Το Blog της αγάπης

Αγάπη για ποίηση και για άξια αξιοπρέπεια στις γυναίκες

Friday, February 29, 2008

Κόσμος
Κάθε Άνθρωπος,
Έχει ανάγκη
Να του φέρονται,
Ως κάτι εύθραυστο
Όχι απαραίτητα,
Μοναδικό.

Μα σα να βλέπω,
Αρκετούς κορμούς δέντρων,
Τακτοποιημένοι,
Μαζί.
Ίδιο το υλικό.
Αποκομμένο, όμως.

Ποια άλογα,
θα πλησιάσουν,
Να σύρουν,
Τούτο το σωρό
Πληγωμένος όπως είναι.

Μα είναι το χαμόγελο,
Καθαρό,
όταν το συναντήσεις.
Οι μύες στο πρόσωπο,
Μιλούν
Σαν γλώσσα.

Όπως όταν τεντώνεσαι το πρωί,
Ξυπνώντας.
Αποζητώντας όρεξη,
Εκεί,
όπου δυσκολεύεσαι,
Αρνούμενος,
Να υπάρχει.

Ποιος ξυπνάει το πρωί,
-Με τι, όρεξη-
Ώστε, να χωνεύσει, μια αντιλαϊκή πολιτική
-Ως είδηση στο χαζοκούτι-
Μουρμουρίζει κάτι,
Κατευθύνοντας τα βήματα στην τουαλέτα.

Το Κράτος, μας θέλει ακίνδυνους.
Οπότε νομοθετεί ευκόλως,
Καλοκαιρινούς μήνες.
Ιδίως μετά τα μεσάνυχτα,
όπου αρκετοί πολλοί,
Επιδίδονται σε “αναπαραγωγικές”, ασχολίες.

Ποιον συμφέρει,
Να θυμώσει,
Ενόσω τον καταπιέζουν.
Μου φαίνεται,
Πως ζούμε σε φαβέλα κι εμείς,
Κι ας είπαμε: προνοήσαμε.

Κάποτε,
-σύντομα-
Θα στήσουν
Ένα μνημείο,
Για όλους εκείνους,
Που τους απολύσανε,
Πεθαίνοντας από την πείνα, στο δρόμο.

Τότε,
Τα καλοκαίρια κι η ξεγνοιασιά,
Φαντάζουν μετάλλιο,
Σε κάποιον –καθημερινό- πόλεμο.

Με τι όρεξη, να θυμηθεί, κανείς,
Τα παλιά.
Το μικρούλικο παγάκι που καταπίναμε.
Οι οικογενειακές φωτογραφίες στην παραλία.
Ποιος θα μας θυμάται

Εμάς,
που δεν χαράξαμε
Σε κάποιο πεζοδρόμιο, γνωστής περιοχής,
Όνομα, και σχήμα παλάμης.

Εμείς οι απλοί άνθρωποι,
Με βλέμμα, μεγεθυντικού φακού.
Σα να κάνεις zoom, σε φωτογραφία.
Πιθανόν για κάποιο στενό.
Λες,
όλα μοιάζουν.

Μα, για δες:
Δύο γάτες παίζουν τους θηρευτές.
Ένα παλιό ξυλουργείο,
Διαπραγματεύεται την πραμάτεια του,
Με δυο-τρία, έπιπλα,
Εξωτερικά, του τοίχου.
Αν έχεις υπομονή,
Θα συναντήσεις τα καπρίτσια της φύσης,
στους τοίχους.
Σα να ‘ναι τα τούβλα, στο δωμάτιο,
Πλήθος ανθρώπων,
Πλήθος κατοικιών.

Μακάρι να ήταν η ζωή παραμύθι.
Αγάπη να ‘ταν, και συντροφιά.
Ίσως θα ‘πρεπε να σταθείς
Να κοιτάξεις τους ανθρώπους.
Τους ανθρώπους είναι δυνατόν να αγαπήσεις,
Αρκεί, να μην είχαν περήφανο βλέμμα.

Πού πήγε,
Εκείνη η ωραία εποχή,
Της Μελίνας Μερκούρη
-όχι τόσο,
Ως πολιτικού.
(Ή όχι;).

Ενόσω,
το χαμόγελο του παιδιού,
Είχε αξία.
Σε θάμπωνε.
Μαγνήτιζε εσένα,
Ολόκληρο.

Ενόσω ο κόσμος,
Είχε όρεξη για δουλειά.
Ανθρώπινο κόπο.
Ο κόσμος,
Δεν είναι επιχρωματισμένη φωτογραφία,
Ούτε βουβός κινηματογράφος.
Δυστυχώς, προοδεύσαμε!

(Τούτος ο κόσμος ομοιάζει,
Με τσουλήθρα από το υψηλότερο βουνό,
Προς την θάλασσα,
Απλά και μόνο,
Για να δει κάποιος,
Γιγάντιες σιδερένιες μπάλες,
Να κατρακυλούν).

Σα να ‘ναι ο κόσμος,
Δύο παράθυρα ενωμένα,
Χωρίς διαχωριστικό.
Στο ένα, βλέπω, χρώματα σχεδιασμένα,
Ενόσω αγγίζουν, τέλεια,
Ένα ζωντανό περιβάλλον,

Όπου οι άνθρωποι,
Έχουν –συνήθως-
Χρεία, από λιτανείες,
Προκειμένου να καρποφορήσει,
ότι ποθούν.

Δύο παράθυρα.
Στο ένα, έχεις θάρρος και αγαπάς.
Στο άλλο, αδιαφορείς,
Βολεμένος, χωρίς τύψεις’
Ότι δεν μαθαίνουμε να σεβόμαστε,
Το αποκαλούμε εκβιασμό.

Όπου κατάρες,
Εξαπολύονται,
Ανάμεσα σε μέλη, οικογένειας.
Σαν τα κουφάρια των ζώων,
Που κάποιος πρέπει να μαζέψει.

Στ’ όνειρο μου,
Είδα,
Πως με αγαπούσαν οι γονείς μου
-Σε κάποια άλλη οικογένεια ..προφανώς-
Μια ζωή-σχέση:
Δώσε, για να πάρεις.
Κενές υποσχέσεις.

Έπειτα, μου Έστειλες τον αγγελιοφόρο Σου,
Να Επιβεβαιώσεις, να Προστάξεις,
Να μην στηρίζομαι σε ανθρώπους.
Επειδή είναι περήφανοι. Αυτό τα λέει όλα.
Μα σα δεν στηριχτώ σε ανθρώπους
-που μου μιλάνε από μόνοι τους-
Σε ποιους να στηριχτώ;
Σε ανύπαρκτα –εξωγήινα- οράματα;

Καλό είναι,
Να έχει κανείς,
Την αγάπη του Θεού, μέσα του,
Παρά, συγκεκριμένα διαπιστευτήρια,
Ανθρώπων,
Στα χέρια.
Κάτι τελείως άτοπο.
Σα να μπαίνει ένας δυτικός,
Σε κινέζικο, παραδοσιακό, σπίτι.
Κοιτά γύρω του, χαμογελώντας.
Αγνοεί την ιερότητα,
Θεσμών και παραδόσεων.
Άγραφων νόμων.

Όπως,
Ενώ σφουγγαρίζεις,
Και ο άλλος,
Δεν θέλεις,
Φυσιολογικά,
Να πατήσει.

Υπάρχουν αρκετοί,
Με το σύνδρομο
Του Δον Κιχώτη.

Θα ‘θελα, μόνο,
Μια θέα.
Να βλέπω έναν ορμίσκο.
Καταπράσινα, μικρά, λοφάκια.
Το γαλάζιο’
Ανθρώπους,
Σε κατάδυση.
Δεν φαίνονται, πια,
Οι φυσαλίδες αέρα.

Ακούω τα τζιτζίκια.
Κάτι μου λένε:
Πόσο δύσκολα οι άνθρωποι,
Αγκαλιάζονται.
Το αντρόγυνο.
Δεν περνά ο ένας,
Το χέρι, στον ώμο,
Ή τη μέση, του/της, συντρόφου.

Σεις τα τζιτζίκια –απορώ-
Τι “φωνάζετε” κάθε τόσο;
Και γιατί, φορές,
Αργείτε για μέρες,
Να μ’ ευθυμήσετε;

- Επειδή μας πικραίνουν
οι σχέσεις των γειτόνων.
Ενόσω, μεμονωμένα, ορισμένοι,
Εκλαμβάνουν την άσχημη όρεξη
-δίχως καλημέρα- του άλλου,
Ως ηθελημένη αντιπάθεια.

Ενδέχεται όμως και να συμβαίνει.
- Αν έχεις να κάνεις,
Με θλιμμένα όντα.

Αν ήμουν ζώο, τζιτζίκι μου,
Θα ‘θελα να ‘μουν
Βραδύποδας.
Ν’ αργώ,
Σε κάθε μου βήμα.
Σ’ ένα δέντρο, σκαρφαλωμένος
-για πάντα.
Σεις,
Δεν ταξιδεύετε,
Σ’ άλλες χώρες;

- Πιθανόν να φύγουμε.
Από έναν τόπο,
Όπου σκοτώνετε το σύμβολο
Της θρησκείας σας,
Τα περιστέρια.
Για να μη λερώνουν τα κτίρια.

Αναρωτιέμαι κι ο ίδιος.
Πού πήγε, εκείνη η ωραία εποχή,
Που τραβούσαν με βόδια,
Την βάρκα,
Στο πρόχειρο Ναυπηγείο,
Πάνω στην παραλία.
Όταν οι άνθρωποι είχαν επίγνωση.

Δε θα σκέφτονταν ποτέ,
Στο μέλλον,
Να πουλήσουν μπύρα,
Σε παιδιά.

Ή να καταστρέφουν
Τις φωλιές κάθε χελώνας,
Μη παίρνοντας στα σοβαρά,
Συγκεκριμένες ενημερωτικές πινακίδες.
(Το καλοκαίρι είναι για βόλτες,
Αφήνοντας, οι οπλές των αλόγων,
Βαθύτερο ίχνος, εξαιτίας του βάρους μας).

*

Βρίσκομαι στο δωμάτιο.
Ακόμα να φανούν τα τζιτζίκια.
Σα να σκοτεινιάζει νωρίτερα
-περνώντας τον Δεκαπενταύγουστο.
Ξεχνώντας εύκολα,
Επετείους, Χιροσίμα και Ναγκασάκι.

Ολοένα ιδρώνω.
Μια μυρουδιά με τυλίγει.
Το βιολογικό ρολόι
Χτυπά –ακούρδιστο.
Απόδειξη,
Ενός γονιού,
που δεν αφήνει, κάποιο παιδί του,
Να βιώσει πριν από εκείνον
ορισμένα πράγματα.
Φυσιολογικά!

Όταν είναι κανείς, παιδί,
Ταξινομούνται
Τα πάντα.
Οι μελλοντικές συμπεριφορές.
(Κείνο που αποκαλείς
-χάρη σ’ εσένα-
Εκβιασμό).

Σα ν’ αρέσουν σε κάποιον,
Να πλησιάζει,
Φίδια.
Τα νεκρά, κουφάρια, των ζώων.
-σε αποσύνθεση.

* *

Οι σκέψεις των ανθρώπων,
Δεν είναι δικές τους,
Σκέψεις.
Εκβάλλουν σ’ αυτόν,
Μη φιλτραρισμένα λύματα,
Ενός κόσμου που καταπονείται,
Άδικα.

Κυρίως,
Λόγω των παθών τους.
Επειδή εγκατέλειψαν τον Θεό’
Υπάρχουν άνθρωποι,
Οι οποίοι βλέπουν σε μια γυναίκα
Μόνο τα καλλωπιστικά της προσόντα.
(Δεν ωρίμασαν ακόμα).

Αυτά τα προσόντα.
Πόσο ικανά αποδεικνύονται,
Προς εύρεση εργασίας.
Αμέτρητες οι συγγενικές αγγελίες.
Έστω και για χειρισμό υπολογιστή.
(Κρίμα σ’ εμάς που δεν σπουδάσαμε).

Ώ, πόσο ομορφαίνει, πλέον,
Ένα σκονισμένο –λόγω καυσαερίου-
Λόγω παθών ..ικανοποιημένων,
Ολιγόστροφο γραφείο.
Μέσα στην ..ικανότητα
Και επάρκεια
Σε κάθε βοήθεια.

«Μακάρι να ήξερα,
Τι σε ελκύει,
πάνω μου,
Γυναίκα.

Δεν γνωρίζω,
Περί γλουτών ή μηρού.
Για μεγάλες πλάτες.
Σώμα αθλητικό
Ή επαρκώς γυμνασμένο. Που θέλεις.
Γάμπες και μπράτσα,
Με γράμμωση, όλο μύες.

Ή πρέπει,
Μια γυναίκα,
Να τα γευτεί,
Ώστε να απομυθοποιήσει,
Το πάθος της;
Αν απορροφηθεί, νωρίτερα,
Στο μυαλό,
Η έκσταση,
Παύει και η επιθυμία;

Μήπως θεωρείτε ώριμο,
Όποιον εξάντλησε κι εκείνος,
Τα πάθη του;
Ώστε στη συνέχεια,
Να αλληλοεκτιμήσετε
Όποια νοητική λειτουργία;
(συγνώμη, επικοινωνία).

Μήπως,
Η έκφραση: οι γυναίκες,
Είναι ώριμες,
Εκβάλλει,
Με τη σειρά της,
Σε ένα δίχτυ,
Απλά,
Για να μην σας πλησιάζουμε;

Ή μήπως,
Είστε υπεραρκετά αισιόδοξες,
Πως,
προσγειωμένοι άντρες,
Κατοικούν σε συγκεκριμένα φυτώρια;
Παιδί κι εσείς,
Δικό τους».

*

Φορές,
Η επιλογή μιας καλλονής,
Ομοιάζει,
Με την κατάληξη της ουράς του σαλαχιού.
Πανέμορφο το σχήμα, μα
Οι Απρόσεκτοι,
Πεθαίνουν από το δηλητήριο.

Προτού προλάβουν
Να ετοιμάσουν βαλίτσα,
Με τα ελάχιστα
-μα ευτυχώς απαραίτητα,
Αξιοπρεπή και ώριμα, πλέον,
Κριτήρια, επιλογής, συντρόφου.
(Δεν φαντάζουν τόσο γενναία, πια).
Έτσι όπως του φέρθηκε.

(Μήπως ήταν η έλλειψη
Σε χρήματα;
Ένα δικό του σπίτι.
Η έλλειψη φαντασίας.
Η μη προσαρμοστικότητα.
Ότι στάθηκε στην θεωρία).
Κανείς δεν “σώθηκε” με την θεωρία.

Πρέπει να αστράφτει εμπρός σου,
Η παύση.
Ενόσω ολοκληρώνεται το τέλειο.
(Ποιοι είμαστε εμείς,
Για να πούμε,
ότι κάποιος είναι άσχημος.
Ώστε γι’ αυτό,
Αντιπαθούμε τον άλλο).

* *

Από ψηλά,
Οι άνθρωποι
Φαντάζουν μυρμήγκια,
μα, δίχως οργάνωση,
Ή με διάθεση εργατικότητας.
Εκτός κι αν νοιάζονται
Για την ασφάλεια της Υπερδύναμης.

Ο κόσμος,
Πρέπει να είναι περήφανοι,
Όχι για τους πυραύλους,
Μα για την ανθρωπιά του.
(Ο πύραυλος,
που πετά στο ύψος των παραθύρων,
Συγκροτημάτων κατοικιών,
Δεν κάνει επίδειξη,
Ανθρωπιάς).

Έχω δει στη ζωή μου,
Πολλές ηλιθιότητες.
Μα σαν εκείνη
Των φονιάδων των λαών,
Πρώτη φορά:
Η εξίσωση της θεωρίας
Της σχετικότητας: «E=mc2»
Στο κατάστρωμα Αμερικ. Αεροπλανοφόρου.

Ψάξε στ’ αρχεία
Του αγγλόφωνου
National Geographic,
Προς επαλήθευση.
Ίσως τότε,
Αναζητήσεις Εκκλησιαστική μουσική.
Πένθιμη.

Μετρώντας τις στιγμές
Της ξεγνοιασιάς,
Ως κάτι πολύτιμο.
Όπως, με χαρούμενη διάθεση,
Περιμέναμε το λεωφορείο,
Προς την παραλία.

Ανακαλύπτοντας, πλέον,
ομορφιά,
Σε ασπρόμαυρες φωτογραφίες.
Όπου όλοι είναι ίσοι,
Οι μαύροι, οι Ασιάτες, οι λευκοί,
Οι ιθαγενείς φυλές.

Έπρεπε,
οι ανθρώπινες τραγωδίες,
Ν’ αναπαριστώνται,
Σε ασπρόμαυρες αφίσες –πάντοτε.
Ακόμη κι οι πτώσεις αεροσκαφών.
-Πτήσεις,
που βαπτίζονται,
τρομοκρατικού περιεχομένου.
Δικαιολογημένα λοιπόν,
Πρέπει να καταρρίπτονται.
Έστω κι αν επιβαίνουν παιδιά.

Τούτο δε σταματά
Τους συμμάχους
Των μακελάρηδων.
Σα να ζουν,
Σε διαρκή Νιρβάνα.
Σα μέσα σ’ ένα, Ηλιοβασίλεμα.
Κόκκινο,
Σαν αίμα.

Αυτό είναι ο κόσμος.

Γεράσιμος Μηνάς 2005

Έκθεση ζωγραφικής





Κοινωνία

Σε μια κοινωνία
Όπου οι επιχειρηματίες δεν πληρώνουν τα χρέη τους
Και το Κράτος απομυζεί ως το D.N.A. του,
Τον απλό πολίτη.
Εκεί κατοικώ.

Όπου συναντάς στις ειδήσεις
Ανθρώπους που κατοικούν σε κούτες, στον δρόμο,
Όπως νεκρά περιστέρια,
Κείτονται,
Στις γειτονιές –χωρίς τύψεις.

Εκεί κατοικώ’
Σ’ έναν τόπο,
όπου οι πολίτες,
Μπορούν και συγκρίνουν
Τις εκφράσεις τους.

Κάπου,
όπου ορισμένοι –πολλοί-
Επιδιώκουν.. περισσότερα δικαιώματα,
Από σένα και εμένα.
Σε ένα περιβάλλον,

Όπου λίγοι,
Καταλήγουν να γίνουν “κάτι”
Μήπως και υπερισχύσουν των άλλων.
Γερνώντας τελικά,
Μη βρίσκοντας την αληθινή αγάπη.

Ένας τρόπος διαβίωσης,
όπου απορρίπτει κάθε μορφή νηστείας.
-ιδιαίτερα του φαγητού.
Ενόσω καταργούνται σιγά-σιγά, τα όρια.
Οι άμυνες. Η ανάγκη για στάση.

Εκεί κατοικώ.
Ενόσω οι εργοδότες
Αποχαρακτηρίζονται από άνθρωποι
Κόβοντας με μια τσάπα θερισμού
Κάθε ελπίδα για υγιή σοδιά.

Έρμαια της περηφάνιας,
Αφού,
Προχωράς,
Μη δακρύζοντας,
Ποτέ.

Αναζητώντας σ’ εσένα
Καλά στοιχεία,
Μόνο, όταν ταπεινώνεσαι.
(Στους ανθρώπους αρέσουν οι ταμπέλες:
Ώριμος. Δυναμικός. Αξιοκρατικά).

Ένα γεωγραφικό πλάτος,
Όπου εννοείται να παρεξηγείς τον εαυτό σου,
Σαφώς, επειδή συντηρούνται
Κλάδοι της Ιατρικής,
Κι όχι μόνο.
Εκεί κατοικώ.
Όπου η εξυπνάδα είναι έμφυτη,
Δεν δόθηκε από κάπου.
Όπου τα ταλέντα κληρονομούνται.
Δεν καλλιεργούνται.

Εκεί κατοικώ

Σ’ ένα δωμάτιο
όπου πρέπει ν’ απασχολείσαι
Διαρκώς.
Εκεί όπου η τέχνη του φλέρτ,
Έχει ξεχαστεί.

Η επιθυμία.
Μόνο άσχημες ειδήσεις, συναντώ.
Όπου ο δυνατότερος στύβει τον αδύναμο,
Σαν το καταπατημένο, βόρειο τμήμα
Της Ιρλανδίας,

Από τους τιμωρημένους, πια,
Άγγλους.
Θυμάσαι,
Ότι δεν θέλανε να μας δώσουν
Την Κρήτη!

*

Εδώ κατοικώ.
Μία ζωή, μόνος.
Ξεχνώντας το μαλακό στήθος της Νώτας.
-ή με όμικρον;
Την ανάγκη μιας γυναίκας,

Να τρίβει το πρόσωπο της,
Σε αντρικό.
Εδώ κατοικώ,
Με την κάθε ημέρα,
Με περιμένει δουλειά.

*

Ο χρόνος περνά.
Το πρόσωπο του ανθρώπου, αλλάζει.
Κάποια πράγματα, μέσα του.
Η ελπίδα,
Πως κάποτε, αγαπήθηκε.



Τα τριαντάφυλλα

στον κήπο,
Δεν τα κόβω,
Αφότου χάσουν, το λαμπερό τους χρώμα,
όπως τα μέλη του σώματος μου,
Που δεν χρησιμοποιώ.

Σαν αγκάθια,
Που πονάνε,
Αποφασίζοντας, μόνα, να ξυπνούν,
Τρυπώντας, εύκολα
Διαπερνώντας το σκληρότερο δέρμα.

Όλα αλλάζουν.
Τα ψέματα δεν υποχωρούν.
Σαν τους ανθρώπους
Που καταπατούν τα τοπία.
Σαν τα ζουζούνια που κάνουν κακό,

Τόσο αθέατα
Κουβαλώντας την μόλυνση, παντού,
Σαν χολέρα’
Αν ανυψώνει ο γλάρος,
Τα 11 κιλά του σώματος του,

Συ,
Ποιος είσαι,
για να πληγώνεις τη φωλιά του;
Τι σου ‘φταιξε η ζωή,
Και την πληγώνεις.

Σα να ζητάς από ένα πουλάρι,
Να σου μάθει να το σέβεσαι.
Λες κι εσύ, αδυνατείς να το αντιληφθείς.
Η κοινωνία
Είναι όπως η χροιά, ανά φωνή.

Πως χειρίζεσαι τον εαυτό σου.
Σε μια κοινωνία,
όπου πρέπει να έχεις τον τελευταίο λόγο,
Σε όλα.
Ιδιαίτερα σε προσβολές.

Ετούτη η κοινωνία
Μοιάζει με τα αποφλοιωμένα κείμενα
Εκ μέρους των δημοσιογράφων.
(Κανείς δεν δαγκώνει
Το χέρι που τον ζει).

Μια κοινωνία,
Όπου οι πατεράδες
Χρησιμοποιούν το μέσο τους στην αστυνομία
Ερευνώντας το ποιον της κοπέλας σου,
Αν είναι σεσημασμένη (ή ιερόδουλη!).

Σαν τις βάρκες
που βυθίζονται στα ρηχά.
Σάμπως κι εκείνες να το θέλουν;!
Κανείς λογικός άνθρωπος, δεν συγχωρεί
Εκείνον που του κατέστρεψε την ζωή.

*

Γέμισε ο κόσμος,
Δασκάλους,
Μάτια μου.
Άκου τους πως βαυκαλίζονται.
Οξύνουν, λένε, την ακοή μας.

Σε κοιτούν ως αντικείμενο μελέτης.
Σου πετούν, ένα:
Εκείνο που προβάλεις στους γύρω σου,
Είναι ικανό να αναδείξει την αλήθεια,
Η οποία, εδραιώνεται για πάντα!

(Μήπως κι εσύ, δεν συγχωρείς,
για τον ίδιο λόγο;)
Αυτό είναι δική μου υπόθεση!
Κι ας έχω, μέρες,
Να γελάσω.

Αν έχεις χαράξει σ’ εσένα,
Το ρόλο του τιμωρού.
Κείνου που δεν διαπραγματεύεται.
>Δεν θα λείψουν, ποτέ,
οι καλοθελητές.

Σα να εκτινάσσεσαι από κάθισμα μαχητικού,
Αντιμετωπίζοντας την πραγματικότητα.
-Μόνο η επιβίωση μετρά.
Και η αγάπη,
στα μάτια της γυναίκας σου.

Λατρεία,
Σαν πρώτη αγάπη,
Καμωμένη.
Πάνω σε κάποιον αμμόλοφο,
ολοένα, μετακινούμενος.

Γεράσιμος Μηνάς 2005

Άνοιξη







Friday, February 01, 2008

Κι άλλο

Είναι τελείως διαφορετικός κόσμος, όσοι έχουν μια σχέση.
Είναι όπως όταν βαριέσαι πλέον, την γκρίνια,
Γνωρίζοντας ότι κάπου αλλού δεν συμβιώνουν εντάσεις.

Απόψε συλλογιζόμουν,
Πως ναι, συναντώ κι ευγενικούς ανθρώπους,
Μ’ ακόμα κι εκείνοι, στην άγνοια ίσως, μακριά απ΄ το Αγαθό,

Δεν θ’ αντιμετωπίσουν μια μέρα, -τη, Μέρα-
Μια καταδικαστική κρίση;
Ίσως είναι το κριτήριο της σκέψης των ανθρώπων

Που χαρακτηρίζουν το τέλος του καθενός.
Ένα τέλος, δίχως να ‘χεις αφήσει πίσω, ένα κομμάτι σου.
Ένα κομμάτι που είσαι εσύ,

Ξανά,
Στ’ αρχικά στάδια της ανάπτυξης,
Της μάθησης. Της ωρίμανσης.

Μάλλον έτσι,
Αγαπιούνται ορισμένες οικογένειες
«Έχω κουραστεί μες σ’ αυτό το δωμάτιο.

Παρ’ όλ’ αυτά,
δεν με νοιάζει,
Που αύριο έχω δουλειά.

Λίγο δύσκολο, μεν,
Έπειτα από περίοδο ξηρασίας.
Μα να που θα πλησιάζει ξανά, αυτή,

Στο τέλος μιας εποχιακής, κοντινά, εργασίας.
Εμένα με ρώτησε κανείς,
αν με πληγώνουν;»

Ξέρει κανείς, πως μπορεί, να είναι ευτυχισμένος;
Όπως θα ‘πρεπε να επιβιώνει, κανείς, σε μια κοινωνία,
Δίχως το φόβο μην αδικηθεί

Ή για τις γυναίκες,
Μήπως τους επιτεθεί ένας ψυχοπαθής βιαστής,
Χωρίς κριτήρια ορίων, ηλικίας.

Ίσως κι αυτόν,
Κανείς να μην τον αγάπησε.
Δεν του πρόσφερε στοργή. Προσοχή.

Μπορεί κανείς, να ερωτευτεί ξανά;
Θυμάσαι πως είναι;
Ποιες αγωνίες. Πότε, ξανά, προσμονή.
Τι είναι αυτό που κοιτάς,
Και γιατί σ’ ενδιαφέρει;
Μόνο για τώρα;

«Δεν θυμάμαι, δεν ξέρω,
Πως,
Ερωτεύεται κανείς.

Ευτυχώς δεν είμαι γυναίκα,
Να φοβάμαι,
Επειδή πλησιάζει η ώρα

Που δεν θα μπορώ να κάνω, πια, παιδιά.
Κι όμως, βαίνει εξίσου τρομερό,
Να σε προσπερνά η ανάγκη να ερωτεύεσαι».

Έστω κι αν αρέσεις, εξωτερικά.
Τι έγινε;
Ποιος ωφελείται από τούτο.

Ποιος αποταμιεύει, παρόμοιους φθαρτούς στόχους’
Είναι κρίμα να φεύγουν μακριά,
Πρόσωπα που αγάπησες.

Ή ήρθατε κοντά, ψυχικά,
Έστω και για μικρή περίοδο χρόνου.
Είναι διαφορετικός κόσμος, πλέον, εκεί.

Αν μπορώ;

Να εισχωρήσω σ’ αυτόν τον κόσμο;
Τη μια, που είχα πολλά μαλλιά, ωραία χτενισμένα,
Όλες έστρεφαν το πρόσωπο,

Και με χάρη,
Φλέρταραν,
όλο ενδιαφέρον.

Όταν όμως κουρεύτηκα με την μηχανή,
Μία με ονόμασε καλό παιδάκι,
Κι οι υπόλοιπες πλέον, δεν ενδιαφέρονταν.

Έχει πέσει πολύ στέρηση στις γυναίκες.
Στέρηση και για τους δυο, γι’ αγάπη.
Του στυλ: «νόμιζα ότι δεν είσαι όπως οι άλλοι».

Έστω κι αν πέφτουν ξανά, στη επιφάνεια.
Με ρωτάς αν μπορώ να είμαι καλόκαρδος.
Εξαρτάται από την γυναίκα.

Η γυναίκα δίνει νόημα στην ζωή,
Όπως και το παραγόμενο χαμόγελο –με την σκέψη της.
Σίγουρα δεν είμαι καλόκαρδος με επιφανειακά άτομα.

Ή με άτομα,
Που κάνουν κατάχρηση στα λόγια
-ιδιαίτερα στα πικάντικα-

Προκειμένου να μην πλήττουν.
Πως αλλάζει, πραγματικά, ο άνθρωπος’
«Συ, είσαι ευγενική και καλόκαρδη,

Νέα, στην ηλικία μου- ίσως.
Με γήινα χαρακτηριστικά,
Μα και με ενδιαφέρον κατανόησης.

Ξαφνικά θυμάμαι ότι δεν έχω ανάγκη,
Τίποτα πλέον.
Και πως η δουλειά με προκαλεί να βαριέμαι.

Εξίσου οι ευθύνες της.
Οι ώρες εκείνες
που δεν περνούν,

Η ανία του να ζεις,
Να συμπαραστέκεσαι,
Μα και ν’ ακολουθείς τα ίδια δρομολόγια.

Κάποτε το έπραττα δίχως κόπο.
Ή σκέψη πως ο βίος μου δεν θα είναι
Διαρκώς στο ψυγείο.

Αδιαφορία

Τίποτα δεν άλλαξε.
Ούτε τώρα που εργάζομαι.
Την αδιαφορία της παρούσης εποχής,

Την μαρτυρούν τα SMS στην T.V.
Των παντρεμένων ατόμων,
Ενόσω αναζητούν περιπέτειες.

Δεν υπάρχει τίποτε καλύτερο
Από την καθαριότητα μετά το ντους.
Ελεύθερος, δίχως κακό μπάστακα στη γωνία.

Ελεύθερος κα βολεμένος,
Όπως τόσοι και τόσοι,
Μακριά από πονηρούς ανθρώπους

Δίχως σοβαρότητα,
Ωριμότητα,
Ή λογική.

Αστεία που είναι η ζωή.
Οι νόμοι των ανθρώπων.
Η λογική τους, πως είναι πιο ωραία,

Σαν είναι όλα, οργανωμένα.
Εγώ, γιατί να ταξιδέψω,
Κάπου,

Όπου μου ζητούν αίμα,
Μαζί με το διαβατήριο’
Όλα βαίνουν στάσιμα. Η αδιαφορία παρούσα.
Ολέ.

Γεράσιμος Μηνάς 2005


Κατά χάρη

Κάθομαι τώρα και σου γράφω,
Που είμαι ήρεμος,
κι έχω λίγη από την δική Σου χάρη
και ειρήνη, από Έλεος
και αληθινή Αγάπη.

Αγάπη πάντα, κοντινή.
Όχι όπως με τους ανθρώπους.
Πάντοτε κοντά μου Εσύ, κατά χάρη,
Ιδίως εκείνες τις στιγμές
που αισθανόμουν μόνος πάνω στη γη.

Κι ενώ ανέμενα την οργή Σου
Ως αντιστάθμισμα του κακού
και αχάριστου εαυτού μου,
Συ, με υπομονή και Αγάπη
Περίμενες τη δική μου μετάνοια.

Συ που γνωρίζεις την κατάληξη όλων μας.
Έτσι όπως καταντήσαμε,
Γυναίκες και άνδρες –παιδιά.
Όλοι εμείς
που δεν είδαμε τη θυσία του Υιού Σου

Ούτε και εικονικά στο μικρό μας μυαλό
Το οποίο καταπιάνεται με χίλια δυό άλλα,
εκτός από το δικό μας χρέος
Απέναντι σ’ Εκείνον
που χρεώθηκε επάνω του, όλων μας τις αμαρτίες.

Όμως οι αισθήσεις μας,
Διψούσαν για ότι νέο ανακάλυπτε
η ανθρώπινη διάνοια, μη δε προλάβουμε
Να “πάμε”, δίχως την εμπειρία
μιας ακόμη μάταιης, στιγμιαίας απόλαυσης.

Να που παραπονούμαστε
Για προσωπικούς πόνους,
μα δεν στρέψαμε το βλέμμα μας
στο Γολγοθά, ούτε από φιλότιμο,
Ούτε τόσο δα, με ειλικρίνεια.

Μήπως και το δικό Του βλέμμα
Γαληνέψει την ταραγμένη μας ψυχή.
Που λέμε, δεν πονά, δεν ματώνει.
Μακάρι, σε κάθε μας πράξη ή σκέψη,
ο νους μας, σ’ Εκείνον να στρεφόταν.

Επειδή, λες, πόνεσε στο Σταυρό για μια φορά,
Όμως συμπάσχει, λυπάται καθημερινά,
με τα δικά μας λάθη.
Μακάρι, τα σπλάχνα Του, το Έλεος Σου
Κύριε, να πλήθαινε σ’ εμάς,

Παρά η αποστροφή, η εκδίκηση,
Οι καρποί του κακού στο ταραγμένο νου.
Μια κοιμισμένη συνείδηση,
Χρόνος χαμένος. Σε προβολή των αναγκών
κάθε σχήματος, σάρκας. Κορεσμός

που δεν καλύπτεται
Μα θεριεύει σε κάθε μας νέα πτώση’
Στήριξε μας, σε διάρκεια, Κύριε,
Εμάς τους αμελείς, με τα κουρασμένα μέλη.
Παρόλα αυτά, δεν γονατίζουμε.

Με ειλικρινή, σε διάρκεια, μετάνοια.
Κατά χάρη σωσμένοι, η ανθρώπινη φυλή.
Μεις που είμαστε εικόνα Σου,
Και πως Χαίρεσαι, σε κάθε μας αγνή πρόθεση,
Σε κάθε ένωση ζευγαριών,

Με αληθινά, ειλικρινά, αγάπης κριτήρια’
Τα ζωοποιεί, τα σταθεροποιεί,
Η αγάπη Σου. Κατά χάρη κι όχι λόγω αξίας.
Όπως το βλέμμα του θνητού μου πατέρα,
με λύπη, ενόσω σκληραίνω, απέναντι του.

Ενώ γνωρίζω, κι όλοι συγκαταβαίνουν,
Πως, όταν η σάρκα στουμπώνει
-συνήθως από φαγητό-
Ατονεί. Απαιτεί ξεκούραση.
Ξεχνά τα πάντα. Και το Θεό.

Αυτόματα, ο άνθρωπος συναρπάζεται
από προσωπικές δοξασίες, προσδοκίες.
Φιλάργυροι και φιλήδονοι
-να προλάβω, πριν τις πρώτες ρυτίδες.
Ενόσω παραπονούμαστε

Πώς, ο άλλος ανεβαίνει.
Σίγουρα όχι με αξιοκρατικά σενάρια.
Συνεργάζεται με δόλιους εργοδότες,
Σε πόλεμο μαζί σου.
Όταν, σ’ έχω, Κύριε, στο πλάι μου,

Συ, μαλακώνεις τις καρδιές
των αντιπάλων Σου,
Κατά χάρη, λόγω ότι σ’ εκείνη
την περίοδο του βίου μας,
είμαστε σιμά Σου.

Έστω και αν δεν Σε βλέπουμε.
Καιρούς που υποστηρίζουμε, δεν Σε φοβόμαστε.
Αναρωτιόμαστε, ποιος είναι πιο δυνατός.
Ποιος βοηθά αμεσότερα αν του αφιερωνόμαστε.
Ο μεταμφιεσμένος με προβιά προβάτου, λύκος,

ή ο φιλεύσπλαχνος Θεός;
Θυμάμαι να χαμογελώ,
Μόνο με καθαρή καρδιά.
Αναγνωρίζοντας την θνησιμότητα μου,
κι όχι την πρόσκαιρη προβολή μου.

*

Στήριξε με, Κύριε,
Να υπομένω το κακό, με τη δική Σου
Προστασία. Να μη θυμώνω,
Λες και προλαβαίνω να σώσω
μια χαμένη ανθρωπότητα.

Ελέησε, το λόγο Σου,
να διαβάζω με όρεξη,
Με ταπείνωση,
Κι όχι επιφανειακά,
Λες και ξεχρεώνω κάποιου είδους υποχρέωση.

Πολλές φορές, λέμε,
Μακάρι να ήταν αλλιώς τα πράγματα.
Στρωτά. Σίγουρα.
Δίκαια για τον καθένα.
Οι φωνές των κακών γειτόνων

Επισημαίνουν
Το διαρκώς διογκωμένο, πανανθρώπινο,
Πρόβλημα.
Μακάρι, να συναινούσα σε κάθε μάθημα,
Πιστός μαθητής, παρά γκρινιάρης.

Ανυπόμονος, όχι επομένως σταθερός.
Ολιγόπιστος ίσως, για κάτι
που δεν είδα ή δεν θωρώ,
Μήπως και τα μάτια γίνουν αυτιά,
και Σε ακούσω.

Δεν δεχτώ ξένες φωνές.
Δεν σταματήσω σε γυμνές από αναξιοπρέπεια,
Εικόνες.
Σ’ όλους εκείνους τους πλούσιους
Δεν κατοικεί η Ειρήνη Σου.

Υπερηφανεύονται για τα σπουδαία τους κτίρια,
Τόσο ψηλά ή περίτεχνα,
Όπως τον καιρό εκείνο, Οι βροντερές φράσεις θαυμασμού για το ναό του Σολομώντος.
Γνωστή πλέον η κατάληξη.

Δώσε μου δύναμη, Κύριε,
Να μη θυμώνω με αλαζόνες
Ή προδότες Πατρίδων
Μα ατομικά να αγωνίζομαι,
Περί ψυχής για υγιή λογική.

Ν’ αγωνίζομαι στα ξεχασμένα γόνατα
αν χρειαστεί, ή με ταπείνωση,
επειδή γνώρισα, πώς μαλακώνεις, Κύριε,
Πέτρινες και άπιστες καρδιές,
Προς το συμφέρον των τέκνων Σου.

* *

Με φόβο και τρόμο, έστω και λίγο,
Σε παρακαλώ, οδήγησε με
στο φυσικό μου εαυτό.
Με διάρκεια.
Κι αν πέσω, Συ, κατά χάρη,

Με βαστάς από τον ώμο.
Δίωξε τον ανυπόταχτο θυμό ή γογγυσμό.
Πρόθεση προς αχαριστία ή αποστασία.
Ήρεμη θα ‘ναι,
Μόνο η ενάρετη ζωή.

* * *

Ξέρω πως είναι δύσκολη.
Η ταπείνωση.
Να ανέχεσαι ή να δέχεσαι τις συμβουλές των γονέων.
Το εργατικό σύστημα.
Τη δική Σου προτροπή ή Παρακαλώ

Κατά χάρη πάντα,
Πως η σωτηρία ανήκει σε όλους μας.
Μα δεν στρέψαμε το βλέμμα μας
στο Γολγοθά, ούτε από φιλότιμο,
Ούτε τόσο δα, με ειλικρίνεια.

Μήπως και το δικό Του βλέμμα
Γαληνέψει την ταραγμένη μας ψυχή.
Που λέμε, δεν πονά, δεν ματώνει.
Δεν υπάρχει.
Όπως και η δικαιοσύνη του Θεού;

Ξέρω, σε τρομάζει η αιώνια καταδίκη, συνάνθρωπε.
Όπως κι εμένα. Συνάνθρωπος είμαι εξάλλου.
Γιατί απορώ, πως, τόσοι,
αδικούν,
τόσους πολλούς
Κι όμως διαφεύγουν της δικαιολογημένης
Από λογικής πλευράς,
καταδίκη.

Ακόμη κι αν λαδώνεται η δικαιοσύνη στη γη.
Αν βρίσκουν συμπαραστάτες οι πέτρινες καρδιές.
Παρόμοιες προσωπικότητες,
Τελικά, δεν ξεφεύγουν από τη δικαιοσύνη Του.
Έστω κι αν χρειαστεί να φύγουν από εδώ
Δίχως τιμωρία.


Το έλεος Του, όπως και σ’ εμένα
Λάμπει φωτεινότερο, λόγω Αγάπης, κατά χάρη πάντα,
Μήπως και μετανοήσουν οι σκληρές καρδιές
Και επιστρέψουν στον φυσικό τους, υγιή εαυτό’

Η αγάπη Σου, Πατέρα
Είναι ιδιωτική στον καθένα μας,
Υπόθεση.
Συ μας επισκέπτεσαι
Όταν σε προτιμούμε στις σκέψεις

Ή στην διάθεση να αλλάξουμε ζωή’
Συ μας πλημμυρίζεις με την Αγάπη Σου.
Πάντοτε κοντά μας. Ζεις.
Ακόμη κι όταν αισθανόμαστε, καθένας ξεχωριστά,
Ως ο μοναδικός άνθρωπος στον πλανήτη.

(ορισμένοι ντρέπονται
να καταγράφουν τους βαθείς πόνους,
Που δεν αφήνουν να ζήσεις).

Χρόνο χάνουμε.
Πες από την αιώνια σωτηρία.

Όλοι αυτοί που κοιτούν μηχανήματα,
την αύρα
Ενός ανθρώπου που μελετούν,
Ανίκανοι όμως, ν’ αντιληφτούν,
Το θαύμα της θέασης της ίδιας της ψυχής.

Γεράσιμος Μηνάς 2004-2007

Φυσικά τοπία




Θέλοντας και μη,
ΛΟΙΠΟΝ

Εν όψει, αθέμιτων
Ονειρώξεων,
Γράφω για μένα,
Κι όσα δεν μπορώ,
στη ζωή,
Να επιτελέσω,

Επειδή δεν αντιλαμβάνομαι
Τις ανάγκες των άλλων,
Αφού δεν μπορώ, τον κόσμο, να κοιτώ,
στα μάτια.

όλη αυτή η τρυφερότητα, με ευαισθησία,
Που ξέρω πως μπορώ, να προσφέρω,
Σε μια γλυκιά κοπέλα
Που θ’ αγαπώ,

Μα αν μου ζητήσει
Να μπούμε σε μέσα μεταφοράς,
Μια μη ηλιόλουστη, ημέρα,
Μέρα,

που όπως πάντα,
Όλο και κάποιοι άλλοι,
Θα κάθονται, απέναντι,

Πως θα της αρνηθώ;
Δεν θα δει κι εκείνη,
το πρόβλημα μου;

Φεύγοντας ολοταχώς,
Από το ατελείωτο, ακόμη,
Και αρχιτεκτονικά,
“σπίτι” μου.

-

Η ζωή
Είναι τα έργα οικοδομής
Ενός σπιτιού,
Που οφείλεις να κινείσαι με ασφάλεια.

ορισμένοι, όμως,
όπως κι εγώ,
Ανακαλύπτουμε,
Πως στη ζωή, βρήκαμε, τσαλακωμένα ξανά,
Μετά από δυο μέρες,
Τα ρούχα,
που μόνοι μας σιδερώσαμε.

Ποιος βάζει φωτιά στο μέλλον του,
Πέρα από εμάς,
Που δεν είμαστε ικανοί,
να καθίσουμε απέναντι σας,
Επειδή, μας κοιτάτε στα μάτια,
Κι αν είμαστε τυχεροί,
Δεν θα προκύψει, κρίση πανικού
(Την οποία εσείς μας προκαλείτε).

Η ζωή είναι το βλέμμα μου
Που σκηνοθετεί κάθε εικόνα εκεί έξω,
Πίσω από τα μαύρα γυαλιά,
Που με κρατούν ασφαλή,

Ωσότου μια ημίγυμνη γυναίκα,
στον ύπνο μου,
θυμίσει,.
Τι χάνω,
Ή παραμερίζω,

Επειδή δια βίου,
Δεν είναι δυνατόν
να αποφεύγεις το δίκαιο.

-

Η ζωή είναι αγώνας.
Σκέψου εσύ, γιατί.

Ζωή είναι τα μάτια σου
Κόντρα στον ήλιο.

Να σε θέλω,
Μα δεν μπορώ να πλησιάσω.

Κάποιοι επιτίθενται μόνοι
στο εσωτερικό τους μέλλον,
καπνίζοντας.
Άλλοι, καίνε μόνοι,
Τα νειάτα τους.
Ακούνε τι συμβαίνει εκεί έξω.
Δεν συμμετέχουν.

Σκηνοθέτησα μια σκηνή ευγένειας,
Όπου ο οδηγός του αστικού λεωφορείου.
Μονίμως ευγενικός,
Βοηθά όσους έχουν χαθεί.

Επειδή σ΄ αυτή τη πόλη,
Έχουν χαθεί εδώ και καιρό,
οι πινακίδες της κοινωνικοποίησης.

Δεν μπορώ να σου πω, άλλα.
Θα σε πικράνω. Δε το θες.

Δεν έλαβες, εσύ, αδικία, ως δώρο,
από ψηλά.
Αφαιρώντας σου την ικανότητα,
Να κοιτάς τους άλλους, στα μάτια.

Αισθάνομαι σα τυφλός.
Πέρα από το ρατσισμό, εναντίον μου,
Επειδή δε δουλεύω.
Είμαι τόσο αχάριστος, τελικά.

-

είναι κρίμα
Ν’ αντικαθιστάς,
την τρυφερότητα προς μια γυναίκα
στην πράξη,
Με λόγια στο χαρτί

Σαφώς επειδή το βλέμμα της,
Και το άγγιγμα,
Δεν εξηγούνται, επ’ ουδενί,
Αφού κάθε γυναίκα τα δίνει,,
διαφορετικά.

Μα μη μου τα λες, καν, εσύ,
Τούτα τα όμορφα.
Την ευχαρίστηση
να κρατώ μια γυναικεία παλάμη.

(βλέπεις,
προσπαθώ να αφαιρέσω τα κόμματα,
ανάμεσα στις λέξεις,
Σα να θέλω να φέρω κοντά,
Κάτι. Ένα πρόσωπο).

Ποτέ μου δε συνέβη,
Κι αντί που θα συμβεί,
Αρέσω ή όχι.

Πραγματικό πόνημα,
Είναι να κάθεσαι, κάπου,
με το πανικό να μεγαλώνει
μήπως σε κοιτούν
-όχι απαραίτητα, περιφρονητικά-
Απλά έστω.

Μα εσείς δεν καταλαβαίνετε από αυτά,
Δεν πατάτε καν,
Στις λωρίδες των τυφλών.

Φορές στο λεωφορείο,
Η σκέψη μου, πετά, χάνεται.
Μακάρι, σκέφτομαι τότε,
Όλο να φεύγω –και με το νου.

Να ξεχνάω τη στυγνή μου πραγματικότητα
του: «με κοιτάει»
Κι ας λες εσύ,
Δεν θες να αλλάξεις.
(όποιος βρίσκεται έξω απ’ το χορό, κλπ).


Φορές, πάλι, περπατώντας –γιατί
μου αρέσει το βάδισμα-
στην άσχημα, οπτικά, πόλη,
Με τις όμορφες κινήσεις του ανθρώπινου σώματος,

Στη γειτονιά των βιβλίων,
Νομίζω ότι “τρακάρω” με γέροντες συγγραφείς
ή νέα ποιητικά μυαλά,
Καθισμένοι, στα τραπεζάκια
απ’ τα καφέ,
Πάνω στα πεζοδρόμια.

Απορροφημένοι μες την νιρβάνα της έμπνευσης,
Που όλοι αγαπούμε,
Ιδιαίτερα,
Όσοι ζουν μέσω του γραψίματος.

Κάπου κάπου,
Συνομιλώ μ’ έναν βιβλιοπώλη,
Που συμφωνεί ως προς την αφοσίωση,
Περί της συγγραφής,
Ακόμη κι όταν γύρω σου, όλοι,
Διασκεδάζουν
Ή βρίσκονται σε διακοπές.

Εμπρός στο λευκό χαρτί,
Που το σέβεσαι, όσο μπορείς,
Μη πετώντας το,
Επειδή βγήκαν δυο άσχημες έννοιες.
Μη χαραμίζοντας το, ίσως λέω,
με έννοιες
που δεν ενδιαφέρουν τον κονδυλοφόρο τον ίδιο.

Οικολόγος,
μαζί με κονδυλοφόρος.
Ειλικρινής,
Αγαπώντας.
Περιμένοντας ανταπόδοση,

Προσπαθώ
Να εννοήσω,
γιατί είναι απλοί, οι άνθρωποι,
παράλληλα σημαντικοί, ως νοήμονες φυσιογνωμίες,

Με μια μικρή λύπη,
Γιατί δε στάθηκε ο χρόνος,
να συναντήσεις τη διαβίωση,
Σημαντικών λογοτεχνών και ποιητών,
που φύγαν νωρίς,

Σα τα τερτίπια του καιρού,
Ανά εποχές,
όταν εκείνες πλησιάζουν, σαφώς,
νωρίτερα.

-

Υφίσταται τόσοι, αξιοπρεπείς,
άνθρωποι,
Που αγνοώ την παρουσία τους,
Σαφώς επειδή δε μπορώ
Να τους κοιτώ στα μάτια,
Φοβούμενος πανικό.

Τολμώντας
Να το εξωτερικεύσω, αυτό.
Ευτυχώς δεν είμαι ο μόνος.
Απλά δεν το παραδέχεσαι,
εύκολα.

Να ιδρύσουμε ένα σύλλογο
“τυφλών”
Μόνοι μας.
Αναρωτιέμαι όμως,
Τι,
Εμείς,
Είμαστε ικανοί,
Να ξεχωρίσουμε.

Να έχουμε να πληρώνουμε ταξί
Μη ηλιόλουστες ημέρες,
Μιας και ντρεπόμαστε
Να εισέλθουμε σε λεωφορεία.
Χαμογελώ.
(Είδες που αυτοσαρκάζομαι;)

Μια ακόμη καλή δικαιολογία
Για να μη ψάχνεις για δουλειά,
Μιας και σε καταράστηκε ο Θεός,
Απ τα μικράκια σου.

Ευθύς θυμήθηκα εκείνο το:
«φτώχεια, ανεργία. Φτάνει πια!!»,
Που παρατήρησα σ’ έναν τοίχο,
Απ’ το καταπιεστικό τζάμι, του τρόλεϊ

Που με οδηγούσε
Στον εκδοτικό οίκο,
Που απέρριψε τα πονήματα μου.

- Άλλοι γνωρίζουν από πολιτισμό
και Ελλάδα,
Σκαρφίζομαι τι θα πω,
Σ’ εκείνο το ζώον,
Που κολοβαράει όλη μέρα.
Θού Κύριε,
Συγκράτησον με.

Θολώνω το παρόν,
Με σκέψεις του τύπου:
Όταν βρω λεφτά,
θα φτιάξω τα δόντια μου,
σε μια νέα επιστήμονα,

κι εκεί
Που θα πελεκάει
Το σαπισμένο νταμάρι,
Τα μάτια μου θα της φανούν,
Θησαυρός.
Τόσο κοντά, στο δικό της,
πρόσωπο.

Θα ερωτευτούμε!
Θα μου πει: μη τρέχεις άλλο, στις πόρνες.
Τώρα θα δεις, τι σημαίνει αγάπη.

Κάτι τέτοιες παλαβομάρες, συλλογίζομα
όταν δε με επιβεβαιώνει κάποια, εκεί έξω,
επειδή παιδί μου,
Αρέσω,
Πώς να το κάνουμε,
Που τραγουδά σύγκορμη, μία αοιδός,
Με τις ορμόνες, προφανώς,
Σε μη “αιμόπτυσης”, ημέρες.

Καρπός δύο ανθρώπων
Που δεν έμαθαν ποτέ, να συζητούν,
Πόσο δε να ψάξουν να πετύχουν
-ετούτη τη φορά-
Επιβεβαίωση του εαυτού τους

Απ’ την Κοινωνία,
Των δικών τους παιδιών.

-

διαβάζοντας το βιβλίο
του τάδε γαλλόφωνου,
Ελληναρά!
Συγγραφέα,

Συλλογιζόμουν,
Γιατί κανείς, στη προσωπική μου
οικογένεια,
Δε ζήτησε, ποτέ, βιβλίο μου,
να διαβάσει.

Τι απορία κι αυτή,
Από άτομα που
Δε ξέρουν να συζητούν.


όταν συναντώ,
Αγριεμένες, νέες, γυναίκες,
Μου έρχεται να τις φτύσω,

Πατόκορφα.

Δυστυχισμένα,
Κοινωνικά
ανθρωπάρια,
Με οπή,
Ανάμεσα,
στα πόδια σας.
Οπή,
Δίχως προκοπή.

-

τι ευτυχισμένα
Που είναι τα παιδιά,
Στις πρώτες τάξεις του δημοτικού,
Ενόσω κολλάνε το πρόσωπο τους
Στο τζάμι του σχολικού,
Κοιτώντας με θάρρος, τους επιβάτες,

Αυτοκινήτων και λεωφορείων.

Τι όμορφη που είναι η ζωή,
Δίχως τσιλιαδόρους και χαφιέδες.

- Ξέρεις,
Μίλησε κάποιος…

- Όταν δε μας αρέσει
Η ιδιαιτερότητα του άλλου
(του “τυφλού”)
Μειδιούμε.
(Φαίνεται η φωνή.
Η αποκρουστική σας αηδία).

Στιγμές πιστεύω,
Πως θα άλλαζα ζωή,
Αν είχα ένα κατάδικό μου, χώρο,
όπου δε θα αισθανόμουν,
κατάδικος.

Ελληνικό χιούμορ.
Κάτι από ήπειρο,
Με επτανήσιες επιρροές.
Χρόνια μακριά, τα πόδια μου απ’ το νησί.
(παλεύω να συγκρατήσω, κάθε κόμμα,
από τη πρόταση,
Σα σφαίρα που πιάνω,
Με τα δόντια).

Χρόνια μακριά,
κι από μακριά
-προϊόν δικού μου, κόπου.

Αυτοστραγγαλίζονται
Μεταξύ τους.

Το κόμμα, με κάθε πρόταση.
Το θάρρος, όταν τραγουδώ,
Με την κοροϊδία των γειτόνων.
Το παιδί, μέσα μου,
Που μεγάλωσε,
Με εκείνο, των πραγματικών,
Παιδικών μου,
Χρόνων.

Τώρα πρέπει να χρησιμοποιώ,
Κεφαλαία γράμματα,
Δήθεν ότι μεγάλωσα.
-Φτωχά παιδιά,
που με χαιρετάτε, στοργικά,
απ’ τα καροτσάκια σας.
Που με πυροβολείτε με όπλο λέιζερ
Στα μάτια.
Κι εγώ ο χαζός,
Χαμογέλασα.

Πιστεύω,
Πως ο γαλλόφωνος Ελληναράς, συγγραφέας,
με εξάντα,
Συνεννοούνται άριστα,
Έχοντας την ίδια υπερηφάνεια!
Τόσο προκλητική
Στο πρόσωπο εκείνης της γερασμένης,
Γυναίκας,
στην υποδοχή,
του πολιτισμού! Που πρεσβεύουν.

Φορές, παράλογες, ξανά,
Σκέφτομαι να είχα λεφτά,
Ν’ αγόραζα βιβλία,

Να τ’ άφηνα στις πόρτες των διαμερισμάτων,
Να ενωθούν τα πονήματα
Με τα μαθήματα,
Που αποκαλούμε ζωή.

-

το πρωί,
Παρατήρησα –έβρεχε-
ορισμένα παιδαρέλια,
Στις τάξεις των ΜΑΤ,

Ρυπαίνοντας την όψη
των αρχαίων πολεμιστών,
με τις ασπίδες,
που αντί για σπαθιά,
Υφίστανται,
Σιδερένια γκλόμπ.

Θυμούμενος πάλι,
Εκείνη την ήσυχη βιβλιοπώλη,
Που θα φλέρταρα, με αγάπη,
Αν ήμουν γνωστός,
Για την αξιοπρέπεια μου
-τι είπες;
Φυσικά:
Μόνο αν έχεις χρήματα.

Οι μυρουδιές από τα καμώματα της φύσης
που τόσο ασπάζομαι.

Θυμούμενος ότι κάπου εκεί έξω
Υπάρχουν σπίτια,
Συγγραφέων,
Ποιητών.

Η κατοικία του Καζαντζάκη,
στην Αίγινα.

Η όψη των ανθρώπων
Που αγαπώ
Με παρόμοια αναγνώριση,
Που χρησιμοποιώ
Ότι δεν έχω, ότι ορίζω,
Ως γνώση,
Που ποτέ δε διαβάστηκε: γυναίκα.

Θαυμάζοντας την αντοχή σας,
Για ένα πρόσχαρο χαμόγελο,
Εν μέσω προσωπικών κακουχιών.

Συγχωρώντας αργά,
Παλαιότερους εχθρούς,
Που όμως απαξιώ να συναντώ.
Επειδή οι καινούριοι,
Είναι χαφιέδες του Κράτους,

Τσιλιαδόροι ευνουχισμένοι,
Πνευματικά.
Αγνώμονες, χωρίς Πατρίδα.

Σαν κεραία κινητής τηλεφωνίας,
Που δικαιολογημένα,
μισείς.

-

Αλλάζω παράγραφο,
Πλένω τα χέρια
(όπως πάντα).

Θαυμάζω
Ότι συζητώ μαζί σου
Ή όχι –χαμογελώ
Έλα να με δεις, πως.

Με μένω μακριά,
Από τα γυμνά του Εγγονόπουλου,
Σαφώς επειδή μου όρισαν
Να απαρνιέμαι τη γύμνια,
Ως υπόλοιπο της κατάρας,
Κι εκείνο.

Τι κρίμα
Ν’ αναγνωρίζεται κάποιος,
Μόνο μετά θάνατον.

Να πρέπει, δηλαδή,
Να είσαι, εκδιδόμενος….
Για να ‘χεις δικαίωμα
στα όνειρα
Προσωπικής πορείας στην τέχνη.

Δε μου λες,
εκδοτικά, τομάρια,
Όποιοι με απορρίψατε ως άνθρωπο,
Κάθεσαι καλά, στην δερματένια,
Πολυθρόνα σου;

Αποφασίζοντας σα πολιτικός,
Πως θα θάβεις την αντιπολίτευση,
Των ιδεών,
Που σε μετακινούν,
Απ’ την καλοπέραση σου.
Εκδοτικά, τομάρια.

Σε φτύνω πατόκορφα,
Μαζεμένο σάλιο,
Απ’ όλες τις πληγωμένες υπάρξεις,
Που απορρίφθηκαν τα πονήματα τους.
Φτού σου, ρε,
ΒΟΔΙ.

Θυμάμαι,
Αυτή τη στιγμή,
-και κλείνω μ’ ετούτο-
Ν’ ανήκω, τρομερά,
Σαν αστραπή,
Στη σφαίρα
Που πετάχτηκε απ’ την άμυνα της χώρας
Της ίδιας –σαν ύπαρξη-
Εκείνων που γράφουν,
Στην Ελλάδα,
με τα παρόντα σύνορα, Μάρτης 2007,
μιλάμε.

Ρίχνω μια γερή κλωτσιά,
Στα καπούλια,
Του ξεφτίλα εκδότη,
Σα μορφή καραγκιόζη,
Που απέκτησε ανθρώπινο σώμα,
Όπως τελικά, ο πινόκιο.
(όλα τα προηγούμενα είναι αλήθεια.
Μη εξερευνάς να δεις,
Αν μεγάλωσε η μύτη μου).

ΟΥΣΤ!!!


Γεράσιμος Μηνάς 2007

Φυσική ομορφιά