Το Blog της αγάπης

Αγάπη για ποίηση και για άξια αξιοπρέπεια στις γυναίκες

Saturday, February 24, 2007

Όπως τραγουδά και ο Bon Jovi
"Σε χρειάζομαι, όπως ο ποιητής τον πόνο"

Tuesday, February 06, 2007


Sunday, February 04, 2007


Σελίδες ημερολογίου

Αισθανόταν άνετα σήμερα. Ήταν Σάββατο. Γι’ αυτό.
Είχε μόλις ξεκινήσει να διαβάζει ένα κείμενο που δανείστηκε από μια βιβλιοθήκη. Πρώτη φορά, στοίχιζε κάθε φράση, σα να έβλεπε, κάθε εικόνα. Συνεπαρμένος με κάθε διάλογο, στο χώρο και τον τόπο, που τα λόγια επιθυμούσαν. Ξεχειλίζοντας τα συναισθήματα. Χρησιμοποιώντας ειδική χροιά. Βαπτίζοντας ένα βλέμμα, μικρό πετραδάκι που σχημάτιζε αραιούς κύκλους, σε επιφάνεια νερού.
Ο τριανταπεντάρης –όπου να ‘ναι- νέος άντρας, θυμήθηκε αυτόματα το προηγούμενο καλοκαίρι, όταν η μοίρα οδηγούσε το αμάξι. Όταν γύρισε και είπε στη συγγενή του: κοίτα, η θάλασσα, μ’ έναν παιδικό ενθουσιασμό. Στο μετρημένο και σοβαρό, με διακοσμητικά στοιχεία, χιούμορ, χαρακτήρα του. Εκείνη μόλις, πριν λίγες ημέρες, στο τηλέφωνο, του είχε, ειλικρινά μηνύσει, πως θα έβρισκε εκείνος, ένα τρόπο, όλη του η ευαισθησία που έδειχνε στο χαρτί, να αγγίξει, σα χάδι σε πρόσωπο, μια γυναικεία ψυχή.
Μα “δεν” της απάντησε. Ο ίδιος έβλεπε την παρουσία του στο σπίτι, ως φιλοξενούμενου που ετοιμαζόταν να φύγει. Να δει τον κόσμο. Ν’ αντλήσει εικόνες, αισθήσεις. Καταγραμμένες στο χαρτί, κι εκείνες. Σα βόλτα στα στενά κάποιας παραδοσιακής πόλης. Όπου δεν έφτασε, είτε λόγω έλλειψης χρημάτων, είτε δεν είχε την παρέα τη φωτεινή. Να τον αγκαλιάζει. Σαφώς τούτο του έλειπε.
Την ονόμασε Φωτεινή. Περιδιαβαίνοντας τα μονοπάτια της σκέψης, σα να βρισκόταν εκεί που ο ίδιος επιθυμούσε. Ξεκινώντας να περιγράφει καθετί, σα να ανέπνεε ο ίδιος, εκεί. κοιτώντας τη γωνία ενός σπιτιού που προσπερνούσε, πεζός. Ποια πρόσωπα του έβγαζαν, συναισθήματα ανθρωπιάς. Αδύναμος εμπρός στη στρωμένη και σίγουρη ζωή, άλλων. Φέρνοντας στο νου, τι εξυπηρετούσαν όσα συναντούσε: Οι εφημερίδες που κρέμονταν στο περίπτερο, σε σειρά. Οι άνθρωποι που βάδιζαν μόνοι. Οι οδηγοί που δεν ελάττωναν ταχύτητα, βλέποντας σε από μακριά να διασχίζεις το δρόμο. Η ανάγκη να μπεις στο συλλογισμό, ανθρώπων και ανθρώπων, καθένας στον τόπο και το χώρο, που επηρεάζει το είναι. αδιαμφισβήτητα.
Η ηρεμία, έχοντας ένα δυο δέντρα, έξω απ’ το παράθυρο. Η πίεση της βαβούρας, με ψηλά κτίρια και άδεια μπαλκόνια. Ο βίος του αγρότη ή του βοσκού. Να διασχίζεις καθημερινά, γέφυρες ή θαλάσσιες διόδους, αν είσαι υπάλληλος σε επιβατικό πλοίο.
Να επιστρέφεις σπίτι, έχοντας ολοκληρώσει άλλη μία διαδρομή, πάνω κάτω, ως οδηγός τρένου. Επιστρέφοντας στο χώρο και το τόνο που ανήκει το διαμέρισμα ή εσύ ο ίδιος το χαρακτηρίζεις.
Ήταν Σάββατο. Γι’ αυτό. Είχε χρόνο να σκεφτεί. Ν’ απομονωθεί αν το ήθελε. Να χαρεί, ότι ζούσε. Σε μια γλυκιά εναρμόνιση με τη φύση και μόνο. Αφήνοντας σα απολιθωμένα κλαριά, τα οικοδομήματα. Να έχουν ήδη ολοκληρώσει το ρόλο τους. Σίγουρος εκείνος. Πως και αλλού θα του ήταν δυνατό, να μετοικήσει. Έκανε κρύο σήμερα. Σηκώθηκε ν’ ανάψει το καλοριφέρ.
Ύστερα κάθισε ξανά, με την τηλεόραση ανοιχτή: μια κοινωνία, όπου όλοι δραστηριοποιούνται. Μια στιγμή είδε ένα γυναικείο πρόσωπο –όσο κοντινά στην ηλικία του, υπολόγιζε- που του άρεσε, μπορεί και όχι. Κι ήταν σα να τον κοιτούσε κι αυτή. Ανθρώπινα. Ευλαβικά. Με αγάπη.
Μα εκείνος, τους τελευταίους λιγοστούς μήνες, χρειαζόταν κάποια να τον αγκαλιάσει αληθινά, έχοντας τη παλάμη της πάνω στη δική του. Εδώ. Τώρα.
Μα η πραγματικότητα, μετά από εκείνο το Σάββατο, ξημερώνοντας η Κυριακή, δεν ερχόταν να βοηθήσει.
Ο νέος άντρας τον τελευταίο καιρό, αισθανόταν πιο δυνατός εσωτερικά, μα ετούτο δεν έφτανε.
Κοιτούσε τώρα το χαρτί, και με πλήρη συναίσθηση αναλογιζόταν αν έπρεπε ν’ ακολουθήσει την μορφή, του πνευματικού μόχθου.
Η ζωή είναι μικρή, σκέφτηκε.
Άφησε το φάντασμα των χαμένων νιάτων, ελεύθερο πλέον να φύγει μακριά. Δεν ήξερε εκείνος τι ήθελε. Γιατί έγιναν όλα, τόσο δύσκολα. Τόσο βαρετά.
Τόσος χρόνος. Τόση μη, άνεση.

Thursday, February 01, 2007

Αισθήσεις

Αν ο αφρός της θάλασσας
στα βράχια,
Με ημερεύει,
Το πέρασμα του γλάρου,
ούτε ένα μέτρο απ’ το σκαρί,
Με κάνει ευτυχισμένο.

Πράγματι αναζωογονεί
η έξοδος από την πόλη.
Από κείνο
που μας απογοητεύει.
Και η αγάπη που είναι.
Ποιον επισκέφτηκε και γιατί μας προσπερνά.

Όσο κι αν κράξω, φορές, Είσαι μακριά.
Όσο κι αν σε στενοχωρώ.
Δεν Είσαι κοντά μου.
Δεν Είσαι άνθρωπος. Γι’ αυτό.
Είσαι μια σκέψη
Που με τυλίγει. Και παρηγορεί.

Μα είναι στη φύση του ανθρώπου
να χαμογελά.
Και μόνος.
Σε μια γιορτή χαράς
Αυτούσιας
Η οποία κατέχει τα πάντα.

Κοντά της αγκαλιάζονται
και ξυπνούν μαζί το πρωί
Τα λευκά περιστέρια.
Με μέλη ανθρώπινα, μπλεγμένα.
Έπειτα από έναν ασφαλή
-γι’ αυτό- ύπνο.

Αν και δεν είναι ποτέ, πάντοτε, εύκαιροι
Ν’ αφεθούν στην αλληλεγγύη τους.
Δεν είναι, πάντοτε, εύκαιροι
όταν τους καλείς.
Δεν βρίσκονται.
Δεν τοποθετούνται.

Δεν ακούν, όταν κράζεις για βοήθεια,
ή απλά, ανθρωπιά. Κι επαφή.
Συ είσαι όμως πάντοτε, κοντά μου.
Αγαπάς και ποτέ δεν παύεις.
Με παραδείγματα, πλησιάζεις.
Ξυπνάς αισθήσεις παλιές¢

Φορές, το κακό πολλαπλασιάζεται
στην κρίση και τη λογική του ανθρώπου,
Μια στιγμιαία λάμψη.
Αργά επανέρχεται, σα γέρνει ξανά ,μια σπάνια νηνεμία.
Τα μάτια ψάχνουν για μάτια.
Οι αισθήσεις, παλιά κλειδιά.

Φορές, η αίσθηση του νοήματος της ζωής,
με προφταίνει.
Μου εξηγεί. Την ασημαντότητα μου.
Ξεκλειδώνει
Το χάος της
-της κάθε μιας στιγμής, και επιμένει.

Η κάθε μια στιγμή.
Σαν αλύγιστη ανθρώπινη κολόνα.
Στον πόνο, όλοι στέκουν στάσιμοι.
Από απορία, συγχρόνως.
Σα να βλέπω την εικόνα,
-Αδυνατώ ν’ αντιμετωπίσω.

Καμιά στιγμιαία γλυκιά αίσθηση
δεν δικαιολογεί την απομάκρυνση.
Σαν μάτια στάσιμα,
όλο απορία.
Σαν θύμηση
Κείνου που δεν θα ζήσουμε.

Το θέλουμε, μα ξεγλιστρά.
Στοιβάζεται σαν μερίδες,
-μια πάνω στην άλλη-
σε ήδη υπάρχουσες,
Κάπου,
τακτοποιημένες.

Κανείς, ποτέ,
Πάντοτε,
Δε νοιάζεται.
Από ανάγκη για ξεκούραση.
Μήπως καλυφθεί
η αίσθηση της απώλειας.

Σ’ όσα από άγνοια,
Δηλώνουμε συμμετοχή.
Σ’ όσα προσέχουμε με μάτια και ακοή,
δίχως να μας ρωτάνε.
Όσα ο ιδιωτικός χρόνος
Επιθυμεί να καταργεί.

«Δεν διακρίνω τον εμετό μου.
Δεν τον γεύομαι.
Δεν με λερώνει.
Παρατηρώ ανθρώπους
να χάνονται στις γωνίες,
ενώ το λεωφορείο προσπερνά».

Φταίει,
που δεν επήλθε κορεσμός, ποτέ,
Από αγάπη, στην ματιά.
Στοργή,
που τα ζώα,
Ευτυχώς ακόμη, δεν κρύβουν.

Λόγια που δεν ακούς,
Δε σε νοιάζουν.
Ούτε ποτέ κανείς, πάντοτε,
δε βρέθηκε εύκαιρος ν’ αντιμετωπίσει.
Ως ανίατη ασθένεια λόγου
Εσωτερικού, σαν χτύπημα ρυθμικό, καρδιάς.

«Εμένα με ρώτησες,
αν μ’ αγαπά κανείς;
Αν ανησυχεί. Αν συμπάσχει.
Στέκεται, πλάι, στο ίδιο δωμάτιο,
με πίστη,
Στην ύπαρξη ως συμβουλή;»

Ρώτησε ο γονιός, αν τον αγαπάς.
Και γιατί σου διαφεύγει.
Ή λυπάσαι, σαν χρέος τελευταίας στιγμής.
Τώρα λες,
έχω χρόνια, μπροστά μου,
στο να δουλέψω

Χρόνια που μου ανήκουν
όπως κι η ίδια η ζωή.
Καιρούς, σε καλεί,
όπως οι διακοπές το καλοκαίρι.
Η εικόνα κι η μυρουδιά της θάλασσας,
Η δικιά μου κι η δική σου εικόνα.

Τόσο διαφορετική από δεξιώσεις πλουσίων.
Οι οποίοι διατρέχουν την γη
όχι όμως και τη καρδιά τους.
Ας μπορούσε η αδικία,
να πεθάνει μαζί τους.
Σαφώς, επειδή, ποτέ, πάντοτε, δεν θ’ αλλάξουν.

Μόνο οι δυό μας εκτιμούμε,
καθισμένοι σε δυο παλιές, στενές,
Ξύλινες, με ψάθινη πλέξη, καρέκλες,
Ένα ηλιοβασίλεμα.
Με τα λίγα τελευταία χρήματα,
το μεσημεριανό φαγητό, μετά το μπάνιο.
Τα πρόσωπα, το ένα ν’ αγγίζει το άλλο,
σε στιγμές προσωπικής ονειροπόλησης.
Ακόμη, κι αν βρίσκεται μακριά,
η δημιουργία οικογενειακής εστίας.
Αρκεί το όνειρο,
και οι στόχοι του Κράτους.

Κι αν θυμώσουμε,
Κι αφότου ζηλέψουμε,
Τις μικρές, ελάχιστες κατακτήσεις
των ομοίων μας,
Γοργά, ωσότου να κλείσει αυτός ο χρόνος, πιστεύω,
Γοργά θα σιμώσουμε.

Εκτός κι αν η φτώχεια
Αδυνατεί να επουλώσει
Πληγές του παρελθόντος.
Ακόμη μισούμε. Ακόμη αχάριστοι.
Τριάντα χρόνια, γυναίκα,
Ποιος ξεχρέωνε τις δόσεις του δανείου;

Πληγωμένοι.
Με όρεξη για φαγητό. Όχι όμως και
γι’ ανακωχή.
Τα δράματα των φτωχών
δεν ξυπνούν τις αισθήσεις
κείνες τις εναίσιμες –δυστυχώς μόνο- ανθρωπιάς

Στην ευαισθησία,
Στη λογική,
Ατόμων με Κρατική εξουσία.
Όσο γερνάμε, αυξήσεις σε όλα.
Σε φάρμακα, σε ατυχήματα.
Κοιτώντας την κατάργηση μεριδίων Κρατικής Πρόνοιας,

Ανέκφραστοι.
Κι ευχόμαστε να μην μεγαλώσουμε, νωρίς,
-ευτυχώς όχι από καταχρήσεις-
Μήπως και προλάβουμε
Ξυπνώντας –ως ώριμοι πλέον-
Να νοιαστούμε.

«Όσο κι αν κλάψεις,
όσο κι αν δεηθείς,
Κανείς, ποτέ, πάντοτε,
Άλλοτε άνθρωπος,
Δεν θα συντρέξει.
Κρίμα να παρακαλάς γι’ αγάπη».

«Κρίμα, να μην καταγράφονται,
-προς μελέτη και διδαχή-
Οι κραδασμοί από πόνο,
Στα μάγουλα, καλώντας
Σαν ακουστικά κύματα φάλαινας.
Το ταίρι σου.

Είμαι άνθρωπος. Κοίταξε με.
Πίσω από το δέρμα
Το ύψος του καλουπιού,
Της θέσεως που καλεί.
Της έκφρασης,
Με δύο κινήσεις μόνο.

Μη βλέπεις μόνο το ωραίο μου σώμα,
Τη θέση της καμπύλης
που σε προσελκύει,
φορές,
κοιτώ κι εγώ τον ουρανό,
για ένα σημάδι.

Τον πόνο τον εμπορεύσιμο,
Φοβάμαι μόνο.
Μήπως κρύβει περηφάνια,
ή λέπια κολλώδη
Να σκοντάφτεις,
Γοργά να τινάζεσαι, με σπασμούς,

Και οι άλλοι
Από τρόμο,
Απομακρύνονται.
Κοιτώ τη ζωή που μου ανήκει,
Τα ρούχα που φορώ.
Τον ιδρώτα μου, μόνο εγώ τον βιώνω.

Την απόγνωση.
Πράγματα αντιγράφονται.
Μιμητικές συμπεριφορές.
Τα αδέλφια: στασιμότητα και πόνος,
Δεν αντιγράφονται. Φορές, δεν χρειάζεται
Να ξεστομίσουν: αφήστε με στην ησυχία μου».

Καλή επιλογή είναι η ησυχία.
Να σφίγγεις, κορμί και θέληση.
Πότε πότε και πίστη.
Η μόνη χαρά, άρα καλή επιλογή,
θα ήταν να μην υφίσταται
Εμπόδιο,

στο δρόμο δύο καλών ανθρώπων.
Τι γλυκιά αίσθηση.
Ομοίως η ανυπομονησία για γράμμα εκ μέρους στρωτής φιλίας.
Το τι ετοιμάζω και σου προσφέρω
Ιδιωτικά ξεστομίζεται. Ο χαρακτήρας.
Ομοίως οι άνθρωποι δίνουν σημασία στα σπίτια.
Γεράσιμος Μηνάς 2004