Το Blog της αγάπης

Αγάπη για ποίηση και για άξια αξιοπρέπεια στις γυναίκες

Friday, April 20, 2007

Απλά είχα ανάγκη από ένα... ηλιοβασίλεμα











Monday, April 16, 2007

Αναδιανομή

Βλέπεις τον άλλο ως χρήματα.
Πράγματα, τα οποία
Αντικαθιστούν την ανθρώπινη επαφή.

Η ζωή είναι όπως το γλυκό ή το αλμυρό τυρί.
Η ζεστή μα και η κρύα γωνιά στα σεντόνια,
Θέσεις, τις οποίες εξίσου επιλέγουμε.
Οι στιγμές που κλαίμε,
ενώ δεν τελείται ιδιαίτερος λόγος.
Μια θέση στη ζωή των ανθρώπων
που απλά τοιχίζονται πλάι μας,
Αρκεί, να μην μένει κλειστή
Η πόρτα,
Στο ν’ αγαπήσουμε, μα και ν’ αγαπηθούμε.

Τίποτα δεν είναι τέλειο. Ούτε οι οικογένειες.
Όπως οι απαράβατοι φυσικοί νόμοι.
Δεν αποκαλείς τον γονιό σου με τ’ όνομα.
Παρά με την ιδιότητα.
Ενόσω δεν συμφωνούμε,
πως το μέλος της δικής μας μικρής κοινωνίας,
Αύριο δεν θα υφίσταται.

Συμφωνούμε με τον άλλο,
Αρκεί, μόνο, ν’ αρκείται στη συμβίωση,
Μαζί μας;



Θαρρώ, όταν βρισκόμαστε μπρος σε κάτι
Κοιτούμε, σκεπτόμαστε,
κι οι αισθήσεις των φώτων των ματιών μας,
συγκαταβαίνουν με το περιβάλλον.

Η ζωή, μας θέλει με καθαρά δόντια.
Μοσχοβολά. Όπως η δεύτερη εντύπωση.
Η απόφαση να κινηθούμε.
Διδασκόμαστε, από την ευαισθησία
Επιθυμητών διευρύνσεων.
Το χλιαρό και το θερμό ντους,
Υπηρετούν με φυσικότητα, τη διάθεση.

Φορές, βοηθά να ξεχνάμε.
Εκφραζόμαστε, με τρέχουσα αμεσότητα.
Κάπως αποσβολωμένοι, επαναπαυμένοι,
Που ακόμη,
Εξακολουθεί να γυρνά, ο κόσμος.
Αναδιανομή, με νοητό δρασκέλισμα.
Τοπικό, αν θέλεις.
Όσο στο επιτρέπω.
Εγρήγορση της συνείδησης.
Ενεργοποίηση. Τακτικά. Σε κάθε τομέα.

Όπως το να παρακολουθείς,
πλήθη, χιλιάδων βολεμένων πλανεμένων,
σε προεκλογικές συγκεντρώσεις. Ελπίζοντας; Τι;
Ποιος νοιάστηκε,
Πως, αυτοί οι άνθρωποι,
Με τι κόπο, κατευθύνονται στη δουλειά τους –αν έχουν.

Με τι σθένος, σκύβουν με έλεος, στον πονεμένο.
όταν όλα ακριβαίνουν.
Και τα νέα πολιτικά κοστούμια. Ιδεών.
Αντίκτυποι, νέων πραγματικοτήτων.
Όπου η ύλη εντυπωσιάζει ως έργα,
ενόσω η σωματική μάζα της ενέργειας μας, φθίνει.

Είναι συνηθισμένο αυτό το πρόσωπο.
Το συναντά, σαν καθημερινή συνήθεια.
Εκεί όπου οι άλλοι εξουσιάζουν τις ζωές τους,
ένας ορισμένος αριθμός, βαθαίνει τα νερά,
από μόνος. Πόσο περίεργο φαίνεται.
Σαν τις αγαπημένες κλασσικές, δημοφιλείς ίσως, ταινίες.

Αναδιανομή, στις ανάγκες,
όπως η επίσκεψη μιας ιδέας,
προτεινόμενης, από νυχτερινό όνειρο.
Το πρωί ξυπνώ, ξεκούραστος, χωμένος
για άλλη μια φορά,
στην ανησυχία τους.
Για πληρωμές, απόκτηση κόπου,
Περιττών χαμένων ωρών σε φάλτσες μέριμνες.

Μια πόλη από ψηλά,
είναι τα ρούχα που επιθυμούμε να μας ταιριάζουν.
Είναι ένα συνηθισμένο σώμα
το οποίο επιστρέφει σε πέπλο αγάπης.
Άνοιξε τα μάτια σου, σαν λοβοί λουλουδιών
στο πρωινό φως. Βήματα και νέες σκέψεις.
Σχέσεις. Σιωπές. Ψίθυροι από “μακρινά” μέρη.

Έπειτα συνωστίζονται στα ίδια πρόσωπα
και στην αναμονή
Συζητήσεων άκρως φυσικών, ομοίως για τα δύο φύλα.
Τα μάτια μιλούν. Το στόμα βραδύνει.
Σου είπα, μια ιδιαίτερη σκέψη;
Θεωρούμε σίγουρη, την ύπαρξη δρόμων.
Συναισθημάτων παρομοίων στο αντίθετο μας φύλο.
Άλλο αν δεν εξωτερικεύονται.
Και ξανά, ξημερώνει, δίχως έλεος.

Περπατώντας,
οι ανθισμένες αμυγδαλιές,
Με προκαλούνε ξαφνικά, να ελπίζω.
Επειδή θέλω να φεύγω.
Απ’ τα συνήθη χαμόγελα. Τα ψεύτικα.
Τα οποία κρύβουν πόνο, ή απλά, καλοπέραση.

Κάποτε μου είπαν:
Δεν εμπιστεύεσαι τους ανθρώπους.
Το χαμόγελο το προσφιλές, αγνοώ.
Ή το ‘χω ξεχάσει
-η συνείδηση ψιθυρίζει: παραμέρισε.
Σαν τις προσωπικές στιγμές
που δεν εκμυστηρεύονται.
Όπως οι αισθήσεις του αυτονόητου ως συνέχεια.
Του αυτονόητου των σημείων στο χώρο.
Σημεία: εγώ στο σπίτι. Το σπίτι στο οικόπεδο. Κ. λπ.
Του αυτονόητου, τελικά
Της μη λεκτικής επισήμανσης μιας αποδεκτής έννοιας
η οποία ορίζει τις ανθρώπινες σχέσεις.

Γύρω από τα οποία, περιστρέφεται
Όλη μας η ζωή. Οι αποφάσεις, οι πράξεις.
Προφάσεις άρνησης από δειλία ή προσοχή.
Σα να θέλεις να αποχωρήσεις
από εκείνο το θεσμό μιας λογικής συμπεριφοράς.
Άραγε, σε χαρακτηρίζουν με μια λέξη –ήπια ωστόσο.
Κατανοούν. Επιτρέπουν. Συλλογίζονται. Απέχουν ωστόσο;

Θεσμός ύπαρξης. Με φιλικούς παραγράφους.
Με νόμους απαράβατους.
Όπου αν δεν σε αγγίξουν
Θεωρείσαι στο μέλλον –από τώρα- ,”νεκρός”.
Αρνούμενος ν’ αγαπηθείς ή ν’ αγαπήσεις.
Στρέφοντας τα νώτα στην παράδοση.

Ίσως όμως να αποδέχομαι ότι έχω χρόνο.
Επεξεργάζομαι τα χρώματα.
Προετοιμάζω τον νέο τόπο.
Τίθεμαι σε αναδιανομή.
Με μάτια, σε μικρούς ανέμους, ήρεμοι φυσικά.

Φροντίδες κατανοητές από τον αποκαλούμενο,
ρυθμικό –σε συγκεντρώσεις- όχλο.
Κατανοητές, σίγουρα όχι, απ’ όσους κρίνουν ως λαϊκισμό,
Να ενδιαφέρεσαι με σίγουρες απόψεις για τον κόσμο.

Ελάχιστες διασταυρώσεις, επικοινωνούν.
Υποστηρίζουν. Επιτρέπουν. Υποβοηθούν.
Καταγράφοντας στην προσωπική μας ιστορία
μικρά, νέα βήματα, συμφιλίωσης.

* * * *

Το βράδυ με βλέπω σ’ ένα μπαλκόνι,
Ν’ ανιχνεύω ως κτύπους
Γνώριμων αστερισμών,
Γνωριμιών, όχι ακόμα γνώριμων.
Με το κύρος, προσωπικοτήτων
Τοπικά, ισχυρής ευγνωμοσύνης.
Μπορείς, να τους εμπιστευτείς.
Όπως και όσοι, νοιάζονται.

Εκείνο το χάσμα
που σας χωρίζει,
Ποιο είδος γέφυρας, επανορθώνει;
Ποια χορτασμένη έννοια.
Ποιας γωνίας, χαμόγελο.
Οπτικής, αναδομημένου σκεπτικού.
Δεν εντυπωσιάζει.
Εκμυστηρεύεται, σ’ ένα σημείο, μόνο.

Όπου στέκομαι.
Νοητά περπατώ. Παρατηρώ.
Δεν κινούμαι. Δεν προσπαθώ.
Είμαι άνθρωπος. Έχω όλο το χρόνο μπροστά μου.

Πότε διασκεδάζεις;
Όταν τελειώνουν οι ώρες αυτές –οι επίσημες.
Σε πλησιάζω. Με χρώματα δάκρυα
βαθουλώνει στο χώρο.
Τούτο το πρόσωπο.
Το δικό σου.
Το ‘χεις δει ευτυχισμένο;
Να πετυχαίνει.
Στηριγμένο στη συγκίνηση μικρών πραγμάτων.

-Ώρα κοινής ησυχίας-

Εγώ σου το ‘χα πει, μιλούνε οι ειδήμονες.
Όμως ο ήχος έχει χαθεί –ξεχάστηκε,
Προτού καλά καλά ενεργοποιηθεί απ’ τον νου.

Η γνωστή αίσθηση της σιωπής.
Της απόρριψης.
Ως εγκράτεια κατά της αλληλοδιδασκαλίας.
Του αυτονόητου στο χώρο.
Του χρόνου που δεν επιστρέφει.
Κι ύστερα τα βήματα δεν έχουν σημασία,
Εξίσου όπως σφουγγαρίζεις,
Απομακρύνοντας τα νεκρά κομματάκια δέρματος.

Η συναισθηματική επαφή, άρα φιλία,
Είναι, όπως όταν μπαίνουν το ηλεκτρικό και το νερό,
σε μια κατοικία. Διαφορετικά,
δεν έχει λόγο ύπαρξης.
Το περιμένεις ως φυσικό αποτέλεσμα.
Αναμένεις και τη δική σου τη σειρά.

Διαφορετικά,
Το να κάθεστε μαζί, στον ίδιο καναπέ,
Ανεπαρκείς από υποδομές, σκέψεων επαφής,
Το μέλλον, σας καθιστά υπεύθυνους
για όποια εγκατάλειψη.
Αναδιανομή σημαίνει δραστηριοποιούμαι.
Δεν εισχωρώ στο βαθύ επίπεδο και σκοτεινό
Τούνελ, αιμορραγώντας, σαν αυτόχειρας.
Μετακινώ ανοδικά την αυτοπεποίθηση
καθώς και θέσεις των απόψεων μου.
Τις στρέφω, τις αναποδογυρίζω,
Πασπαλίζοντας τα μ’ ευωδιά εποχής.
Δεν είναι θέσεις
που διανέμεις σαν εσωτερικό φυλλάδιο, εφημερίδας.

Περιγράφουν δεσμούς αγάπης,
κι ευτυχία
Την οποία αποκαλούν ίσως,
Ως ρεαλιστικούς στόχους.
Είναι ώρες,
Μακριά από ακρότητες
Και ζωνών, περίεργων ανταλλαγών ενέργειας.

Ομολογείς στον εαυτό σου, την πρόθεση.
Εξαρτάται,
Σε ποιο φως συνηθίζουν τα μάτια.
Σε ποια θερμοκρασία, τούτο το σώμα
Όταν όλα γύρω,
Ως άψυχα, σε περιμένουν
σε μία σταθερή θερμοκρασία.

Όμως η διαβίωση,
Δεν είναι μια μελιστάλαχτη κινούμενη κατάσταση.
Ή απλά, τα θέλω των άλλων
όπου ο ήχος τους έχει χαθεί-ξεχαστεί,
Προτού καλά καλά ενεργοποιηθεί ως ιδέα!
* * *

Στον άνθρωπο, φορές,
Δεν του είναι κατανοητό, το να μολύνει
Εκεί ψηλά, τον ουρανό,
Από ένα τόσο μικρό σημείο, εδώ κάτω.
Επίσης, πως θα μπορούσε
Να είναι κάτοικος άλλης πόλης.
Εκτός απ’ το δίκτυο, το οποίο,
Ούτως ή άλλως, τον έπλασε.

Ένα χτυπημένο ζώο,
Δεν κατανοεί, πως το περιβάλλον,
Δεν θα είναι πλέον το ίδιο,
Όταν ο δικός του θάνατος
Θα αποτελεί πραγματικότητα.

Όπως τα γεγονότα, στα οποία
Δεν λαβαίνουμε μέρος,
Άρα δεν υπήρξαν;
Η αποκλίνουσα άποψη, ως στάση βίου
Να ανήκεις όπου δεν “περνάει”
Η “σφραγίδα” σου.
Κατά βάθος, δεν σε δέχονται,
Αρνούμενοι τη κοινή αναδιανομή,
Η οποία τελείται όμως,
Αυτεξούσια.

Τα χρώματα είναι όμορφα.
Τα χαμόγελα επιχειρησιακά.
Ο χρόνος, τώρα, δεν υπολογίζεται.
Κοίτα τους, πως συναθροίζονται.
Ποια κοινή μοίρα, ενώνει.
Ανταλλάσσει επιλογές, κατευθύνσεις.
Άτομα, αναπόσπαστο μέρος, του συνόλου τους.

* *

Παραμονεύει η τρυφερότητα
Να εκδηλωθεί.
Αν τολμήσει, ζητά ένα συνεργό.
Κάπως αφελή ίσως;
Μια δόση ευπρέπειας.
Λίγες σταγόνες υπεροχής του συναισθήματος.
Κομμάτια τυφλής εμπιστοσύνης.

Το αποθεματικό, επεξεργάζεσαι.
Το παθητικό, χρησιμοποιείς.
Μικροί θόρυβοι ενδιαφέροντος
σε λιμνάζοντα νερά αγάπης.
Γεράσιμος Μηνάς 2004


(Το παρακάτω είναι, ένα, ποίημα, με διάφορες ενότητες)


---- Αλληλογραφία -------

Πώς να σου περιγράψω
Την αίσθηση της θέας σου,
Άνθρωπε.
Ως δικαίωμα σε κάθε σημείο.
Μιας πόλης, ολότελα δικής σου.

Γιατί να σου χαρίσω,
κάτι από μένα,
Αφού συνυπάρχει στον καθένα.
Σαν κοντινό,
σε πρόσωπο, ανθρώπου.

Ένα ειλικρινές χαμόγελο,
κρατώ’
Εσένα.
Σα να ‘σαι η δύναμη του ανέμου,
σε μικρές ανατριχίλες.

Θέλω να σε ταξιδέψω,
Σαν αισιόδοξο πρωινό
Στιγμές γαλήνης.
Στιγμές δουλειάς.
Στιγμές ανανέωσης.

Επιθυμώ να μην είμαι,
Ρατσιστής.
Να σε βλέπω παντού
Σα σύννεφα.
Παντού.

Η ομορφιά των εικόνων του πρωινού,
Να μη σου λείπουν.
Σαν θεατρικό σκηνικό, δρόμου,
Ρούχο δικό σου, που τσαλακώνεται,
Ενόσω το φοράς.

Προστάζω χαρά,
Σε κάθε προσωπικότητα,
Ίση, μ’ εμένα. Εσένα.
Θέλω ν’ ακούσω τι έχεις να πεις.
Θέλω να σε δω όπως είσαι.

Μαθαίνοντας τι καλλιεργείται
πίσω από εσένα.
Εκεί όπου τα χρώματα,
Συναντούν τόνο, τόπους
Φόντα, τοπία. Ίσες μοναδικότητες.

Τριγυρισμένοι,
από δημιουργήματα,
Συνήθως, όχι δικά μας.
Αναρωτιέμαι,
Αν ξανάδα με φωτοστέφανο, τον ήλιο.

Πότε σε πλησίασα,
Παρόμοια.
Ενώνοντας τα κομμάτια,
Σαν ανασκαφή,
Σε εργαστήρι αρχαίων δημιουργών.

Δεν είμαι σε θέση
Να βαπτίσω τη στιγμή
Ποια μοναδική έννοια
Αντιγράφεται.
Ποια στιγμή.

Να με θυμάσαι.
Επειδή μοιράζομαι ότι κι εσύ
-συνήθως.
Κάποτε (έστω κι αργά).
Ο χρόνος είναι δίκαιος.

Η ομιλία,
Μπουκέτο λουλούδια
Φυσικό περπάτημα.
Φορές, μου χρειάζεται
Μια όμορφη εικόνα.

Απλή έννοια,
Συναντάται παντού.
Σαν αέρας που αναπνέετε.
Ολοένα σε ανακαλύπτω μεγαλύτερο,
Έστω και σε μικρόσωμο καλούπι.

Σαν παιδί,
Ανεπτυγμένο με ορμόνες.
Ολοένα ζητώ τα δέντρα, το γαλάζιο.
Να ‘ρθεις,
Να θαυμάσεις κι εσύ, αυτή τη θέα.

Είσαι σαν τις καθαρές αναλύσεις,
Σαν χωριό,
που σκαρφαλώνει στην πλαγιά,
Αρμονικά.
Είναι η φύση σου προσαρμόσιμη,

Αναρωτιέμαι τι ακόμα να σου προσφέρω
Πέρα από τη φωνή μου.
Ελαφρότερη,
Όπως το θολό καθρέφτισμα,
Σε μια λίμνη, μικρή ή μεγάλη.




Ηφαίστειο

είναι οι εκρήξεις σου.
Καλύπτουν με λάβα, άλλα άτομα.
Στη στιγμή, σκληραίνει το νέο “ρούχο”.
Αν σπάσω αυτό το καλούπι,
Εσύ θα το γεμίσεις;

Τι θα μαζέψεις,
Που πλέον δεν γνωρίζω.
Σταδιακά, παύω,
Σαν σιωπή,
Που υποχωρεί από ανάγκη

Συγκρίνοντας τον εαυτό,
Σαν άνεμο,
που κρύβεται.
Ένα γίνεται,
Μ’ όλα.

Σαν λάβα,
Που τα εξαφανίζει, όλα,
Πριν τα χαρώ.
Προτού μου πει η φύση,
Τι μου ταιριάζει.

Προτού διαβρωθούν τα τοπία.
Οι άνθρωποι.
Τα καλούπια’
Λίγο να σταθώ, άσε με,
Κοιτώντας τη φωτιά.

Ποιος άραγε είναι ο εμπρηστής.
Τι του έφταιξαν τα δέντρα.
Θέλει χρόνο αρκετό,
Να χτιστεί ένα νέο καλούπι.
Κύκλοι σε τομή,

που δε θα προλάβεις,
Να “προσθέσεις”.
Μ’ αρέσει να σε βλέπω
Να κοιτάς ανθρώπινα
Μ’ αρέσει να συναντώ δημιουργήματα.











Σκοπιά

Λουλούδια να ‘χουν οι κάνες,
Ν’ αφεθεί ήσυχη η δημιουργία.
Τα μέλη μου να μη χωρίζουν,
Ξαφνικά.
Απροειδοποίητα.

Συνυπάρχοντας το παλιό με το νέο
Η δύναμη του ανέμου
Κάθε ηλικίας,
Ακατάπαυστη,
Με γέννες στιγμών, όλο ευημερία.

Πιστεύω στη θέση των δρόμων
Στη χρησιμότητα τους.
Ενόσω οδηγούν τελικά,
Εξωτερικά της περιμέτρου των πόλεων.
Όσοι διαθέσιμοι να τη φυλάξουν.

Σαν άνθρωπος,
που λογικεύεται.
Σαν τα λόγια
Ενόσω σου αποκαλύπτονται,
Μετά από χρόνια.

Άφησε με να μάθω
-Κι ίσως κάποτε, από κοντά, δω-
Το προϊόν, συλλογικής σκέψεως.
Ατομικής,
Αν πρόκειται για κάτι χρήσιμο.

Τι άλλο να σου δώσω
Αν δεν στο αφαίρεσα.
Πότε διεγείρεται η αλήθεια.
Ποιοι είναι ευνοημένοι
Πόσοι φουσκώνουν σαν ψωμί στο φούρνο.

Με τι αλεύρι θα είναι η μορφή σου,
Τέλεια.
Ως πότε θα μου χαρίζεις
Εσένα,
Ως κάτι νέο.

Ως πότε θα σε δέχομαι
Όπως είσαι.
Σαν ατμόσφαιρα
Ενόσω αντιπαλεύει
όλες τις κάνες.





Ζωγραφιά

Οδήγησε το χέρι μου,
στις σωστές αποχρώσεις.
Πρέπει κάπου κάπου,
Να φαίνεται η δικιά σου σκιά,
Έξω από το καβαλέτο.

Διψά για νέες παραστάσεις.
Εισχωρεί σε αφύσικα πρόσωπα
Ο ρεαλισμός του σώματος σου.
Είναι ίδιο πάντα το χρώμα
του δέρματος.

Τολμά να συναγωνίζεται
Την δύναμη του φωτός,
Πάνω του.
Ολοένα θαμπώνουν τα χαρακτηριστικά.
Τοποθέτησε με σε άλλη θέση,

Μέχρι εκείνο,
Να χαμηλώσει στον ουρανό.
Σαν πίνακας δεξιοτέχνη,
Είσαι.
Σε κοιτώ από μακριά.

Διαλέγω το υλικό της κορνίζας,
Ανάλογα με το εισόδημα,
Αν όχι και της καρδιάς μου.
Η ώρα διαβαίνει.
Ένα τεχνητό φως, ανάβει.

Είναι καλής ποιότητας;
Μακροθυμεί;
Σαν τη μάνα,
Που χρειάζεται, ξανά,
Να θηλάσει;

Προλαβαίνει να θηλάσει;
Φοβάται
Μήπως ένα άγνωστο πείραμα
..σαν τροφή,
Μολύνει το τεχνητό φως του παιδιού.

Φορές,
Μας διαλέγει η δοκιμασία.
Πονάει τα χρώματα,
Ως σκιά, τα σκεπάζει.
Λες και το φως θα ξεπηδήσει από το έδαφος,

Ρίχνοντας σκιά στον ουρανό.
Βάσανα και παρεξηγήσεις.
Η κάθε μέρα, μια δημιουργία.
Η δική σου θέα
που περιμένει.

Πάλι ζητώ το φως της.
Δεν ησυχάζω.
Σε ζητώ μαζί
Παρατηρώ κάθε κίνηση.
Αφουγκράζομαι.







Ακοή

Είσαι τα κοράλλια,
Τα περίεργα στενά τους.
Είσαι τα μάτια σε γιγάντια αγάλματα.
Οι δονήσεις της σιωπής σου,
Μέσα μου.

Είσαι άνθρωπε,
Η προσπάθεια σου κι η σκέψη.
Σε σύντομες σημειώσεις,
Πλαϊνά των κειμένων.
Κει που λες, χωρίς ν’ ακούγεσαι.
Είσαι ο αγώνας
Προς κατάκτηση,
Σε νέα ψυχή
Εσωτερικών, γερών,
Προϋποθέσεων.

Κοιτώ, ξανά, το εξώφυλλο.
Καταλαβαίνω το περιεχόμενο.
Η στάση σου.
Η προοπτική.
Οι ακολουθίες. Η προσέγγιση.

Τώρα, κάτι ξαφνικό.
Διακοπή ρεύματος.
Σ’ ακούω επομένως, καλύτερα.
Θέλω ότι μένει,
Να έχει διαφορετική ατμόσφαιρα.

Με φυσιολογική όμως, πίεση.
Αφού όλα τα υπόλοιπα δεδομένα,
Αλλάζουν, αναδιαμορφώνονται.
Στέκομαι σα στρατιώτης στη σκοπιά,
Και σ’ ακούω.

Σα να ‘ναι εντολές,
η άποψη σου στο θέμα.
Σα να ‘ναι η συζήτηση,
Κείνο που αρνιόμαστε,
Μα συμβιβάζομαι.

*

Σκάλισε τη μνήμη σου
Να βρεις θέματα συζήτησης.
Κάλυψε ξανά, μια τροχιά,
Μήπως ορισμένοι, υπάρχουν,
-μόνοι τους το γνωρίζουν (φτάνει;).

Θέλω τις θέσεις σου
Όχι διαφημίσεις.
Όχι αργές.
Όχι πριν το δειλινό πλησιάσει.
Είναι κομμένο το ρεύμα

Αισθάνομαι, πως κάτι με βιάζει.
Πότισε με, με την σκέψη σου.
Σαν κόρη οφθαλμού, λάμπα φωτός,
Με περίσσια κεριά,
Άρα μεγαλύτερη επάρκεια.

Φώτισε με,
Σαν αναμνήσεις καλοκαίρι.
Σαν δρομολόγιο τακτικό,
με θέσεις για όλους.
Θέσεις, όχι πάντα άνετες.

Μίλησε μου,
Σαν διεύθυνση μόνιμη.
Θυρίδα απόρρητη
-Εμπιστοσύνης.
Άφησε την ακοή να χορτάσει.







Εξήγησε μου

Σαν αέρας που μιλά,
Έτσι δυνατός όπως είναι.
Αφέσου, άνθρωπε.
Μη σκληραίνεις.
Το ωραίο δεν είναι πάντοτε, ωραίο.

Ούτε θα εννοήσω
Αν ξύνεις, μόνο, την επιφάνεια.
Η περιέργεια, κινεί, ακόμα,
Τον κόσμο.
Τα χέρια δεν γνωρίζουν τη δύναμη τους.

* *

Ψάχνω σε κείμενα, εγκυκλοπαιδικά,
Τα επιτεύγματα του ανθρώπου.
Μόνο,
Που κάθε έκδοση, νέα,
Δεν ανανεώνει το νερό

που μπορεί να πίνεται.
Τα παιδιά, πιστεύουν,
Πως ολοένα, θα είναι διαθέσιμα,
Τα απαραίτητα, προς ανάπτυξη τους.
Εγώ αμφιβάλλω,

Τρέχω ξανά
στη βιβλιοθήκη.
Τώρα
που το ρεύμα είναι κομμένο,
Επομένως, δείχνω πιο προσοχή.

(Για πόσο, ακόμα
η ΔΕΗ θα κόβει, απροειδοποίητα,
Το ρεύμα, επειδή βαριέται
Να εκμοντερνιστεί
-μόνο στους λογαριασμούς, φαίνεται).

Αν περιμένεις

συζήτηση,
πρέπει να δέχεσαι και βοήθεια.
Δεν μιλάς,
Είσαι επιφυλακτικός,
Άνθρωπε.

«Μήπως ομοιάζεις,
Με τον Ντίνο Ηλιόπουλο,
Στην ταινία: ο Δράκος;»
Αν σε φοβίζουν οι μοναχικοί,
Με επίγνωση.

(Φορές, η πόλη,
ομοιάζει με κυψέλη,
όπου κάθε ένας,
Αποκτά μια ενέργεια.
Πράττει, έκαστος, το χρησιμότερο).

Μια πόλη,
Με στερεά τείχη,
όπου η ακοή, εν μέρει,
Ξεπλένεται,
Μόνο από μια βροχή.

Εξατμίσεων,
Ιδρώτα,
Χειρωνακτικής εργασίας.
Κοπιαστική
Που είναι η ζωή ..φορές.

Το πρωί, στο ταχυδρομείο,
Αισθανόμουν τόσο μόνος,
Σε μια γεμάτη αίθουσα,
Και με το σακίδιο στη πλάτη,
Άραγε, τι σκέπτονταν οι άλλοι;

Προηγούμενη μέρα,
Στο λεωφορείο,
Φοβόμουν μην σκάσει καμιά μπόμπα.
Κάθε που ακούω αεροπλάνο,
Λέω θα πέσει στο σπίτι μου.

Θα διακοπεί η συζήτηση,
Η ανταλλαγή απόψεων.
Σαν φωτιά,
Ενόσω σβήνει,
Από ένα δυνατό χαστούκι ανέμου.

Σαν ξαφνικό γράψιμο,
Ιδιοτελούς σεναρίου,
Τραγικού και αιματοκυλισμένου,
Με θύματα, παιδιά και ενηλίκους
Σε κάποιο σχολείο μακρινής χώρας.

* * *

Ο κόσμος είναι τόσο κουρασμένος
Για να μάθει
Να υποχωρεί.
Βρίζει εύκολα έναν ξένο, στο δρόμο.
Δεν φοβάται, μήτε μηνύσεις.

Ο ελεύθερος χρόνος του,
Δαπανάται σε εκδίκηση
-όποιου βρεθεί κοντύτερα.
Γι’ αυτό, είσαι επιφυλακτικός,
Άνθρωπε;

Μήπως ακολουθείς κι εσύ,
Ονόματα;
Επειδή ανανεώνουν την πίστη σου,
Στο κουράγιο;
Ή επειδή υπερεκτιμάς, καταστάσεις;






Καταστροφή

Τα Ελληνικά χέρια,
Εξακολουθούν να χάνουν, ελπίδες.
Εστίες παραγωγής,
Δικών μας προϊόντων.
Ξανά, κατεστραμμένες.

Ακούω μαχητικά, στον αέρα.
Σε ποιον ανήκουν;
Ο κόσμος φοβάται ολοένα πιο εύκολα.
(Ακόμη και τον ίσκιο του).
Όχι οι κοινωνικοί! όχι, εκείνοι.

Εκείνοι,
με τους παχυλούς μισθούς,
Δεν χρειάζεται να μιλούνε.
Στο βλέμμα τους, αναγνωρίζω,
Πλήρη υπεροψία.

Όχι.
Δεν συζητώ με παρόμοια άτομα.
Καβούρια έχουν στις τσέπες τους.
Αγκάθια στην καρδιά.
Μόνο άμα σκονιστούν, θυμούνται.

Λειψή η μνήμη σου, άνθρωπε.
Σαν χορτασμένη κοιλιά –αποκοιμιέσαι.
Τι άλλο να προσφέρω,
Σαφώς, όπως το ‘πες.
Δεν ήμουν, ποτέ, κοινωνικός άνθρωπος.















Άνεμος

Άκου πως φυσάει. Πως δυναμώνει.
Σε πιέζει. Σε περιορίζει.
Σε βγάζει εκτός, εν ριπή.
Δροσίζει,
Μα γυρίζει και σκόνη.

Σε υπομονή,
Δεν του μοιάζω.
Εσύ;
Είσαι οικειοθελώς εδώ;
Άνθρωπε.

Έτσι όπως φυσάει,
Όλο και κάποιοι θα διεγερθούν
Με απώτερο σκοπό, ένα καμένο δάσος.
Όχι απαραίτητα οικοπεδοφάγοι,
Πιθανότερο: εχθροί της Πατρίδος.

Άκου πως φυσάει.
Πως δυναμώνει,
Άνθρωπε έχεις χρεία ανάγκης
από γνώση.
Τα ξένα λόγια διαβάζονται, και πως.

Ποια δίψα,
Σε οδηγεί παρακάτω,
Άνθρωπε,
Με το καμένο σπίτι.
Καμένα ένσημα –κι αυτά.

Τι είμαστε
Τι μας κρατάει.
Κλάματα.
Οργή.
Ανάπαυση –πού.

*

Ο αέρας μυρίζει καμένο.
Τα μέσα πυρόσβεσης
Μουχλιάζουν σε αποθήκες. Γραφειοκρατία.
Κάποιος υπερ-ανόητος, διέκοψε την παροχή νερού.
Επάρκεια σε πυροσβέστες; Όχι –λεφτά σε φιέστες.

Οι άνθρωποι συνεχίζουν.
Τι τους κρατάει.
Επιχειρούν αναδάσωση στα πιστεύω τους;
Σε κοινωνικότητα.
Πιστεύουν ότι κρύβει συνοχή.

Ολοένα οι άνθρωποι, κοπιάζουν.
Σε ζευγάρια οργανώνονται.
Σ’ αρέσει ο άνεμος;
«Ναι»
Γύρω από μια θέα, στρεφόμαστε.

(Εκείνη δεν μας υποτιμά.
Οι ίδιοι το πράττουμε.
Υποτιμούμε το άλλο φύλο
Διαλέγοντας να το μισούμε;
Χωρίς αυτοσκοπό).

Λες και το τιμωρούμε.
Λες και το στήνουμε οι ίδιοι.
Μη αναγνωρίζοντας, προσπάθεια.
-Το φως έχει σκύψει στον ορίζοντα.
Προσεύχομαι να πάψουν οι φωτιές.

Βαπτίζω το χρόνο, ζωή.
“Βγαίνω να ψαρέψω εμπειρίες”
Ακολουθώντας στα τυφλά.
Σαν παγοθραυστικό.
Ελπίζοντας για λεπτό πάγο.






«Βλέπεις

λοιπόν,
ότι τίποτα δεν είναι σίγουρο.
Μήτε η γνώση.
Όπως τα μωρά,
Ενόσω μαθαίνουν την ξένη γλώσσα των μεγαλυτέρων.

Τι θα τα κρατήσει στη σωστή σειρά.
Παρόμοια η αγωνία σου
Να γνωρίσεις τον κόσμο.
Κοιτώντας τον από κοντά,
Μαθαίνοντας την γλώσσα του.

Αν και δεν χρειαζόμαστε πολλά,
Ώστε να χαρακτηριζόμαστε πολιτισμένοι’
Οι περισσότεροι δεν είναι διατεθειμένοι
Ν’ αποχωριστούν το ψωμί ή το τυρί
Ή το αναψυκτικό. Το πρόχειρο φαγητό, ίσως.

Επειδή κανείς δεν μας έμαθε
Το ωφέλιμο σε βιταμίνες.
Απλά, μαϊμουδισμός.
Παραμένει η αγωνία σου
Να σε θυμούνται –έστω και ένας».

Τυχερή η πολυτέλεια του λόγου:
Έκανα στη ζωή, ότι μου άρεσε,
Έστω, αντισυμβατικά.
Δεν είναι όμορφο το χαμόγελο της παρέας;
Τυχεροί όσοι βίωσαν το φως γνωστών πνευμάτων.

Ακούραστοι αισιόδοξοι,
Προς παγκόσμια προσφορά.
Ηλεκτροφόρες δίοδοι, τηλεφωνικοί,
Μεταφοράς της πνοής των πνευμόνων.
Ιατρικοί δίοδοι –ευκολίες ωφέλιμες.

«Αναγνωρίζεις επομένως,
Την αξία της παρέας»
Κατανοώ.
Όχι μόνο σε καιρούς ειρήνης.
Τυχερός,

Επειδή έζησα
Σε μια εποχή, πλήρη από ευκολίες.
Μόνο
που απαιτούνται χρήματα.
Όπως για ένα καλό


Άρωμα

Η αίσθηση
Που σε οδηγεί
Να βγαίνεις από το σπίτι,
Ή να σέρνεις τα βήματα σου
Σ’ έναν κινηματογράφο.

Σ’ ένα κοντινό καφέ.
Συζητώντας.
Μοιράζοντας στιγμές
Από δω κι από κει,
Με κουρασμένη μέλη, συνήθως.

Ο άνθρωπος οφείλει να ενημερώνεται;
Μήπως πιαστεί κορόιδο
Από νέους φόρους..,
Μήπως ξεχάσει να εκμοντερνίζεται
-μην τον στείλουν στο περιθώριο.

Έχουν δύναμη τα σουξέ,
Στα ατίθασα ένστικτα
-Κάτοχοι πλήρους αναισθησίας.
Όχι ελευθερίας.
Δεν συνεργάζονται οι διαφορές.

«Γι’ αυτό,
κηρύσσονται πόλεμοι;»
δεν ξέρω.
Εκείνο που πρέπει να φοβάται κανείς,
Είναι η οργή του πράου.







Κάθισε

Σ’ αρέσει το σπίτι μου;
«Συμπαθητικό είναι»
Τι να προσφέρω;
«Ότι υπάρχει»
Κρύες φέτες γλυκού λεμονιού.

(Μ’ εμπιστεύεσαι τώρα;)
(«Απαιτεί χρόνο, το ξέρεις»).
Ξέρεις,
Το κύριο πρόβλημα των ανθρώπων,
Υποκύπτει στ’ ότι υποτιμούμε τον άλλο.

«Να ακούγεται η δική σου η αλήθεια.
Κι όχι του άλλου.
Που εξίσου, υπήρξε,
Άνθρωπος.
Άνθρωπε».
Έχω την εντύπωση,
Πως οι πάνω,
Υποτιμούν τη νοημοσύνη μας.
«Τι εννοείς;»
Πως δήθεν,

Κυκλοφορεί η φήμη
Μιας επερχόμενης έλλειψης,
Πετρελαίου.
Οπότε δικαιολογείται
Μια διαρκής άνοδος, σε κάθε τιμή.

«Δεν θα διαρκέσει για πάντα»
Όχι και η ανοχή του λαού.
Ενόσω θα στοιβάζονται τα πτώματα,
Απόρων και μη,
Στα πεζοδρόμια.

Σαν επιδημία χολέρας,
Νέας μορφής.
Επεκτατικά,
Μιας αδιάφορης στάσης, ζωής.
Άνθρωπος προς άνθρωπο.

Έχω την εντύπωση,
πως δεν έχω αδέλφια,
Μετά απ’ το γυμνάσιο.
Ίσως και ποτέ.
Μόνο μια ικανότητα να διασχίζω το πεζοδρόμιο.

Ή ν’ αγγίζω τις χορδές,
Προσώπων
Ανέγγιχτων –συνήθως- από αγάπη.
Ξέρεις,
Έχω αγαπήσει κι εγώ.

Όλο το θυμάμαι.
Τελευταία.
Συγνώμη.
Μιλάω πολύ.
«Δεν πειράζει».







Σαν

μελέτη πιάνου
η ανθρώπινη φύση.
Κείνα,
που μελετάμε, νοερά,
Επικοινωνώντας.

Σαν εργασία,
Ιστορικού μελετητή.
Νοερά, ανθρωπολόγου.
«Κείνοι
που αγάπησαν,

Γνωρίζουν ουσιαστικά,
Τι είμαστε.
Σάμπως πιότερο ταπεινοί,
Ευκολοχώνευτοι,
Λόγω αγάπης.

Σε κλειστά δωμάτια,
με χαμηλά φώτα.
Αδημονούν.
Εξουσιάζοντας το είναι τους,
η στιγμή, ενός προσωπικού χωρισμού.

Ενός χώρου, ατομικού,
Που δεν συγχωρείται,
Πλέον.
Τόσο μόνος και κρύος.
Χώρος καταφρονημένος».

Χώρος-τόπος
Που βλασταίνει
Μόνο με νέες νότες
Ξεσυνηθίζοντας απ’ τα ίδια
Και τα ίδια.
















Κυριακή

Πόσο βαρετή.
Από νωρίς.
Ποια άλλη φωνή
Θα έδινε νοστιμάδα’
Μου φαίνεται,

Ο άνεμος,
Πως είναι η κραυγή των δέντρων,
Προτού καούν.
Η δική μου ανορεξία,
Η έλλειψη πίστης.

Πώς να νοστιμίσει η ζωή
όταν τα πάντα γύρω,
Σε πιέζουν.
Κοιτάμε τη ζωή, εμείς,
Μες το περίεργο βλέμμα, ενός παιδιού.

Αν δέχεται να σου χαριστεί η ατμόσφαιρα,
Τυχερός, τότε, θα ‘σαι.
Ο άνεμος παίζει με την κουρτίνα,
Τα τζιτζίκια πήγαν για μπάνιο
Το βλέμμα σου, σε μια ταινία, καρφωμένο.

Η πόλη άδειασε.
Οι βάρβαροι φύγαν.
Οι δρόμοι ανακουφισμένοι,
Κλαίνε.
Ο αέρας αντέχει τη σιωπή.

Θέλω να με καταλαβαίνεις.
Άνθρωπε.
Μες την κίνηση σου.
Από το σπίτι,
Ή αναπνέοντας χώρο, κι αέρα.

Η ζωή είναι μια στάση
Υπεραστικού λεωφορείου,
Για φαγητό και ξεκούραση.
Να κατεβάζεις δεμάτια από άχυρα-δυνάμεις,
Χειμώνα, από ψηλά, σε καταφύγια.

Είναι η θέα, βράδυ, στο λιμάνι,
Από το παράθυρο του νοικιασμένου δωματίου.
Είναι οι αναμνήσεις που επιστρέφουν
Σα να ‘γιναν μόλις,
Κτήμα δικό, άρωμα


Μοναδικό

όπως ήσουν κι εσύ,
Γυναίκα.
Προσπαθώ ν’ αποστασιοποιηθώ.
Με παρατημένο πηδάλιο,
-ούτε που θυμάμαι, πλέον.

Η γνώση με καλεί,
Μα την εμπαίζω
Σαν κοραλλιογενής ύφαλος,
Με πλούσια ζωή και ποικιλία.
Σαν κτίρια που αγνοείς το εσωτερικό τους.

Σαν έφηβος
Ενόσω
Αισθάνεται άβολα
-λόγω υποταγής-
Ανάμεσα σε ενηλίκους.

100 χρόνια αν ζήσεις
Τι θα έχει μείνει
Περισσότερο στην ψυχή σου.
Στο σπίτι του, κανείς,
Την ιστορία μας, μη του ζητάς, να του διδάξεις.

Έχουμε χρεία,
Αποκλειστικά,
Να μας εύρει η επόμενη μέρα,
Ζωντανούς.
Θέλω η σκιά μου, γυναίκα,

Να καλύψει το πρόσωπο σου.
Να εννοήσω
Προς τι, το χαμόγελο
Ν’ αγαπήσω τις ραφές,
στο κάλυμμα σου.

*

Ακόμα είναι κυριακή.
Η μοναξιά με πλακώνει.
Γέμισα το στομάχι,
Μήπως νυστάξω
-του κάκου.

Κουράζω εμένα,
Να ‘μαι χρήσιμος.
Κουράζω κι εσένα,
Να ‘βρεις πίστη σ’ εμένα.
Αλίμονο σ’ όποιον δεν κρατάει τον λόγο του.

Δεν είμαι υποχρεωμένος
Να αποδείξω τίποτα.
Σε κανέναν.
Τα πουλιά που πετούν μαζί,
Δεν σου ζητούν το λόγο.
Ούτε οι μορφές τέχνης.
Τα είδη της μουσικής.
Ο πόλεμος και η πείνα.
Η ελπίδα. Η απογοήτευση.
Υλικό για ανίδεους.
















Βραδιά ανεκδότων

Κάποτε,
Έτρωγες σε ταβέρνα,
Πληρώνοντας δυό δραχμές.
Πλέον, οι νεόπλουτοι
Είναι κινητή μονάδα μπελάδων.

Αν κάποιος από αυτούς, με τροχοφόρο,
Με ξαναβρίσει,
Θα κρατήσω τον αριθμό
Καταγγέλλοντας τον στην αστυνομία,
Ως τρομοκράτη καμικάζι.

Στα καθίσματα τους,
Πιάνονται χεράκι χεράκι
Άφιλα όντα,
Με βλέμμα απλανές,
Όλο κουλτούρα. ( Ή στάση ζωής!!).

Κυκλοφορείς στο δρόμο
Και βλέπεις χαμηλοκάβαλα παντελόνια,
Σε ατσούμπαλες μέσες.
Μαύρο γυαλί.
Γενάκι μια γραμμή, σαν κάθετος ρόμβος.

Εκκεντρικοί απόστολοι
Μιας νέας ανελεύθερης γενιάς,
Καταδικασμένη γενιά
Των προφυλακτικών
Και του φόβου, περί έρωτα.

Ήταν ένας τριαντάχρονος στην παραλία
Με πλήθος σπυράκια στην πλάτη.
Και ένα ζεύγος, πεσμένα λίπη,
Αφημένος συναισθηματικά,
Άρα, μη ώριμος.

Κάποτε,
Μια, εξήγησε:
Εγώ επιθυμώ σταθερότητα.
Εκτός απ’ το βάρος της,
Βέβαια!

Αν έπαιρνα όλα αυτά τα λίπη,
Θα ζέσταινα μια πολυκατοικία,
Επί ένα χρόνο.
Όλα γίνονται σήμερα.
Όλα καταλήγουν ως αστείο,


Σήμερα

Που οικογένειες
Δουλεύουν σε καπνοβιομηχανίες,
Συντηρώντας ολόκληρες οικογένειες,
Εκ των οποίων, ορισμένα μέλη,
Θα πεθάνουν κάποτε από καρκίνο.

Μη προλαβαίνοντας
Να κάψουν λόγω ..άγνοιας. τον εαυτό τους,
Με “ευχάριστες” καταχρήσεις.
Ώστε να μην αποτελέσουν
Το υλικό κάποιου χαζού διασκεδαστή.

Μεγαλώνοντας
Τις γενιές των βιντεοπαιχνιδιών,
Τούτης της νέας εξάρτισης.
Γενιά της καφετέριας
Και κενών υποσχέσεων.

Προς εμάς,
Προερχόμενες από εργοδότες.
Πηγές εύρεσης εργασίας,
Παρέας,
Δημιουργίας σχέσεως.

Μια γενιά,
Που διευκολύνεται απ’ τους πάντες,
Να δημιουργεί συμμορίες.
Επειδή είναι μεγάλη η προσφορά σε υλικά,
Εμφανείς οι κοινωνικές τάξεις,

Η αναξιοκρατία.
Οι μίζες.
Ο χαμένος χρόνος,
Η έλλειψη αυτογνωσίας.
Εγκαρτέρησης.

Έλλειψη από συνειδητοποιημένους δασκάλους.
Στο σχολείο των θρανίων
Μα και της ζωής.
Μια γενιά
που δεν αγαπάει τους γονείς της,

Ενόσω οι γονείς,
Συγχέουν,
Την εκδίκηση προς τους πάντες
Με την αξιοπρέπεια! που διδάσκουν
Στα παιδιά τους.

Μια κοινωνία
Ικανή να διδάσκει εμπράκτως
Αιώνια κατάθλιψη
στα μέλη της.
Ικανοποιημένη

Όταν τα ενοχοποιεί
Για έλλειψη ωριμότητας.
Ή θάρρους.
Ή επαγγελματικής κατεύθυνσης.
Ενόσω τα πάντα κλείνουν, σταδιακά, γύρω μας.

«Τίποτα λοιπόν,
Δεν είναι σίγουρο»
Η συνεχής κατάσταση.
Η ίαση.
Να προσπαθείς.

Γεράσιμος Μηνάς 2005

Αλλαγή τονισμού

Όταν πάψουν τα στάδια,
Σφραγισθούν οι τηλεοράσεις,
Μετανιώσουν οι πετρελαιοπηγές,
Σα πάψει ο θόρυβος και το μίσος,
θα σκεφτώ την μη αυτάρκεια
της ψυχής μου.
Ενόσω θα ηρεμεί το βλέμμα,
από τα μάταια ερεθίσματα.
Όχι πως δεν αξίζει η προσπάθεια
των ανθρώπων να ξεχωρίσουν,
Μ’ ακόμη και τούτο, μ’ αφήνει αδιάφορο.

Αρχικά με φοβίζει η ησυχία,
κι η ατονία των ερεθισμάτων.
Πότε κατάφερα, με διάρκεια,
να είμαι η προσωπικότητα
που δεν αμελεί υποχρεώσεις,
Σαν την μεγιστοποίηση της ευθύνης
Στο ότι ζω, αναπνέω. Υπάρχω.
Εδώ. Γιατί.
Ποιος προσέχει ότι ζεις.
Ποιος σε ηρεμεί,
Σε καθαρίζει, μετά τη βροχή.

Φροντίζει να δεις,
Γιατί πρέπει να συνεχίσεις¢
Όταν βρισκόμουν σε σύγχυση,
μια μορφή αγγέλου,
Ανήγγειλε τα γεγονότα του βίου μου,
ή με ηρεμούσε.
Κι εγώ, θυμόμουν, το συμβάν.
Ακόμη και τώρα.
Όπως οι τραγικοί θάνατοι
ή ανθρώπους σε κίνηση, μες τα αίματα.
Πλέον, δεν σκηνοθετώ άλλες βιαιότητες.

Δεν επιθυμώ άλλη προσοχή.
Παρόλο
που δεν απαλλάσσω εμένα από
λάθος υπολογισμούς.
Πότε και πως
θα ξυπνήσει μια στιγμή,
Η ξαφνική ριπή ενός παγερού αέρα.
Σα πάψουν οι μετακινήσεις,
Αδειάσουν τα κτίρια,
Γκρεμιστούν όσα καταφύγια φιλοξενούν εγκληματίες,
Ίσως τότε, ηρεμήσει η ψυχή,

Χαθεί το πείσμα ενός λαού.
Η περηφάνια του.
Σταματήσουν να εξυψώνονται οι πέτρες
Η διαλεχτή ομαδοποίηση τους,
Η εξύψωση καθενός μνημείου και ηπείρου,
Ως νέου προτύπου, πια,
εν τω μέσω νέων μαθησιακών ετών.
Ανησυχία και χρόνος χαμένος.
Τσιγάρα, ποτό, η νύχτα με τα γλυκά φώτα.
Ζαλισμένα μάτια, ανήσυχα βλέμματα.
Όσους αφήνουμε. Κουρασμένη ακοή.

*

Ποικιλία από θέματα,
Να νευριάζω στιγμιαία, οριακά.
Εύκαιρη βρισιά,
Εύκολη προκλητικότητα,
Προθυμία για λάθη,
Κοινωνία καμωμένη από λάθη.
Κόποι γυμνοί στις προθέσεις.
Πληρωμένοι “δολοφόνοι” δικών μας ιδεών,
Με γεμάτα πορτοφόλια.
Η ξαφνική ριπή του ανέμου
Δεν κάνει διακρίσεις,

Προσωρινά, λόγω τοπικής
Γήινης, δικαιοσύνης.
Σπάνιας όμως, λόγω δικής μας άγνοιας¢
Όταν πάψει το θάρρος,
Στραγγαλιστεί το θράσος,
Αποθηκευτούν τα λόγια,
Ενδεχομένως καούν
Εφήμερα περισπούδαστα λόγια,
Σα πάψουν οι νωπές οι χαρές,
Ξεχωρίσουν τ’ αληθινά από κέφι καρδιάς, δάκρυα,
ο άνθρωπος θα σταθεί με κεφάλι όρθιο.

Όχι από περηφάνια, εννοείται ψηλά.
Παρόλα αυτά, οι συνήθειες οι απλοϊκές,
δεν θα πάψουν.
Χαρακτηριστικό μας γνώρισμα,
Η ετοιμασία φαγητού.
Καθαριότητα, οργάνωση προμηθειών.
Χρόνος πλέον γι’ ακτίνες ήλιου,
Για αλλαγή τονισμού, σε αξίες.
Μιλούν, παρουσιάζονται¢
Ζεσταίνω το σημείο που κάθομαι,
Πιθανόν και τη σχέση μου με τον Δημιουργό.
Γεράσιμος Μηνάς 2004

Monday, April 02, 2007

Όλα όσα θέλω να σου πω

Αρκεί να μην είσαι λυπημένη.
Επειδή τούτο δεν το αντέχω.
Τα όμορφα Ανοιξιάτικα βράδια, που μοιάζουν να είναι μόνο μια εικόνα.
Ένας άντρας με μια γυναίκα, σ’ ένα πεζούλι, κάτω από μια κληματαριά. Να σου κρατώ την παλάμη, τόσο λευκή και ωραία, σα κάτι ξέχωρο από τον κόσμο, όπως η γυναικεία ομορφιά. Τα μάτια σου που κοιτούν όλο τον κόσμο που έχω να σου διηγηθώ. Τόσο ήρεμος, αγαπημένη. Γεμάτος από απλές εικόνες, αληθινών ανθρώπων, που μόνη επιθυμία παραμένει η καθαρότητα του νου. Σα γλυκό στη γυάλα, πάντα έτοιμος ο καλός λόγος. Να κεραστεί με αποδοχή και πανανθρώπινη αγάπη.
Η ζωή είναι πολύ όμορφη, μα και μικρή σε διάρκεια των ωρών, που πρέπει να διαβούν, ανά ημέρα. Μόνο όταν έχεις ηρεμία, πασπαλίζεις, ορισμένες ώρες, με δικό σου φως. Αφού έχεις ζωή, μέσα σου. Μια αίσθηση που θα φύγει, ενόσω θα γέρνει μακριά, ο ήλιος, χάνοντας το όμορφο απαλό, κίτρινο. Επειδή η εικόνα μιλά πιο δυνατά από τα πιο ουσιαστικά ποιήματα, που πρέπει να τους ρίξεις φως, για να τα διαβάσεις.
Τα μάτια σου, όλες οι αγαπημένες ταινίες, με τη ψυχή μου. Ο χρόνος που φέρνω σ’ εσένα, από δικά μου αγκυροβόλια, όπου υφίστασαι μόνο εσύ. Εσύ αφήνεις περιθώριο σ’ όλα τα άλλα. Στην άκρη απ’ τις σελίδες του βιβλίου της ζωής. Επειδή τούτο είναι ο προορισμός του καθένα. Σου μιλώ σα να μείναμε μόνοι στη γη. Αληθινοί όπως καθετί καθαρό, που δεν πουλιέται, μήτε αγοράζεται. Ούτε έχει μολυνθεί.
Η μόνη ημερομηνία λήξεως, είναι όταν πρέπει να αφήσουμε τούτο το σώμα, σε μια γωνιά. Όπου οι δικοί μας, μας τιμούν με μνημόσυνα. Ώσπου κι εκείνοι, ν’ αναζητήσουν προσωπικές στιγμές ηρεμίας. Το κίτρινο φως. Κάτι προσωπικό, που ζει μια στιγμή. Εκτός περιβάλλοντος, έστω κι αν έχει κάποια δύναμη να σ’ επηρεάσει.
Σπάνιο να σ’ ανακαλύπτω. Σπάνιο να το βλέπεις αυτό, αγαπημένη. Σπάνιο και το βλέμμα στα μάτια σου, που ούτε τα πιο καλλιγραφικά γράμματα, ή οι αρτιότεροι λόγοι, δεν κλέβουν καν, κάτι απ’ το θάμπος σου. Τούτο είναι η ανθρώπινη υπόσταση, η λυτρωτική, ενόσω γύρω συνήθως, όλα, μαυρίζουν. Με κόπο, οτιδήποτε, να φέρει ευχαρίστηση. Κόπο, ναι. Μα υφίσταται και ο χαμένος χρόνος που σπαταλούν οι μέρες οι ίδιες, λες και θα ζήσουμε αιώνια.
Μα εγώ είδα μόνο εσένα. Σα να ‘σουν εδώ, οπτασία, παρουσία, τρυφερά λόγια στο μαλακό σου εξωτερικό, που σαν αγγείο ή σαν αρχαίο γυναικείο, αθάνατης ομορφιάς, άγαλμα, συ μόνο προσφέρεις ένα χαμόγελο, στο έργο τέχνης. Δροσίζοντας με, με την ομορφιά, του: υπάρχεις. Λεπτή και καλλίγραμμη κατά τ’ άλλα, άνθρωπος με δικαιώματα και αισθήσεις, γόνιμη κατά πάντα. Επειδή τούτο είναι η γυναίκα. Με υπομονή φέρνει στο κόσμο, καθετί. Υπομονή να ‘χεις, να ανέχεσαι.
Μη ξεχνάς ότι κάπου εκεί γύρω σου, αγαπημένη, βρίσκομαι, παρατηρώντας το βλέμμα σου και την ομορφιά, απ’ την οποία έχω εθιστεί, που να σου πω κάτι περισσότερο, δεν μ’ αφήνεις, ως παρουσία. Δεν προλαβαίνω.
Όλα όσα θέλω να σου πω, είναι τόσα, που μόνο στις Κυπριακές εγχώριες –εκεί- τηλεοπτικές σειρές, συναντάς τόσα συναισθήματα, αληθινά και αγνά. Να πλημμυρίζει η καρδιά σου, συγκίνηση. Τόση που να καταλαβαίνεις πως είσαι άνθρωπος, μικρός, αγάπη μου. Προσγειωμένος αν προτιμάς. Αγαπώντας όλα τα λουλούδια, ιδιαίτερα εκείνα που θ’ αρκούσαν από μόνα τους, σ’ έναν ζωγραφικό πίνακα. Που προσπαθεί απλά, ν’ αφουγκραστεί, τη δική σου γλυκύτητα. Μόνο όταν σε έχω μπροστά μου. Να ‘ναι τα μάτια, να ‘χουν ένα ή δυο χρώματα, που ποτέ δεν αλλοιώνονται, σε ψύχος ή καύσωνα.
Συναισθήματα, σα τρυφερή αγκαλιά. Μάγουλο με μάγουλο. Που να ‘σαι, που βρίσκεσαι. Γιατί δε σ’ αγκαλιάζω. Η παλάμη σου, αγαπημένη, στο μάγουλο, στα μαλλιά, ως πόσο μ’ ανακουφίζει. «Εσένα αγαπώ», μιλάς, η ψυχή μου, λυτρώνεται. Φτερουγίζει, αποκτά κτύπο καρδιάς. Κτύπο αναπνοής. Σκοπό. Ως ένα μέρος απ’ τ’ ανθρώπινο, τούτο, ον, που κοίταξε πώς να κατοικήσει τη γη, μ’ αγνόησε τα συναισθήματα, καρδιά μου. Τα προκαταρκτικά της καρδιάς, που μόνο μ’ αγάπη γνήσια, μοναδική, ξεδιπλώνεται.
Σα την υφή των πετάλων ενός λουλουδιού. Λουλούδι. Δεν είναι πανέμορφη λέξη; Λουλούδι στο αυτί σου. Τρέμοντας στην παλάμη σου, για τούτη την αίσθηση. Να σ’ αγγίζει ένα ον, που γεννά έναν ανθρώπινο κλώνο, απ’ την αρχή.
Όλες οι φορές που σ’ είδα. Όλες οι φορές που με το βλέμμα, μοναχά, σ’ αγκάλιασα. Όλες οι εικόνες της καθημερινής ζωής, ενόσω δήλωναν: οικογένεια. Ευθύνη. Το δικό μας κάστρο και άσυλο, αναπνέοντας μια ακόμη μέρα, έναν ακόμη, μήνα. Η υπόλοιπη ζωή που στην αρχή μοιάζει ατελείωτη.
Έως τη στιγμή, που δημιουργείται σιγά σιγά, ένα κενό, δίχως ένα ταίρι, χάρη στην ύπαρξη από ανάλογο γονίδιο, φαίνεται. Αρκεί να μην αλλάξουμε γνώμη στη συνέχεια. Μην αδιαφορήσουμε, σε μια από κείνες τις στιγμές που γινόμαστε αχάριστοι. Αποκαρδιωμένοι απ’ όλα τα προβλήματα, που σκληραίνουν τη καρδιά.
Έλα, ν’ ακούσω τον κτύπο της καρδιάς σου, γλυκιά μου γυναίκα. Έλα να σε δω. Ένα γλυκό φιλί στο μάγουλο μου, από σένα, μι’ αγκαλιά, να δεις πως, θα με συγκινήσει.
Προσπαθώ, τις μοναχικές ώρες, να σ’ αντικαταστήσω με αγαπημένη μουσική, που απλά, είναι φωνές ξένες, ζωές ξένες. Τι ταλέντο έχουν αυτοί οι άνθρωποι, να γεννούν μουσική. Πραγματικά, τους θαυμάζω.
Το ανθρώπινο σώμα, περιέργως, είναι σταθερά ζεστό, στους 36 βαθμούς κελσίου.
Άσε με μόνο να σε κοιτώ. Χαμογέλα ντροπαλά, αγάπη μου, που μ’ αρέσει.
Τούτα τα λόγια, αγαπημένη, είναι μόνο για σε.
Μόνο για σε.

Δεν κουράζεσαι, πες μου, να διαβάζεις μόνο, γι’ αγάπη και καλοσύνη, μα να μη τη ζεις; Να μη δημιουργείς με τη μορφή σου, από κοντά, χαμόγελο μ’ αγάπη και στόχο αιώνιο.. προς το ταίρι που βλέπετε μόνο, αχνά, τον ιστό που υφαίνεται. Είναι υγιής αυτός ο ιστός. Δεν υφαίνεται για να αφήσει ένα κενό στη φύση, όπως το πετούμενο που εξαφανίζει με μια χαψιά, η αράχνη.
Ο ιστός είναι η συζήτηση.
Να σε ακούσω, μόνο, θέλω, κοιτώντας τα μάτια σου. Προσπαθώντας να βρω όλες τις απαντήσεις, μέσα σου, απλώς κοιτώντας σε.
Να ‘ξερες, αγάπη μου, πόσο με συγκινούν όμως, όλες οι εικόνες τρυφερότητας και στοργής, στις ταινίες. Γιατί τελευταία, με συγκινούν τόσο; Αν έχεις εσύ, μια απάντηση.
Τα υπόλοιπα, αγάπη μου, θα στα πω και θα σ’ ακούσω, κατ’ ιδίαν.
Φιλάκια.

Γεράσιμος Μηνάς 2007