Το Blog της αγάπης

Αγάπη για ποίηση και για άξια αξιοπρέπεια στις γυναίκες

Saturday, March 01, 2008


κωμόπολη


Αν μου έλεγαν,
ότι θα πεθάνω σε πέντε λεπτά
(Σαν τήξη πυρήνα αντιδραστήρα)
Προλαβαίνοντας έναν συζυγικό καυγά,
(Μια γυναίκα
που ποτέ,
Δεν βίωσε τον έρωτα)
Στο παράθυρο,
Με θέα τη θάλασσα.

Αν σταματούσαν,
Τα αυτοκίνητα στους δρόμους,
Κι οι άνθρωποι,
οι οποίοι βάλθηκαν
Να εξυπηρετήσουν το έργο
Του εχθρού μου.
Αν οι άνθρωποι νοιάζονταν.

Αν πιστέψω,
Πως η ζωή μου
θα είναι πολύ ωραία.
Σαν ομάδα όμορφων προσώπων,
Στριμωγμένοι
Σε ανοιχτό χώρο.
Αν η ψυχή μου
Δε μολυνόταν,
Τόσο εύθραυστα.

Έχοντας οι άνθρωποι,
Ψύχωση
Με το απαγορευμένο.
Που δεν αγγίζουν (λίγοι)
Μα το ποθούν,
Επειδή
Είναι κύριοι του εαυτού τους.

Αν μου εμπιστευόσουν τι σκέπτεσαι.
Πότε η σιωπή,
Συνωμοτεί με την ηρεμία,
Με το ναρκωτικό του γραψίματος,
Αχόρταγο.
Αν τα βάσανα περνούσαν,
Σαν εκνευριστικός πονοκέφαλος
Γρήγορα,
Με πονστάν.

Αν είχα χρόνο
(και θέληση)
Να γνωρίσω όλους τους ανθρώπους,
Ήταν η συμπεριφορά του,
-σαν αναγκαστική μέρα και νύχτα.
Ύψος σκεπής ουρανού,
Κατάλληλο.
Ούτε χαμηλότερα,
Να αισθάνομαι καταπιεστικά.
Ούτε ψηλότερα,
Να αισθάνομαι ένα τίποτα.
(Αν και θα έπρεπε,
φορές)

Μήπως και σε πέντε λεπτά,
Χάσω την ευκαιρία.
Τώρα που η σκεπή
Δεν είναι ψηλότερα,
Έχοντας οι άνθρωποι
Περισσότερο αέρα
για Να μολύνουν.
«Αν μου εμπιστευόμουν,
τι με κουράζει»

Αν οι γεύσεις
Χαρίζονταν σε όλους.
(Είμαστε
Σαν τα λουλούδια
που πεθαίνουν)
Αν μου έλεγα
Η ζωή διαρκεί,
όσο τα γεράματα.
Με το χρόνο,
Όχι σύμμαχο σε ηθελημένες συγκυρίες.

Αν οι όμορφες σκέψεις,
Ήταν,
οι αγκαλιές ενός λουλουδιού.
Αν η καλοκαιρινή Νύχτα
Εμπνέει το πλησίασμα,
Σε αντιπαράθεση
Με το εξαναγκαστικό ξύπνημα.

Μήπως τα ψέματα,
Στρέψουν αλλού
Ο βίος αποβεί πιο σύντομος
(Σαν πέντε λεπτά,
Ακόμη).
Προσφέροντας σου τα ίχνη μου.
Κείνα
που μυρίζουν,
Συγκεκριμένα σκυλιά.

Ζώντας σε μια κωμόπολη
όπου δεν υφίστανται
Δυνατοί
(πολεμώντας μεταξύ τους)
Βρες τη στοργή
στον καθένα.
Πέντε λεπτά
Ακόμη.

Να χαρώ,
Με τη θέα,
Μικρών,
Καλοντυμένων,
παιδιών.
Ενόσω,
πουλιά
τιτιβίζουν.

Θέτω σε λειτουργία,
Ένα μουσικό κουτί.
Σαν πλάνα,
Ρομαντικού
-στατικά με φαντασία-
Σκηνοθέτη.
Σαν πρωινό στην πόλη,
Με το πρώτο φως της ημέρας.

Οι δρόμοι άδειοι.
Το άγχος δεν ξεκίνησε
(Ακόμη)
«πέντε λεπτά,
Ακόμη».
Οι δρόμοι να γεμίσουν.
(Ευχήσου να φυσάει).
Να ξεχνάω τι θέλω.

Σου μιλώ,
όπως ο χειρούργος,
Χάνει έναν ασθενή του.
Ο οποίος δεν θα ξαναβγεί έξω.
(Αν ήταν τα φώτα της πόλης
κι οι δρόμοι της,
Μια διαδρομή
έξω από αυτή)
Η σκόνη που δεν κατακάθεται,
Παρά μόνο σε περιόδους άδειας.

Μια γυναίκα,
Σαν ασπρόμαυρη ταινία,
Κοιτά,
Έξω απ’ το παράθυρο.
Μη ξεχωρίζοντας τα χρώματα,
Μόνο τους ανθρώπους.
Εξισώνοντας τους,
Σε κοινό παρονομαστή.

Δεν ακούω τη φωνή της,
Διαισθάνομαι όμως,
Τη σκέψη της
Σκέψη,
Σα γλυκιά φωνή
(Ενόσω καταργεί
το ολικό άχρηστο,
Του φύλου της).

Η μικρή πόλη
Την υποδέχεται,
Καλωσορίζει το είναι της,
Τις ελπίδες
Σαν άνθρωπος.
Σαν μυρουδιά φρέσκου ψωμιού.
Κάλεσμα και πρόσκληση,
Μαζί.

Κοιτά έξω,
Μετανιώνει.
Όταν έβαζε άρωμα,
κι ύστερα
Έπιανε το ψωμί.
Όταν ξεχνούσε
Ποιοι την νοιάζονταν
Και αν τους χρησιμοποιούσε.

Μα η μικρή μας πόλη,
Δεν είναι μουντή,
Ούτε οι τοίχοι της, βαμμένοι, μαύροι,
Ίδιοι όλοι,
Λόγω ρύπων διάφορων.
Η μικρή μας κοινότητα
Έχει χρώματα.
Λουλούδια και κήπους.

Που συναγωνίζονται σε άρωμα
Ως αίσθηση,
Τα φρεσκοπλυμένα σεντόνια.
Που αναδύουν
Αναμνήσεις του παρελθόντος.
Νιόβγαλτες νεανικές εμπειρίες
Σε αρμονικό συγγενικό περιβάλλον.
Οι οποίες συναγωνίζονται
Την καρδιά της μικρής πόλης,
Όπου τα παιδιά,
Παρατηρούν τα παιχνίδια των προγόνων τους,
Στις βιτρίνες.
Αποδεχόμενα τη σημαντικότητα τους.

Όπου το πλήθος των ατόμων,
Νοιάζονται ο ένας τον άλλο.
Αποτελούν την πλειοψηφία,
όπως τα φωτεινά αστέρια,
Μακριά από τα φώτα,
Κάθε μεγαλούπολης.
Στο ύπαιθρο.

Όπου οι άνθρωποι,
Αναζητούν τη φύση,
Να έρθουν κοντά της,
Αποσταμένοι όπως είναι.
Να τους φροντίσει
όπως όταν ήταν παιδιά.
Επειδή στα παιδιά
Αρέσει
η εξερεύνηση

Να τους έχουν έτοιμα
Τα πάντα.
Πρωινό. Σιδερωμένα, καθαρά,
Ρούχα.
Χρήματα να ρέουν, -νέα έξοδα-
Σαν βρύση
Χαλασμένη.

Έπειτα,
οι πρώτες παιδικές φωνές,
Σκίαζαν –ξημερώνοντας-
Τις έγνοιες των μεγάλων,
Αφού εκείνοι αγωνίζονται
Να εξισωθούν οι μισθοί,
Μήπως η αξία των χρημάτων
Αποβεί παρόμοια στον καθένα.

Επειδή, κυρίως,
Έχουμε ανάγκη,
Από συγκεκριμένα πράγματα,
Κι ευκολίες.
Τα οποία εξυπηρετούν,
Συγκεκριμένες διαθέσεις.
Αν μπορούσα να τις διακρίνω.

Μια βδομάδα
Μες την κούραση
Με ελάχιστη ώρα,
Για προσωπικές έγνοιες.
(Ένας άντρας,
πρέπει να σέβεται,
Τον κόπο της κούρασης του μεροκαματιάρη,
Μη απαιτώντας
Να συναντιέστε,
Προς τέρψη, και παρέα).

Τις προάλλες, κηδέψανε,
-δημοσία δαπάνη-
Ένα πρόσωπο
που είχε την απαραίτητη νοημοσύνη
Να πεθάνει
από τσιγάρο.

Όπως μια γυναίκα,
Χτενίζει τα κοντοκομμένα της μαλλιά,
Ώστε ν’ αρέσει.
(Ακόμη με κοιτά,
Η ασπρόμαυρη φιγούρα της)
Σαν ακτινογραφία
Και ποίηση.

Οι άνθρωποι μεγαλώνουν γρήγορα,
όπως τα νύχια στα δάχτυλα
-ιδίως της παλάμης.
Σύνεργο μέτρησης
Ελάχιστων στιγμών,
Απόλυτης έμπνευσης.

Σαν στιγμή ονειρική,
Απόλυτης επίγνωσης
Της αγάπης στους πάντες.
Παύουν ν’ αποβλακώνονται
Εμπρός σ’ ένα αυτόφωτο γυαλί.
(Αν και χαρίζει, σπάνιες σγιμές,
Ανθρωπιάς).

«Η μικρή μας πόλη,
Είναι
Όπως
οι αποικίες των πουλιών,
Κοντά,
Το ένα με τ’ άλλο,
Σε περίοδο αναπαραγωγής».
Μια πινακίδα,
Με ανθρώπινα κείμενα

Από εκείνα
Που πλησιάζει ο ένας τον άλλο,
Μοιράζοντας σκέψεις και έγνοιες,
(ο καθένας γείτονας,
Φύλακας άγγελος του άλλου).
Βλέποντας τις ακτίνες του ήλιου να πλησιάζουν
(Σαν βροχή).

Καθισμένοι σε μια κούνια,
Με θέα ένα μικρό κήπο,
Πίσω απ’ τον οποίο,
Δεν φαντάζεσαι, πια,
Κάτι ουσιαστικότερο.
Η μικρή μας πόλη
δεν έχει δομηθεί,
Με αρχιτεκτονικά σχέδια.
Αυτή είναι η ομορφιά της.

Κάπου όπου ζεις, εσύ,
Εκεί,
όχι ως τουρίστας,
Μα ως ενεργό μέλος της κοινότητας.
Όπου η υποχρέωση,
Αποτελεί,
Καθημερινή υγιεινή.
Φροντίδα ευπαθής,
όπως η αγάπη,
Εκείνων που έβγαλαν εσένα.

Όλο πεινώ.
Όλο χρειάζομαι.
Πού είναι η σκιά σου
Η αξία σου.
Η ελεύθερη βούληση.
(Στη μικρή μας πόλη,
Δεν επικροτούν τις αγριοφωνάρες,
Έρμαια της γκρίζας τους ψυχής).

Η μικρή μας,
Όμορφη πόλη.
Με παγκάκια στα πεζοδρόμια,
Για κουρασμένους
(όχι απαραίτητα ηλικιωμένους).
Όπου ξεκουράζεσαι,
παρατηρώντας τις λεπτομέρειες.

Που δέχεσαι να δεις,
Μόνο
Σαν πίνακας
Σε κάποιο μουσείο.
Ώρα εκεί.
Οδηγώντας την αληθοφάνεια
Σε νέα μονοπάτια,
Στο στασίδι

Να παραδέχονται τα φύλα,
Την αδυναμία τους
(Χωρίς το αντίστοιχο τους,
Ταίρι).
Με τι χρώματα να σε γεννήσω.
Με αληθοφανή νοοτροπία
Ή, περισσότερο
Ώριμη, παιδική, ζωγραφική.

Να γέμιζε η φωνή,
Το δωμάτιο.
Τώρα.
Εδώ.
Όπως αναπτύσσεσαι, σωματικά,
Από παιδί σε ενήλικα.
(Δεν πονάς, μεγαλώνοντας.
Τα κόκαλα, οι μύες, οι συνδέσεις).

Αν ήταν η πόλη
Ο Πίνακας
που περπατώ μέσα του.
Με χρώματα
Τα ψυχικά μας χαρίσματα.
Πέντε λεπτά,
Δεν φτάνουνε.

Εκεί
που κάθομαι,
Βλέπω θάλασσα.
Εκεί
που αναπνέω,
Περιμένω ανθρώπους.
Αφήνω τη νύχτα
Να ξεχνά τη σκιά καθενός,
Όλο πεινώ.
Ολοένα κενό.

(Στη μικρή μας πόλη,
Κανείς δεν θέλει να ξεχωρίσει,
Μήπως και πάει κόντρα,
στους παλιούς του συμμαθητές,
που κακώς,
Του άλλαξαν τη ζωή)
Ούτε οι άνθρωποι ζουν
Σ’ έναν τόπο
όπου διαφημίζεται με ξενόφερτη μουσική.

(Απάνθρωπες συμπεριφορές:
Στην μικρή μας πόλη,
όταν φιλοξενεί ο άγαμος αδελφός,
την αρραβωνιασμένη του αδελφή,
στο επιπλωμένο πατάρι,
Εκείνη,
Συγκρατεί,
Τις ζωώδη φωνές του μελλοντικού γαμπρού
Σε νυχτερινές απασχολήσεις).

Στη μικρή μας πόλη,
Κανείς δε θα βγεί,
Να πει: περνάω μια περίοδο
Ακατάπαυστης ηδονής.
Η μικρή μας κοινότητα
Ρυθμίζει,
Κάθε τι,
Να συμβαίνει στην ώρα του.

Είτε πρόκειται για εύρεση εργασίας.
Για επέκταση, νοσοκομειακών μονάδων.
Είτε για πρόληψη ασθενειών
(Κάπου,
όπου αρκετοί ζουν από την γη)
Της οποίας την πανίδα
δεν εκτελούν για χόμπυ.
Παρά την εκτρέφουν,
Για το κρέας και τα παράγωγα της.

Εμείς εδώ,
Ξεχνούμε τον πόνο,
Τα λάθη,
Τις γλυκές πίκρες.
Κάπου,
όπου το χαμόγελο,
Είναι μουσική
Και επιούσιος.

*

Δώσε μου πέντε λεπτά,
Να με δεις όπως είμαι.
Βγαίνω στο φεγγαρόφωτο
με τα καλά μου ρούχα,
(Φωτισμένο στενό,
Από κάποια παραξενιά της φύσης).

Τι πρόσφεραν ποτέ,
Τα μαθηματικά, η φυσική,
Τα πανεπιστήμια και τα φουγάρα,
Εμπρός σ’ ετούτη την απλή έξοδο.
Επειδή η ανθρώπινη φιγούρα,
Αν έχει τροφή και στέγη,
παραμένει ίδια.

Όπως και η έκφραση
που αλλάζει τάχιστα
Έστω κι αν το πρόσωπο
Δεν φωτίζεται.
(Δεν σου μιλάει η θλίψη
Η εσωτερική)
Η κραυγή.

Ο τόνος της ομιλίας,
Ο ειλικρινής.
όταν είναι κανείς,
Μόνος του.
Κι οι γύρω,
Δεν ενοχλούνται.
Από τη ματιά.

Έλα και παρατήρησε,
Σαν θεατρικός μονόλογος,
Με σκηνικό,
Σανίδες για τοίχο,
Χαλιά για πάτωμα,
Σίδερα για έπιπλα.
Το φεγγάρι για φως.
Η ενέργεια
που καταναλώνει το σώμα.
Η ανάγκη να γεμίσει ο χρόνος
Με κάτι.
Παρατηρώντας,
Εκείνοι,
που κι οι ίδιοι είμαστε.

Σαν χάδι
που λείπει
προσφέροντας το μόνο,
Η ματιά,
Όχι τα δειλά χέρια.
(Αν μιλούσαν οι άνθρωποι,
Την ίδια γλώσσα).

Τότε τα διάφορα χρώματα, ματιών,
Θα ‘ταν μόνο,
Διακοσμητικό κόσμημα.
Μόνο όταν οι άνθρωποι είναι θλιμμένοι,
Μιλούν ειλικρινά.
Σα να κοιμούνται
Κι η στάση τους
Παραμένει ευθεία. Δίχως ψεγάδι.

Σήμερα,
που το στενό,
Φωτίζεται απ’ το φεγγάρι
(Δυστυχώς,
Για πολλούς).
Απόψε,
που κάθε εικονοστάσι, στην άκρη του δρόμου,
Επισημαίνει τη θέση του.
Σαν κοριός που σε δαγκώνει, ξαφνικά.

Σαν ιατρικό, ..προληπτικό, microchip
Το οποίο προβλέπει
Άσχημες ασθένειες.
“Όχι” δυστυχώς
Ανεπιθύμητες συμπεριφορές.
Από κείνες
που ελέγχονται τηλεφωνικά.
Βασικές λέξεις. Κέντρο παρακολούθησης.
(Εξοπλισμένα βαν/ημιφορτηγά –κινούνται με αργή ταχύτητα.
ΣΕ ΒΛΕΠΩ, ΚΟΡΟΙΔΟ)

Παρακολουθούνται όλοι οι άνθρωποι
Επειδή είναι επικίνδυνος (ακόμη κι όταν ψωνίζουν).
όποιος μιλά
(Ή γράφει).
Ή ονειρεύεται.
Ή επιθυμεί, κάποτε,
Να δει το σέλας
Το οποίο του δίνει ελπίδα.

Πλέον,
Τίποτα καλό,
Δεν υποκινείται.
Ούτε προλαμβάνεται.
(όταν υπάρχουν γειτονικές χώρες,
που σ’ απειλούν,
Πότε με στρατιωτικά μέσα,
Πότε με καρκινώματα εσωτερικά
Ενόσω προετοιμάζουν πολέμους, οπότε,
Δικαιολογείται να ζητάς τον αφανισμό τους).

Η σημερινή μορφή του προδότη,
Είναι απρόσωπη
(πανταχού παρών)
Εγώ,
Δεν ξεχνάω τον προδότη του Οτσαλάν.
Αυτό το χοντρό παχύδερμό,
Με τα γυαλιά.
Έχω συνείδηση,
Κι ας μην λειτουργεί,
Υπέρ μου.

Ως τελευταία προσπάθεια
Να συμμετέχω στα κοινά,
Μη ξεχνώντας
Άτυπες υποχρεώσεις.
Που,
όλες οι επιστήμες του κόσμου,
Στέκονται ανίκανες, άχρηστες,
Εμπρός τους.

Σαν να περιμένω
ανθρώπους,
Ξανά.
Ένα τρίξιμο στα σανίδια.
Σαν τρίξιμο κούνιας,
Μη λαδωμένης.
Όχι αλάθητη.
Καρτερική περισσότερο.

Ενόσω η θλίψη
Πνίγεται
Με υγρές,
Θεσπέσιες,
ουσίες.
Μήπως το χάδι υποχωρήσει
Από την κλειδαρότρυπα.

Τα φρεσκοπλυμένα σεντόνια,
Περιμένουν
Ένα: σ’ αγαπώ.
Μια ειλικρινή στάση.
Κάθε χρόνος προσπερνά,
Και οι άδικοι,
Οι απρόσωποι,
Δεν τιμωρούνται.

Η νύχτα προχωρά,
Το φως στο δωμάτιο,
Μου δίνει ελπίδα.
Μια ξένη φωνή,
Φαντάζει μουρμούρα,
Κουρασμένη όπως είναι.
(ο χρόνος προσπερνά
Και κανείς, δεν στέκεται,
Να δει τον εαυτό του).

Σαν μητρική γλώσσα,
με δεκάδες αλλαγές και προσθέσεις
Ξεκινώντας,
Με μια ίδια συλλαβή.
(Στη μικρή μας “πόλη”
Κανείς δεν πρόκειται να σ’ απειλήσει,
πως σε πέντε λεπτά,
θα πεθάνεις,
Άρα πρέπει,
Να ικανοποιήσεις τα αιτήματα του).

Όλοι αυτοί οι απρόσωποι,
που πιστεύουν,
Πως τα προβλήματα των ανθρώπων,
Τα λύνει,
Ο Θεός.
Γι’ αυτό,
Και Αφήνει, να πεθαίνουν καθημερινά,
30000 παιδιά.

Γι’ αυτό και δεν σιωπούν, οριστικά,
Οι βλάσφημοι –παντός τύπου.
Γι’ αυτό
Χάνουν το εφάπαξ τους ή όποιες οικονομίες,
Εν ριπή οφθαλμού
Λόγω εξαπάτησης,
Τίμιοι, συνταξιούχοι.
Γι’ αυτό, Αγαπά τόσο εμάς,
Ώστε
μας “Επισκέπτεται” με στοργή,
Σπάνια,
Στην ζωή μας.

Πιστεύετε μόνο
Στην ξένη βοήθεια,
Που δεν φτάνει ποτέ,
όπως η πρόσκαιρη ελπίδα
(όχι με πρόγραμμα, σαν ωορηξία)
όχι, όχι έτσι.
Επειδή,
Όσοι έχουν λίγο μυαλό στο κεφάλι τους,
Θα αφήσουν τον Παντοδύναμο
Ν’ ασχοληθεί με σοβαρότερα περιστατικά,
Απ’ την βολεμένη και άνετη
Ζωή τους.

(Εγώ δεν είδα,
Κανέναν
που ήθελε πραγματικά να δουλέψει,
Με κανονικό μισθό,
Να βρίσκει εργασία.
Ή ν’ απασχολείται δημιουργικά,
Με όρεξη)
Η ζωή σε φέρνει εμπρός στους φόβους σου
Έστω κι αν είναι,
Εκείνα τα βρομόσκυλα,
Που κυνηγούν τους ποδηλάτες,
Προς τέρψη των άφιλων αφεντικών τους.

Και αφήστε κατά μέρος,
Αυτές τις αηδίες,
Πως η Μεγάλη Δύναμη,
Βοηθά,
μόνο όσους βοηθούν τον εαυτό τους.
Αυτά,
Όχι σ’ εμένα.
Ούτε στους καθημερινούς μου πονοκεφάλους.
Σαφώς, ούτε,
Στη δίψα μου να προσφέρω,
Έστω και γραπτή ανάπαυση,
Εκεί που η φροντίδα έχει εκλείψει.

Επειδή μου αρέσει
Να είμαι οπισθοδρομικός.
Εναντίον,
όσων προκαλούν τα αδέλφια τους.
Εναντίον
όσων τα έχουν γραμμένα όλα,
Πουλάνε μόνο αυτό που έχουν: το σώμα,
Επειδή ο νους,
Μόλις ξεφούσκωσε.

Βλέπεις,
Είναι η εποχή
όπου ακολουθείς,
ότι απαιτούν οι πολλοί.
Οι σαλεμένοι
Οι αληθινά σαλεμένοι,
Με τις κατευθύνσεις βίου,
Οι οποίες αυτοεξυπηρετούνται
Άριστα.
Δεν έχουν χρεία
Από διαφορετικά “μπαχαρικά”.

Ναι, η ζωή είναι σκληρή
Αυτό ακολουθείτε.
Γιατί σας ενοχλούν τα σκληρά λόγια.
Η αλήθεια
που λες; Απαρνίζομαι.
Τραχιά όπως είναι.
Σωστό φρούριο.
Ελεύθεροι όπως είστε.
Να πυρπολείτε το κάθε τι,
Κι έπειτα να παραπονιέστε:
Είμαι μόνη, δεν βρίσκω άντρα.
Είμαι μόνος, χάθηκαν οι σεμνές γυναίκες.

Κανείς δεν σώθηκε,
Από κανενός είδους, θεωρία.
Ούτε και από τη θεωρία της ελευθερίας.
Μια ζωή λόγια
Και από πράξεις: μηδέν.
Λες: νοιάζομαι,
Μα αγνοώ τι αγαπάς.
Λες: σε υπολογίζω,
Μα σου επιβάλλομαι.

Τι μας πρέπει,
Μη περιμένεις από κανένα,
Να σου εξηγήσει.
Η ζωή μας
Δεν είναι σκοτεινή
-όχι ακόμα.
(τελείως).
Μοιάζει όμως,
Σα να ζεις σε μια σπηλιά,
Με άγνωστο αριθμό νυχτερίδων,
στην οροφή.

Δεν μπορείς να με ξαναχτίσεις.
Έχω συνηθίσει.
Όπως κάποιος που αγαπά υπερβολικά
Τον τόπο του,
Τον οποίο δεν εγκαταλείπει,
Έστω κι αν μολυνθεί με ραδιενέργεια.
Σκέψη,
Όχι μόνο, γηραιότερων.

Κάποιος
που έχασε το δρόμο του, επίσης,
Σκέφτεται έτσι.
Ιδίως
Αν κέρδισε κάτι,
στο παρελθόν,
που πλέον, όχι
Ζητά –δικαιωματικά-
Να του χαριστεί,
Δίχως κόπο.

*

Τώρα πρέπει να σιωπήσω,
Αφού,
Υπαρκτά όντα
-ορατά και αόρατα-
Βγήκαν
Και με πολεμούν.
Δεν αρέσει η αλήθεια
Σ’ εκείνους που εκφοβίζουν.

Ετούτο όμως,
Δεν τους σταμάτησε
Ποτέ.
Εξαπολύοντας τα σκυλιά της Αποκάλυψης.
Τα τσιράκια του Τόμπρα
Τους δορυφόρους των Εξουσιαστών.
Τους ψεκασμούς των φίλων..
Του περιβάλλοντος.
Καταπιεστές και κλειδούχοι.

Τώρα πρέπει να σιωπήσω.
Ίσως με βρεις νεκρό,
Το πρωί.
Τρομοκρατημένο.
Λυγισμένο.
Πετρωμένο. Ιδρωμένο.
Κοίτα να με σκαλίσεις ξανά,
Στο πρότερο μου σχήμα.

Γεράσιμος Μηνάς 2005

Οι πόλεις στον νου