Θα σε γνωρίσει.
Θα σε καλωσορίσει, με ευγένεια.
Όχι σαν μερικούς,
που επειδή, αγοράζεις, αγγούρια,
Γαμώ τη μάνα που τους γέννησε,
Σε βρίζουν σε σπόντες, διάφορες.
Τους συγχωρώ
-τώρα που θέλω-

θ’ απομακρυνθείς.

Θα πας να ψάξεις, καλοκαίρι,
Για δουλειά.
Θα επιστρέψεις,
Απογοητευμένος.

Θ’ ακούσεις στο λεωφορείο μια συζήτηση
Για την τάδε κόρη, μιας,
Που δεν φτάνει στο τέλμα
Ως προς την αναζήτηση, εργασίας.
Αυτές οι καίριες συμπτώσεις – συζητήσεις,
Που σχηματίζει ο “αέρας”
Προκειμένου να σε παρηγορήσει
Ή να σου δοθεί λίγη ακόμη, δύναμη.

Λόγια της παρηγοριάς, άδεια,
Παχιά επομένως.

Απορώντας,
Γιατί να πρέπει, μια ζωή,
Ν’ απολογείσαι
Στους άλλους,
-που δεν καταλαβαίνουν.

Θα πλησιάσει Σαββατοκύριακο.
Θα έχει ένα όμορφο αεράκι, δροσερό,

Πάλι μόνος σου, θα είσαι.

Σκέφτεσαι: δεν θα πεθάνω ακόμη,
Επειδή, ακόμη,
Δεν έχω κάνει,
Έρωτα.

Είναι εδώ, το διήμερο,
Ξανά συναντάται.

Σίγουρα,
Δεν μπορεί,
Να είναι ευχαριστημένος, κανείς,
Βλέποντας, κλειστά,
Καλοκαίρι,

Τα εξωτερικά παραθυρόφυλλα,
Του γείτονα,
Μ’ εσένα,
Μέσα,

Κι εκείνους,
Στην θάλασσα.

Μ’ ενωμένες παλάμες –ζευγάρια-
Στα στενοσόκακα,
Στα νησιά. Πολύ μακριά από εδώ.

Διαβαίνοντας.
Μυρίζοντας τα παραδοσιακά γλυκίσματα.
Ξεχνώντας το πριν,
Που τα μικρά, αναμνηστικά
-σα μικρά γράμματα, λέξης-
Ρουφούν, σαν σφουγγάρι,
Μέσα τους.

-

Πως μου ζητάς, λοιπόν,
Να καταφύγω σε μια παραλία’
Για τι, και με ποιο, σθένος,
Να γράψω, κάτι,
Εκεί.

Σάμπως τα μάτια μου, να φθάσουν;
Εκείνα τα μάτια, στο νησί
που σφίγγει από νιάτα και δροσιά.
Από όνειρα.

Από πίστη.

Ενώ, γύρω μας,
Γνωρίζουμε,
Για συγγενείς,
που έχουν πέσει σε κατάθλιψη,
Λόγω οικονομικών προβλημάτων.

Πώς να χαρείς,
Μ’ ετούτη τη γνώση

Τη γνώση ενός θανάτου,
Σε γειτονικό σπίτι.

Ποια δύναμη, με έκανε,
Να μη δυναμώνω το ράδιο,
Σε ώρες, μη κοινής ησυχίας.

Ως τελευταίο δείγμα, σεβασμού,
Ή έστω, ανθρωπιάς
-επειδή είμαστε και από αυτό.

Πάλι θα αναζητήσω, κάπου,
Τους ανθρώπους.

Ξεφεύγοντας απ’ το κλουβί.

Όπως εκείνο το παπαγαλάκι,
Η Σεϊλά, στο κλουβί, στο χωριό,
Σε κάποιο νησί.

Κι εσύ,
Να “πιάνεις” τους ανθρώπους
Σαν παιχνίδι

Παιχνίδι, δύναμης,
στην χούφτα σου.
Με ανοιχτό το πορτάκι, στο κλουβί:
Ένα ξαφνικό τίναγμα,
Πετά ο φυλακισμένος.

Επειδή υφίσταται,
Και πίσω από σίδερα,
Σε φυλασσόμενα, κτίρια
Όπου ποτέ, δεν πήγες,
όπως οι Χριστιανοί,
Για μια επίσκεψη.

Άλλη μια μέρα.
Συνεχόμενη απογοήτευση.

Η οσμή του ιδρώτα.
Ο λυγμός,
Έξω απ’ το κλειστό, πλέον,
Τζάμι.

*

Ο λυγμός ενός Έθνους.
Ο καθένας μας, ένα Έθνος, που πονά.

-

Καταβάλλω, ιδιαίτερες προσπάθειες,
Να με ξαναπιάσει, κατάθλιψη,

Όπως οι περιφραγμένες –παντού- παραλίες,
Ώστε να απαιτούνται, χρήματα,
Σε ότι κι αν κάνεις. (ή είσαι)

Ζώντας σε μια κοινωνία,
όπου ατάλαντα και άχρηστα, όντα,
Κλέβουν την πνευματική διεργασία,
του κόπου, του άλλου,

Επειδή, πλέον, τίποτα
Δεν είναι σίγουρο.

Αυτά που βλέπεις
που ακούς
που ..δεν,
Φαντάζεσαι.

Ο λυγμός του σκύλου, στο μπαλκόνι,
11 το πρωί,
Σαββάτου,
Ενόσω οι ξύπνιοι,
Βρίσκονται στην θάλασσα,
Ξαναβουτώντας γι’ άλλη μια φορά.

Ναι. Είμαι ζηλιάρης.
Το λέω.
(Γράφω για μένα, όπως είμαι,
Όχι όπως θέλουν οι άλλοι,
Να σε βλέπουν, ως ποιητή..).

Το λέω. Το αποκαλύπτω.
Όχι σαν κάτι τέλειες.. –στον χαρακτήρα-
Γυναίκες.

Που θα μείνουν,
Γεροντοκόρες

Με την υποκρισία τους.

Μέλη αυτού του Έθνους,
Δυστυχώς, όχι μειονότητα
-παρομοίως η πιπίλα της μειονότητας,
των Ελλήνων!! Μουσουλμάνων,
στην Θράκη.

(Μήπως θέλουν: καμιά ομάδα,
Βουδιστών,
Να κηρύξουν Κράτος, μες το Κράτος,
Κανέναν λόφο;

Να τους τον δώσουμε,
Βρε αδελφέ,
Να μας αφήσουν ήσυχους!).

Όπως αδιανόητο, είναι,
Να σκέφτεσαι, έναν συγγενή σου
-συνομήλικο-
Και να λες:
Μα είναι δυνατόν, εσύ,
Να μην έχεις, παρέα;

Ξέρω, ξέρω.

Εγώ δεν σου κάνω.
Για τον λόγο,
Ότι ακόμη, δεν έχω κάνει, σέξ.
Τι να συζητήσεις μαζί μου.

Αναρωτιέμαι:
Αν συγκρίναμε τα βλέμματα μας,
Ποιανού θα ήταν, εκατονταπλάσια,
Πιο πονηρό.

Το δικό τους, εννοείται.

-

Κάποιοι, θεωρούν θλιβερό,
Αν όχι κατάντια,
Ν’ αναλύει, κάποιος,
Σε κάποια ..ποιήματα,
Τα προσωπικά του δράματα.

Ώ, θλιβερά ανθρωπάκια,
Των γενετικών σας οργάνων,
Διαβίωση,

Ποιος σας μίλησε,
Εσάς;

Ώ, θλιβερέ, ποιητή,
Που χρησιμοποιείς, λέξεις, άγνωστες μου,
απ’ το παχύ, εκείνο, βιβλίο,

Νομίζεις ότι είσαι ποιητής;

Ενώ δεν αναφέρεις, τίποτα, και ποτέ,
Ένα σου προσωπικό, γνώρισμα.
Τι έπαθες. Πόσα πέρασες,
Πότε πόνεσες.
Δεν θυμώνεις, εσύ;
Δεν θλίβεσαι; Ειλικρινά,
Να πηγάζει από μέσα σου.

Αν ζυγίζαμε, δε,
Το ποιητικό σου, ειλικρινές, βάρος,

Θα βυθιζόσουν,
Αύτανδρος.
Όπως η τροφή,
Μες το στομάχι σου.
(Που ήταν; Που πήγε; Υπάρχει;
Χαμογελώ).

Τα ζώα,
Περιμένουν από τον άνθρωπο, να τα θρέψει,
Μα η δική σου συμβολή,
Είναι ένα πνιγμένο, ανθρώπινο, σώμα
Που επιπλέει.
Δεν μυρίζουν βασιλικό, τα χέρια σου.

Γρήγορα,
Θα καθαρίσω τον νου μου.

Κάποια χαρά,
Μου δίνει ένα γλυπτό από χιόνι, ή στην άμμο.
Ένα καρτούν σε στολή,
Στον πεζόδρομο.
Η προσωπική ηρεμία.
Η ανεξάρτητη διαφοροποίηση,
του παιδιού σου.

δυστυχώς,
δεν επιστρέφει η κατάθλιψη.

Είναι γερό δέντρο,
Αυτή.

(Αναρωτιέμαι, πως, ζουν,
οι άνθρωποι,
Δίχως λίγο πράσινο, ένα δέντρο,
Έξω από την πόρτα τους).

Όταν κόβεις ένα δέντρο,
Κόβεις μαζί,
και το φως.
Όλων όσων γεννήθηκαν,
Μαζί με τούτο το μεγάλωμα, της φύσης.
Τον ξύλινο κορμό,

Που λυπάσαι,
Όταν ψηλότερα, στα κλαδιά,
Δεν διακρίνεις, φύλλα.

Αναρωτιέμαι: Ως πότε, η φύση,
Θα λειτουργεί, σωστά.

Αυτό, που σίγουρα,
Δεν λειτουργεί,
Είναι τα Ηνωμένα Έθνη.

Αφού τα μικρότερα, ψάρια,
Πάντοτε,
Θ’ ακολουθούν,
Θα καθαρίζουν –κολακεύουν,
την πλάτη, ενός κύτους,
Ή εκεί, απ’ όπου,
Αναπνέει.

Μήπως και προστατευτούν,
Μ’ ετούτη την εξυπηρέτηση.

Αναρωτιέμαι: Πως, ζουν,
Ακόμη,
οι χαμηλοσυνταξιούχοι.
Για να συναντώ, ανθρώπους,
Χωμένους στους κάδους των σκουπιδιών.

Γιατί να ζούμε, τόσο λίγο.

Γιατί να ακούς, μόνο,
Τι σου λέει ο άλλος.

Γιατί αυτό, το άθεο Κράτος,
Το αντιχριστιανικό, το βολεμένο,
Να του επιτρέπεται,
Να βασανίζει τους πολίτες.

Παραχωρώντας γη και ύδωρ,
Στους μετανάστες,
που θέλουν να φτιάξουν μια επιχείρηση,

Κι ύστερα, μου λες:
Γιατί δεν επιβιώνει ειρήνη, στον κόσμο.
Ενόσω παρατηρούνται, παρόμοιες διακρίσεις,
Εναντίον των γνήσιων κατοίκων
Μιας χώρας.

Οι οποίοι,
Είναι αυτό που τους έκαναν.

Δεν φταίνε οι ίδιοι,
Που αγνοούν το συμφέρον τους
-που κανείς δεν τους παρακινεί,
Που και πως, να ψάξουν,
Για την εργασιακή ευκαιρία, της ζωής τους.

Αγνοούν, ο κόσμος, όντως, το συμφέρον του,
Πως ετούτο το Έθνος,
κατέχει ιστορία.
Και γιατί οι νέοι,
Δεν θυμούνται ΤΙΠΟΤΑ.

Αναρωτιέμαι, φορές,
Αν θυμόμαστε,
Ότι υπάρχει Εθνικός κήπος, στην πόλη.

Ή ένα άλσος
Κοντινά, σε εμάς,
στην ευρύτερη, περιοχή.

συλλογίζομαι:
Τι εξυπηρετούν τα λόγια,
Οι σκέψεις.
Τα συν ή το μετά.

Η ζωή είναι μια ασπρόμαυρη φωτογραφία
Που μου λες,
Εγώ θα σας βάλω,
Χρώματα.
Δικά μου.

(κράτησε τα για σένα, καλύτερα).

-

Ύστερα,
θα με αναζητήσω, ξανά,

όπως το πέρασμα,
απ’ το βουβό, ασπρόμαυρο, σινεμά

Στα έγχρωμα, φωτεινά, καρέ,
Που ο ήλιος τα φωτίζει, αυτούσια.
Αναδεικνύοντας τα.

Θα θυμηθώ τα δικά μου λόγια,
Το δάχτυλο που έδειχνε
Με άλλα, τρία, δάχτυλα,
Στραμμένα σε εμένα.


Θα θυμηθώ,

Πως στις μοναχικές του, στιγμές,
Κανείς,

Αναζητά μια συντροφιά.

Μα ακόμα κι εκεί,
Απαιτούνται,
χρήματα.
Η μετακίνηση, η έξοδος,
Τα θέλω του καθενός
Οι μυρουδιές στον αέρα.
Ο καυτός ήλιος, ψηλά.
Η ποικιλία στην πόλη,
Που καταντά μονότονη.

Όλοι θέλουν μια θέση, κάπου.
Κάτι, απόλυτα,
Φυσιολογικό.

Που να πας, όμως,
Τι να ξεχωρίσεις.

Άραγε,
Έχουμε ενδιαφέροντα;

Είμαστε αφιερωμένοι σε κάτι;

Είμαστε οι δουλειές μας.
Η καθημερινή τροφή
Ο ύπνος κι ο έρωτας.
Ο προσωπικός χρόνος που αφιερώνουμε.

Η μοναξιά και η ασυδοσία.
Οι στάλες των ονείρων
που εξατμίζονται.

Που χρόνος, λοιπόν,
Που, χρήματα,

Να ταξιδεύεις, σε άλλους τόπους,
Σε νησιά.
Να μαθαίνεις, ξένες, ιδιοσυγκρασίες,
Από πρώτο χέρι,

Ώστε να αρνηθείς,
Να σηκώσεις το όπλο,
Όταν τα συνδικάτα των πολέμων,
Σου πουν: έλα,
Μαζί μας.

Λες κι εσύ,
Θα έχεις μερίδιο από την πίτα’

Ο κόσμος, μάτια μου,
Δεν ενδιαφέρεται, για τέτοια.
Ούτε αν κάπου, ανά τον κόσμο,
Πεθαίνουν σαν τις μύγες, από πείνα
Ή πόλεμο,

Άνθρωποι.

Εμείς, εδώ,
Στο χουντικό Κράτος,
που διέπουμε,

Είμαστε, ο καθένας μας,
Βυθισμένοι,
Στα προσωπικά του.

Και τι με νοιάζει, εμένα,
Που έχεις πένθος.
Και τι με νοιάζει εμένα,
Που δίπλα, τσακώνονται.
Που ο άλλος, δεν έχει,
Δουλειά.
Ή που θέλει λίγη, ησυχία,
το απόγευμα
Επιστρέφοντας από την δουλειά.

Τι με νοιάζει για τα γυμνά εξώφυλλα,
Για τον κόπο του χτίστη,
Για τις κατοικίες,
Χωρίς κλιματιστικό.

Τι με νοιάζει
Που είσαι κι εσύ, άνθρωπος,
Με συναισθήματα και κρίση.
Με θέλω, μη, θα, και,
Τέλος πάντων.

Αποτελεί πολυτέλεια, σήμερα,
Να πεις:
«Δεν υπάρχει άνθρωπος,
που να μην τον αγαπώ».

Επειδή,
Έτσι σκέφτονται οι ισορροπημένοι,
Που γνωρίζουν,
Πως κι οι ίδιοι, θα πεθάνουν
Πριν τα εκατό.

Όλο ζητάμε τη χαρά,
Να μας τη δίνει,
Κάποιος άλλος.

* *

Πολύ καυτή, η ζέστη,
Σήμερα.

Απορώ, πως, αντέχει,
Εκείνος ο σκύλος, στο μπαλκόνι,
Σήμερα, 17 του Ιούνη.

Κοροϊδεύω τους γύρω μου,
με τα μαυρισμένα μου μπράτσα,

δήθεν πως είναι από ηλιοθεραπεία,
στην θάλασσα.
Μη μάθουν
Πως δεν πάω στην παραλία, και σκεφτούν:
«Αυτός, έχει, πρόβλημα».

Όχι, όχι. Μη με πιστεύετε.

Από κοντομάνικα,
προέρχεται το μαύρισμα.

Παρομοίως, όπως σκέφτομαι:
Δεν μου αρέσει το κρέας,
Μα τρελαίνομαι με την μυρουδιά
Από τις κινητές ψησταριές,
Στις λαϊκές,

Σε σημείο που να σου σπάει τη μύτη.

Μα δεν τρώω κρέας,
-ως γνωστόν-
Για να μην τρελαθώ
από τις ορμόνες και τα χημικά,
που ταΐζουν
Τα άμοιρα ζώα.

(Ξέχασα.
Δεν έχουν κεφάλι, όσο τα τρέφουν.
Απλά, επιβιώνουν.
Ή δεν βλέπετε, τηλεόραση,
Εσείς;).

Ή δεν μπορείτε να ξεχωρίσετε
Τις διακρίσεις, του τύπου:
«Δεν σου γνωρίζω τις ανιψιές μου,
παρόλο που είναι σπάνιο, είδος,
ειλικρινών και συναισθηματικών, γυναικών,

Για τον λόγο:
Επειδή είσαι εργάτης,
Κι όχι της γαλλικής
Του πανεπιστημίου, δηλαδή!
Όπως οι ανιψιές μου».

Φαίνεται,
θα είναι ανίκανες κι αυτές,
Να συζητούν με τον άλλο.
Για τ’ ανθρώπινα,
Τα φτιαχτά. Τα έτοιμα, ήδη.
Τα αιώνια. Τα επίκαιρα.

Τελικά,
Ομορφιά αναβιώνει
Μόνο
Η φύση.

Όπως η γοητεία της φωτογραφίας,
ή της λήψης:
ένα αλογάκι της θάλασσας.

Μάλλον χρειάζεται,
να είναι η γυναίκα, σε ηλικία,
κάπου εκεί, κοντά, στα πενήντα,
Ώστε να σεβαστείς το γυναικείο φύλο.
Έτσι όπως κατάντησαν οι συνομήλικες μου,

Να κοροϊδεύουν, φανερά,
αυτό,
Που μελαγχολούν, κρυφά,
Μες το δωμάτιο τους.

Ενώ, κανείς,
δεν ξέρει,
ότι υπάρχουν.

Είναι όπως τα φώτα, στους στύλους,
Που ενώ έχει ξημερώσει,
Τα παρατηρείς, ακόμη,
Αναμμένα.

Για τόση σπατάλη, μιλάμε.

Να έχεις κάτι καλό,
και να σπαταλιέται,
όταν και όπου,
Δεν πρέπει.

Σα να μου λες: είναι δυνατόν,
Να συγχωρέσεις, ο ίδιος,
Τον εαυτό σου.

Μήπως και δεις, καλό, στο βίο σου.

Τι ζωή, είναι αυτή,
αλήθεια.

Να ακούς από ανθρώπους,
Που είναι γνήσιοι και καλοί,
Να τους ακούς να παραπονούνται,
Γιατί τρέχουμε. Γιατί μεταχειριζόμαστε, τόσα.

*

Επιστρέφοντας

με περίμενε ένα χλιαρό ντους,
κι ο μεσημεριανός, απαλός, ύπνος.

Τ’ απογευματάκι,
Κατηφόρισα ως το πάρκο,
Απέναντι,
από το κτίριο
των Ηνωμένων Εθνών.

Ρίχνω μια ματιά, ένα γύρω.
Στα παγκάκια

που δεν έχουν αριθμούς,
Ή καρτελάκια με διαφορετικές σημαίες,
πάνω τους.

Ο κόσμος εδώ, είναι απλός.
Βολτάρουν, σπάνιες, όμορφες, δεμένες,
οικογένειες.
-όπου εκτιμούν το μικρό –ο- που δηλώνει
Ταπεινότητα και ενότητα.

Σέρνουν το καροτσάκι, με μια ζωή, μέσα του,
Απλά, δίχως πίεση ή δοκιμασίες, άχρηστες,
Όπως ορισμένες..
Αντιπαραθέσεις.

Κοιτώ άθελα μου,
Εκείνο το μεγάλο κτίριο,
Με τα ψηλά κοντάρια, εμπρός,
Που κυματίζουν, ολοένα,
Νέες σημαίες.

Ομοιάζει με ξενοδοχείο,
Παρά με ωφέλιμης λειτουργίας, κτίριο,
Σε κοινωνικό επίπεδο.

Και ποιοι είναι άραγε, αυτοί,
Που βρίσκονται, εκεί μέσα,

Και τι στ’ αλήθεια,
Εξυπηρετεί,
Αυτή τους η στάση.

Παρά μια κενότητα,
Μια σύμπνοια
Με τη μεγάλη μάχαιρα,

Που κόβει και τεμαχίζει,
κατά το δοκούν,
Κράτη και πολιτισμούς.

Για δες εδώ έξω,
πόσο ωραία,
Είναι.

Όπου ο ανθρώπινος νους,
αναλύει, μόνο,
Το φως,
Το φόντο,
Τ’ ανθρώπινα χαρακτηριστικά,
που πηγαινοέρχονται

Ηλικίες και εθνικότητες,
δίχως πορεία προτεραιότητας.
Δίχως γιατί ή επιπόλαιες εξουσίες.

Δεν μου προξενεί περιέργεια,
Εκείνο το κτίριο,

Που πριν 50 χρόνια,
Ξεκίνησε την λειτουργία του.

Αφού ούτως ή άλλως, πλέον,
Μόνο διακοσμεί το χώρο.

Χαμένα τετραγωνικά.

Μια 11 Σεπτέμβρη,
Δίχως θύματα ή χαλάσματα.

Αναρωτιέμαι,
Όταν ρωτήσω το θυρωρό,
Αν του αρέσει η δουλειά του,
Και πως αντιμετωπίζει την παρουσία του,
Στον χώρο, εκεί,
Τι,
Θα μου απαντήσει.

Τίποτα.

Αυτό θα λάβω,
Κι αμέσως θα σηκωθώ από το παγκάκι,
Ενόσω ο ήλιος, εκεί μακριά,
Επίσης.
Θα βασιλεύει.

Ανηφορίζω, πεζός,
από τον ίδιο δρόμο.

Με τις ίδιες βιτρίνες,

Τους εφημεριδοπώλες στην γωνία.
Τους αγαπημένους Έλληνες στη δική τους,
Πουλώντας κάστανα, αχνιστά,

Τώρα που δροσίζει
και μυρίζει,

Πατρίδα.

Σαν μετακίνηση, με
10 χιλιάδες χιλιόμετρα, το δευτερόλεπτο,

Πίσω στο πατρικό, το σπίτι,
Εκεί που η ζωή,

Αρχινούσε τη δική της, θετική,
ιστορία.



















Β’ ΜΕΡΟΣ

Είμαι εκείνο το παιδί,
που δεν ξέρει,
τι είναι,
Η θάλασσα.

Το πεπόνι,
που λες:
βαριέμαι,
να χωρίσω,
Τον γλυκό του καρπό,
Έως την φλούδα.

Βρίσκομαι,
Στο “θαυμασμό”
Εκείνης της αγνής, κοπέλας,
Στη βιβλιοθήκη,
Η οποία, είδε το μυαλό μου

Και με πλησίασε

Ως άνθρωπος, ως γυναίκα,
που αξίζει,
Να κοιτάξεις το χαμόγελο της,
Το δικαίωμα της, ν’ αποτελεί, μέρος,
Της αλυσιδωτής αντίδρασης,
Της ζωής.

Με όλους αυτούς τους αστρολόγους,
Τους ψυχολόγους,
Τους ειδήμονες -για κάθε τι-

Να με καθοδηγούν:
Πότε να βγαίνω από το σπίτι,
Πότε να περιμένω, κάτι καλό,
στη ζωή μου.

Επειδή, ορισμένοι, από εμάς

Θα καταλήξουμε, τελικά,
Να επιλέξουμε, οι ίδιοι,
ορισμένα πράγματα,
που εσύ θ’ αποκαλέσεις,
Αυτοστραγγάλισμα

(Μα εμένα,
Δε μ’ ενδιαφέρει).

Αν είναι ποτέ, δυνατόν,
Να αλλάζει, μόνιμα, κάτι,
στον βίο ενός ανθρώπου,

Εκτός απ’ τη διάθεση του,
Που αν,
και θετική,
Τούτο,
δεν σημαίνει,
Τίποτα απολύτως.

Αν είναι ποτέ δυνατόν,
Το προσωπικό μου, προφίλ,
Να προωθηθεί, ως παράδειγμα,
Για να διαλέγεις την τέχνη, τα ενδιαφέροντα,

Κι όχι,
Την εγκληματικότητα.
Την παρανομία.


Εδώ δεν μ’ άλλαξε, εμένα,
Το περιεχόμενο ενός βιβλίου,
Που ανέλυε τη ζωή, ενός αποφυλακισμένου,
Ανθρώπου,
-που δεν το έφτασα,
ούτε ως τη μέση-

Πως περιμένεις λοιπόν,
Να προκαλέσει μεταστροφή,
στην πορεία,
Ενός, ήδη, στιγματισμένου,
Πραγματικού,
Παράνομου,

που εκτίει την ποινή του;

Επειδή έχω πει:
Πως δεν έχω εκτιμήσει τη ζωή,
Σαφώς επειδή,
Δεν έχω δημιουργήσει οικογένεια.

Μα που να βρεις,
Σεμνή και μυαλωμένη, γυναίκα,
Που να έχετε, την ίδια,
χημεία.

Είναι κρίμα, αλήθεια,
Τόσοι νέοι
Τόσες δυνάμεις,
Τέτοιες προοπτικές,

Να σφραγίζονται,
Μες σε κουτιά, σπίτια,
Σε ζωές,
Δίχως χαμόγελο’

Δίχως ενδιαφέρον,

Τι σημαίνει
Ποια η παρουσία της Σημαίας,
Στην οποία, δηλώνεις, υποταγή.

Τι προσφέρει αυτή η Σημαία,
Η χώρα που αντιπροσωπεύει.
Το δικαίωμα να επιλέγεις να προωθείς,
κάτι που περικλείεις.

-

Να δίνεις,
Και να μην τρίζουν τα δόντια,

που ‘χεις κάποια ενδιαφέροντα.

αλλά,
Εδώ προσβάλλονται,
Όταν τους λες:
Καλημέρα.

Σε μια Κοινωνία,
όπου είναι, δυστυχώς,
θεμιτό,
Να πολεμούν, ορισμένοι,
Αυτή τη διάθεση,
Προσφοράς.

Δεν είναι υγιείς,
ότι κι αν λένε.

όλος αυτός ο θόρυβος,
εκεί έξω.
Ο χαμένος χρόνος.

*

«Δεν ξέρω,
αν σου αρέσω, ανθρώπινη,
Έστω και λίγο,

Κι αν είναι αυτό το χαμόγελο σου,
Μια διάθεση,
να έρθεις κοντά,

όπως η εσωτερική προτροπή,

Να γράφω,

Και κανείς να μη διαβάζει,
Τούτη την πορεία,
Των σκέψεων.

Και άσε τους βολεμένους να δείχνουν
Με το δάχτυλο: τούτο είναι το δικό σου,
τάλαντο.
Ποιος τους δίνει σημασία.
Ότι κι αν πάθει το Κράτος,
Καλά θα του αξίζει.
Αφού δεν δημιουργεί, Κρατικούς
Εκδοτικούς, οίκους.

Στράφι, όλα αυτά τα χαμένα χρήματα,
Της Ευρωπαϊκής Ένωσης».

Επικρατώντας, τελικά,
Το άχρηστο και η αυτοκαταστροφή,
κατά πάντα

Όπως οι οβίδες
που έπεφταν από τα αεροπλάνα,

Κόκκινες κηλίδες,
που δεν βάφουν κάποιον τοίχο.

Η αγωνία, αύριο,
Αν,
Θα ζεις.

Αν τα χέρια
θα μεταχειρίζονται,
κάτι.

Αν θα παράγουν.
Θα βοηθούν,
Τέλος πάντων.

-

Είναι αφόρητη η ζέστη,
Σήμερα.

Η ανάγκη, να πας,

Στη θάλασσα.

Στα νησιά μας,
Με τα ασβεστωμένα, στενοσόκακα
Και τους γαλάζιους τρούλους.

όπου ξεχνάς
Πως έχεις να δίνεις,
Κι όμως,
κανείς δεν βοηθά,

Να τα πάρουν οι άνθρωποι.

-

εκείνα προσφέρονται, αφειδώς,

Όλοι τα ξέρουν
και ελάχιστοι,
Δεν θέλουν,
Δεν τα παραχωρούν,
Στον προσωπικό τους βίο.

*

Ψες το βράδυ,
Ήταν τόσο δυνατή η αναμονή
Κάποιου χαδιού,
στο κεφάλι μου,

Που ούτε ο ίδιος ο Θεός, της αγάπης,
Δεν παρουσιάστηκε,

Να κατευνάσει,
Τούτη την έλλειψη,

- Που να βρεις, σεμνή γυναίκα,
Να σου πει: «σ’ αγαπώ»

Εννοείται φυσικά,
Να ηλεκτρίζει η χημεία,

Κι όχι μονόπλευρη,
Κατάσταση.

Σε μια Κοινωνία,

Όπου ρίχνεις τα μούτρα σου,
Από ανάγκη για εργασία,
Χρησιμοποιώντας αναγκαστικά,
Το δόλο και τα ψέματα,
της δουλειάς,
που σου έχει ανατεθεί.

Το κάνεις,
Γιατί:
1) Σε έχει απογοητέψει, κατά πάντα,
η ζωή.
2) Πρέπει να έχεις ένα εισόδημα.
3) Σε ξέχασε ο Θεός.

Και μετά μου λες: εμένα:
- Να νοιάζεσαι για τον πόλεμο
Στις Σαουδαραβικές χώρες.
Για τα αδέσποτα.
Τις μίζες ή τους …ανόητους
κι εκείνους που πεινάνε.

Εδώ, σε λίγο,
Δεν θα έχω λεφτά,
Να τρώω, κανονικά.
Να σκουπίζω τον πισινό μου.
Να έχω καθαρά εσώρουχα.

Κι έρχεσαι, συ, και με κρίνεις,
που θα πέσω κι ο ίδιος,
στην πίεση ενός ασφυχτικού ωραρίου,
Με άχρηστες συγκοινωνίες
Και χαμένο χρόνο.

Από κόπο
Και μετακίνηση,

Χρησιμοποιώντας, όμως, πλέον,
Εκείνο το σύστημα,
Όπου καλοπιάνεις τον εργοδότη
Ρουφιανεύοντας τους συναδέλφους.

ο ισχυρότερος..
Να επιβιώσει.
Ο μισθός,
Είναι πολύτιμος,
Πια.

Που ξεχνάς,
Και τα αισθήματα, του άλλου

Παρομοίως την κρυμμένη του μοναξιά,
-των συναισθημάτων-
Και τη θετική πλευρά,
της ζωής.

Και την ανάγκη,
Για αγνό, και δικό μας,
Χάδι.

Παρομοίως μια γλυκιά παρουσία,
Μιας νέας στον νου –τώρα- Ποιήτριας

Επειδή, δυστυχώς,
Αργά,

Αισθανόμαστε νέοι.

Όταν πλησιάζουμε, κοντά,
Στα σαράντα,
Τρομαγμένοι για το τριμμένο δέρμα,
Που όπου να ‘ναι,
Θα ζαρώνει, χειρότερα.

-

Τόση ζέστη,
Που κάνει,
Σήμερα.

Σαν κάλεσμα των άλλων, γύρω,
Που ο ίδιος, συντομεύεις,
Αν προσπαθήσεις,

Μα δεν είμαστε, τελικά, ίδιοι, όλοι,
Που διαφεύγεις από την Προσφορά,
Που προσωποληπτεί.

Διαφεύγεις και από το χαμόγελο,
Που δηλώνει,
Ίσως, κάτι…
Και από επικοινωνίες,
Που πρέπει να ξεπερνάς,
Λόγω χιλιομετρικής απόστασης

Και από αυτά, που θες,
Ο ίδιος

Επειδή η θηλιά των γονιών,
Μας στραγγάλισε,
Τελικά.

Επομένως καταλήγεις να ξεχνάς
Και συγγενείς,

Και κείνο,
που έχεις ανάγκη.

Εκείνο
που μπορείς να κερδίσεις, συ,
Μόνο.

Με όλο αυτό το θόρυβο,
Εκεί έξω.

* *

Δυστυχώς, ακόμα,
Δεν με ξαναπιάνει,
Κατάθλιψη.
Όσο κι αν προσπαθώ.

Με εκείνα τα πιάτα, στο νεροχύτη,
Να εξακολουθεί η παρουσία τους.

Όλα τα πράγματα, γύρω μου
Που αναγνωρίζω,
Αυτά
Που μπορώ να έχω

Μα είναι, πλέον,
… όχι, αργά.
Δυστυχώς.

Επειδή δε ζήτησα, ποτέ,
Ο ίδιος,
Να γεννηθώ.

ούτε,
Να μην έχω,
Δουλειά.

Να δίνονται ονόματα,
σε πρόσωπα και καταστάσεις.

-

Βέβαια,
Κυριαρχεί κι η περίπτωση,
Να νομίζεις ότι δίνεις,
Κάτι.

Θυμούμενος ξανά,
Πως ένας άντρας,
Παντρεύεται
Για να τρώει καλά,
Κάθε μέρα.

Μα τώρα, ψυχή μου,
Είναι καλοκαίρι,

Και οι έμπειροι της ζωής,
Παίζουν,
Αυτή τη στιγμή,
Με την άμμο.

Σε λίγο θα ξαναμπούν στην θάλασσα.

Οι μυρουδιές από την γειτονική,
Ταβέρνα,
Σου σπάνε την μύτη.
Η άσφαλτος καίει κι αυτή.

Παιδιά πλατσουρίζουν στα ρηχά.
-μη ψάχνεις για ναυαγοσώστη.

Καλοκαίρι, μάτια μου.
Ναι.

Μεγάλη η έλλειψη,
αγάπης.

Λίγο να σου χαμογελάσει, λες,
Εκπρόσωπος, αντίθετου φύλου.
Δεν χάνεις, ευκαιρία.

Όλη αυτή η υποκρισία,
Να σκέφτεσαι:
Ότι θα πάψουν να μπαίνουν εμπόδια,
Στην ζωή μου.

Όλη εκείνη η υποκρισία
Του ψεύτικου πόνου
Ενδιαφέροντος,
Των νέων τραγουδιστών…
Για το επάγγελμα τους.

Εκμεταλευόμενοι,
Τις νεανικές ορμόνες

Που καλπάζουν στα κοντινά καταστήματα,
Για το πολυπόθητο, cd,
Με μη διαχρονικές,
Συνθέσεις.
Κατακαλόκαιρο,

όπου μόνο οι ορμόνες,
Φέρνουν τα δύο φύλα, κοντά,
Το ένα με τ’ άλλο.

Σαφώς επειδή,
Οι απλοί, καλοί,
Άνθρωποι,
Δεν διαφημίζουν
Τούτη την ιδιότητα.

Είναι όμως,
Οι πρώτοι
Που μένουν μόνοι,

Ή αρκούνται,
Σε απλοϊκές φιλίες.

Πώς να διαλέξεις
Να διερωτηθείς
Να σε πιάσει μια κάποια, θεμιτή,
Περιέργεια

Για το καλούπι,
του αντίθετου σου, φύλου,

ενόσω η θέα του κρέατος,
Πουλιέται,

Μόλις βγεις
από την πόρτα του σπιτιού.

Μη μου λες,
και μη παραπονιέσαι,

Που η ανθρώπινη νόηση,
Ξέχασε,
Πως υπάρχει.

Πνιγμένοι ο καθένας,
στην ουσία των προβλημάτων
Και του ωραρίου.

Έπειτα περιμένεις την άδεια,
Να ξεφύγεις απ’ την
Τενεκεδούπολη.

Σέρνεις τα βήματα σου,
Ως το κεντρικό λιμάνι,
Με τις τιμές στα εισιτήρια,
Στην ανιούσα.

Δεν έχεις το κουράγιο,
Να πας, να τα δεις,
ν’ απομακρύνονται.


Φεύγει το μελάνι,
Ξοδεύεται.

Επειδή τα ντροπαλά μάτια,
Αναζητούν,
Χώρο για να συνεννοηθούν,
μόνο,
Με τη φύση.

Αν είναι ποτέ, δυνατόν,
Κάποιος,

Να μείνει μόνος του,
Λόγω ντροπής.

Κι όμως,
ΕΙΝΑΙ.


Οι μικροί,
Ντρέπονται,

Τα μάτια όμως,
των μεγάλων,

Σ’ εκείνο το κτίριο,
Των Ηνωμένων Εθνών,

Είναι αποχαυνωμένα.

Από τον χρηματισμό,
Την παράδοση,
Κατά πάντα,

Στους μεγαλύτερους εκβιαστές.

Να δέχονται οι γειτονικές χώρες,
Να βομβαρδίζονται, σπίτια, κτίρια,

Από τον φόρο των πολιτών.

Τον κόπο των πατεράδων,
Των παππούδων, ακόμη,
Μες τα εργοστάσια,
στον ιδρώτα,
τον κόπο

Που μας έφερε, εμάς,
Εδώ,
Γεννημένους,
ζωντανούς.

Όχι ακόμη,
Οικογενειάρχες.

Αναρωτιέμαι:
Γιατί εσείς οι γυναίκες,
Με σφραγίδα,
Της αποκλειστικότητας στην ευαισθησία,

Πάτε και παντρεύεστε,
Κάτι απίθανους τύπους,
Καλοκαιριάτικα,

Με τα κλάξον,
Να δίνουν ρεσιτάλ,
Και σ’ ετούτη τη γειτονιά.

Μήπως και ζηλέψω.

Συμβιβαστώ
με τις ορμόνες
Με τα πρόσωπα της γκλαμουριάς,

Επειδή δεν σημαίνουν, φυσικά,
Ελλάδα
- Και μόνο που γράφεις με το στυλό,
Ελλάδα,
Ζωγραφίζεις
Τον μεσογειακό μας,
Χαρακτήρα.

Οι άνθρωποι,
Που εξωτερικεύουμε.
Τις ευαισθησίες μας,
Χωρίς να φοβόμαστε.
Να τοξεύουμε,
Μια καλημέρα.

-

Πως αλλάζει ο βίος.
Με την γέννα ενός μωρού.
Πως φωτίζεται.

Ευτυχώς το νιογέννητο,
Δεν είναι σκυλί,
Να το εγκαταλείψεις στο μπαλκόνι.

(αν κι έχει, συμβεί, μια… φορά,
στις ειδήσεις).

Πως αλλάζουν οι παραστάσεις.
Η διαφήμιση του ολοκληρωμένου,
ανθρώπου,
Με το καροτσάκι,
στην παραλία.

Τι χάδια. Πόση αγάπη.
Μικρό πλάσμα,
Δυνατή παρουσία.

Τα πρώτα βήματα.
Κεφάλαιο νέο.

* * *

Η πρωινή αύρα, της παραλίας,

Ανακατεύεται,
Με μυρωδιές,
Από κοντινά ταβερνάκια,
Ψησταριές.

Μυρουδιές,
Μπλεγμένες με αντηλιακά.
Με ανοιχτές αποχετεύσεις –κατά τόπου.

Γύμνια-φυσικότητα.
Κομπινεζόν, βαδίζοντας
-προσβολή δημοσίας αιδούς.

Κινήσεις. Βλέμματα.
Πήγαιν’ έλα

Λόγια,
Χορτασμένα στομάχια.

Βλέμματα, πονηρά,
Αδιάντροπα,
Παράνομα.

Λεωφορεία. Επιβάτες
αλλοδαποί.

Η σπάνια κατοχή,
του νοικιασμένου δωματίου,
Επιστρέφοντας.

Σταματώντας ο τυφώνας του βλέμματος.
Η φλυαρία του στόματος.

όπως η ποίηση
που δεν εκτιμάτε
Αν δεν χρησιμοποιούνται,
άγνωστες σας, λέξεις.

Η χροιά της φωνής, όμως,

Είναι κείνη,
Που πρέπει να φοβάσαι.

Αιμοδοσία
η ανάγκη
Να εκφραστείς στο χαρτί.

Να χύσεις μελάνι,
Αντί αίμα,
Καρδιάς.

Οι γειτονιές.
Τα πρόσωπα.

Οι ονομασίες, σημαιών,
Άγνωστες μου.

Όσα σχηματίζει, το μελάνι.
Η ιστορία η κατεγραμμένη.

Με ήλιο καλοκαιρινό,

Ή κατασκευασμένες, καταιγίδες,
Ιούλιο μήνα!

Αυτά που μπορείς να πεις,
Υπομονή,
Αν κατέχεις

Όσοι αφήνουμε πίσω μας.
Οι φυλές,
όσες δεν συνάντησα
-διαλέγοντας το πρώτο γράμμα
να είναι κεφαλαίο,
ή μικρό,
από σεβασμό, αγάπη,
Ανθρωπισμό.

Άραγε,
Επειδή δεν τα συνάντησα,
Δεν υφίστανται;

Ο βίος. Τα χαμένα χρόνια.
Να γνωρίζεις, πως πια,
Δεν θα ζήσεις για πάντα.

Όσα δεν θα μοιραστώ, ποτέ,
Άγνωστα,
ξεχασμένα.
Ναι,
ξεχασμένα.

Η παρέα ενός βιβλίου,

Που άλλοτε,
Ανέπνεε,
εισέπνεε,
ότι ήταν μπορετό,
ανά μέρη.

Το άδειο μου στομάχι.
Ν’ αρέσεις,
Μόνο λεπτός.

Οι σπάνιοι άνθρωποι
Η λογική και η κρίση,
Μακριά απ’ τα ξεχαρβαλωμένα
Συναισθήματα.

Ότι συναντάς.
Ότι ξεχνάς.
Ηθελημένα.

Οι ώρες
Πάνω στο χαρτί,

Το κύμα,

Χτυπά,

Έως τους αστραγάλους.

Γεράσιμος Μηνάς 2006

Λίγη Θάλασσα







Ημερολόγιο

Έστεκες με την πλάτη στο παράθυρο, όλο ανησυχία
Μα μέσα σου, έβλεπα, πια, ηρεμία.
Σα να ‘μουν ο ίδιος, πατέρας του εαυτού μου
Εσύ, βρισκόσουν σ’ ένα σπίτι, κατοικημένο
σ’ έναν έρημο τόπο από χαμένες πια, έγνοιες.
Πίστευα στην γαλήνη –μας είδα όλους μαζί.

Μου μάθαινες ζωή μου, να αισιοδοξώ
Τον πόνο τον παλιό να προσπερνώ
ως ανάμνηση, κάπου καταγραμμένη.
Στην ματαιοδοξία, ότι όλα εξακολουθούν να επιβιώνουν
Δίχως τη δική Του συγκατάθεση.
Φορές, αποκομμένος, του θυμώνω, μα δε συναινώ.

Πάντα, με την δυσκολία να ξεστομίσεις
Την αποπνέουσα πείρα της ανθρώπινης στόφας
Τοιχοκολλημένης από κηρύγματα ανθρωπόμορφων
Επίγειων παραδειγμάτων. Φτάνει!!
Η αλήθεια σου, δεν δύναται να εκφραστεί, ούτε και
να μεταδοθεί. Γι’ αυτό, δεν μπορούμε να συμβιώσουμε
ούτε στο μέτρο.

Συχνά ο πόνος, κόβει, σαν ρυάκια από δάκρυα, μέσα μου
Ρυάκια από πόνο. Σαν άβρεχτα σεντόνια –μόνο,
που για λίγη.. ώρα, διατηρούν την υγρασία
της ζεστασιάς του ανθρώπινου πόνου.
Συχνά, ο κόσμος παύει να υπάρχει.
Μόνος ο πόνος, αντίκρυ το κενό.

Δεν μπορώ να σου μιλήσω για τον κόσμο σου.
Δεν είμαι εσύ. Δεν ανήκω στις σκαλωσιές
που χτίζουν μέρα με τη μέρα, τον τόπο
της ασφάλειας σου. Συχνά, συστέλλεται
διαχρονικά, διαστέλλεται
Μ’ ένα όνειρο, ευτυχώς, καταλαγιάζει.

Κάθε που σκοτεινιάζει, μισώ τον εαυτό μου.
Ο ήλιος, ζυγώνει σαν πατέρας
Πηγή εξουσιαστικά όμορφη –σα ν’ ανοίγει η ψυχή μου.
Αναγκαστικά, υποχωρεί η θωριά σου, ημέρα
Εξίσου, η αντοχή, του καλού μου χαρακτήρα.
Ζω με τη εντύπωση, ότι παρακολουθούμαι.

Σας έχω στην άκρη του βλέμματος
στην άκρη του ουράνιου τόξου, της ζωής μας –ανώνυμοι.
Αποθηκεύοντας ζωντανές εντυπώσεις
Τυπωμένες στον φλοιό κάθε ίριδας
Με μικρούς, μόνιμους κρατήρες χρώματος, στην μέση
Να ξεχωρίζουμε.

Χωρίς την ανάγκη Σου, χώνομαι στο αίμα
του παλιού κακού και ταλαιπωρημένου μου εαυτού
Είναι διαίσθηση, κι ανάγκη, να ζεις.
Κι ας είναι στιγμές προσωρινής συγκίνησης μόνο
Εκείνες, της μετάνοιας, επιστρέφοντας κοντά σας.
Φορές, τα λόγια, απλά, αποτυπώνουν το αύριο. Τον πόνο.

Οι άνθρωποι δεν μπορούν να επικοινωνήσουν.
Με ή δίχως Θεό, μένουμε πάντα, χώρια. Μόνοι.
Δεν προσφέρεις μια Ζωή, κι έπειτα, την ζητάς, πίσω.
Υπάρχουν ορισμένοι, προικισμένοι, στα πόδια της
Κι άλλοι, που μια ζωή, παρακαλάνε, χτυπώντας τα τείχη της.
Η ζωή από μόνη της, είναι ήδη βρώμικη.

Θαρρώ, με διδάσκουν τα λόγια σου, οι σκέψεις.
Με ωριμάζουν. Αναστέλλουν την Βαβυλώνα του εγωισμού
Και το στήσιμο, αγάλματος ..ακεραιότητας και μνήμης!
Γελώ με τον εαυτό μου. Θαρρώ, μαθαίνω τον σεβασμό
για πρώτη φορά κι αγάλι αγάλι, εισέρχομαι στο λιμάνι
μαζεύω πανιά, ξεφορτώνομαι βαριά φορτία.

Είσαι εδώ και μου μιλάς. Είσαι εδώ. Πρώτη φορά
Το αισθάνομαι. Μου λες, να είμαι αισιόδοξος, κι ο χώρος
γεμίζει από νότες λέξεων, πιστεύω, ότι ξανά τις άκουσα, κάπου
Πόσο απλός, από ντροπή, να σταθώ, απέναντι σου, ωραία ψυχή
Θαρρώ, μου μιλάς, μα δε σ’ ακούω.
Η ζωή, ναι, συ το είπες, είναι μια πολύχρωμη παραδεισένια ομορφιά.

Απεχθάνομαι τα ίδια λάθη, μα αγαπάω τους βραδινούς ήχους της φύσης
στο καλοκαιριάτικο σκοτάδι. Είσαι εδώ. Είσαι εδώ.
Σ’ έκανα δικό μου άνθρωπο, προέκταση του καλού.
Δεν σου ‘δωσα το χέρι μου, φοβήθηκα. Μην ρωτάς!
Πρώτη φορά, σ’ ακούω να μου μιλάς. Δεν θα σε αφήσω.
Τ’ ακούς;
Πάλι δεν σ’ ακούω, κι ύστερα, χάνεται η μορφή σου.
Γίνεται αέρας.

Ύστερα, χωρίζω τον εαυτό μου, απ’ τους γύρω μου,
Στουπωμένος στον κόσμο μου –ένα αραχνάκι
Προσπερνά, τρέχοντας, την χάρτινη επιφάνεια
Έχω άμμο στα χέρια μου, ιώδιο στα ρουθούνια.
Αρνούμαι ένα βερίκοκο, ανάσκελα κοιτώντας το δέντρο.
Ρουφώ απ’ τα κλαδιά, με τα μάτια, οξυγόνο.

Τελικά, το δέχομαι το βερίκοκο. Και τη συζήτηση.
Μα έλα, που όσοι γνωρίζουν το Τέλος, δυστυχώς,
μέσα τους, δεν μετανιώνουν.
Έχω μόνο τη ζωή, πίστεψε με Πατέρα.
Μου είναι αδύνατο να επιστρέψω σ’ Εσένα, παρά
Μόνο ως βελτίωση, βίου.
Αν το δέχεσαι.

Κάποια στιγμή, πιστεύω, πρέπει να αναπνεύσω
Μέσα απ’ τους πόρους των ανθρώπων,
όσο κι αν με συμφέρει η ασφάλεια της μοναχικής διαδρομής –ελπίζω να μην είναι τόσο βρώμικη
όσο η ζωή. Κομμένα βαμμένα όλα.
Κορεσμένα κι αηδιαστικά όμορφα….

Μου είπες, Πατέρα, εκεί που πας, θα κρυώνεις
Ο κόσμος είναι κακός, δίχως αγάπη,
Η ψυχή του λερώθηκε με ψεύτικες θεωρίες.
Στράγγισα, Πατέρα (μα Εσύ το γνωρίζεις ήδη).
Τα φώτα στην πόλη είναι αυταπάτες
Όπως και η πρόσκαιρη ζωή¢
Είναι κι αυτό μια εμπειρία. Η κακία του κόσμου.

Μου είναι αδύνατο, Πατέρα, να έχω εμπιστοσύνη
στους ανθρώπους. Αρκετά έχω πληγωθεί.
Η λύπη, μόνο, μας φέρνει εμπρός Σου.
Ντροπιάζουμε τον φύλακα μας άγγελο, μέσα στην ανοησία μας¢
Ο Θεός βοηθά, μόνο όσους θέλουν να βοηθήσουν τον εαυτό τους. Η αγάπη Του είναι παντοτινή –των ανθρώπων, αγκάθι
που βιάζεσαι να το πετάξεις.

Εσύ έρχεσαι και με χαϊδεύεις,
την ώρα που πλένω τα πιάτα, κι ας Σε αρνούμαι
Το χάδι Σου. Δεν μαλακώνει η καρδιά.
Η ζωή είναι κλαμένα λόγια. Αναρωτιέμαι. Συλλογίζομαι
Δεν θα ‘χουν αξία, όταν, όλα θα έχουν τελειώσει.
Σα να βιάζομαι να δώσω κάτι, που μόνο ως κενό μου μοιάζει.

Καλμάρω το νου μου. Ορίζω τα ίχνη σου, άγνωστη
Σιμά μου, όχι απέναντι μου. Τρυφερά γέρνεις πάνω μου
Και μου ψιθυρίζεις γι’ αγάπη, στο πέλαγος του χτες,
δίχως ανώριμα παλικάρια, να ..παρακαλάνε για προσοχή.
Δεν λερώνω την σκέψη μου με την οσμή τους
Ώ, αγάπη, η σιωπή, φροντίζει τον αέρα, και τον εξευγενίζει.

Έχεις δίκιο. Μέσα σε λιμνάζοντα νερά, κάθισα
Δίχως διέξοδο, να φεύγουν οι πίκρες, να ‘ρχονται ενισχύσεις.
Μόνος, αντιμέτωπος με την κακία ολόκληρου του κόσμου
ή με την προσωπική μου απάθεια.
Μισώ τις συμβουλές.
Μακάρι να εννοούσες το δράμα μου. Σου είπα, δεν είμαι εσύ.
Έχεις δίκιο. Το νερό βρωμίζει, πολύ καιρό, στο ίδιο σημείο.

Μόνο το κλάμα, μας έμεινε. Ο αποχωρισμός.
11 Σεπτέμβρη 2001.
Πού είναι ο Θεός, η βοήθεια Του.
Δεν υπάρχει. Δεν υφίσταται.
Πού είναι το κατ’ εικόνα και ομοίωση; Πού είναι.
Πόνος, απόγνωση, κηδείες, λύπη. Απόγνωση.

Έχω στην αγκαλιά μου μια άφυλη γυναίκα
Συ, είπες, είναι η εκκλησία Σου¢
Προτιμώ να θυμάμαι ότι ήταν ένα θήλυ δικό μου
Που η αγάπη μου, της έδωσε ζωή –νεκρανάσταση.
Αυτό έχουν ανάγκη οι άνθρωποι, την επαφή.
Θυμάμαι που μου ‘δωσες κάποτε, τα σπλάχνα Σου

Και κάθε μικρή ή χαμένη γκρίνια,
φαινόταν αφόρητη. Ξέρω πως μ’ αγαπάς
μα οι άνθρωποι δεν ζουν στον δικό Σου τον κόσμο
τον Άφθαρτο, το μη σαρκικό. Ζουν με μνήμες
-δεν είναι αιώνιοι- έχουν καρδιά, με αίμα
κι αισθήματα- δεν σιωπούν, έχουν απειρία.

Στ’ αυτιά μου αντηχεί ένα Ουράνιο ράπισμα
Η ώρα του Θεού, της αρπαγής της εκκλησίας Του.
Ολολυγμοί σφαγιασμένων στη γη. Πυκνοί καπνοί¢
Άλλοι δημιουργήθηκαν για την απώλεια, κι άλλοι για ευλογία.
Οι πρώτοι, ως παραδειγματισμό των τελευταίων.
Σιωπή και νηνεμία

Ένα χέρι, αόρατο, τεντωμένο στο νου μου, σηκώνεται
Το δικό μου. Μετά την φυγή του ασώτου! τα έσχατα
Γίνονται χειρότερα των αρχικών. Δεν υπάρχει Χριστός,
στην καρδιά των ανθρωπόμορφων παραδειγμάτων.
Στέκουν ως βράχος πίστεως στο θερμοκήπιο της καθαρότητας τους
Βράχος η καρδιά τους, αποχαυνωμένη και προσηλυτισμένη
Στα Θεία¢

Μυρουδιές ανήθικων (αντικαθιστώντας μια πιο καίρια λέξη) σωμάτων,
ποτίζουν τα ρουθούνια. Η φύση εκδικείται.
Πυκνά παραπετάσματα ομίχλης, κρύβουν την εφηβική
άλλοτε δράση, πλέον αντίδραση, κάπου,
αποσπασματικών ξεσπασμάτων
Απομόνωση¢ “Κυρίαρχοι” ετούτου του κόσμου, καλούν
-εν αγνοία τους- προς επικοινωνία,
εμένα, προικισμένοι στα πόδια της ζωής.

Άεργος, καλλιεργώ άνεργους σπόρους απάθειας
Στη ζέση ενός απρόσωπου θερμοκηπίου ανακατεμένων μνημών
Επιλέγοντας βραβευμένες.. δύσκολες έννοιες, προς τέρψη
Φιλομαθή υψηλού διανοούμενου.. άεργων
από τα κοντύτερα και φυσιολογικά επίπεδα βίου.

Θυμάμαι κάποτε, είχα πει, ότι θα σώσω τον κόσμο.
Τώρα, μια εικόνα σχηματίζεται στον προθάλαμο
των σκέψεων μου –αν προσευχόμουν γι’ αυτούς.
Τι κι αν προσπάθησα. Βγήκε κάτι; Έφυγα από κοντά Σου¢
Σάπια μήλα τα λόγια μου, άχρηστα. Αφήνω τον χρόνο
Χορτασμένο με ανοησίες πίσω μου –με κουρασμένα μέλη.

Μακάρι, να μπορούσα, αγαπητή φίλη, ποιήτρια,
Να σου μιλήσω για εμένα. Φοβάμαι μην λακίσεις.
Επειδή ο κόσμος μου είναι βρώμικος –στο σώμα-
Η ψυχή λερώνεται απ’ το σάπιο κουκούλι.
Μια ευκαιρία, λένε, να μιλήσεις, έρχεται μια φορά στη ζωή
Μα έλα που η δική μου η ζωή σέρνεται σα σκουλήκι,

Σαπίζει, από τα ίδια μου τα χέρια.
Φαντάζομαι τις ώρες τις δικές σου, εμπρός σ’ ένα άδειο
-προσωρινά-, φύλλο χαρτί, φίλη ποιήτρια,
Της γραφομηχανής σου
Να διορθώνεις το γλυπτό του λεξιλογίου σου
Του κατάδικού σου κόσμου. Έμπειρη, συμμετέχοντας στα κοινά.
Το ξέω, ότι μέσα μου, αντέχω περισσότερη λύπη¢

Δεν αγαπώ τον εαυτό μου. Αντίθετα μάλιστα. Τον μισώ
Όπως και το γράψιμο. Γιατί, δεν είναι αυτός,
ο προορισμός του ανθρώπου. Η Γη θα κλείσει ως βιβλίο
και θα χαθεί, επίσης, τα έργα μας.
Τα εσωτερικά, ότι προκαλούμε στους άλλους.
Στέκω αντίκρυ στο βήμα Σου, θλιμμένος

Γνωρίζοντας εξαρχής, ότι σε εγκατέλειψα.
Μ’ έχουν κουράσει οι λέξεις. Η ίδια η ζωή.
Δεν επιλέγω ακόμα, την μόνη λύση.
Μόνος, προκαλώ κακό, σε εμένα.
Πάντοτε είχα ανάγκη από ανθρώπινη αγκαλιά.
Οι επαναλήψεις, φυσικά, δεν βοηθούν¢

Την χαμηλή μου αυτοεκτίμηση, δεν την ξεπλένει
Ούτε όλο το νερό της υφηλίου. Αφού, ξύνει αρχικά,
περιοχές του δέρματος μου, οι οποίες ως ακτίνες,
τρυπούν –με παρρησία- εσωτερικά, την ψυχή.
Ένας αγώνας, Είπες, φέρνει αποτέλεσμα
Δες με. Πιστεύεις ότι αναγκάζομαι να μην το κάνω;

Το πρωί, παρατηρώ τα σημάδια στον λαιμό μου.
Πόνος. Ο κόσμος είναι όντως, βρώμικος.
Στο τοπικό κρατικό κανάλι, σε ντοκιμαντέρ,
ένας παντρεμένος άντρας, έχει κάνει προσθετική στήθους!
Λυπάμαι. Πόνος. Αναρωτιέμαι τι έχει αξία, πια.
Θα προσπαθούσες να σώσεις εμένα από εμένα;
Ότι σπείρεις θα θερίσεις¢ Εύκολα, Μιλάς εκ του ασφαλούς.

Διαβάζω και κλαίω μέσα μου. Πόνος.
Η ψυχή του ασώτου, Πατέρα, σου ανήκει.
Ο Υιός Σου, σταυρώθηκε και για εμένα –τον ντρόπιασα.
Ένα περιστέρι, χτυπημένο, δέρνεται στην αυλή.
Είναι το Πνεύμα, που μου Είπες, ότι κάποτε
Θα μου χάριζες. Το ‘χες υποσχεθεί. Μα εγώ
δεν Σε πίστεψα¢ Φαντάζομαι,
προκαλώ αρκετό πόνο στους άλλους.

Συγχώρεσε με, αν σε στενοχωρώ. Δεν αρέσει η αλήθεια.
Ούτε σε εμένα. Φαντάζομαι, του λόγου σου, έχεις
από χρόνια επιβεβαιωθεί
Ως φύλο, ως νους, ως αποτέλεσμα συνολικής προσπάθειας.
Ξέρεις, ο Θεός, δεν μας θέλει χαρούμενους.
Τουλάχιστον, όχι εμάς τους αμαρτωλούς.

Φαντάζομαι, πιστεύεις, μου έχουν κάνει περιτομή
Στον νου, εννοώ. Αν είναι δυνατόν στο σώμα. Θα ήθελες,
ως γυναίκα, να.. .. ..μην μπορείς να γεννήσεις με φυσικό
τρόπο.
Σκέφτομαι τους γονείς, τους, κάθε μορφής Τυφώνες της ζωής. Το ώριμο. Το ανώριμο, το πρέπει ή το μπορώ,
Την αλήθεια. Την υποκρισία.
Την ασυνεννοησία χαρακτήρων. Τον Θεό –στο τέλος.

Οι νέες γυναίκες, δεν θέλουν ν’ ακούνε για πόνο.
Ο κόσμος γι’ αυτές, ήδη, είναι αρκετά άγριος
Δεν θέλουν. Πάει, ωρίμασαν. Αρνούνται, όμως,
Το περίσσευμα αυτό, να διαρρεύσει προς τα έξω.
Μου λες, δεν τα έχεις βρει με εσένα. Δεν έχεις κι άδικο.
Ίσως να τα έχω όλα… μα πάλι, να παραπονιέμαι.
Μακάρι να ‘ξερες τι λες¢

Κοιτάω χαμηλά, για να πω, ότι σε βλέπω, σε αισθάνομαι.
Γέρνεις εμπρός, καθισμένη, στην άκρη
του σκεπάσματος της στοργικής φωλιάς μας. Σ’ αγάπησα
Ακόμη κι αν δεν σε είδα. Με τεντωμένο χέρι, μες το οπτικό σου πεδίο, αποκρίνομαι, με καρδιά εύπλαστη
Στη δική σου, τώρα, παλάμη.
Δεν θέλω να γυμνώνεσαι. Δεν σου ταιριάζει.
Κλείσε την πόρτα κι άσε με να έρθω κοντά σου.

Φοβάμαι τον έρωτα. Σ’ εσένα το είπα;
Νοιώθω άβολα, με εσύ είσαι εδώ..
Είναι δικές μας οι στιγμές, ότι κι αν μοιραστούμε.
Μου χαϊδεύεις τα μαλλιά, τις σκιές ολόγυρα μας.
Κάποτε, φοβόμουν μην λερωθώ. Το σκοτάδι.
Σαστίζουν όλα, κι ο χρόνος, παρέα.

Μου λες, αύριο, θα ξημερώσει –αμφιβάλλω.
Η ανοιχτή σου όψη, φωτίζει το πρόσωπο μου.
Κάνει ζέστη τις τελευταίες ημέρες.
Κλείνω τα μάτια, κι εσύ οδηγείς τα δάχτυλα μου
Πάνω σ’ ετούτη την στεγνή γη του γραπτού.
Ένα ρεύμα αέρα –ξημερώματα- ξύνει την πλάτη μου.
Σου μιλάω: Σ’ αγαπώ¢

Ξυπνώ, με το θέλω, δυνατά, του θανάτου μέσα μου.
Δεν μπορώ να υπερασπιστώ τα λόγια
Η ζωή μου, βρίσκεται ήδη, σε απόγνωση.
Μόνος μου προκαλώ κάθε τι –ο Θεός, πάντοτε, Παρατηρητής.
Δεν θέλω να σε πληγώσω. Δεν θες, ούτως ή άλλως,
να ακούσεις.
Όλη η αλήθεια –καλή ή ..λιγότερο καλή- δεν θα τη δεχτείς

Ναι. Ξεστομίζουμε, ότι δεν μας ερεθίζει, προς δαπάνη.
Εσύ, Είσαι η μόνη μου λύση που πολεμώ.
Έρχεσαι και μου χαϊδεύεις τα μαλλιά
ή πλημμυρίζεις το φυσικό μου σώμα, μ’ εκείνη
τη γλυκιά πνοή Σου –που αποκλειστικά Εσύ,
Γνωρίζεις να Προσφέρεις.

Είμαι ο άσωτος υιός –απλά, ο ίδιος, δεν λογαριάζομαι
με την αμαρτία, ενωμένος με άλλους.
Την πραγματοποιώ
Μέσα στο ατομικό μου το οικογενειακό –κατά τ’ άλλα-
Φιλήσυχο περιβάλλον. Μονήρης ζωή.

Μου μεταφέρεις, αν είμαι πλάι Σου, Δύνασαι,
τους φόβους μου να Δαμάσεις.
-εγώ, ναι, δεν ανοίγω διόδους στο αδιέξοδο¢
Μια μυρουδιά από μαλλιά κούκλας κοριτσιού,
Προξενεί έγερση στους αδένες της όσφρησης μου.
Στον ύπνο μου, με κατοικώ σε οικογένεια, ως φυσιολογικό.
Χωρίς Εσένα, ματώνω, είμαι μισός. Ξέρω, γιατί να επαναλαμβάνομαι;

Μας είδα όλους μαζί. Εσένα, φίλη, να εισέρχεσαι
στης διαλογής μου, το προσωπικό το σύμπαν
Μ’ εκείνο το χαμόγελο σου, μα, και με την συμπάθεια
στο βλέμμα. Τόσο απλή¢ Χαιρετώ,
το τρίτο πρόσωπο της παρέας. Ακριβής στην ανάγκη, φίλος, σαν κουρδιστό μελωδικό κουτί.
Απογευματίζει.

Η συμπαράσταση σας, οικεία,
ως κάποιου ορεινού χωριού, πηγή.
Υδάτινοι πόροι, συγγενείς με την φυσική μας πραγματικότητα.. Με εμπνέει η παρουσία σας.
Ως ένα, οριζόμαστε.
Ρωτάς, φίλη, Το λόγο, του σφραγίσματος
του οπτικού μας πεδίου, εξωτερικά. Άνοιξε
να φέρεις την απλότητα στον αυλόγυρο της καρδιάς.

- Πως περνάς την ώρα σου; (συγνώμη, είχα αφαιρεθεί;).
Μου απευθύνεται ο φίλος, κοντινός και επίγειος
-υγιής ακολουθία ανθρώπινων πόρων η προσοχή τους.
- Λίγο υπολογιστής, ξυστά τηλεόραση, ακουστικά,
μουσική.
Κλειστοφοβικά εγγενής χαρακτηρισμοί, της ζωής.
Παρατηρώ, φίλη, τα χέρια σου, πως εργάζεσαι τις άκρες
του τραπεζομάντιλου.

Με είδα, ανάμεσα σε υπαλλήλους, στην άκρη,
Απαγορευτικός προς εκείνους –Λείπω.
Μη καταπονημένα ένσημα, στοιβάζονται
Χρόνια, στα συρτάρια του κράτους.
Μόνος σου θα βοηθήσεις εσένα, συμπληρώνεις.
Οι γνώσεις σου ξεπήδησαν από την καρδιά
της γραφομηχανής
Μα και..

Κάθε συμβουλή στο στόμα σου, προέρχεται
από τον Πατέρα όλων.
Κάθε διαστρέβλωση από τον μισάνθρωπο εχθρό
της ψυχής.
Κάθε δάκρυ στο πρόσωπο –ενώ υγραίνεται ξαφνικά,
κι απορείς-
Προέρχεται από το αίμα του Εσταυρωμένου. Ναι,
Είναι αόρατος, μα αποδεικνύεται εγγύς μας.
Κι η απόγνωση σου, διαλύεται μονομιάς.
Άσε Τον να σε Αγγίξει¢

Υφαίνω χαρακτήρες μες την μοναξιά μου.
Σεις, είστε, κοντά μου. Αγάπησα έναν μύθο.
Βραχιόλι πίστης, ξεπροβοδίζω στο άκουσμα σας.
Τα κλαδιά έξω, σημάνουν το πέρας της θλίψης
-Ανατρίχιασα.
Μην με κρίνετε αυστηρά¢

Πόσο Σοφός, είσαι, αγαπημένε μου Πατέρα.
Μου μιλάς μέσα από τα ίδια μου τα λόγια.
Σ΄ αγαπώ, λέει η Πνοή Σου. Συγνώμη, Πατέρα.
Δεν ξέρω, πως, Εργάζεσαι, ώστε να με επιστρέψεις
στα προσφιλή πρόσωπα που νοιάζονται –στ’ αδέλφια.
Στον οίκο της λατρείας σου. Γι’ αυτό σ’ αγαπώ,
κι ας σε “μαλώνω”. Είναι που δεν αντέχεται ο πόνος.
Βοήθησε με να κλάψω, Πατέρα.

Άλλοτε, με τα δικά Σου, Σπλάχνα, ράγιζα
Επειδή πλησίαζα στον σταυρό Σου.
Μακάρι να ήξεραν οι άνθρωποι να Πιστεύουν.
Δεν είναι πουθενά, Πατέρα, η γνώμη σου,
Να φυλάμε εικόνες, ν’ ανάβουμε κεριά.
Να νηστεύουμε, καταναλώνοντας τα πάντα, εκτός…
Τι υποκρισία! Εμείς που θα μείνουμε πίσω –φοβάμαι.

Είναι λυπηρή η θέση μας, Πατέρα, αν μου το επιτρέπεις ακόμα. Να σε λέω Πατέρα.
Πόσο προσοδοφόρο τσουκάλι, αποδεικνύεται
Η ορθοδοξία! Ορθοί κατά όνομα
Περήφανοι και άσπλαχνοι Φαρισαίοι.
Που κρατούν τον Λόγο για τους ίδιους, αποκλείοντας
την αλήθεια, απ’ όσους –βαθύτερα- θέλουν να σωθούν.
Ποιος τους μίλησε, άραγε, πως λαβαίνεις το Άγιο Σου Πνεύμα, κι όχι, ανόητα, με την γέννηση.
Οι καθαροί την καρδιά, θα δουν, μόνο, το πρόσωπο Σου
Πατέρα.
(Δέσε τους δαίμονες, ν’ ακούσουν οι άνθρωποι).

Όχι όσοι ανάβουν ένα κερί, αλλά βρίζουν τη μάνα τους
Όχι, όσοι αρνούνται την κοινωνία σε ηλικιωμένους.
Όχι, όσοι στερούν εργασία στην νεολαία –ελευθερία.
Έχεις δίκιο, Πατέρα. Τις έσχατες ημέρες, ο κόσμος
Θα φανεί σκληρόκαρδος, παρόλα τα δεινά του πολέμου.
Ειλικρινά, λυπάμαι, πιότερο για μένα.
Εκείνοι διάλεξαν τα τάματα σε ανθρώπους
Ενώ Είπες, η προσφορά λατρείας ανήκει μόνο σε εσένα.

Γιατί, Πατέρα, δεν πράττω όσα κηρύττω;
Έχω αποκηρύξει την ξεπεσμένη ορθοδοξία¢
Γιατί το χέρι μου δεν συγκρατεί τον εαυτό του;
Οι πιο δυνατοί, λυγίζουν κάποτε.
Οι κρατούντες, αμφιβάλλω, ο λαός ναι.
Η αλήθεια Σου, είναι αγκάθι σε κάθε λογής προσωπολάτρη¢

Στο γυάλινο μάτι που μυωπάζει την κρίση μας
Εκτελείται ο πολιτικός γάμος, ως πορνεία.
Θαυμάζω το μένος του κληρικού λόχου-λόγου.
Φούντωσε, η ανάγκη στο τσουκάλι τους. Φ Ο Υ Ν Τ Ω Σ Ε,
τραγικά!

Έλα, γέροντα μου. (Πρωινό, ψηλά στο έρημο ξωκλήσι).
Στη σιωπή, σιμά ο ένας στην φιγούρα του άλλου,
ησυχάζει η ψυχή μας.
Σκέπη μας αποκρίνεται ο ουρανός, το γαλάζιο
είναι η παρουσία του Θεού. Ακούω,
βοήθησες, ταπεινά, κάθε γνήσιο πιστό.
Γέροντα. Πόση αγάπη από λύπη, έχει το βλέμμα σου.
(Πάψτε πια, εσείς στην τηλεόραση).

Αν ήταν γνωριμίες το έργο μου
Τώρα, θα ήμουν ο πιο ευτυχισμένος άνθρωπος
Πλήρης, ισορροπημένος, με γλυκές αναμνήσεις.
Γεμάτη ζωή, πλήρης, πίσω στο όνειρο.
Ξεχνώντας τον Θεό –άραγε, πότε είμαι ζωντανός;

Εκεί που πας, μου Λες, ποτίζουν τον εγωισμό σου
Δήθεν, τα πρόσκαιρα ετούτου του κόσμου, αξίζουν.
Απόψε, μου Μίλησες δυνατά, καλώντας με.
Εγώ; Σε ξέχασα. Σε προδίδω με τις ίδιες μου τις φράσεις.
Μόνη μου παρέα, Πατέρα, είσαι εσύ.
Ποιος άλλος να με καταλάβει;
Μιλώ, μιλώ, μιλώ, μιλώ.., …μιλώ.

Ήδη κατάλαβα, οι Ιθάκες τι σημαίνουν.
Όλα είναι μάταια. Τ’ ανθρώπινα. Γιατί να τα γυρεύεις’
Ξέχασα πια, φίλε, όσα νόμισα σωστά να διηγηθώ.
Ποια λόγια μένουν στον αιώνα, και όλοι να τα θυμούνται;
Η γη θα κλείσει ως βιβλίο και θα μηδενιστεί.
Όλα μάταια, τι μου μένει; Οι ώρες σκέψεων

Και έμπνευσης, φίλη μου –οποιαδήποτε φίλη-
(επιθυμώντας καίρια, τις φιλίες με γυναίκες,
αδιαφορώντας ναι, για παρέα με το όμοιο μου είδος),
Οι ώρες αυτές, είναι κομμένες για τώρα.
Οι ραφές τους δεν είναι άφθαρτες.
Μια Κυριακή ήρεμη ονειρεύτηκα, και να που τη διαβαίνω.
Συ, ήσουν γνώριμα σε τέσσερις τοίχους κλειδωμένη.

Την προσοχή, βίαια, έχουμε ανάγκη,
Μα πάλι βαριόμαστε, κι εμάς τους ίδιους.
Όλο να καθαρίζουμε γύρω μας (όχι, την ψυχή).
“Γδέρνω” το δέρμα με τη σκέψη μου
Μα η ψυχή, δεν με καταλαβαίνει.

Γεράσιμος Μηνάς 2002


ημέρα κρίσεως

Ο Θεός,
Με κάποιο τρόπο,
Πρέπει ν’ αποδείξει,
Ότι είναι Θεός.

Με φοβέρα.
Στραβώνοντας το πόδι σου.

Αφήνοντας σε άνεργο.

προς ..ταπείνωση σου.

-

Ψέμα,
κι ότι δεν Θες,
το θάνατο του αμαρτωλού.
(το ασανσέρ στ’ όνειρο..
οι φωτιές.
Η ψυχή που μόλις έβγαινε,
Ξυπνώντας).
που πολύ εύκολα,
Ήμουν ικανός, να την αφήσω να φύγει.

*

Θα σταθώ,
Εμπρός στον περήφανο θυμό Σου,
Απολογούμενος,
Για τον εμφύλιο,
Αναμεταξύ μας,
-με επιβεβαιωμένο τέλος-
Πόλεμο.

Διαβεβαιώνοντας Σε,
-ενόσω,
δέχομαι, πλέον,
την ήττα-

πως, για Σένα,
Δεν χρειάζονται όλοι.
(όπως μεταξύ μας, εδώ,
Κύριε Γαλανέ).

* *

Τα πόδια μου είναι κουρασμένα.
Ο εγωισμός μου πεσμένος.
Πρέπει να πάω κι εγώ,
σε πόρνη.

Αρκετά πήγα κόντρα στη φύση μου.

Αρκετές ευκαιρίες,
έχασα.
(ποτέ μου δεν εννόησα,
τι χαρά,
βρίσκουν,
οι γυναίκες,
στον έρωτα).

Και πόσο,
Ένα μικρό κομμάτι του εαυτού,
Ορίζει το νου,
Την ελευθερία,
που μεταφράζεται σε Αποχή,
Επειδή είμαστε,
..Ήμασταν,
νέοι,
Άρα χρειαζόμαστε χώρο,

Για να πληρώνουν οι άλλοι,
τις λάθος μας επιλογές.

-

Ας είμαστε δίκαιοι.
Εσύ,
έχεις το μαχαίρι,
Εσύ,
Προσφέρεις,
τις επιλογές.

Το ξέρω,
πως κοντά Σου,
θα είμαι ήρεμος.

-

Πόσο ήρεμος,
όμως,
Μπορεί,
να είναι,
κάποιος,
Δίχως αγάπη,

Έμπρακτη.

ίσως γι’ αυτό,
μ’ Άφησες,
μόνο,
Για να σταθώ,
κοντά Σου,
που ‘σαι η πηγή,
και το φως,
Που δεν πληρώνει,
λογαριασμό.

Σε κανέναν εκμεταλλευτή.

-

Τόσοι και τόσοι,
Που καταστρέφουν τις ζωές,
Νέων ανθρώπων.

*

Εγώ,
μόνο απόγνωση,
συναντώ,
Γύρω μου.

Στις εκπομπές.
Στα τραγούδια.
Στον απλό λαό.

-

όλοι κάτι θέλουνε,
Μα όλο απομακρύνονται,
από αυτό.

Επιλέγουν την δυστυχία.
Το κακό.
Την πικρία
και την ανταπόδοση.

-

όχι την υπομονή.
Με την κάθε μέρα,
να περνά.
όλο και πιο κοντά στο θάνατο.

*

Εγώ,
όταν κοιτώ τους ανθρώπους,
βλέπω
Ή σπίτια με υπηρέτες.
όπου τα πάντα μυρίζουν καινούριο.
Ή σπίτια, με ρωγμές,

όπου καθημερινά,
Κάποιος,
πεθαίνει.

Καταλήγοντας
-με την κοινή λογική-
Εμπρός
από ένα παραβάν,
Μη γνωρίζοντας,

πότε θ’ απολογηθεί.

Μη καταλαβαίνοντας,
Πως και γιατί,
Πέθανε.

και τι,
άφησε,
πίσω.

-

Μια κοινωνία,
όπου το ανθρώπινο κρέας,
Πουλάει

και γερνάει τον νου
-τη θέληση-

Με καταιγιστικούς ρυθμούς.

*

- Τι έκανα στη ζωή μου,
ρωτάς.

Πιο πολύ,
Φοβόμουν ν’ αντιμετωπίσω
τον κόσμο.

Να τον κοιτάξω στα μάτια,

Σαν ψυχρός τοίχος,
όπου τα στοιχεία της φύσης,
μόνο,
Τον αγκάλιασαν.

-

όσους δε βοήθησα,
Μη δίνοντας αίμα
επισκεπτόμενος κάποιο νοσοκομείο,
Να εξεταστώ,

Ως ικανός δότης,
μυελού των οστών.

(προσπερνάμε πολύ εύκολα,
τον θάνατο,
που οφείλεται σ’ εμάς).

Ή ανθρωπιάς.

-

Πέρασα εμπρός σου,
Κι είχαν την εικόνα Σου.
Έτσι γερμένοι, όπως ήταν,
στο πεζοδρόμιο.

Όπου δε ξεχώριζες
την αιτία.
Μόνο την ηλικία.

-

Μα που να βρεθούν χρήματα,
Ή ικανότητα
διάκρισης.











«Ο Θεός, πλησιάζει,
και παίρνει τη ζωή,
Μόνο όποιου,
Την έχει,
βαρεθεί».

Ακόμη
κι εκείνου
που παραδέχεται,

ότι φοβάται;


Την προσπάθεια;

Τη ζωή.

Τη βρωμιά.

Εκεί που κατουράνε οι άλλοι,
-σε πληρωμένες
και απλήρωτες.

-

Τα βράδια περνούν.
Δίχως έρωτα.

- Εννοείς,
sex.

Αυτό έχουν,
όλοι,
στον νου.


Η ικανότερη δικαιολογία,
Για ν’ αποφύγουν τις ενοχές,
-αν όχι τις τύψεις.

Επειδή είναι ζωντανοί.


Τώρα.

-

Ώρες, ημέρες, δεκαετίες,
Από το ξημέρωμα,
Ως τη δύση του ηλίου,
Χωρίς το Λόγο Σου,
στα χέρια.

Απασχολούμενος
με τόσα πολλά,

Ξεχωριστά,

και ..θεσπέσια.


κι η ηρεμία;


Σα να κοιτάς, απλά,
μια γυναίκα,

κι αυτόματα,
να ηρεμείς.

-

Φορές,
γίνομαι ένα με τα σεντόνια,
το στρώμα,

Το σπίτι.

Κάτι ακλόνητο

κάτι
ψυχρό…

Όπου οι τοίχοι του
κοκκινίζουν,

Ξαφνικά

Μήπως και θυμηθείς
Το χρέος σου.


Ημέρες, δεκαετίες

Μια ζωή

χωρίς

συντροφιά.























όταν κοιτώ μια γυναίκα,

Ιδίως,
ένα σέξι θηλυκό,

Μιλώ:
Κοίτα τι στερούμαι.

-

Δικαιωματικά,
μιλώ,

όπως καθετί,
γύρω μου,

επιτρέπεται,
Να συμβαίνει.


Ακόμη κι η χαλαρότητα.

ο κακός δρόμος


που επιτρέπει στους γύρω
Να μην παραδειγματίζονται,

Με κακοδιατηρημένα,
Πρότυπα.


όπου η θλίψη

είναι φορές,

κρυφή αισιοδοξία


προς χαλάρωση.


*

οι άνθρωποι,
μάτια μου

Δε γελούν


Συχνά.

-

Δεν εννοούσα


όχι,
πια.


Με πολλά
Μπορείς να γελάσεις.


Με την μαλθακότητα σου,


Την πεσμένη
διαφημιζόμενη

Ηθική


Με τα καλά των άλλων.


-

πορευόμενος,
προς το θάνατο.


Τον πνευματικό.





Πως μπορώ
να διαφημίσω
στους άλλους

Την κρυφή μου
αισιοδοξία;

όπως ο περήφανος πατέρας,

Με το παιδί,
που δεν δημιουργεί προβλήματα.

κι όλο το “περιφέρει”
Με τους καλούς του τρόπους.

-

Ξέρει καλά,
κανείς,


Να κρύβει,
την κρυφή του αισιοδοξία.


Δήθεν,

πως είναι λυπημένοι,


Ή ψυχοπαθείς

-Αν και πικραμένοι-


Ενώ γνωρίζουν,

πως αισιοδοξούν,
τόσο εύκολα, φορές,
όσο ξημερώνει.

-

Με καθέναν από εμάς,

Να υπολογίζει
τις κινήσεις του.


Αν θα ξεγελάσει.
Αν θα υπερασπιστεί,
περισσότερο,

Τ’ αρρωστημένα του πρότυπα.
Τις μεθόδους διαφυγής,
από ένα συγκροτημένο
οικοδόμημα,

όπως η κοινωνία.

Της δικαιοσύνης
φυσικά.



Η ζωή δεν είναι,
ότι έγινε,
έγινε.

Υπάρχει η τρέχουσα δικαιοσύνη,
όπου ο καθένας τιμωρείται,

Με στέρηση,
ορισμένων πραγμάτων.

(όσο επιμένεις,

Τόσο τιμωρείσαι.


Εκτός από συγκεκριμένους εργοδότες)

-

Υφίσταται,
δυστυχώς,
επίσης,

Η αιώνια Δικαιοσύνη.


όπου κάποιος,
Δεν τιμωρείται εδώ,
Εν ζωή,

Για να δοκιμάζεται η χρήση,
του: συγχωρώ.

Λες και άμα συγχωρήσεις τον εχθρό,

θα μπορέσεις


τελικά,


Να προχωρήσεις.

-

όμως υφίσταται,
η αιώνια τιμωρία.


Εννοούσα,
η Δικαιοσύνη,

η κατάλληλη,


στον καθένα.

προσωπικά,

θα ξαφνιαζόσουν,

ποιους θα έβαζα
στον Παράδεισο.

-

κείνους

που φαινομενικά,

Συμπαθώ.

Που προσέφεραν σ’ εμένα,

Ελπίδα.
Ή με παραδειγμάτισαν,
Με το σίγουρο κύρος τους,
κι όχι με φελλό, κύρος.

-

Βάζοντας μέσα,

τα μικρά παιδιά,
Τους γέρους.

Τους πικραμένους.


Ακόμη κι εκείνους
που με ξέχασαν,

Επειδή φροντίζουν
Έναν νέο άνθρωπο.


-


Εσύ μπορείς,

Να συγχωρήσεις,

μια δολοφόνο μάνα.
Έναν διαστροφικό γείτονα.
Μια κλεμμένη αγάπη.


Κείνον
που μπήζει το δηλητήριο,

μέσα σου.


που γνωρίζεις,

πως είναι κακός,

Μα τον συγχωρείς,
πιο εύκολα.

Έτσι;

Μη δεχόμενος,
την αγάπη.

-

Είτε, βρίσκεσαι εσύ,

Σε μια χαλασμένη
προσωπική
κοινωνία.

όπου παρασύρεσαι, σαν το στάχυ,
στον άνεμο.

Σαν τον σπόρο,
τον χαμένο.


όπου σε κανένα δικαστήριο,


Δεν στέκεται.

*

«Μην πεις,
ότι δεν σε προειδοποίησα.

είτε με Όνειρα.
Είτε με προσφορές.

Είτε με καλούς ανθρώπους».

-

Εγώ τουλάχιστον δεν μετάνιωσα,
που μας έφτιαξα.

Τους ανθρώπους.


«Για τις πράξεις σου,
όμως»

ποτέ.


«τα ίδια σου τα λόγια,
σε δικάζουν».

-

Η αιώνια ανταλλαγή,

Αχαριστίας,

και προσφοράς.


- Δεν θα βρεις,

κάτι καλό,
στους ανθρώπους;


Ίσως μια στάλα

μετάνοιας

Ή μια ζωή,
Μες τη στέρηση.

Η οποία οδηγεί σε αποχή
από το χρέος.


*

όλοι,


Εννοώ,

ΟΛΟΙ,


Από ανέκαθεν,


Αντιδρούσαν,
για κάτι.


Μια αιτία,

τόσο φοβερή


που ψυχραίνει την αγάπη,


Αγνοώντας,
πως έτσι,
Τιμωρείσαι.

-

Με κάτι μικρό,

που λες,
θα επουλωθεί,


κάποτε.


Όταν πάψεις
τη γκρίνια.




Κι όμως


υπάρχει αγάπη.

όπως και η ασυδοσία.

-

ο μυστικός θησαυρός
της αγάπης:

Αγάπη
Ελπίδα

οικειότητα.
Μετάνοια.


ελπίδα.
Υποστήριξη.


Ήσυχος ύπνος.

-

παραδοχή της αδυναμίας.


Κανείς όμως,
Δεν είναι
τόσο απροσάρμοστος,

Ώστε να περιμένει,
τελευταία στιγμή,

Να τον βοηθήσουν.





Μη μου ζητάς

να σου μιλήσω για τον έρωτα


Αφού,

ούτε στον ύπνο μου,

Δεν μου επιτρέπεται,
να κάνω έρωτα.

Λες και έχουμε κάτι υψηλότερο,
Από εμάς τους ίδιους.

-

Κάποια πράγματα
πρέπει να λεχθούν,

Για να δεις,
τι είναι,
ο άνθρωπος.

Η πτώση του.

-

Δεν μετανιώνω για ότι έως τώρα, είπα,

ούτε στο απαγορευμένο
Ημερολόγιο.

Ούτε στα βρωμόχαρτα, σπίτι,
Που ανταλλάζαμε
-ως κατάντια του καιρού μας.

Επειδή,
αυτό είναι ο άνθρωπος

οι κάρτες επιλογής
στο DNA.




Το δέρμα μου,
είναι,
ακόμη,
γυαλιστερό.

Δεν γέρασε

Λες και κρατά τον εαυτό του,
κανείς,

Για το ταίρι,
που ο καθένας,
ονειρεύεται.

Αγνοώντας,
ότι είναι αμαρτωλός,

-μες την Άγνοια του-

όμως,
Αμαρτωλός.

Άρα,
αδικαιολόγητος, κανείς,
Να ζητά οτιδήποτε.

Επειδή το αίμα,
δεν αλλάζει χρώμα.

ούτε ικανότητα, Σωτηρίας.

Άλλο,
αν οι άνθρωποι,
δεν εκτιμούν,
ότι τους προσφέρεται.

Επειδή ο αντίθετος δρόμος,
έχει κενά,

Στη θέση των οποίων,
πιστεύουμε,

ότι παραμονεύουνε,
θεμιτές, εκπλήξεις,
επιτυχίας.

που ορισμένοι μαχητές
της ζωής
-μες την Άγνοια τους-
θα ονόμαζαν,
Ηττοπάθεια.

Ανωριμότητα.


πρόβλημα.




Σκέψου,
πόσα θα έχουν μαζευτεί,

Εμπρός,
στο θρόνο Του.

Φανερά, προς κριτική,
Αφανέρωτα,

Προς εξίσωση.


Φανερά, πλέον,
Προς όλους.


όπου θα μαθευτεί,

Τι έπραξε ο καθένας.

Πόσες φορές έβρισε,
Αδίκησε,
Σκέφτηκε με φθόνο,
Για τον άλλο.

Αν ήταν στ’ αλήθεια,
κάποιος,
καλός,

σκληρός,

Άψυχος.


Αμφιταλαντευόμενος,
Μεταξύ, διδασκαλίας,
και Αυτοκάθαρσης.


Όπως μου είπαν, κάποτε:
Δεν αρκεί ο φόβος,
Για να κρατηθείς,
κοντά Του.

Επειδή,
θες δε θες,

ΠΑΝΤΟΤΕ,
θα βρίσκεται ο τρόπος,
Για να καλυφθεί ο δρόμος,

Ανάμεσα στην αλαζονεία
και την ταπεινότητα.

Ψάξε, για να δεις,
ότι κατά τόπου,
στο έχω αναφέρει.

-

«Εσύ, τι θα πεις,
Εμπρός στο επταμελές;»

ότι υπήρχε
αισιοδοξία,

Μόνο που σκόνταψε,
στο βιβλίο της Αποκάλυψης.

-

Τι κρίμα,
Να τύχει,
στη δική μου γενιά,

Η παγκόσμια καταστροφή.


Μόνο για χιλιάδες νεκρούς,
ακούω.
Για παγκόσμιες πλημμύρες.
Φωτιές.
Καταστροφές.
Πολέμους.

Φονικούς σεισμούς.

καθώς η γη,
συσπάται,
Με πόνους γέννας.

-

Όπως οι πληγές του Φαραώ.


όπως τα 40 χρόνια στην έρημο,
Λόγω αχαριστίας.

-

Πάντα κάποιος,
πρέπει ν’ αποδεικνύει,
πως είναι,
πιο Δυνατός.

Άλλωστε, Εσύ,
μου Δίνεις,
Εσύ, μου Παίρνεις.

Ελευθερία.

Στέρηση, ίσον,
ταπεινότητα.


Για τους απλούς ανθρώπους,

που αγαπάνε,
που και που.

-

όχι τόσο συχνά,
όπως ο Δημιουργός μας.

οι γονείς μας
-όσο αγαπιόνταν.

-

όσο τους άφησαν,
Ν’ αγαπηθούν.

-

οι κακές επιρροές,
στην κοινωνία,

μακριά από μια βοήθεια,
δωρεάν, πότε πότε,

προς συμμόρφωση
-μα Λαβαίνει, αχαριστία.






Περίοδος χάριτος



«Να θυμάσαι,
ότι σε βοήθησα.

Σε κάθε σου,
πρόβλημα.

Με καιρούς, Ανοχής
Με ενέσεις αισιοδοξίας.

Με παραδείγματα συμπαράστασης».

(Μα μη τα λες, αυτά,
Σε ανθρώπους,
που δεν ασχολούνται).

όχι, πλέον,
μες την άγνοια τους,
Περί θρησκείας,

Όμως,
Με επίγνωση,

Τι εννοούν.
Και για ποιο λόγο.

Αφοσιωμένοι,
Στα κοσμικά τους, καθήκοντα.

Επαίτες της δόξας,
Και της πλούσιας επιβίωσης,
πάση θυσία.

Πατώντας πάνω στον καθένα,
Με σίγουρη συνείδηση.

Επειδή οι τελευταίοι,
την πατάνε πιο εύκολα.

Σαφώς επειδή,
έχουν κάτι καλό,
μέσα τους,


που πατάει στη λογική,
κι όσο αντέχει,
Εμπιστεύεται,
λιγότερο εύκολα.

-

Επειδή κάθε άνθρωπος,
Ήρθε εδώ,

Για να ζήσει κι αυτός,

Με τις ευκολίες της εποχής του.

Έστω κι αν οι τελευταίες,
Συχνά,
Τον καταδικάζουν.


Αιωνίως.

-

Στράφι κι ο εγκέφαλος.
Το κέντρο της νοημοσύνης.

*

Άλλος με το προπό του
Άλλος με τα αθλητικά.

Με τις πούδρες
Και τη μόδα.


Χάνοντας ο καθένας το δρόμο του.

Το δρόμο Του.










Τόσοι και τόσοι,
που γεννιόνται,

Για να πράξουν τα ίδια πράγματα,
Έως το τέλος της ζωής τους.

Σχολείο.
Γάμος.
Δουλειά.
Γηρατειά.

θάνατος.


Η ζωή είναι έξοδα
Περιττά,
-ελάχιστα, σημαντικά.

Η ζωή
βγάζει το ψωμί της,
Μέσω των Μ.Μ.Ε.

-

Αν η ζωή ήταν τέχνη,
Θα μιλούσε Σουηδικά.

Αν ήταν χασάπης,
Αμερικάνικα.

Φίλος,
Κύπριος.

Αδελφός,
Ο φύλακας

*

όλοι μιλάνε για το 666
και τις ταυτότητες,
Μιας ευνουχισμένης
-από ελευθερίες-
Ευρώπη.


Επειδή,
οι αντιπαλότητες,
εδώ.

Τελείωσαν,

όχι όμως
κι η ανάγκη,
για εξουσία.

Για επικράτηση, ξανά,
Μιας αυτοκρατορίας.

Είτε Αγγλικής.
Είτε Οθωμανικής.


όλοι πιστεύουν,

πως θα ζήσουν αιώνια.

*

Πάλι θα φάω.
Πάλι θα καταναλώσω.

Πάλι θα βγάλω,
τον κακό μου εαυτό.

-

Πάλι θα μιλήσω.
Ξανά,
δεν θ’ ακουστώ.

-

Αργά θα παρακαλέσω,
Ξεχνώντας,
ότι αγαπώ.

-

Τι κρίμα ν’ αναπνέω αέρα
Μια ψυχή,
αέρα αναπνέει;




Όλοι,
Δείχνουν το υποσυνείδητο,
όταν θέλουν να αποδείξουν,
Το αίτιο,
των παραισθήσεων μας.

Το καταφύγιο,
όλων των προβλέψεων,
Μελλοντικά.

όπου τα πάντα,
Εξωτερικεύονται,

Μέσω ονείρων.


όπου,
Κανείς δεν φροντίζει να καθαρίζει


Τις συνέπειες.

-

που στα χέρια των ειδικών

οραματίζονται τη Θρησκεία,

Ως εφεύρεση, ως παραίσθηση.


Εύρημα
που δικαιολογεί,
κάθε μας συνέπεια.

Επειδή δεν έχουν βιώσει,
Την οργή Του,
μήτε και την Αγάπη.

Την Εγκατάλειψη.
Την Πρόνοια.

-

Τόσα βιβλία έχουν γράψει οι άνθρωποι,
Μ’ ακόμα,
Δε βάλανε μυαλό.

Η Βαβυλωνία,
Δεν τους έμαθε τίποτα.

Η κατάληξη της.






Εδώ, σίγουρα,
Δεν υπάρχει δικαιοσύνη.

Είτε, λόγω ελλιπών στοιχείων,
Είτε εκούσια.


Κάπου Αλλού, λοιπόν,
Πρέπει να υπάρξει.




Θυμάμαι

Ότι Σε κράτησα, κάποια, στιγμή,
στα χέρια μου,

Ήταν σα να πέθαινες, ξανά,
Για τις αμαρτίες μου.

Αντιμετωπίζοντας σε,
όχι πλέον,
ως άνθρωπο.

Μα,
ως φιλεύσπλαχνο Θεό,

Επειδή, κάπου,
Πρέπει να φωλιάζει,
αγάπη.

-

Φίλος προς φίλο,
Συζητώντας,

Αν άραγε:
«Σου κάνει καλό,
κείνο, που απασχολείσαι.

Επειδή ο χρόνος είναι αέρας.
Καθετί,
ξεχνιέται.

Η ποίηση.
Τα έργα
-οι πράξεις, εννοώ.

-

Κείνο που μένει
Μη αναλώσιμο,
Είναι η αγάπη».

-

Πως ταιριάζουν,
Φύσεις διαφορετικές

Τι είναι εκείνο
που τους ενώνει.

Ποια λάμψη.

Πρόσωπα

Διαφορετικά.




οι άνθρωποι,
έχουν ένα χαρακτηρισμό,

Για τα πάντα.

όπως η χροιά της φωνής
που μοιράζει,

Άνεση,

απόσταση ασφαλείας.

-

Η ανάγκη,
η πρωτόγονη


Για δύο.


Ως άνθρωποι.

Όχι ως κρέας.



Επειδή, τούτο,
σημαίνει ωριμότητα.

Κι όχι,
η απόλυτη ελευθερία.


που μοιράζει,
κενές υποσχέσεις,

και άλλοθι,


Αδιάφορα.

-

Παντού,
Πωλούνται.


Κλεμμένες συμπεριφορές.

Στήσιμο,
του σώματος.


Του στόματος;

*

οι τοίχοι του σπιτιού

θα είναι, πάντοτε,
κρύοι;


όλο ένα: όχι,
ακούω τελευταία,
μέσα μου.

-

Ο καθένας,
μόνος του,

Μιλά,

για το ίδιο πράγμα.


κι όλοι μιλούν,


Μα κανείς δεν ακούγεται.


Κι όλοι,
θέλουν να αισθάνονται, καλά.

Μα αρνούνται,
Να το δούνε.


όπως η καθημερινότητα,

οι ανάγκες.


οι θεατρινισμοί.

-

Ν’ αναπνέεις άλλη μια μέρα.

Φυσικά,
Αυθόρμητα
και ελεύθερα.

-

Άλλη μια μέρα.

Προσπάθεια,

ή αποχή.

*

Μακάρι να σου μίλαγα,

Για κείνο,
Που βιώνουν,
οι δύο.

Έπειτα,
Θα πλησιάσει η συγκεκριμένη στιγμή,

όπου θα πρέπει να παντρευτείς,

κάτι.

Είτε το θες,
Είτε σου επιβάλλεται.


«Δεν υπάρχει μέσο;»


όχι,
με τη θέληση μας.


ο καθένας πιστός,

στην αρχή,

Έπειτα,

αποχή.

-

όπως όταν πρέπει,
Να κοιμάσαι,
κάθε νύχτα,
Επειδή πρέπει.

Επειδή οι πρωινοί θόρυβοι,


Μπορούν να αφορούν
και τη ζωή.

Φυσικά,
Δίχως επισημότητες,


και παράσημα.

-

Εκτός από εκείνο της αδικίας,

ή της ανοιχτής παλάμης,


Χωρίς ενδοιασμούς.


Μακάρι,
να μη λέγαμε,
ποτέ,
Μακάρι.

-

Σε μια κοινωνία,
όπου χαρακτηρίζει,

έναν από τους δύο,


Υπεύθυνο.


Σε μια κοινωνία,

που χωρίζει,
την ευτυχία,

Από το πρέπει.

-

ο καθένας,
τεμπέλης,

κι ας κακιώνει,
τους υπόλοιπους.

-

Τεμπέλικο σώμα,
Απρόθυμο πνεύμα.


Εγρήγορση,


Μα σε λάθος χρόνο.

*

Σε μια εποχή,

όπου ο καθένας,
χρησιμοποιεί το στόμα,
του Θεού,

Ώστε να δικαιολογήσει,

πολέμους.
Συμφέροντα.
Γραπτά

Ή προφορικές ατιμίες.

-

όλο αναβάλλουμε,
όλο παραπονούμαστε.


Γι’ αυτά,
που Χρειάζεται να γίνουν.

-

Μ’ ένα πλήθος,
εκλεκτών,

Επειδή, τελικά,
Δεν χρειάζονται,
όλοι.

Κι όσα περνάω,
όσα σκέφτομαι,


Εσένα,
Δεν ενδιαφέρουν,


Αν δεν καρφιτσώνονται

Σ’ έναν πίνακα ανακοινώσεων,

που φιλοδοξεί
Να ομοιάσει,

Εκείνον,
των ευεργετών.

Κάθε,
Έθνους.


που μίλησαν για τον καιρό τους,
Δίχως τύψεις,

Μήπως,


Δεν, ακουστούν.






Τούτο το σώμα

Έχει, τις λειτουργίες του.

που αποφασίζει,
Δίχως,
την δική μου,

Επιστασία.

-

Πότε θ’ αδειάσει,
Πότε θ’ αποθηκεύσει.

-

πότε θα τεμπελιάσει.


Πότε θα τονωθεί.

Με άσκηση,
η καρδιά.

*

Στο γραπτό λόγο,
συνεπείς.

Στον προφορικό,
των πράξεων.

Αποχή.




όλο επιστρέφω σε αποσπάσματα,

καρέ προς καρέ

παρατείνοντας κάτι,
που δεν θέλεις να καταλάβεις.

*

Άλλη μια μέρα,
Άλλη μια πινελιά.

-

όσα,
Η παλάμη,
Απλωμένη, ανάσκελα και οριζόντια,


Σου προσφέρεται.


Σα να ‘ναι παιδικό παιχνίδι,

ο κόσμος.



Ένα κεντημένο πανί,

που καλύπτει,

ένα χρυσό μας
απόκτημα.

-

οι μέρες θα περάσουν,

κι εσύ,


Σαν κάθε Κυριακή,
Βράδυ,


όπου όλα τελειώνουν,


θα ψάχνεις, για λίγο χρόνο,

ακόμα.




Τότε,

οι ταινίες,


θα μείνουν,
πολύ,

πίσω.



Επειδή,

πριν το τέλος,
όλων,

Η παραγωγή,
καταστροφών,


θα επισκιάσει,


κάθε όρεξη,


για ζωή.




ο άνθρωπος

μετανοεί,

Έως, ότου
του δοθεί,

Κάτι.


Έστω, και για
ένα εικοσιτετράωρο.

-

Με τάματα

και προσωρινές

υποσχέσεις.


Μεταμέλειας.


*

Αυτά βέβαια,
Μη τα λες,

Στους γαλουχημένους,
σημερινούς, νέους,
Μολυσμένοι,
Με την ασθένεια,
της απιστίας.

-

Δεν ακούω για τίποτα άλλο,
στην τηλεόραση
(το μόνο μου μέσο,
επικοινωνίας,
με τον κόσμο.

Επειδή αρέσκομαι,
πλέον,

Να είμαι,
Θύμα).

-

Επειδή, πάντοτε,
κάποιος,
πρέπει,

Να με φροντίζει.

Έως ότου,
Του γυρίσω την πλάτη,

Πιστός στην ανθρώπινη φύση.

Ενόσω, τα πάντα γύρω μας,

Ακολουθούν την άνεση,
Την πολυτέλεια

Την πηγή της διαφορετικότητας.

Από πού
Ξεπηδούν
Λάμψεις άνεσης.

Ποιοι βρίσκουν το κλειδί της επιτυχίας,
Μιας μόνιμης δουλειάς
Μόνιμης ευτυχίας.


Σε ποια, μαύρη αγορά,
Πουλιέται,
τούτο το κλειδί.

Να ησυχάσει ο άνθρωπος.

Να πει:

Ήρθε η ώρα,
να σοβαρευτώ.

Να βρω αγάπη
Προς τον εαυτό μου.

Ενώ γύρω μου,

Πωλείται,
Απλόχερα,
Ανθρώπινο κρέας.

Πού να στραφώ.
Πώς να πιστέψω,
ότι παντού.
Δεν υφίσταται,
Σήψη.
Ποιον να εμπιστευτώ.
Πού να καταφύγω.

Τι καλό να βρω στον άλλο.

Όταν το καλό,
Δεν είναι εκείνο που επιπλέει.

Δεν διαφημίζεται.




















Ποιος θα με πείσει,
Να πιστέψω.




Το ανθρώπινο κρέας,

Δεν θα έχει,

καμιά αξία.

όντας
Ραδιενεργό.

-

Γι’ αυτό έχει φροντίσει

η Αποκάλυψη.

*

Όλα αυτά,

Δεν θα έχουν,
καμιά
σημασία.

-

ούτε,
όσα συζητήσαμε.

όσες φορές, γλεντήσαμε.
Κακοκαρδίσαμε τον άλλο.


όλες οι χαμένες ευκαιρίες,
Να φτιάξουμε τον κόσμο.
Με τα χρήματα,


Που καταστρέψαμε
Τον κόσμο.

*

Με όλα τα κρυμμένα,

απόρρητα όπλα,

Που,
Άλλοι,
τα βαπτίζουν: Πυρηνικά,
Χημικά.
Βιολογικά.
Ψυχικά.
Αόρατα,
ορατά.

ορατά αόρατα.

-

όπως και η κρυφή βοήθεια



Κι είναι
Κι εκείνο το τάλαντο, του Θεού,
που περίμενε ν’ αυξηθεί,

Σ’ ετούτη τη χεσμένη –γύρω μας-

Ζωή.

-

όμως, φίλε μου Γαλανέ
-φίλος,
χάρη, στις αγνές σου αλήθειες-

Η ποίηση,

Δεν είναι τάλαντο,


Επειδή ο Θεός,
Δεν αρέσκεται στα κοσμικά.

Να σου αποκαλυπτόταν η αηδία
Του μορφασμού της, όταν της το είπα.

-

(κοσμικά μπορεί να ‘ναι,
κι αυτοί οι πέντε αναγνώστες,
κάθε άσημου,
ποιητή.

Επειδή σαφώς,
Γυρεύει αναγνώριση,
Έστω κι έτσι).

*

Τάλαντο είναι οι καλές πράξεις,

Και η πρόοδος.


Όπως όταν βγαίνουμε για βόλτα,
Για να μην έχουμε πονοκεφάλους.

-

όπως όταν καθαρίζουμε το σπίτι,
Για να μην κυκλοφορούν,
κατσαρίδες.


Πράγμα εξαιρετικά, δύσκολο,

Να αγαπάς.

και να προστρέχεις,

Από ενδιαφέρον.



Να ‘ξερες,

Με τι κατάθλιψη,
Ξύπνησα,
σήμερα.


Για την ζωή, εκεί έξω


Που πάντοτε, ήταν,
εκεί έξω.

όπως οι εμπνεύσεις μας,
όπως οι απογοητεύσεις μας.

Τα λάθη,
Η Επιείκεια.

σε επιθέσεις,
και η καλή άμυνα,

προερχόμενη από το τάλαντο,
κάθε εργοδότη,

Ο οποίος το φύλαξε,
κάτω από το μαξιλάρι,
Μήπως και το ζητήσει κανείς, άνεργος,
Και του κακοφανεί.

-

ορισμένοι φαίνεται,
Έχουν το τάλαντο,
Μόνο, μες το παντελόνι τους.

Εκείνο τους ορίζει.

Εκείνο είναι ο θόρυβος της ζωής.

Η κυκλοφοριακή κίνηση,
δίχως φανάρια.


όπως η άρρωστη αποχή.

*

Ίσως, κύριε Γαλανέ

Η επίθεση μας,
προς τις γυναίκες,

Να μας κράτησε,

μακριά τους.

*

Κι ήταν, κι εκείνο το φουλάρι,
Που σου χάρισα, στην γιορτή σου

Μα εσύ,

που να το θυμάσαι,

Καθισμένη,
Στο φανταχτερό ..σας,
Αμάξι.



Σε μια ζωή,


όπου όλοι σου ζητούν,
Να διαλέξεις, κάτι.

-

οι προδότες,
Την ψήφο τους.

Το κορμί,
ικανοποίηση.

Ο νους,
λίγη ακόμη μορφίνη.

Ο Θεός,
εσένα.





Έχεις δίκιο,
Κύριε Γιάννη Γαλανέ.

Τις γυναίκες που προσπεράσανε,
Μην τις θυμάται,

το θύμα.
όπως οι δουλειές των άλλων,
που χλευάζουμε.
Και μόνο, η μουσική,
Μας ξεπλένει.

Ένα ζεστό κρεβάτι.
Ένα γεμάτο στομάχι.

Η μορφίνη του τώρα,
Μας καθησυχάζει.


ο καθένας,
ζητάει,
κάτι.

Όμως,
Η Ανώτερη εξουσία,
Χαρίζει, ευτυχία,
Μόνο, μετά θάνατον.
Μόνο με πολλές θλίψεις,
Θα εισέλθουμε στον Παράδεισο.

-

Είναι εκείνο το χρέος,

που έβαψε, κόκκινους,
τους τοίχους.

-

Τι όμορφο,
Να αισθάνεται, κανείς,
θύμα.

Όταν γύρω μου,
Έχουν τα πάντα,

κάτι, πρέπει να έχω,
κι εγώ.

*

Έπειτα,
βρέθηκες, ξανά,

Εμπρός στον Περήφανο Θρόνο,

Απολογούμενος.
Για τον χαμένο χρόνο,
Δίχως τον Λόγο Του, στα χέρια.

-

Η στιγμή,
Που ξεχνάς, πλέον,

και Αμερικανούς,
(Αυτούς τους ηλίθιους,
που έριξαν ατομικές βόμβες,

σε ανθρώπους).

-

Η στιγμή,

που ξεχνάς, πλέον,

Τα σκυλιά, τους Σκοπιανούς,
που βρήκαν ένα λαμπερό κόκκαλο,
Κι αυτόματα,

Έγιναν,
άνθρωποι.

-

Τόση σαπίλα, γύρω μου.
που είναι, πλέον,
εκείνος ο θυμός,

Εναντίον,
όλων,


και

του εαυτού μου

Αφού κανείς,

δεν αγαπά,
τον εαυτό του.



Θα βρεθείς, εκεί, λοιπόν,
εμπρός Του,


Εσύ,
που θεωρούσες εύκολο,
Να βρεις το φάρμακο,
για το τάλαντο,

Που βρίσκεται,
Μόνο,
μέσ’ το παντελόνι.

όπως άλλοι, πεινασμένοι,
αληθινά,
Σκέφτονται,
Πως θα γεμίσουν, το στομάχι.

-

Κανείς, πια,

Δε φοβάται.


Δεν εκτιμά.

Αυτό το χρόνο που έχει.


πρίν να βρεθεί στον σκουπιδοφάγο
του νεροχύτη.

όπου, κατεβαίνουν, εύκολα,

Οι σαρκολάτρες,

οι άδικοι,

οι πλούσιοι,


οι εκτός.

*

Ναι, φίλε Γαλανέ,
Όλο ηδονές.

-

το βλέπεις,

στο ελεύθερο πορνείο,

Την τηλεόραση.


Με δεκαπεντάχρονες,
μ’ αποκαλυπτικά μπικίνι,

Να κάνουν παρέλαση,

Για ένα βραβείο.


των ανώμαλων.










Όλο γυρίζει, στο νου,

Η διαφορά,
που πεθαίνουν οι άνθρωποι.


οι άνθρωποι,

που βλέπουν τον ήλιο,
κι αυτοί.

Λίγο προτού, τους πάρει.

-

Κανείς, δεν ταΐζει,
Τους πεινασμένους,

Αφού δεν πρόκειται,
να τα πάρει πίσω,
ως φόρο.


Από τους πεινασμένους.

που δεν δούλεψαν,
για τη τροφή
Που τους παρέχεται,

Από τους εργοδότες της πείνας.

-

Επειδή το σώμα, ζητεί
ότι ποθεί,

Αλλά η ψυχή, αγνοεί



ότι υπάρχει.

-

Σαν τρομοκρατημένο μωρό,

που όλοι,
Του διαβάζουν παραμύθια,

Μόνο που δεν τα καταλαβαίνει.

*

Στο είπα και πριν.

Η τιμωρία, ήδη,
Υφίσταται.


Για να μην πιστεύουν,
ορισμένοι,

πως τίποτα
-αναμεταξύ των απλών ανθρώπων-
Δεν μένει, ατιμώρητο.








Τι κρίμα,
Ν’ απατάς τον άλλο,
Εν γνώσι σου.

Μια ζωή, παραπονούμενος.

Μια ζωή,

που οδηγεί, μόνο

…….

Γεράσιμος Μηνάς 2005

(2007: θα σου πω, εγώ, που:
Να προσέχεις τι εύχεσαι από τον Θεό,
Γιατί θα ‘ρθει κάποια στιγμή
Να το Εκπληρώσει.
Το συνηθέστερο όταν έχεις αλλάξει, γνώμη.
Σε ενημερώνω, γιατί είσαι αδαής)

Γεράσιμος Μηνάς 2005