Το Blog της αγάπης

Αγάπη για ποίηση και για άξια αξιοπρέπεια στις γυναίκες

Tuesday, April 01, 2008


Amy Winehouse

Είναι αυτά τα μάτια σου,

κι εγώ,

καθρέφτης,

στη λίμνη τους.

Βρίσκομαι στα σχέδια,

πάνω στο σώμα σου.

Σ’ εξερευνώ,

στο καθημερινό ημερολόγιο

Στην συγκίνηση του κοιτάγματος σου.

Είσαι η εγρήγορση

της ίδιας της ανθρωπιάς,

που μιλά: σταμάτα εμπρός μου.

Σ’ αυτή τη ζωή,

ήρθαμε για να μεγαλώνουμε,

τρυφερά,

Σα χρόνος που διακόπτεται,

στον νου,

Στιγμές που αφιερώνεσαι.

Κατάρτι σήκωσα,

στη λίμνη των ματιών σου,

Να σε δω να ποτίζεις με αγάπη,

νικήτρια,

το τώρα.

Το βλέμμα σου κράτησα,

σα να ερχόταν συνεχώς,

πάνω μου.

Σκέφτηκα να σε μεταφράσω,

κάτω από έναν ηλεκτρικό στύλο

του δήμου.

Έτσι όπως με κοιτούσες, στα δυό βήματα

Ένα φίλο,

κοιτούν,

τα μάτια σου,

στο ρυθμό της ζωής,

ή των τραγουδιών σου,

που με θρέφουν, σαν αντιβίωση.

Άλλη μια μέρα,

Ένας βίος,

Που δε σ’ έστειλαν σε μια βιβλιοθήκη,

να μελετήσεις.

Η ώρα πέρασε,

θα πέσει σα δορυφορική σύνδεση.

Σε χαρτογράφησα,

την ώρα,

που οι άλλοι, δεν κοιτούνε

καν, την ποιότητα του κακού,

που ασπάστηκαν,

Μα συ, Amy,

γλυκιά

και ανακουφιστικά ανθρώπινη,

σου χαρίζω τους συλλογισμούς μου,

Σα δροσερό ποτήρι, νερό,

Ανοιξιάτικα.

Τώρα που άνθισε η γλάστρα

μιας γνωριμίας,

με την ασυνήθιστη φύση,

της ανθρωπιάς.

Γεράσιμος Μηνάς 2008

Ο μοναχικός άνθρωπος

κάθεται στο δικό του,
το παγκάκι,
Αμέριμνος για ότι τελείται, γύρω.

Έχει τις παλάμες του,
σταυρωμένες, στα γόνατα.
ο μοναχικός άνθρωπος,

μπορεί να είναι μόνο
άντρας.
Μόνος του,

Αναμεταξύ
απείρου αριθμού,
ζωής.

Φυτεύτηκε σε αυτό το παγκάκι.
Σα μάτια ζώου,
πίσω από σίδερα.

Ειλικρινής με ότι είναι.
Σαφώς!
Κάθε πίνακας,

που αγνοείς
Τι αναπαριστά,
Βαπτίζοντας πρόχειρη,

Κάθε μοντέρνα, τέχνη.
Λόγος που ξεστομίζεται, εμπρός
σε τυχαίο πέρασμα, κάποιου,

Ενόσω τσακώνονται, δύο,
Αν θα φανεί στην πράξη,
ο όρος ελευθερία.

Στην πράξη,
καθετί, γύρω,
Ξεκολλημένο στη ζωή,

Από περιοδικού, σελίδα
Ή τέλειας εικόνας,
Προβαλλόμενων οπτικών, καρέ.

Σαν την ευγένεια, τρίτου προσώπου,
Αντικαθιστώντας προσωπικές σχέσεις,
οικογενειακού ενδιαφέροντος.

Σαφώς ένας γνωστός, μόνο,
σε σπάνια συγκυρία-διακλάδωση,
αδυνατεί να ελέγξει.

Να βάψει με έντονα χρώματα,
Κείνο το μοναχικό παγκάκι,
Γιατί ποιος σήμερα,

Ξοδεύει,
Για να ‘χεις, εσύ,
Αξιοπρέπεια;

Στο πρόσωπο
που εκδηλώνεται η λύπη,
Η συμφορά να είσαι άνθρωπος.

Αλλοδαπός
με την ίδια σου την εγχώρια,
ψυχή.

προτιμότερη η μίμηση κινήσεων
που προκαλούν γέλιο,
Παρά να πεις: είμαι μόνος.

Σε συνεστιάσεις, μόνο ζευγάρια έρχονται,
Κανενός η υποτιμητική παρουσία,
Ως μονήρης.

ο μοναχικός άνθρωπος είναι αγύμναστος
Με στάση-σκέψη,
Προς την ανορεξία.

Τιμωρία επερχόμενη, η απαξίωση για τροφή.
Ενόσω προσπερνούν, οι περαστικοί, την ιδιοκτησία,
Κοιτώντας συνεχόμενα, ότι ποτέ δεν θα κρατήσουν,

Φύλο προς φύλο.
Ιδέα ή σκέψη.
Φεύγουν να παραδεχτούν, κάπου μόνοι,

το στάδιο της αποξένωσης.
Μα εκείνος βρίσκεται εκεί.
Είμαι εδώ, δηλώνει η μοναξιά του.

Στο παγκάκι το μοναχικό,
που το πήρε πάνω του.
Κι όλο το μεταφέρει,

Δίχως στάση’
Τα δόντια του είναι κίτρινα.
Πρέπει ξανά να πληρώσει.

θα δει κινούμενα σχέδια,
που δεν τον πληγώνουν.
θα δει τους τοίχους.

Ως τη προστασία
Όλων των υπολοίπων.
θα σου μιλήσει, μόνο αν πεινά.

θ’ αποκαλύψει για τον εαυτό του,
Τη λύπη στα πρόσωπα,
όλων, γύρω του.

Ανήμποροι όλοι.
Ψυχές, όλοι.
Τυφλοί, κουφοί, αισθητήρια μπουκωμένα.

Αιωνιότητα η ιδιοκτησία της μοναξιάς.
Σύντομα θα τελειώσουν οι παροχές,
Μόνος του, μέσα του, αν το επιθυμεί, συζητά.

Ελπίζοντας σε ένα θαύμα
Με ξένες φωνές,
που είναι απλά, οι ψυχές των άλλων.

Ξαφνικά τον ακούς να γελά.
Τρώει πατατάκια.
Απλά είμαι παρεξηγημένος, μιλά.

Κρατώντας το ακουστικό
σε κάποιο καρτοτηλέφωνο.
Μήπως του πουν: καλοσώρισες.

Πόση αγάπη απαιτείται,
Ώστε οι όροι των σοφών,
Να δουν τα επιτεύγματα τους,

Γιατί κάποιος πρέπει να καθαρίζει τα παγκάκια.
Από μικρές αλήθειες.
Τίποτα πιο ασήμαντο

απ’ το να έχεις δίκιο.
Σαν έτοιμο φαγητό
που αγοράζεις.

Αναρωτιέται τώρα,
αν η νοσοκόμα με το ελαφρύ χέρι,
-εφοδιάζοντας αντιτετανικό ορό-

Είναι ικανή,
Να αλαφρύνει,
τις πρώτες φράσεις

Ή μένεις με το, ή
Γιατί ένα θηλυκό
Δεν είναι ποτέ, μόνη.

Αν είναι δυνατόν, γυναίκα όπου βρεθεί,
Να φλερτάρει χωρίς παύση,
Πουκάμισα

Που δεν φόραγε, μόνιμα, ποτέ.
Της βρωμάνε, των μοναχικών.
Γεννά μια έκφραση αηδίας,

Και πάει να φλερτάρει,
σα να ‘ναι κάθε μέρα,
Περίοδος Χριστουγέννων,

Να λαβαίνει η γυναίκα,
δώρα,
Ενώ δεν της αξίζουν.

Σα τα παιδιά
που μιμούνται τη συμπεριφορά των
φαινομενικά ενηλίκων.

Ευκίνητος ο άνθρωπος
στη διακίνηση χρημάτων,
Εκτός απ’ το να μη μισεί

τους κατώτερους του.
Το ακέφαλο καθισμένο σώμα,
στο παγκάκι.

Τίτλος σε καθετί:
Πατέρας, υπηρέτρια,
Φωνές με ονοματεπώνυμο.

Σαν τον φυλακισμένο γορίλα,
που χόρευε, κάνοντας πιρουέτες,
Γλιστρώντας επίσης, στο σφουγγαρισμένο, μόλις, κελί.

Η κοινωνικότητα είναι σα να ανοίγεις τα δώρα,
τα δώρα κάποιου άλλου,
Ενώ δεν χαρίστηκαν σε εσένα.

όπως τα καλοδιαλεγμένα γραφικά,
Οι ιστορίες που φουσκώνουν το κεφάλι,
Ωσότου να σε ρίξουν απ’ το κεφαλόσκαλο.

Μη πεις: αγαπώ ότι μου ταιριάζει.
Μη δεις τα μάτια σου και τα δεχθείς.
Στο ακέφαλο σώμα.

Στα λέω τώρα, μιλά από μέσα του,
Μήπως ακούσουν μόνο όσοι διαθέτουν
υπερφυσική ικανότητα,

Να γίνονται αληθινοί φίλοι’
Ξαλάφρωσε η καρδιά
τον πόνο

στο χαρτί,
που νεκρό ήδη –ως πριν, δέντρο-
Αντέχει πλέον, τα πάντα.

Μη παραπονιέσαι γιατί δεν νοιάζονται,
ακούστηκε η βάρβαρη αύρα,
του πολιτισμού

που έχουνε χτίσει.
Όλα διατίθενται σήμερα, σε νάιλον, πλαστικό,
Να μη λερώνονται τα χέρια.

Ίσως ο άνθρωπος να είναι
άνθρωπος,
Μόνο σαββατοκύριακα.

Ίσως να διακόπτει,
Ενόσω τον αφήνουν ήσυχο
-τριτοκοσμικές, εκόνες:

Το παγκάκι.
ότι αναπνέει, κτυπά η καρδιά του.
Ασταμάτητα.

Να μιλάς πάντα, με σωστή γραμματική.
Ακόμη και στη σκέψη σου.
Θαρρώ είναι απαράβατος όρος.

Σα να λέμε: περίμενε να αγοράσεις, μόνος σου,
μια τακτοποιημένη, οικο-διακόσμηση,
στην εποχή ενός διαφημιζόμενου πλούτου,

κι ανέσεων εγωιστικών,
Γιατί χωρίς χρήμα,
Τίποτα δεν κινείται. Δε παίρνει μπρος.

ο κόσμος.
Δίχως συμβουλές,
μοναχικών.

Σα να προσπαθείς να πληγώσεις
έναν χοντρό κορμό, δέντρου,
με τα δόντια σου, μόνο.

- * -

Τι μπορείς να δεις, πίσω από μια κουρτίνα.
Ίσως είναι ο ίδιος σου ο εαυτός,
που φοβάσαι.

(Όλα όσα βλέπεις,
κι αυτόματα, γίνονται φράσεις,
σε κάποιο ανυπόμονο, ποίημα).

Όταν κοιτάς έναν μοναχικό άντρα,
Κοιτάς, μόνο,
Αν καθάρισε τα αυτιά του. Γελάς ειρωνικά.

Χαιρέκακη η γνώμη σου.
Ούτε καν ακουμπά το παγκάκι.
Λείπει χώρος για ψεύτικο πόνο.

Απογευματίζει.
Κάτι στάζει στο μπάνιο.
Τόσα νιάτα, πάντα, εκεί έξω.

Πλησιάζει το θηρίο της μοναξιάς.
Κρατά στα χέρια, το κεφάλι.
Κάνει λάθος. Βιδώνει αντίστροφα. Είναι δυνατόν;

Το κεφάλι κοιτά μια πλάτη.
Το ρούχο που τη καλύπτει.
Τον τοίχο που δεν ακουμπά.

Η ζωή δεν είναι για τους δειλούς:
πρέπει
να πεθαίνουν.

Κάψτε τα παγκάκια!
Μην αφήνετε να σας παρασύρει
η αδυναμία τους.

Η μοναξιά πρέπει να συνοδεύεται από χρήμα.
Πληρώνεις μια γραμμή πορνό,
όπου σε δέχονται όπως είσαι.

Το φυσικό φως, χαμηλώνει.
Οι άγριοι χαίρονται κατά ένα, δικό, τρόπο.
Γεννητικά όργανα προετοιμάζονται προς συνουσία.

Τούτο το κρέας κι αν κοπεί,
δεν φτάνει ούτε για…
Σκέψου το χρήμα. Όσους αφεντεύουν.

Είναι κι ο αέρας, γι’ αυτούς,
εμπορεύσιμος:
Ανέπνεε μόνο αν εργάζεσαι,

Το παγκάκι είναι για τους αξιολύπητους.
Δεν το ελέγχουν, γι’ αυτό.
Με το ζόρι τίποτα δεν γίνεται.

Μόνο τα έτοιμα δεν αντιδρούν.
όσα πωλούνται εκεί απέναντι.
Δεν υπάρχουν μοναχικοί άνθρωποι.

οι συμβουλές μας,
Αναρρώνουν την αρρώστια αυτή,
Σε κάποιο σπίτι, κρυμμένη.

Σα σε καύκαλο γιγάντιας χελώνας.
Σπίτι και πλάσμα, ένα και το αυτό.
Σπάνιες προσωπικότητες.

- * -

Το ηλιοβασίλεμα
θα βρίσκεται ξανά,
πίσω από τις διπλανές πολυκατοικίες.

Πίσω από επόμενες,
Σειρές ατελείωτες,
Ώσπου κάποιοι τυχεροί,

Κατηφορίζοντας η γη,
Δούνε τα χρώματα,
Δωρεάν όπως είναι πάντοτε.

Αν αντέξεις τη μοναχικότητα τους.
Σαφώς όπως αρνείσαι το καλό
Ή τα πρόσωπα

που ίσως βοηθήσουν,
Να βάψεις με νέο χρώμα,
κείνο το παγκάκι.

Εκτός από τι σκέψεις ενός μοναχικού άντρα.
Μη τις γνωρίζεις.
Δε σ’ αρέσουν αυτά τα ποιήματα.

Τόσα
που χαρτί δε τα είδε,
Δεν τα ενημέρωσε, κανένα χέρι,

Μοναχικού.
Γιατί είναι βαρύ το βλέμμα.
Σα φέρσιμο, αγενές, άστεγου,

Που απορείς: γιατί αρνούνται, βοήθεια.
Γιατί αρνείσαι το άρωμα
που σ’ αρέσει να μυρίζεις.

(Όπως οι σπανιότατες, σπανιότερα σπάνιες, σπάνια,
στιγμές,
που μια γυναίκα, σχεδόν φορές,

Ακουμπά, πάνω σου, όρθιοι, -ξαφνικά-
Στο λεωφορείο
που κλυδωνίζεται στις λακκούβες.

Ως αναπλήρωση! της ζωής,
για το φυσιολογικό
που σου λείπει,

Να σε συντροφεύει μια γυναίκα,
Που επιθυμία της είναι να σε αγγίζει,
Τρυφερά).

Σ’ ενοχλεί, αλήθεια,
Τόση αλήθεια.
Εξάλλου σε πόλη, ζούμε.

Σα να μην αποκαλύφθηκε, ποτέ,
Κείνο το πλευρό.
Τι ήταν το τώρα και πως άλλαξε.

Άλλαξε;‘
Είναι πιο χαρούμενο το χάραμα;
οι μοναχικοί δεν έχουν γονείς.

Οι μοναχικοί είναι μόνο άντρες.
Οι μοναχικοί είναι η φωτοτυπία,
που τσαλακώνεις, στην τσέπη τοποθετείς.

Χωρίς σεβασμό’
Οι μοναχικοί είναι οικογένεια από μόνοι τους.
Οι μοναχικοί δικάστηκαν,

Μόνοι τους.
οι φωνές των γειτόνων,
φοβίζουν τόσο.

ο μοναχικός επικοινωνεί,
όπως ο σκύλος στο μπαλκόνι,
Με άλλον, σε διαφορετικό οικοδομικό, τετράγωνο,

που ούτε καν, βλέπει.
«Αναρωτιέμαι τι λένε».
ο άντρας ανάβει το φως,

Και κάπου, μόνος, σκέπτεται,
Τι να ‘ναι αυτό, να προκαλέσω κι εγώ,
Να γίνω διάσημος στη γειτονιά.

Προσκαλεί όλο το ρεύμα των τοίχων,
Ως ενέργεια που του έλειπε,
Κι ύστερα, αμέσως,

Καταπίνει.
Να πάρει θάρρος,
Ν’ αρμέξει την γελάδα της ζωής,

Μα τη βυζαίνουν, τόσοι πολλοί,
Που ξέχασε κι αυτή, το όνομα της.
Αποτρέλανε. θέλει να ξεφύγει.


ο μοναχικός δεν θα βγει, βράδυ Παρασκευής
Σαββατοκύριακου,
Μήπως και συναντήσει καλοντυμένους ανθρώπους,

Που πάνε σινεμά.
Καλύπτουν αποστάσεις σε πεζοδρόμια.
Παρατηρείς χαρά στα πρόσωπα τους.

όχι, δε θα βγει αυτός.
Τίποτα προσωπικό, πια, δεν κρύβεται.
Κείνοι που στράγγιξαν την αγελάδα.

ο μοναχικός ακούει τα σκυλιά,
Έντονα να καλούν το ένα το άλλο ή να μαλώνουν.
Τ’ ακούει,

Ενόσω στον ουρανό
αρχίζουν να φαίνονται οι πλανήτες
Και οι μακρινοί γαλαξίες.

ο μοναχικός δεν κάθεται στο μπαλκόνι,
ούτε το καθαρίζει.
“Φορά” μουσουλμανικό μανδύα,

τύπου, μοναχικού,
που είναι και στη μόδα,
Μα κανείς δεν το παραδέχεται δημόσια.

Μήπως κρύψει, ατέλειες του,
Που τον οδήγησαν,
Εμπρός στα ψηλά τείχη του κάστρου τους.

Αναρωτιέται,
αν οι πόρνες στη γραμμή,
τον κατανοούν.

Εξακολουθεί να φαντάζεται’
Βαρέθηκε το σέξ τους, της απλυσιά,
Το θόρυβο, την ηρεμία, τα πρέπει, τα μη

Που τον αποδιώχνουν,
Από ένα μακάβριο τέλος
Που θα έλυνε το πρόβλημα.

Τον είδαν ως πρόβλημα.
Τον θέλανε όμως, ορισμένοι δικοί του,
Γιατί το να μην τους μιλά,

Τους μετέτρεπε σε υποδεέστερους, από άλλους
Που τα έχουν όλα.
Εκτός από ειλικρίνεια.

Ο άντρας συλλογίζεται αν πρέπει να βγει:
Να πέσει στις ρόδες, τροχοφόρου οχήματος,
ή να αυτοκτονήσει χωρίς να το κοινοποιήσει.

Οραματίζεται αγορές.
Τον χαρακτήρα που δεν είναι.
Το κρέας του

που δε θα φάει
καμιά γυναίκα.
-ευτυχώς.

Σηκώνεται να ξυριστεί.
Μπάνιο άλλη ημέρα.
Δεν τον κάλεσαν για σέξ.

Τα γράφει αυτά δίχως κατάρες.
Τα γράφει.
Μόνο.

Μήπως αισθανθεί σπουδαίος
Που γέννησε ιδιαίτερης έμπνευσης,
Στίχους.

Μια ξαφνική στο σβέρκο καρπαζιά,
Γέννησε τη θλίψη,
Μέσα στην οποία, μόνο, επιτρεπόταν, αυτός, να κολυμπά.

θα γράψεις και άλλο;
Φαντάζει ανούσιο, απάντησε,
κι έπεσε να κοιμηθεί. Από τις 6 το απόγευμα. Χειμώνας.

Να καυχηθεί τον ευαίσθητο.
Πάει να κατουρήσει’
Υπάρχει;

Γεράσιμος Μηνάς 2007

Διάθεση ψυχής






Ο εγωιστής

άνθρωπος,

Ποτέ δεν θέλησε να ενημερωθεί,

για το παρελθόν της ανθρωπότητας,

Έστω μέσω παλαιών φωτογραφιών.

Πιστεύει, άκουσον άκουσον,

Πως όλοι, είναι λευκοί.

Γι’ αυτό και οι υπόλοιποι,

δεν αξίζουν: τσιγγάνοι, μαύροι,

Πακιστανοί,

σκουρόχρωμοι αλλοδαποί.

Το θέμα είναι!

πως θεωρεί λευκούς,

Μόνο όσους –από τους λευκούς,

δεν είναι λεκιασμένοι,

γιατί προφανώς

αδιαφορούν για τον εαυτό τους.

Σου δίνει οδηγίες:

Μην είσαι αυτό που θες.

Εγώ όλα τα ξέρω,

μα να πάνε να πνιγούν,

οι υπόλοιποι.

Εννοεί οι αλλοδαποί.

(Αγριεύει μόνο στους δικούς του.

Που ονοματίζει ως άδικο

Να αγαπάς)

Τον υπόλοιπο κόσμο,

ανά τη γη.

Γιατί να νοιαστώ γι’ αυτούς;

-ακούς να φωνάζει, μέσα του.

Δεν τον αγγίζουν καν,

οι σπαρακτικές κραυγές,

Λίγο πριν τον βομβαρδισμό,

Άδικων δολοφονιών,

Ή να κολλά κάποιος, AIDS,

Βιάζοντας στον δρόμο,

ορισμένοι ανώμαλοι.

ο εγωιστής,

Περιφέρεται με το ξυρισμένο κεφάλι

Των απόψεων του.

Δεν μελετά καν, αλλοδαπές παραδόσεις.

Τα βρίσκει όλα εδώ.

Θεωρεί φυσιολογικό ν’ αγνοεί,

Αν πρακτικά άλλος λαός,

ζει ή πεθαίνει.

Τα αισθήματα ενός ανθρώπου,

Που έχει ήδη ξυπνήσει,

σε άλλο ημισφαίριο της γης.

οι καθημερινές διεργασίες,

χωρίς τα αναγκαία, συνήθως.

- . -

ο εγωιστής άνθρωπος, αν μπορούσε,

θα κλωνοποιούσε το ίδιο του, το δέρμα,

Και ως αντίγραφο – καλούπι

-έχοντας γδάρει, αρχικά-

Χωρίς ..πόνο..

Θα σ’ έντυνε νέο υποχείριο.

(Την ψυχή την ξεσχίζουν

όπως και να ‘ναι).

Μήπως -συνεχίζω-

Ξεπαστρέψει την ιδιότητα του χαμαιλέοντα

σε εσένα.

Να προσαρμόζεις κάθε επόμενο σου βήμα,

Βάση της φιλοσοφίας σου στη ζωή.

Διαφορετικά να ψάξεις να βρεις,

γραμμές τραίνου,

να φύγεις.

Η πιθανή, απίθανη, ευκαιρία σου,

Να καρπωθείς από πρώτο χέρι,

Το δικαίωμα άλλων χωρών,

Να επιβιώνουν.

Πολιτισμός,

δεν είναι δύο πράγματα, μόνο:

ο Λαζόπουλος στην Ελλάδα,

και η ανακύκλωση.

Είναι να δίνεις τιμή,

σε όσους πάτησαν, γη,

προηγούμενους αιώνες.

Πλησίασε να τους δεις, σε άλμπουμ

Φωτογραφικά,

ατόφιους σε κάθε τους βήμα.

Γιατί αν τους φωτογραφήσεις εσύ,

Τώρα δυστυχώς,

είναι αργά.

Χάθηκαν τα χρώματα.

Εγωιστή

άνθρωπε,

Βιάζεσαι να θυμώσεις.

Ρόπαλο ισχυρό, η φωνή σου.

Αφανίζει.

- . -

Τι κρίμα να μη ζουν, όσο ζούμε εμείς,

όσοι αξίζουνε άπειρη αγάπη

Γιαγιά ή παππούς, συνήθως,

Δικοί μας.

- . -

οι αλέκιαστοι λευκοί

είναι όσοι δεν είναι ανάπηροι,

μα ..δικαιούσαι.. να τους υποτιμάς,

Γιατί τους περιόρισες εντός συνόρων.

Εδώ μιλάμε

για το δίκιο

Εκείνων που φύγανε

Από τον δικό τους τόπο

(όχι για το νεγκλιζέ της πεθεράς,

εμπρός στον γαμπρό).

Η ελευθερία τελείωσε.

Γιατί στέκει ακόμα,

κείνο το άγαλμα;

Κοντά στα παράλια

της Νέας Υόρκης;

Φαίνεται πως μόνο η φτώχεια

είναι ελεύθερη. Γιατί δεν έχεις δυνάμεις

να αντιδράσεις

(εύκολο δηλαδή, πλέον,

το τσιμεντάρισμα).

Πιότερο να χαμογελάς,

Μες την άγνοια,

Παρά να μαθαίνεις

Τι γίνεται παραέξω.

Θα ξεχάσω λοιπόν,

οτιδήποτε με αφορά,

Μένα τον ίδιο,

Δίνοντας γραπτή τιμή,

σε καιρούς

Παρελθοντικούς.

Έτσι.

Εγωιστικά.

Πως έζησαν, πολύ παλαιότερα, οι λαοί,

Χωρίς mp3, ή τηλεοπτικές αηδίες.

Πλάθοντας μόνοι, τα ζυμαρικά

που μύριζαν γη,

κι η γεύση διέρρεε

Καθώς η φυσιολογική έλξη.

Λείποντας οι ξανθιές, τα κινητά,

οι γαλακτωμένες επιδερμίδες

Που γεννούν

Ανίερους πόθους.

πολύ παλαιότερα,

Δικαιούσουν να ‘χεις,

Ότι πρόσωπο επιθυμούσες.

Με όποια ρούχα, πάνω σου.

Συνήθως σκονισμένα

-μα τότε τα ρούχα

δεν έκαναν τον άνθρωπο,

παρά το λέγειν,

και η καρδιά.

Πολύ παλιά, ναι,

Συνέβαινε τούτο.

Ενόσω ήσαν θαμποί ακόμα,

οι φωτογραφικοί φακοί.

πλάθοντας ενήλικες μαριονέτες,

όμορφες και απλές,

σαν παιχνίδι μικρού παιδιού’

Ενόσω καλυπτόταν, με ένα πράγμα.

Πλησιάζοντας, άμεσα, για παρέα.

Τότε που ο τόνος της φωνής

των αντρών, ήταν βαθύς και τρυφερός.

Των γυναικών,

σαν σμήνος νεαρών πουλιών.

Τότε που οι κόρες των οφθαλμών,

Ήσαν οι φωτογραφικοί φακοί.

Λείποντας οι περισπασμοί,

κάπου, ναι, και η αρμονία,

Αν δεν έλειπαν οι βοναπάρτες.

Τουλάχιστον οι άνθρωποι

Αγαπούσαν τη φύση,

όντας οι περισσότεροι,

αγρότες,

Οργανωμένοι για το καλό,

της τοπικής, κοινωνίας.

Καθένας αυθεντικός στο είναι του.

Χαρίζοντας με αγάπη, η φύση,

το ελάχιστο της, ως ξυλεία ή βότανα,

στους τοπικούς

κωπηλατικούς

ρυθμούς,

Μιας διαβίωσης,

που ξυπνούσε,

Διακρίνοντας

ορίζοντα.

θα φτάσουν οι γραμμές του τρένου,

ως εδώ;

Θα ρθούν να τους κεράσουμε,

στα πανηγύρια μας;

οι τοπικές ενδυμασίες,

σκονισμένες.

Τουλάχιστον είχαν παραδόσεις.

Κοινωνικοποιούνταν ειρηνικά, μέσω αυτών,

των διαθέσιμων πόρων, Πολιτισμού

και ανθρωπιάς.

Δεν ξέρω πότε οι άνθρωποι

σκέφτηκαν να δημιουργήσουν στη γη,

σύνορα.

Φαινόταν αδύνατη η αποδοχή,

Να πολεμήσεις κάποτε,

για καθαρό, πόσιμο, νερό.

Σαν την ευδιάκριτη έκφραση, προσώπου,

Που πολύ παλαιά,

Ήταν το μόνο σημαντικό στη ζωή.

Η παρουσία, το θέλω, η ματιά,

Του ημερωμένου, τοπικού είδους, ζωντανού.

Αποκομμένοι, οι ταπεινοί,

Από τη διαφημιζόμενη πονηριά

-λείποντας το χαζοκούτι.

Ωραίες εποχές, τότε.

Προτού οι ψευδοπροφήτες

Και η τεχνολογία

Δημιουργήσουν τον όρο: μοναξιά.

Έχοντας τη τώρα, ως υπερφυσική δύναμη.

Ξεχνώντας σήμερα,

Οι ατομικοί φακοί,

να σταθούν στις εκφράσεις.

Πλέον βαπτίζουν τέχνη,

Καθετί σπάνιο,

Που επιμένει,

ανεπιτήδευτο.

Το βήμα αναγνώριζε, τότε,

τον ιδιοκτήτη του.

Έχοντας καθένας, όνομα.

Πολυτέλεια τότε,

ήταν μόνο η συναναστροφή.

(Όχι η plasma οθόνη,

ή ο πολυκάναλος ήχος).

Πως ξεχωρίζουν οι αληθινοί

από τους εγωιστές.

Οι τωρινοί

από τους δημιουργημένους.

Κείνοι

που στην κατοχή τους,

περιορίζουν την χρήση,

κείνου του κάτι.

αυτοί

που θα εξηγήσουν

Τη διαίσθηση του ποιητή.

Φυσικά,

διευρύνοντας ένα θέλω,

Να διαγράψεις το παρόν.

- . -

οι ανοιχτές πλατείες.

Η πίστη στον ένα, Θεό.

ο σεβασμός σε πράγματα

και ψυχές.

ο πολιτισμός των φτωχών,

ή κατοίκων,

σε απομακρυσμένες περιοχές,

Δεν έχει καμία σχέση,

Με τον “πολιτισμό”

Αγοράς κλειτορίδας,

καθώς και το γδύσιμο,

Όπου βρεθεί, κι όπου σταθεί,

Γυναίκα, σήμερα’

Καμία σχέση,

Με το να ετοιμάσεις

Με τα ίδια σου τα χέρια,

μια πίττα

Ή η αίσθηση να ξυπνάς,

Σε ένα σπίτι

ενόσω δε σε ενδιαφέρουν τα δήθεν

Ή η διαφήμιση της καθέλκυσης

κάθε τι, τριγύρω.

Σε μια Κοινωνία,

όπου θέση έχει μόνο,

το καλύτερο σχήμα,

πισινού,

Ή μεγέθους, γυναικείου μαστού.

Να γίνονται φίρμες,

νοικοκυρές.

Οι οποίες δεν πρεσβεύουν,

Μήτε τέχνη,

Εγκράτεια,

Αξίες,

ή αυτό που ο ίδιος

δεν αναφέρω ως νους,

Ως έχει χρεία αναφοράς. Δηλαδή μηδέν.

Κείνος που προσφέρει,

Χωρίς να γνωστοποιείται.

Το μέλι που απολαμβάνουμε,

Χάρη στη εργασία των μελισσών.

ο γονιός

που αναγνωρίζει

Πως θα μπει σε έξοδα,

Φέρνοντας μωρά στον κόσμο.

οι άνθρωπου

που ως αντίθετο σου φύλο,

με μια ματιά,

αξίζουν ένα τρυφερό χάδι.

Σχεδόν αδιάκριτο,

Τόσο απομακρυσμένοι,

Ατομικά,

καθένας

στην τρέλα του,

Ή στο πάλκο

που αποκαλεί

Ζωή

Έμφυτη,

στης Πατρίδας του, τις παραδόσεις,

Ως ακούσματα γλώσσας, διαλέκτου,

πιότερο στιγμές.

Με μόνη συνέπεια,

Να φορτώνουμε τον κάδο των σκουπιδιών,

Ξεχνώντας πως κι ο άλλος,

έχει πρόσωπο.

Μεις όλοι,

που χτίζουμε εύκολα, παντού, σπίτια,

Ελπίζοντας έξω από αυτά,

Να μας προσέξουν.

Σε ανοιχτούς χώρους

Να βρεθώ,

μήπως αισθανθώ λίγος.

Όπως ο ήλιος

που θαμπώνει

ότι δεν πρέπει να δίνεις σημασία.

Μόνο δικαιωματικά.

Αναρωτιέμαι,

αν μαζευόμαστε όλοι, πάνω στη γη,

Πόσα στρέμματα θα πιάνανε τα σώματα μας,

Όρθιοι.

οι σκέψεις μας,

αν εν προκειμένω,

από φόβο,

Παύανε.

όλοι εκείνοι

Που υπήρξαν

Πριν από εμένα,

Φωτογραφίες, ζωές, ασπρόμαυρες.

- . -

Το αχνό σαν ομίχλη,

Πρωινό φως,

δεν επιθυμεί να σου εξηγήσει,

το γιατί.

Ίσως είναι παραλία,

στην οποία κάμανε το μπάνιο τους,

Χιλιάδες,

Πριν των τωρινών την επιθυμία,

Να βραχούν στη θάλασσα.

Ίσως είναι φιγούρα μοναχικού,

Απόγευμα χειμώνα,

Τρώγοντας τον ίδιο το χρόνο,

μήπως μυρίσει τη μερίδα φαγητού,

και πει, η ζωή αξίζει.

Είναι τα λόγια,

που δεν άκουσε κανείς,

Σα το τρυφερό βλέμμα,

Που το αποφεύγουν.

Βγαίνοντας να ψωνίσεις στα ψιλικά.

Βράδυ χειμώνα.

Με απίστευτη κίνηση,

Ζωής,

που ηθελημένα αποστρέφεις,

ψυχή,

Καρδιά,

Το ονοματεπώνυμο,

που χαρακτηρίζει,

-κάτι-

Πέρα από το πόσα κιλά, φαίνεσαι,

Ή τα ρούχα, απλά,

Σε παχαίνουν.

Ή το δικαίωμα να υπάρχεις.

Αυτό το λίγο που είσαι ζωντανός.

Στη γη και κάτω

από την οπτική όρεξη,

του ουρανού.

Σοφές ενδείξεις,

που καθορίζουν την προσωπική μας γωνία,

συμπεριφοράς.

Δς,

Ναι εγωιστή…

ευαίσθητου

Που τα μάτια του μιλούν:

Είσαι γλυκιά, ντροπαλή,

Και δέχομαι να υπάρχεις.

Το εννοούν τα φυσικά στοιχεία,

Και χαρούμενα

σε δέχονται κι αυτά.

Η χαρά να είσαι,

Να δίνεις

χωρίς να αποκάμεις.

Κρατώντας φιλίες

που δεν παρεξηγούνται.

Ως διαφορά ηλικίας,

Μα που να καταλάβουν

…οι μη κομπλεξικοί.

Οι: κινητή εγκυκλοπαίδεια,

Στρωτής συμπεριφοράς.

Όσοι χαμογελούν

μόνο αν δουν,

γυμνό,

γεννητικό όργανο.

Τι υγιής εγωισμός.

(Το συζητάνε, επίσης,

τώρα γιατί, δεν γνωρίζω.

Ίσως γιατί λένε ψέματα τα χέρια,

Εκεί που στα μάτια, επέρχεται

Κορεσμός).

- . -

Η αδιαφορία

Του να έχεις ονοματεπώνυμο,

Γιατί το ν’ αγαπάς,

Τώρα,

είναι για όσους χρησιμοποιούν,

το υπόλοιπο 90% του εγκεφάλου.

Αναρωτιέμαι –ξανά-

Αν μια ντροπαλή κοπέλα,

Γίνεται φίλη σου,

ή σε σκέπτεται μόνο ως σύζυγο.

πως φτάσαμε οι άνθρωποι,

Να αποφεύγουμε, ότι μας κάνει καλό.

πρέπει να βρω αυτό το φυσικό αναισθητικό,

Που παράγει ο οργανισμός,

Αναγκάζοντας μας, να κοιμόμαστε,

Μήπως ηρεμήσω τους ανθρώπους,

από τα πάθη τους,

Ενόσω τα αντικαθιστούν,

Με τα αληθινά, θέλω’

Κοροϊδεύουμε την όψη του άλλου,

Παραπονιόμαστε, μόνοι, σπίτι,

Για το φυσιολογικό

που λείπει,

από την αγκαλιά –ξυπνώντας φορές-

του μοναχικού εγωιστή.

Ή να πιέζεις τον άλλο:

αγάπησε με.

Τώρα,

που μπορώ.

Ενόσω παραλείπω;

Ελαττώματα σου.

Ενόσω δεν πέφτουν διαφημίσεις.

Για κείνο που σε διαλέγουν οι άλλοι.

Η αγάπη είναι,

όπως το παράδειγμα του ενήλικου ατόμου,

Που χαίρεται, ως παθών, ατυχήματος,

Όχι τόσο σοβαρής μορφής,

Ώστε να μην αναγκαστεί,

Να πλένουν, τρίτα χέρια,

ένα σώμα

Που του απαγορευόταν,

Να είναι ενήλικο.

Η αγάπη είναι,

Όπως η κενή θέση,

στο διπλό κρεβάτι.

Προσωπική γνώμη

Είναι ν’ απομακρύνεσαι,

Από ένα σπίτι που ως ανώτερος, υποτιμάς,

Γιατί τσακώνονται ανοιχτά, εμπρός,

Κι έπειτα, αν τύχει,

Ανταλλάσσουν συγνώμες.

Βρίσκοντας κάτι καλό,

αφημένο από ξένο,

κάπου

μες στο σπίτι,

Γνωρίζοντας πάραυτα,

πως ο παρείσακτος,

Αφήνει σε τρίτους,

Κάτι καλό,

Λείποντας απ’ το κουφάρι τούτο,

Ισχυρό φερμουάρ,

Να μη διαρρέει η ζέστη,

που διασκεδάζει τη καρδιά,

Διατηρώντας τη

Πανανθρώπινη.

- . -

Τις προάλλες είδα στο δρόμο,

Κάποιον που διάβαζε ένα βιβλίο,

Και μου ‘πε:

- Για μένα, αυτό είναι, μόνο, ζωή.

Σα τις στιγμές

που αφήνεις,

Να διασκεδάζουν,

Δίχως να τους φορτώνεις,

Με τα προσωπικά σου, προβλήματα.

όποιος δεν έχει μια αγάπη,

Κόσμος είναι, μια ταινία

Ευαίσθητη,

Πιθανόν, μια παλιά,

Με τη Μπάρμπαρα Στρέϊζαντ.

Τόσο σπινθηροβόλα και ζωντανή

Ταλαντούχα,

Άνθρωπος πάνω απ’ όλα,

Που δεν φαντάζει ουτοπία,

Το όνειρο που χαρίζει

Η παρουσία της στο δωμάτιο.

Ναι.

Στο δωμάτιο.

Όπως όσοι

δεν μπορούν

να κοιμηθούν, αληθινά,

μόνοι.

Σαν όλους αυτούς

που δεν πίστεψαν σ’ εσένα.

Σ’ όποιο σου χάρισμα

(Σα το πόσιμο νερό,

που απαξιείς να ευχαριστήσεις,

Πως,

από χιλιόμετρα μακριά,

φτάνει σε ένα δωμάτιο

Σπιτιού, τελικά,

Κρύου,

Όπως η μετακίνηση, έξω, χειμώνα μήνα).

Όσοι θα πάνε για ύπνο, ξανά,

Δίχως χάδι,

της μίας σου αγάπης.

Το δροσερό νερό

Που βρίσκω εδώ δα,

μες το ποτήρι, στο γραφείο, εύκαιρο.

Να ‘χει άλλος, όνειρα, σπάνιο,

Σαν βιολογικά τρόφιμα

Που πωλούνται ακριβά.

Σαν τον ψίθυρο

Που ακούνε δύο μόνο, σπίτι.

Να μην υπάρχει κατάλληλη ώρα,

να γεννά μια γυναίκα.

Ή να χωρίζεις’

Μια ταινία σε παραπλανά,

Ως προς την αληθοφάνεια,

ακούγοντας ήχους,

να φεύγουν, αριστερά, δεξιά

Εκτός από τα παχιά συναισθήματα,

Που σα τα σκυλιά π’ ακούνε μόνο τα ίδια

Το κάλεσμα της σφυρίχτρας τους,

Παρομοίως μεις οι ελάχιστοι,

Απορροφούμε την ένταση των στιγμών.

Η αγάπη

είναι για όσους, απόψε,

Θα σκύψουν το κεφάλι

και θα παραδεχτούν: έχεις δίκιο,

είμαι μονός αριθμός.

Η αγάπη είναι για όσους

τη μαθαίνουν –όχι με παπαγαλία στο λύκειο-

για να ‘ναι σίγουροι

Πως θα αφεθούνε.

Αν αρκεί να αγαπάς

Μόνο

με τα μάτια.

Ή να φαντάζεσαι πως περπατάς, έξω,

Με τη σκέψη,

πως κάποια θα σε κοιτάξει.

- . -

Τι να κάνω για ένα χαμόγελο σου;

Εννοείται

αν

είμαι

ερωτευμένος,

Ανθοστόλιστη μου, εσύ,

Γλυκιά,

Σα χάδι που λείπει, βραδινό πάλι,

Χειμώνα.

όλες οι στιγμές,

που φωτίζονται μεταξύ δύο,

Επειδή απλά της απευθύνεσαι

μ’ ένα βλέμμα μοναχά.

Την κοιτάς σε μια της, συνήθεια.

Αν είσαι ικανός να σταθείς στο πρόσωπο της

Παρά σ’ ένα της οπίσθιο,

Περπατώντας.

Όλα τα τρυφερά λόγια,

Που χύθηκαν σ’ εκατομμύρια επιφάνειες,

χαρτιών,

Σα τα στάχυα που κουνά ο άνεμος,

Μα συ δεν βρίσκεσαι εκεί,

Να μιμηθείς με το σώμα σου, σα παιχνίδι,

Την κίνηση.

Στα λέω τώρα που ‘μαι ειλικρινής,

Γιατί τούτη είναι η φύση του ανθρώπου.

Απλά δεν άνοιξαν τα μάτια σου ακόμα.

Φορές τα τραγούδια, μου κόβουν τη γλώσσα

και διαχέονται στο χώρο,

Μιλώντας με όρεξη και θάρρος,

Όλα τα τρυφερά λόγια,

Που απευθύνονται σε μια γυναίκα,

Και ας τα σβήσει, μετά.

Όπως οι ευκαιρίες,

Που φεύγουν με το πρώτο

λεωφορείο,

που περνά έξω από το σπίτι,

Όσων απλά ..χωρίζουν..

όλες οι ευγενικές κινήσεις,

που οφείλονται σε κατεβασμένα κεφάλια,

να είναι κι εκείνη, επίσης,

Άνθρωπος.

Στο καλημέρα,

στο δευτερόλεπτο,

Που ο αέρας χαϊδεύει τα μαλλιά,

Κι απλά, ανασαίνεις.

Β’ Μέρος

Να τα κάλυπτε, λέει, όλα,

ένα παχύ, μόνιμο, στρώμα,

από σύννεφα, λευκά,

Να φεύγουν στον ορίζοντα.

Να μένουν μόνο

οι κορυφογραμμές

απάτητων βουνών,

Να σκεφτείς: καθάρισε η γη.

Ή μήπως ήταν

η αξιοθαύμαστη λύπη

της σφαίρας τούτης

Που σαν εκκρεμές στριφογυρίζει,

Κουβαλώντας τις λάμπες

και τα χούγια των ανθρώπων,

σχεδόν σα σε καταδίκη.

Ακούγονται θόρυβοι,

κάτω απ’ τα σύννεφα.

Ιαχές σα σε διαρκή πόλεμο.

Σχεδόν σα σε ζηλεύοντας,

τις απομονωμένες φυλές,

Που αγνοούν την έννοια: μόλυνση.

Που ‘ναι η γύμνια γι’ αυτούς,

Η φυσική περιβολή,

Που δεν βαπτίζεται,

….αμαρτία…

Να υφίστασαι.

Μεις οι εξερευνητές, της ζωής,

που κυνηγάμε τα ακραία,

Πέρα απ’ το να αγαπάμε,

Τα σύντομα στιγμιότυπα της φύσεως.

(Σαν ιρλανδέζικο ορχηστικό,

που λίγο ακόμα

Και θα σε πάρουν τα κλάματα.

Άραγε ποιος άλλος, κλαίει παράλληλα,

Αόρατος, για σένα).

Σύντομα αγαπάμε μια φύση

που δεν αρκείται στο δικό της θέλω,

Περιεργάζοντας την,

Από τις πινέζες, θέσεις μας,

Έξω από ένα παραδοσιακό,

Κινέζικο, κτίσμα,

Θυμίζοντας ατομική φωλιά.

Να πετάξει η κατοικία, αδυνατεί.

Μόνο ως φωλιά, εξυπηρετεί.

Στα ξύλινα δράσπεδα

Που η υγρασία της γυμνής μου πατούσας,

θα φέρει σ’ εσένα την Άνοιξη

του χαμόγελου μου.

τα ξύλινα δράσπεδα των επιπέδων

Τούτης της φωλιάς,

Που αφιερώνονται, ψυχές.

Άλλες “κατοικίες”, όμως,

Θα παραμείνουν σαν ονομασίες δρόμων

που κανείς δεν τοποθέτησε, τόνο,

Να καταλάβεις πως νοιάζονται, κει.

Πάει.

Φύγανε.

Πρόσφυγες

Άφησαν τα πάντα,

Κάτω από το μαστίγωμα των οργάνων,

Των ΗΠΑ,

Που ένα πρωί συλλογίστηκε:

Ας σαρώσουμε κείνο τον τόπο.

Ρίψεις βομβών διασποράς,

Εκατομμύρια από δαύτες,

Εξοντώνοντας ολόκληρα

τετραγωνικά χιλιόμετρα,

από ζωή

ή ικανότητα,

Επαναφοράς έστω,

στα στοιχειώδη του όρου: υγιεινή.

Ή να λες,

Έχω κουρτίνα στο παράθυρο.

Ας αφήσω το νου να ξεφύγει,

Εκστασιασμένος

Σε κάποιο όνειρο,

Που η ξαφνική λάμψη

Και το ουρλιαχτό του θανάτου,

Εισβάλλει

Χωρίς να χτυπά ευγενικά.

Κανείς βλέπεις,

δεν ρίχνει βόμβες

στις γυμνόστηθες, άγριων φυλών.

Ή σε περιοχές

Που παλαιότερα χρησιμοποιούσαν

Ως πειραματόζωα,

Λόγω εκρήξεων ατομικών βομβών.

Σύνδρομα κόλπου,

Πάντοτε θα υφίστανται.

Απλά δεν το γνωρίζεις.

Απλά οσφραίνεσαι μια νέα μυρουδιά,

Σπίτι σου,

Απορώντας από πού στο καλό,

Τρύπωσε,

Και για ποιο λόγο.

Νέος τόπος δοκιμών, οι πόλεις,

Παγκοσμίως,

Ψεκάζοντας ραδιενέργεια, ιούς,

Ψέματα. Χαοτική, βάρβαρη,

Εξουσία.

Αλήθεια

τέτοιες στιγμές,

ή παίρνεις θάρρος,

Και γίνεσαι παθητικός αντιεξουσιαστής,

Γιατί εκείνοι σε έφτιαξαν έτσι,

Ή κοινωνικά επιθετικός, με λόγια,

Μη δίνοντας σημασία στους χαφιέδες,

που έτσι κι αλλιώς,

ο παγωμένος τους νους,

μπλόκαρε και πάει.

Απλά αδιαφορείς,

Προς όποιον σου πει:

Δεν αξίζεις.

«Αμόρφωτοι όπως είναι,

Από το να ξεχωρίσουν,

Ποιος είναι πιο ισχυρός:

Κείνος που κρατά ένα καρπούζι,

σε κάθε μασχάλη,

ή εκείνος που πιστεύει,

Πως συγκρατεί ακόμη,

τα δυό του καρπούζια,

κάτω από μία, μασχάλη,

ελέγχοντας εαυτό,

Και ξένη ψυχή.

Γιατί οι οικογενειακοί δεσμοί,

Δεν ισχύουν, για τις ψυχές.

Ούτε καν οι κοινωνικοί.

Κάθε μια, ξέχωρα,

Σαν διαφορετικός πόλος, γης,

θα δώσουν αναφορά.

Τι κάνανε, δω κάτω».

Αν επικεντρώνεσαι στο παρόν,

Δίχως σεβασμό

Για όσους ανέπνεαν ακόμη,

μέχρι πριν λίγο

Στην Κένυα που τους σφάζουν,

-τώρα κοιμούνται, ναι.

Ήρεμα,

Αναλόγως πόσο αγαπήθηκαν,

Ή ερωτεύτηκαν τον εαυτό,

Εγωιστικά,

μετά από αρκετές χυλόπιτες,

ανίκανων να έχουν αισθήματα.

Ξέρεις.

Από κείνα

Που εξουσιάζουν

Ενόσω εκστασιάζεται ο νους,

στη πυκνή ζούγκλα της έμπνευσης.

Τρυφεροί.

Όχι τσιγκούνηδες σ’ αισθήματα.

Στενόμυαλοι,

Σα γαϊδούρι με χαρτόνια ως φραγή,

Να κοιτά μόνο εμπρός.

Μη αγαπώντας τη ζωή ως τέχνη.

Διαφορετικά απαξιείς,

Για το παρελθόν,

-όλο τούτο το ρεύμα αέρα, χειμώνα,

που το βράδυ,

φέρνει απευθείας, μέσα,

το ανοιχτό τζάμι-

Ολόκληρη η ανθρωπότητα που υπήρξε.

Να ξεφυλλίσεις ένα λεύκωμα

με φωτογραφίες,

στο αγαπημένο σου βιβλιοπωλείο.

Προσελκύοντας σε, οι ασπρόμαυρες

χρονικές στιγμές,

Ας πούμε, του Ελληνισμού,

Που αποκαλούμε,

Πατεράδες ή παππούδες,

Ακόμα ακόμα.

Όλοι εκείνοι, οι οποίοι

Έχουν ανάγκη,

Σαν ήπειρος,

Ν’ ανακαλυφθούν ξανά,

Μες τη μοναξιά των γηρατειών,

Λείποντας η παρέα, το βλέμμα

Το οικείο γέλιο.

Η φράση: είσαι καλά;

Όποια βοήθεια.

Ας είναι κι αυτή.

Όσοι αρέσκονται να μελαγχολούν

Με το να είναι άνθρωποι.

Θαρρώ οι γηραιότεροι,

Σκύβουν μόνο, πια, το κεφάλι,

Ή γκρινιάζουν στα λεωφορεία,

για τη φασαρία παρεών, νεαρόκοσμου.

Πόσο δύσκολο να ‘ναι

Να σου λείπει η δύναμη από τις παλάμες,

Σαν ηλιοβασίλεμα η νεότητα,

Σε κάποιο παραδεισένιο νησί,

που ξέχασες πια, πως πηγαίνεις, εκεί.

η μοναξιά

Να σου ακουμπούν τη παλάμη,

στο μέτωπο.

Που στοργικό φιλί,

Σεβάσμιου τέκνου,

δεν ακούμπησε.

Προσπαθείς, μόνος,

Ν’ αντλήσεις τρυφερότητα,

Μόνος,

στη ζεστασιά των σκεπασμάτων.

Κρυώνει η αντίσταση να κρατηθείς,

Προτού σε καταπιεί η πραγματικότητα,

Σε διώξει απ’ τον εκστασιασμό

Της έμπνευσης.

Πίσω στον πονοκέφαλο

Να ‘ναι η ζωή, μια συνεχής

Παρόμοια αίσθηση.

Ή το κεφάλι σου να ‘ναι, απλά,

Μπουκωμένο.

(πιθανόν λόγω κάποιων αερίων…).

Εμείς που είμαστε Έλληνες,

και καταστρέψαμε μια Αθήνα

που άλλοτε θύμιζε,

Ταπεινές γειτονιές,

Σαν μια συνοικία, Πλάκα, όλη η πόλη.

Να σκέφτεσαι,

προτού ενοχλήσεις τον δίπλα.

Κάνοντας θόρυβο τα τακούνια.

Βρίσκοντας κανείς, χαρά,

στην οικογενειακή θαλπωρή,

ή στο να κοιτά τη σκοτεινή,

νυχτερινή, θάλασσα.

Ή ν’ ακούει τους ήχους της φύσης,

Ν’ αφοσιώνεται η σκέψη.

Τότε που τα παιδιά είχαν πρόσωπα.

Οι άνθρωποι, ζώσες ψυχές,

Σε κίνηση.

Πλέον κινούνται,

μόνο οι χρυσές πιστωτικές,

Σε ντελικάτα γυναικεία χέρια,

-πληρώνοντας εμπρός μου,

στον ταμία του βιβλιοπωλείου,

Εσύ που με κοίταγες, πίσω, κάθε τόσο.

Απαξιώνοντας

Οποιαδήποτε θύμηση,

Της οικονομικής κατάντιας,

Του νεοΈλληνα.

Ο οποίος πράττει ησυχία,

Μόνο αν είναι άρρωστος,

Με μπουκωμένα ρουθούνια,

Κι ένα κεφάλι καζάνι,

από διάφορα θέλω.

Συνήθως ανθρώπων,

που κάνουν μια γιορτή

καλώντας …φίλους…

για να δείξουν στη γειτονιά,

Ποιοι είναι οι ζωντανοί,

Οι κοινωνικοί

(ζωντάνια = φασαρία),

Και ποιοι οι κλειστοφοβικοί,

Που λειτουργούν με αξίες!

Όπως τούτη η μικρή, μικρή, σκέψη,

Να φτιάχνεις τη διάθεση κάποιου,

Δονούμενος ο αέρας, ναι, ο αέρας

Ολόκληρος,

Από θεσπέσια μουσική,

Ναι, θεσπέσια.

(όχι δάκρυα, ακόμη.

Εντάξει, αφέσου, με γυρισμένη

Τη πλάτη).

Στο ημίφως της λάμπας,

που σπάει το χρόνο τον ίδιο.

Αξίες, είπες;

Τι είναι αυτό;

Έχει το σχήμα, γυναικείου στήθους;

Τη γεύση ποτού;

Την δύναμη του αιδοίου;

Το γέμισμα με ικανό μέγεθος,

…ορμονών: που αποκαλούν θάρρος στη ζωή.

φορές το να τιμωρείς

έναν αθώο, της οικογενείας σου,

Είναι η καλύτερη εκδίκηση,

Αφού εξισώνεσαι με το πνεύμα των πολλών,

Όπου, τους επιτρέπει,

Να χειρίζονται οι ίδιοι –υποστηρίζουν-

Το είδος τους, ως χρηματισμό.

Το ανθρώπινο,

Αν χρειάζεσαι περαιτέρω εξήγηση.

Η καλύτερη εκδίκηση…

εναντίον του ίδιου μας του εαυτού,

π.χ. ώρες που γαμάμε, κάποια,

με το νου μας,

Κοιτώντας την απλά, στην τηλεόραση.

Φορές που γκρινιάζουμε,

γιατί δεν έχουμε χρήματα να ταξιδέψουμε,

σε παραλίες της Καλιφόρνια,

Όπου συναντάς τέτοια κορμιά.

Εναντίον της ίδιας

της χρηματιζόμενης, Κοινωνίας.

Πλέον, τίποτα,

στις ζωές των απλών πολιτών,

δεν διαρκεί,

αν δεν συγκρατεί,

τη δική του, ταυτότητα.

Απευθείας.

Όχι να βγάλουμε ένα χρώμα

Συμπεριφοράς,

Αναμιγνύοντας δύο άλλα.

Ελάχιστων

έχει ξυπνήσει ο εγκέφαλος τους,

σε αυτό.

χτες ξύπνησε ο δικός μου,

Βλέποντας τις ψυχές,

μέσα στους ανθρώπους,

εκεί έξω που βγήκα.

Πραγματικά, μόνο τότε,

αγάπησα τους ανθρώπους.

Επειδή η καλοσύνη,

δεν αρκεί.

Δεν ζητάς από ένα αγαπημένο βιβλίο,

που πήρε νέο σχήμα

τελειώνοντας το διάβασμα του,

Να πάρει τη μορφή,

Που είχε,

Προτού τριφτεί στα χέρια, κάποιου.

Αν βρισκόμαστε εδώ,

για να μεταχειριζόμαστε

αυτό το κάτι, που, μας γεμίζει.

Όχι.

Πρέπει να αντικρίζεις τον άλλο,

Ως εαυτό.

Φορές,

Που οι ώριμοι γείτονες,

Εξακολουθούν να σε μισούν,

Έτσι ώριμοι, μα απάνθρωποι

που είναι.

Χαλασμένοι.

Σαφώς όποιος αγαπά τους άλλους,

Ως ψυχές πρώτα,

Ιδρύει οικογένεια με πολλά μέλη,

Μένοντας πιστοί,

ο ένας στον άλλο.

Όπως πράττανε στον καιρό,

της δικής μου γιαγιάς

Ενόσω δεν υπήρχε ίντερνετ,

Ούτε νόμιμοι –όπως το εννοούν αυτοί-

κρατικοί χαφιέδες,

σαν τον ..αρχηγό,

της καταδίωξης, στημένου εγκλήματος.

Να μιλάς ελεύθερα.

(Πόσο θα ντρέπονταν τα παιδιά,

τέτοιων ηδονοβλεψιών,

Αν μάθαιναν τι επαγγέλλεται

Στ’ αλήθεια, ο μπαμπάκας τους,

Που τα αγαπά,

Ωσότου να του τη δώσει,

Ξεκινώντας,

Να παρακολουθεί κι αυτά,

Με…)

Ανήκει κι αυτός,

στο τρομοκρατημένο παρακράτος,

Και στη νέα χούντα, πραγμάτων.

Πρεζόνια, τόσα πολλά,

Κολλημένα σε οθόνες,

Παρακολουθώντας τις ζωές των άλλων,

Αφού είναι στείροι, στη δική τους.

Ακόμα δεν κατάλαβε,

τι κάνει.

Αισθάνεται ότι έχει πλήρη ελευθερία.

(όπως όσοι κλέβουν,

αγαθά ή δικαιώματα,

πολιτών).

Η δική σου επιθετικότητα,

Φτιάχνει ..εμένα..

Επιθετικό.

Εσύ ..μ’ έφτιαξες

Έτσι.

Το παρα…Κράτος,

Παράγει βία.

Χωνέψτε το!!

Τι ωραία ήταν,

Όταν δεν υπήρχαν αυτά.

Προτού ο κόσμος

Γίνει,

ένα παγκόσμιο φυτώριο

ίντερνετ σωτήρων……

Και ορισμένοι εγωιστές,

Εισχωρήσουν,

Προκειμένου να το ελέγξουν.

Εκτός από τον αντιδημοκρατικό

Θυμό,

Που οι ίδιοι παράγουν.

- Ξέρεις ποιον βαπτίζουν,

Ως άτομο με ψυχολογικά προβλήματα;

Αυτόν που δεν του δόθηκαν ευκαιρίες,

στη ζωή,

Να μείνει σταθερός και τωρινός,

Σε αυτό που αποκαλούμε,

Έμπρακτα,

Πολιτισμό.

- . -

θα φύγω λοιπόν,

με το νου,

Σ’ εκείνο που ονόμαζαν

Πραγματικά

Άξιο,

Ν’ αναφερθεί,

Στο βλέμμα,

Αναμεταξύ,

Αληθινά, πασχιζόμενων,

προς επιβίωση.

Λίγο λίγο,

μιλά η ανθρωπότητα.

Σαν τον προσωπικό χρόνο,

Καθενός ατόμου,

Να πει, να σκεφτεί κάτι.

Εν μέσω εργασίας,

Ότι κι αν σημαίνει.

Ποια ήταν εκείνη η άμιλλα,

Που κάθε φορά,

αυγάταινε,

Το συνεταιρισμό

Προς επιβίωση.

Για ποιο λόγο οι πρώτοι

ειρηνικοί άνθρωποι,

Επιθύμησαν να βρίσκονται,

Μαζί,

Σ’ ένα σημείο, γης.

Πέρα από τις κακότροπες ορμόνες,

Που θέλουν τα δικά τους –δυστυχώς.

(Αυτές ευθύνονταν,

για πολέμους, αντιπαραθέσεις,

κι ότι άλλο άσχημο,

βάνει ο νους).

(Εγώ πάλι,

γιατί αυτή τη στιγμή,

Μόνη μου, επιθυμία,

Είναι απλά,

Να αγκαλιάσω μια κοπέλα;)

Αν ξημέρωνε κάθε πρωί,

Με κείνη την όρεξη

Που ξυπνάς και κοιτάς έξω,

Τι ηλίθιος που είσαι

Που δεν εργάζεσαι

Γιατί ανήκεις στο σφάλμα

Να αηδιάζεις με τη ζωή:

Δηλαδή με όλους τους υπόλοιπους

ανθρώπους!

η ντροπή που αισθάνεσαι,

Τέτοιες ώρες

Ωσότου να βρεις κάποιον νέο εχθρό

να μισήσεις.

Αν ξημέρωνε κάθε πρωί,

με χιούμορ, στο θέλω,

κάθε ύπαρξης,

Διαφορετικά, πως θα ξεπερνιόταν

Η κούραση,

και ο μόχθος.

Σα να αγοράζει ο άνεργος,

Δίχως ντροπή,

Εμπρός στον εργαζόμενο

Που τουλάχιστον εκείνος γνωρίζει

Την ευθύνη να έχεις χρήματα’

Κάποτε

χαλαρότητα ονομαζόταν,

η επιβράβευση μέσα τους,

Να παράγεις χρήσιμα είδη,

Όχι καταστροφικές ιδέες,

που δημιουργούν

διαταραχές.

Αναρωτιέμαι πως κατέγραφαν,

γεγονότα,

Πριν την ανακάλυψη του χαρτιού.

Πέρα από τις παραστάσεις,

σε βράχους,

ή πλευρά, σπηλαίων.

Πέρα από τις περγαμηνές,

σε ύφασμα,

Που πάει και πέρασε

η μπογιά τους

Ή η σημασία

Να καταγράψεις κάτι

Που είναι σημαντικό

να το ζεις,

παρά να το περιγράφεις.

Ενώ το μόνο σημαντικό,

Είναι το χαμογελάκι,

κι η αγκαλιά,

της αγάπης σου.

«οι ειρηνικοί άνθρωποι,

δεν έχουν ανάγκη,

να ‘ναι ηθοποιοί.

Ότι κι αν σημαίνει».

Άλλο αν η ζωή,

Μου φωνάζει: ζήσε.

Κι εγώ αποστρέφω,

Βλέμμα, καρδιά, θέληση.

Μαστουρωμένος,

στην υποκριτική μου, ικανότητα,

να φτύνω τα πρόσωπα της Κοινωνίας,

που με μεγάλωσαν.

θα συνεχίσω, λοιπόν,

Εγωιστικά,

να μιλώ,

Δίνοντας βήμα,

στην

Ανθρωπότητα,

Ενόσω οι υπόλοιποι,

Απλά τους αφήνουν, να παραπονιούνται:

- Γιατί, μας σκοτώνετε;

- . -

ενόσω οι υπόλοιποι,

Εξακολουθούν,

Να καταπίνουν τη “μουσική”

Που σαν αφίσα σε λεωφόρο,

Πασάρεται.

Ετούτο εδώ, επομένως,

Θα προσπεράσει την τάση,

Να εξηγεί, πόσες πολλές, έννοιες,

Φωτίζει, μία λέξη.

Αρνείται τούτο δω,

Να σου πει,

Τι ακριβώς σκέπτεται,

Μια λέξη,

μες τον στίχο.

(ή τον τοίχο,

κει που κατοικούν απλοί πολίτες).

καθώς οι άνθρωποι,

που κανείς δεν τους ρώτησε:

- Τώρα στ’ αλήθεια,

Το βλέμμα σου,

τι εννοεί;

Η αγωνία του Έλληνα:

Γιατί κόβουν, κομμάτι κομμάτι,

Τ’ αρχαία

στον λόφο της Ακρόπολης;

Μεταφέροντας τα,

στην αποθήκη,

(που ζητάμε να μεταφερθούν

τα …Ελγίνεια,

που πάνω τους έχουν, αυνανιστεί,

Άγγλοι Ανθέλληνες).

Η αποθήκη,

Που ονομάζουν: νέο μουσείο.

Θαρρώ, πουλήσανε ήδη,

τον λόφο της Ακρόπολης.

Αναρωτιέμαι δε,

Σε ποιου Πρωθυπουργού την τσέπη,

Καταλήγουν τα ευρώ.

Αν πρέπει η ποίηση,

Ν’ αλλάζει τον ρου της ιστορίας,

Ή απλά να διαβάζεται,

Σαν ένα γλυκό παραμυθάκι,

Που καμία σχέση, δεν έχει,

Με την πραγματικότητα

-όπως η ποίηση κάποιων,

που ποτέ τους,

δεν αυτοαναλύθηκαν,

στα γραπτά τους,

Μη γίνουν ρεζίλι!

-κακομοίρηδες-

Προσφέρεις τον κόπο σου

Σε συγγενικά πρόσωπα

που ακόμα ζουν,

και δεν χάθηκαν από βόμβα,

ή έτσι

Επειδή το κήρυττε το θέλω.

- . -

Μη ζητάς λυσάρι,

τι εννοώ.

Θαρρώ κι ο ίδιος, θα ξεχάσω,

Τι ήθελα να αναφέρω,

Γράφοντας

μια συγκεκριμένη λέξη.

όπως η άρνηση του εργοδότη,

να προσληφθείς,

Ενώ δεν ξεστομίζει:

«Απλά,

δεν μου αρέσει

η φάτσα σου».

Τι άλλο να ξεπουλήσεις, πλέον,

Για να ‘χεις δικαίωμα

Να είσαι ανεξάρτητος.

(όχι,

δε θα σου πω,

την επόμενη σκέψη μου).

Δες το ως απόρριψη.

(Τσιμεντάρισμα πράττουν,

τα όργανα,

του παρακράτους).

Τούτο εδώ γράφεται,

από έναν άνθρωπο και μόνο.

για να δούμε πόσο θα αντέξεις,

Χωρίς να σου εξηγώ,

Τι εννοώ κάθε φορά.

Σαν τους κρυψίνους, γύρω μας,

Που τρώνε μπαγιάτικες συμπεριφορές,

Στραγγαλίζοντας το αγνά, αυθόρμητο,

Απ’ την καρδιά,

θέλω.

Κυρίως, προσέγγισης’

Σαν αυτός,

Που έχοντας κάνει σέξ,

Περνάει στο ντούκου,

Εικόνες της Κύπρου,

Κρύβοντας, μόνος, μέσα του,

την ύπαρξη

Του διαχωρισμού της.

Να ζούσα, λέει,

στην ασφάλεια, σελίδων,

παραμυθιού για παιδιά,

Ιδιαίτερα, χριστουγεννιάτικης ιστορίας,

Μήπως προσπεράσω, κι εγώ, κάτι

που πιστεύω, ήδη,

πως μου ανήκει.

Η ένγοια, π.χ. σάββατο,

Της T.V.

Να μην με ψυχαγωγήσει,

Επειδή πρέπει να αγοράσω,

τα DVD των εφημερίδων,

Μήπως δω, κάτι καλό,

και δεν τρελαθώ,

άλλη μία ημέρα, μέσα,

μόνος μου,

με μόνο τακτοποιημένο, το σπίτι.

Ας φάω κι εγώ,

Μασημένη, σίγουρη, τροφή.

Που ξέρεις, έχει πουλήσει

στο παρελθόν.

Να ‘ρθούν εκείνα τα σύννεφα,

Να μ’ αφήσουν ήσυχο.

Αυτό το αίσθημα πανικού,

σε κάθε δωμάτιο,

να φοβάσαι μόλις

να σταθείς,

για πολύ ώρα.

Κατόπιν λες, ηρεμώ.

Σα να προσπερνάς,

Τη μορφή του Θεού,

Που ως πένητας, πεζοδρομίου, χάμω,

Με ένα χέρι τεντωμένο,

για λίγα ευρώ, περιμένει.

Κρίνονται

οι ζωντανές ψυχές,

Από τις ήδη,

Πεθαμένες.

Τα ποιήματα που ξεχάστηκαν

-μετανιωμένα.

Τα ποιήματα που ξεχάστηκαν,

από τα νέα,

με δύσκολα ή κρυμμένα, νοήματα,

Κοροϊδεύοντας εαυτό,

Πως προόδευσες στη γραφή σου.

Γιατί όντας μόνος,

Κάποιον πρέπει να βρίσεις

Αφού δεν επιθυμείς

συζήτηση.

Σα το σώμα μας,

που θέλει τα δικά του,

Ακόμη κι αν αποφεύγουμε

να το ικανοποιήσουμε.

Όλα τα φυσιολογικά,

που του στερούμε,

Σαν βλέμμα που δεν ερμηνεύεται,

από το δικαστή καθρέφτη.

- . -

θα συνεχίσω, ελεύθερα, να μιλώ,

παρόμοια με την αποστροφή μας,

Αν βλέπαμε σε κοινή θέα,

Τα ζωντανά, εσωτερικά μας, όργανα.

Κάποιος, σ’ αυτή τη ζωή,

Πρέπει ν’ αξίζει περισσότερο

Αφού πληρώνεται αδρά.

Ή έχει βήμα,

Εντελώς δημόσια, τηλεοπτικά,

Να μιλά

Δήθεν ότι αποφέρει έργο.

Τι ωραία που ήταν,

Ενόσω παλαιά,

Καθένας έδινε λόγο στον εαυτό του, μόνο.

Ή σ’ όσους βοηθούσε,

Χτίζοντας πέτρα πέτρα, ένα κτίσμα:

Καθένας πλήρωνε με την βοήθεια του,

Στου γείτονα την νέα οικία,

Κι ούτω καθεξής.

Ένας κόσμος χωρίς χρήματα.

Φόρο να πίνεις καθαρό νερό,

Ν’ αναπνέεις.

Να υπάρχεις.

Έγνοια να λογοδοτείς,

γιατί υφίστασαι.

Διαρκώς αγχωμένος, πια,

Ο κόσμος.

Το τσάι της προσφοράς,

επέστρεψε στα απάτητα βουνά,

Που ζωντανή ψυχή, αντλεί φως,

Μόνο ενόσω ξημερώνει.

Εκεί να βρεθώ,

Να μάθω το όνομα μου.

Σαν αβάπτιστο αστέρι

στον ουρανό.

Κει όπου κλαις ελεύθερα,

Χωρίς να σε ρωτούν: γιατί τώρα,

Έλα τώρα,

Μη γίνεσαι ενοχλητικός.

Η φύση.

Τα πυκνά δάση. Τα ύψη.

οι κουφάλες. Οι σπηλιές.

Κει που θα ζωγραφίσω,

όλα όσα δεν είπα σε κανέναν.

Ελεύθερα.

Δίχως κριτικούς-κρητικούς,

Κοψοχέρηδες.

- . -

Εκεί ψηλά,

Όπου στέρησα τον εαυτό μου

Από τη φύση,

Όχι τους γύρω,

από ποιήματα μου,

Ας πούμε,

Τα συναισθήματα

Που εκλύονται

Ενόσω αγγίζω την κοιλιά

Της αγαπημένη μου, εγκύου, γυναίκας.

Εκεί ψηλά,

Που το οξυγόνο είναι αραιό,

Και οι σκέψεις πυκνές,

Συζητώντας με την φύση,

Που τώρα απαντά.

Εδώ

που η φύση ξεχνά,

Πως υπήρξε άνθρωπος.

- Ποιος είσαι;

- Με λένε Γεράσιμο.

- Δεν ρώτησα πως λέγεσαι.

Αλλά ποιος είσαι.

- Ένας άνθρωπος

που ξέφυγε από κάθε είδους,

φόρο.

- Καταλαβαίνω τι εννοείς.

Θα μείνεις καιρό;

- Θα χτίσω μια φωλιά,

να γεννήσω νέα αυγά,

Νέο D.N.A.

Πιθανόν μια νέα γυναίκα,

από ένα μου πλευρό.

Μα τούτο, πλέον, είναι, αδύνατο.

όλα τα όμορφα κορίτσια,

στις πόλεις, τώρα,

Δείχνουν τ’ απόκρυφα,

Τα ύψη και τα περάσματα τους,

Μες σε λιγοστά ρούχα.

- Αυτό είστε

Οι άνθρωποι;

- Απείθαρχοι, ναι.

Δε φορούμε τη στολή,

του ανθρώπου.

- Πως είναι;

Έχει ειδικό χρώμα;

- Έχει το χρώμα της σιωπής,

και την όψη της αιώνιας ζωής.

- Ναι, γνωρίζω

πως είναι.

μου το ‘παν τα άλλα έλατα,

Που τους το μοίρασε ως γνώση, η γη,

Προτού το πούνε σε άλλη γενιά,

κι απολιθωθούν.

Τώρα είσαι ελεύθερος.

- Να φύγω;

- Να νοιώσεις τη γη.

Ευχαριστώ.

Άκουσα μόνο τον αέρα,

Ανάμεσα στα κλαδιά,

Και πεζός συνεχίζω,

Μήπως δω κάποιο είδος, ματιών,

Να με προσέχει.

Για αληθινό άνθρωπο,

ομιλώ.

Όχι σαν άβουλο ον,

να τρέξω σε σύγχρονο μάγο,

Να μου πει:

Να είσαι εργατικός.

Περιμένω μέρος της σοδειάς σου,

για αμοιβή,

Μιλά ο σύγχρονος μάγος,

Ψυχίατρος, ψυχολόγος,

Ο οποίος τρώει τα έτοιμα,

Δίχως να κοπιάσει,

Να ‘χει δική του σοδειά.

Η σύγχρονη αποστασία,

Κάποιος άλλος,

να, μας λύνει τα προβλήματα…

Ότι υπάρχουμε.

Γι’ αυτό σκοτώνουν ορισμένους λαούς.

Γιατί δεν έχουν ψυχολόγους, εκεί.

Αναρωτιέμαι τώρα,

μήπως, σας χρειάζεται,

καμιά νέα Οθωμανική αυτοκρατορία,

Για να λύνετε, μόνοι σας,

τα ασήμαντα,

όσο ζει κανείς.

Μήπως αποκτήσετε αγάπη,

για τούτη την Πατρίδα,

Που ‘χε ένα όνομα, και πάει.

Σα’ να μην παρατηρώ,

Συνοριακές γραμμές,

γύρω από τη σημερινή

Ελλάδα.

Όλοι θέλουν ένα κομμάτι.

Οι απελπισμένοι γείτονες,

Η κακία,

αυτή καθαυτή.

Αυτούσια και πανώρια’

Πατρίδα είναι πρώτα,

η οικογένεια του καθενός.

Να γερνούν οι γονείς,

Πιστεύοντας, πως εκτιμήθηκαν,

τελικά.

Σαν τις ασπρόμαυρες φωτογραφίες,

της ιστορίας,

Που σέβεσαι.

Παρατηρώντας ανθρωπιά,

Αξιοπρέπεια να ‘σαι,

ζωντανός.

Τι θεωρούμε δράματα,

Μεγαλώνοντας.

Μας κοιτά ως κυνηγούς, σε δάσος,

ο ψυχολόγος.

Μας λέει: δεν είσαι καλά.

Μόνος σου έσκαψες το λάκκο,

για να πέσεις μέσα.

Τώρα για ποιο λόγο.

Ίσως το ‘θελες.

Ναι;

(αναρχικέ)

Η τρέλα είναι, όπως

οι φωτογραφίες στο ύπαιθρο.

Τ’ αρχαία που δεν κατοικούνται, πια.

Ζέστη, χειμώνα μήνα.

Να προσπαθείς ν’ αλλάξεις τον κόσμο,

Κι όχι τον αρρωστημένο σου,

εσωτερικό κόσμο.

σα τα κομμένα δέντρα,

στο δάσος,

Που κανείς δεν αναπληρώνει.

Σαν τα κοφτά καρέ, των καμερών,

που ζαλίζουν.

Σαν την μπουκωμένη εξάτμιση,

του ανθρώπου-γνώμη.

όπως η ζήλια,

όλων εκείνων,

Που δεν ήσαν ικανοί,

να μας μιμηθούν στο γράψιμο.

Όπως όλοι αυτοί,

Που βγάζουν φωτογραφίες,

Εμπρός σε κατεστραμμένα,

υλικά πράγματα.

όλοι όσοι σκέφτηκαν:

θα σε κάνω ότι θέλω.

Και μετά από λίγο,

αφήσανε το ουράνιο,

ως κάτουρο, στην τουαλέτα.

Μόνο

που ‘χαν αρκετή ακόμα,

Καταστροφική ισχύ,

Τα γνωρίσματα τους.

Ώχ Παναγία μου.

Να φύγω να πάω, στην Αραβία.

Να γητευτώ στις παραδόσεις

της ερήμου.

Μήπως οι αρχαίες αξίες,

Κατοικηθούν ξανά.

Σαν πηλός θα προσεχτώ.

Μη σπάσω και ποιος με κολλάει, κατόπιν.

Χαμογελώ σαν νεαρό αγόρι,

Που κάμει μορφασμούς,

Παίζοντας χαρούμενο,

Μη γνωρίζοντας τα ενήλικα

Παράσιτα, κείνα των ψυχών.

Τριγυρίζει στα στενά,

Αναμεταξύ κατοικιών,

Κατασκευασμένα από πέτρα και λάσπη,

Ακούγοντας ζωντανές φωνές.

Προσπερνώντας τεχνίτες,

μ’ ένα σφυρί στο χέρι,

Δίνοντας σχήμα,

σ’ ένα νέο, εύχρηστο,

αγαθό.

Ειρηνικό.

Αν αφήσουν, π.χ. τους Παλαιστίνιους,

να βρούνε το δρόμο τους.

Στις πλατείες τους. Όλων

των αραβικών πόλεων,

όπου, τις αγγίζει ο ήλιος

με αγάπη,

Ζεσταίνοντας απέραντα,

κείνη τη φυσική χαρά

Που ‘ναι ψυχή

Ζωντανή

κι ευχαριστημένη.

θα περάσει

Θα γίνει ιστορία, κι αυτό.

Σα χαρούμενο Oriental,

που απολαμβάνεις ολόκληρος.

Παραδόσεις

που δεν ασθμαίνουν,

Μήτε νοσηλεύονται.

Πανέμορφη Αραβία.

Θα ‘ρθώ, μεσημέρι,

Να θαμπωθώ.

Θ’ αγγίξω με γυμνή παλάμη,

Τ’ αρχαία στις πηγές,

Στους ναούς.

Που με καλούνε να μπω, μέσα

-ίσως για να γλιτώσω

από τους βομβαρδισμούς

των απίστων.

Που ‘πανε:

- Θα φέρω τον οδοστρωτήρα

Να μην έχεις να κρυφτείς,

Πουθενά.

Κι έπειτα από λίγο,

Θα βγω,

Χωρίς την έγνοια να διηγηθώ,

Τίποτα απ’ όσα βλέπω.

Γιατί ‘ναι ειρηνικά.

Άρα αυτονόητα.

Αλήθεια

Πόσο πιο φωτεινή

Μπορεί να είναι

Τούτη

η σαν καλωσόρισμα, ημέρα.

Αραβία,

Που όλοι σε είδαν,

Ως αγριοκάτσικο,

Που απ΄ τις θηλές, βγάζει πετρέλαιο.

Μα είναι βράχια,

εκείνη η άμμος,

Και το ζωντανό χοροπηδά άνετα,

γνωρίζοντας

σπιθαμή προς σπιθαμή,

Βράχο. Γωνία, και στόχο.

Το, κακό,

μόνο με κακό,

Νικιέται.

Με τι ψαλίδι να κόψω,

τα ράμματα, ενός λαού,

που οι πληγές, πλέον,

Δεν επουλώνονται.

Μήτε τα μοιρολόγια, θα

επιστρέψουν πίσω,

Τα πεθαμένα κορμιά.

Μήτε τα δάκρυα,

Θα φτιάξουν απ’ την αρχή,

Τα παιδικά σώματα,

Γεννημένα, σχεδόν τερατόμορφα,

Χάρη στο πολύτιμο ουράνιο,

Που ‘παν οι ειρηνιστές

Να μοιράσουν δωρεάν, σε όλους.

Αφού το ‘χαν ως οδηγία απ’ τον …θεό,

Να πολεμήσουν τους εχθρούς,

Του εκμαγείου,

Που ονόμασαν πολιτισμό.

Αν θεωρούν πολιτισμό,

το μονοπώλιο

στην αμερικάνικη ψυχαγωγία,

Ως γλώσσα, ταινίες,

Συμπεριφορές έχθρας.

Και τόνωσης του ανικανοποίητου.

Η επιθυμία,

Κάθε μας πράξη,

Να ‘ναι ανταπόδοση,

Ενός πράγματος που δεν πήραμε,

στιγμή που απλά επιζητούσαμε,

Προσοχή.

Μες το πρότυπο,

Πως μόνο από δύο άτομα,

Παίρνει κανείς,

Κάτι ολοκληρωμένο,

Ως σχέση…

Ο πολιτισμός, του:

Μαζεύω πράγματα,

Που δεν χρησιμοποιώ.

Γιατί εγώ, να μειονεκτώ;

Τίποτα δεν φουσκώνει,

κείνο το κενό.

ο πανικός του.

ο φασισμός να αγαπάς,

Μόνο ότι σου διαφημίζουν.

Όλα τα λαμπερά φώτα,

και η σκόνη

Που κάποιος πρέπει να καθαρίζει.

Τόσες τσίμπλες στα μάτια,

Μα καμιά ντροπή.

Μεταλλαγμένο σώμα,

Με τον εγκέφαλο

σε διαφορετική θέση.

Βλέπουν τη γη,

Ως συνήθειες ανθρώπων,

που σεβαστικά σημεία,

θα επιβιώνουν,

μετά από αιώνες.

Αν δεν προλάβουν πρώτα,

Να τους καταστρέψουν

τα ίδια τους τα οράματα,

εξέλιξης.

Τι, άραγε;

Το φόβο να πεις: αγαπώ;

Ή να μην περιμένεις τα πάντα,

από τον εαυτό σου.

Ως βοήθεια.

Εγώ τώρα,

θέλω να φάω,

Πατάτες τηγανητές, και σε μια, άκρη, τυρί.

Ποιος θα μου τα φέρει;

Η ιδέα της φιλίας όταν το θέλεις.

Να χαίρεστε

τον πολιτισμό σας!

Τόσες γνώσεις,

Μα καμία επιθυμία

να τις ψάξεις!!

Ποιανού π.χ. η ζωγραφική,

θεωρήθηκε ποίηση,

Αν ο κατεξοχήν, ποιητής,

Δεν “ζωγραφίζει”

Ενόσω γράφει.

Απλά παρασύρεται.

Πρακτικά, άσχημα, άλλοι,

ΝεοΔημοκράτες,

Που τσιμεντάρουν,

όσους, τους δημιουργούν,

πρόβλημα.

Εδώ θα είμαι,

και θα φωνάζω το άδικο,

της προληπτικής παρακολούθησης,

Λόγω τρομολαγνείας γενικότερης,

Και γλίτσας, μυαλού.

Γ Μέρος

θα μείνω λοιπόν, στο άσυλο μου,

όπως και κάθε γείτονας,

Που μεγαλώσαμε από παιδιά, μαζί,

Μα αρνούμαστε

Να καλέσουμε ο ένας τον άλλο, σπίτι.

Για μια μικρή βοήθεια,

Πρωινό ίσως.

Παρέα, απογεύματα,

ή από περιέργεια.

Να αντικρίσουμε το εσωτερικό μιας οικίας,

Που τόσο καλά, προστατεύεται,

Από παπούτσια, και ρούχα

Που φοράς, μόνο, έξω.

Αυτό το σπίτι,

που είδε τόσα βαψίματα

στους τοίχους,

Μα σπάνιες διακοσμητικές, αλλαγές.

Να σκεφτείς να καλέσεις κόσμο.

Παραπλανείς επομένως, το είναι σου,

Αντικαθιστώντας το άγγιγμα

Και τις ζωντανές, συνομιλίες,

Με την αναζήτηση γνώσης.

Τουλάχιστον ορισμένοι

πρόλαβαν και ζήσανε,

σε σχέση με τους ήρωες των βιβλίων,

Που πετάς ή καις στο τζάκι,

Αφού αποδεικνύονται, χρήσιμοι.

θα ξαπλώσω λοιπόν,

με ρούχα εξόδου

Θεωρώντας τούτο, ραντεβού

με την πραγματικότητα.

uα δω να πηδιούνται στην T.V.

Κλέβοντας, τελική, ξένη,

Αύρα, ικανοποίησης.

Γιατί το γαμήσι,

ξυπνά τον άνθρωπο.

Σε σχέση με τις γνώσεις

που βαριέσαι,

Γιατί δεν μυρίζουν, ορμόνες.

Ή σπινθήρες εξυπνάδας,

Ως το ισχυρότερο αφροδισιακό,

στο πρώτο βλέμμα,

που καθορίζει αν θα γίνει το πήδημα.

Η ηβηφρενία,

σε ορισμένους,

Διαρκεί για πολλές δεκαετίες.

Ηδονιστές και αχάριστοι,

Απέναντι στην ιστορία.

Θεωρώντας ηθική

το τόπλες στην παραλία,

ή να φαίνονται οι ρώγες,

στο μπλουζάκι ή το φόρεμα.

Ή να κουνιούνται τα βυζιά,

Χωρίς στηθόδεσμο.

Ή να γαμάς, ακριβώς,

Όταν το χρειάζεσαι.

Συνήθως χωρίς προφυλακτικό.

Γιατί οι Έλληνες

είναι καλά παιδιά, γενικά,

Και δεν κινδυνεύει κανείς.

Γιατί το γυμνό δέρμα,

Κατέχει απίστευτη δύναμη,

Στα χέρια κάθε ζωώδες ενστίκτου.

Ότι μαλακό και ζεστό

Που εισχωρείς

Ή σκληραίνει στα χέρια της.

Γιατί χάρη στην καύλα των εγωιστών,

Γεννήθηκε τελικά,

Ο πολιτισμός.

Και η λογοτεχνία, ως πρόκληση.

Με τι τέχνη –όχι ευκολία-

Γίνονταν οι απόψεις των αρχαίων,

συγγράμματα, τραγωδίες, λες,

ή διδασκαλίες,

με πρόθυμους μαθητές, ν’ ακούσουν.

(γιατί τότε δεν υπήρχε, ο φιλόσοφος:

τηλεόραση).

Σήμερα,

Τον Αριστοτέλη,

Τον αντικαθιστά το χαζοκούτι.

Η εύκολη διαπαιδαγώγηση,

Που ορίζουμε

ως σενάρια.

Πως θα μείνει, κάποιος, κοιμισμένος,

Σε ελπίδες, ανικανοποίητες.

Θεωρώντας χάσιμο χρόνου,

Την αυτοάμυνα ως μάθημα,

Γιατί, μας φυλάνε τίμιοι υπάλληλοι,

Που ζουν στο τώρα.

Ενόσω η γνώση πλήθυνε,

η ..πρόσβαση.. σ’ αυτή.

Μα κοιμάται η επιθυμία.

Ίσως φταίνε τα πολλά γλυκά

και τα αλλεπάλληλα γαμήσια.

Ουάου,

Αυτές κι αν είναι εκρήξεις,

ΡΕΑΛΙΣΜΟΥ.

Αντικαθιστώντας οι σύγχρονοι ομοφυλόφιλοι,

Κινούμενοι ελεύθερα, έξω,

Τους αρχαίους, άντρες, ηθοποιούς,

Που παίζανε επίσης,

Όλους τους γυναικείους ρόλους.

Όταν έλεγα εγώ,

Πως μόνο οι ευαίσθητοι Άντρες,

Τολμούν δημόσια, να πουν:

Ψάχνω ταίρι με αρχές’

Έσπευδαν γρήγορα να λοιδορήσουν.

Ποιος μπορεί να περιμένει, πολύ ώρα,

το ζεστό νερό, να ‘ρθεί,

από τους σωλήνες.

Έχουν και οι γυναίκες,

άμεσες

Σωματικές, ανάγκες.

Τα νιάτα κατέχουν αντοχές,

και όρεξη,

για φαγητό εμπειριών.

όλα στα μαθαίνει η τηλεόραση,

σε όσους δεν έχουν ίντερνετ.

Ανάγκες. Επίθεση.

Πρακτικές,

προληπτικού πολέμου.

Είναι γιατί οι γυναίκες,

Δεν υποχρεώνονται, ποτέ,

και για τίποτα,

όπως εμείς που χάσαμε δύο χρόνια,

στο στρατό.

Μια αμφιβολία η ζωή μας.

Φλερτάροντας ή μη.

Με άδειες, συνήθως από ευρώ, τσέπες

Μα σίγουρος ο θεατρινισμός.

Κουράζει η αλήθεια

που δε λέγεται,

Γιατί απλά δεν βρίσκεσαι,

σε καμιά παρέα,

Να συνειδητοποιήσεις, πως κι άλλοι

Έχουν μυαλό.

θα ‘ρθεί λοιπόν η πιστωτική,

Ν’ αντικαταστήσει το χάδι που λείπει,

Βαστώντας η χαρά της αγοράς,

Λίγες μόνο, στιγμές.

Ειδικά αν λείπει το χαμόγελο, στο σπίτι.

Δημιουργώντας φιλίες,

Ίδιας σπιτικής δυναμικότητας.

Κατά τ’ άλλα επιθετικοί,

Με τους μόνιμους κατοίκους.

Θεωρώντας γενικότερα, σεβασμός,

Να το βουλώνεις

και να μην δείχνεις την αλήθεια.

Αυτήν που μόνο εσύ, ασπάζεσαι,

Με όλες τις άλλες

Να φορούν σιδερωμένη, τη πρόκληση τους.

Ολοένα έτσι.

- . -

Θα καλέσω στα παράθυρα,

Κάθε βλέμμα ανθρώπινο,

που ανοίγει τη νόηση του,

στο ανθρώπινο,

Κι αμέσως μετά, επιστρέφει στην T.V.

Να δει κάποιους να γυμνώνονται,

Ή να σκοτώνει

Ο ένας τον άλλο!

- . -

Η ζωή είναι,

Σαν τα νύχια σου που τρως,

Ή όταν έχεις επιθυμία, μόνο συ,

να σφυρίξεις, δυνατά, τραγουδιστά

σα να σέβεσαι αυτόν που μισείς!

Η αγάπη στο εφήμερο.

Το αναγκαστικό να είσαι ενήλικας,

στα 18.

Η σχιζοφρένεια του καιρού μας.

Ν’ ανοίγουν τα πόδια τους οι γυναίκες,

Σε στιγμές που δεν γνωρίζω.

Στιγμές

Που απίστευτοι πόνοι, συνταράζουν

όσους αναρρώνουν στα νοσοκομεία.

όλο το ανθρώπινο αίμα,

παγκοσμίως,

Που χύθηκε χωρίς λόγο.

Γιατί;

- . -

Αυτή τη στιγμή,

που η ανθρωπότητα μιλά,

κάποιοι πηδάνε, ανήλικα.

θα φταίνε τα γιαπωνέζικα κόμικ.

Η έλλειψη πίστης,

Διαχρονικής δημιουργίας.

Η γενιά

που αγνοεί

τη μουσική του Ennio Morricone.

Τις αφιερωμένες πένες,

Την αρχαία αρχιτεκτονική.

Το σπουδαίο,

Που καμιά επιστήμη,

δεν εξηγεί.

Ο άνθρωπος κυκλοφορεί με δυό κεφάλια.

Το ένα, του λέει,

Να αισθάνεται ενοχές,

για την όποια ευτυχία του,

Και το άλλο,

Να παραπλανά,

Φιλικό πρόσωπο

-κι αμέσως εξαφανίζεται-

Πως δήθεν,

αποκαταστάθηκες.

Σταθεροποιήθηκες.

Αυτός που δεν τον αφήνουν ήσυχο,

να αισθανθεί τη στιγμή,

Που κείνος θεωρεί σημαντική.

Διαρκώς αδιάκριτοι.

Αυτός που ότι κι αν του πουν,

Γκρινιάζει.

Ειρωνεύεται.

Αποφεύγει νουθεσίες,

Π.χ.: θα πω ότι θες.

Αυτός που κοιτά τον ήλιο,

Και λέει, ευχαριστώ.

κι ο άλλος που ξεχνά κάτι τόσο θετικό,

Γιατί θεωρεί τα πάντα, δεδομένα.

Αυτός που δεν αποφασίζει, τι προτιμά:

Ζεστασιά στους άλλους,

ή μέσα του, αρχικά;

Αυτός,

Που τα λόγια, δεν του αρκούν, πια.

Γιατί το θάρρος διαρκεί,

Λίγα δευτερόλεπτα αιωνιότητας.

Ή η ζωή είναι ακριβώς τούτο;

Η ζωή είναι όπως η αλλαγή

Στο ποδοσφαιρικό μάτς,

Που φέρνει το γκόλ.

Αυτός που νικά,

το συγκεκριμένο δευτερόλεπτο,

κι εκείνος,

που χάνει στα σημεία.

Εκείνος που τον

Υποδεικνύουν

-άμ τι άλλο: Δεν πειράζει, αν χάνεις,

Κοιτώντας αυτόματα, ειρωνικά,

Το άλλο κεφάλι,

Που πιστεύει στον εαυτό του.

Κοιτά ο ψηλός, τον κοντό,

Από το βάθρο του.

Παρομοίως ο λεπτός, τον χοντρό,

Ο λεφτάς, τον φουκαριάρη

Που φορά μπουφάν-πανί,

Σε σχέση με το δερμάτινο.

Κοιτάς κι εσύ τα λάθη σου,

Πως έτυχε, ο καλύτερος μισθός

της αδελφής σου,

Να σε θαμπώσει, τόσο πολύ,

Ώστε να τσακωθείς

Γιατί δεν αισθάνθηκες,

Τη ζεστασιά της ψυχής της.

Ποια θέση είναι καλύτερη;

Του αμυντικού;

Κείνου που προωθεί;

Ή όποιου βάζει γκόλ;

Βρες τα μόνος σου,

Και άσε τους επαγγελματίες

στο σαθρό τους, ύψος.

Να χαμογελάς,

Να ‘χεις ζεστά τα μάγουλα,

Και την αγάπη, οδηγό.

Γιατί όλα θα ξεχαστούν,

Τη στιγμή

που το κλειδί,

φέρνει στροφή, στην πόρτα.

Γεράσιμος Μηνάς 2007