Το Blog της αγάπης

Αγάπη για ποίηση και για άξια αξιοπρέπεια στις γυναίκες

Wednesday, August 29, 2007

Γράμματα

Σιγά σιγά,
μαθαίνω να ζωγραφίζω.
Και να εκτιμώ
το λευκό χαρτί,
όπως η αγάπη
σ’ εκείνον που του προσφέρεται.

Μόνο όταν είσαι ήρεμος,
γράφεις κατανοητά,
πατώντας αντικειμενικά
-όσο πιστεύεις-
στο θέμα
που αναπτύσσεται.

Σιγά σιγά,
Χρειάζεται ο καθένας
να στρώνει τη ζωή του.
Αν και ποτέ,
Δεν εκλογίκευσα
τη δυνατή μουσική
κι όποιους στόχους εξυπηρετεί.

Ο βίος
είναι πατάρι
με σκονισμένα θαύματα,
προς ανακάλυψη. Αξιολόγηση.
Εκμετάλλευση,
Αν οφείλεις στον εαυτό σου.

Εσωτερικά
Προστατεύοντας την πέτσα,
μη ξεραθεί,
Παραμένοντας υγιής
Αυθόρμητος,
Εγκρατής,
και χαρούμενος όλο έκπληξη.

Έχεις παρατηρήσει,
πως, όταν είσαι καλός,
ή πλησιάζεις προς τη μετάνοια,
Σου συμβαίνουν καλά πράγματα;
Σε αγγίζουν
σαν φιλικός άνθρωπος
που ενδιαφέρεται.
Επειδή το πρώτο βήμα
πισωπατεί
μα η απόφαση
Λογικεύεται από μόνη της.
Κάτι από μακριά.
πλησιάζει κοντά –στον καιρό του.
Ξέρουμε,
πως το πέλαγος διασχίζεται
μετά από ώρες πολλές,
Όμως μπορούμε,
Εκείνο το πλοίο, στον ορίζοντα,
Να το τραβήξουμε κοντά μας.

Αγαπούμε
και επαληθευόμαστε.
Συνηθίζουμε.
Τ’ άσχημα σημεία του σώματος μας.
Ή την χρησιμότητα της κάθαρσης του.
Το “όμορφο”, τις κρίσεις του.

Καθώς το ποτίζω
σαν το λουλούδι μου
-ενθύμιο ενός γάμου συγκινησιακά φορτισμένου.

Την επομένη, κάτι αλλάζει.
Ο άσχημος καιρός
Συμβαδίζει με την αξιοπρέπεια.
Με ανθρώπους,
που δεν μπορούμε να αγγίξουμε
Σαφώς επειδή
Ανήκουν σε μια ξεχωριστή κοινωνία-οικογένεια
-κάτι απολύτως φυσιολογικό.

Ο καιρός της ταυτότητας μας.
Τη μια, έχουμε όρεξη να συμμετέχουμε,
-με προνόμια όποια επιθυμητή αμοιβή.
Την άλλη μετανιώνουμε,
μα η ανησυχία παραμένει,
Ως λόγος, μη αναστρέψιμος.

Ο τόπος εκεί έξω, πρασίνισε.
Η καμπύλη ισορροπίας της
Ασκεί πίεση
στον εσωτερικό τόπο.
Πόσες υποσχέσεις
Μελετά να φέρει εδώ μέσα.

Τις θέλω;
Στη συνισταμένη:
«ο καθένας μπαίνει στο μονοπάτι του».

Σιγά σιγά,
Ίσως στη καμπύλη
Αφουγκραστούν κι οι δικές μου προσδοκίες.
Ίσως,
αποτελέσεις μέρος μου,
Μεταφέροντας ζεστασιά πιο κοντά
στο στασίδι.

Σιγά σιγά,
Μαθαίνω,
του χαρτιού τις ιδιότητες.
Δεν λευκαίνει,
στου ενήλικου σου τη δεκαετία.
Μόνο ανησυχεί.

Μη δεν περιγράψει
Σωστά,
Αισθήματα,
Όσα είδαμε, όσα επρόκειτο.
Τα μάτια της
ενώ κοιτούν εμένα.

Γλυκά απογεύματα,
Ελεύθερου χρόνου,
θύμησης μιας εικόνας
προσωπικής προοπτικής.
Με τον νου, ενώ κοιτά, μια αξία:
Την αγάπη τους.

Γεράσιμος Μηνάς 2004

(Το παρακάτω είναι, ένα, ποίημα, με διάφορες ενότητες.

Έχει κοπεί σε τρία μέρη, γιατί κόλλαγε ο εξπλόρερ)

Για ποιο λόγο,
Χρειάζονται,
Οι συγγραφείς.

Να μπορείς να βλέπεις
Να διακρίνεις,
Εκεί που πέφτουν οι σκιές,
Συνήθως στο πρόσωπο,
Λες και κρύβουν το μάτι, το βλέμμα,
Που κοιτά.

Αν διαχωρίζει,
Κείνο που ακούμε-καταλαβαίνουμε,
Περνώντας μες από τις σχισμές,
-όσες είναι ανοιχτές-
Της αντίληψης, αν όχι, της ακοής.
Δίδοντας προσοχή,

Παρόμοια με τη διενέργεια τάξης, στην κατοικία,
Μην αρπάξει το φαΐ,
Καεί -μαζί και οι χώροι,
Που καλύπτουν μια θεωρία ζωής.

Η μικρή σπίθα
Που σε σπρώχνει εμπρός στο χαρτί
Για την πρώτη απόπειρα,
Μη γνωρίζοντας, αν κρατηθείς
Απ’ το λεπτό σκοινί, αναρρίχησης,
-όχι προς την αυτογνωσία-
Απλά προς την τελειότητα:
Να ευχαριστιέσαι,

Που δεν αναγκάστηκες να ψάξεις το λεξικό,
όπως δεν υποδύθηκες,
Πως όντως, μεγάλωσες, μόνος.
Η πρώτη απτή παρουσία, τούτης της αίσθησης.
Η αρχική σπίθα να ενδιαφέρεσαι

Ενόσω σε περιτριγυρίζει
η αόρατη νεράιδα του δωματίου
του γραψίματος,
όπου καλέστηκες, ως μέλος, πλέον,
Των “ιστορικών” της ανθρώπινης ευρηματικότητας.

Στριφογυρίζει σα συνείδηση,
γύρω απ’ το κεφάλι σου,
και αναλόγως με την αφοσίωση,
Ή την συναισθηματική σου κατάσταση,
Σου χαρίζει, προτείνει
Ή αφαιρεί λίγο απ’ το φως,

Χάρη στο οποίο,
Παρατηρείς,
Το βάθος, τις γωνίες, τα βλέμματα,
στις σκιές.
Όπου επιβιώνει κι εκεί, κίνηση.

Άραγε,
τι ποινή, εκτίει, κανείς,
Όντας κλεισμένος,
μες στο σπίτι,

Καταγράφοντας ο νους, όλο
το ιστορικό, σαν απογραφή
Μα ο ιδιοκτήτης,
Αρνείται,
“μελάνι”
Να παραχωρήσει.


Από ποια γωνία, να σε δω.
Πώς να σε φωτογραφίσω.
Πως θα οδηγήσει, το χέρι, το γραπτό,
Τι να εξηγήσω, γυροφέρνοντας.

Μια, πιάνοντας το ύφος,
Μια, κρίνοντας τη φιγούρα, τη στάση
του σώματος
Το ατημέλητο ντύσιμο.
Πως κρίνω,
όλα σου τα υπάρχοντα, πως, τα έστησες,
Καθισμένος από γωνία, ανά σημεία,
Ανά δωμάτιο.

Ποια είναι η όρεξη σου
Ποια,
Εκείνου που η νεράιδα του γραπτού,
Κάλεσε,

Μη γνωρίζοντας; τις αντοχές
ή το μέλλον,
που πλησιάζει.
Ποιος τιμωρεί, ποιον.
Για ποιο λόγο να μιλήσεις
Για ιστορικό, προσώπων,
Που δεν αναγνωρίζεις,

Μα που μόνο,
οι ειδήσεις,
Αναφέρουν.

Οι ζωές των ανθρώπων,
που δεν αναφέρονται, σε διάφορα κανάλια.
Ναι, εκτίει ποινές, μοναξιάς, ο συγγραφέας.
Θυσιάζοντας τον εαυτό του,
Προκειμένου να δώσει, κάτι, προς τα έξω,

Γράφοντας για το χώμα,
Που κι εκείνος πατά.
Τον αφήνουν να το πατά,
Εκτός κι αν ορισμένοι, από ζήλια,
Ή λόγο οδηγίας, από το Κράτος,
Πολεμούν τις αλήθειες του συγγραφέα.


Ο συγγραφέας χρειάζεται,
Για να μην νομίζουν, μερικοί,
Πως θα μένουν, αιώνια, ατιμώρητοι.

Στα χαρτιά, κάποιου,
Έστω κι αν βρεθούν,
μετά από χιλιάδες.. χρόνια,
Η αλήθεια θα υφίσταται ήδη,
Ως χρονικό ενός εγκλήματος,

Αποτέλεσμα ψυχολογικού πολέμου,
Νουθεσίας, ξένων δυνάμεων,
Στενής ή ευρύτερης αυλής.
Αδύναμης, ή σθεναρής αντίστασης..
Προτού λάμψει η αλήθεια.
Επειδή θα λάμψει,
Και το μπαλάκι, θα πάρει,
Πολλούς.

Είτε βρίσκονται σε απομονωμένο σημείο,
Στο Ηράκλειο Κρήτης,
με απευθείας καλωδιακή σύνδεση,
Με την βάση των αμερικανών, στην Σούδα.
Είτε λειτουργώντας, ως η κακή πλευρά
της αστυνομίας,
Που προκαλεί
Επειδή κανείς, πιστεύουν,
Δεν είναι ικανός, να υπερασπιστεί τον εαυτό του,
Χωρίς εκείνη!!

Επιστρέφοντας οι θύμησες,
Ξεφυλλίζοντας, παλιά, σκονισμένα,
Ημερολόγια.
Πιθανόν, ανά τόπο, ενός
Αμερικανο-Ιάπωνα,

Ο οποίος, μαζί, με άλλους 120000,
Πατριώτες του,
Φυλακίστηκε,
σε στρατόπεδα συγκέντρωσης,
Σε ερήμους των Η.Π.Α.

Έπειτα από την επίθεση στο Πέρλ Χάρμπορ,
Σχηματισμών, μεγάλου αριθμού,
Ιαπωνικού σμήνους, ανά ομάδες,
Καταστάσεις αληθινές,
Σπανίως, όμως, γνωστές, και οι αποδείξεις.
Παρομοίως σε άλλα συμβάντα,

Τα οποία, αποκαλείς, συκοφαντία,
Κατάφορα ψέματα.
Όπως και ότι δεν κρύβεστε, εσείς,
Πίσω από τα υβριστικά σχέδια, με στυλό,
στην εφημερίδα που μου στείλατε.
Καρφωθήκατε. Εσείς είστε οι ένοχοι.
Στραβάδια!!!

Εξάλλου,
Μόνο, όποιος,
Έχει τις εγκαταστάσεις του,
Σε απομονωμένο σημείο,
Έχει λόγους,
Να κρύβει κάτι.
(Εσείς φτιάχνετε τους εχθρούς σας).

Όπως τα σχόλια που σβήνονται…
Τα άρθρα που αρχειοθετούνται,
Σβησμένα.. κι αυτά.
Φαντασία, καλό, είναι,
Να κατέχει ο συγγραφέας.

Πόσοι και πόσοι, από κείνους
Που κρατούν με ευλάβεια, το στυλό,
Θυσίασαν την προσωπική τους ζωή,
κλεισμένοι σ’ ένα χώρο

που θέλοντας και μη,
Πρέπει να σε εμπνέει,

Προκειμένου να αφιερώσεις
Κάποιες σκέψεις, για τον κόσμο.
Πως κινείται. Πως επιβάλλεται. Διαξιφισμοί.
Τόνοι και μίση. Μικρά θαύματα. Νοσταλγίες.
Ν’ αφιερώνεσαι.
Τούτο είναι το σπουδαίο.

Με βλέμμα κοφτερό, σε εγρήγορση
Συναισθήματα-κύματα, μελανιού, στο χαρτί
Το βιομηχανοποιημένο
Δέντρα κομμένα, κλαδιά δίχως φύλλα
Δίχως πουλιά, κελαϊδίσματα.
Φωλιές, μικρά θαύματα.
Οι αναμνήσεις ενός περιπατητή
Η ελευθερία του.
Η ανανέωση του οργανισμού,
Ξεκουράζοντας τα πνευμόνια.

Συλλογίζομαι: τόσος αέρας πια, τόσο οξυγόνο,
Για όλα ετούτα, τα δισεκατομμύρια ψυχές
Εισπνοή οξυγόνου, ολοένα αυξανόμενη,
Εκπνοή οξυγόνου, επί στρυφνών προτύπων,
Πως δήθεν εξελισσόμαστε,
Ξεπερνώντας, πίσω μας,
Προσπάθειες ευφυών προσώπων,
Προσφορών προς μια ανθρωπότητα,
Που ολοένα θυμίζει, βαρβάρους.

Εν μέσω, προσπαθειών
Που έμειναν προσπάθειες,
αποκτώντας, δυνατό, υγιές, και σταθερό,
χαρακτήρα.

Παρακολουθώντας τις εκφράσεις
Που από μόνες τους,
αναλύουν την καλοσύνη,
ή την κακεντρέχεια.

Εκείνο που συνήθως,
Επιθυμούν να αποδώσουν, τα σχήματα, οι μορφές,
Μ’ επιλεγμένες βαθμίδες, χρωμάτων,
Σε πίνακα ζωγράφου,
Που αφιερώνεται, και μόνο,
Βαστώντας το πινέλο,

Σε κατάλληλη γωνία, ο ήλιος,
Στην ύπαιθρο ή στο δωμάτιο.
Σε ατελιέ
Ή καταγράφοντας, προσωρινά,
ένα προσχέδιο.

Η φαντασία, γεννά,
Εικόνες και τόπους.
Ονειρικούς,
Πεδιάδες και λόφους που θέλουμε να δούμε,
Αναδασωτέες.

Όχι όμως, παρομοίως,
Οι ανθρώπινες σχέσεις.
Τα ζευγάρια, σε επίπεδο, κύκλου τσακωμών
Με βρισιές, υποτίμηση, μούτρα.
Άραγε, γιατί παντρεύεσαι,
Συγχωρώντας διαρκώς, ο ένας τον άλλο;

Δια μαγείας,
θα βελτιωθεί η συγκατοίκηση;
Ξαφνικά!
Θα δείχνεις σεβασμό, προσοχή,
Με επιμέλεια στο φέρσιμο,
Να ‘ναι τρυφερό, με διάρκεια,

όπως όλοι οι χημικοί τύποι ή τα μαθηματικά,
Πριν την εξέλιξη, σε ανώτερο επίπεδο,
Παρομοίως η παρουσία του ενστίκτου,
Π.χ. να παρακολουθείς εικόνες από την Ξάνθη,
Με Τουρκική μουσική, άραγε γιατί;
Μήπως η Κρατική τηλεόραση,
Δεν είναι εκείνη,
που δίνει κατευθύνσεις, μετά από ειδική οδηγία;

Τόση γνώση,
Τεράστια –παράλληλα- η ανάγκη,
Ν’ αποσιωποιηθεί, πλέον, η αλήθεια,
Τμηματικά.
(όπως η έλλειψη συγκεκριμένων λέξεων,
από το λεξικό του κειμενογράφου, στον υπολογιστή).
Η οποία αλήθεια, εξάλλου, είναι,
Πως υπάρχουμε για να συζητούμε,
Έστω κι αν δεν είμαστε ικανοί, να επηρεάσουμε,
Τοπικά ή γενικά, γεγονότα-μόνιμες καταστάσεις.

Όπως η σαθρότητα ορισμένων,
Που τους παρουσιάζεις ένα κρούσμα-συμβάν,
που σε έπληξε, εσένα τον ίδιο,
Κι εκείνοι τι κάνουν;
Σε κρατάνε για μια ώρα, στη γραμμή,
Προκειμένου να σε μαγνητοφωνήσουν.

Για τέτοια αηδία και προδοσία,
Μιλάμε.
(Μη με προκαλεί η εταιρεία σας,
επειδή η βία η ψυχολογική σας,
θα προξενήσει –αν με προκαλέσετε
πρόσωπο προς πρόσωπο-
Σωματική βία).

Να με φοβάστε,
όπως η κρυφή δύναμη
που παρουσιάζεται, ξαφνικά,
Λιανίζοντας πρόσωπα και καταστάσεις.
Παρόμοιες οι μέθοδοι, των περισσοτέρων αστυνομικών,
Που κάνουν τα στραβά μάτια,
Στα συμβόλαια θανάτου,

Εναντίον,
όσων θέλουν να καθαρίσουν την Κοινωνία,
ως κύριοι και σημαντικοί
Μάρτυρες.

Γι’ αυτό χρειαζόμαστε, εμείς,
Που κατέχουμε,
Ευφυΐα με ασπίδα ενστίκτου
Ώστε οι μεταγενέστεροι,
Με τη δική μας καταγραφή,
Να γνωρίσουν,
Ποιοι είναι, τα σκουλήκια,
Και ποιοι, οι απόγονοι τους.

Πού πήγαν τα κλεμμένα αρχαία.
Γιατί, πρέπει, να πας σε μουσείο της Αγγλίας,
Ώστε να θαυμάσεις τις πλάκες με τα πέτρινα γλυπτά,
από την Ακρόπολη,
Που ορισμένοι, φωτισμένοι..
Ονομάζουν, Ελγίνεια.

Όπως οι μεγάλες αδικίες.
Μα και οι μεγαλύτερες από ετούτη,
Όπως το Άουσβιτς και τα στρατόπεδα συγκέντρωσης,
Των Ναζί.

Όπου σε ένα από αυτά,
Χάθηκε άδικα, η Άννα Φράνκ, η 13χρονη
Συγγραφέας,
-που όπως κι ο ίδιος-
ήθελε μόνο, να γράφει.

(καλύτερα να γράφεις,
Παρά να μπλέκεις στην παρανομία,
Σε ουσίες. Ξενύχτια,
κακές παρέες).

Η μικρή Άννα.
Όλα τα μηνύματα του ημερολογίου της,
Στο κρησφύγετο. Η μετέπειτα διαβίωση,
σε στρατόπεδα συγκέντρωσης
Που έδρασαν,
Σαν δεκάδες “ατομικές βόμβες”, μαζί.
Κορυφώνοντας, ο ρατσισμός,
Και η αηδία στον νου,
Ορισμένων δικτατόρων.

Φορές,
το μόνο που θες,
Είναι να συναντήσεις έναν συγγραφέα,
Που αφιερώνεται,
-Κατακτώντας το δικαίωμα, τούτου του τίτλου,-
Μήπως και ενημερωθείς, για όσα συμβαίνουν,

Μήπως και ονειρευτείς με λόγια και φράσεις,
Στάσιμες, σαν αφίσες,
στους τοίχους του δωματίου.
Η επόμενη ημέρα,
Μπορεί να είναι το δώρο μιας καλοκαιρινής,
Πρωινής, δροσερής, ημέρας.

Καταλήγοντας στην λαϊκή,
Δέχεσαι την πολυκοσμία,
Χαίρεσαι που είσαι εκεί, δεμένος με το σύνολο,
Για τον κόπο των ανθρώπων,
Για τη βόλτα,

Που τα πάντα,
Βρίσκονται στη θέση τους.
Δεν κάηκαν,
Ακόμα.
Λόγω φωτιάς. Σεισμού.
Ατομικές, πυρηνικές,
εκρήξεις.

Η διαδοχή των εποχών.
Τα λουλούδια, στην άκρη του πεζοδρομίου,
που λυπάσαι, κάποια στιγμή,
σαν δεν υπάρχουν,
πλέον.

Η παρουσία ενός οικείου προσώπου.
Μια μικρή προσφορά, χαράς.
Μικρή βοήθεια.
Η απλότητα της μορφής.
Η ανάγκη, ξεκούρασης.
Ανάγκη για ησυχία.
Για αγκαλιά.

όσοι στηρίζουν, νοητικά,
Σαν κεφάλια
Ν’ ακουμπούν,
άντρα-γυναίκα,
Κοιτώντας εμπρός,
Ή με κλειστά τα μάτια.
Με παύσεις ησυχίας,
ή ακούγοντας τις θέσεις των θέλω,
των παιδιών
Της Άννας.

Παρόμοιες στιγμές, αναρωτιέμαι,
Τι λησμονούμε.
Πόσες φορές, σαν νεκροί,
Τρώγοντας το λησμονοβότανο, από τον “Κάτω κόσμο”
ότι μας τυραννάει, δηλαδή,
ή πίνοντας το νερό της λησμονιάς ή της Άρνης,
Κατά την Ελληνική παράδοση,

Ξεκινάμε ν’ αρνιούμαστε την συγκατοίκηση,
στην επιφάνεια του πλανήτη,
Ξεχνώντας πού βρισκόμαστε,
Τι περιμένει ο εαυτός μας, από εμάς
Τους ίδιους.
Δεν ακούμε, πια, την συνείδηση
Που πλησιάζει στα όνειρα του ύπνου,
Με εικόνες και ήχους.

όπως οι στοχασμοί,
Στο μικρό ημερολόγιο,
της Άννας.
όλη η ιστορική καταγραφή,
Τραγικών γεγονότων

Σε σχέση με την σημερινή αποσιωποίηση,
Των αληθινών στοιχείων, της ιστορίας, από τα βιβλία,
Προκειμένου να μην θίγονται, ορισμένοι.
Ώστε οι μεταγενέστερες, αδαείς, γενιές,
Να θεωρήσουν, έκπληξη,
Μια μετωπική επίθεση,
Προερχόμενη από τον γείτονα,
Ενόσω, καθημερινά,
Προκαλεί όπως μπορεί.

Σα να επισκέπτεσαι ένα μουσείο,
Του οποίου, αφαιρούνται, συστηματικά,
Προτομές, χάρτες, πίνακες,
Αγάλματα ακόμη ακόμη
Σαν κέρινα ομοιώματα,
Σφαγών, λεηλασιών κρεμάλας
Ή πλήρους εξόντωσης,
Προσώπων και αντιστάσεων.

Φοβάμαι,
Πως εκείνο που θα παραμείνει τελικά,
θα ‘ναι, μόνο,
Λίθινα όπλα και εργαλεία.
Εσύ ξέρεις, γιατί.
Γιατί, παρομοίως, θαρρείς,
Ορισμένους λίθους, ως πολύτιμους.
Όπως η έννοια.. από το κλεμμένο χρυσάφι,
του Λιβάνου, του Ιράκ, του, του, του,
Από τους αμερικανούς.

Συλλογίζομαι,
Αν θα θυμόμαστε κάποτε,
Πως χτίζονται τα πέτρινα μας, σπίτια.
Αν θα δίνουμε σημασία, σε αναστηλώσεις.
Αν θα μαντεύουμε, πλέον, οι ίδιοι,
τη ζοφερότητα του μέλλοντος μας,
Προσωπικά, ο καθένας μας,
Πέφτοντας στη λήθη της παγκοσμιοποίησης.

Μη έχοντας ανάγκη, μάντεις παρόμοιους
με τον γιο του Προιάμου, τον Έλενο,
του οποίου, την τεχνική της λιθομαντείας,
Είχε δωρήσει, πάντα, με την μυθολογία, ο Απόλλωνας,
Αφού,
Μόνο λίθοι θα μας έχουν μείνει,
Ως κάτι σταθερό.

Μόνο,
που δεν θα έχουμε καθαρό νερό,
να πλύνουμε τον λίθο,
ούτε και καθαρά υφάσματα, φυσικά,
Να τυλίξουμε την σημαντικότητα του είναι.
Ήδη υπνωτισμένοι
Από τα διαφημιζόμενα πρέπει.
Άραγε, συγγραφείς,
Θα επιβιώνουν, τότε;

Θα έχουμε όρεξη,
Να συνθέτουμε μουσική;
Ξεχωρίζοντας το φυσικό απ’ το πλαστό,
Την ιδιοσυγκρασία,
Τα μάτια,
Θα είναι σε λίγους,
καθαρά;
όπως η φρεσκάδα στους οφθαλμούς
νέοαλιεμένων ψαριών.

Θα έχουμε εγκυκλοπαίδειες, στα σπίτια;
Κάτι έστω, γνήσιο.
Ένα μικρό ενδιαφέρον, για τον άλλο.
Κάτι έστω, ως πολίτες του μέλλοντος,
Που να θυμίζει,
Ρίζες,
Μίμησης,
Άξιας αντίστασης.

Του ίδιου μας του εαυτού,
Πότε εξωτερικεύουμε, σημεία του χαρακτήρα,
που ανοίγουν σαν λουλούδι στον ήλιο,
Μόνο με πρόσωπα που αξίζουν.

Εκτός κι αν υποκρινόμαστε,
Εκτός κι αν είμαστε ότι δείχνουμε,
Είρωνες. Χλευαστικοί. Κοροϊδεύοντας κάτι,
Ως τελείως ατάλαντοι,
Ως τελείως, ασθενείς,
Με μη αναστρέψιμη, την ασθένεια,
Σα τρώει τον άνθρωπο,
από μέσα,

Που τα μπάνια, τα καλλυντικά, οι πούδρες,
Τα λίφτινγκ, η γυμναστική,
Ή άλλες μέθοδοι καλλωπισμού,
Δεν εισέρχονται.

Που να εισέλθεις.
Πόσες καταστάσεις να φωτίσεις.
Τι να γράψεις για τόπους και χρόνους
Που δεν αποτέλεσε βίωμα.
Χαρακιά στη μνήμη,
Πόνος,
να εκφραστεί,
σαν fado τραγούδι,
Με κινήσεις περιπαιχτικές, ανακόλουθες,
Ένα βράδυ, κάπου μοναχικά.

Αν η κακία, είναι μια λιμνοθάλασσα,
Τότε θα πρέπει να προστατεύεται,
Από κάθετους ή απότομους,
Βράχους,
Μ’ ένα ξερό κομμάτι γης, στο κέντρο -περίπου-
Να πιάνονται οι στρεβλοί,
Ως όραμα ελπίδας, διαφυγής.

Μα του κάκου.

Παρομοίως, όπως τρως, καταναλώνεις,
Καθημερινά.
Η παραγωγή, τόσων σκουπιδιών,
Είναι μη αναστρέψιμη.
Θες δε θες,
Μολύνεις το περιβάλλον.

Σε σχέση με όσους παράγουν, έργο,
Όντας σ’ ένα σημείο, σταθεροί ή στάσιμοι,
Θυσιάζοντας, όραση ή όρεξη,
Για λίγη πληκτρολόγηση ή με στυλό,
Με καύσωνα, κρύο, δροσιά,
Με χαμένα καλοκαίρια,
Ξεχασμένη επικοινωνία
Με τις αισθήσεις που ξεχνιούνται.
Αποτραβηγμένες.

Λιποτάχτες του ίδιου μας του προορισμού,
Γυροφέρνοντας σαν αόρατα φαντάσματα,
Γύρω από ξανθές φίλες,

Με τόνο στα μαλλιά, στο πρόσωπο,
Τον βίο τον εκμεταλεύσιμο.

Θαυμάζοντας την ελπίδα
Που γεννά η Λορελάϊ,
Μια αύρα μαγικά φρόνιμη, την τυλίγει,
Στη σκέψη μου έρχεται,
Μου νίβει το πρόσωπο,
Μου λέει: όλα είναι εντάξει.
Δυσκολεύομαι να πιστέψω, κάτι,
Που σαν ξένη πόλη,

Δεν έσυρα, εκεί,
Τις σόλες των παπουτσιών.
Σε κάποιο Τυρόλο,
Κρυμμένος ακόμη και στις στοές της Πράγας.
Να χτυπούν τα καμπανάκια,
Σε αλλαγή βάρδιας, τα κουκλάκια,
Μηχανικές κινήσεις, φωτογραφίες,
Αναμνήσεις

Με ρώτησε, “κάποτε”, μια κοπέλα,
Αν μπορούσε να μ’ ερωτευτεί,
Για τη μουσική που διαλέγω να ακούω,
Το πρόγραμμα
Που ο ίδιος, επιμελούμαι,
Χρωματίζοντας σαν Αναγεννησιακός ζωγράφος,
Το σπίτι,

Τοιχογραφία με αισθήματα,
Όπου φτάνουν οι νότες, η αίσθηση στα ηχεία.
Σα να φιλοξενώ μερικούς άριστους ποιητές,
που ζωγραφίζουν τους τοίχους μου,
Μερικές σκέψεις, οράματα τους, αρκούν.

Ύστερα έπιασα την παλάμη της
Σα πορσελάνη, σα μπουκέτο με λουλούδια,
Δροσερά,
Χαρούμενα βλέμματα,
Ακούγαμε ένα σονέτο για πιάνο, του Σοπέν,
Σα να τον βλέπαμε: Η ένταση, στα δάχτυλα. Το ύφος,
Η λάμψη κάθε νότας,
Ενόσω κλείνει προσωρινά τα μάτια,
ή τ’ ανοίγει ξανά, κοιτώντας
ότι θέλει να δει
Ποτισμένος παντού, με ελπίδα, πάθος
και μουσικής, έρωτα.

τι θείο δώρο, ν’ ακούς,
Δακρύζοντας μέσα σου -με σφαλιστά βλέφαρα-
Το πέρασμα του ποταμού των νότων,
Με φιλικά χέρια,
να χαιρετούν, χαμογελώντας από ανθρωπιά.

Ήταν ένα καλοκαιρινό βράδυ,
Είχε πάθος στην ένταση
Είχε χρώματα,
Ο καμβάς δεν αποφάσιζε, σε σταθερή εικόνα,
Απεικόνιση σε εναλλαγή, σα βίωμα,
Συναισθημάτων, τοπικής κοινωνίας.

Γι’ αυτό γράφω.
Γι’ αυτές τις στιγμές.
Να θυμάμαι. Να τις θυμάμαι.
Φίλες μου, κύκλος γνωριμιών.

Σαν ένα λουλούδι,
που εννοούσε πως είχε μάτια,
Ανοίγοντας τα πρώτη φορά.
Σου έτεινε την παλάμη για χειραψία.
Σε ρώτησε: είσαι καλά;
Αμέσως χαμογέλασε,
Κι ήταν, σαν αγκαλιά.

Αχ, ας μην τελείωνε ποτέ, τούτη η νύχτα.
Η έμπνευση η χορηγημένη στις φλέβες,
Από τα έργα, χαρισματικών μουσικών,
Ενόσω οι σκοποί τους, λειτουργούν ως παρέα,
Ως άνθρωποι,
Τωρινοί,
Με νοσταλγικό οίστρο,

Βέβαια, για τα καλά, της εποχής
Που μόνο σε ορισμένα ημερολόγια, πολιτών, πια,
Αναφέρονται.
Τα ακούς, στο μπαλκόνι,
Κοιτώντας τη θάλασσα,
Επειδή είναι η επιθυμία των οφθαλμών,
ετούτη.
Η συζήτηση που δεν έγινε πράξη,
Παρά μόνο, μέσω ορισμένων καλωδίων, σπασμωδικά,
Εξωτερικεύτηκε.

Εύχομαι να είσαι ευτυχισμένη.
Μια δροσερή, όλο ζωντάνια, κάπα,
Να καλύπτει σαν πέπλο, σαν φιλικό άγγιγμα,
Φόρο τιμής στην γυναικεία σου υπόσταση.

Έπειτα άκουσα το κασετόφωνο,
να παραδίδει, πνεύμα.
Ήταν υπερβολική η ένταση
του ονείρου,
Δεν άντεξε.
Σα γράμμα, καλλιγράφου,
Σαν έκρηξη πυροτεχνημάτων,
Ραγίζοντας τον ουρανό,
που έφυγε μακριά, για να σώσει
ότι σωζόταν.


Θέλει δύναμη,
Να σηκωθείς από το κρεβάτι
(Ν’ αντιμετωπίσεις τον εαυτό σου)
ασχολία με τα οικιακά,
Γυμναστική, που άφησες,
Κοιτώντας πια, το μεγάλο αυτό, λάθος
Να αφήνεσαι.

Θέλει κοντινή επαφή,
Η γνωριμία μ’ έναν άνθρωπο,
Ώστε να ενδιαφερθείς, πραγματικά
Διδάσκοντας ο ένας,
Τον εαυτό,
στον άλλο.

όχι απλά, γράφοντας για ένα πρόσωπο,
που σ’ αφήνει και δεν σε αφήνει,
Στο επιτρέπεται η είσοδος,
στον λαβύρινθο του εαυτού, μιας γνωριμίας
Που λειτουργεί ως ταινία που αγαπάμε,
Αρχειοθετώντας τη,
Σαν καλοκαιρινή ανάμνηση, θαρρώ.

Σαν χρώματα στον ουρανό, σκοτεινιάζοντας,
που θωρούμε,
καρτερώντας τα, νοσταλγικά.
Έτσι είναι οι ουσιαστικές φιλίες
(όχι τρομάζουμε εμπρός στην αγάπη).
Η ανάγκη να φωτίσεις τούτο τον όρο,
Μεταξύ δύο αντιθέτων,
Ως το πλήρες το ανθρώπινο,

Που πλέον όμως,
Ξεχνάς κάπου, ως φίλος,
Την πρόθεση για οικειότητα,
στενότερη,
Προκειμένου η φίλη, να μείνει, ως δείγμα
Της αποδοχής σου για το αντίθετο φύλο.

Αναγνωρίζοντας παράλληλα,
Τις δικές της ανάγκες,
Επιτρέποντας της το, μέσα σου.
Ως ίσο προς ίσο,
Ως το πλευρό που αποκολλήθηκε
κάποτε,
Δημιουργώντας κάτι τόσο ωραίο
(Δεν είμαι ικανός να περιγράψω, κάτι,
χωρίς ν’ αποτελεί, βίωμα).

Σε μια εποχή, τη σημερινή,
Όπου η απόλαυση έχει ποινικοποιηθεί..
Όπου η βία αντικατέστησε
Την οικειότητα
Αντικατέστησε τη γνωριμία
με τον χαμένο χρόνο.
Πέφτοντας οι ίδιοι, στην λήθη.
Ξεχνώντας τι έχουμε ανάγκη.

Τον αλληλοσεβασμό.
Εκείνον προς τους γονείς,
Που εκείνοι οφείλουν να αποπνέουν
Που κι εκείνοι -σαν σε διαρκή περίοδο, καύσωνα-

Θυσιάστηκαν,
Στον βωμό της υπομονής
Μα και της αγάπης,
Πίστεψε το.

Ξεχνώντας εύκολα,
τα τερτίπια σου,
ή που δεν ανέχεσαι κανένα.
Έχοντας σου λείψει, οι φίλοι
(Μήπως είναι καιρός,
Η αγάπη,
να διώξει τους εφιάλτες;).

Μη μου πεις πως δεν αγαπάς τον ήλιο,
Ενόσω κοιτάς χαμηλότερα, σε πλαγιές,
όντας ο ίδιος, σε χωριό, στο βουνό.
όλο εκείνο το βάρος που αντέχει η γη
να σηκώνει
Τι προσοδοφόρο παράδειγμα
Ο γνήσιος χαρακτήρας της Πατρίδας.

Φεύγοντας από το χωριό,
ακούγοντας μουσική,
Είναι ένα δύσκολο σημείο, στο χρόνο,
Δύσκολη η επιστροφή
Εξίσου μια απόβαση σου, στον Πειραιά,
Μετά από διακοπές

Που μόνο οι αξιόλογες γνωριμίες
Με τις προσωπικές τους αναμνήσεις
και στάση ζωής,
Δίνουν ελπίδα
Στο πολύ ηλεκτρικό που καταναλώνεται,
Άσκοπα,
Κρίνοντας απ’ την προσφορά
Της ψυχαγωγίας
Της μετακίνησης
Γενικά, του δούναι και του λαβείν,

Αν συμμετέχουμε στις επιλογές που προσφέρονται.
Εκτός κι αν δειλιάζουμε γενικότερα.
Προτιμώντας, ονειρικές τοποθεσίες,
Με αγαπημένες ταινίες, φαγητά, διασκεδάσεις,
Που ναι, είναι ο χαρακτήρας
Η ζωή πιθανόν, βαθύτερα, που δεν βιώνουμε.

Φωτογραφίες δε θα βρεις,
Θύμησες με αποδείξεις.
Η παρουσία, προσώπου, κάπου, στην πόλη,
Ικανού ν’ απασχολεί τη σκέψη σου.
Με αξιοπρέπεια,

Όπως όλα τα μυστικά μας,
Κρυμμένα σε γραφειάκια,
Με πολλές κρύπτες,
Να μεταδίδονται, σε αριθμό ατόμων,
από ένα, έως
Ένα.

Έτσι είναι η φυσιολογική αγάπη.
Προς έναν,
Με νοσταλγία στη θύμηση,
Στο χρώμα, στην αύρα,
Εκπροσώπου,
Αντίθετου μας, φύλου.

Αντέχοντας όμως παράλληλα, και μόνος.
Αναζητώντας, φάρους προσοχής.
Καλλιεργώντας, νου, σώμα
Ίσως και ψυχή,
Ψάχνοντας τα χνώτα των ανθρώπων
στα έργα τους.

Σε πίνακες μουσείων
Κλειστές αίθουσες. Ησυχία. Συγκέντρωση.
Εξοικειωμένος με την ενηλικίωση,
Αν είναι ετούτο, πλήρως ποτέ, δυνατόν.

Αν προτιμάς, μόνο, δικαιώματα
Μόνο, υποχρεωμένος προς κάποιον,
Ιδίως αν σε συντηρούν.
Ως σύζυγος, γονιός, -το Κράτος;

Εμάς τους άντρες,
Μας συντηρεί η λεπτεπίλεπτη ομορφιά, γυναικών,
Ίσως κάποια πράσινα μάτια.
Σ’ αυτούς που ζουν το κάθε τι, στην ώρα του, λένε:
Η ένωση, αγγίζει το τέλειο.

Οι γυναίκες δεν εμπιστεύονται,
Γιατί τους αρέσουμε.
Οπότε δεν θα μάθουμε και ποτέ.
Ίσως αυτή να είναι η τιμωρία εκ Άνωθεν,
Αφού εγκαταλείψαμε την Ασφάλεια.



Η νύχτα,
αγάπη μου,

είναι πολύ ζεστή,
Ώστε να μου επιτρέπει
Να κοιμάμαι.

Η νύχτα αγάπη μου,
δεν είναι η νύχτα,
Χωρίς εσένα.
Πόσο πολύ θέλω να σ’ αγκαλιάσω,
Τα πράσινα μάτια,
Σαν χαρούμενο fado
Σαν πάρτυ σε μουσείο τέχνης.

Μου είναι δύσκολο
Να κοιτώ, μόνο,
Τα πράσινα μάτια σου
Επειδή είσαι η αγάπη μου,

Σαφώς οι συγγραφείς,
Είναι στο αίμα μας
Να πλάθουμε καταστάσεις,
Πνιγμένοι
Από τον ίδιο μας τον ανακριβή, έρωτα.

Περνώ, πλέον, τα απογεύματα μου,
Με την αύρα σου.
Τα χείλη τρεμοπαίζουν,
Η αγκαλιά μου είναι η σκέψη σου,
Η νύχτα η ίδια.

Η μουσική που αγαπάς
Που με φέρνει εμπρός στο στολισμένο σου
Πρόσωπο
Κάτι από Κούβα, με πινελιές Ισπανικού θριάμβου
Επειδή η οικειότητα, επιτρέπει τέτοιες τιμές.

Με ποιον πίνακα να σε συγκρίνω,
Παρά μόνο μ’ εκείνον
Από το ποίημα σου: Desire.
Άκου πως αναστατώνεται η ψυχή μου.
Σήμερα μου κάνει τα χατίρια, η μουσική,
Ξανά
Μόνη της, φτιάχνει πρόγραμμα.
Τι ευτυχία,

Να μας ωφελήσει, γλωσσικά-ακουστικά,
Ο πύργος της Βαβέλ.
Πως θα στολιζόταν ένα ταγκό ή
ένα φλαμέγκο,
Παρά μόνο με τον ανάλογο ρυθμό,
Στην κίνηση. Το βλέμμα,
που αγγίζει το τέλειο.

Η μελωδός τα δίνει όλα από τη σκηνή,
Ξεσκίζει τις φωνητικές της χορδές,
Μας τυλίγουν
Μας ποθούν,
Σαν νότες στο χαρτί, στο πεντάγραμμα.
Σα να βρισκόμαστε
Για να είμαστε, πρωί, παράλληλα,
Κοιτώντας τις βάρκες να διασχίζουν τον Ρήνο,

Με τεμπέληδες ποιητές,
Να ξεκουράζονται στα παγκάκια,
Συνθέτοντας μικρές ονειρικές υπάρξεις,
Τρέχοντας, εκείνες, σαν ανέμελα παιδιά
από δω κι από κει,
Παιδιά μιας άλλης χώρας,
Γνώσεις
μιας άλλης ιδιοσυγκρασίας.

Τις διδάσκεις στην αίθουσα,
Ενόσω εισέρχεσαι με θάρρος,
Εμπρός σ’ ετούτες τις ανέμελες υπάρξεις,
που έχουν ακόμη, στα μάτια,
Τις θύμησες του καλοκαιριού,
Τα παιχνίδια.

Ένα παγωτό στο χέρι,
Βλέμμα ανοιχτό, όλο θέλω
όλο αναμένω,
το άγνωστο,
Καλύπτοντας σελίδες και σελίδες,
νοητών ημερολογίων.

Το μεσημέρι επιστρέφεις,
όλο πιο κοντά,
Είσαι η αγκαλιά η ίδια,
Είμαι το κλειδί που ανοίγει
το κλειστό σου σεκρετέρ,
Με το καφέ ημερολόγιο,

Είμαι,
Επειδή κι εσύ, θες να είμαι
Σταθερός στην αγάπη μου,
(όσο δεν απομακρύνεσαι).
Σε οίστρο με φέρνεις.
Με οδηγείς στην κατηφόρα των θέλω σου.
Όλη η ύπαρξη μου, είσαι κι εσύ,
Με τι όρεξη ν’ ασχοληθώ,
με κάτι άλλο.

Το να δίνει κανείς, σήμερα
Είναι,
σα να μη κάνει πόλεμο.
Μα όλο για θανάτους, ενημερώνομαι.
Θανάτους αθώων δημοσιογράφων,
Εν ώρα, καθήκοντος,
Ώρα θέλησης να προσφέρεις κάτι.

Κάτι που θα μείνει.
Έστω και σε κασέτες, αρχείων,
Τηλεοπτικού σταθμού.
Κοιτώ τα σύννεφα, να δω
να γνέφουν
Τα πρόσωπα,
Τ’ αδικοχαμένα.

Προτρέπω τη μουσική να τους παρηγορήσει,
Μαζί κι εμένα
Η μουσική,
είσαι εσύ η ίδια,
Η μορφή σου στη διπλανή καρέκλα.
Η παλάμη σου που κρατώ
Το σώμα σου στην αγκαλιά μου.

Θα σε πάρω από εδώ
που σε πληγώνουν τόσοι και τόσοι
με επιθέσεις, ψέματα, κακίες.
Να δεις, μάτια μου,
Το αποκούμπι να μη σε χαιρετά, μόνο,
από κάπου μακριά.
Θέλω να σε φροντίσω.

Χρήσιμος. Όχι παροδικός ταξιδευτής,
Να πέφτει το μελάνι.
Σα να μουτζουρώνει,
μόνο.

Είμαι χαρούμενος, έστω και τώρα,
που έχω κάποιες σελίδες,
Από το καφέ ημερολόγιο
Λόγια γραμμένα για μένα
Ως συνήθεια του πεπρωμένου.

Ναι,
Όπως τ’ αναφέρεις κι εσύ,
Θα είμαστε το τώρα, χωρίς παρελθόν
θα είμαστε η ζωή η ίδια
Έχεις δίκιο.
Σε κράτησα.

Σαν εύθραυστη πορσελάνη,
Μα τέτοια ομορφιά,
Πώς να μην την προσέχει, κανείς.
Ναι. Τόσα είναι τα χαδέματα του νου

Σε κράτησα,
Σαν κλειστή χούφτα
Σαν κουλουριασμένη αγαπητή, λευκή, γάτα,
Που χωρά σε αγκαλιά θερμή,
Όλο υποστήριξη.
Σε κράτησα για να ζεστάνω
ότι είχε ανάγκη να θερμανθεί

μείναμε ώρα πολύ,
αγκαλιασμένοι,
Μέχρις ότου ο καύσωνας ο πολύς
Να θελήσει να χωρίσει τις υπάρξεις μας.

Μα δεν χωρίζει κανείς,
Τα νήματα του πνευματικού κόσμου.
Αφού συνδέονταν από την αρχή του χρόνου.
Σαν παιδιά
που παίζανε σε αλάνες ή μικρά πάρκα
μα σε διαφορετικές γεωγραφικές γειτονιές.

Ίσως ήταν συνομήλικοι
που κοιτούσαν το ρολόι τους, κάθε τόσο.
Ίσως ο ένας από τους δύο, αργούσε ακόμη,
Πήγαινε σχολείο.
Προσπαθώντας να μάθει,
Τα νέα δεδομένα.

Πως προσθέτεις, αριθμό ποσοτήτων.
Πως πολλαπλασιάζεις νούμερα
Η ευθύνη των πράξεων
Για να υπολογίζεις, αργότερα, με το ένστικτο,
Ποιος είναι το κορόιδο,
Ποιος πλανά
Στατιστικές. Προοπτικές. Παιχνίδια με χρήματα.
Εξουσία-Χρηματοδότηση.
Επιστροφή στην πραγματικότητα.

Να ξυπνάς στη νέα εβδομάδα
Με το καυσαέριο, πυκνό.
Σαν τις αντιδράσεις ορισμένων
Μες την πήχτρα της πίεσης,
Να σου αρέσει η ζωή σου, όπως και νάχει.

Με τη θύμηση του κακού εργοδότη
Στο νου
Να ξυπνάς αναγκαστικά, το πρωί
Ή να πρέπει να δουλεύεις, απόγευμα
Ή νύχτα
(παρακολουθώντας τον άλλο).

Μη προλαβαίνοντας το τρένο των εκδηλώσεων
Στις οποίες θες να συμμετέχεις ως κοινό
Γεμίζοντας το δικό σου ..καφέ.. ημερολόγιο,
Με αναμνήσεις, και όχι με εφιάλτες.


Μα είναι, καλοκαίρι, ακόμη,
αγάπη
Σ’ ακολουθώ αργοπορημένα,
στο νησί,
που περπάτησες
Τα ίχνη σου βλέπουν
Τα μάτια της ψυχής.
Πίσω στα όνειρα

όσο ζούμε. Υπάρχουμε.
Επισκεπτόμαστε -όχι από υποχρέωση-
Τη νεράιδα του γραψίματος
Κι εκείνη, παρηγορώντας με,
Μιλώντας μου με τη δική σου, μιλιά
Με κάνει να γελώ από ευτυχία.
(Δες το πρόσωπο μου)

Ευτυχία: η αδελφή της ελπίδας,
Κόρες του ήλιου και της φεγγαράδας
Πρώτα ξαδέλφια με την ειρήνη, την ομορφιά,
Το πέλαγος, τον άνεμο και την ησυχία.
Προσπαθώντας να μην αντιπαθήσεις
Αυτό που δεν αγγίζεις,
Όντας, όχι ανάπηρος
Σωματικά.

Πιστεύοντας εκείνοι,
Πως είναι οι μόνοι, υγιείς, πνευματικά,
Επειδή δεν λυπούνται, οι ίδιοι, τον εαυτό τους
Επειδή τα έχουν όλα στη ζωή,
Ειρήνη…
Εσωτερική αποδοχή
Μιας μηδαμινότητας.

Αποφεύγοντας όμως,
την αλήθεια, τα οράματα,
άλλων.
Σα να ‘ναι δώρο οι κόσμοι
Σαν καπνιστές στο προσωπικό τους θόλο,

Εκπνέουν σταθερότητα, οι ΑΜΕΑ,
Εισπνέουν φόβο
Μη μπλέξουν με την αλήθεια των πολλών
Των αρτιμελών.
Κλεισμένοι στην “αίρεση” τους, οι ΑΜΕΑ.
Που καγχάζει
σαν αποθήκη
όπου η σκόνη δεν καθαρίζεται

οι εργάτες,
μυρίζουν ιδρώτα.
Χτυπούν κάρτα
Βαριούνται τη ζωή, πέρα από εκεί.
Λένε οι ΑΜΕΑ, πως τα έχουν όλα.
Τι εύκολο να παίρνεις απαλλαγή
Απ’ το “στρατό” της ζωής,
Σωματικής, μαζί με πνευματική,
Προσπάθεια.

Καταλήγοντας στην αγκαλιά,
της θύμησης της.
«Θα σε κρατώ πιο τρυφερά,
και από τον πίνακα που συνοδεύει, το ποίημα σου
Desire
Θα προσπαθήσω να σε ακούσω
Και να ‘χει πνοή,
το πανί της αναζήτησης..
Θα βρίσκομαι ένα βήμα μπροστά,
από σένα.
Τόσο θα σε προσέχω».

Παρομοίως όπως
η γη,
δεν παύει,
να γυρνά.
Ο ήλιος δεν μεταθέτει τις ακτίνες του.
Τα χρώματα στον ουρανό, δεν ξεχνιούνται.

Η ανάγκη μου ως άντρας
Να φερθώ τρυφερά,
Τυχερός, αφού γεννήθηκα άντρας,
Να χαίρομαι την όψη σου,
Το γένος των γυναικών.

όλο σε σκέπτομαι
Τρυφερά.
Σα γατάκι στις χούφτες,
Σα χαλίκι, ανάμεσα στα δάχτυλα,
στην παραλία.
Πατώντας ελαφρά, μη πονέσει.

Σε σκέπτομαι
Κι είναι, ναι, σε κρατώ,
συνάμα.
Άγνωστη μου, μένεις, ουσιαστικά,
Δεν εμπιστεύεσαι.
Δεν ακουμπά η παλάμη σου,
το μάγουλο μου.

Σ’ αφήνω στο χώρο
που πλάθεις τα όνειρα σου,
και τρέχω στην ιστορία να ενημερωθώ,
Γιατί ο άνθρωπος, συνεχίζει.
Με τέτοιο πόλεμο, της ενημέρωσης
Μα και της αλήθειας,
Που ειλικρινά, πίστευα στην ύπαρξη του,

Έως ότου,
Ορισμένοι πούστηδες, μπάτσοι, παρακρατικοί,
Πασόκοι,
Μου στείλουν απειλητικά μηνύματα,
στην ίδια μου την κατοικία.
(Μακάρι να είχα τρόπο, να τους εξόντωνα,
Πληρώνοντας εκτελεστή,
Γλιτώνοντας απ’ την δυσωδία τους.
Απ’ το χαμένο μελάνι).

Προσπαθώ, όμως, φίλη μου,
Να γίνω αξιοπρεπής, έστω και με στοιχειώδη χαρακτηριστικά,
Μόνο εξαιτίας σου.
Για κανέναν άλλο.
Ούτε για τον Θεό, την κοινωνία,
Κανένα!

Απλά, γιατί δεν κράτησα, ποτέ,
Μια υγιή στάση,
Με ορισμένη γυναίκα.
Πιθανόν,
Γιατί δεν μιλούσαν για τον εαυτό τους,
Εμπιστευόντουσαν νοητά,
(όπως ανοίγεις ένα περιοδικό, κάπως έτσι δηλαδή)
όπως ο αέρας που δεν είναι στέρεος.
Είν’ άχρωμος, άγευστος. Ασταθής.

Ύστερα άνοιξαν τα μάτια μου,
Μου γνωστοποιήθηκε,
Πως η τηλεόραση είναι ένα κουτί,
Με κάτι μαριονέτες ανθρώπων
Σε σμίκρυνση -τσακωνόντουσαν, μες το κουτί,
Ποιοι θα μου πουλήσουν την τρέλα.
Το ανώμαλο ως ορθόδοξο.

Όπως η είδηση,
Πως κατά τη διάρκεια του πολέμου
Στον Λίβανο,
Οι Βρετανοί κάνανε διαγωνισμό αυνανισμού στη χώρα τους.
Παρομοίως η αναστάτωση στα Ελληνικά νησιά,
Με ανωμαλίες και χίλια μύρια άλλα
Ακατάλληλα,
Εκ μέρους Βρετανών τουριστών.

Δεν σέβονται καν,
την εμπειρία μιας παραμονής,
Καλοκαίρι, σε νησί μας.
Να ξυπνάς ξέγνοιαστος
Παρατηρώντας, ξερούς ή δεντροφυτεμένους λόφους,
Απολαμβάνοντας τη θάλασσα,

Το ξύπνημα, φορές, πολύ νωρίς,
Χαρούμενος με τη δροσιά
Για το χάραμα, με τα κόκκινα χρώματα

Άλλη μια μέρα,
Άλλο ένα ξεκίνημα.
Η πίστη του ανθρώπου στο μεροκάματο
Η συνήθεια να εργάζεσαι.
Έπειτα επιστρέφεις,
Ρίχνοντας σκιά, τα δέντρα, στη μικρή πλατεία

Η όσφρηση,
Δίχτυ για καλομαγειρεμένα, εδέσματα.
Όλα είναι διαφορετικά, εδώ.
(αποπνέουν σεβασμό).
Τα άσπρα σπίτια
ο κόπος των χεριών, στις πέτρες,

Το βλέμμα των χωριανών,
Δηλώνοντας, φορές, άγνοια,
Για τα χούγια των Πρωτευουσιάνων.
Οι οποίοι δεν αγαπούν την καθαριότητα.

Βλέπουν μια βάρκα,
Μα δεν εντρυφούν στην σκέψη,
στον κόπο του μαζέματος των διχτύων,
Ξεδιάλεγμα, μεταφορά. Πώληση.
Ο άνεμος σύντροφος παρηγορητής,

Ένα πουλί γυροφέρνει
Ψάχνει για λίγη τροφή,
Για ένα φως, μεσοπέλαγα,
Ξημερώματα.
Την ώρα που οι τουρίστες,
Μετά την βραδινή κραιπάλη,
Κοιμούνται του καλού καιρού,

Ξυπνώντας με πρησμένα μάτια και μυαλό
Φορτισμένο
Απ’ το πρέπει της διασκέδασης,
Επειδή η άδεια είναι μικρή,
Οι αναμνήσεις, ένας όρκος που δίδεται,
Θέλοντας και μη, προς δημιουργία
Περνώντας καλά ή μη
Καλά, σημαίνει, ήσυχα.

Αποτραβιέσαι, θαρρείς, στο πουθενά,
Μακριά απ’ όλους.
όλα τα θανατερά,
Δίχως χρώμα,
Σε ουρανό πιότερο.
Δίχως από το εσωτερικό κάτι,
της ευαισθησίας.

Εξάλλου,
η πόλη είναι ο καθένας μας
Η κίνηση, η πίστη στα όνειρα,
Φορές.
Δίνοντας τροφή, με τις πράξεις ή τα λόγια,
Στους συγγραφείς,

Που ως καταραμένα τέκνα
της γης,
Εξιστορούν τι συμβαίνει,
Σ’ όσους πατούν τη γη,
Τι πλάθουν με τα χέρια,
Πως περιποιούνται κάθε τι,
Που κοιτούν, πως.

Αντιδρούν ή προσφέρουν
Παρατηρούν τα συναισθήματα
ή αποφεύγουν.
Αγαπούν τα ζώα, τις εποχές.
Την ποικιλία, τη ζωή
Το φως στον ορίζοντα, τον ήλιο, τα σύννεφα.
Τα ονόματα στις τοποθεσίες,

όποιες εμπειρίες.
Πού πάει η κατάσταση
Προς τι, οι υποχρεώσεις.
Ο κόπος
Το επιστέγασμα.
Αυτό το κάτι,
Που είμαστε,
και είναι ο σύντροφος,
εαυτός μας.



Μετά

Πήγαμε επίσκεψη σ’ ένα σπίτι,
Με τους ενοίκους
Να πιστεύουν,
Πως ολόκληρη η ζωή,
Είναι: Δουλειά 8-4,
Το απόγευμα αράζουμε.
Φαί, ποτό, ξάπλα, στιγμές για δύο.
(Πιθανόν κάποιο κορόιδο να μας μαγειρεύει:
βλέπε, πεθερά).

Ψώνια στο σούπερ μάρκετ,
Λίγο πριν τις ειδήσεις,
Να πρήζεις τον κουρασμένο υπάλληλο
Την ταλαιπωρημένη ταμία
Τους καταπονημένους, γενικά,
Τους μη προνομιούχους.

Αναρωτιέμαι αν μάθαμε κάτι,
στο σχολείο.
Τρόπους; Υπευθυνότητα. Όρεξη για γνώση
Πέρα από τα βιβλία,

Μήπως μας χρειάζεται, γενικώς, μια καλή λοβοτομή;
να γλιτώσουμε από σχιζοφρενείς συμπεριφορές,
αντιμετωπίζοντας άγχος και νεύρα.

Άραγε,
ποιες είναι οι πιθανότητες;
Να μη βρεις σε ποιήματα,
Πόνο.
(Αν είσαι πλούσιος ή χαζός,
Παρόμοια και τα γραπτά).

Τα γραπτά συζητούν,
όπως ο Σωκράτης, στην εποχή του,
χρησιμοποιούσε την αμφιβολία
Προκειμένου να ερευνήσει, το σταθερό, το λογικό,
Σε ορισμένες αλήθειες.

Προσφέροντας το γραπτό, φορές,
Ως πρακτική εφαρμογή
Ενός και μόνο, προσώπου
Διατηρώντας, όσο είναι κανείς, ικανός,
Το σταθερό
που αποζητούσε ο αρχαίος δάσκαλος
Κάτι από προσωπική ιδιοσυγκρασία,

Καλά δεμένο, κείμενο,
αναλόγως την εποχή,
Τα βιώματα,
Ενόσω το γραπτό αντικαθιστά
την ομιλία,

Που είναι και το πιο τραγικό
όταν δεν σ’ αφήνουν να πεις τη γνώμη σου,
Λόγω διαφοράς σε σπουδές, χρηματική ικανότητα.
Φορές ακόμη,
Αντοχής, σωματικού ιστού
Ικανοί και ικανοί,
Με θάρρος, δηλαδή θράσος
Τις περισσότερες φορές.

Χωρίς αισθήματα, ενοχές,
Τύψεις,
Απολογισμός των πράξεων,

Απλά, καταγραφή των καταστάσεων.
Υποβάθμιση, φορές, της ίδιας της λογοτεχνίας,
Πιότερο από τους κριτικούς..
-τσιράκια του Κράτους-
Παρά από τον εκάστοτε συγγραφέα,

Που ούτως ή άλλως,
Δίνει -όσο αντέχει-
Την ψυχή του.

Πολέμιοι παντού, της ιστορίας,
Του κυρίαρχου αγάλματος,
ενός δεμένου κειμένου,
Ικανό να αντέχει σε κάθε κριτικό
Που θα υποστηρίξει: μη δίνεις συμβουλές,
Μην αναφέρεις προδοσίες, παρακμή,
Κακοτεχνίες. Πολιτικά σκάνδαλα.

Ποιοι και πότε, συνδέονται
Μαφία με Κυβέρνηση
Μαφία μ’ επιχειρηματίες
Μαφία και αστυνομία.
Διαρροές.
Τόσα να ακούσουμε,
Η κάμερα καταγράφει

Τα αρχεία των εφημερίδων,
Περασμένα σε υπολογιστή,
Δύναται και αλλάζουν.
Η εικόνα επιδέχεται μοντάζ.
Η σκέψη, λογική,
Δύναται να υπνωτιστεί.

Να ‘ναι καλά, τα ερεθίσματα,
Οπτικά, ακουστικά,
Υποσυνείδητα.
Ανθρωπάρια,
Κρυμμένοι προδότες,

Πίσω από εταιρείες, χώρες,
Υποσταθμοί της παγκοσμιοποίησης,
Προϊόν, άρρωστων, άπληστων,
Μυαλών.

Τι κρίμα να μην βγαίνουν στη φόρα, πιο συχνά,
Έγγραφα προδοτικά,
Υπογραφές,
Σχεδιασμοί

Ως τιμωρία της περήφανης φύσης
του φαύλου
Να ‘χουν οι συγγραφείς, υλικό,
Περί περιπέτειας,

Αφού οι κύριοι.. αυτοί -οι φαύλοι-
Είναι πιότερο έξυπνο! φαίνεται,
Απ’ τον κοινό νου,
Ώστε να κουκουλώνουν τα πάντα.
Μαφία με Κυβέρνηση, επιχειρηματίες, αστυνομία.

Γραφιάδες δημόσιοι υπάλληλοι,
Με πλήρη άγνοια..
Επιστρέφουν στις 4,
Ξαπλώνουν, ξεκουράζονται.
Γελούν με τους πολλούς.

Με τους λίγους συνειδητούς συγγραφείς,
Αφοσιωμένους,
στο καθήκον του γραψίματος
-αφού καθήκον είναι, παρά υποχρέωση.
Έχοντας φορές, οι μύθοι στα κείμενα τους,
Βάση,

Αφού και τα άψυχα πλέον, κυβερνούν,
Μαζί με τα πιόνια.

Υποκριτές σε παρακολούθηση
Των πάντων. Στα πάντα.
Να ‘χουν μισθό οι ατάλαντοι,
ΠΑΝΤΕΛΩΣ.
Ανιστόρητοι.
Βολεμένοι.
Βλαμμένοι.

Θηριωδίες δεν συναντώνται πλέον, ατομικά,
Σε πολέμους.

ο ψυχολογικός πόλεμος,
Εναντίον απλών πολιτών,
μέσω διαδικτύου ή internet,
Αποτελεί πραγματικότητα.
(κρατάνε καλά, οι Πασόκοι,
στην Κρήτη).


Ας πούμε κάτι πιο χαρούμενο.
Με νοημοσύνη,
Συζητά, η υπάλληλος γραφείου,
Με το μιξιάρικο στην αγκαλιά,
και τον περήφανο σύζυγο,
Που η πεθερά του, αενάως,
διπλαρώνει,
Χαμογελώντας διαρκώς,
Διαρκώς ηδονισμένη, θαρρείς
Για τέτοια αηδία, μιλάμε.

Άραγε,
Πως θα μεγαλώσει,
τούτο,
το παιδί
Μες την υποκρισία των συναισθημάτων.
Πως μεγαλώνουν νωρίς νωρίς, πλέον,
Όλα τα υπόλοιπα,

Περίεργα,
Μες σε μια αντικοινωνική Πολιτεία,
Με χιλιάδες πτώματα,
στους δρόμους
ψυχές αβοήθητες
Σκονισμένες,
Θαμπές.
Αβοήθητες.

Μες το σκοτάδι τούτης της εποχής
όπου η μόνη γλώσσα
Που καταλαβαίνουν, ορισμένοι,
Είναι η βία.
Ή μια βόμβα

Ώστε να εννοήσουν,
Πως και άλλοι είναι ικανοί
Για τη βία
την επίθεση.
Την απρόκλητη.

Επειδή,
Κανείς δεν γνωρίζει πλέον, κανέναν,
πλήρως.
Από τα στοιχεία που παρουσιάζει,
Το θύμα..
Αν τύχει δε, η επίθεση,
Σε λάθος άτομο,

Ικανό να χρηματοδοτήσει,
Πληρωμένους δολοφόνους,
Τότε,
απλά,
Την έχετε πατήσει.
Εσείς οι αδελφάρες -το ξαναλέω-
Που παρακολουθείτε τον κόσμο.

Να προσέχετε λοιπόν,
Που, κάθεστε,
και με ποιον.

Από πού βγαίνετε.
Τι ώρα.
Με ποιο τρόπο, μετακινείστε.

Επειδή,
Όταν ξεσπάσει η οργή,
Μεμονωμένων ατόμων,
απλού λαού, δηλαδή,
Θα πέφτετε σαν τις μύγες.

Όπως τα εκατοντάδες πτώματα
των ανθρώπων,
Μετά το πέρασμα του τυφώνα Κατρίνα,
Στην πλημμύρα της Νέας Ορλεάνης.

Ενόσω ο Μπους,
έπαιζε γκόλφ.
Δηλαδή, το πουλί του.

Ενόσω,
όσοι δεν εγκατέλειψαν την πόλη της τζάζ,
έκλεβαν για να φάνε,
ή σκοτώνονταν αναμεταξύ τους,
Για ένα μπούτι κοτόπουλου.

Πλημμύρα παντού, στο 80%
Ακόμη και σε περιοχή με ουρανοξύστες –των πλουσίων-
Συνοικίες
Σπίτια, από ψηλά,
Κοιτώ.

Σπίτια. Γειτονικά
Κτίρια χωρίς ψυχές,
Επειδή μόνο οι ψυχές,
Δίνουν νόημα στη γειτονιά.
Μια γειτονιά μες τα λύματα,
Λάσπη. Νερό παντού,
Όχι όμως και πόσιμο, για τον κόσμο.

Οι μέρες διαβαίνανε,
Η βοήθεια δεν πλησίαζε –δεν ήθελε.
Ο Μπους άφηνε το πουλί του
Και έσβηνε κεράκια, γενεθλίων.
Έπειτα, αμέσως, το ξανάπιανε.

Μ’ εμάς,
που επιθυμούσαμε το θάνατο
Τούτης της καρικατούρας,
Σαν φάτσα από κάποιο κακό καρτούν
Λευκό πρόσωπο,
Συνεδριάζοντας σε συμβούλια κου κλούξ κλάν,
Μιας και οι περισσότεροι στην Νέα Ορλεάνη,
Είναι αφροαμερικανοί.
Άρα χρίζουν ανάλογης μεταχείρισης.

Τους κοιτά ο κόμικ …ήρωας,
Τους φαντάζεται κρεμασμένους από κάποιο κλαδί.
Οι κραυγές δεν φτάνουν στο οβάλ γραφείο,

Επειδή ως συνήθως,
Εκεί μέσα,

Μόνο το πουλί τους,
Ικανοποιούν.
Παρομοίως ο Κλίντον,
Ο Νίξον κλπ.
Όλοι όσοι θησαυρίζουν από τους πολέμους,
Δημιουργώντας πρεσβείες,
Στη χώρα μου,

Χωρίς να φοβούνται,
Κι αυτοί,
Την οργή του λαού,
Για τη γενικότερη σύρραξη
Σχεδιασμένη π.χ.
Όπως: κάψτε εσείς οι Τούρκοι,
Τα δάση της Ελλάδας.

Αφοπλίστε τα νησιά της,
Μέσω του ΝΑΤΟ.
όπου να ‘ναι,
Χαλάει ξανά, ο καιρός,
Δεν έχουμε χρόνο!

Εξάλλου,
Είναι γνωστό, απανταχού στη χώρα,
Πως οι φτωχοί, για τις Κυβερνήσεις,
Δεν αξίζουν,
Ουδέν.
Τα μωρά, δε,
Για στρατιώτες, αστυνομικούς, και αφιλότιμους,
Αξίζουν ακόμη και το θάνατο.
Μόλις λίγοι δηλαδή, μήνες,
ζωής.

Μέσα σ’ όλη αυτή τη καταστροφή,
“Είδα” ξανά, τη δολοφονία του John Lenon
Μόνο που αυτή τη στιγμή,
Διαβάζω το νόημα
Τούτης της απώλειας:
Να πλήξετε την ιδέα της ειρήνης,

Μικρές πινέζες αντίστασης
Αξίες-θεωρίες, που αξίζουν,
Δίνουν,
Νόημα
Ελπίδα, στο βίο.

Ιδέες στρωτές, για να γράφεις.
Νομίζω, μόνο,
Αν συνδιαλέγεσαι με ανθρώπους.
Όχι κλεισμένος,
σε μια κατοικία.
Όχι ακόμη, πλημμυρισμένη…

όπως η γραμμή,
Από τα διάφορα κέντρα:
Βάλτε σε κουτάκια, έννοιες,
όλα όσα χρησιμοποιεί ο κόσμος,
καθημερινά.

Π.χ. η πεζογραφία, μιλά με αλήθειες.
Ενώ η ποίηση,
Είναι ένα ταξίδι στη χώρα της αλίκης,
Όπου επιβιώνει, μόνο,
Το φανταστικό,

Οπότε η ποίηση, δεν πουλά (δεν χρειάζεται).
Πέτυχε τούτη
-στο λαό-
πλύση εγκεφάλου.

Θέλοντας και μη,
Μπορώντας, ή όχι,
Να καλέσεις την νεράιδα της έμπνευσης,
Να ‘χεις ησυχία,
Ενόσω οι γύρω,
Προσπαθούν το δικό τους ακατόρθωτο.


όλα σαν λεξικό πια.
Τι είναι πεζός λόγος,
Πως διαιρείται
Ποια τα γνωρίσματα,
Σε κουτάκια κι αυτά.
Πότε συνδέεται η ιστορία,
Πότε όχι.
Ποιος υπερέχει. Το πεζό ή η ποίηση.

Ποιο μιλάει με αλήθειες, πότε,
Ακριβώς!
Πότε να προσέξεις κάτι,
Να σταθείς. Να δώσεις προσοχή.
Πιστεύοντας το γραπτό,

Όχι για τον κόπο του συγγραφέα,
Την οργανωτική πλοκή,
σκέψεων
Αντιδράσεων.

Σαφώς επειδή η αντίδραση,
είναι εκείνη,
Που γεννά την δράση,
(όπως και το να συλλογίζεσαι).

Θέλοντας και μη.
Με τον Θεό να σου στέλνει τα δαιμόνια,
Να μιλούν μες το κεφάλι σου.
Έτσι,
Ως επαλήθευση εκείνου που είδες, στην T.V.
Τους αστροναύτες ν’ ακούν κάτι περίεργα ουρλιαχτά, στο διάστημα.

Θέλοντας και μη,
Να βρεις χρόνο
Για μια εξιστόρηση.

Σα να ‘σαι παιδί,
που του μαθαίνουν την ορθογραφία
Μην σε πουν χαζό;

Δεν τα παίρνεις εύκολα.
Που είναι η σπίθα, στο βλέμμα,
του γονιού.
(Μόνο αυτή έχει: την πονηρή ματιά.
Μυαλό ουδέν).

Μάτια μου,
για περιφέρειες,
Ερωτογενείς περιοχές,
Που το παιδί θα γνωρίσει, δυστυχώς,
όλο και πιο νωρίς,

Με όλη αυτή τη γύμνια των Μ.Μ.Ε.
Ώστε να μη βρει στόχο, με αξία,
Σοβαρά. Στο μέλλον.
Να πετύχει.

Απορώντας: γιατί τότε,
Μάθαινα ιστορία, φυσική, χημεία,
Φυσική. Μισές γνώσεις. Θεωρίες εις το τετράγωνο,

(συνέχεια)

Χωρίς θεμιτή πρακτική τους, στο μέλλον.

Αν είσαι τυχερός,
θα ‘σαι σερβιτόρος, μια ζωή,
Ή κουβαλητής,
Ότι κι αν σημαίνει,
Αυτό.
Θέλοντας και μη.

όπως ότι: οι εκδιδόμενες,
λύνουν τα ψυχολογικά προβλήματα, των αντρών.

Δεν κοιτάνε, μόνες τους,
Να λύσουν αρχικά,
Τα δικά τους, γυναικεία, ψυχολογικά προβλήματα,
Που τις οδήγησαν σε μια αναξιοπρεπή διαβίωση,
Ν’ ανοίγουν τα πόδια στον κάθε λιγδιάρη, αηδιαστικό, βρώμικο,
Άντρα,
Που έχει να πλυθεί, καμιά δεκαριά μέρες.
(Κουβαλώντας νέες και παλιές αρρώστιες. Μυαλού ή σώματος).

Έμειναν, αυτές,
στη ζωή.
Στην πραγματικότητα. Κυνικές και ρεαλίστριες
(σαν μερικές που έχω γνωρίσει, παρθένες, μόνο από τα αυτιά).
Ξέμειναν στον σκληρό κόσμο.

Όχι στον μύθο των ποιημάτων.
Στον χαμένο χρόνο -κατά τον απλό λαό
Επικίνδυνο χρόνο, για σκέψεις,
-κατά την Κυβέρνηση.

Υπολογίζοντας τις πτυχές της αλήθειας
Ψεμάτων υποκινούμενων,
Ή απλά: ψεμάτων.

Π.χ. να γνωρίζεις για μια επικείμενη καταστροφή,
Όπως στη Νέα Ορλεάνη,
Να την αφήνεις να συμβεί,
Γι’ αυτές τις τρεις τέσσερις, κατασκευαστικές, εταιρείες,
Φιλικές προς το οβάλ γραφείο,
Του Προέδρου.

Είναι ο κόσμος, τέτοιος,
Ώστε να επιτρέπει στον ποιητή,
Τοποθετήσεις – πρόκες,
κωμικών στοιχείων.

Η αλήθεια
δεν σημαίνει, κωμική απεικόνιση.
Η αλήθεια πονά.
Να γράφεις,
πονά.

Να θες να γράφεις.
Θέλοντας και μη
Εξυπηρετώντας τους μετόχους
της Νεράιδας του γραψίματος.
(Άλλος ένα τύραννος δηλαδή).

Τίποτα λοιπόν, κωμικό,
στην αλήθεια.

Ποιος κυβερνά την Ελλάδα,
Ποιοι την πωλούν,
Πότε.
(Βάλτε σημαίες. Γαλλικές. Τούρκικες.
Αγγλικές, κυρίως.
Αμερικάνικες, φυσικά.
Κάτι σε σημαία. Δίχως ανθρώπινο τόνο).
ουσία δηλαδή.

Στις πράξεις μας.
Στο χαμένο χρόνο, το δικό σου -σου λένε,
Διαβάζοντας,
Δίχως τη συγνώμη του συγγραφέα
Επειδή σ’ απασχολεί

Δεν σε κάνει να γελάς
Δεν σε πονηρεύει,
Με στενά παντελόνια
Ανοιχτά ντεκολτέ,
Ματιές με κρυφά νοήματα.
Που δεν ΒΛΕΠΕΙΣ
στο γραπτό.

Παρομοίως όπως δεν βλέπεις,
αγάπη,
στα μάτια
των ανθρώπων

Στις σκέψεις. Τα ψέματα.
Παντού υποκρισία.
Ζούμε για ν’ αναπνέουμε,

όχι για την ουσία.
Χωρίς κριτική.
Με ηρεμία.
Να σ’ αφήνουν,

ήσυχο.



Μήπως θα ήταν καλύτερο

ν’ αλλάξουμε κανάλι;
ακούγεται μια φωνή απ’ το βάθος, του δωματίου.


Δεν ξέρω, αλήθεια, τι σ’ ενοχλεί.
Τα προβλήματα του συνανθρώπου σου,
ή η αναφορά στη ζωή,
ενός συγγραφέα.
Η αγωνία του,
συν των άλλων,

Να δώσει αυτό το κάτι,
Το ατομικό,

Φορές,
θυσιάζοντας τον εαυτό του.
Θέλοντας και μη.
Αφού πιθανόν,
Να μην αντλεί ικανοποίηση,
Από τα παραγόμενα έργα
ή ακόμη
Και από την ίδια του την διαβίωση.

Κάπου αχάριστος
Κάπου,
μη βρίσκοντας γερό καρφί,
ν’ αναρριχηθεί.
Σ’ ότι ο ίδιος βλέπει
Ή μπορεί.

Τι τον σταματά από το να ζει,
Και όμως,
Γράφει.

(Με εχθρό του τον Θεό,
που άφησε άλλους συγγραφείς, να προχωρήσουν,
όχι όμως, τον ομιλούντα).

Παρομοίως η Sylvia Plath,
που τελικώς, νέα,
αυτοκτόνησε.
(πιθανόν, εκείνης, το σκοινί,
Να διαβρώθηκε γρήγορα,
Κατά την αναρρίχηση.

Ο βίος, που της Επιτρεπόταν,
Να μην ήταν αρκετός).

Το κυριότερο, βέβαια,
Είναι να είσαι σταθερός, σε κάτι, καλό,
Μα κατά τη γνώμη μου,
Το να μη συμβαίνουν καταστάσεις, όταν πρέπει,
Ραγίζει μέσα σου,
Οποιαδήποτε, νέα, θέληση.


Είναι αυτή η εσωτερική κατάσταση,
Κείνου που γράφει,
Που σαν παλιός σκοπός: Imagine,
Πασχίζει να φέρει κάτι,
στο παρόν,
Που διαρκώς ολισθαίνει,

στην ηθελημένη μοναξιά.
Στην αχαριστία.
Στο: Θέλω τα πάντα
Το μικρό όνειρο, έστω.
(Δεν πιστεύω να δειλιάσεις,
κι εκεί).

Τα λίγα λεπτά, με στυλό,
στο ένα χέρι.
Μια νοητή αγκαλιά,
στην άλλη πλευρά.
Αν έχεις τύχη
Ή σε αφήνουν να τους αγαπήσεις.

Να τους φροντίσεις,
δηλαδή.
Έτσι απλά. Μεταξύ μας.

όχι από κάποιο βήμα
όπου απαγγέλλεις στίχους,
Που κανείς δεν συγκρατεί,
Επειδή δεν γνωρίζουν τον άνθρωπο,
Πίσω από το κοστούμι, το ρούχο.

Την αγωνία της έμπνευσης,
Που δυστυχώς δεν συγκρίνεται,
Με το να βγαίνεις
στα πεδία των μαχών,
(θάρρος σημαίνει, θυμωμένος;)
όπου δυστυχώς,
ότι βλέπεις,
Συχνά,
Είναι και το αληθινό.

Οι δονήσεις, όμως, του γραπτού,
Προσπαθούν,
Κείνο που θα έπρεπε, να τίθεται, ως αυτονόητο:
Η επικοινωνία,
σαν άγγιγμα,
Γυναικείου, με αντρικό, χέρι.

Με πλήρεις, αλήθειες,
Με φωτισμένη, κάθε γωνιά
του χαρακτήρα,
Έχοντας όμως,
Στρωμένη ζωή
Δουλεύοντας, εννοείται.

Ακόμη και τις σχέσεις,
με τους ανθρώπους –που θέλουν να αισθάνονται ασφαλείς-
Ή με την τρυφερότητα,
Αν δεν έχεις, κάπου, σταθερά,
να πιαστείς.

Αν εννοείς, σήμερα, σταθερό,
Τη δουλειά.
Ή τις ανθρώπινες σχέσεις.
Με τόσες προκλήσεις, γύρω,
Ως η κύρια αντίδραση,
Σ’ αυτό που δεν μπορούμε να γίνουμε.
Ή δεν θέλουμε.

Λόγω ευαισθησίας
Ή απλά απογοήτευσης.
Μη βρίσκοντας μια παρηγορήτρα νεράιδα,
Πράγματι αληθινή, όμως,
Με σάρκα και οστά,
Με κατανόηση,
Κάποια δύναμη
Να ωθήσεις ένα άνθρωπο –χωρίς φόβο-
Να ενεργοποιηθεί.

Από μόνος του.
(Αλήθεια, θάρρος, σημαίνει, θράσος;)
όχι επειδή πρέπει.
Αν και το: θέλοντας και μη,
Ως τη τελευταία πράξη,
Ενός κακογραμμένου θεατρικού’

Ζώντας και γράφοντας.
Μέρα τη μέρα.
Ως ο μοναδικός παρηγορητής
Ή λόγω υποχρέωσης, θαρρώ,
Τώρα,
για ποιο λόγο.


Είναι σα να περιμένεις από τον στρατό,
Να σου απαντήσει, με συγκεκριμένα, αληθινά, στοιχεία,
Γιατί, το παιδί σου,

…αυτοκτόνησε,
στη σκοπιά.
(Αυτοκτόνησε… γράφοντας.
Όλος εκείνος ο χρόνος).


Σα να περιμένεις
Από τα δύο φύλα,
Να σταματήσουν μια στιγμή,
Ν’ αποδεχθούν,
Πως έχουν και οι δύο, μυαλό.
Κρίση. Γνώμη.
Ικανότητα αποφάσεων.

Οργανωτικό πνεύμα
Ιδιωτική συνοχή.
Συνοχή σκέψεων, ανταλλαγής απόψεων,
στο χαρτί,
Ευκολότερα, από το να επικοινωνείς,
λεκτικά;

επειδή μάλλον,
Στο χαρτί,
Τοποθετείς σε πυραμίδα, σκέψεις σου.

Αν και αμφιβάλλω, φορές,
Κείνο που εξυψώνεις,
Αν αποτελεί δική σου αλήθεια,
Ή απλά αναφέρεται,
Ως ο συρμός
που βρίσκει,
Ικανή, ιπποδύναμη,
Για να τον τραβήξει.

Άραγε,
ως πότε. Πόσο μακριά.
Μέχρις ότου από τ’ αναγραφόμενα,
Η αλήθεια,
Ξεδιαλύνει την κατάσταση
Ανάμεσα σε εκπροσώπους αντρών-γυναικών,
Σε επικοινωνία γραπτή,

Που ποτέ δεν θυμάσαι, για καιρό.
Εκτός από σπίθες,
Λειτουργώντας ως εντυπώσεις
Ως “δώρα”
Στα μικρά ραφάκια του είναι μας, ατομικά.
Ικανοποιημένοι.
Επιβεβαιωμένοι.
Άξιοι,
αν και ασταθής, από τη φύση του, ο άνθρωπος.

Σε σημείο, ως άντρας,
Να φοβάσαι ν’ αφήσεις στη γυναίκα,
Το δικαίωμα της ολοκληρωτικής επιλογής:
Πότε θα θέλει να κάνει έρωτα,
Πότε να μιλά, να εκφράζει τι σκέπτεται.
Αν θα απομονώνεται.
Σε επίσκεψη στους γονείς της, φίλες,
Κάπου κυριευμένη απ’ τα ενδιαφέροντα.

Πότε η γυναικεία της φύση,
Επιβάλλει συμπεριφορές,
Πότε ο περίγυρος, επηρεάζει:
Μη δείχνεις συναισθήματα,
Μη μιλάς πολύ,
Μη δείχνεις επηρεασμένη.

Μην επιβεβαιώνεις τον άντρα –μην είσαι φυσιολογική, δηλαδή.
Κράτα πισινή.
Κράτα τα πολύτιμα του είναι,
για σένα.
Στο τέλος,
Θα σε πληγώσει.

Μια συνεχόμενη μάχη,
Ποιου η γνώμη θα υπερέχει.
Πως στηρίζεται, δηλαδή, μια σχέση
Σίγουρα όχι,
Στα λόγια

Που χρησιμοποιούμε, οι συγγραφείς,
Ως την επικοινωνία,
με τον έξω κόσμο,
Πάντοτε δημοκρατικά
Παραχωρώντας δικαιώματα,

Που σ’ επικοινωνία αληθινή,
Δεν αντέχεις τον άλλο,
Την ελευθερία,
που κέρδισε,
Μόνος.

Αυτό δηλαδή που μισούμε, εμείς οι καταπιεσμένοι,
Στον άλλο
Που κέρδισε τη ζωή
Ή η Κοινωνία,
Εκείνον.
(Αν και η πολύ ελευθερία, ορισμένων,
Τους οδηγεί, στην αντίπερα όχθη, παράνομης,
Ή αντιδημοκρατικής συμπεριφοράς,
Καταπατώντας ανθρώπινα δικαιώματα και ελευθερίες).

Χωρίς τα ενδιαφέροντα,
Είμαστε ίδιοι,
Δημοκρατικά.
(Έτοιμοι να μας καθοδηγήσει το παρακράτος).

Ίδιοι.
Ως βλέμμα,
Ως υποχρέωση, πρακτικά.

Ενώ η Δημοκρατία, είναι εκείνη,
Που χαρίζει τον προσωπικό χρόνο, ελεύθερης έκφρασης
-χρόνος που αυτεξούσια παραχωρείται.

Χρόνος να πεις: σ’ αγαπώ.
Σαν ερωτικό γράμμα
Σαν στιγμή στην παραλία, μόνος.
Χρόνος που επηρεάζεται απ’ τον τόπο.
Αν βλέπουμε θάλασσα,
Αν μας αγκαλιάζουν.

Αν κόβονται ή καίγονται, τα δέντρα, σε πεζοδρόμια
δάση
ή στα όνειρα
Που πλάθουμε,
Ξυπνητοί.

Αλήθεια,
Τι παραχωρούμε στον άλλο,
Για να ‘χουμε,
Τον άλλο.

Ενόσω περιμένει από εμάς,
Τωρινά γνωρίσματα,
απλής συμπάθειας
Μες απ’ τον λαβύρινθο μιας φιλίας,
Άντρα και γυναίκας
Ο καθένας, με ειδικό βάρος, αναμνήσεων.

Με σπάνιες στιγμές, ησυχίας,
Ευτυχίας αν θες.
Το δικαιούσαι.
Τις στιγμές,
Ευαισθησίας.

Ίσως βαθιά,
Τη νύχτα,
Που η φαντασία οργιάζει
Μαζί, πιθανόν,
Με τις αισθήσεις του σώματος.
(Αν ικανοποιούνται,
ακόμα καλύτερα).


Άραγε, μεγαλώνοντας,
Γιατί αγαπούμε τις γυναίκες;

Τι αντικαθιστά την νεανική μας ηλικία’
Γιατί το ενδιαφέρον αλλάζει;
Κλίνοντας δημιουργικά, αναμεταξύ μας.
Μια νέα οικογένεια
Η χαρά ενός παιδιού.
Η λάμψη στα μάτια του
Βοηθώντας το.
Χαρίζοντας εκείνο, ζωή, στο σπίτι.

Φροντίδα με ευθύνη.
Ανησυχία με εκπλήξεις.
Ο αγώνας του μεροκάματου,
Ενόσω η κακία προοδεύει,
Κυβερνά. Ενοχλεί.
Αδιαφορεί.
Καταστρέφει.


όλα όσα θέλω να σου πω,
Αρκεί να σ’ έχω αγκαλιά.
Κάτι που η ζωή μου στέρησε,
Ίσως κι εσύ.
Αν βρεις,
Θα βρεις,
χρόνο για μένα;
(Το αιώνιο ερώτημα).


Σε έκανα ποίημα.
Το είδες.

Σ’ αγκαλιάζω.
Τώρα.
Σου χαϊδεύω τα μαλλιά.


Είμαι το αηδόνι στο κλαδί,
Σφυρίζοντας μελωδικά,
Καλώντας σε
Να κοιτάξεις έξω.

όταν δεν σ’ έχω αγκαλιά.

όταν το φως,
δεν είναι φυσικό.

Να δω, που κοιτάς
Τι σ’ αρέσει σ’ εμένα

Τα λόγια στο βλέμμα
Τα λόγια της καρδιάς.


Έπειτα θα ξημερώσει ειρηνικά,
Παρόμοια με τούτες τις ώρες
Της απομακρυσμένης,
παρουσίας
Του καθενός,
Εσένα κι εμένα.

Επειδή ο βίος συνεχίζεται.
Οι γονείς, πρέπει,
Να το παραδέχονται.

Να σε σπρώχνουν στην άκρη της φωλιάς,
Να πετάξεις,
Με δικές, δυνάμεις.

Έχοντας αγαπήσει, το ευχαριστώ,
Ο ένας προς τον άλλο.


Έπειτα, σου είπα,
να,
βλέπεις,
Ξημέρωσε.

θα βγω στην παραλία,
θα σταθώ, απόμακρα,
θα κρατώ το νήμα μας.
θα πλέκω κάτι,
να σε κρατώ κοντά μου.

Να είμαι ο ενήλικος που πρέπει να γίνω.
Ο αξιοπρεπής άνθρωπος
που χαρακτήρισες.
Ένα δικό σου προαίσθημα,
Μια προσωπική μου ανάγκη.

Με τις δικές μας νεράιδες, του γραψίματος,
Να στέκουν τώρα, στην άκρη,
Όσο μ’ έχεις, αγκαλιά,
Κι απλά,
αποκοιμιόμαστε.

Κάθε
που γεννιέται ένα μωρό,
γεννιέται,
μια ψυχή.


Το σώμα θα επουλώνει, γρήγορα,
τις πληγές του.
Η ψυχή
Δεν θα το θυμάται,
αυτό.
Θα αγκαλιάζει τον κόσμο
και θα τον γιατρεύει,
σαν προσευχή.

Σαν δικαίωμα
Ως κτήμα του όλου
Που γεννά,
Ψυχές.

ο θάνατος θα θέλει μερίδιο,
ο θάνατος θα παρακαλά για έναν ακόμη.
Ο θάνατος
Θ’ αρπάζει,
Όσους μπορεί.

Μ’ εκείνο το χαμόγελο
Των εκτελεστών
Κρυμμένοι, στ’ ασφαλή τους καταφύγια,
Μ’ ένα κουμπί, κάτω από το δάχτυλο.
Κόκκινο,
κουμπί.

Μαύρη σκανδάλη.
(Ο Θεός μου αποκάλυψε,
Πως λογαριάζατε να με βγάλετε απ’ τη μέση,
Μ’ έναν εκτελεστή,
Ο οποίος φορούσε γυαλιά.
Τα μαλλιά του ήταν μαύρα. Ψηλός. Γεροδεμένος).


Κατόπιν,
Σα να ‘ρθε το τέλος του κόσμου,
(που τόσοι παρακαλάνε,
γι’ αυτό),
Ή σα να ‘ναι η κατάσταση,

Κάτι που χρειάζεται να παραδεχτείς,
Η μόνη μου σκέψη,

Θα είσαι εσύ.
Εδώ.
Μαζί μου.

Η αγάπη μου.
Η αγκαλιά μου, όλος ο κόσμος.
Εμείς οι δύο,
Μέρος του όλου,
του κόσμου.

Μόνοι μας. Εδώ.

Σαν κινούμενα σχέδια
Ειρηνικά. Ευχαριστημένα
Σε έναν κόσμο, δικό του,
καθαρό. Δίχως σκόνη,
ή μόλυνση.
Κυρίως πνευματική.

Θα είσαι η αγάπη μου,
η ελπίδα
Η παρηγοριά του φωτός,
Ενόσω εισχωρεί στο δωμάτιο,
Ταξιδεύοντας, διεκδικώντας την παρουσία στο χώρο,
Σαν άκαρδος εργοδότης,
Που ο Θεός, του επιτρέπει,
Να μας τυραννά.

Εκτός κι αν είναι το φως,
η μόνη πηγή ελευθερίας,
Που τα σοφά κέντρα,
Δεν ελέγχουν.
Παίρνω ανάσα.



Ένας ευαίσθητος άντρας,

Μπορεί να αγκαλιάζει,
Όλες τις γυναίκες,
Μία όμως, θα είναι εκείνη,
Που θα τον κερδίσει.

Σαν ανάγλυφος τοίχος, σπιτιού,
Που συγκρατεί με πείσμα
Αντίθετα από τη βαρύτητα,
Τα χρώματα, στα αυλάκια του.
Σαν δόντι βράχου, στη θάλασσα,
Με φάρο, επάνω του,
Να γλύφουν οι τοίχοι στη βάση,
Το απότομο στόμιο.

Δύσκολο όμως, μια γυναίκα, να δει, το αξιόλογο,
Και να μην ρίξει πιπέρι,
στις πληγές του άλλου:
Άλλαξε δουλειά, συνήθειες. Ακόμη και φίλους.
Λυκοφυλίες, δηλαδή,
Αφού ούτως ή άλλως,
ο εγωισμός είναι ισχυρότερος,
της αλήθειας.

Αντίστοιχη η υποκρισία,
των ανθρώπινων σχέσεων,
Να μη ζητάμε ότι θέλουμε,
(όλο να αναβάλλουμε).
Συναισθημάτων εννοείται.

Αγκαλιά, εννοείται.
Φιλιά, εννοείται.
Ησυχία,
-Εννοείται;

Τα λόγια, εύκολα,
μπορούν να πλανέψουν,
Ιδίως αν εκφέρονται,
από στόματα Κρατικών υπαλλήλων.

Τα λόγια είναι η δύναμη
ενός συγγραφέα,
Που πιστεύει,
Πως είναι συγγραφέας,
Επειδή δυστυχώς,
Αισθάνεται συνεχώς, υποχρέωση στο χαρτί,
Που δεν τον αφήνει,
να ησυχάσει.

ούτε οι ίδιες του οι θεωρίες…
Δεν τον αφήνουν, να ησυχάσει.
Ούτε τα θέλω να είσαι υπεύθυνος, στην ζωή,
Χωρίς κανένα πρέπει.
Να είσαι φρόνιμος.

Να γεύεσαι την ησυχία της μοναξιάς,
Της τεμπέλικης αυτής,
ανευθυνότητας.
Να θες να γίνονται πράξη,
Οι ήρεμες σου, φιλοδοξίες,
Ως προς τις ευκαιρίες της ζωής,
Όχι για ατομικές δόξες,
Που σου αφαιρούν τον τεμπέλικο ύπνο.

Να βάζεις στο νου,
Ένα αγαπημένο πρόσωπο.
«Αγάπη μου,
Κανείς δεν θέλει να ξέρει, τι υπάρχει, στην σκόνη,
Πάντα, μες το σπίτι, όμως,
θα κατακάθεται,
κάτι.

ίσως ένας πιθανός έρωτας,
Σα χαμόγελο, σε κατάσταση φλέρτ.
Μες στη διαδοχή, ημερών, εβδομάδων,
Με όλα όσα συμβαίνουν,
Επιθυμώντας, πολύ συχνά, πια,
Επιστροφή στην εποχή,
όπου οι χαρακτήρες, ήταν ευγενείς

Κατείχαν το μεγαλείο της ψυχής,
Τα νοήματα προεξείχαν,
Σαν πνευματικά νήματα,
Με αγοραστές, όμως,

Αφιλοκερδώς, όμως.

Λόγω απλότητας,
Ως οι τελευταίοι ιππότες στον κόσμο,
Με κυρίαρχα συναισθήματα,
όχι κρυμμένα, σε μεσαιωνικά καταφύγια,
Όπου η αλήθεια δεν ξέρει, καν,
ότι υπάρχει.

όπως η καλή τέχνη που αγαπάς,
καρδιά μου,
όλα εκείνα που προτιμάς,
-σαν τον Φθινοπωρινό πρωινό ήλιο, στο ισόγειο, στα παντζούρια-
Αν ανήκω σ’ αυτά,
Πως με σκέφτεσαι,
-Σε μια αγκαλιά;

Ενόσω γύρω, πια,
Δεν τραγουδούν γι’ αγάπη.
Δεν εξιδανικεύουν,
Δεν υποχωρούν.
Μόνο συνωστίζονται.


Με κρατάς αγκαλιά, τώρα;
Με κοιτούν,
τα όμορφα, πράσινα,
μάτια σου;
θα με αφήσεις να σε φροντίσω;
Θα περάσουμε το επόμενο καλοκαίρι,
Μαζί;

Να σε κρατώ το χειμώνα,
απαλά,
Τις κρύες νύχτες,
Περπατώντας.
Να σ’ εξιδανικεύω.

Εσένα.
όχι τα υλικά θαύματα.
Τα έξυπνα, πράγματα.

Κείνα που δεν είναι υπερήφανοι οι δημιουργοί,
Αφού το όνομα τους, ξεχνιέται,
Με κάθε νέα έκδοση.

Τι αίσθηση έχει η αγκαλιά σου;
Πόσα να σου πω,
Χωρίς εσένα
Να φέρνεις το σ’ αγαπώ,
μέσα μου.
Φέρε με σ’ εσένα
Ν’ ακούσω την καρδιά σου,
Να σ’ ακούσω,
με όλες τις αιχμές,
της πραγματικότητας.


Μου ζητούν, γλυκιά μου ύπαρξη,
Να δείχνω επιείκεια,
Ενόσω εκείνοι,
Με ειρωνεύονται,
Σε κάθε πιθανή,
Ευκαιρία.
(μήπως είναι μόνο, πιθανή;).

Εγώ,
Το μόνο που ήθελα:
Ο ψίθυρος σου,
στις ακουστικές μου αισθήσεις

Συμβιβάζεσαι μ’ ένα γράμμα;
Πόσο επιεικής, πες μου, στήνεται, κανείς,
Ξεκινώντας το γράψιμο.
Αλήθεια, σε τι, να δείξεις επιείκεια,
Παρά μόνο στις αναμνήσεις, τις σχολικές,
Αποκλειστικά,
των δικών μας χρόνων.

Ενόσω αγαπούσαμε το χωριό,
Τον ήχο του ξύλινου σκαλοπατιού,
κάτω από την πίεση κάθε πατούσας.
Τα παιχνίδια που ανακαλύπταμε, στις κούτες τους, στο πατάρι,
Καλοκαιρινούς μήνες στο χωριό.
Με τη φύση παρούσα,
σαν άνθρωπος,
με ιδιοτροπίες, με χαρές,
Με μυρουδιές φρέσκιες
Αισθήσεις,
Που και οι καλύτεροι ποιητές, δεν γνωρίζουν, πως,
να περιγράψουν.

Να θυμηθούν τον όρο της αντικειμενικότητας,
Ενόσω διεθνώς,
Εξολοθρεύονται, συμφωνίες για ειρήνη,
Δεκαετιών.
Προς δημοκρατία. Εξάρθρωση
Κάθε σκλαβωμένης συνείδησης,
Που ως ιός,
Κατέστρεφε, όποια λογική, ανθρώπινη επικοινωνία.

Όλες εκείνες οι απέραντες καλλιεργήσιμες εκτάσεις,
Με μεταλλαγμένα, παραγόμενα είδη.
Όλη η μανία των εξοπλισμών.
Με το πρόσχημα της ειρήνης,
Παγκοσμίως.

Γνωρίζοντας,
Πως αρκούν, λίγες εκατοντάδες, πυρηνικά,
Ώστε να μείνει, μόνο, χώμα,
Πάνω στη γη, μιας χώρας.

Κι ύστερα μιλάς,
για ειρήνη
Για επιείκεια.
Έναντι εκείνων που σφάζουν λαούς
Για το κέρδος.

Το ακούμε στις ειδήσεις.
Δεν μας ρώτησε βέβαια, κανείς,
Αν θέλουμε να τ’ ακούμε,
Επιστρέφοντας από την δουλειά.

όπου το μόνο που επιλέγεις, είναι
λίγη χαρά,
Καλή παρέα
και μουσική.

(Από ένα διπλανό, οικοδομικό τετράγωνο,
Μια παρέα νέων,
Γλεντά,
Τούτο το σαββατιάτικο βράδυ).

Κι εγώ ανησυχώ..
Γιατί δεν είμαι επιεικής
Με την ικανοποίηση των σωματικών μου αναγκών.
Να έχεις νεανικό δέρμα,
Να μην το εκμεταλλεύεσαι.

Με όλους αυτούς τους χαμένους,
Γύρω,
Να σου επιβάλλουν,
Πότε θα κάνεις σέξ,
Να έχεις υπομονή!
Να γερνάς δηλαδή, δίχως τα προνόμια
της ηλικίας.

Δεν μιλάμε,
Αν μοιράζεται ισόποσα,
Τα χρήμα.
Επειδή τούτο, θα ήταν ουτοπία.

Να είναι, όλοι, δυνατοί.
Όλοι ίσοι.
Όπως το δικαίωμα στον Παράδεισο.
Στα ταξίδια.
Στις γνωριμίες,
που μένουν φιλίες,
Δημιουργώντας αγάπη, για τον απλό κόσμο,

Που διασκεδάζει στο διπλανό οικοδομικό
Τετράγωνο.

Αναρωτιέμαι,
Πως θα φερόμουν,
Ανάμεσα τους.

Αν θα καθόμουν σε μιαν άκρη,
-ενώ ήθελα να χορέψω.
Ακόμη και να κολλήσω το σώμα μου,
Σε όποια αποδεχόταν την προσέγγιση.

Ο νέος, έχει ανάγκη την παρέα
Ενός συνομηλίκου του,
Δημιουργώντας αναμνήσεις.

Παρηγορώντας ο ένας, με την όψη του, τον δίπλα.
Ως κάτι μόνιμο.
Που μένει.
Μια τωρινή υπόσχεση,
στη χαρά,
Στα ίχνη μας, στον χρόνο.

Κοιτώντας ο ένας,
τα μάτια του άλλου,
Η ευτυχία να είσαι νέος,
Με όλη σου τη ζωή; εμπρός.
Σαν σε διαρκή κατασκήνωση,
Όπου προτιμάται το ομαδικό πνεύμα,
Για το καλό του συνόλου,

Μαθαίνοντας παράλληλα,
Νέα πράγματα,
-ανθρώπινες επικοινωνιακές εφευρέσεις.
Για το καλό –υποτίθεται- του συνόλου.
Μη λαβαίνοντας υπόψιν,
Το καλό και το κακό,
Που προκύπτει, στον καθένα.

Η ώρα περνά.
Είναι 12:19,
Πολύ λίγο, μετά τα μεσάνυχτα.
Η μουσική δεν έχει πάψει, απέναντι.

Τι κρίμα,
Να μην αντιλαμβάνονται την σημασία,
Της μελωδίας
(να μιλούν μόνο, τα μάτια).
Βιάζονται μήπως, για κάτι;
Γι’ αυτό, τόσος ξεσηκωμός;
Τούτο, σημαίνει,
Μοντέρνος;

Είναι καλή παρέα, όμως,
η φωνή τους.
Έστω και από μακριά.


Φαίνεται,
Πως σ’ ετούτη την κοινωνία,
Πρέπει να είσαι τρελός,
Για να βρίσκεις,
λίγη ευτυχία.


Η φασαρία της μουσικής, σκίζει τη μονοτονία,
Της μονότονης ζωής,
Με το πάθος του αλυσοπρίονου,

Που χωρίζει οριζόντια, σε κομμάτια,
Κάθε κορμό δέντρου,
Εκεί έξω.

Χαμογελώ με τα ξεσπάσματα, τα τωρινά, των παιδιών.
Ίσως ναι, να είναι, ακόμα, παιδιά,
Μη γνωρίζοντας τον μελλοντικό, πόνο,
Του πολέμου των δύο φύλων,
Ποιος είναι ο πιο έξυπνος.

Τον πόλεμο για μια καλή δουλειά.
Ποιος θα υποκριθεί πιο καλά,
Πως είναι ολοκληρωμένος.


Η αστυνομία δεν τολμά –ως συνήθως-
Να εμφανιστεί.
Είναι ξημερώματα, κυριακής,
Δικαιολογημένοι..

Τα παραλιακά κέντρα, τα μπαρ,
Είναι τίγκα στον νεαρόκοσμο.
Αύριο, δευτέρα,
Ξεκινούν τα σχολεία.
Η ανακύκλωση, άχρηστων γνώσεων,
Δίχως μαθήματα,
νέας τεχνολογίας.
Επαγγελματικού προσανατολισμού.

Για το μόνο που νοιάζονται,
Είναι,
Αν θα εξομολογούνται τα παιδιά, στο σχολείο,
Σε παπά.
Αν θα τα ψυχολογεί, κάποιος υποκριτής,
-με τι δικά του συμπλέγματα.

Πιστεύοντας και τα ίδια,
Πως είναι ανίκανα,
Να πάρουν τη ζωή,
στα χέρια τους.

Να κρατηθούν από κάτι, ζωντανό, με καρδιά.
Κάτι ιδανικό,
Έστω κι αν μοιράζεται, για μια βραδιά,
Το κρεβάτι.

Με αλληλοαποδοχή,
της σεξουαλικότητας, της διπλανής μορφής, στο στρώμα.

Δυο σώματα που αναπνέουν,
Με θέρμη,
εσωτερικά.
Με αποδοχή,
Ο άντρας προς τη γυναίκα

Ετούτη η στιγμή,
Είναι δική μας.
Αν βρούμε λίγη ησυχία.
(Μήπως να φοράγαμε, ωτασπίδες;).
μα τότε,
Δεν θ’ άκουγα την ανάσα σου.

Η πόλη δονείται, θαρρώ,
Από την μουσική,
εκεί έξω.
Τα γυμνά σώματα,
Δεν επιθυμούν την αδράνεια.
Το τίποτα της θεωρίας,
Προστατευτικά,
Αιώνια καταπιεσμένοι.

Τα δωρεάν προϊόντα,
Της πράξεως,
Που ορισμένοι, απαιτούν Φ.Π.Α.
Στο τι κάνει, κανείς,
Μες το ίδιο του, το δωμάτιο.

όλες οι αισθήσεις,
οι από καιρό, αναλυμένες,
από Αρχαίους δραματουργούς
και σύγχρονους σάτυρους.

Πίσω από βολεμένες ζωές,
Με παχυλούς μισθούς
και γεμάτο ψυγείο.


Η νύχτα εξακολουθεί.
Η ζωηράδα των νέων, δεν καλμάρει.
2.00 π.μ.
Παρακολουθώ ένα άσυλο στην T.V.
όπου αυτοκίνητα δεν κινούνται,
Δεν διασχίζουν δρόμους
Δεν απομακρύνονται.
Ν’ ανοίξει ο νους, να διευρυνθεί.

Να απολαύσει την ύπαιθρο
Το έξω, έστω.


Προς το παρόν,
δυό μάτια, στο ίδιο κρεβάτι,
Μοιράζονται το κοινό βλέμμα.
(Τι σκέπτεσαι άραγε.
Τι προσπαθείς να δεις

Τι,
το άγγιγμα,
Δεν…αντιλαμβάνεται).

Αν σημαίνει, ετούτο,
Ψυχική επαφή.
Δροσερό αεράκι.

Ησυχία

Δίχως θεϊκές ενοχές
όλο εντολή. όλο πρέπει.
Σε πατάω.
Σε πετάω.

Σε διαχωρίζω από τη γη.


Όλοι θέλουν να σε σπάσουν.

Διαρκώς δυστυχισμένος,
Από κάτι.
(εσύ ξέρεις τι).



Ένας ευαίσθητος άντρας,
Αγαπάει όλες τις συνομήλικες του,
Που μιλάνε στην καρδιά του.

Ένα βλέμμα, όμως, δεν αρκεί,
Για να φροντίσει έναν άνθρωπο.

Ένα βλέμμα, που διακρίνει, επομένως, και στο σκοτάδι,
Τα σημαντικά.

Φυσάει τόσο ωραία, καρδιά μου,
Τούτο το ξημέρωμα.
Γράφω, ίσον, δημιουργώ εμπειρίες.
Κρατώ “ημερολόγιο”
από το σύνολο των αισθήσεων».


όταν γράφω
δεν είμαι εγώ,

αυτός που γράφει,
Παρά το Ελληνικό Πνεύμα, το αθάνατο,
όλη η ενέργεια των θαμμένων

Λόγω ιδανικών. Πίστης στην Πατρίδα.
Στ’ ανθρώπινα δικαιώματα.
Το δικαίωμα να μην δέχεσαι επίθεση,
από κανένα,
Ατομικά
Ή γενικότερα, ως πόλη, ως χώρα μήπως;

Είναι ξημερώματα 11 Σεπτέμβρη,
5 χρόνια μετά.

Προσπαθώ ν’ αναβιώσω το δικό μου συναίσθημα,
Παρακολουθώντας, τότε, ζωντανά, στην τηλεόραση,
Τη ξαφνική στιγμή
της επίθεσης στους δίδυμους πύργους.

Δεν μπορώ.

Δεν βίωσα, ποτέ,
Όλεθρο.

Δεν κάηκε, ποτέ,
Το σπίτι μου.
Αν είχα αυτοκίνητο,
Δεν μου το πυρπόλησαν, οι γνωστοί άγνωστοι.

Πλέον,
Η μαύρη επέτειος.
Προσπαθώ. Προσπαθώ.

Να φέρω λίγη απ’ τη λευκή σκόνη
στις ζωές όσων επηρεάστηκε άμεσα, ο βίος τους,
πάνω μου.
Στη σκέψη.

Προσπαθώ να είμαι ειρηνοποιός, στη σκέψη.
Κοιτώντας τον παγκόσμιο ιστό,
Ως άνθρωπο.
Μιλιούνια ψυχών. Συμπεριφορές. Βίοι.
Προσπαθώ να μην είμαι ρατσιστής.
Με κάτι που δεν γνωρίζω.

Διώχνοντας αρχικά, ότι προσωπικό,
Κυρίευσε,
Πλευρές του φερσίματος μας.

Αν κινούμαστε, φυσικά, εκεί έξω
Αν όχι.
Έχοντας όλο το χρόνο,
Άλλες φορές,
Να κρίνουμε,
Να καταδικάζουμε.
Να διαχωρίζουμε στη φύση,
Τι μας αρέσει. Τι, όχι.

όλες οι στιγμές στην ιστορία,
όσα πέρασαν, αγέννητοι οι ίδιοι,
Όσα είδαμε, με τα ίδια μας τα μάτια.
Έστω και όχι, παρόντες.
Ίσως ανυπεράσπιστοι. Κάπως.

Δεν μπορώ, να μπω, στη θέση σας.

Πώς να παρηγορήσω, ζωές,
Κομμένες, αναγκαστικά σε αναδιοργάνωση.
Ή επηρεασμένες, έμμεσα,
Έχοντας ακόμη, ως φόντο, οι οφθαλμοί,
τη φωτιά,
Τους ανθρώπους που πηδούσαν,
από εκατοντάδες μέτρα.

όλη η σκόνη,
Το σύννεφο.
Οι εθνικότητες.
Να αλλάζει το τώρα, σαν ενθύμιο πολέμου,
Δραματικά.

Αποσβολωμένος.
Ανυπεράσπιστος.


Όταν γράφω, δεν είμαι εγώ,
Μα η αύρα της ιστορίας,
Αναλόγως μήπως,
Με την διαφορά ώρας,
Όπου συμβαίνει;

Επιστρέφοντας ο καθένας στην ζωή του,
Στα πείσματα. Τις προσωπικές χαρές,
Τα πάθη.
Τα όχι,
τα ανεκπλήρωτα.
Όπως εννοεί ο καθένας, την ηδονή.

Άλλος γράφοντας,
Κάνοντας έρωτα
(εξάλλου
γι’ αυτό είναι πλασμένα τα σώματα).
Άλλος, βρίσκοντας επιτέλους,
Ασφάλεια.

Μα δεν άκουσα, ποτέ,
Πως το εννοούν, οι γυναίκες.
Μα εμένα δε με μέλει.

«Είναι που δεν ξέρω,
τόσα πολλά.
Τόσα,
που μόνο εσύ η ίδια, γνωρίζεις.

όλα τα λόγια,
είσαι εσύ
ο ήλιος
που φωτίζει, εδάφη και εδάφη,
Ξημερώνοντας, όπως τώρα,

Που βλέπω ότι φεύγουμε,
Σαν ξαπλωμένοι, προς τον ορίζοντα,
Σε μια άμαξα δίχως ρόδες,
δίχως και άλογα.

Τίποτα απ’ ότι έχουμε συνηθίσει.
Είσαι η σκέψη μου,
Που γεννά κάθε τόσο,
Νέα σε ντύνω,
Σε προετοιμάζω.

Είσαι ετούτο το ποίημα,
Είσαι η ίδια η αγάπη,
Η ώθηση μου
Ο αναπαμός,
Η αγκαλιά που λείπει,

Είσαι η ανάσα μου,
Δυό πράσινα μάτια,
στο ημίφως
Είσαι η ανάσα
η αναπνοή μου
-κινούμαι κι ο ίδιος, μαζί σου-
Είσαι η ποιήτρια που θέλω,
Και αγαπώ.

Είσαι η ενσαρκωμένη μουσική.
Το πάθος του ξημερώματος.
Η αξιοπρέπεια η ίδια.

Ένα γραπτό που μιλά και γνέφει,
Μαζί.
Τίποτα δεν χωρίζει μια αγκαλιά,
ενόσω είναι γεμάτη.
Είσαι ετούτο
Το ποίημα.


Πόσο πιέζεις άραγε, το στυλό, στο χαρτί.
Το άρωμα σου, να μένει,
Να μην ξεθυμαίνει,
-η θύμηση, μαζί.

Άκου με που τραγουδώ,
μόνο για σένα.
Δημιουργώ αναμνήσεις.

Η ίδια η ζωή
Σ’ εξιδανικεύει.
Είσαι όλα μου τα όνειρα,

Το ενσαρκωμένο σονέτο.
Είσαι το μόνο που διακρίνω,
Με σφαλιστά βλέφαρα.
Είσαι το μελάνι στο στυλό
Η ακατάπαυστη, δύναμη του.

Είσαι το πάθος της νύχτας,
Ένα ερωτικό χορευτικό.
Σε μεταγγίζω αποδοχή,
αγάπη.
Μα δεν λιγοστεύει, ποτέ, η πηγή των συναισθημάτων.
(μήπως είσαι η κατάληξη μου;)


είσαι η ηρωίνη
απέναντι στην πραγματικότητα,
Η γλυκιά ύπαρξη
Η πνοή η ίδια.
Το δωμάτιο,
Φωτισμένο με κεριά.

Ανταγωνίζονται οι σκιές, οι μικρές λάμψεις,
Με την αύρα της ατμόσφαιρας τους,
(σαν διαδρομή με τον ηλεκτρικό),
Η ρομαντική σου ομορφιά
Είμαστε ένα
Η κίνηση
οι στροφές
ο χορός,

Τα παιχνίδια σου,
Δήθεν να μου ξεφύγεις.
Χαμόγελο πονηρό. Ζωντανό.
Χαμόγελο απλό,
ελεύθερο.

Είσαι.
Είσαι εδώ…
Η Λορελάϊ του ονείρου
Η “Αλίκη”,
Με δικό σου, όμως,
Κόσμο, ψυχή.
Κόσμο.

Είσαι ο πρώτος αέρας
που χτυπάει το πρόσωπο μου,
Βγαίνοντας από την πόρτα.
Είναι δυνατή, τόση έμπνευση;
(κάποτε ξεθυμαίνει,
μακριά σου)».

Καλημέρα.

11 Σεπτέμβρη,
σήμερα.

οι ευλογημένοι απ’ το Θεό,
που δουλεύουν,
Θα ξαναδούν το φως, της ημέρας.
άνθρωποι,
φατσικά,
θα είναι, ίδιοι όλοι.

ο ήλιος θα διαλέξει,
Ποιες ζωές,
θα φωτίσει.

Ένα στεφάνι για όλες εκείνες τις ψυχές.
Τους αδικοσκοτωμένους πυροσβέστες,
Που έτρεξαν μες την επικείμενη, όμως, καταστροφή.
Αγνοώντας την.

Ο κόσμος θα συνεχίσει.
Νωρίς, το πρωί, στα κανάλια,
θα διαβάσουν τις εφημερίδες.
Κάρτες μεροκάματου,
θα τρυπηθούν, για άλλη μια φορά.
Σήμερα ξεκινούν τα σχολεία

Άλλος ένας χρόνος,
Άλλη μια ευκαιρία
-Η κάθε ημέρα, μια νέα ευκαιρία.
(έχω κουραστεί σ’ αυτή τη καρέκλα,
τόσες ώρες. Δίχως κανέναν να με πληρώνει,
που γράφω. Δίχως ΙΚΑ, ένσημα.
Πότε; Χαμογελώ).

Μια ακόμα ευκαιρία
Για ισοπέδωση.
Φυσικό,
Όταν δεν έχεις να φας,
Ν’ αλλάξεις εσώρουχο,
Να αισθανθείς ασφαλής.

Κι εγώ θα σκότωνα, αν πεινούσα,
Όπως οι πλημμυροπαθείς της Νέας Ορλεάνης,
Αναμεταξύ τους,
Για μια φτερούγα κοτόπουλου.

Κι εγώ θα κρέμαγα, δημοσίως,
Καμένα πτώματα, εισβολέα,

Σε περίπτωση που επιτίθονταν,
στη χώρα μου.

Στις απόψεις της ανθρώπινης σεξουαλικότητας.
Πως, το γαμήσι,
Είναι μόνο γι’ αναπαραγωγή,
(φυσική λοιπόν, τόση στενοχώρια εκεί έξω).
Μην θεοποιείτε! Την ηδονή του σώματος.

Εκεί που χτυπούν, όλες οι θρησκείες,
Καταπιέζοντας,
Γαλουχώντας προφανώς.
Καλλιεργώντας φασισμό.

Εναντίον,
Δικαιωμάτων,
που φέρνουν ισότητα,
Υγιή ψυχολογία.
Ελευθερία.
Ισορροπία.


Ξεκινούμε λοιπόν, να λέμε,
Ποιος είναι καλός,
Ποιοι οι κακοί ηγέτες,

Πως θα ελευθερώσουμε τους ανθρώπους, εκεί,
από την καταπίεση του θρησκεύματος τους
-βλέπε μουσουλμανισμός-
Το οποίο θρήσκευμα, έχει δυνατούς δεσμούς
Κι αν θιχτεί,
Μεταβάλλεται σε φανατισμό.

Ο Φανατισμός,
Είναι η σημερινή αντίδραση,
στις δυτικές χώρες,
της φτώχειας. Της ανεργείας,
Των διακρίσεων, και κάθε μορφής,
Ρατσισμού.

Όπου η καταφυγή σε διεξόδους,
Φέρνοντας σε, άμεσα, σε επαφή,
με πρόσωπα,
Που προσφέρουν λύσεις..
Βαίνει αποτελεσματικό,
Χρησιμοποιώντας το ίντερνετ,

Παρακολουθώντας βίντεο, τρομοκρατών.
Μαθαίνοντας πως φτιάχνονται οι βόμβες,
Πως θα έρθεις σε άμεση επαφή,
εννοείται,
Με το έγκλημα.

Ξεκινώντας να φτάνει
Στην καρδιά των σχεδιαστών της παγκοσμιοποίησης,
Ώστε να εννοήσουν οι πολίτες, πρώτα,
Τι συμβαίνει εκεί μακριά -αλλάζοντας κανάλι, μετά-
Όπου μωρά κομματιάζονται,
Οικογένειες διαμελίζονται.
Περιουσίες, εξολοθρεύονται.
Γειτονιές εξαφανίζονται.

Χώρες ψεκάζονται
-ένας Θεός ξέρει, με τι-
Διευκολύνοντας τον εισβολέα.
Όλα σχεδιασμένα. Πετρέλαια. Χρυσός.
Εταιρείες τρίβουν τα χέρια.
Πασάδες, χρηματίζονται.

Άνεργοι,
Θυμωμένοι.
Έτοιμοι για ΟΛΑ.

Παρανομώντας αρχικά.
Ποτίζοντας αίμα, συνείδηση, στόχο,
Με όνειρα,
Εξολοθρεύσεως,
Όπου σταθεί εμπόδιο.

Αλλάζοντας πιθανόν, θρησκεία, όνομα.
Πρόσωπο.
Προσανατολισμό.

Το καζάνι βράζει.
Η χύτρα ταχύτητας, σφυρίζει πλέον,
ΔΥΝΑΤΑ,
Από την ημέρα της 11 Σεπτέμβρη 2001.

όλοι θέλουν το χρήμα,
Να υφίσταται παντού.
Ο λαός θέλει, ν’ ακούγεται η πάσα αλήθεια.

Η Ελληνική Κυβέρνηση,
Συνθηκολόγησε.

Το στρατόπεδο συγκέντρωσης,
Που φτιάχτηκε,
Κατά τα διάρκεια των Ολυμπιακών μας, αγώνων, του 2004,
Δημιουργήθηκε για να στεγάσει..
Τους αντιφρονούντες
Της διοργάνωσης.
Ναι,
Χρησιμοποιείται από την CIA,
Ως τόπος ανάκρισης,
Υπόπτων, -και υπόπτων…-
Τρομοκρατίας.

Οι πρώην βάσεις των Η.Π.Α.
Ακόμη απροσπέλαστες,
Και καλά φρουρούμενες,
Κρύβουν πολλά μυστικά.

Οι εκτοξευτήρες πυραύλων, με πυρηνική γόμωση,
Παραμένουν
Ανακρίσεις και εκεί.
Βασανισμοί με απόρρητα όπλα, και μέσα.

Στις συχνότητες της τηλεόρασης,
Επικοινωνούν τα’ αμερικανάκια,
Για τα δικά τους ούφο,
Σε ποιο ύψος θα κινηθούν.
Στον δικό μας ουρανό.

Φυλάσσοντας την Αμερικάνικη πρεσβεία,
Από τυχόν,
Αεροπλάνα…
(προτού καν, συμβεί το μοιραίο).


5 χρόνια μετά.
Δεκαετίες,
Με τα εσωτερικά όργανα, σε κοινή θέα.
Στα μάτια του ήλιου.

Ο φόβος φώλιασε.

Δεν θα ξαναταξιδέψω με αεροπλάνο.
Να μου βγάλουν τα παπούτσια,
Τα πράγματα μου σε πλαστικές σακούλες,
Οι δημοκρατικές μου ελευθερίες,
Σε περιτομή.

Τα παιδιά μου,
Ανυποψίαστα,
Σε πιθανή τους, απαγωγή.

Κυκλώματα παιδεραστίας.
500 ευρώ για κάθε ένα αρχείο, από τα 15 χιλιάδες,
που είχε ένας ανώμαλος, στην Καβάλα,
μας κάνει, σε ευρώ: 7,5 εκατομμύρια.
Σε δραχμές: 2,5 δισεκατομμύρια.

Απαγωγές παιδιών.
Παιδιά δολοφονημένα.
Θύτες παιδιά, στο ίδιο σχολείο με αθώες ψυχές,
Σε κίνδυνο.
Μαφία με δικαιοσύνη σε συνεργασία, προς κουκούλωμα,
Κάθε ανάσυρσης στο φως.

Δικαστικά σκάνδαλα.
Μισθοί αστυνομικών, μειωμένοι.
-απασχόληση τους σε φύλαξη, εκδοτών, προδοτών πολιτικών,
Κάθε λογής, πασά.

Θα επιχειρήσω μια αιφνιδιαστική ερώτηση:
Η ατομική βόμβα,
που κύλησε…
Στον θαλάσσιο χώρο,
Δίπλα στην αμερικάνικη βάση,
Στην Σούδα,
Ανασύρθηκε;

Μήπως οι υπόγειες,
Απόρρητες,
Σήραγγες και στοές,
Όπου κυκλοφορούν στρατιωτικά τροχοφόρα,
Λειτουργούν περισσότερο καιρό,
Απ’ όσο φαντάζομαι;

Τι είναι αυτές οι κεραίες,
Στην ταράτσα της Αμερικανικής πρεσβείας;

Έχω ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ.
ΑΠΑΙΤΩ,
Να μη με ψεκάζουν,
Να μη με πυροβολούν με ψυχοτρονικά όπλα.

ΑΠΑΙΤΩ,
Εργασία.
Ελεύθερο χρόνο, μετά.

Δημόσιο μέσο,
Να μιλώ.
Να εκφράζομαι.

Να παραδίδω το ψωμί της σκέψης,
Φρέσκο,
όχι μπαγιάτικο.

Απαιτώ,
ΑΓΑΠΗ.
Εκείνη που δίνουν οι γυναίκες,
που πλησιάζουν την καρδιά μου.

Ανυπομονώ, μόνο,
Να δω,
Τα πράσινα,
μάτια σου.


Εσύ,
τι;

Σ’ αναζητώ,
Στα φώτα του κλάμπ,
Που αναβοσβήνουν, ρυθμικά,
Χρωματίζοντας το τώρα,

Άλλο ένα βράδυ
Άλλη μια ευκαιρία.

Η φαντασία σου θα γεννήσει, κάτι.
-για μένα;
Θα θυμηθώ το ένστικτο μου,
Πως λειτουργεί μες την ψυχή
Κάθε ευαίσθητης γυναίκας,
Λειτουργώντας σαν ακτινογραφία,
Συναισθημάτων
Ψυχικού επιπέδου.

Ακούω MASSIVE ATTACK,
Σαν ταινία στριπτίζ,
Στα video wall του κλάμπ,
Ενόσω λικνίζεται ρυθμικά,
Όλο ετούτο το σύνολο, ψυχών
-Τα φωτορυθμικά δείχνουν το δικό τους παρόν
τα μπάσα, ο τόνος των χρωμάτων,
στο πρόσωπο σου.

(όσα είσαι ως γυναίκα,
και δεν μου λες,
γιατί ακόμη δεν σε συνάντησα)

Το βλέμμα σου, ροζ λάμψη,
Κύκλοι σαν κύματα,
Βάθος χρώματος, περιοδικά

Σε ψάχνω μες το χρώμα,
Με τα δάχτυλα.
Αυλάκια προσέγγισης,
Κουρτίνα δωματίου, με ηλιοβασίλεμα.
Φλόγες ροζ
Κρίκοι σαν αρραβώνας,
Ροζ.

Ροζ με πράσινο ανοιχτό,
Στριφογυρίζοντας σαν σε ρουφήχτρα.
Πράσινη πόρτα δωματίου
Κόσμοι
Που ξεχωρίζεις,
δικοί σου.

(συνέχεια)

Πράσινο με κόκκινο, ψυχεδελικό.
Σαν πέτρα στην επιφάνεια του νερού
Σπίτια στην άμμο,
Θαλασσινή αύρα και θέληση
Κόκκινη θέληση
Της θέρμης του αίματος
Κόκκινο,
Μες το θαλασσινό γαλάζιο

Χίλιοι καθρέφτες μαζί
Ρυάκια που γεμίζουν
Συρματοπλέγματα
Ηλεκτρικές εκκενώσεις,
Λευκές,
Σαν δέρμα παρθένο

Λευκές κουκίδες στο ραντάρ μου,
Τα ενδιαφέροντα σου.
Λευκοί τοίχοι, δωματίου
Λευκό με ροζ,
όπως εσύ

Μαύρη προσπάθεια,
Να χαλάσει,
το φως.
Μαύρο με γαλάζιο
Με μώβ
Κόκκινο
Λευκό.

Ζαλίζει.

Πράσινο με κίτρινο,
Χωρίζει το δέρμα, το επεκτείνει.
Κίτρινο με μώβ και πράσινο,
Σαν μοντέρνος πίνακας

Ένα ξαφνικό γαλάζιο φως,
Όλοι γινόμαστε ένα με το χώρο,
Ίσοι
Ταξιδιώτες του χωροχρόνου
Νέοι σαν έρωτας για δύο, μόνο,

Πίσω στο δωμάτιο,
Ξημερώνοντας πάλι.
Έν’ ατελείωτο γαϊτανάκι, αισθήσεων.
Ερωτικοί. Τωρινοί. Αληθινοί.
Πορεία προς μια φωτεινή μουσική πόρτα,
Ώρες,
που είσαι δική μου

τόσο που αποσπώμαι,
Απ’ οτιδήποτε άλλο,
γράφοντας στο ημίφως,
Με τη φωτογραφία των ματιών σου,
Στην τωρινή μου μνήμη,
Να μου μιλούνε,
Σα να ‘σαι εδώ,
όλα τα χρώματα, μαζί,
Εσύ.
Η λεπτή σου παλάμη,
που αγαπώ.

Πίσω στο δωμάτιο,
Ξημερώματα πάλι.
Ένα ατελείωτο γαϊτανάκι, αισθήσεων.

Ερωτικοί. Τωρινοί. Αληθινοί.
Πορεία προς μια φωτεινή μουσική πόρτα,
Ώρες,
που είσαι δική μου

Τόσο που αποσπώμαι,
απ’ οτιδήποτε άλλο.
Γράφοντας στο ημίφως,
Μες τη φωτογραφία των ματιών σου,
στη τωρινή μου, μνήμη,
Να μου μιλούνε,
Σα να ‘σαι εδώ,
Όλα τα χρώματα, μαζί,
Εσύ.
Η λεπτή σου παλάμη,
που αγαπώ.

Γράφω, σα να κάνω έρωτα.
Ποιο είναι το πιο δύσκολο;
Να γράφω ή να κάνω έρωτα,
Χαμογελάς παιχνιδιάρικα,
Και τούτο μ’ απογειώνει.

Πως θα περάσεις, άραγε, σήμερα,
Τι θα διδάξεις.

Ποτέ,
αγάπη μου,
Δεν μου άρεσε η πραγματικότητα,
Ή ένα πάκο, χαρτιά,
Άγραφτα.

Ν’ αναφέρεις τη συμπεριφορά
Του βλάκα, πρωθυπουργού,
Που όλο το χειμώνα, μέρα-νύχτα,
θα ζεσταίνεται, με ..μανία,

Και άλλοι,
Θα κάνουν μάθημα,
Σε κτίρια σχολείου-κοντέϊνερ.
Όσο για θέρμανση, δεν ξέρω,
Ζητάω πολλά, φαίνεται (για τα παιδιά μου).

Αλήθεια,
Γιατί να δείξω επιείκεια,
Σ’ αυτόν τον πλούσιο πασά
ΚΑΜΙΑ επιείκεια.

Αναρωτιέμαι,
Πως αισθάνεσαι, εσύ,
όταν κάθεσαι,
Μαζί με κόσμο.
Σίγουρα, το βλέπεις πολύ φυσικό.
Πόσες φορές, ο ουρανός,
δεν χάρηκε τα μάτια σου.

Στ’ ανέφερα, όλα τα προηγούμενα,
Με σεβασμό.

Σήμερα 12 Σεπτέμβρη
Που αισθάνομαι σεβασμό.
(Σαφώς αν βλέπω τη ζωή,
Ως χώρο εργασίας,
Κι όχι ως στατιστικό πίνακα).

Αναρωτιέμαι,
Πόσοι είναι εκείνοι,
Που καταφέρνουν να βρίσκουν την όρεξη,
μετά ή πριν την δουλειά,
Για να σκύψουν και να γράψουν,
Ποίημα,
Πόσο δε, πεζό,
που απαιτεί συνεχή ροή δεδομένων,
Η σκέψη σου συνεχώς, εκεί.
Εκεί.


Κράτησε λίγο.

Τι;
Ρωτάς.

Ο σεβασμός.
Γιατί; Ξαναρωτάς.

Επειδή η πραγματικότητα, είναι σκληρή,
Μου λένε,
Γύρω μου.

Προτιμώ να γυαλίζω την πανοπλία μου,
Ίσως και το σπαθί.

Αν και το σπαθί,
οφείλει,
Ν’ αφήνει τ’ αποτυπώματα κάθε νίκης,
Πάνω του.
Πνευματικής νίκης.

Πατώντας εκεί, όπου η βροχή, δείχνει,
Τα ίχνη των πεθαμένων νεκρών,

ή των άρρωστων,
Αγκιστρωμένοι οι τελευταίοι,
στα πάθη της σάρκας,
όπου τόσοι, χρησιμοποιούν,
Λίγοι όμως, σέβονται.
Κακοποιούν.
Δεν το αισθάνονται.

Απλά αντιγράφουν, μηχανικά,
ότι βλέπουν στην T.V.
Κάτι επικίνδυνο,
Που εξιτάρει
Προς ποικιλία.
Αλατοπίπερο της ζωής.

Κυρίαρχοι.
Κυρίαρχο είδος,
πάνω σε κάθε τι.

Σε σταθερά και αόρατα,
όπως οι έννοιες.
όλα όσα γράφουμε, μέσα μας,
από τότε που οι άνθρωποι, μετέφεραν, προφορικά,
Τα δημιουργήματα του νου
Που δεν αντικαθιστούν, με τίποτα,
ένα χαμόγελο.

όλοι όσοι, μας γέννησαν, ως το τώρα,
Με τα δικά τους όνειρα,
Ως εκεί που φτάνει το μάτι,
Ξυπνώντας, τρώγοντας, δουλεύοντας.
Κοιτώντας.
Χρησιμοποιώντας εργαλεία,
Θεσμούς.

Απροστάτευτοι κατά τ’ άλλα.
Καταφεύγοντας σ’ ότι, μας κρατά,
Μακριά απ’ το κακό.
Που ούτως ή άλλως,
Χρησιμοποιούμε με μέτρο,
Προτού τελικά,
Σπάσει η ατσάλινη κλωστή,
Της εγκράτειας,
Που πρεσβεύει η λογική.



Γεγονότα

«Προτού διαβάσω τις σημερινές…
εφημερίδες,
σε παίρνω αγκαλιά, με τη σκέψη,
Με τη θύμηση της γλύκας,
κάθε σου λόγου.

Φιλώ, “πετραδάκι πετραδάκι”
Το λαιμό σου,
Σα να τον αγγίζω, μόνο,

Εσύ χαμογελάς.

Είσαι το λουλούδι,
Που πρέπει να το φροντίσει,
Κάποιος.

ελεύθερη».

Όχι όπως η επί 10 χρόνια, φυλακισμένη
-με τη θέληση της, πιστεύω,
Προσωπικά-
Αυστριακή 18χρονη, πια,
Νατάσα Κάμπους,
(που πλέον εμπορεύεται τον πόνο της),

Κλεισμένη τότε, σ’ ένα υπόγειο,
Απ’ τον απαγωγέα της, Πρίκλοπολ.
Βγαίνοντας μαζί, οι δυό τους,
Σπανίως μεν, για ψώνια,
Περιέργως δε,
γιατί δεν του ξέφυγε,
Μες σε τόσο κόσμο.

Παρ’ όλ’ αυτά, η αυστριακή,
Δείχνει αν και ανήσυχη,
Συγκροτημένη!
Τον γνωρίζω τον πόνο της.
Εκείνη κλεισμένη, 10 χρόνια,
Ο ίδιος,
μπορεί το ίδιο νούμερο,
χαμένων ετών,

Μακριά από την γνώση της ζωής,
Μες την ψευδαίσθηση της ελευθερίας,
Με τους μπάτσους,
έτοιμους να χτυπήσουν
Επειδή, τους θίγεις τον εύσωμο πασά,
Τούτης της αποικίας.

Κουράζοντας το κεφάλι μας,
Με όλα εκείνα που περιμένουμε απ’ τον θεσμό,
Ενός δημοκρατικού πολιτεύματος.

Αναρωτιέμαι,
Τι, μια χούντα,
Θα πρόσφερε,
καλύτερο.

Αν ο Όμηρος,
γνώριζε κάτι γι’ αυτό.
Τι θα’ χε να πει, τώρα.
Αν οι πολιτικοί.. του δικού του καιρού,
ήταν τόσο έντιμοι! Όπως ορισμένοι τωρινοί,
που δεν υπολογίζουν το πολιτικό κόστος!

Όπως και να ‘χει, τούτο τον χειμώνα,
Το παχύδερμο, θα ζεσταίνεται, μέρα νύχτα,
Σε άλλη γωνιά της πόλης.
Ηλικιωμένοι θα πεθαίνουν από το κρύο,
Νοσταλγώντας, λίγο προτού κλείσουν τα μάτια,
Την χούντα στην Ελλάδα.
Πως είχαν ψωμί –λέει-
Δουλειά;

Ελευθερία;
Περισσότερα συναισθήματα;
Υπευθυνότητα;

Κάποια ξερονήσια για φυλακές,
Δίχως εφημερίδες για ενημέρωση.
Έτσι όπως έγιναν σήμερα,
Παλιοφυλλάδες,
Με ξερά, μικρά, άρθρα,
Δίχως βάθος,

Όρεξη να γραφτούν.
Να επεκταθεί η σκέψη.
Να επιβιώσει το αφιέρωμα, ενός θέματος,
στη μνήμη ενός αναγνώστη.
Δίνοντας πίστη στην κομματική.. εφημερίδα,
Η οποία αποτελείται,
Από ανθρώπους-δημοσιογράφους,

Όχι από κομματόσκυλα,
Της μίζας,
Του κουκουλώματος.
Της ηρεμίας.
Της ασφάλειας.

Μ’ εμάς, ορισμένους συγγραφείς,
Ως οι μόνοι που αναλύουμε την αλήθεια.
Την πίστη στη ζωή, το θέλω της μνήμης.
Τα θέλω μιας καλής επιβίωσης.
Έχοντας εσωτερική ισορροπία.

Αγάπη για το εξωτερικό φόντο,
Την αίσθηση του πρωινού ξεκινήματος.
Εκείνη η αύρα,
Καταλήγοντας στο αεροδρόμιο.

Η θύμηση σου ως παιδί, σε κάποια πόλη της επαρχίας,
Στο σταθμό των υπεραστικών λεωφορείων.
Η όψη ενός φούρνου, το πρωί,
Που σ’ αρέσει,
Ως θέση, λειτουργία,
Πάντοτε παρών

ίσως και ηλικιακά.
Επειδή κάθε πρωί, το φως της ημέρας,
Είναι η εμπροσθοφυλακή,
στα όνειρα του νου,
Επειδή κάθε βράδυ
(αν έχεις ένα αγαπημένο πρόσωπο, να θυμάσαι),
Η ονειροπόληση είναι σαν ζωντανός άνθρωπος.
Σαν κούρσα θανάτου, σε βαρέλι,
όπου η φυγόκεντρος, κρατά κάθε μηχανάκι,
στα τοιχώματα,
Στριφογυρίζοντας με ταχύτητα.

Το βράδυ,
Η νύχτα,
Η νύφη κάθε ανάμνησης.
Κάθε δημιουργίας,
Όπου η έξοδος έχει τη χάρη, κάποιου αισθήματος,
Που τελειώνει εδώ.

Εν μέσω μιας πραγματικότητας,
Που Κυβερνήσεις, έχουν το ελεύθερο –πιστεύουν-
Να κάνουν πειράματα σε ανυποψίαστους ανθρώπους.
Να καταστρέφουν. Να ρημάζουν.
Πρόθυμοι να στεγνώσουν κάθε αντίσταση.

Ίσως γι’ αυτό να χρειαζόμαστε –τοπικά-
Μια ακόμη διδακτορία.
Μήπως και αυγαταίνει η αντίσταση,
Μήπως και δούμε τα σύνορα της χώρας,
Ήρεμα και ελεύθερα, για βοσκή.
Ασφαλή και γνώριμα,
Για την ιστορία που φιλοξένησαν.

Εκείνη η γραμμένη,
στων παππούδων μας, τα βιβλία.
Γνήσια, αληθινή, ιστορία.
Μαθαίνοντας να θυμόμαστε, πως αγαπούσαμε, κάποτε.
(εσύ ξέρεις τι). (μιλώ χωρίς να παίρνω, πια, ανάσα).
οι αναμνήσεις σου, σα τις ξεθάβεις,
Βρίσκονται, θαρρείς,
Παντού.

Είναι και στο τώρα,
Τροποποιώντας τα ονειρικά,
Πιθανόν διαβαίνοντας έναν πεζόδρομο,
Σε κάποια έκθεση βιβλίου,
Περιμένοντας να την δεις,
Να την αναγνωρίσεις, και να πεις:

«Λορελάϊ μου, εδώ είμαι.
Γιατί δεν θέλεις να μου μιλήσεις;
Γιατί με πληγώνεις, τόσο δα –που είναι κι’ αρκετό-
Γιατί δεν προσφέρεις την ψυχή σου –μήπως θες να μείνεις, μόνη;
Λορελάϊ μου. Λουλούδι μου εσύ.
Ψυχή μου κι ανάσα –η αιτία που με κρατά, ήρεμο.

Με χτίζει εδώ, ίσως κι ως κίνητρο για κάτι καλύτερο, σ’ ετούτο
Το τόπο,
Της ρεμούλας και της άνεσης –για λίγους.

Γιατί δεν μου μιλάς,
αγάπη μου;
Γιατί δεν μ’ αφήνεις να σε φροντίσω;
Έστω και με το νου.
Σαφώς επειδή δεν στάθηκα, ο ίδιος, τυχερός,

Να ‘χω μπράτσα από χρήμα,
Λόγο, χάρη σε γνωριμίες.
Στίγμα,
εξαιτίας της αξίας μου,
που δεν βρίσκονται άνθρωποι, να το πάρουν.

Δεν θέλεις ούτε κι εσύ;
Πότε θα δεις,
Τι φοβάσαι.


Πότε θα βρεις χρόνο, για μένα;
Ναι, εγώ είμαι.
Με τα όποια μου λάθη
-που στα ανέφερα, όσο μπορούσα-
με όποιες περηφάνιες.
Με όσα σου έκρυψα,
Αλλάζοντας οι εποχές.
(Με όλη αυτή τη γύμνια στο blog σου,
που δεν συμφωνώ).

Λυπάμαι,
Μα πρέπει κι ο ίδιος,
Να ‘μαι, ειλικρινής.
Όπως γνωρίζεις,
Πως τα χρώματα του ουράνιου τόξου, δεν αλλάζουν».


Φαντάζομαι,
Πως σε μια ορισμένη, με όπλα, δικτατορία,
Πάλι θα είμαι ικανός, να βαδίζω,
Να πλένω τα ρούχα μου,
Να γράφω, μες το σπίτι.

Με την ανάμνηση ενός, που δεν είχα,
Αν και θα μου λείψουν τα ξημερώματα,
Δίχως ποιοτικές ταινίες.


Αναρωτιέμαι
Αν θα έβρισκα εργασία,
σε καθεστώς στρατιωτικής δικτατορίας.

Μόνο μπορώ να πω,
Τι θα ‘χε να εξηγήσει για τούτο, ο Σωκράτης.
Η γνώση του Όμηρου, για τα τερτίπια της ανθρώπινης
Καρδιάς.
Έτσι κλεισμένη όπως είναι, στο καταφύγιο της –η γνώση-
Όπου ο άνεμος με τα μποφόρ του, δεν εξουθενώνει.

Μόνο τα συναισθήματα,
Είναι ικανά, να λυγίσουν,
Το σώμα.
Για όσους κατέχουν το προνόμιο των αισθημάτων.


Πιο σπουδαία, όμως, είναι η γνώση,
Πως υπάρχουν άνθρωποι,
Ακόμη κι όταν δεν τους κοιτάς.



Έπειτα,
Είδα πως βγήκε η ευχή μου αληθινή:
Να μείνεις μακριά,
Αφού κι εσύ, προτιμάς, τους ζωντανούς, πιότερο,
Που συναντάς.

Θα ‘χεις τουλάχιστον, να το λες,
Πως σε αγάπησε ένας ποιητής,
Αν καταλαβαίνεις τη σημασία του.

Ακόμα, κι εσύ,
-όπως οι υπόλοιπες πλατωνικές σχέσεις-
Δεν μπόρεσες να με κρατήσεις.
Ήταν η καρδιά μου, πολύ δυνατή,
Για σένα.
ώστε ν’ αντέξεις,
Εκείνο που σου είχε δοθεί.

Τι θα είχε να πει γι’ αυτό, ο Σωκράτης,
Που κατείχε την απαραίτητη λογική
Να επισημαίνει
Τι είναι ο άνθρωπος.
-Οπότε εκτιμήθηκε.


Φαίνεται ότι επαληθεύομαι, ξανά,
Πως είναι ευκολότερο,
Ασφαλέστερο, πες,
(Ή και υποκριτικό, να προτιμάς),

να ονειρεύεσαι την αγάπη,
που δίνεται,
(όπως η ταινία, μόνο με διάλογους αληθινούς,
άντρα προς γυναίκα -νέοι και οι δύο-
που είδα τα ξημερώματα, στην T.V.)

Παρά να θες να βιώσεις,
Κάτι,
Που πιέζεται ο άλλος,
Άρα, δεν το μπορεί.

Επιστρέφω, επομένως,
Στην σκληρή και επικίνδυνη –από άποψη βιωσιμότητας-
Ζωή.
Στη διδακτορία της.

Που εσύ απλά, αναφέρεις,
Ζώντας όμως,
Τις φαντασιώσεις σου -σ’ ετούτο διαφέρουμε-
(στο λέω με σεβασμό: Πως ίσως αυτός να είναι ο λόγος,
που δεν μου μιλάς).

Φαντασιώσεις,
Και, ρεαλιστικές –στο είπα: θα μείνεις μόνη σου.
Όπου αρκετοί αγγίζουν, στη φιλοσοφία.
Ελάχιστοι όμως αντιλαμβάνονται
Τη σημασία, του να θέλεις να ξυπνάς,
Κάθε πρωί,
Πηγαίνοντας και για δουλειά.

Έτσι όπως έχουμε γίνει.
Αδέλφια να θέλουν να αρπάξουν,
Το κληρονομικό μερίδιο,
Από τ’ αδέλφια τους,
όπως και να’ χει.

Χρησιμοποιώντας το μίσος του άλλου,
Ως το πάτημα,
Να αποκληρώσει ο πατέρας,
Τον ψυχολογικά… άρρωστο,
Που δεν είχε την πολυτέλεια,
Να γαμάει τους πάντες και τα πάντα.


Θα κρατήσω λοιπόν

Την ανάμνηση που σου αξίζει
-τα πρωινά, νωρίς,
που τριγυρίζω στο σπίτι, μόνος,
όσο είναι ακόμη, μισοσκότεινο-
Κι εσύ δεν είσαι εδώ,
Να με παρηγορήσεις.

- Σε αγγίζουν αυτά που σου λέω;


Θα κρατήσω, λοιπόν,
Την ανάμνηση που αξίζει –όπως κι εσύ-
Την ταινία, με το ζευγάρι, στη Βιέννη.
Η τελευταία τους νύχτα, μαζί.
Συζητώντας απλόχερα, με θάρρος και σύνεση.
Αληθινοί και θαρραλέοι,
για τις αλήθειες της ζωής.

Κρατώντας τ’ ότι τόλμησαν
Να είναι αυτοί
Που όλοι μας, θα έπρεπε να συγκρίνουμε, με τον εαυτό μας.


(θα επιστρέψω κάποτε, στη μελέτη,
Ετούτου του γραπτού
-κάποτε,
Επειδή τώρα, πονώ πολύ,
Τόσο, που κανένας μετρητής,
Ψυχολογικός, ενεργειακός, πνευματικός ή ψυχικός,
Δεν είναι ικανός να καταγράψει-

Θα επιστρέψω κάποτε, στη μελέτη,
Ετούτου του γραπτού,
Που ονόμασα: ποίημα.

Θα θυμηθώ, τότε,
Εκείνα τα δύο πρόσωπα,
Ιδίως το δικό της καλούπι
-επειδή εκεί αισθανόμουν, ν’ αγαπώ, πάντοτε-

Το πρόσωπο της το γυναικείο.
Ως πνεύμα,
Όχι ως ορμόνες).


Θα θυμηθώ
Όλα εκείνα τα ξημερώματα
όλα όσα απέκτησα,
δίχως κόπο.

Η πολυτέλεια να λες,
Τούτο είναι δικό μου.
«η αγάπη που δίνω».

Τούτο το ποίημα κι ότι έχω γράψει,
Είναι δικό μου.

Η ζωή,
Όλες οι συμπτώσεις που παρουσιάζονται,
Κάτι θα σημαίνουν, δεν μπορεί.

Μα όπως έχω αναφέρει, πιο πριν,
Ο σεβασμός, κρατά, πολύ λίγο –για μένα μιλάω.

Η αυτογνωσία.
Το θέλω που ενεργοποιεί.
Ως αντίδραση, φορές.

Αφού έτσι, ενεργούμε, όλοι.

Κατά τ’ άλλα,
Αγοράζουμε το προϊόν της ασφάλειας.

«Μην περιμένεις από μένα,
να σου μιλήσω για πίστη,
Αφού ακόμη κι εσύ,
Μόνο να παίρνεις, θέλεις».

Τελικά,
Οι γυναίκες,
Μόνο ν’ αρπάζουν, προτιμούν.
(ότι κι αν σημαίνει, αυτό).

Μην ψάχνεις, φίλε,
Για διαφορά.
-δειλιάζει.

Είναι η κατάρα του άντρα
Από τον καιρό της Εύας,
Να βασανίζεται.

Παρομοίως αιώνια…
Θα βασανίζεται η Αμερική,

Ως οι μοναδικοί, που σφάζουν, γεωγραφικές περιοχές,
Απαγάγουν κόσμο,
Κατασκευάζουν απόρρητα αεροσκάφη, UFO
Ακόμη ακόμη.
Ψεκάζουν λαούς. Λεηλατούν. Καταστρέφουν.
Ανατρέφουν γενιές της κόκα κόλα
Και κάθε παρόμοιας άχρηστης, τροφής..

Φτιάχνουν πολέμους. Εξαπατούν.
Εξολοθρεύουν τη γη, τον αέρα,
Τα πόσιμα ύδατα.
Πώς να μην παρακαλάς, ν’ αφανιστούν,
-σα να ‘ναι όλη η χώρα τους, ένας άνθρωπος, μόνο,
που τα κάνει αυτά-
Αφανισμός, σαν χιλιάδες ανεμοστρόβιλοι, μαζί.
Από εκείνους που ξεριζώνουν και το γρασίδι, μαζί.

Ώστε ν’ απολυμανθεί ο κόσμος.
Να ημερέψει.
Να αποκτήσει οξυγόνο.
Με ότι χρειάζεται ο καθένας,
Ώστε να γαληνέψει.
Να δει πως η ζωή διαρκεί λιγότερο,
Από εκατό χρόνια.

«Εν μέσω κυνικών ανθρώπων,
ανίκανων να δουν,
την αγάπη που τους προσφέρεται.
Ατόφια. Γνήσια.
-ότι ζητούν όλοι».

Κυνικά λοιπόν, θα συνεχίσω.
Θα σ’ αφήσω μόνη σου, αφού το θες.
Θα εξακολουθήσω την κατάθεση ψυχής.
Αφού η καρδιά όλων μας, έχει κρυώσει
-κατ’ άλλους θρησκόληπτους, ψυχρανθεί.

Μ’ εμένα να κρεμιέμαι από μια λεπτή κλωστή
Τι θα κρατήσω,
Τι θα πετάξω.
Ειλικρινής και αθεόφοβος.
Ρεαλιστής –όπως το βλέπω, εγώ.
Πιστός, όπου με σέβονται.
Δεν φοβούνται τα συναισθήματα.

όπως δεν τα φοβούνται τα ορφανά στα ιδρύματα,
Που δίνουν, εις τριπλούν, αγάπη,
Στους υπαλλήλους που τα φροντίζουν
Σαν δικοί τους γονείς.
Μιας και η σημερινή Κοινωνία, ως γονείς,
Είναι ανίκανοι να προσφέρουν στα τέκνα,
Αγάπη.

Άρα,
τα τέκνα,
Εξουσιοδοτούνται,
από τη συνείδηση τους,
Να μεταφέρουν την αδιαφορία,
στους συνομηλίκους τους.

Οι οποίοι,
Δεν γνωρίζουν, πια,
Τι σημαίνει πίστη,
Ένα μπουκέτο, λουλούδια.

Ψέμα στο ψέμα, στη σχέση.
Γάμος ψεύτικος.
Διαζύγιο, πλέον,
Λόγω γλιστερού δρόμου-γάμου,
Που ο ήλιος της αλήθειας,
Πια,
Δεν θέλει να αγγίζει.

(Να ‘ξερες, με τι πόνο,
συνεχίζω το γράψιμο.
θέλοντας και μη).

Δεν φτάνει που δεν έχουμε δουλειά,
Μας πλησιάζει απειλητικά, και η Τουρκία.

Δεν φτάνει, που κανείς, ατομικά,
δεν αποκαλύπτει,
Πως αδυνατεί να παντρευτεί.
Έξοδα γάμου. Νοίκια. Τροφή. Πετρέλαιο’
Μες το τερατούργημα, τούτης της πόλης,

Κάποιοι ανόητοι,
Πληρώνουν 7 δισεκατομμύρια δραχμές,
Για διαστημικό τουρισμό.
Ακοπίαστα,

Πετώντας στα σκουπίδια, θαρρείς,
Ένα ποσοστό, ισολογισμού,
Κράτους.

το ποσοστό, δε, σε μελωδίες αγάπης,
Είναι τόσο μικρό,
Που αν απορήσεις,
Γιατί κανείς δεν μ’ αγαπά, πλέον,
θα σε πουν και ανόητο.
Αφού προτιμούν τον θόρυβο,
Την γρηγοράδα.
Το στυλ του αναλώσιμου.

Χωρίς διαχρονικό προορισμό.
Χωρίς αφοσίωση.
Χωρίς ασφάλεια.


Ο πιστός μου φίλος,
Είναι το γράψιμο.
Που πια,
δεν με εγκαταλείπει.

Με βλέπει.
Συζητά.
Με συμπονά,

Σαν γάζα,
Που στον κατάλληλο χρόνο,
Αλλάζει.

Ιδίως τώρα,
Μετά την αλλαγή, του χαρακτήρα «σου»,
Αυτή η απίστευτη επίθεση,
Κατά της δέσμευσης,
Να μην ανήκεις σε κανένα,
Και κανένας να μην σ’ έχει,

Να μην σ’ αγαπά,
Γνήσια, δηλαδή.
Αλλά σαν ζώα,
Να μας εξουσιάζουν ανά εποχές..
Οι τελετές ζευγαρώματος.

Ώστε είσαι λοιπόν,
Τόσο ελεύθερη.
Τόσο μόνη.

Που ούτε μια ανθρώπινη αγάπη,
Δεν μπορεί να σε αγγίξει
Να σου ανήκει, δηλαδή.

Κι αν βγάζω, ξανά,
Γρήγορα συμπεράσματα,
Αυτός είναι ο χαρακτήρας μου.

Αυθόρμητος.
Παρορμητικός.
Να σκέπτομαι ότι ανήκω σε μια γυναίκα.

Κι αφού εσύ,
δεν είσαι,
αυτή η γυναίκα,
Που ούτως ή άλλως,
Γνωρίζεις πολλά
Και πολλά σε συναρπάζουν,

Τότε,
Αυτός είναι ο λόγος
που αποφεύγεις την ανθρώπινη δέσμευση.

Παρομοίως όπως φέρονται
Εκείνοι που προσκολλώνται σε μια καριέρα,
Καταλήγοντας να καταριούνται τα συναισθήματα,
Που τόσο καιρό,
Απέφευγαν!!!

«Στα λέω αυτά,
με ειρήνη, μέσα μου.
Με ηρεμία.

Όπως είμαι.
Ναι,
όπως είμαι.

Δεν λέω πως έχω αυτογνωσία.
Επειδή φυσικά, πιθανόν,
Θα κατάφερνα πολλά.
Όπως ταξίδια. Κοινωνικότητα. Αγάπη.
Συγχώρεση. Αποδοχή του άλλου, όπως είναι,

Αφού ο καθένας, θα πληρώσει,
στον τόπο και το χρόνο του
Εκείνα που του αναλογούν.
Εκτός κι αν είναι τόσο πλούσιος,
Χωρίς προβλήματα, κανείς,
Ώστε να πραγματοποιεί διαστημικό τουρισμό.

Έτσι είναι.
Η πολιτεία σιγοντάρει τα καρτέλ,
Μήπως και τα τελευταία, νευριάσουν,
Πληρώνοντας τους εκδότες,
Να πολεμούν την Κυβέρνηση.
Η πηγή όλων των κακών,
Κάθε αδικίας.
Υπανάπτυξης.
Συνειδησιακής.
Πολιτισμικής.


Σου μιλώ ήρεμα,
Όπως όταν αγαπάς τον εαυτό
Που κυκλοφορείς ανάμεσα στον κόσμο.

Με όλους, γύρω σου,
Να προσπαθούν να σε πείσουν,
για κάτι.

Ότι αξίζεις.
Προσωπικά.

Πως υπάρχουν τίμιοι πολιτικοί.
Πως είμαστε ελεύθεροι στη ζωή μας.
Πως πάντα, κάποιος,
ακούει.
(Ναι,
αν παρακολουθεί).

Πως ένα ταλέντο μας, με ρίζες,
είναι τάλαντο.

Να πειστείς εν τέλει,
Πως δεν θα ζήσεις για πάντα.
Νέος,
για πάντα.

Κάτι ακατόρθωτο, δηλαδή,
Ακόμη και τραγικό.
Παρομοίως να γερνούν, ικανότητες.
-προθεσμίες.

όλα τα σοφά λόγια που ακούμε,
Που ένα πρωί, ξαλαφρώνοντας,
τραβώντας δηλαδή, το καζανάκι, θα απομακρυνθούν.

Μακάρι να συνέβαινε το ίδιο,
με τις παρεξηγήσεις.
Με τα εσωτερικά θέλω,
Που δεν σπάνε τον κρόκο του αυγού τους.

Η ησυχία που δεν αγοράζουμε.
Δεν μας αφήνουν.

όπως δεν μ’ αφήνεις, κι εσύ,
όποια κι αν είσαι τελικά,
Να είμαι μαζί σου,
ότι θέλω.


Ύστερα άνοιξαν, ξανά, τα μάτια μου,
Κι είδα,
Πως βρισκόμουν στον 21ο αιώνα,

Έχοντας τηλεόραση,
Τηλέφωνο,
Ψυγείο. Κουζίνα. Πλυντήριο
Ηλεκτρικό.
Τα απαραίτητα δηλαδή,
Κομματάκια ασφάλειας,
Μερίδια αποδοχής, ανθρώπων,
που μας ξινίζουν,
Λόγω ανθρωπισμού, ή προσωρινής ηρεμίας.

Γνήσιου γέλιου,
Έστω και με πονόδοντο.


θα κοιμηθούμε, λοιπόν.
Θα ξεπρηστούμε.
Θα αρνηθούμε να ξυπνήσουμε.
Μήπως τα έξοδα, πνίξουν τον 21ο αιώνα,
Καταλήγοντας,
αν όχι στα παγκάκια,
Σίγουρα,
Σε αμείωτη τιμωρία.

Ύστερα,
με κατεβασμένο κεφάλι,
-όχι τόσο, με πεσμένο ηθικό-
πλησίασα τον Θεό,

Να τον ρωτήσω,
αν πρέπει να συνεχίσω να γράφω
-εκτός αν χτίζω ανώγεια και κατώγεια-
ή να πάψω ξαφνικά
(όπως τόσες φορές, του ζήτησα,
Λόγω ηθελημένης μου, γενικής, απάθειας).

Θα ρωτήσω ξανά:
πρέπει να γράφω,
λόγια,
Που κανείς δεν διαβάζει;

Δεν φτάνουν στα χέρια,
Μακρινής, Ελληνικής, επαρχίας.
Δεν βυθίζεται άλλος νους,
στην περιγραφή της αντίληψης,
κάποιου άλλου,
νου.

Και γιατί, αυτοί,
Ο άλλος νους,
Να διηγείται, χωρίς λεπτομέρειες,
Χωρίς χρώμα, ήχους, εικόνες,
Καταστάσεις,
Δίχως τρίτους να υπερασπίζονται τον εαυτό τους;

Όπως η ζωή κάθε γονιού
Ξεκινώντας να μαθαίνει,
γιατί είναι εδώ.


Έπειτα ξανάνοιξαν τα μάτια της ψυχής,
Μα δεν θυμάμαι, για ποιο, λόγο.
(Γι αυτό και πρέπει να γράφονται, κατευθείαν,
όταν γεννιούνται μέσα σου).
- Να γράφονται παρά να συζητούνται;
Προσφέροντας τα σα λουλούδια
-αν είναι αυτή η ευωδιά τους-
Στο πρόσωπο

Που θα ‘παιρνα, απαλά, στις παλάμες μου.

Αναρωτιέμαι ποια θα είσαι εσύ,
Αν θα προλάβουμε να το δούμε
-εν μέσω τόσων,
που προσπαθούν να φέρουν το τέλος του κόσμου,
κατά τις Γραφές-
Ετούτη τη δεκαετία!!!!

Και μετά με ρωτάς,
γιατί δεν δουλεύω.

Τ’ ότι γράφω,
Δεν σημαίνει, εργασία;

20 Σεπτεμβρίου.
Στην τηλεόραση, απορούν, γιατί σήμερα,
Δεν υφίστανται ποιητές, όπως ο Σεφέρης.

Εδώ απομακρύνουν από την τηλεοπτική σεζόν,
Αγωνιστές δημοσιογράφους,
Όπως ο κύριος Κανελάκης.
Άρα,
Γιατί απορείς,
Που η αλήθεια,
ΘΑΒΕΤΑΙ,

Άρα,
Γιατί ΑΠΟΡΕΙΣ,
Που η γνήσια ποίηση,
Δεν βγαίνει στην δημοσιότητα;

Εδώ μεταξύ μας δεν συζητούμε,
με αλήθειες.
Παρά, ταξινομούμε,
Με λεπτές κλωστές, προς αντίδραση,
Κάθε ανθρώπινη μας, σχέση,
Με τους άλλους.

Εύκολα μισούμε. Μαλώνουμε. Απομακρυνόμαστε.
Γιατί;

Αποτελεί το χαρακτηριστικό των φτωχών,
σε χρήματα.
Άλλο αν οι λογικοί,
με πλήρη… αυτογνωσία,
Αντί να σωπαίνουν
-σύμφωνα με την αύρα της αξιοπρέπειας-
Διαφημίζουν την αυτογνωσία.. τους.

Με τους πλούσιους να κάνουν χαζομάρες.
(sorry for my language).
Μα χρειάζεται και λίγη αντίσταση,
Έστω και λεκτική,
Αφού δεν σηκώνεται κανείς, με αυτογνωσία,
Απ’ τον καναπέ του,

Να βγει, μαζικά πλέον.
Να κλείσουν τους δρόμους, για μήνες.
Να παραλύσει η χώρα.
Να κρυώσουν οι πισινοί των πολιτικών.

Μήπως αποκτήσουν αξιοπρέπεια οι νέοδιοριζόμενοι.
Εργάτες, υπάλληλοι, μεροκαματιάρηδες.
Σύμφωνα με το θέλω της φύσης.
Το φυσιολογικό
Αφού ετούτο σημαίνει,
Λογικός άνθρωπος.

Αφού, ούτως ή άλλως,
Είναι σπάνιοι, πια, οι φτωχοί άνθρωποι
Που έχουν άξια, προσωπικότητα.
(οι πλούσιοι αποτελούν βδέλυγμα,
ούτως ή άλλως.




Οι φίλοι

Ποιητές,
Που έχουν χάσει,
Αγαπημένα, συγγενικά τους,
Πρόσωπα.

Κλαίγοντας στο τηλέφωνο,
Για τα μικρά χαρτάκια, με ποιήματα,
Που έβαζε στα ρούχα, σε παπούτσια,
Και γωνιές, σαν ησυχαστήρια.

Έχουν την τόλμη,
να ραγίσουν
Εμπρός σε άλλο άνθρωπο,
Για το θάρρος των συναισθημάτων,
Που γέννησε εκείνο το γάμο,

όπως κάθε τι γνήσιο.
Όπως να χάνεις ένα γονιό,
Βγαίνοντας την επομένη, στον αέρα,
Στο καθήκον. Όπως πάντα.
Ετούτο σημαίνει αξιοπρέπεια.

Κάθε πρωί. Άλλη μια μέρα.
Κίνηση. Συνέχεια. Ελπίδα.
Πληροφορία για καρκινοπαθή
Που έβλεπες χαρούμενο, ζωηρό.
Απορώντας για την παρούσα δύναμη,
Προς επιβίωση.

Φορές, απορείς,
Πως,
Ενώ,
Δείχνεις εμπιστοσύνη,
Δίνοντας σε φίλους ποιητές,
Ολόκληρο το ποιητικό σου, έργο,

Εκείνοι,
Αρνούνται, ακόμη και να σου δανείσουν, ένα βιβλίο
-όχι με δικά τους ποιήματα.
Έπειτα,
Σου επιστρέφουν τα πάντα,
Και τη διάθεση επαφής;
(που είναι και το πιο τραγικό.
Αν αυτό δεν σε στενοχωρεί, τι να πω).

Ύστερα,
Απορείς,
Γιατί η Ελληνική ποίηση,
Φθίνει,
Αφού η εμπιστοσύνη, μεταξύ,
ανθρώπων του πνεύματος…

δεν μοιράζεται ισόποσα.
Λες και προστατεύουν, κάτι,
Που ούτε κι οι ίδιοι, γνωρίζουν,
Τι.

Λες και έχουμε, λέμε,
Αυτογνωσία.
Επιβεβαιώνοντας το λαϊκό ρητό,
Απ’ το ένα αυτί, μπαίνει, ο λόγος,
Απ’ το άλλο, απομακρύνεται.

Κατά τ’ άλλα,
Καταλήγουμε σε συλλόγους, μαθημάτων αυτογνωσίας,
Για χρόνια και χρόνια
-για παρέα, να το δεχτώ-
Ανίκανοι -εν μέρει- όμως,
Να μοιράσουμε, στην πράξη,
όσα έχουμε διδαχθεί.

Επειδή κάποτε, μας πλήγωσαν.
Κι αν δεν βγάλαμε το θυμό, στο χαρτί,
-ιδίωμα όσων γράφουν-
Τότε θα βρούμε, άλλο τρόπο να αντιδράσουμε.

Σε κόντρα, όσων
Μας θέλουν τέλειους,
Ενόσω, εκείνοι, είναι ανίκανοι,
Να μιλήσουν για τα χαρακτηριστικά του είναι τους.
(δεν συζητώ μαζί σου. Είμαι εξυπνότερος από σένα).

Απορείς επομένως,
Γιατί γράφουν.
Αν αφέθηκαν τελείως,
Στην ψυχή τους, που θέλει να μιλήσει, απευθείας, στο χαρτί.
Ή γράφουν για την προβολή, μόνο.
Μόνο τα καλά της ζωής
Ή του προσωπικού τους, κουφαριού.
Αμφιβάλλω, αν κατέχουν ένστικτο.
-το έπνιξαν, μαζί με την ικανότητα τους, να αγαπούν.

Άρα,
Για ποιους φίλους, ποιητές, μιλάμε;
Να δείχνεις απέραντη εμπιστοσύνη,
Κι εκείνοι να σε “κλωτσάνε” στο ευαίσθητο σημείο.

Μήπως σας κρατούν, γενναιόδωροι, φίλε, φίλη, ποιητές,
Κάποιοι άλλοι,
-γενναιόδωροι στο χαρτί,-
ώστε, κάποιοι άλλοι,
Να αισθάνονται σημαντικοί…
Πως κάποιος, με ταλέντο,
Αφιέρωσε, χρόνο και αποδοχή,

Μη παίρνοντας όμως, πίσω, τελικά,
Τίποτα.

Ένα απέραντο κενό,
Παρόμοιο με την επαναλαμβανόμενη, σαρκική, επαφή,
Χωρίς τρυφερότητα.
Μόνο για εγωιστικούς λόγους,
Επιβεβαίωσης.
(ή για να μην έχουν απωθημένο,
Ότι δεν πούλησαν, την λεία τους επιδερμίδα).

Άρα,
Γιατί να γράφεις, πια;
Ενόσω,
Μια μελανοταινία,
Στοιχίζει -άκουσον άκουσον-
7.500 δραχμές.
λες και είναι από χρυσό,
ή από ασήμι.

Ένα κομμάτι παλιοπλαστικό,
Με μια ελάχιστη ποσότητα, μελανιού,
Ίσα ίσα,
Για 500 φύλλα, χαρτιού,
-στην καλύτερη περίπτωση.

Άραγε,
Θα εκτιμήσει, ο φίλος
Που δέχεται, εμπιστευτικά,
Τούτο το κόστος;

Και πες, ότι προσφέρεις, απ’ την καρδιά σου
Μη λαβαίνοντας.. υπόψι
Που καταλήγει, τούτο το κόστος,
Αλήθεια ναι;

Ο πνευματικός κόπος,
Οι επίπονες ώρες, να χτίσεις κάτι,
Να σου πουν: Χρειάζεσαι.
Αξίζεις.
Το έργο σου θα είναι διαχρονικό.
Αν προλάβεις, δηλαδή.

Βαπτίζοντας την αυτογνωσία
-πως μόνο το θέλω του Θεού-
αξίζει,
Ως σημάδι κατάθλιψης.

Φορές, απορείς: γιατί γράφω.
Αν πάψω, ξαφνικά,
Ποιοι θα κερδίσουν,
Έχοντας ως τρόπαιο την κεφαλή σου.

Μανιασμένοι εχθροί,
Κάθε ποιοτικού ξεσπάσματος,
Το οποίο πάει κόντρα,
Στην Πολιτική μαφία.

Κατά τ’ άλλα, ο Θεός,
Μας λέει: Εκτός από τον δικό Μου, Νόμο,
Θα σέβεστε και των ανθρώπων.

Τι ακριβώς, να σεβαστώ;
Την πολυτέλεια που στερούμαι;
Ως πρότυπο, ενός γνωστού μου, προσώπου,
Το οποίο πιστεύει ότι είναι κάτι;

Χρόνος, αναλώσιμος.
Πάθη. Κόκκινο κρέας.
Διείσδυση. Επανάληψη.
Κορεσμός;

Μη έχοντας χρόνο για το Θεό,
Που αν μιλήσεις στους ανθρώπους, του πνεύματος..
Πως όλα ετούτα τα γραπτά,
Δεν σημαίνουν, τελικά, τίποτα,
-αφού,
απ’ το ένα αυτί, μπαίνει ο λόγος,
απ’ το άλλο, ξεφεύγει-

θα μειδιάσουν,
-σα να το μάζευαν, αρκετό καιρό-
Φορώντας το στέμμα, από τώρα,
Του Νόμπελ λογοτεχνίας!

Άραγε,
στις προσωπικές τους σχέσεις,
είναι εξίσου, δυνατοί;
Ώστε να διαλύσουν τον αντίπαλο.
Τον εαυτό τους, ήδη,
Όμως.

Καταλήγοντας εμπρός στον περήφανο θρόνο,
Ώστε να κριθούν,
Κι εκείνοι που κατείχαν το τάλαντο του γραψίματος,
Μα το έθαψαν.
(βλέπεις,
τους πίεζαν μια ζωή,
Να είναι κάτι άλλο, από εκεί που ανήκαν).

Λες και θα ακουγόταν, ποτέ,
Η αλήθεια.
(δεν έχετε ιδέα, σε τι χώρα, ζείτε).


Μόνο τη μουσική, θυμάται, ο κόσμος.

Δεν αλλάζει τίποτα.

Πώς να τα βάλει, ένας άνθρωπος,
Με τα όπλα των δυνατών,
Που ανέκαθεν,
Είναι παραδομένοι στις ορέξεις τους.

Και κανείς δεν διακόπτει,
Την κατηφόρα που έχουν πάρει.

Παρομοίως δεν σταματά, η οσμή της αύρας,
από κάτι που είπαμε
-εννοώντας το ή όχι-


συλλογιζόμουν, προ ολίγου,
Αν με τα λόγια, δύναται,
Να κρατήσεις, άνθρωπο,
κοντά.

(τα μικρά γράμματα,
ακόμη κι αν ξεκινούν, προτάσεις,
Μου θυμίζουν, παντόφλες,
φιλική διάθεση).


Τα λόγια είναι,
Όπως ορισμένοι χρήστες του ίντερνετ,
Που ενώ δηλώνουν “υποταγή”
Ο ένας στον άλλο,
Δεν συναντώνται, ποτέ, κάπου έξω,

Να δει ο ένας την ήρεμη έκφραση, του άλλου, στο πρόσωπο.
Άραγε, επομένως,
Τι να περιμένει.

Τα λόγια είναι, κάποιος που παραπλανά,
Όπως, να σου λένε:
Σήμερα θα βρέξει,
Ενώ είναι μεσημέρι,
Κι ακόμη δεν έριξε στάλα.

Τα λόγια,
γεμίζουν χαρτιά.
Αδύναμα, λόγια. Λόγια που δηλώνουν, φυγή,
Προσπάθεια να κρύψεις μία σου ελπίδα. Διάθεση επαφής.
Λόγια καταπιεστικά.
Αγαπησιάρικα.
Εκδικητικά. Απολογητικά. Επίπονα –να τα γράφεις, να δεις,
πως είναι.
λόγια συμπάθειας.
Επιπόλαια λόγια.

Φράσεις της στιγμής,
Σε κάθε σπίτι, συγγραφέα – ποιητή,
Ο καθένας, με δικά του ερεθίσματα,
πέπλο ονείρου.
Να ξεφεύγει ο νους. Δεν ανήκει στον τωρινό χρόνο.
Δεν τον εξουσιάζει το ρολόι, εκείνον που ονειρεύεται.

Τα ρεαλιστικά πρότυπα.
Οι ακόλουθοι, κακών διαθέσεων.

Η ανάγκη κοινωνικότητας, είναι μόνο μια έννοια.
Όπως η απομόνωση.

Γράφεις. Στάζει αόρατο αίμα, στο χαρτί.
Παντού ανά τον κόσμο.
Διάλεκτοι. Γλώσσες. Συγγενικές λέξεις.
Λόγια να περιγράψεις,
Εντυπώσεις
Συναισθήματα,
συλλογισμούς με πρόγραμμα, οργανωτικό.
Λόγια επικοινωνίας.

Σαν ρυθμός μουσικής, επαναλαμβανόμενος.
Πολιτισμός.

(φορές,
βαριέσαι να αντιγράφεις, καθαρογράφοντας, τον κόπο σου.
Δεν καταλαβαίνεις, πλέον, για ποιο λόγο.
Απ’ το ένα αυτί, εισέρχονται,
Ακατέργαστα, απομακρύνονται).

Λόγια αδύναμα ή με ένταση,
Λόγια, επηρεασμένοι από τα χρώματα, τριγύρω.

Λόγια που αντικαθιστούν τις πράξεις.
Αγκαλιάζεις με τις λέξεις,
Το “ποίμνιο” σου.


όμορφα λόγια,
Να περιγράψεις, ένα όμορφο ζευγάρι,
Από αλογάκια του βυθού.
Τι ωραία η ένωση τους.
Η όψη. Η κίνηση.

Λόγια, να επικοινωνούν, μεταξύ τους, είδη, ζώων,
Πουλιών, θηλαστικών,

Λόγια ανθρώπινα.
Λόγια συμπαράστασης.
Να τρως
να έχεις δυνάμεις,
για λίγες φράσεις, ακόμα.

Λόγια, ότι είμαι εγώ.
Λόγια στις επάλξεις,
σύμφωνα με διαταγές μου.
Λόγια σαν κόμικ.
Που κάθε τόσο επαναφέρεις.

Σαφώς επειδή αραχνιάζουν.

Λόγια πολλά,
Λόγια κι άλλα.

Λόγια αγάπης.


Θυμήθηκα

γιατί,
προηγουμένως,
Άνοιξαν τα μάτια μου,
Για άλλη μια φορά.

Εκείνος που ήρθε να με σκοτώσει
-ως αληθινή μορφή, στον ύπνο μου-
Ήταν,
εγώ ο ίδιος.

Επειδή έχω ψυχή.

Δεν έχω αυτό που αποκαλούν, οι ρεαλιστές,
στα του βίου τους,
Αυτογνωσία.

Εκείνοι, έχουν, μόνο,
αυτογνωσία.
Και μια έννοια πνεύματος,
Εννοώντας ενεργειακή αύρα,
η οποία δημιουργεί!!
Σκέψεις και συναισθήματα.


Θα κλείσω λοιπόν, τη βόλτα,
Και θα πλησιάσω στη ζεστασιά του Πατέρα μου,
Ως Πατέρα, φυσικά, και ειλικρινά.
Επειδή Εκείνος, υπάρχει.
Βρίσκεται εδώ,
Ανάμεσα μας.

Περιμένοντας ένα γραμμάριο, μόλις, προσοχή,
από κάθε άνθρωπο.

Να πάψει, ο άνθρωπος, ν’ ανησυχεί,
-έστω για λίγη ώρα-
Ν’ ανοίξει τα μάτια του, ο καθένας,
Ν’ αποδεχτεί την Παρουσία Εκείνου.

Ως το μόνο βοήθημα, τελικά,
Με ειλικρίνεια και αγάπη,
Εν μέσω όλων των ύποπτων αόρατων.. κακών,
Που υφίσταται ο πολίτης.
(βλέπε ψεκασμούς)
-ακόμη και με ραδιενέργεια-
Αν λες την αλήθεια,
Ή τους πας κόντρα,
-εννοώντας τους υποτακτικούς

του παγκόσμιου ηγέτη,
όπως δήλωσε ζωντανά, στο CNN,
ο ίδιος ο αμερικανός Πρόεδρος.


Μακάρι να θυμόμουνα τα δάκρυα,
του ανθρώπινου πατέρα μου,
Κάθε φορά που τον στενοχωρούσα.
Αφού δεν μπορώ να δω,
τα δάκρυα,
Του ουράνιου Πατέρα –μου.

Φορές, συλλογιέμαι:
όποιος απολογείται, με σκέψη αυτογνωσίας,
της στιγμής, όμως,
Έχει όντως, αυτογνωσία;

Ή,
όποιος απολογείται,
Με παρόμοιο στόχο,,

Πιστεύει,
Πως θα εξαλειφτούν οι αμαρτίες του;

Όπως οι σπάνιες στιγμές,
-μακάρι να μ’ έβλεπες-
Που τραγουδώ, με πάθος,
Ελληνική μουσική
Μουσική αγάπης.

«Πού είσαι
να σε λούσει,
Τούτος ο καταρράχτης;»

Μακάρι να έδειχνα το ίδιο ενδιαφέρον,
και για τη σωτηρία της ψυχής μου.

Ένας υγιής εγωισμός,
που πρέπει να μάθω,
Να μην διαπραγματεύομαι.

Με εκείνους εκεί έξω,
Να έχουν μαύρα μεσάνυχτα,
όσον αφορά, περί παρουσίας, Θεού.

Εννοώντας φυσικά,
Κάτι άλλο,
Από τη σκέψη, ορισμένων,

Πως επειδή μπαίνουν σε μια εκκλησία,
Ο Θεός,
Είναι ευχαριστημένος, μαζί τους.

Άρα,
Βρίσκεται εκεί,
Πλάι τους
-για να τους προστατεύσει!

Όχι, βέβαια,
Πως ο ίδιος, είμαι ικανός,
Να αισθάνομαι,
Παρουσία Θεού,
-ούτε, στο μηδέν, κόμμα μηδέν
και πάει λέγοντας.

Εννοώντας,
Παρουσία Θεού,
Σαν αόρατος άνθρωπος,
Με αγαθά συναισθήματα, και κατανόηση,
Ειλικρινή,
Πλάι σου.

Φορές,
Είναι τρομαχτική, αυτή η αίσθηση.
Της ενεργοποίησης του φιλότιμου,
απέναντι στον Πατέρα, του καθενός.
Προκειμένου, με φυσικότητα,
Να μάθεις να Τον σέβεσαι.

θα μου πεις, βέβαια,
Τη μια πολεμάς τον Παντοδύναμο,
Την άλλη, μας κάνεις κήρυγμα.

- Κάτσε εσύ, εκεί που είσαι
Καλά πας.

Μες τις κομπίνες, τις μίζες,
Πολυθεσίτης, όπως είσαι,
και βολεμένος.

Άλλοι δεν έχουν εργασία.
Ίσως όμως, φιλοτιμηθούν,
Περί σκοπού,
Εξέλιξης,
Της ανθρώπινης νόησης και αξιοπρέπειας,
Κοιτώντας,
όχι ψηλά,
απλά,
πλάι μας.

Καταλήγοντας, στα γεράματα σου,
Να κυκλοφορείς με μια τσάντα φάρμακα.
Απόρροια, ξέφρενης πορείας:

Να ζήσουμε. Να χαρούμε.
Ποτά. Τσιγάρα. Αλάτι, κρέας. Ξενύχτια.
Αποφεύγοντας, γενικά,
τα φρούτα.
Το πολύτιμο τσάι,
Την άσκηση.

Μη σου μείνει, κουσούρι:
Δεν έζησα!

Αυτό είναι ο βίος, για σένα.
Αυτογνωσία..
Και ξερό, όχι ξερό,
Λευκό ψωμί και άπληστη ηδονή.

Αντικαθιστώντας το λόγο,
η γραφή
ΟΜΩΣ,

Να που τ’ ανθρώπινα λόγια,
Δεν φέρνουν, άλλη ψυχή,
ΚΟΝΤΑ,
«κι η απόδειξη είσαι εσύ».


Οπότε, κλείνει ετούτη η πόρτα.

Σα να τη τάραξε, κάποιος σεισμός.
Λυγίζοντας την καμάρα,
Σφραγίζοντας την είσοδο,

στον κόσμο μου.

Ναι,
σε ξεπέρασα,
Προτού καν,
σε γνωρίσω!

«Δεν έδειξες θάρρος.
Τώρα πια,
Είσαι
Άλλη μία,
άγνωστη.

Είσαι κι εσύ, λοιπόν,
απ’ τις γυναίκες,
Που αρέσκονται στην κολακεία.

Προσοχή, μόνο, να τους δείχνεις.
Δεν μιλούν για τον εαυτό τους.
Δεν ανοίγονται.

Είναι ναι,
ΚΡΥΑ,
η καρδιά σου.

Σ’ έχει τυφλώσει το χρήμα της οικογενείας σου.
Όλα εκείνα,
Που έχεις,
σε πληθώρα.


Πού βρίσκεται το απλό πρόσωπο,
που αγαπούσε να κοιτά,
Ο πατέρας σου;

Είναι τόσο προβλέψιμοι, λοιπόν,
Ορισμένοι ευαίσθητοι άντρες,
Για σένα;
Θα μείνεις μόνη σου,
Στο είπα.

Όταν έπρεπε.

Κάτσε μόνη σου,
Λοιπόν.

Δεν ξέρεις ν’ αγαπάς.
Έχεις άγνοια

Μια άγνοια επικίνδυνη,
Πρώτα για την ψυχή σου.

Όπως λέει κι ένα τραγούδι,
Θα σε ξεχάσω.

Τα δροσερά Ανοιξιάτικα, πρωινά,
Σα θα με ρωτά, η νύχτα: θυμάσαι, Μάκη,
Γιατί τάχατε, τόσο πόνο.
Η ειρωνεία σου δεν έχει όρια.

Η ανάγκη των γυναικών,
Να πληγώνουν.

όχι ότι θα τις μάθουμε και ποτέ.
(επειδή πιστεύουν, πως τις βλέπουμε, σαν τρύπες,
ΟΛΟΙ μας!!!)
Δύσκολο πράγμα, οι σχέσεις
Για γερά στομάχια,
Που αντέχουν την υπομονή.

Να βλέπεις τον άλλο, όπως εσένα.
Ως ανθρώπινο ον,
Που αξίζει σεβασμό.

Αρκεί να ‘χεις χρόνο,
Να σεβαστείς τον άλλο.

Να μην τον αποκαλείς, δήθεν, πολύτιμο,
ή φίλο…


Δεν αξίζει να σου μιλώ,
έτσι,
Έτσι θα μίλαγα,
Αν ήθελα να αγαπήσω, κάποια;

Προφανώς όχι.


Αναγκάζεις τον εαυτό σου, ν’ ανεχτεί,
Καταστάσεις.

Αρκεί..


Να δεις τον κόσμο όπως είναι.
Μπες στον κόσμο,

Μήπως ξυπνήσει,
Διηγηθεί, πρώτη φορά, με τη σειρά του,
Εμπειρίες σου.

Φυσικά.
Σα να ξημερώνει, μεσημεριάζει.
Νυχτώνει.
Μπορείς να δεις, μόνο ότι φωτίζεται,
Ή αν θες να χαθείς, μες το μαύρο,
Προς απομόνωση,

Ή άλλες,
Χαμένου είδους,
Απασχολήσεις.


Καμία γυναίκα, δεν μας έχει, πει
ή γράψει, ποτέ,
Πως ξεκινά ν’ αγαπά, έναν άντρα.

Το καταλαβαίνω το πείσμα σου,
που σημαίνει κάτι,
Που χρειάζεται ασφάλεια, για να μοιραστεί.

Θα μείνεις μόνη σου, όμως.
Θα δεις.

Δεν θα βρεις, την αντρική ομορφιά,
Όπως τη φαντάζεσαι.
Δεν υπάρχει τέτοιο πράγμα

όπως κάθε τι, που προσπερνάμε.
Κάπου, στις πίσω θέσεις, ως διακοσμητικά,
πάνω στα έπιπλα,

θα σε ξεχάσω κι εγώ,
Σα να μη ζεις, καθόλου,
(ώστε να μην ξεκινήσω να σε προσβάλλω,
επειδή ούτως ή αλλιώς,
η επαφή μας ήταν κάτι ψεύτικο.
Δίνοντας αξία στην ποίηση σου,
Που ελάχιστα άγγιζε,
Τον πρόλογο,
Της διαχρονικής ποίησης).

Σα να μη ζεις,
Ούτε όταν πατάω το κουμπί,
Που τροφοδοτεί με ρεύμα,
Τον υπολογιστή μου».







Ήρθε νωρίτερα
Το Φθινόπωρο

(άλλαξα σε νέο στυλό).

Νωρίτερα η κακοκαιρία.
Μα οι άνθρωποι, γύρω μου,
Αρνούνταν ν’ απομακρύνουν,
Τα κοντομάνικα τους.
Γι’ αυτό, και η φετινή έξαρση, της γρίπης.

Αν επιθυμούμε να σκεφτούμε λογικά,
Κι όχι ν’ αναζητήσουμε, αλλού,
Μια ξαφνική έξαρση, ιώσεων,
Ή της καταστροφικής μανίας, της φύσης..
Πλησιάζοντας ο Οκτώβριος,

Αλλάζοντας σιγά σιγά, και ωραία,
Τα κοντομάνικα που βαριόμαστε, τελικά,
Με ελαφρά μάλλινα.

Με κουβέρτα στο κρεβάτι.

Μα ευτυχώς,
Άργησε φέτος, το πολύ κρύο.
Μόλις μετά τις 15 του μηνός, Οκτώβρη.

Φυσώντας δυνατά, εκεί έξω.
Προσπαθώντας, μέσα μας,
Να βρούμε το παλιό μονοπάτι, της συγνώμης.

Συγνώμη στους ΑΜΕΑ,
Που, πιστεύοντας, πως διέκοψαν τα άρθρα μου,
στην εφημερίδα τους,
Νευρίασα,
Κι είπα, λόγια,
Που δεν ανήκουν στην ιδιοσυγκρασία μου.

Λόγια που έγραψα, σε ποιήματα μου,
Που διαβάζοντας τα, μετά από καιρό,
Δεν πίστευα, καν,
Πως τα σκέφτηκα.

Σα να μιλούσε κάποιος άλλος.
Κάποιος που ήθελε να μου επισημάνει κάτι.
Μια άποψη, όχι δική μου.
Στρωτή όμως,
Να ‘χω κάτι νέο να συλλογίζομαι, εκείνη, τη συγκεκριμένη, στιγμή.

Συγνώμη, άραγε, πού,
Ακόμα;

Συγνώμη δεν αξίζουν, όπως ξανάπα,
Το 95% των γυναικών,
Από 18 έως λίγο μετά τα 40,
Που επειδή δεν τους κάθισες,
Ή δεν άφησες,
Να σε κινούν, σαν μαριονέτα,
Είναι ικανές να σε μισούν,

Παρομοίως όπως μισούν, τον εαυτό τους,
Που είναι λιγότερο αηδιαστικό,
Από τις επιθέσεις,
Εναντίον, ανυποψίαστων αντρών.

Συγνώμη, άραγε, που, ακόμα.

Στον εαυτό μας, πρώτα απ’ όλα.
Στις φοβίες. Στις τρικλοποδιές.

Συγνώμη σ’ όσους κοροϊδέψαμε,
Επειδή είμαστε κάτω των 30,
Και θέλαμε να το γλεντήσουμε.

ΓΙ ΑΥΤΑ ΤΑ ΛΙΓΑ ΔΕΥΤΕΡΟΛΕΠΤΑ
Οργασμού.

Μετά αναρωτιέσαι,
Γιατί δεν μ’ αφήνουν ήσυχο
(Μήπως η ζωή;).

Γεράσιμος Μηνάς 2006