Το Blog της αγάπης

Αγάπη για ποίηση και για άξια αξιοπρέπεια στις γυναίκες

Monday, October 08, 2007


Δωρεάν

Η ζωή είναι,
κείνη η όμορφη, αίσθηση-μυρουδιά,
του αχνιστού, φρέσκου ψωμιού, από φούρνο.

Η θέα του ηλιοβασιλέματος,
που όμως απαιτεί κόπο,
Μεταβαίνοντας στο κατάλληλο σημείο,
θέασης.

οι ταινίες αγάπης,
Που λίγοι όμως,
Προτιμούν να βλέπουν.

Η ανάγκη να γράφεις ποιήματα,
Μιας και κανείς δεν μπορεί
να σου πουλήσει,
από πριν,
όσα πρόκειται να αισθανθείς,
Καταγράφοντας τα..

Η ανάγκη να γευτείς κάθε τι,
Την περίοδο ωριμότητας του.
Κείνο το δωρεάν, μιας παρέας,
Ικανής,
Να αποδέχεται, το δικαίωμα καθενός,
Να αναπνέει.
Να ‘χει καρδιά,
Αισθήματα. Χιούμορ.
Περιόδους απομόνωσης
Ενόσω δεν θέλεις να βλέπεις κανένα.
Αν και τότε,
Αρνείσαι το φως της ημέρας
Το ίδιο το οξυγόνο.
Τα μαθήματα ανθρωπιάς.
(Πότε ο ήλιος έξω, είναι αρκετά δυνατός,
ενοχλώντας σε κάπου. Έπειτα από λίγο,
ένα σύννεφο φέρνει την ισορροπία,
Να αποδέχονται τα μάτια,
του δωματίου τα διάφορα).

Προκειμένου να θέλεις, να προσπαθείς
Για κάτι.
Το πιο απλό. Όπως η σκέψη.

Η κάθε εμπειρία, ανά εποχή.
όπως να θες να κάθεσαι κάτω από δέντρα,
Καλοκαίρι.

Δωρεάν δίδεται,
η θέα όσων βλέπουν τα μάτια σου.
Η όψη π.χ. μιας όμορφης
Γυναικείας, σιλουέτας,
Αν και δε τις προτιμάς, για το μυαλό τους.

Είναι σαν συντριβάνια,
στην έρημο μιας άσχημης πόλης.

Που ποθεί το ωραίο,
Εκτός από τα αληθινά συναισθήματα.

Η δωρεάν ομορφιά,
της όψης,
Ενός άντρα και μιας γυναίκας,
Ενόσω κάθονται, κάπου,
Μαζί.

Η ανάγκη μου να τη δω,
αδύναμη σωματικά,
Γιατί είναι τόσο όμορφη,
κι αγαπημένη, σ’ εμένα,
Η γυναικεία παρουσία,
-για να συμπεραίνουν ορισμένοι,
Πως μόνο αγάπη, έχω,
μέσα μου.

Φορές, παραμένει απροσδιόριστη
η περιγραφή,
Από το κοκαλάκι της νυχτερίδας,
Να δημιουργείς μια σχέση.

Παράλληλα
μ’ ένα συγκεκριμένο είδος, ανθρωπιάς,
Να ξεχνάς τα πάντα που έζησες.

Τούτο ποθεί η ίδια η σιωπή,
Που αφήνεις μόνη,
γι’ αρκετό διάστημα χρόνου
-σαφώς γιατί όταν κοιμάσαι,
Πάλι μόνη, μένει,
Εκείνη.

Παρομοίως η γυναίκα
Που λες: αγαπώ,
Αφήνοντας τη μόνη,

Εκεί,
στους δρόμους,
Τα πάρκα.
Τους χώρους σίτισης,
Ξενοδοχείων.

Μόνες να κοιτούν ένα άδειο τοπίο,
από συντροφικότητα.

Ίσως γιατί
Το παιδέψαμε αρκετά,
Να μην είμαστε μόνοι,

Νοθεύοντας
τις δωρεάν επιθυμίες,
τις αγνές, της καρδιάς,
Με προσμείξεις, θέλω, τρίτων,
Που δεν θα αισθανθούν, ποτέ,
όπως εμείς.
Σε χαρά ή λύπη,
Μιας και κάθε άνθρωπος,
μοναδικός.

όπως η κάθε γλώσσα,
Η αύρα να ‘χεις Πατρίδα,
Συγκεκριμένο DNA,
ελπίζοντας λίγο έστω, για το αύριο,

Κείνο που θέλει,
να πνίξει η Αποκάλυψη,
γιατί σαφώς ο Θεός, δεν ήτανε ποτέ του,
ελπίδα.

Έπρεπε να τη βρούνε,
μόνοι τους,
οι άνθρωποι.

Μες την ευτυχία,
Να ‘χεις το ταίρι σου,
Μόνοι σας,
στο δωμάτιο,
Που σας φιλοξενεί.

Ως δικαίωμα,
Ελεύθερης,
δωρεάν,
έκφρασης.

Δωρεάν χαρίζεται
η καλοκαιρινή, απογευματινή,
δροσιά,
όπως η ανάγκη
Να ‘χεις τα χέρια,
επάνω μου.

Είναι δυνατόν να κρύβω
κάτι αληθινό,
που αισθάνομαι;
Ρωτάς.

Εκτός πιθανόν,
από περιστατικά -γλυκιά μου άνοιξη-
Στα οποία ντρεπόμαστε να αναφερθούμε,
Επειδή δεν συνοδεύονταν από συγνώμη

Το στυλό αντικαθίσταται.
Το μελάνι, αναφέρεται,
πονά,
θίγει -ενώ φορές δε θα ‘πρεπε-
οικογενειακές κακουχίες.

Τότε θα έπρεπε
να πάψουμε
Να είμαστε, άνθρωποι.

Πόσο τυχεροί στ’ αλήθεια
για τούτο το χάρισμα
της ύπαρξης.

Κωπηλατώντας
στις καθημερινές αισθήσεις
τα αρώματα
-να που θυμάμαι το δικό σου.
Γι’ αυτό είσαι γυναίκα.

Δημιουργικό να υπάρχεις.
Σα τα μικρά, τηλεοπτικά κανάλια,
στα οποία ο λαός, φτάνει
-πεζός ελεύθερα, επίσης, εισέρχεται, ως φίλος-
ή αποστέλλει τηλεφωνικά,
την όποια γνώμη,

Που είτε θίγει τον ίδιο,
Ή απλά εκφράζει μια ειδική
ή γενικότερη
Κατακραυγή,
Λόγω κοινωνικής αδικίας και ανέχειας.

Αμφιβάλλω
αν θα μπορούσα,
Να ‘χα στα ενδιαφέροντα μου,
μόνο την κατάκτηση
Μιας Α καριέρας,
Συσσωρεύοντας χρήμα,

Ή απλά ζώντας μόνο
για να δουλεύω,
σπαταλώντας κατόπιν,
τον ιδρώτα μου
-τα λιγοστά χρήματα-
σε ποτά ή άλλα… ξενύχτια.

Αν δεν έγραφα,
Προσωπικά,
θα αισθανόμουν ένα τίποτα.
Άχρηστος μες τις καταχρήσεις,
που φυραίνουν το νου,
όπου τίποτα δεν είναι δωρεάν.

Μήτε τα έξοδα του γάμου.
οι σταθεροί λογαριασμοί,
η εφορία -γιατί έτσι ..πρέπει..

Επειδή ο αριθμός –φαίνεται-
των φορολογουμένων,
Είναι μεγαλύτερος,
απ’ όλα μαζί, τα κέρδη,
Των μεγαλοεταιρειών
που ρουφούν τον κόπο των χαμηλομισθωτών.

Αυτοί ακριβώς,
που πιστεύουμε,
Πως επειδή ζούμε, ακόμη,
οφείλεται στην ελεύθερη βούληση μας.


Επειδή κάπου,
Δεν μας έπνιξαν ακόμη,
τα χρέη.

ούτε η καταπόνηση του οργανισμού,
απ’ τα ξενύχτια;
Έχεις δεν έχεις, χρήματα.
Γιατί υπάρχουν και κορόιδα,
που πληρώνουν.

Μα ποιος, σήμερα,
Ζει για να δουλεύει,
Επιστρέφοντας σπίτι,
Μόνο και μόνο,
για τις δουλειές του καλοκαιριού,

Είτε είσαι άγαμος,
Ή οικογενειάρχης,
Απασχολούμενος αναγκαστικά,
με την τάξη στο σπίτι,
Αν μεγαλώνουν παιδιά.

Διαβαίνοντας σε μια πόλη,
όπου το μόνο δωρεάν,
Είναι ορισμένα τοπικά λεωφορεία,
η κίνηση ποδηλατών,
σε λεωφορειολωρίδες.
Να περπατάς όταν μπορείς.

Γιατί αν μιλάς κατά της αδικίας,
σε μια πόλη με ταξικές ανισότητες,
ο πρωθυπουργός δίνει εντολή,
να παρακολουθείσαι,
από ανόητους αστυνομικούς,
ακόμη και δεκαπέντε από αυτούς,
απασχολούμενοι αναίτια,
σε πολίτη που απλά λέει τη γνώμη του,
κι ύστερα πάει και κλείνεται σπίτι.

Η ενημέρωση είναι δωρεάν.
Το ξύλο από τα ΜΑΤ,
κατά μανάδων, παππούδων,
εργαζομένων, εξίσου δωρεάν.

Δωρεάν και η νοητική αντίσταση,
Κατά κάθε πούστη,
Που είτε κυβερνά,
Είτε κατέχει χώρους αναψυχής
ή εταιρείες.

Η έκφραση είναι δωρεάν.
Η ποίηση δεν είναι απαραίτητα,
ευγενική.

Δεν έχουμε όλοι, χρήματα.
Έχουμε όμως την ομιλία.

Δεν γίναμε Πάσαρης,
Επειδή απλά,
η εξυπνάδα δεν απορροφήθηκε, δημιουργικά,
Μα εγκληματικά.

Το Κράτος φταίει,
γιατί νέοι άνθρωποι
Καταλήγουν στην παραβατικότητα.

Αν ζουν, ανάμεσα σε προκλήσεις,
π.χ. στο κάμπινγκ,
Πατέρας ν’ ανέχεται, το μικρότερο παιδί,
Ν’ ακούει από τη διπλανή σκηνή,
Τους ήχους ορισμένων που πηδιούνται.
Δεν αποκλείεται και ιδίου φύλου, μεταξύ τους.
Εκεί καταντήσαμε ως Κοινωνία.

Κάπως έτσι στη δίνει,
Ξεκινώντας η παράνοια.

Αφού δωρεάν είναι η σκέψη,
οι αποφάσεις,

Λιγότερο ο χρόνος,
για να σκεφτείς λογικά,
Έως του σημείου,
Τι άλλο ακόμα,
Πρέπει,
να στερηθείς,
Ώστε να φτάσουν τα χρήματα,
Χάρη στο ψωρομισθό.

(Κοίτα να δεις,
που αγαπάς αυτή τη Πατρίδα,
Δεν γνωρίζεις, επίσης, ξένη γλώσσα,
Ώστε να μετοικήσεις, σε άλλη χώρα,
της Ευρωπαϊκής Ένωσης,
Που, άραγε; Με τι μέσα;
Μια Ελλάδα, που μισεί τους πολίτες της.
Φεύγοντας, θα συναντήσεις, ομογενείς;).

Επειδή είναι γεμάτη η Ελλάδα,
με ανθρώπους, στους δρόμους,
που εύκολα καθυβρίζουν,
Δίχως να φοβούνται,
Μη πέσουν σε αντιδραστικό,
ο οποίος, θα τους αφαιρέσει τη ζωή,
με όποια πρόχειρα μέσα,
διαθέτει.

Θέλοντας και μη, δεν αντιδρώ. Δεν μπλέκω.
Κάτι με βαστά απ’ το πέτο,
Διαφορετικά θα λυσσομανούσε,
το επί τόπου, καθυβρισμένο, τώρα,
Χαράζοντας ζωές και αντικείμενα.

Ευτυχώς είμαι ήρεμος,
Υποταγμένος στο σταυρό μου,
Τα χαμένα μου νειάτα,

Σ’ όσους, μες την οικογένεια,
με ανέχονται,
Γιατί ξέρουν πως με έχουν ευνουχίσει,
Ελέγχοντας με εσαεί.

Επειδή ποτέ τους δεν διέκριναν
πως η ελευθερία απαιτεί να ξοδέψεις σκέψη,
Ν’ αφήσεις τον άλλο, δεν είναι δωρεάν.

Σα πλησιάζει το κερασάκι στην τούρτα,
απλά αλλάζεις κι εσύ,
Γιατί ‘ναι δωρεάν, είπαμε η σκέψη,
Ιδίως όταν γίνεται πράξη,
Με αγώνα προς ανεξαρτησία.

Η ζωή είναι όπως μια ταινία,
που απαιτείς να σε κρατήσει, έως τέλους.

Μας απασχολεί περισσότερο,
τι καλό θα βρουν, οι άλλοι, σ’ εμάς,
Παρά να πλάσουμε, δημιουργικά,
μόνοι,
το είναι μας.

Άραγε πως.
όντας ευνουχισμένοι. Ανολοκλήρωτοι.
Ταπεινωμένοι.
Δίχως χρήματα. Τις ανέσεις των άλλων,
που σε πουλάνε και σ’ αγοράζουν,
όπως αναφέρει ο λαός.
Έχοντας αυτοί, το αποκλειστικό δικαίωμα,
Στην λογική και την ωριμότητα,
Στεγνοί από αισθήματα. Λαϊκή καταγωγή,
Γήινη.

όπου χαίρεσαι να είσαι ο εαυτός σου.

Πότε αδύναμος, πότε χαρούμενος. Άλλοτε,
Τα παρατάς. Άλλη φορά, το ξανασκέφτεσαι.
Δωρεάν είπαμε, είναι,
οι αποφάσεις.
(άλλοτε ενοχλούν,
σα τις σκνίπες, που περιέργως, τσιμπούν,
φορές, πολύ δυνατά).

Έτσι όπως –ειδικά- μπλέξαμε
-Βλέπε τα Άνω.

Δωρεάν οι πόθοι.
Η περηφάνεια στο ύφος. Το καυσαέριο,
Κυρίως εκείνο της νόησης,
Όπου η αυθάδεια αποτελεί, πλέον, προσόν,
Μετά το να ‘χεις περιουσία.
Η λεγόμενη ασφάλεια των γυναικών.

Με σπάνια δείγματα, ενήλικων θηλυκών,
που ξέρουν να σέβονται,
δίχως να βασανίζουν,
Μια ευαίσθητη αντρική, ψυχή.

(γλυκιά μου,
πότε θα βάλεις τα χέρια σου,
πάνω μου;)

Δωρεάν να φέρεσαι με καλοσύνη,
Από φυσικότητα.
Όχι επειδή πρέπει.
Ξεχνώντας ότι έχει συμβεί έως τώρα.

Εγώ πάλι,
γιατί σκέφτομαι συνέχεια, εσένα;
Με μια παιδική αφέλεια,
και συγκίνηση,
Επειδή θέλεις κι εσύ, να κρατάς
στα χέρια σου,
Κάτι που αγαπάς.
Έτσι είναι από τη φύση φτιαγμένο.
Δύο φύλα

(που περιμένουν το καθένα, σπίτι του,
να επισκεφτεί η αγάπη,
τα δωμάτια
που είδαν, πόνο, χαρά.

Τον ήλιο κάθε τόσο, να φωτίζει τις χαραμάδες
στο παράθυρο,
Επειδή τούτη έχει, υποχρέωση.

Τα δωμάτια κι η διαρρύθμιση,
Που μόνο η μουσική, φορές,
Ομόρφυνε,
αντικαθιστώντας το φύλο που έλειπε,
στην απέναντι καρέκλα,
στη δική, ασχολία).

Το καθεστώς που επιφέρει η ενηλικίωση,
Το πρέπει της συνουσίας.
Άραγε τι χρώμα έχει τούτο το θέλω,
αν είναι ευνουχισμένο;

Δες το. Κάπου γυροφέρνει,
Μες σε καπρίτσιο,
Πως και καλά,
Πρέπει να ευχαριστούμε
που μας ελέγχει κάποιος.

Δε φτάνει που μεγαλώνουμε λίγο ακόμη.
Ποιος θα μας δώσει το χαμένο χρόνο,
που θα ‘πρεπε να κινητοποιηθούμε.

Σε κάθε γειτονιά,
Που θα ‘πρεπε να ‘χει μία σημαία,
Κείνη της συναδέλφωσης
-όχι το αντίθετο.


Θεωρούμε δεδομένο,
Πως θα βρούμε κάποιο άτομο
Να μας πει: η ζωή είναι ωραία.
Κοίτα να δεις που χωρίς χρήματα,
Τούτη η άποψη, κάπου, χωλαίνει.

Σαφώς η διάκριση ορισμένων,
Να παρατηρούν τις ευκαιρίες, στη ζωή,
Πάντα,
κάποιου άλλου.

αισιόδοξοι πάντα,
στη ζωή κάποιου άλλου.

Πάντα κάποιος ν’ απολυμαίνει την πόλη
-χωρίς να προσπαθεί ν’ ανακυκλώνει
Ως σύγχρονος πολίτης
που δεν τον κούρασε η ηλικία,
Κρατώντας φυσικά,
τις παλαιότερες αξίες,

Να βγαίνουν τα παιδιά,
να κοινωνικοποιούνται στις γειτονιές.

Πλησιάζοντας στην ώρα του,
Κάθε βράδυ.
Άλλοι θα πάνε για ύπνο.
Λιγότεροι θα κάνουν έρωτα
-σα να κρατούν το πιο εύθραυστο λουλούδι,
στα χέρια τους.

Υπερτερούν εκείνοι,
που ποθούν μια αγκαλιά,
Λένε: είναι απαραίτητο.
Μόνο κριτική δέχονται από τους άλλους,
που όλα τα έχουν,
Τυφλοί και κουφοί
από τα μικρά πράγματα
-ευτυχώς υπάρχει μεγάλη ποικιλία,
ποιοτικής μουσικής,
Να παρηγορεί το απόγευμα,
Την ίδια την ποίηση.

Βρίσκοντας φράσεις
Να προσθέτεις στο χειρόγραφο,
Καθαρογράφοντας τις, στις στρογγυλές
σιδερένιες πλάκες, του σκληρού δίσκου,
μες τον υπολογιστή.
Που δε φοβήθηκε, ποτέ, την ενηλικίωση.

Οι άνθρωποι μόνο, φοβούνται,
Π.χ. να πουν: μου αρέσει όπως γράφεις.
Ιδίως αν το πεις σε γυναίκα,
Επειδή παρεξηγούνται εύκολα, μάτια μου,
Οι άνθρωποι.

Ευτυχώς, τους μένει εκείνη η ψίχα,
της φυσιολογικής άμυνας,
Να μη τους την πέφτει, ο πάσα ένας
Που ‘ναι σωστό,
Τονίζοντας τη λέξη αξιοπρέπεια.

Σα τις στιγμές
Που μέσα σου αλλάζει κάτι,
Λες: καλυτερεύει το τώρα,
Μέσα μου το αισθάνομαι.
Τι βγαίνει όμως, τελικά, από αυτό,
Ή μένουν μόνο, τα λόγια;

Κοιμάσαι φορές,
Με την ανησυχία,
Τι είναι η ζωή,

Πέρα από το να κάνεις
Δική σου οικογένεια.
Για σένα.
όχι γιατί πρέπει,

να αγαπάς επειδή το θέλεις,
όχι επειδή πρέπει
Τόσο απλό μα ανεπίκαιρο,
σα τα χαριτωμένα γράμματα,
που ξεκινούν, όχι με κεφαλαίο, μια πρόταση,
Λόγω δικής σου επιλογής,

Να δείξεις,
πως το απλό, είν’ το μικρό
-όπως η ανάγκη επικοινωνίας.

Τούτα τα λόγια ας πούμε,
που συμφώνησαν να βρίσκονται μαζί,
σε κάτι που ονομάστηκε, ποίημα,

Κοιτώντας τον εαυτό του όπως είναι.
Συμπεραίνοντας πως τελικά,
Δεν συμφωνούν τα χαρίσματα,
Που πίστευες, μέσα σου,
Πως κατείχες.

Σα τις στιγμές που σκέφτεσαι,
Παίρνοντας τη σκυτάλη ένα επόμενο
μουσικό κομμάτι:
Για δες,
Δεν συμφωνεί με το γούστο μου.

Θα ‘θελα κάτι άλλο,
Με παρόμοια αίσθηση,

Σα κάθε ώρα, αναγκαστικά,
Να αποπνέει κάθε τώρα, με οριστικό θέλω.

Ας πούμε: κάθε πρωί,
Ο καθένας πάει στη δουλειά του.
Η εικόνα του περιπτερά,
που τακτοποιεί τις εφημερίδες.
Άνθρωποι στις στάσεις.

Γιατί να πρέπει να αναφέρεις, κάθε τι,
που από μόνο του, ως απλό,
περιφέρεται σαν τον άνεμο –ας πούμε.

Ορισμένα όμως, πρέπει να τα λες,
ή να αφήνεις το άλλο πρόσωπο,
Αφότου σε εκτιμήσει,
να θελήσει να πάτε ένα περίπατο.

Ακόμη και η αγάπη είναι με όρους
Εκεί καταντήσαμε.

Κανείς δεν εξαιρείται.
Είτε αρέσει είτε όχι.

Εμένα κανείς δεν με ρώτησε,
Γιατί πρέπει ας πούμε,
Τα νειάτα να διαρκούν τόσο λίγο,
Έπειτα να φθειρόμαστε,

Θεωρώντας τα σαράντα,
Το ξεκίνημα των γηρατειών.

Είναι λεία η επιδερμίδα,
Μιας 25χρονης;
Ρωτώ εσάς,
Που το ζήσατε.

Οι διακριτικοί να απαντήσουν,
Σα να ‘χαν απέναντι τους,
ένα φίλο.

Αν είναι δε, καρδιακός,
Να δω πως δεν θα τον πληγώσεις.

Αν του δείξεις την αίσθηση,
Να ‘ναι κανείς, παντρεμένος.
Αν αισθάνεσαι, όντως, ευτυχία.

Σα κείνο το θέλω,
να συναντάς ανθρώπους,
Ως δικαίωμα τους, παρομοίως,
Να περιφέρονται στην πόλη.

Ίσως αν δεχτούμε
Πως οι γονείς μας κουράστηκαν,
Ν’ αποδεχτούμε και οι ίδιοι,
τη ζωή όπως είναι.

όλο καταστάσεις συμβαίνουν.
Βιωματικό παρόν, του καθενός,
Επαγγελμάτων που αγνοούμε τον κόπο,
Ότι υπάρχουν, ακόμα ακόμα.

Μόνο σε ορισμένα, παλιά, λαϊκά, τραγούδια,
Αναφερθήκανε.
Επειδή η ζωή είναι κάθε στιγμή,

Όχι δυο τρεις, μήνες,
Πριν τις εκλογές,
Ενόσω ο πρωθυπουργός δίνει εντολή:
Δείξτε ενδιαφέρον στους πολίτες.


Εμείς οι πολίτες,
Μεις μόνο,
Γνωρίζουμε την ύπαρξη,
του ήλιου στις χαραμάδες των παντζουριών.
επιλέγουμε μικρά γράμματα,
για να ξεκινήσουμε μία πρόταση.
Αγαπάμε κάθε χιλιοστό της Πατρίδας,
Παρατηρώντας σα σε μικροσκόπιο,
Όλες τις ποικιλίες ζωής, μέσα στο χώμα.

Στα εσωτερικά μας θέλω,
που αναφέρουμε στα ποιήματα,
Βρίσκοντας τον εαυτό μας, τρυφερά,
Μόνο όταν μιλούμε για αγνή αγάπη.

Σαφώς όπως μιλά ο Νικηφόρος Βρεττάκος,
για την κοσμογυρισμένη ποίηση,
που αποτελεί όπως γράφει: η στολή της ψυχής.
Αν είναι δυνατόν να το πεις πιο γλαφυρά.

Σκέφτεσαι, συλλογίζεσαι,
Αν πρέπει να μιλάς συνεχώς, τρυφερά,
Να λυγίζουν οι ανθρώπινες ψυχές,
Θεωρώντας κατόπιν, φυσικό,
Να ‘ναι ευγενικοί.
Για το θέλω το δικό τους, μέσα.

Μήπως δω τους ανθρώπους
Να θέλουν να είναι, φίλοι, μεταξύ τους.
Με φυσικότητα.

Σα τη στιγμή, τώρα, της έλλειψης,
Να μην έχω την αγκαλιά
που ‘χω ανάγκη.

Αναρωτιέμαι τι αισθάνεται μια γυναίκα,
όταν είναι μόνη.

Σα να ‘ναι κόσμος, τόπος,
άλλος.

Κάπου όπου πρέπει ν’ ανασηκώσεις το μαξιλάρι,
αν σου δοθεί τούτο το δικαίωμα,
Να βρεις το απαλό μυστικό
Που πάντα είναι: να περιμένεις, αγάπη.

Η αίσθηση που ζητά,
Συ,
Να χαμηλώσεις,
να ακούσεις,
Κάτι τόσο ποιοτικό.

Φορές, αφήνεις το τραγούδι
Να μιλήσει για σένα.
Δεν έχεις κουράγιο να συνοδεύεις
Τα λόγια
που μιλούν από μόνα τους,
για πόνο.

Κι ο μοναχικός γνωρίζει
την ομορφιά της θάλασσας.

Είναι τόσο μουγκές οι ώρες,
της μοναξιάς.

Σα παλάμη στο πρόσωπο,
που δεν αισθάνεσαι την ύπαρξη της.

Περιμένοντας απ’ τον Θεό,
Λίγη αγάπη.

Μόνο τότε ομολογείς τα λάθη.
Μόνο τότε λες όλη την αλήθεια.

Έπειτα,

ή κουρνιάζεις στο κρεβάτι,
Η απλά συνεχίζεις.

Μια ζωή απορίες που δεν εξηγήθηκαν.
Ποιοτική μουσική που δεν άκουσες,
Ως ταίρι άλλου προσώπου.

Επειδή δεν είδα, φαίνεται,
την αγάπη των δικών μου.

η κάθε μέρα, όμως,
είναι, όπως κάθε μέρα.

Χωρίς τίτλους ή κύπελλα
Ή ανάγκη να γίνεις διάσημος.
Μήπως μάθουν τι έκανες τόσα χρόνια,

Μόνος,

Κει που ακουγόταν η ποιοτική μουσική,

Κει που μόνο το σπίτι,
Περίμενε καθαρότητα.

η μουσική που προκαλεί ανατριχίλες,
εσωτερική δηλαδή, συγκίνηση.
Φορές, ξεσπά από μόνη της,
Μήπως τότε,
Σηκώσεις το κεφάλι. Δεις τη ζωή.
Χαμογελάσεις.

Όλα τα λόγια
Που δεν στάλθηκαν στα πρόσωπα
Που γνωρίσανε να εκτιμούν την ποιότητα.

Άραγε θα βρουν χρόνο;
Θα ξεχάσουν κείνους που μόνο να μειώνουν,
Γνωρίζουν; Τωρινούς
Ή μελλοντικούς, εργοδότες
Αφού αισθάνονται υποχρεωμένοι
Να μας προσβάλλουν.

Επειδή αυτοί θα επιστρέφουν, πάντα,
Σε μια κατοικία,
όπου όλα είναι προπληρωμένα.

Σκόνη είναι,
Τριγυρίζουν παντού.
Την ώρα
που στον απλό άνθρωπο
Θα γεννηθεί η ανάγκη
Να βγει να περπατήσει

-δίχως την πρόθεση
να πρέπει να απολογηθεί
για τούτο. Όπως π.χ. για τα γραπτά,
τα λογοτεχνικά.
Ασώψεται η παράνοια στα μυαλά των εξουσιαστών.

Ανεξαρτησία δεν σημαίνει,
Μόνο: εργάζομαι.
Σημαίνει να ‘χω ιδιωτική ζωή.
Αντίληψη να αμύνεσαι με χαμόγελο
Ή απλά για χαμόγελο,
που ούτως ή άλλως,
ομορφαίνει το πρόσωπο.

Όπως τα παιδικά χέρια,
Ενόσω αγκαλιάζουν.

Η ζωή είναι όπως η ανάγκη της στιγμής,
Να “υπογραμμίσεις” τα λόγια σε ένα τραγούδι.
Άραγε, τι σε κινητοποιεί,
Κι όχι παρόμοια, να πάρεις τη ζωή
στα χέρια σου.

Όλο εμπόδια, μας βάζουνε
Λες.

Ίσως γιατί πρέπει
Να γίνουμε ευτυχισμένοι,
Με τρόπο
που ακόμη δε γνωρίσαμε.

Μόνο που δεν ήρθαμε στη ζωή,
Για να ευτυχήσουμε.
Όπως όλα που θέλουμε να ξεχνάμε,
Γιατί βαρεθήκαμε π.χ. να γεμίζουν το σπίτι.

Γέμισαν τα ντουλάπια. Τα ράφια.
Με βιβλία;
Ποιου τη γνώμη, θα διαβάσουμε;
Κάποιου που δεν τσουβαλιάζει;

Έχει κάποιο τίτλο; (οικόσημο)
Μπορεί να μας διασκεδάσει;
Ολοένα να μας διασκεδάζουν,
Μη τροχίσει η σκέψη.
Ολοένα να μας δείχνει κάποιος άλλος,
Που, είμαστε, ευαίσθητοι.

Είναι πρωτότυπο το κείμενο;
(πρωτότυπη, ναι, η αγάπη.
Ξεραίνεται μέσα του, τελικά;
Κι εκείνος που αγαπούσε,
Μα η ζωή τον κούφανε, τον τύφλωσε
Επειδή έτσι φέρονται ..όλοι).
Γιατί να μην το έχουμε δωρεάν;

Ίσως γιατί δεν γίνεται να σου χαριστεί
Ο χρόνος, που αναλώθηκα με πόνο ή
προσωπική, χαρά, στο χαρτί.
Δεν βρισκόσουν εκεί.
Να με δεις να ανανεώνομαι μέσα μου.
Να γερνώ στο δέρμα.

Δεν θα πεις: αυτό το άτομο,
Υπήρξε.

Βλέπεις δεν εκτιμούμε τον κόπο,
Του/της, συγγραφέα.
Όχι πως ο κόπος εκτιμάται,
από τους εκδότες.

Κείνοι θεωρούν πως η απλότητα
Που βιώνουν οι ίδιοι οι αναγνώστες, δεν αξίζει
Να διαβαστεί σα να τα είπανε, μόνοι τους.
Δεν αξίζουν οι αναγνώστες να είναι άνθρωποι.

Ευτυχώς, εμείς οι λίγοι, εκτιμούμε το ποιοτικό.
Το κρατήσαμε δυστυχώς και με τις δυο μας
παλάμες. Ενώ η μία, έστω,
Θα ‘πρεπε να ‘ναι συμπληρωμένη.

Μόνο τις φτηνές, πρώτες, ύλες, σκέψεων,
Τυπώνουν οι μπακάληδες

Αλλά έτσι ήταν πάντοτε
Με τους περισσότερους ανθρώπους.
Μόνο να παίρνουν, ξέρουν,
Ή
“να τους πηγαίνεις τα πάντα, στο κρεβάτι”.

Δυστυχώς η αναφορά στον πόνο,
Δεν πουλά βλέπεις.
Δυστυχώς επομένως, κανείς
δεν θα διαβάσει την προσωπική ιστορία,
κάθε μοναδικού ανθρώπου,

επειδή γω θέλω
Να γνωρίζω πως υπήρξε
Όποιος πόνεσε.
Έτσι από καπρίτσιο.

Η περίφημη, πιθανόν, κατάσταση,
Να συγκρίνεται ο εγκέφαλος, καθενός,
Επιβιώνοντας, όμως,
Μόνο οι έξυπνοι που αδικούν,
Όντας ισχυροί κάπου.

Ποιος διοικεί την Πατρίδα μου,
Θέλω να έχω, Πατρίδα.
Ταυτότητα.
Δικαίωμα μου να ζω.

Φορές,
Σκέπτομαι να ηχογραφήσω
ποιήματα μου,
Μα κείνη τη στιγμή, φαίνεται τόσο ανούσιο,

Σάμπως γιατί,
τα τζιτζίκια θέλεις να τα ακούς,
Μόνο το καλοκαίρι.

Η ικανότητα να εκτιμάς τα παλιά, από πέτρα,
σπίτια. Που εγκωμιάζουν απλά,
τον ανθρώπινο κόπο, και μόνο.

ζώντας δυστυχώς, ο άνθρωπος
Για τα τερατουργήματα του λεγόμενου
Πολιτισμού. Αδιαφορώντας για τη φύση.


Ποια ζώα είναι περισσότερο τυχερά,
από άλλα.

Κρατά ο βασανιστής στο εργοστάσιο,
Ένα μωρό γουρουνάκι,
Του βγάζει τα δόντια,
Του κόβει τ’ αυτιά.
Του αφαιρεί τα αναπαραγωγικά όργανα.

Εγώ τον αποκαλώ παιδεραστή.
Η ανθρώπινη κακία,
φορές,
δεν αντέχεται.

ο εμετός μου,
δε λύνει το πρόβλημα
(ευτυχώς δεν τρώω κρέας),
Πλάσμα,
που μπορούσε να με κοιτά.

Θυμάμαι εκείνη τη μέρα,
που παιδί,

Αγόρασα ένα κοτοπουλάκι,
που έμεινε, -εν αγνοία μου-
χωρίς μητρική φροντίδα.

Άραγε,
θα δώσουν λόγο,
Συνίσταται αμαρτία,
ο βασανισμός των ζώων;

ποιος ακούει την κραυγή τους;
Κείνη την σκλαβωμένη ώρα;

Έχουν τα ψάρια,
Φωνή;

Να ουρλιάξουν,

Μη έχοντας,
νερό, για ν’ αναπνεύσουν;

Βασανίζουμε εξίσου,
ο ένας άνθρωπος, τον άλλο.
Με περισσή ευκολία.

Σκέπτομαι: Όποιος την μάνα,
Δεν αγαπά,
Καμιά γυναίκα δε δύναται, να αγαπήσει
Αργότερα,
Ως ταίρι του ο άντρας.

Εφευρίσκουμε τρόπους
Τοπικά, αναλόγως,
Να “καρφώσουμε ένα ακόντιο”
Στην ψυχή του άλλου.


Όσο κι αν στρέφω το πρόσωπο,
Ενόσω βασανίζεται κάτι, εν ζωή,
θα εξακολουθήσει να με κοιτά,
Χαράζοντας με το βλέμμα,
που με ακολουθεί,
όσο κι αν απομακρύνομαι.

Αγαπούμε το ζώο,
με το όμορφο σχήμα.
Καλό είναι,
όσο μας εξυπηρετεί.

Βλέπεις,
είμαστε κυρίαρχο είδος.

Λίγα επίσης, τα παιδιά,
που αγαπούν τα ζώα, τα πουλιά,
Τα ψάρια…
που απλά ανοιγοκλείνουν το στόμα.

Όλοι μας θα πληρώσουμε,
ότι μικρό ή μεγαλύτερο κακό,
Προξενήσαμε σε έμβιο ον.
Το μόνο τίμιο είδος,
που απέμεινε,

καταρρέοντας,
η περίφημη ανθρώπινη, λογική,
που σπάταλα,
Καταστρέφει τον πλανήτη.
Πιστεύοντας πως εμείς, ζούμε για πάντα.

Κάπου πρέπει να εκτονώσουμε,
Κάθε αδικία,
που οι ίδιοι, υφιστάμεθα.

Χτυπάμε! τα ζώα,
Και φραστικά.

Βρίζουμε ως οδηγοί, τα παιδιά.
Ως γεροντότεροι, κάθε νέα γενιά.
Λες και ο κόσμος
θα υπάρχει για πάντα.

Όποιος δεν συμφωνεί μαζί μου,
Έχει ψυχρή καρδιά.

Το σημερινό χάπι,
Που ..καταπραΰνει.. την ανθρώπινη τρέλα,
Επειδή πάντα κάποιος άλλος, φταίει.

Σα σε στενό κλουβί, η ζωή μας.
Προσπαθούμε να τεντώσουμε,
χέρια και πόδια,
Δίχως αποτέλεσμα.

Μια τρελαμένη νόηση,
που πάμπολλες φορές,
μίλησε,
Σε κάποιο τσιμεντένιο δάσος,
Που η φύση αποφεύγει να εισέλθει.

Τόσος πόνος επικρατεί,
στις λεγόμενες πολιτισμένες, χώρες.
Η τρέλα του ισχυρού,
ενόσω κοιτά ρατσιστικά,

Τις παραδόσεις της Αφρικής, στην ύπαιθρο,
Κείνες των Εσκιμώων, των Ινδών.
όσων περιδιαβαίνουν πεζοί ή με καμήλες,
σε απέραντες, άγονες, εκτάσεις,
όπου δε βρίσκεις ίχνος, μηχανικού,
πράγματος.

Κει, που καθετί ζωντανό,
Περιδιαβαίνει τη γη,
Ελεύθερα.

Δίχως να βλέπει κάθε εκτάριο,
ως ιδιοκτησία του.

Θέλουμε τη φύση, άγευστη,
αποστειρωμένη,
Καθαρή, σα το σπίτι μας,
Δίχως σκόνη,
Δίχως μυρουδιά -όπως η ζωή μας.

Αυτή η γη,
που ποτέ δε συζήτησε,
γιατί ‘ναι διακριτική. Ευγενική.
Μάνα που υπομένει το ρόλο της
Πάντοτε να προσφέρει.

Έπειτα κοίταξα τον άνθρωπο,
ο ένας να πηγαίνει βόλτες,
Ο άλλος να κλείνεται μέσα
-σύζυγος με σύζυγο
-ασώψεται η ασφάλεια.

Άραγε κυκλοφορεί αίμα, μέσα τους;

Ανίκανοι οι ίδιοι οι γονείς,
Να συμφωνήσουν σε κάτι τόσο απλό
όπως η βόλτα,
Xτίζουν επομένως,
Αντικοινωνικά όντα.
Με νόηση πεντάχρονου,
που ολοένα απαιτεί,
Έως τη στιγμή,
που κάποιος τρίτος, την πληρώνει.

Η συνέπεια
της δωρεάν διαμόρφωσης,
Πιθανόν έξυπνου ανθρώπου,
Που ζει όμως, ανόητα,
Μόνο.
Μη ανεξάρτητο.

Σαν ζώο,
που κλεισμένο στο κλουβί της καταπίεσης,
Κάποτε τρελαίνεται,
με άγνωστες συνέπειες.

Άλλοτε, ως πατροκτόνος.
Εκδηλώνει ανορεξία. Αυτοκτονία.
Εγκληματική συμπεριφορά.
Ναρκωτικά. Πορνεία για τα προς το ζειν.

(Εκεί που καταλήγεις,
Όταν δεν σου μιλούν τρυφερά).

Όχι.
Θέλεις να δεις, όμορφα λουλούδια,
που σου μιλούν μόνο
με την όψη τους.

Δεν είναι ποίημα,
Είναι συζήτηση, κι όποιος ακούσει.

Ενόσω οι εξουσιαστές τολμάνε
Να μπουν σε κάποιο ποίημα.
Αναπνέουν ρύπους
Καθώς και τα έργα τους.

Δεν μπορείς να αγαπάς,
Μόνο ότι είναι χαριτωμένο,
Ή μυρίζει καινούριο.

Καταστρέφοντας τη φύση,
που θεωρείς ξένη,
Ζώντας σε μια πόλη,
Που φοβάται τον εαυτό της,
Αφαιρώντας ζωές για το τίποτα.

Δεν μπορώ να απελευθερώσω
τη γνώμη,
Πως ότι ζεις,
Είναι αυτό που σου αξίζει.

Δεν ξέρω.
Εγώ δεν το μπορώ.

Επειδή διαφορετικά
ότι ποιοτικό παράγεις,
Θα ‘πρεπε να το γνωρίζει ο καθένας,
στον τομέα του,

Ως αναγνώστης,
Φιλότεχνος,
Φίλος των αξιών.

Σα να ‘ναι η ζωή,
Αποφθέγματα συμβουλών σε βιβλίο,
Που προϋπάρχουν στον εγκέφαλο.

Δεν σε πιέζει κάποιο δάκτυλο:
Διάβασε το αυτό. Θα σε ωφελήσει.

Με το ζόρι
να σε ωφελήσει.
Όταν το άλλος το θέλει.

Μόνο αποδοχή
Δεν δείχνει, αυτό.

Δεν είναι τυχεροί, όλοι, στη ζωή,
-όσο κι αν ξινίζεις τη μούρη σου,
τούτο δεν αλλάζει.

Αφού,
Μ’ ότι δικό σου, κι αν ασχοληθείς,
Αν το προσέξεις με τη καρδιά σου,
Ο Θεός θα σου πει,
-επειδή όλα έχουν ένα τίμημα-
Την ψυχή σου, την έσωσες;

Ο εμπαιγμός
Του δεν προσπάθησα.

Λυπάμαι.
Μου λείπουν τα χρήματα.
Ο σταυρός μου είναι από ατσάλι,
Που οι μύες μου δεν λυγίζουν.

οι μύες του νου, τώρα φωνάζουν,
Συγνώμη, ρωτάνε..
Γιατί κρύβουμε επιμελώς
Ότι είμαστε
-όχι ότι θα θέλαμε να γίνουμε;-
Συγνώμη πάλι.
Ενόσω είμαστε δυστυχισμένοι.

Ξέρεις,
Εκείνη τη στιγμή,
Που σου βγαίνει στο χαρτί,
μία επιθυμία.

Που παλεύει ξύλο,
Με την ανάγκη σου, καλοκαίρι,
Τέλη Ιούλη,
Να κάνεις ησυχία,
Εντελώς όμως.

Όλα εκείνα τα μάτια
Που πλησίασαν άγνωστους τους,
Να πούνε, κάτι με τυραννάει.

Χρειάζεται θάρρος να κοιτάξεις στα μάτια,
Έναν άνθρωπο.

Αν αποφεύγεις,
Είναι,
Σα να είναι τα πιστεύω σου,
Επίπεδα,
Παρομοίως οι εκφράσεις του προσώπου,
Με το ζόρι, χαμογελούν.
Ενώ θέλεις όλοι να γνωρίζουν,
Όσοι ενδιαφέρονται,

Ποιος προπονήθηκε.

Τι θα μπορούσες να γίνεις.
Τι είσαι.
Τώρα το σκέφτηκα.

Άλλοι πριν από μένα:
Το ανθρώπινο, δεν πουλά.

Ποιος, τους λογαριάζει.

Κρίμα να λες, κρίμα.
Κρίμα να δειλιάζεις να πεις, αγαπώ.

Από την αρχή ήθελα να το αναφέρω.
Τι; Επιμένεις να ρωτάς.
Το φάρμακο το τωρινό, της δυστυχίας.
Αντίστοιχα τα μαθήματα ανθρωπιάς.

Δε βλέπω να περνάω το μάθημα.
Μου λείπουν τα χρήματα. Το πιο απλό,
Απέναντι στ’ ανθρώπινα βλέμματα,
Που κόβεις τη φωνή,
Μήπως σε πλησιάσουν,
Διηγηθούν μια ιστορία,
Να υπάρχεις.

Αδιαφορώ για το γράψιμο
-που άλλοι δεν παραδίδουν δωρεάν-
Τίποτα δεν ενεργοποιεί τον όρο, βοήθεια,

Γέμισαν, μάτια μου,
Κακία,
οι καρδιές,
όλοι θέλουνε να γίνουνε,
Κάτι πάνω απ’ όλους τους άλλους,
Με την κατάκτηση του χρήματος.

Εκείνο
Που θεωρώ εγώ, όμορφο, ποικίλει,
Σα την ανάγκη μου
Να ζωγραφίζω εκφράσεις,
στο πρόσωπο.

Μη συζητάς τα αισθήματα.
Βρίσκονται σε ράφια, χαμηλά.
Δε σκύβεις να δεις πόσο αξίζουν.

Ο πρώτος τέλειος
Να πετάξει τον αρχικό λίθο.

Εμπρός,
Τι περιμένεις;

Καλοκαίρι είναι, έξω.
Μέσα μου, σελοφάν στα αισθήματα,
Μήπως και λήξουν, προ της ώρας τους
Και πάψω να αισθάνομαι ισορροπημένος,
Έχοντας φυσικά, κατακτήσει το δικαίωμα
Να εκφράζομαι ελεύθερα.

Ζώντας μες την άγνοια,
Ενός δικού της αγγίγματος.
Μετά από τόσα χρόνια δικών μου συζητήσεων.

Είμαι ο μοναδικός αναγνώστης,
Της ίδιας μου της ιδιότητας, ως γραφιάς
(παρηγοριά στον άρρωστο
στο καλοκαίρι, που σε ένα μήνα,
θα πει, γεια)
Ασώψεται ο ατσαλένιος μου σταυρός.
Μα που να καταλάβουν, ορισμένοι.

Λες και θα διδαχτώ, ποτέ, τίποτα,
Από τις προσωπικές μου εκμυστηρεύσεις.

Δήθεν πως ενδιαφέρομαι να μιλώ.
Όπως δείχνω ανθρωπιά,
Μόνο ενόσω ο ίδιος, το έχω ανάγκη.

Κάπως έτσι
δημιουργούνται
οι εφήμερες σχέσεις.

Βαριέσαι να μιλήσεις,
Να αισθανθείς. Να αμύνεσαι.

Δωρεάν να αισθάνεσαι,
Να είσαι εν ζωή.

Τι κρίμα να μεγαλώνει, κανείς.
Να χαλά τις σχέσεις του.
Αρκετοί ψάχνουν μόνο, για πελάτες.
Τούτο θεωρούν βοήθεια.

Αναρωτιέμαι τι θα ‘χαν να πουν γι’ αυτό,
Όλα τα ομιχλώδη απογεύματα,
σε κάποιο χωριό,
Όπου μες την κάπνα,
Χάνεται ένας ποιητής,
Ψάχνοντας για την έμπνευση.

Εύχεται να θυμηθεί
Που την φύλαξε,

Κάτω από ποια, φυλλώματα.
Επειδή τα δέντρα, συνήθως, έως φέτος,
Τα άφηναν ήσυχα.

Φοβάται
Μήπως κάηκαν οι ιδέες του,
Μαζί με τη μουσική που ακούει
Μες το κρανίο του,
Γιατί μόνο τότε,
Αφήνει τις λέξεις
Να πλημμυρίσουν το χαρτί,

Σα να συζητά με τη φύση,
Που έπρεπε, πρώτα, να καεί,
Ώστε να την αγαπήσει.

Ο ποιητής
Που επιθυμούσε, βαθιά, μέσα του,
Πιότερο να μιμηθεί
Την αύρα, των συναδέλφων
Που εκτίμησε,
Αφήνοντας εκείνοι, εποχή,

Παρά ν’ αφήσει το σταυρό,
Μήπως κρατήσει κάποια γέφυρα,
Παρά,
Καρφωμένο το θέλω,
Να είναι άνθρωπος.
Ως κοινωνικό ζώον, κι αυτός.

Μιλώ μόνο, γράφοντας.
Η φωνή μου δεν ακούγεται.

Σε κάποια κουφάλα, δέντρου,
Χώθηκε από κάποιο
Κλέφτη-κοράκι-δημοκράτη.

Ούτως ή άλλως δεν θ’ ακουγόταν.
Σαν καμένο δάσος
Που κανείς δεν αναδασώνει.

Να δούμε πότε θα τιμωρηθεί
Ο εμπρηστής του βίου μου.

Ολοκληρωτική καταστροφή,
συνέβη.
Αν θέλεις, πίστεψε το.

Αφού δεν πιστεύεις,
Πόσο τοις εκατό, κάηκε,
Στον Εθνικό δρυμό της χώρας.


Αυτό το μωρό,
που λέγεται Γεράσιμος,
καμιά δεν το κανάκεψε.

Καμιά δεν μ’ έδειξε, στην διπλανή της,
Με το δάκτυλο:
Σου αξίζει.

Βλέπεις τελικά, η αγάπη,
Δεν δίδεται, δωρεάν.

Εξαρτάται από το μισθό
ή το βαθμό κοινωνικότητας.

Μαγκιά μου να παραδέχομαι,
Πως γουστάρω
Ότι έχω ανάγκη να μοιραστώ,
με συμπολίτες μου,
τούτες τις άκακες σκέψεις,
Που σαν δακτυλάκια, νεογέννητου,

Δεν έσκυψε, μπιμπερό αγάπης,
Να θηλάσει.

Αν με ρωτάς,
Κοιτώντας και οι δύο, τον ουρανό,
Αν δέχομαι να επικοινωνώ, μόνο, με αξιοπρεπείς,
Ναι,
Σοφά μίλησες,
Θ’ αποκριθώ.

Ορισμένοι εκεί έξω με βλέπουν –εσένα επίσης-
Ως σπάλα,
Κομμάτια κρέατος προς πούλημα.


Είμαι η παρηγοριά του εαυτού μου,
Υπηρετώντας την αίσθηση του ποιήματος,
Την ώρα που γράφτηκε,
Μένοντας πιστός στην ώρα εκείνη.

Παρόμοια η στοργή
που δείχνει ένας σκύλος, στον ιδιοκτήτη του.

Ζώντας σε έναν τόπο,
Που τα κόμματα, αλλάζουν αρχηγούς,
Ώστε να ξεχνά ο λαός,
Τα συνοδευμένα –του καθενός- σκάνδαλα.

Αν είναι δυνατόν, να ορίζεσαι ως πολίτης,
Δίχως έγνοια για το περιβάλλον,
Ότι χαρακτηρισμό κι αν του απέδωσες.

Τούτο το ποίημα
Συνομιλεί με τον εαυτό του.

Ψάχνει για νέα στοιχεία,
Μη πάει χαμένο.
Μην δεν αγαπηθεί.

Στην ουτοπία ενός πολίτη,
Ο οποίος δεν συμμετέχει στα κοινά.
Αντιμετωπίζει τις εκλογές, σα βάσανο.
(Είναι που βλέπει να κοροϊδεύουν,
οι των δύο μεγάλων, κομμάτων,
στα μούτρα, δίχως φραγμό,
εκπροσώπους μικρότερων κομμάτων.

Ο περίφημος λαϊκισμός.
Δηλαδή να υποτιμούμε τον απλό πολίτη,
Που τουλάχιστον, αυτός,
Πιστεύει πως αγαπά,
Να ασχολείται με το καλό των υπολοίπων).

Μιλάς μα δεν ακούει κανείς!
Αναρωτιέμαι αν άκουγαν τους ποιητές
Της προηγούμενης γενιάς
-αλλά εδώ δεν μαθαίνουν, καν, ούτε τώρα,
τα μεγάλα νοήματα, πίσω από τις φράσεις.

Κάνε εσύ το καθήκον σου,
Μιας και ως μονάδα,
Δεν δίνεις αναφορά σε κανένα αφεντικό,
Παρά μόνο στον εαυτό σου τον ίδιο.
(να λες, είμαι καλός άνθρωπος,
άλλο αν δεν κινώ ούτε το δαχτυλάκι,
μήπως δω τον ήλιο που ποθώ,
Αγαπήσω τη ζέστη του,
που σημαίνει, γυναίκας αγκαλιά,
δίχως επιπόλαιες πονηρές, σκέψεις.
Σαν ζώο σε περίοδο αναπαραγωγής).

Κατά τ’ άλλα,
Φθειρόμαστε στην πολιτική
-αφού είμαστε ανίκανοι στα αισθήματα-

Μήπως δούμε τους ισχυρούς της Ευρώπης
Ν’ αποφασίζουν,
Τι σημαίνει πολιτική.
Χαμογελώ: λες και οι ξένοι ηγέτες,
Δεν κλέβουν.
Τι ψάχνεις τώρα.


Εγώ,
μόνο στην πράξη,
Μπορώ να δείξω,
Τρυφερότητα,
Στην γυναίκα που θ’ αγαπώ.

Αν καταφέρει να υπομείνει
Τη λατρεία μου.
Το πάθος του τρυφερού βλέμματος,
Που λυγίζει το χρόνο
-υποφέροντας εκείνος,
όταν λείπει η ελεύθερη φύση του.

Πάντα χαίρομαι, αγαπημένη,
Να σε βλέπω.
Μόνο εσένα.

Επειδή μόνο όταν σε αγκαλιάζω,
μαθαίνω τον εαυτό μου.

Ελάχιστες γυναίκες,
Αποπνέουν κάτι τέτοιο.

Θέλει προσπάθεια,
Να μην τις κατηγοριοποιείς.

Στις νοικοκυρές, που δεν εργάζονται.
Αναρωτιέμαι αν τους μένει χρόνος,
Να αγαπούν.

Εγώ τις αγαπώ, πάντως,
όπως κι αν είναι’

Το να είσαι ανεξάρτητος,
πιθανόν σημαίνει
Να μην ζητάς φαγητό,
από τους γονείς σου.

Να μην δείχνεις αδυναμία,
Αυτό σημαίνει;
Αδυναμία: να σκέφτεσαι τώρα,
Θέλω να σε βλέπω.

Γιατί κάνουμε χρόνια να ξεπεράσουμε κάτι;
Προσπαθώντας να έχουμε ισότητα,
Σε κάθε έκφανση της ζωής.
Όντας τα δύο φύλα,
Άνθρωποι εξίσου.

Φορές σκέπτεσαι,
Αν θέλεις να ανήκεις,
σε μια ομάδα,
όπου προωθείται η ισότιμη παρουσία,
των δύο φύλων. Σε μια παρέα
ας πούμε.
Αν εκείνες έρχονται,
Μόνο για να γνωρίσουν άντρες.

Αν είναι πιο εύκολο έτσι,
Ν’ αποδεχτείς την ευφυΐα τους.
Αφού η γυναίκα, σήμερα,
Προβάλλεται ως σεξουαλικό βοήθημα,
και μόνο.

Αφού ζωντάνια θεωρείται, μόνο,
Να προσεγγίζεις, κατευθείαν,
ότι σε ενδιαφέρει.
Το πρόσωπο,
που υπερτίμησε τη ζωντάνια,
Καλύπτοντας τη, απλά, με θέλω.
Δίχως όρους,
Παράδοσης.

Το στρεβλό θάρρος,
Ιδιαίτερα ζωντανών, γυναικών,
Να παίρνουν αμέσως, κάτι
που επιθυμούν.

Αποδεικνύεται θεμιτό,
Μόνο όταν ο άντρας βρίσκεται χωρίς πείρα,
από σχέσεις.
Φοβούμενος,
Πως αν πλησιάσει κάποια,

Επιμένοντας τακτικά, συζητώντας μαζί της,
Εκείνη θα το εκλάβει ως παρενόχληση
-τέτοιους καιρούς,
διάγουμε.

Να μη διακρίνουμε τελικά,
την αγνή προσέγγιση,
Από τη κατά μέτωπο επίθεση,
Με σκοπό το κρεβάτι, φυσικά.

Πιθανόν αν ντύνονταν,
Λιγότερο προκλητικά.
Παύοντας να είναι γυναίκες;
Ρωτάς.

σημασία έχει η αύρα,
να δείχνει θηλυκό,
Ικανή να τη σεβαστείς, όμως,
Απαλά να την αγαπήσεις,

Παρά να πουλά, καθημερινά,
Σημεία του σώματος της.

Δεν ξέρω.
Εγώ έτσι σκέπτομαι.
Γι’ αυτό έχω μείνει μόνος.

Βέβαια,
Φταίει ότι δεν βοηθήθηκα, επαγγελματικά,
Αυτό σημαίνει: σημεία των καιρών,

Όχι να κοιτάς το μέλλον, απαισιόδοξα.
Δεν μας φτάνανε όλα τα άλλα.
Να σπαράζουμε π.χ.
Γι’ αγάπη.

Με θλίψη, εμείς οι μοναχοί,
Κοιτούμε συνήθως, τον ήλιο,
Γιατί δεν έχουμε, πλάι,
Αγαπημένο ταίρι,
Να ‘χει χαρά η διαδρομή,
Ας πούμε στο λεωφορείο

Με τους συμπολίτες μου,
Να κρατιούνται απ’ τα λουριά.
Κλυδωνίζονται με τη χούφτα, στην κολόνα.
Ορισμένοι άλλοι, κάθονται.
Μετακινούμενοι όλοι μαζί,
Για δουλειά συνήθως,

Σε χώρους ταλαιπωρίας,
Δημοσίων υπηρεσιών,
Όπου τίποτα δεν είναι δωρεάν,
Ούτε καν το ενδιαφέρον,
Περί τέλεσης του καθήκοντος,
Ως δημόσιοι λειτουργοί.

Αναρωτιέμαι,
Πόσοι από μας, παραδεχόμαστε,
Πως αρνούμαστε να επιστρέφουμε σε ένα σπίτι,
Που μας θλίβει.

Αχάριστοι προσωρινά,
Ενόσω άλλοι δεν έχουν οικία.
..Ασφάλεια.

θέλει θάρρος να εκτίθεσαι.
Σε ποιον να δώσω όσκαρ;
Στους επαγγελματίες, ηθοποιούς;

ΌΧΙ.
Σ’ όλους εμάς που υποκρινόμαστε,
Πως ελέγχουμε τα πάντα.
Κυρίως τα συναισθήματα μας.

Μη δείξουμε άνθρωποι,
Ξυπνώντας με ουρλιαχτά,
Για τα εκατοντάδες δάχτυλα,
Πάνω από το κεφάλι μας.

Όλοι οι λογικοί και οι ώριμοι,
Που είπαν: μην τον αφήνετε αυτόν,
να παρουσιάζει κρυφές πτυχές
ανθρώπινων συνηθειών.

Το φαντάζεσαι ν’ αποκαλυφθεί,
Η μιζέρια των ώριμων.

Μα τους χίλιους,
πυροβολημένους
Εξουσιαστές,
Ιδιαίτερα του τύπου.

Μόνο σώμα είσαστε.
Το πουλάτε καλά,
το κρέας σας!

Πασχίζετε για το δεκαπεντάλεπτο,
Στη δημοσιότητα.
Μυρίζει κάτουρο όμως,
Σα τη μυρουδιά του στόματος σας,
Ενόσω λέγατε: δεν σε προσλαμβάνω.

Κανείς δε μου δίνει δουλειά,
Σα να με πολεμά το ίδιο το Κράτος,
Τώρα, επειδή υπάρχω;
Ή μήπως
Που είναι δωρεάν τα δικά μου, έργα;
Στο χαρτί.

Έτσι είναι η ζωή,
αν δεν στο ‘πανε.

Από τη μια οι τυχεροί,
Οι άπιστοι ευλογημένοι.

Στην άλλη πλευρά του ποταμού,
Παρατηρώντας απόβλητα συμπεριφορών
να κατεβαίνουν,
Οι αδικημένοι,

Που ‘δαν, μοναχά,
τον χρόνο να διαφεύγει.

Χαμένα νειάτα. Όνειρα σκορπισμένα.
Δωρεάν εσωτερικά, θέλω,
Να ‘βρω π.χ. τα βιβλία μου,
Στα βιβλιοπωλεία,
Μήπως και δεχτώ, κάτι, από μένα.

Αφού το χειρούργησαν νοητικά,
Από μέσα,
ξεκινώντας η ζωή
Αυτού του ανθρώπου,
Που τώρα, σας μιλά.

όλα τούτα τα χαρτιά, λοιπόν,
Ήταν μόνο ένα ημερολόγιο.

όλος ο ανθρώπινος, δημιουργικός κόπος,
Παγιδευμένος κάτω από ένα χοντρό εξώφυλλο.

Ένας ήχος, ήταν,
Περίεργος.
Ύστερα βυθίστηκε
Και χάθηκε για πάντα,
Όπως η παρουσία ενός
αναίτιου βίου.

Γεράσιμος Μηνάς 2007

Χαλαρά
















Διάθεση

Η διάθεση μου,
Είναι,

Εκεί
όπου πατούν τα πόδια,
των παιδιών μου.

όσα τους μαθαίνει
Το πλούσιο βλέμμα μου.

Σα να το σκάλισε,
κάποιος,
στο πιο πέτρινο βουνό,
Που όμως στην κορυφή,
Συναντάς δέντρα

όπου συναντάς,
Τις δικές μου βιοποικιλίες,

Με μορφή διαφορετική.
Με μάτια μικρά
ή μεγαλύτερα.

Χέρια τρυφερά
ή σκληραγωγημένα.

Σαν εσωτερικό σπιτιού,
που κάποιος,
Μιμήθηκε τις ουρές των πουλιών,
Είναι,
τούτη η διάθεση.

Κινείται ο αέρας,
Μαζί και ο άνθρωπος
Μες το ταλέντο της ζωής
Με ότι είναι ο καθένας,
ευχαριστημένος.

Με τεχνητό
ή φυσικό, φως,
Για βοήθημα.

Φτιάχνοντας μια παρέα από συνήθειες
όπου οι άνθρωποι,

βγαίνουν από τις φωτογραφίες
και δημιουργούν,
τις στιγμές τους.

-

Η διάθεση έρχεται
και κάθεται το πρωί,
Όπως η μουσική,
Από το διπλανό δωμάτιο.

όπως ένα πρόσωπο
Που πρόλαβε να χαρεί,
Μεγαλώνοντας
και αλλάζοντας ο σκελετός,
στο ώριμο πρόσωπο.

Η δύναμη της διάθεσης.

Των χρωμάτων.
Τι κρύβεται στις λεπτομέρειες.

Πως, να σε ντύσω,
Διάθεση.
Χώρος για τόσες συνήθειες,
Άπλετος χώρος.

Η γη μου ζητά να πατήσω πάνω της,
Μα κάθε που ξαπλώνω,

Αιωρούμαι
όλο θυμάμαι τ’ ανάλαφρα βήματα.
Την διάθεση ανά ηλικία.
Μη γνωρίζοντας,
Πως λειτουργούν τα θεμέλια
Και γιατί είναι κρυμμένα.

Θα θυμάσαι κάτι,
μετά;

Που τόνιζα,
ενόσω τραγουδούσα.
Πότε διαστέλλονταν οι κόρες των ματιών
Πότε γνωρίζω ποιος είμαι.

-

Είμαι εκείνο το μικρό πλάσμα
που παίρνεις αγκαλιά,
κι αυτό γουργουρίζει,

Χάρη στα μάτια του.

Είμαι κοντά στο διαφορετικό σου
έμβλημα
Που όνομα πρέπει,
και έχει,
Από φυσικού του.

Είμαι εκεί,
όπου πρωτόβαλες σημάδι,
πως πέρασες

Είμαι αφοσιωμένος.

Είμαι ο εθισμός ο μεγάλος.
Τα είδη που δεν γνώρισες
Τα ταξίδια που απαιτούν χρόνο και χρήμα

Μα μόλις φτάσεις,
Ευγνωμονείς,
για τις χάρες του τοπίου.

Που τα μάτια σου
πρόλαβαν να συναντήσουν.
Μη κοιτάς τα πουλιά που πετάνε.
Μη ψάχνεις για κοχύλια.
Άσε να σε κουράσουν οι διαθέσεις,
των παιδικών σου χρόνων.

Εκεί όπου περπάτησες,
Κάποια Χριστούγεννα.
Το αχνό φως και η ευγνωμοσύνη
Επειδή έχουμε –τότε-
Μια θέση κι εμείς.

*

Πάλι όμως θα γελάσω.
Ξανά θα χορέψω.
Εναγωνίως θ’ αναζητήσω το πλήθος

Του ονείρου.

Κάθε ένα δάχτυλο,
Σε διαφορετική κάρτ-ποστάλ.

Εδώ θ’ αφήσω τον ήρεμο εαυτό
που αγαπά τη φύση και τα ξύλινα σπίτια.

Θα φεύγω λίγο πιο πέρα,
Διασχίζοντας το πλατύ ποτάμι,

Μ’ άλλους ανθρώπους

που για τρίτη φορά θα θέλουν
ν’ αγγίξουν, μόνοι,
Λίγο χιόνι.

Αν γίνουμε τέσσερις,
θα ‘χουμε ένα καθρέφτη,
σε κάθε τοίχο.

Αν δεν είχε ο τόπος,
θεμέλια με όρους,
Χαρά, δυστυχώς,
Δεν θα βιώναμε

Κανείς, δυστυχώς,
Δεν χαίρεται την ηλικία του.

Μόνο, κομμάτια αποζητάει,
Από επαναλαμβανόμενα κολάζ,
Ομοιόμορφα και ασφαλή –φορές-
Ν’ αντέχει να τα συναγωνίζεται.

Μα έλα καρδιά μου,
Που δεν σ’ είδα, ποτέ,

Μήπως βρεθώ απέναντι στη ζέση του ήλιου,
ελεύθερος,

Κι όχι στη σκιά,
όπου η διάθεση είναι χωρισμένη σε τόμους.
Όπου ξανά προσχωρείς σε μια συνήθεια
που σε βολεύει.


*

Πόση αισιοδοξία, μας λείπει.
Παρομοίως όπως σου φαίνεται, περίεργο,
Οι γυναίκες, να έχουν άντρες φίλους.

Ή να χαίρεσαι
Που στολίζεις, Χριστουγεννιάτικο δέντρο
Μα του λείπει κάτι,
Που ξαφνικά,
σου αφαίρεσε τη χαρά.

Που ούτε οι αυθεντικές ταινίες γέλιου
Που πλέον δεν δείχνουν
θα αύξαιναν τα ποσοστά
του εαυτού,
στο χώρο.

όπως δεν ξεχνάς ποτέ,
Την ένωση των σωμάτων,

Ή ότι κάπου,
Υπάρχει μια φίλη,

όπου μπορείς, να ρωτήσεις,
Αν είναι ευτυχισμένη.

όπως η ανάσα του πράσινου,
Η ζεστασιά και η προσδοκία.

-

Ποιος είπε,
ότι το να προσφέρεις,
Σου καταναλώνει χρόνο,
χωρίς επιστροφή

Που αναμένεις
-όπως κάτι που σου προσφέρεται,
Δίχως να το αξίζεις.

Κάτι,
που σίγουρα,
Θα σου έφτιαχνε τη διάθεση.


Παρομοίως,
ο εξαερισμός του σπιτιού.

Ή ότι,
Διαφορετικά, σωματικά καλούπια,
Τυχαίνει να συμβιώνουν,
Φορές και για πάντα.


όπως συμβιώνει το άχρηστο
Και παγερό προφίλ,
Σε αρκετούς τομείς της πραγματικότητας:

Να δείχνει το στήθος της,
η δημοσιογράφος,
Ανεξάρτητα, αν έξω, η θερμοκρασία,
θυμίζει χειμώνα.


Θυμίζει ανικανότητα της αστυνομίας,*
Απέναντι σε τρομοκρατικά χτυπήματα
(*η οποία,
Μόνο να παρακολουθεί τηλέφωνα,
Ενδιαφέρεται).

Σε μια κοινωνία
όπου η διάκριση επεκτείνεται
-όχι εξέρχεται-
Ανάμεσα σε μέλη μιας οικογένειας,
Όπου η φροντίδα θυμίζει Δικτατορία,
Με σχήμα όμως, υπερβολής σε ενδιαφέρον.

Αν είναι, ποτέ, δυνατόν, -επίσης-
Να πάρει –εξίσου- Σοβαρά,
Καταστάσεις και δηλώσεις
Πρωινών δημοσιογραφικών εκπομπών
-μόνο για τις διαφημίσεις-
Μόνο για την δήλωση της αντίδρασης
Από την αντιπολίτευση.


Εξάλλου,
Αυτή είναι η πραγματικότητα:
Να θες να πουλήσεις την ανηθικότητα σου,
Την ανικανότητα,
Τη διάκριση
Το κέρδος.
Την εντύπωση.


πρέπει να πουλάς ότι έχεις
-Ευτυχώς δεν συμβαίνει,
σ’ αυτό που δεν έχεις: Θεμέλια.

Είναι γνωστό,
ότι κανείς δεν μπορεί να αλλάξει
Τα καίρια σημεία της φύσης
-όποια ονομασία κι αν της δίνεις.

Κανείς δεν τραβά τον γιακά της αισιοδοξίας.
Ούτε των υπευθύνων,
Διατροφικών σκανδάλων.
Ούτε, όσων περιθωριοποιούν
τους τσιγγάνους.

Ούτε όσων ασελγούν
-με το πρόσχημα της ασφάλειας-
Εναντίον οποιουδήποτε
Συμμετέχει σε διαδηλώσεις.

Μήπως και τονωθεί η διάθεση
Της ελευθερίας
Του αντιστέκομαι
Στην σάρωση όλων των θεμελίων:
Εργασιακά. Ατομικά.
-οικογενειακοί φάκελοι, δομών,
Χάρη στους οποίους, αναδεικνύεται
η κοινωνία,
Με τόσους φορείς,

Άλλοι υγιείς
Άλλοι παγεροί και σαθροί,

Σαν αδιαφορία για μάθηση,
προς όλους.
Κατοικία και μονιμότητα,
Για όλους.
Εργασία και ανάπτυξη
Ασφάλεια και αγάπη,

Από ενδιαφέρον διαχρονικό
Όχι χάρη σε ορισμένη χορηγία.

*

Η διάθεση εναλλάσσεται.
Κάθε ημέρα είναι μεταβαλλόμενη.
Η ανία της εργασίας

Το όνειρο που λήγει νωρίτερα
-χωρίς συντηρητικά.

Οι διπλανοί σου,
που φαντάζουν,
Περισσότερο,
Στοιχεία λογισμικού,
Παρά αυτόνομες προσωπικότητες,

Ικανοί,
ως άνθρωποι,
Να δέχονται,
Πως ανήκουν κάπου,

Όπου η διάθεση,
Εξαρτάται από την αλληλοσυμβίωση.
-ανταποδίδοντας κουράγιο

Μήπως και σου μιλήσω ελεύθερα.
Κι εσύ ακούσεις.
Σταθείς στη στιγμή,
Που επιζητεί, χαλάρωση,

Ενόσω γύρω μας,
Δεν συμβαδίζουν οι “έμποροι,”
Με τις ανάγκες
-τον χαμένο από ξεκούραση,
Χρόνο.

*

Ποιοι είναι, εκείνοι οι τολμηροί,
που αρνούνται την βραδινή έξοδο,
Μόνο παρασκευή, Σαββατοκύριακο,

Θέτοντας εαυτό,
Προ συμπτωμάτων,
Επιπλέον κόπωσης,
Και αργοπορίας στα υπόλοιπα καθήκοντα.

Έτσι τα θέσανε.
οι πολλοί ακολουθούν.
Είναι ελεύθεροι.
Η διάθεση τρωτή. Εφήμερη.
Το βλέμμα επιπλέον κουρασμένο.

«Γύρισα σπίτι,
κι είδα τα πιάτα,
Στοίβα στο νεροχύτη.

Χώμα είχαν οι διάδρομοι.
Μύριζε κλεισούρα.

Έστριψα το κλειδί,

Μα δεν ήμουν,
Περιεχόμενο,
Μουσικού κουτιού.

Περισσότερο θύμιζα,
Μαριονέτα,
Επισφαλούς κουκλόσπιτου».

*

Έπειτα,
Άκουσα, κλάματα μωρού,
Από το επάνω σπίτι,
Ενώ δούλευε το καλοριφέρ,
-σε κοντινή μου απόσταση.

Κι απόρησα:
Πόσα προβλήματα
Δημιουργεί,
Αυτό το ατίθασο πλάσμα.

Τι τεράστιες απαιτήσεις,
κατέχει
Σε σχέση με τις δυσκολίες των μεγάλων

Οι οποίοι απαιτούν
Ξεκούραση
προς ανανέωση δυνάμεων.

Άρα λέμε:
Είστε, πλέον, ασυμβίβαστοι;
πλέον,
χωρίς προβλήματα.

Τόσο πλούσια,
ώριμοι;

Ανθρώπινοι,
Επιλεκτικοί συναισθηματικά,
τελικά.

Κάτι που μου χαλάει την διάθεση
Μόνο και μόνο
Γιατί θέλετε να το επιβάλετε
και σ’ εμένα

Και ως άποψη.

όπου όλα συμβαίνουν φυσικά.
Χωρίς προβλήματα.

(Φυσικό είναι,
όταν μπαίνουν μες στο ιδιόκτητο σπίτι,
3500 Ευρώ, κάθε μήνα).
Βγάλε συμπεράσματα.


*

Αλλάζω σελίδα.
Θέλω, τη διάθεση μου,
Να μεταφέρω.

Το βόλεμα μου,
να παραδεχτώ.

Την ιδιαιτερότητα
Της ανθρωπιάς,
Η οποία μου λένε:
Περιμένει –με τα δικά τους μέτρα-
Να εξωτερικευτεί.

Λες κι εγώ,
Δεν είμαι ικανός να αγαπήσω,

Κάτι.

Με όλα τα πράγματα,
γύρω μου,

Τα οποία αναμένουν μια χρήση.

-

Καταναλώνω το ηρεμιστικό μου,
Με τ’ αυτιά,
βουλωμένα.

Με μια μορφή αγάπης,
Σα βάζα διάθεσης,
Ανθισμένα.

Με μόνο μέλημα,
Να γεμίσει το στομάχι,
με κάτι ζεστό.
Ο ουρανίσκος επιζητεί,
ξεχωριστής διάθεσης, γεύσεις.

Σοκολάτα. Γκοφρέτα.
Κέϊκ. Τσουρέκι
Μελομακάρονα μαλακά
-όπου να ‘ναι.

Αγνοώντας, γεύσεις,
Ενηλίκων

Κανείς δεν ερευνά,
τις παλάμες,
Να δει,
Πόσο μαλακές είναι.

*

ο χρόνος θα περάσει.
οι φωτογραφίες θα ξεχαστούν.
οι τύποι των όπλων
Η ειρήνη των παιδιών.
Η χρησιμότητα της καθαρότητας.

Τα μέρη που θέλουμε να επισκεφτούμε.
οι εξωγενείς εχθροί,
Οι εσωτερικοί.


Θα κάνω μια βόλτα στη γειτονιά
-μη ξεχάσω να φέρω τριαντάφυλλα,
Για το γραφείο.
Με το Imagine
να σε καλεί ολοένα.

Μες το παλαιοπωλείο της ζωής
όπου κάθε ημέρα
Απαιτεί κόπο.

Προτιμώντας το αληθοφανές
που μας ξεχωρίζει
από τα παιδιά.
όπου οι σκιές, λείπουν,
Παντελώς.

Λείπει η μηχανή από τα χέρια.
Το ταλέντο που χαραμίζεται.

Η προσπάθεια.

Κανείς δεν μου θύμισε την αισιοδοξία.
Τη φιγούρα σου
στο ζύγι,
Μεταξύ κόπου και αναζήτησης.


Ανοίγω τη βάνα των συναισθημάτων,
Που μόνο τα μικρά παιδιά
και τα ζώα,
Κατανοούν,
Απλόχερα.

Η παρουσία των λουλουδιών,
Δεν τα παραξενεύει
Μήτε ο ήλιος
Πίσω από τα σύννεφα.

Μια βανίλια στο ποτήρι
Με δροσερό νερό.
Η αίσθηση,
Πως το βλέμμα δε χάνεται.

Η εξουσία του πατέρα,
επιβλητική.
Ταυτόχρονα η φροντίδα της μάνας
κι οι προσδοκίες οι κρυμμένες,

Στα χρώματα του ήλιου,
Πίσω από τα σύννεφα.

Φύση και συνάντηση
Απορία και ευρηματικότητα.

Η μικροσκοπική παλάμη στο μάγουλο μου.
Το βλέμμα μου που ραγίζει.

Σα παραθαλάσσιο χωριό,
Εμπρός σ’ ένα ηλιοβασίλεμα.

Η εμπιστοσύνη του βλέμματος σου,
Που με περιμένεις, καθισμένη,
στο γραφείο μου,
Στο μικρό φωτισμένο δωμάτιο.

Άραγε γνώρισες την ομορφιά;

Ζηλεύω όσα είδες,
Επειδή τα μάτια,
όπως η σάρκα,
Δεν ενώνονται σε ένα.

όλο λέω:
Το πεπρωμένο μου είναι σε μια ξένη χώρα.
όπου η ζωή,
περιμένει να γεννηθεί.

Να θεμελιωθεί,
Πως γράφω το θ, το δ, το ξ.
Γιατί με κατακτά η γνώση.

οι θέσεις των φίλων,
Καθισμένοι γύρω από το τραπέζι.
Ο ήλιος,
Σε ότι συνάντησαν.
Περπατώντας και εξερευνώντας μια πόλη.

Λες: Εγώ δεν θα γεννήσω μια ζωή.
Απλά,
θα μείνουν φωτογραφίες.

όπως μια παρθένα περιοχή
στο χάρτη,

Που ο φακός, έσπευσε να αιχμαλωτίσει.
Εσύ χάρηκες,

Μα δε σ΄ είδα
κάπου εκεί.


Δεν είδα το πρωινό φως,
Να περπατά στη γη.

Μόνο το κλάκ του σκηνοθέτη
- Μύρισε τα λουλούδια,
και χαμογέλασε,
μαζί μου.


*

Καλό φαγοπότι.
Ηρεμία στην καρδιά.

Αγαλλίαση.


Σαν μωρό χορτασμένο,
Που προηγουμένως,
έκλαιγε,
σιωπηρά.

Δίχως τη γνωστή φράση,
-όλο στοργή και προσέγγιση:
Να προσέχεις να μην κουράζεσαι
Εγώ σε σκέπτομαι.

Στο ‘χουν πει,
ποτέ;

Ή αποτελεί, ακόμα μία,
Ανεξιχνίαστη υπόθεση;


Ηρεμία κι ανάγκη,
για όπιο ύπνου.

*

Έχω μια σημαία στο δωμάτιο,
Που όμως δεν κοιτώ.
-στην πλάτη μου βρίσκεται.


Η Νέα Τάξη πραγμάτων,
δεν είναι,
Μόνο,
μια ιδεολογία.

Αποτελεί, οργανισμός
Με διοίκηση,
και αρχικά,

Που σαν αράχνη,

πιάνεται από τα πιο γερά,
κέντρα,
Εξουσίας.

Τα οποία,
Κρύβονται, πίσω,
από κάθε είδους,
Τύπου,
όπλο.

Με έδρα,
Την Αμερική.
Τη φωλιά των ακριδών.

Τη φωλιά των στρεβλών διαιτητών,

Σε στημένες αναμετρήσεις,
Αναμεταξύ, ασύμφωνων πρακτικών, Κρατών,

Τα οποία δελεάζονται να εξοπλίζονται,
Μήπως και αναμετρηθούν,
οι θρησκείες και τα θεμέλια τους,

Τα οποία παρακολουθούνται,
Ανταλλάσσοντας πληροφορίες,
στα βραχέα κύματα.

Για όσους έχουν μνήμη,
και προσβάλλονται,

όταν δεν θυμάσαι,
Πια, προηγούμενες συνομιλίες.

Σαν ζόμπι,
Το πρόσωπο της σημερινής τάξης,
Ρουφά τα αποθέματα, εμβολίων,
Ενημέρωσης και εκπαίδευσης,
Πολιτών,

Με γνώμη και προσδοκίες
για μονιμότητα.


Ανάγκη,
Να συσπάται το στήθος,
απ’ το γέλιο.

Το αυθόρμητο.
Σα πρόσωπο που συμπαθείς.

Αμέσως.


Συμπαθούν οι γιατροί,
στα νοσοκομεία,

Το περιβάλλον τους;

Τους ελκύει;

όπως η παρατηρητική περιγραφή,
Ενός ελκυστικού, γυναικείου, κορμιού,
Με τη σκέψη,
Κάτω απ’ το φόρεμα της.

Η ανία της περίθαλψης,
Ενός διαρκούς πόνου

Να ψάχνεις το ταίρι,
Λόγω έλλειψης χρόνου,
Στον τομέα,
εργασίας σου.

Ενόσω, γύρω,
Στους διαδρόμους,
Μυρίζει αρρώστια
Αντισηπτικό.
οινόπνευμα.

Με προσωπικότητες,
Να μαθαίνουν την αξία της ζωής,

Ως επισκέπτες

-ως ασθενείς;

Σίγουρα.


Η αντοχή,
Απέναντι στο αίμα
Που απαιτεί διευκρινίσεις.

Παρομοίως η διάθεση.
Η ανάγκη για προσδοκίες,
Ενόσω η συνείδηση, επιμένει,
Το μάταιο,
σε κάθε, σύγχρονη,
διασκέδαση.

Ο άνθρωπος,
Είναι φτιαγμένος να πονά.

Να υπολείπεται.

Ν’ ακολουθεί.


Κανείς δεν μου είπε:
Το ταλέντο σου,
δεν είναι μάταιο.

Και να το εννοεί.
Αποδεικνύοντας το.

-

Ένα ανεύρυσμα, σε αναμονή,
η ζωή.
Η μητρική της υπόσταση.

πως πιάνεσαι,
πως την αγκαλιάζεις.

Σαν παιδί, δημοτικού,
που θέλεις να παρατηρείς,
Πως, αγκαλιάζει, την μητέρα του.

Γιατί χρειάζεσαι,
χρόνο,
τα Χριστούγεννα,
Να χωθείς,
στα ζεστά, παπλώματα,
Των παιδικών προγραμμάτων,
Των παραμυθιών
και της παρεϊστικης συνείδησης.

Να ομορφαίνει η παρουσία,
του γούστου,
Το οποίο ανθίζει,
ορισμένα φλέρτ,

Αναμεταξύ,
γλυκών ανθρώπων,



Δεν μέτρησα τη θερμότητα
στις ενωμένες παλάμες,

ούτε στη συνειδητή, ανάγκη,
της αγκαλιάς,
Προς αναθέρμανση,
Της ανθρωπιάς.

Που στο ζευγάρι,

Επιμένει να θεμελιώνεται;


Η επέτειος της πρώτης σου σκέψης.
Της αρχικής προσέγγισης.

Του βλέμματος που συγκαταβαίνει.

Που αναδιοργανώνεται,
Εν μέσω, πίεσης, και μονοτονίας.


Η επέτειος,
που σε είδα, με τα χειμωνιάτικα σου,
στη στάση,
Βράδυ,
Μετά τη δουλειά.


Η επέτειος
που σκέφτηκες
Να με βοηθήσεις σε κάτι.

Εγώ, απλά σε θυμήθηκα.

Είσαι ευτυχισμένη;
Κυρά των ραφιών.
Μαρία,
μακρομαλλούσα.


Έπειτα κοίταζα τα λαμπάκια
στο δέντρο,
Περιμένοντας,
Να τρεμοπαίξουν.

Χαρούμενος με το παρουσιαστικό,
Το οποίο,
προβάλει,
Φροντίδα.

-

Ο άνθρωπος,
θα έχει, πάντοτε, ανάγκη,
Να αγκαλιάζεται.


Την έλλειψη,

τη καταλαβαίνεις;


(Μην επιμένεις να τοποθετείς
το στίγμα σου,
στο ραντάρ
της ανθρώπινης
Παρατηρητικότητας).

- Αν συμπαθείς τα παιδιά,
Συμπαθείς, τα δύο φύλα.

Το μονοπάτι του παραμυθιού,
που ακολουθεί,
με την παλάμη σου.

όλο ζεσταίνει.
όλο αναβιώνει
τη διάθεση.


Διάλογος κάθε ημέρας
Χρόνος.
Εκφάνσεις.

Επικεφαλίδες.


Αυτό που σου λέω
Επειδή είμαι,
λίγο,
απ’ ότι εσύ.

Σαν μικρά, γράμματα,
αλφαβήτου,
σε προτάσεις, με λέξεις,

Που κοιτούν
το πέρασμα της φροντίδας,

Ανάμεσα από σκιές

Υπομονής

και ανέχειας.


*

Θα μ’ έχεις ανάγκη,
Όταν τα πουλιά, θα κελαηδούνε,

Έξω από κενά δωμάτια,
πρόνοιας.
Δίπλα σε σιδηροδρομικές ράγες,

Πλαϊνά σε κτίρια,
Με δουλειές τηλεμάρκετινγκ

Με ειδικότητες.. μαντέματος
Με επιβαρημένο αέρα
-γκέτο από ανέργους.


Δες το θάρρος
των τόμων του βίου.
Εισέπνευσε το παγερό σκοτάδι
της ησυχίας.

Των επαναλαμβανόμενων
λειτουργιών,
του σώματος μας.

Του γίγνεσθαι,
της ανθρωπολογίας.


Εκφράσεις.
Ημερολόγια.

Γράμματα.

Εβδομάδες.
Λαϊκές.
Ψώνια.
Εισιτήρια.

Συνείδηση.

Ο φόβος των λέξεων.
Προγραμματισμός και αποχή.

Το ζεστό καρβέλι,
που σε περιμένει,
στο κατάστημα.

Σαν περιοδικό
που περιμένει την έκδοση του.


Γράφω για κρυφά ραντεβού.
Γι’ αποτυχίες.
Για την αλλαγή της σκέψεως
που μας ξεχωρίζει απ’ τα παιδιά.


Ξεφυλλίζω,
γυαλιστερές σελίδες εμπειριών,
Σκίτσα σκέψεων,
κολλάνε στα χέρια μου.

Στο εξώφυλλο,
ο τίτλος, επισημαίνει:
Βόλεμα.

Μιμητική,
μόνο στη σκέψη.
-Ακροδάχτυλα από ζωές,
πληρωμένων με εκατομμύρια,
Αμερικανών ηθοποιών

(Το δέχεσαι,
ως κάτι φυσιολογικό).

*

ο χρόνος είναι εδώ.
όλοι θέλουν κάτι.

Χώρο.
Λεφτά.
Κατοχή.
Κεφάλαια.

Πληθωριστικές αναβαθμίσεις.
Χαμόγελο.
Τιμιότητα;

Στίγμα.


*

Ξένος τόπος,
το σώμα.
Ένας εσωτερικός πόλεμος.
Υγεία και εμμονές.

Νοσοκομείο,
το σώμα,

Δίχως, φορές,
προμήθειες.

Κάτι,
που ευτυχώς,

Δεν αγγίζουν,
τα λόγια.

Σαν πίνακες ανακοινώσεων,
Με γυμνές πινέζες.

όπου κάθε Χριστούγεννα,
Λαβαίνει κάρτες,
Αμέριστης φροντίδας,

Από εκκλησίες και σωματεία
Μέχρι τα τέλη,
του πρώτου μήνα,

Που θυμάσαι το νοίκι
Των δικών σου χρεών.

Ποιος σκέφτηκε τα ονόματα των δρόμων.
Τους τόπους των υπηρεσιών.

Ποια δέντρα, επιτρέπεται
να μεγαλώνουν.

Γιατί η άσφαλτος
δεν έφτασε, ακόμη,
Σε ορισμένα χωριά.

Που συναντάς μπασκέτες
και συνελεύσεις ανθρώπων
Που διδάσκουν,
Κοινωνικότητα
Με εναλλαγή εποχών

Και ελλείψεων.

όπου το ένστικτο,
Αποτελεί,
μοχλό,
Κάθε σωστής επιμέλειας.


Έπειτα άνοιξα την τηλεόραση,
Και η γύμνια,
Απαιτούσε να κορέσει
Τις άμυνες της συνείδησης.


Τα λαμπάκια, ακόμη,
Αναβόσβηναν.
Ξημερώματα,
Ώρα πέντε.

Λίγο προτού,
Ανοίξουν τα πρωινά μαγκαζίνα.
Να βγει στον αέρα,
Ο διακαής πόθος των ομοφυλόφιλων
-χάρη σε διαρκή αυνανισμό-

Να παντρεύονται,
Αναμεταξύ τους.

Έως ότου,
κάποιο θέμα,
Συζητηθεί πολύ,

Ωσότου
Ξεχαστεί,

όπως,
Κάθε είδους,
Προδοσία.


Μέχρις ότου,
Το δέρμα ζαρώσει.

Και οι μαύροι κύκλοι,
Ριζώσουν για τα καλά.


ο μισθός μου,
γιατί, μου φαίνεται, ίδιος;

Απορεί,
κάθε δεκαετία.

Τα λαμπάκια αναβοσβήνουν,

Ακόμα.















Η μέρα, μας καλοδέχεται.

Σαν ερωμένη
που κοιτά
τι θα της κάνεις.

Σαν θέα σώματος,
Με αραχνοΰφαντο κάλυμμα.

Με καφέ στο χέρι,
Στο δρόμο προς τη δουλειά.

Με ελεύθερες τιμές,
Κρέατος.

που παράγει γάλα.

-

οι ώρες θα επιμείνουν.
Τα σύνορα θα φωτιστούν,
μόνο από τον ήλιο.

Επειδή τα καινούρια F-16,
Θεωρείται -κι αυτό-
Φυσιολογικό,
Να κοστίζει το καθένα,
12 δισεκατομμύρια!! Δραχμές.

-

Θα ξυπνήσουν τους νεοσύλλεκτους,
οι σειρήνες
Της πρωινής γυμναστικής.

Ενός χλωμού πρωινού.
Με προγραμματισμό,
γεύματος,
Ξανά,
Πατάτες,
Με χολωμένο κοτόπουλο.


Το κρύο θα περονιάσει
Τα ισχνά, νεοσύλλεκτα, πόδια.

Οι γαλότσες δεν θα επαρκούν.

Το βράδυ,
Θα κάνεις μπάνιο,
σταγόνα – σταγόνα,
με παγωμένο νερό.

Επειδή έτσι γίνονται οι άντρες.
Ή επειδή αυτή η είναι η συνέπεια,

Ότι οι μίζες έχωσαν το χέρι τους,
ακόμα και στην τσέπη
των φορολογούμενων γονέων.

Με παγωμένο νερό.
Έτσι!
Εδραιώνεται το φύλο,

Μετά την παντελή έλλειψη,
αγκαλιάς,
από τους γονείς.


Στο έχω ξαναπεί,
Πως δεν υπάρχει, μία μόνο
Αλήθεια.


οι ελλείψεις στα εγχειρίδια σας,
Προφανώς,
ελλιπής.


Μόνο στα στολίδια
Αναγνωρίζετε
Αλληλοσύνδεση.

Κάποιος έπρεπε να σας τα πει,
Έξω απ’ τα δόντια.

Πως, μυρίζει,
το στόμα σας, κρασί,
κι ο ουρανός
Είναι συννεφιασμένος.


Σαν δημόσια υπηρεσία,
Που αναγγέλλει,
Μέτρα πρόληψης,
Ιδιαίτερα, υγείας,
Που όμως εξυπηρετούν,
Συμφέροντα,
Τα οποία, παχαίνουν,
Λογαριασμούς στην Ελβετία.

*

Σιγά σιγά,
Θα σβήσουν οι λαμπτήρες,
στις κολόνες.

Θα βρεθούν οι ψυχές,
στο μεροκάματο
των 480 Ευρώ
-σταθερά,
Εδώ και τέσσερα χρόνια
(Απ’ όσο γνωρίζω).

Οι αυξήσεις,
θα ζητήσουν
Να με στραγγαλίσουν.

Το Έλεος,
Δεν θ’ αγγίξει τους πολύτεκνους
Μήτε τους ανέργους με συνείδηση.


Ξανά θα ξημερώσει.

όλοι, ζητούν αυξήσεις.

Κάποιος γέροντας, θα πεθάνει
στο σπίτι του,
από ασιτία.

οι νέοι με πτυχίο,
Θα παραδίδουν Delivery.

Οι ομογενείς,
Θα προοδεύουν στο εξωτερικό.

Η Κυβέρνηση,
θα καγχάζει για κάθαρση.

Ο αέρας θα θυμίζει,
προσωπικό παρελθόν.


Βρωμάει.
Έτσι δεν είναι;


(τα λαμπάκια,
θ’ αναβοσβήσουν
ξανά).

Θα κάνω ζάπινγκ,
και θα ξεράσω,

Πανεύκολα.

-

Αργότερα θα ετοιμάσω,
τσάι.

Να παραμείνει καθαρό,
το έντερο μου.

Ξανά,
Σε οικογένειες,
θα ονοματίζονται, μέλη,
Ως προβληματικά.

-

θα μπαλώσω,
Δέκατη φορά,
Από φέτος,
Την κάλτσα.

Θα νοσταλγήσω
τις ασπρόμαυρες ταινίες μας,
Που απομακρύνονται
Από το χαζοκούτι.


Θα μαγειρέψω, φασόλια,
Να θυμηθώ
ότι είμαι Έλληνας.


Ψες το βράδυ,
Ακόμη περισσότερα,
στολισμένα, μπαλκόνια,
στη γειτονιά.

Δεν έχω χώρο,
πλαϊνά στο παράθυρο,
Να προβάλω το δέντρο μου.

Ή ότι άλλο,
Δεν σας συναγωνίζεται,
Κανείς.


Την φιλοΚυβερνητική στάση,
Του μεγιστάνα καναλάρχη
Και προέδρου
και αντιπροσώπου!!
Της Ολυμπιακής ιδέας.

Που αν θέλανε να με προβάλλουν
Σε μια αίθουσα,
Αν ερχόταν αυτός
Και οι όμοιοι του
-παντός είδους
και τόπου,
λεφτάδες-
θα έφευγα στη στιγμή.


Κάτι που θα έπραττε,
Κάθε -συνειδητά- Έλληνας
Που η χαζοχαρούμενη αφεντιά,
ορισμένων,
Θα έκριναν ως Εθνικιστή.

Ως εχθρό της Δημοκρατίας!
Έτσι σκατά,
Όπως την καταντήσατε.


Βουλευτές,
που αλλάζουν, εν ριπή οφθαλμού,
Ιδεολογία
και κόμμα.

Με ιστορία, χρόνων,
αγώνων,
Πίσω τους.

όπως βρίσκεις,
Μεταξύ απορριμμάτων,
Ταυτότητες
και δημόσια έγγραφα.

Αντίκες,
Εθνικά σύμβολα
-όσο επιβιώνουν ακόμα.

Προτού η μεγάλη Αλβανία,
Εδραιωθεί
από τους ελεεινούς Αμερικανούς,
-που το αρνούνται-

όμως,
στον πόλεμο του Περσικού Κόλπου,
Παρουσιάστηκε -ξημερώματα δικά μας-
Ο Κλίντον -στο CNN-
Χαμογελώντας,

Εμπρός στο χάρτη,
της μεγάλης Αλβανίας.


Προς όσους σέβονται κάτι,
Να έχουν
Φιλότιμο μνήμης

και εγρήγορσης.


Πρέπει να καιροφυλαχτείς,
Φορές,
Παραπάνω από το ατομικό καλό.

Επειδή τα πάντα διαλύθηκαν.
(ακόμη και ο Πρωθυπουργός
παρακολουθείται).

Διαλύθηκαν όλα.
Οι τιμές.
Η αξιοκρατία.
Η διαφάνεια.
Η προσοχή. Η ενημέρωση.
Η ασφάλεια του Κράτους,

του πολίτη.
Η δημοκρατία των ευκαιριών.

Η ανάγκη για οικογένεια.
Η ιδιομορφία του τόπου,
οι συγκοινωνίες.

Διαλυμένες ανθρώπινες σχέσεις.
Εργασιακές.
Παραγωγικές.

-

Είναι όπως οι πωλητές στο φούρνο.
Που ενώ φορούν γάντια,
Για να πιάνουν το ψωμί,

Εξίσου δέχονται και δίνουν,
Ρέστα.

-

Η σαπίλα και η αηδία,
Έχει πιάσει,
Κάθε πτυχή,
Μεταξύ αδύναμου
και δυνατότερου.

Επειδή λείπει το φιλί της γιαγιάς.
Να μαλακώσει η καρδιά,

και το βλέμμα.



*

Άλλες ημέρες,
συγκαταβαίνω να ξυπνάω.

Άλλες φορές,
στραβώνω,
Σαν συννεφιασμένος, ουρανός.

Σαν τετράωρος υπάλληλος,
Που ο εργοδότης,
Καγχάζει:
«Είμαι απόλυτα,
ενημερωμένος».

-

Το ωράριο θα ξεκινήσει.

Αν είσαι τυχερός,
θα περάσει η ώρα,
Με την θύμηση,
Ελάχιστων χτεσινών ωρών,
Γεμάτων από χαρά.

Γεμάτων από πίστη.


Προσέχοντας τα λαμπάκια
στο δέντρο,

Κι όχι τις προβλέψεις
Οποιουδήποτε,

Αγύρτη,
Αστρολόγου.


-

Ο χρόνος θα περάσει
Θα κουράσω,
την ξεκούραση μου.

Την ανηθικότητα.

Τις κάμερες ασφαλείας,

των γειτόνων.

Τόσα, ευθέως,
βλέμματα.

Τόσα παρηγορητικά,
Σχόλια.

Τόση ανάγκη.

Οι γιορτές θα πλησιάσουν.
Κανείς, δεν μιλά, ακόμη,
για καλοκαίρι.


Σα να καγχάζει ο δείνα,
Πως, επί χούντας,
Όλοι, είχαν δουλειά.




















Η φύση των ματιών,
Είναι: να ανταλλάζουν βλέμματα,

Κι όχι να αντικρίζουν,
τοίχους,
Που σε δέχονται όπως είσαι.
(ή έτσι πιστεύεις).

Περιμένει να γίνει,
ένα,

-σε κάνει ν’ ανατριχιάζεις.

-

Ένα βλέμμα,
που ενδιαφέρεται,

Ντρέπεται;

Πληγώνει;
Πληγώνεται.

Σαν στόμα,
που ζητά το φιλί,

Σε συνεχή βάση.

*

Πλησιάζουν τα Χριστούγεννα.
Ο Νέος χρόνος.

Το πρόσωπο σου,
που αγαπώ.

Τα καστανά, μάτια.

Αγαπώ αυτά τα μάτια,
Αγαπημένη.


*

Η άποψη μες από το σπίτι.
Η άποψη,
σε κόντρα αέρα.


Η νοσταλγία
της άποψης.

Των φωτισμένων βιτρινών.
Ενόσω η νύχτα, γέρνει,

Σαν πρόταση που διακόπτεται,
Με τη σκέψη της συνέχειας.

όσο θεωρούμαστε νέοι,
Ακόμα.

Επιπόλαιοι.

Ακόμα.


Οι μέρες περνούν,

κι η σκέψη του είναι σου,

Είναι σώμα,
που δεν αγγίζεται.
πέρα από τη σχέση.

Μες την πραγματικότητα.

Μιας καλοσύνης
που λείπει,
Επειδή την αρνείσαι,

Σε σταθερή βάση.

Όσο είμαστε νέοι, ακόμα.
Απολαμβάνοντας το κλασσικό
Το ήδη υπάρχον.
Το διαχρονικό.

Το σταθερό και άξιο.

Εκείνο,
που χαρακτηρίζει
μια άποψη.

Το timing της επιθυμίας.
Που ως φύλα,
Αυτοαναλώνεται.


Η μάχη της άποψης.
Η διάθεση
που δεν ικανοποιείται.

*

Η ζωή εξουσιοδοτεί,
εκπαίδευση.
Ένα καλό χαρτζιλίκι,
κρατά μακριά,
ένα νέο βλαστάρι,
ως κλέφτη.

Να χαμογελάς.
θέλω.
Με τα μάτια.

Με δημιουργία στα χέρια.

Στην καρδιά.


όσα σου πω.
όσα θα θυμάσαι.

Κατανοώντας οι ίδιοι,
Το διάγραμμα της ζωής.

Με βλέμματα,
σε κοινή θέα.

Προσελκύοντας
το ευκολοφόρετο

Που διανύει τους δρόμους.
Που μεταφέρεται.
Που διασκεδάζει.

όσο τα χρήματα επαρκούν.

Ένα ακόμη κεφάλαιο.
Λίγος χρόνος.
Λίγος κόπος.
Η μέρα που πλαγιάζει.
Η διασταύρωση
και η προσοχή.


Τις γιορτές,
Τις χαίρονται οι φτωχοί.

Στολισμένα δέντρα.
Εκδηλώσεις.

οι στιβαρές προσόψεις.

Η κρυφή ζωή
Το χαμένο χρήμα.
Η παράνοια της ασφάλειας.

Το χαμένο στίγμα της γιορτής.
Η σπατάλη,
Κατακλυσμιαία.

ο πόνος. Η δυστυχία.
ο ρατσισμός.

Η ομιλία μου.
Η άποψη.

ο γύρος του κόσμου.

Η ιδέα να χάσει η Πατρίδα,
το στίγμα της.
Το φάρο του μνημείου της.

Άγαλμα της ελευθερίας.
Ακρόπολη.
Πύργος του Άϊφελ.


Ο πύργος του θεάτρου.
Χιούμορ και συμβίωση

Αναφορά και εκπαίδευση.

Επανάληψη.

Παντού
ο κλώνος των φύλων.




*

Το φως που απομακρύνεται,
ολοένα
-βραδιάζοντας-

Ραγίζει στην τζαμόπορτα

Αργούν να κλείσουν
τα παραθυρόφυλλα.

ο φλοιός, φουσκώνει,
από τη συγκίνηση.
Τα μάτια κοιτούν το πράσινο
Δέντρο


Μα το κορμί,
στέκεται όρθιο

Το σκοτάδι,
δεν το κινητοποιεί.

Η μέρα,
Πάει να βρει,
άλλους ανθρώπους,
πολύ μακριά από εδώ

όπου οι άνθρωποι,
Εγκαταλείπουν τα κρεβάτια τους,
Για τον επιούσιο.

Των συναισθημάτων.
Της εργασιακής αφήγησης,

όπου ο εργοδότης, καθημερινά,
Κρίνει,

Αν θα εργάζεσαι, κάθε επομένη,
Μαζί τους.


Ηθοποιοί,
προσωπικής λήψης,

Αληθινοί,
Άνθρωποι.

Με ήχους ολόγυρα

Πρόσωπα,
που συμπαθείς.

Που σε κοιτούν, στο δρόμο.
Άρα γιατί;

Επειδή,
δεν ντρέπονται,

Όλοι.

Μα χαίρονται,

όλοι,

βγαίνοντας
Από την αποθήκη
Των υπεραστικών λεωφορείων.

Είτε,
προς επαρχία,

Είτε,
διασχίζουν τη νεφοσκεπασμένη,
Αττική.

Όπου το χιόνι,
δεν προτιμάται,
από την γη.

-

Το καλοκαίρι,

Δεν έφτασε ακόμα.

Τα λαμπάκια, συνεπή.

Τα ζευγάρια,
γιορτάζουν.


Όταν τυχαίνει,
Να βρίσκονται,
την ίδια ώρα,

Σπίτι.

Με την αγωνία, φορές,
της ασφάλειας της προίκας,

Επιστρέφοντας.


Άραγε,
όταν είσαι κουρασμένος,

κρίνεις δυσκολότερα;

Τους άλλους.

Την ξένη δύναμη των δώρων.
Εκούσια
ή ακούσια.
Πομποί μοναδικότητας

που το σήμα τους δυναμώνει
Με ανταλλαγή,
Γνώμης,

όχι θεωρίας
Ή υπόθεσης.

Για το τι, είναι
ο καθένας.

Που σε οδηγεί, σε ένα ποίημα.
Τι οφείλει.

Τι οφείλει ένα μωρό,
στη ζωή.


Ο κορεσμός του: κρίνω.
Καθοδηγώ.
Γονική Δικτατορία, ενήλικης φύσης.
Ανόητη απορία:
«Γιατί το παιδί μου,
είναι έτσι;»

Γιατί δεν με ..συγχωρεί;


- Εγώ,
θέλω ν’ ανατριχιάζω,
μόνο με σφαλιστά βλέφαρα,

Ακούγοντας μουσική.

Δεν ξεσπώ,

Μόνο κουράζω την αντοχή σου.

όπου κούραρες κι εσύ,

Εμένα.

Ισόβια.

Μα εγώ,
τις μάζεψα τις ελιές μου.


όταν εσύ,
δεν κοιτούσες


Μέσα σου.

Σαν ποίημα
που δεν έδωσες προσοχή.

Ή θεώρησες,

Μακρόσυρτη ουρά,

Ανθρώπων,
Με δικαιώματα.


οι άνθρωποι,
αρέσκονται,

Να λαμβάνουν παράσημα,
όταν σκοτώνει ο ένας τον άλλο.

Εγώ δεν αρνήθηκα
κανένα.

ούτε τη μοναξιά σου.

Τις ευθύνες
που σε κούρασαν.

Ή που κανένας,
Δεν σε καταλαβαίνει.

Έτσι κλεισμένη όπως είσαι.
Με τα ξεσπάσματα σου.

Που οι συνομήλικοι σου,
συγγενείς,
Δεν αποδέχονται.

όμως,
σε συλλογίζομαι,

Με φροντίδα.

Είναι στη φύση μου
για να το αρνηθώ.

Κάτι από σπλάχνα,
Κάτι από υπερβολή,

Ν’ απέχω από τον εαυτό μου.


Μη πονάς.


Ο κρύος πεζόδρομος,
συναντάται,

Μόνο, αν του το επιτρέψουμε.

όσο κουρασμένη κι αν είσαι.

Με το χαμόγελο σου το φωτεινό,

Που αποτελεί το μήνυμα

της νεότητας σου.


Σ’ εσένα μιλάω.

Άποψη,
μες από το σπίτι


θύμηση ενός ανέλπιστου ραντεβού,
Με κόντρα αέρα.


Μάτια προσαρμοσμένα,
στα μποφόρ.


Η σκέψη των προσώπων,
Να καλύπτει

τα δικά χνάρια.

Το δικαίωμα να πεις:

Υπάρχω.

Δέξου τα ντεσιμπέλ
της φωνής μου


Υποχρεωμένος όπως είμαι
στο μάταιο της στιγμής,
που αντέχω.


Άκου την κραυγή των δρόμων

Άκουσε.


Άκουσε.


Το κύμα το χειμωνιάτικο,

Στ’ ακριτικά νησιά,
Με την ελλιπέστατη επικοινωνία,

Με την πολιτισμένη
Ασφαλή,
Πρωτεύουσα.

-

Το ξέσπασμα του γραπτού,
στο γραφείο,

Με ολιγομελή λουλούδια,
Ως δάχτυλα
και ψυχή

τόσο κοντινή,
όσο μι’ ανάσα.

-

Θα σπάσει το φράγμα.
οι λέξεις,
Θα πνίξουν τις κοιλάδες
των αντιστάσεων σου.

Θα σ’ αναστατώσουν.

Σαν τραγούδι,
Που μελέτησες
Να ερμηνεύεις,

Καλά.

Πατώντας τα πλατύφυλλα
σκαλοπάτια.

κόπιασε να δεις,
τι έχω τοποθετήσει,

Εδώ κι εκεί.

Μάντεψε.

Σε περιμένω.


Απόψε,

που η αγαπημένη αύρα,
της όπερας,
του: The man who cried,

Επιστρέφει,
Ως κομμάτι,

δικό μου.

Με το κρύο, έξω,
να καλεί,
ίσως,

Για έρωτα.

Στο ένα σκαλοπάτι.

Λίγο πριν τη θέα του μωρού,

στην κούνια.


Λίγου προτού,


Κουραστώ.


*

Σε άλλο σκαλοπάτι,

Συνάντησα γελοιοποιημένους εαυτούς,
Επειδή ξεθάρρεψε η άποψη.

Έγινε έκρηξη στο σπυράκι
της λευκής απεργίας,
των αστυνομικών.

Βολεμένοι όπως είναι,
στην ανημποριά τους.

Εγκαταλειμμένοι
Και απρόσωποι.

Σε μια Ευρωπαϊκή ένωση,
όπου γελοιοποιούνται,
όσοι πιστεύουν,
Πως στο μέλλον,

Ολιγάριθμες
-σε νέα ένταξη,
χώρες-

Θα λαμβάνουν,
σε διαδοχή,
την Προεδρία.


Το δικαίωμα της άποψης,

Σήμερα.


Να χρειάζεται να κερδίσεις στο ΛΟΤΤΟ,
Ώστε να εκδώσεις,
Τις θέσεις σου,

Επειδή δεν προωθείται ο πολιτισμός,

στην αδιάφθορη.. Κυβέρνηση.

Δεν επιχορηγούνται,
Εκδοτικοί, ανθρώπινοι,
Οίκοι

Ζωής.

Η οποία δεν στέκεται σε θεωρίες.

όπως ο βασικός νόμος:
Γέννηση,
θάνατος.

Παρακίνηση
Εμφανή συμπεράσματα.

Παρομοίως όπως χορταίνουν
Οι άστεγοι,

Μόνο τη περίοδο των γιορτών.

Θεωρία και πράξη.
Παρακίνηση σε αντιδιαστολή:
Με σύγχρονες ανάγκες.

-κενά σκαλοπάτια,
Που καθαρίζει,
μόνο,

ο Δήμος.

Μες το οποίο,
Νεοσύλλεκτοι,
-στις ένοπλες δυνάμεις-
Φυλάνε σκοπιά

Με μουσκέτα
του Δευτέρου, Παγκοσμίου,
Πολέμου.

Παρομοίως οι άμυνες
του Ελληνισμού

που μόνο
το ανοξείδωτο μαχαίρι

Δεν έφτασε ακόμα,
στην άϋλη,
Ψυχή.

Η οποία
Διαχωρίζει το είναι της
Απ’ τους πάντες.

Χάρη στην γραπτή ιστορία μας.

Η καθημερινή,

Γράφεται με άδειες τσέπες.

Χωρίς άδεια,
Να επισκεφτείς την γλυκόπολη

Σαφώς επειδή,

Ακόμη και τα χρήματα,
Δεν σε κάνουν πέρα.

(προσπαθώ να σκέφτομαι τους γύρω,
όχι ως κρύα, χειμωνιάτικη μέρα,
Όπου μπορεί και να έχει χιονίσει.
Με τους ανθρώπους να τρέχουν μες
Τα βολεμένα τους κουτιά,
Με την μαυρίλα στους τοίχους,
από την υγρασία,
Ίσως λόγω ακόμα,
Εξαιτίας της υπερβολικής διάθεσης
των σεισμών).

-

Σου έχω φτιάξει την διάθεση,

Ή ακόμα

Ακούω τις φωνές σου:
«τι λέει αυτός,

και ποια είναι η ζωή του;

Θεωρία
ή πράξη;


Πληρώνει ενοίκιο;
Ρεύμα;
Νερό;

Ή είναι από τα τυχερά..
Άνεργα, ενήλικα, τέκνα.

Που ο μπαμπάς,
ακόμη,
Χαρτηλικώνει!

-

Τρέφεται σωστά;
..ο ποιητής;

Γελά;
Ξεκαρδίζεται;


Μόνος του!»


*

Μετανοείς;

- ποτέ.

(πρέπει να εκπληρώσω,
τα των Γραφών).

Έτσι είναι φτιαγμένος ο άνθρωπος.

Να πονάει.
Να υπολείπεται.
Να αντιδρά

Λόγω της αδυναμίας του.

*

Η ζωή,
είναι η διάθεση μου.





*

Εγώ,

αν βρώ στον δρόμο
μια βαλίτσα με λεφτά,

θα την κρατήσω
για πάρτη μου.

Ως πληρωμή,
στην στερημένη μου,
Ζωή.

- Λόγω;

Της ειλικρίνειας
-όχι στα θέλω-

Απλά στον πύργο της Βαβέλ
Των άλλων,
Πάνω μου:

Να δουλέψεις
Ν’ αποδεχτείς την εξουσία μου.
Να σε σύρω σε παγιωμένες τακτικές
Ληγμένων προτύπων.

Ν’ αποδεχτείς την έλλειψη χρημάτων,
η οποία γεννά, δούλους υπαλλήλους.
Καταστρέφοντας περαιτέρω,
τις ανθρώπινες σχέσεις.

Διαλύει το ζύγι,
Ανάμεσα στην προσφορά των αγαθών
Και την ελλιπή ζήτηση.

Που εύκολα,
θα καλύψει τις ανάγκες της διαφήμισης,
τούτη η προσφορά της βαλίτσας.

Που θα τύχει, από μόνη της,
Να πέσει στα πόδια μου,
Κι όχι να σπάσω,
Σαν αναρχικός,

Βιτρίνες,
Όπου εργάζονται,

Σύγχρονοι δούλοι.

Ενόσω, γύρω μας,
Μας μπαφλιάζουν,
με ιδεολογίες και κατευθύνσεις:

Πίστεψε στο ..Θεό.
(του Οποίου, την Εικόνα,
εξευτελίζουν.
Με σκίτσα,
Δήθεν, σαν τέχνη).

οι διαδηλώσεις,
Καταγράφονται.

Όποιος δεν ακολουθεί,
Χρειάζεται ψυχολόγο.

Όποιος θυμάται,
Επετείους,
Είναι μονόφθαλμος Εθνικιστής.

Όποιος γράφει,
Χάνει τον χρόνο του.

Έχει γεμίσει ο τόπος,
από ανέργους,
Κι εγώ, ο προσαρμοσμένος, Κυβερνήτης,
Θα έπρεπε να τους δίνω εργασία
Ώστε να πληρώνουν,
Φόρους.

Μα τους έχω γραμμένους.

Τακτική,
που γεννά,
Στερημένους αναρχικούς.

Των οποίων τα τηλέφωνα,
Παρακολουθούνται,
Επειδή δεν αφήνουν
Να πατήσεις,
σε θεμελιωμένες,
αντιστάσεις.

Εσωτερικές.
Αμυντικές.
ουσιαστικές.

Δεν σε άφησαν
Να φτιάξεις την ζωή σου

Ενόσω, θεωρείται φυσιολογικό

-και αυτό-

Με 580 Ευρώ,
τον μήνα,

Να πληρώνεις: Νοίκι,
Πετρέλαιο. Φαγητό. Λογαριασμούς.
Λαϊκή. Φάρμακα.

Φόρους!

-

Τον απλήρωτο φόρο,
της σύμπνοιας
Ανάμεσα στα μέλη της οικογένειας,

Των οποίων η σχέση,
Διαλύθηκε,

Χάρη,
Στην έλλειψη χρημάτων.


Σε λογικές οικογένειες,
των οποίων τα μέλη,
Το χέρι,
θέλει να φτάσει,

Πέρα από την ικανότητα,
Επειδή μας χρειάζεται,
Η διασκέδαση.

Πέρα από τσιγάρα,
ποτά,
μπουζουκοτράγουδα.

Ξενοδοχεία της μιας νύχτας.

-

τι καλά,
Τόση ποικιλία,
στην ζωή μας.

Τόσα κρούσματα βίας.

Βία πολλή.
Βία απλόχερη.

Εκβιασμός.

Τερατογένεση.

*

Ένας άρρωστος,
Μπορεί να δικαιολογεί,
έναν άρρωστο;

Ένας δυσαρεστημένος υπάλληλος,
Που χάνοντας τη δουλειά του,
Αποφασίζει να κάψει,
Την επιχείρηση.

Επειδή θεωρείται φυσιολογικό
-ΚΑΙ ΑΥΤΟ-
Τριαντάρης,
Να εργάζεται,
Για χρόνια,

Ως εξάωρος,
Ή με ωριαία σύμβαση.


Όχι πως δικαιολογώ τη βία,

ούτε τη βλακεία
Του εργοδότη:
«Χοντρέ άρπαγα,
της υγείας των ονείρων μου.

Την κατάρα μου να ‘χεις».


Αυτή είναι η άμυνα μου.
Αυτή είναι η πρόνοια

Το όπιο του κατευνασμού:
Του μη αντιστέκεστε

στην κενή θέση
Της αισιοδοξίας.


Αυτό είναι το ήθος
Του Χριστιανού
Οικογενειάρχη.

Με τα βαμμένα χείλια,
Το στήθος έξω,
Την αλητεία στο βλέμμα.
Την απιστία στην ψυχή.


Ψείρες στα στρώματα.
Ψείρες στην ενημέρωση.

Ακράτεια στην επεξεργασία,
της σκέψης
Της έκφρασης.

Του φωνάζω.
Επιβάλλομαι.
Καιροφυλαχτώ.

Αναστέλλω.


Αποδέχομαι την αδικία.

Τον εαυτό μου.

-

ότι ξεχνώ,
Την νόσο των πουλερικών.

Των κλούβιων αβγών
Και του αηδιαστικού τοματοπολτού,
στην Ιταλία.


Ξεχνώ,
την συμφιλίωση.

όσο ζω ακόμα.
Προτού με καταχερίσουν.

Αληθινοί,
Δημιουργοί,
Τερατογένησης.

Οι οποίοι καγχάζουν,
Ως σωτήρες,

Τον φιλότιμο,
Αγώνα τους.


(Έχει αναρωτηθεί,
κανείς,

Τι ήταν αυτός ο πύργος της Βαβέλ,
Που ο Θεός ανέλαβε,
Να συγχύσει,
την επικοινωνία,
Διαχωρίζοντας την σε νέες γλώσσες;

Κι αν αφηνόταν ο άνθρωπος,
Έπ’ άπειρο,

Αν θα πετύχαινε,
Να Τον φτάσει,
Εκεί μακριά,

στον έβδομο ουρανό).

*

Μη παίρνεις σοβαρά,
ότι σου αναφέρω,

Επειδή: Κύριος, μωραίνει,
τους βούλεσαι, απωλέσει.


Ποτέ,
Δεν θα είναι,
Ίσοι,
Η έννοια,
Άνθρωποι,

Απέναντι στον Μεγάλο Μπούς.


Ήδη φοβάμαι,

Έτσι όπως, έχω,
Ξεμωραθεί.


*

η ζωή,
Δεν σηκώνει ωραιοποίηση.


Αντί να ευχαριστηθώ το μελομακάρονο,
Το διαλύω,
Για τυχόν περιττώματα.

Η ζωή δεν σηκώνει
ΩΡΑΙΟΠΟΙΗΣΗ.

Κάνε υπομονή.
όλα θα φτιάξουν.
(είπα σε μια συνάδελφο, όπως μεταφέρουμε,
μεταξύ μας,
αυτή την ψεύτικη δήλωση.

Ιδίως,
Όταν ο άλλος είναι ανύπαντρος,
Ακόμα).


Όλα θα πάρουν τον δρόμο τους.

Το παρελθόν θα ξεχαστεί.
οι όμορφες αναμνήσεις.

(παιδιά
όταν λέγαμε τα κάλαντα)

Σκληρότεροι και αρτιότεροι,
όσον αφορά το άγχος μας,

Επειδή,
όλα θα φτιάξουν,

όλα θα πάρουν τον δρόμο τους.

(και σε φαφλατάδες,
που καγχάζουν:
Δεν έχω προβλήματα;).

-

ο νέος χρόνος θα πλησιάσει.
..Από δευτέρα,
θα πλένω τα δόντια μου.
θα ψιλοαθλούμαι.

Θα αφεθώ στους καρπούς
Της κοινωνικότητας

Που απαιτούν: υποχρέωση,
Ευθύνη
Υπομονή.

Αποδοχή
των απορριμμάτων σου.

-

Το μεγάλο στήθος,
για τις γυναίκες,
είναι,
Ότι το μούσι,
Για τους άντρες.

Ορίζει το φύλο.

Λίγο προτού γελοιοποιηθεί,
ο καθένας τους.

Είτε συνδυάζοντας ένα μπούστο,
Με.. θεμελιωμένες ιδέες.

Είτε μένοντας μακριά από τον έρωτα,
Λόγω πρόωρης εκσπερμάτωσης.


Χάρη στην αρτιότητα του άγχους μας.
Δείγμα,
Πως όλα, απαιτούν,
Επιτάχυνση.

Άμεση επιβεβαίωση.


Ανταγωνισμός,

πόσους παρτενέρ,
ΔΟΚΙΜΑΣΕΣ.

Τι πείρα που έχεις!

Πλέον,
δεν θα σου μείνει,
απωθημένο.
(θα είσαι ίσος! μέσα στην παρέα).

Δεν θα διαλύσεις τον γάμο σου.

Δεν θα βγεις στο γυαλί,
Να προξενέψεις,
τούτη,
την ανοησία σου.

Πλέον,
Δεν θα σου μείνει απωθημένο.

Ευτυχώς,
Δεν παντρεύτηκες,
πριν τα τριάντα.
Δεν δήλωσες,
Διαφοροποίηση.
Δεν στάθηκες τυχερός.

Συγνώμη,
εννοούσα,
Άτυχος.

Ευτυχώς,
η ποικιλία του βίου,

είναι αμετανόητη.

όπως η ιδιότητα και η ηθική,
του όρου: Κυρία.

Το: Λαός και Κολωνάκι.

Η μεταλλαγμένη πίκρα.

Η αηδία της θέας,
Μιας βαμμένης γυναίκας.

Παστωμένη
και θηλυκιά,

σε εποχή
..γονιμοποίησης.

Αμετανόητη μέσα στην εκκλησία
Ώριμη και ανεξάρτητη.

Κατά τ’ άλλα,
Ανικανοποίητη.


Ανίκανοι,
Οικογενειακοί,
δεσμοί.

Που έρχεσαι εσύ,
Τώρα,
Και απορείς!
Γιατί δεν ανέχομαι, πλέον,
Ούτε ένα μικροσχόλιο.

Ούτε μια παρακίνηση.
που σημαίνει: Επιβάλλομαι

Μήπως και ικανοποιηθώ,
μέσω του παιδιού μου.

Επειδή κατά τ’ άλλα,
Αγαπώ το παιδί μου.

Θέλω να το βλέπω να γελά
Μη αφήνοντας το -βέβαια-
Ποτέ,

Να μεγαλώσει.

Παρά μόνο,
Όταν μ’ εγκαταλείψει η πείρα μου,
Χάνοντας,
τον δυνατό μου,
οργανισμό.

Εκβιάζοντας γι’ αγάπη,
όταν είναι,
πλέον,
αργά,

Και ο όρος ανθρωπιά,
Πρέπει ν’ αναζητηθεί,

Σε άλλη ήπειρο.

*

Περιμένω τη μαλαματένια παλάμη σου,
γύρω από τον λαιμό.

Το μάγουλο να ζητά
το μάγουλο.

Άποψη,
μες από την καρδιά

που χτυπά
Δίχως ενδοιασμούς,
Ή μικροπρέπειες.
Συνεπής,
Μέχρι την ημέρα του αποχωρισμού.


*

ξανά θα μαγειρέψω.
Με κάτι θ’ απασχοληθώ.

Η μια άκρη θα φανεί,
Μες από το σπίτι,
Η άλλη άκρη θα φανεί,
της υπόνοιας.

Κουτσομπόληδες,
κατά τ’ άλλα,
Ωραιοποίηση.


Μια ζωή,
Δεν προβάλλεται η ηθική,
Η ουσιαστική αρτιότητα,

που με οδήγησε ως εδώ,
Ευχαριστώντας τους γονείς μου,

και μόνο.

Παρομοίως όπως έλαβα,
ορισμένα,
οπτικά χαρακτηριστικά,

τα οποία έδεσαν,
Ένα γνωστό, ήδη, περιβάλλον.


Κάποτε σε υποστήριξα,
Ενώ εσύ δεν το γνώριζες.

Ίσως τα δάκρυα σου,
Κάποτε,
να αποδώσουν καρπό.

Παρομοίως όπως αποδέχεται,
ένα ζωντανό,
τον ιδιοκτήτη του.

και που ποτέ,
Δεν τον θυμώνει.

ομορφιά και διάθεση.
οικογένεια δεμένη,
η διάθεση.


*

Ένα παιδί τρέχει
Προς το μέρος μου,

που γελά εύκολα
ή βαριέται γρηγορότερα,
με τις ασχολίες των μεγάλων.

Που μεταχειρίζεται,
τα πέταλα του λουλουδιού,
Ως σάρκα
Με δικαιώματα.

Κι ας αργεί –ως μωρό-
Να καταλάβει,
Τι λένε οι γύρω,
Και γιατί συμβαίνουν τα πάντα.

Αυτή είναι η άμυνα του.
Η προστασία,

Ως το πρόωρο μεγάλωμα,
Με τις πρόωρες ..ανάγκες.

Τις αφελείς,

που αδειάζουν
τον οικογενειακό προγραμματισμό.

Μα είναι η έγνοια,
των παιδιών,
η μεγαλύτερη,
Να υπάρχει ζέστη, ολόγυρα.

Κάρβουνα από εναρμόνιση,
Με την έννοια φιλία,
Προς όλες τις ηλικίες.

Κοιτώντας απ’ το παράθυρο,
να χάνονται,
οι παραδόσεις,
που ούτως ή άλλως,
θα έχαναν,

οι νεότεροι.

*

Το πρόσωπο του παιδιού,
Είναι διαφημίσεις,
δίχως γνώμη και υπονοούμενα.

όπου η πατούσα, πατά ελαφρά,
σαν άγγιγμα παλάμης,
σε μεγαλύτερο στήριγμα.

Χαριτωμένη η μικρογραφία
του ανθρώπου.

Στα χέρια,
κρατά μία κούκλα,
Ένα αμαξίδιο.

Μικρά κεφαλάκια.
Θείοι.
Αδέλφια.
Ξαδέλφια.

Άνθρωποι της προσφοράς,
πάνω απ’ όλα.


Ένα παιδί,
Τρέχει προς το μέρος

απέναντι
στις ειδικές ανάγκες,
των μεγάλων.

Φτάνει από τους δρόμους
Της δικής του γειτονιάς.

Με διάθεση, φρέσκου αέρα,
στα θέλω του.



*

Η διάθεση μου,
Κάπου εδώ,
τελειώνει.

Σαν ξένη παραγωγή,
Που οι χαζοτεμπέληδες,
Του εκάστοτε καναλιού,
Δεν μεταφράζουν εντελώς,

κάθε φράση,
Κάθε ..εξυπνάδα.

Εκτός από τις βρωμολέξεις,

Αρκεί,
Να ..προβάλλονται,

..μετά τα μεσάνυχτα.

Σε μια κοινωνία,
όπου θεωρείται ψώνιο,
η αξιοπρέπεια,
και,
ψυχολογικό πρόβλημα.




Αυτό θέλω κι εγώ.

Να δημιουργήσω
ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ

Γεράσιμος Μηνάς 2005