Το Blog της αγάπης

Αγάπη για ποίηση και για άξια αξιοπρέπεια στις γυναίκες

Wednesday, July 18, 2007

Πάμε να δούμε τις ομορφιές
και στον υπόλοιπο κόσμο






















Thursday, July 12, 2007


βέλος

Με ρωτούν ως στρατιώτη,
γιατί πολεμώ.
Επειδή έτσι πρέπει.
Όπως όταν σημειώνεις κάπου,
ποιοι σου έχουν κάνει κακό.

Δεν το ξεπερνάς.
Υποτάσσεσαι.
Διεκδικείς μερίδιο
απ’ όπου, ποτέ δεν εγκρίθηκε,
Τραβάς την αναπνοή κάποιου άλλου;

Πόσο αυτό διαβρώνει τον χαρακτήρα μου.
Δεν ζήτησα ποτέ, ίσως,
να σε κάνω να πονέσεις
-θανάσιμα-
όπως εγώ μέσα μου.

Έψαξα πολλές φορές για δουλειά,
και κανείς δεν στάθηκε στην πόρτα,
με ενδιαφέρον.
Μάζεψα τα απαραίτητα
και κατατάχτηκα μισθοφόρος.

Μήπως και κάνει κακό
ο καλός μου χαρακτήρας.
Συνεργός στη δική τους ψεύτικη καλοσύνη.
Με ρωτούν εμένα,
Γιατί δεν φυσά,

Δεν κινούνται τα σύννεφα
που ηρεμούν την ψυχή,
Ενός στρατιώτη.
Ενός μισθοφόρου,
με βλέμμα να σπρώχνει τους πάντες.

Αναρωτιέμαι
Τι με επηρέασε.
Μικρό.
Ή επειδή ως ενήλικας
Διαχειριζόμουν μόνος, χρήματα,

Και χρόνο,
Ικανός, και εγκρίνεται.
Μου μαθαίνουν τα νέα, να πολεμώ.
Το καλύτερο βιντεοπαιχνίδι.
Κίνητρο παρέδωσε

Κάθε είδους μικρή
ή μεγαλύτερη κοινωνία.
Με ρωτούν γιατί τα φύλλα
τα κινεί ο άνεμος,
Και γιατί δεν μιμούμαστε

αυτό το παράδειγμα.
Εγώ δε φοβάμαι το θάνατο.
Οι σφαίρες δεν λυγίζουν
αγνοημένα πτώματα.
Μόνο γελάς και σκοτώνεις αδιακρίτως.

Αρχικά,
παιδιά ενός Αμερικάνικου σχολείου.
Με τις μνήμες να σε οδηγούν,
Του ολοκαυτώματος του Βιετνάμ,
Εκδικητής λογαριασμών, ανοιχτών ακόμη.

Με τη μνήμη,
τυλωμένη από υπερηφάνεια
Ως μέλλον μη υπολογίσιμο.
Στο σκόπευτρο,
μια χούφτα διαδηλωτές,

Κι έπειτα,
ο θάνατος ηδονίζεται
Απ’ το ουρλιαχτό,
Το κρυφό, στο μυαλό,
κείνου του χεριού στη σκανδάλη.

Αρπαγή, μεριδίου ζωής
Που ποτέ, ίσως, δεν εγκρίθηκε
Από καρδιές
που χτυπούσαν,
Ακόμα.

Σα να τις συνόδευαν
ψαλμωδίες ανθρώπων,
Μελαγχολικές.
Με ρωτούν ως στρατιώτη,
Γιατί τώρα τους έχω ξεχάσει.

Κι όμως με βραβεύουν. Στις ειδήσεις.
Κάθε που σκότωνα ένα παιδί,
ενόσω μου πετούσε πέτρες.
Όταν εξέφραζα, πίσω στην Πατρίδα,
τους πατριώτες, κι εξευτέλιζα φυλακισμένους.

Κάθε που ποδοπάτησα,
χώμα που δε μου ανήκε.
Για το καλό της δικής μου χώρας.
Ποιος κοίταξε τα μάτια μου,
και τι είδε.

Μου είπαν,
οι διαμάχες δημιουργούν εμπειρία.
Βαθμούς. Προνόμια.
Μια γεύση κυριαρχίας.
Άραγε, εξαντλείται;

Αυτό το βέλος,
είναι μέλος κυνηγετικού όπλου.
Ταμπέλα, με οδηγίες προς εξυπηρέτηση.
Σημάδι στο στατιστικό πίνακα, ανθρωπιάς,
Αναπνοών σε καθεστώς ύπαρξης.

Με ρωτούν ως στρατιώτη,
Γιατί πολεμώ.
Μήπως η καρδιά είναι κρύα
όπως το μέταλλο
που χειρίζομαι, λησμόνησαν τέλος, να πουν.
Επειδή, έτσι πρέπει¢
Ο πόλεμος
είναι ένα μανιασμένο σκυλί,
Δίχως εκπαίδευση.
Όρους τιμής, ή σκοπό.

Εγώ ήξερα,
πως όποιος λείπει καιρό
απ’ την Πατρίδα του,
Μεταναστεύει, δίχως άλλο.
Δεν περιμένει να δει κακό,

Δε βοηθά
στη δημιουργία
Στρατοπέδων συγκέντρωσης.
ενός ακόμη.
Όπως παλιά.

Που έμπαιναν άνθρωποι,
κι έβγαιναν μάζες δίχως ίχνος ταυτότητας.
Σα να μη ανατάραξε ποτέ,
το πόδι τους, το χώμα.
Σκύβω και το κοιτώ,

Η κάνη του όπλου μου
Σημαδεύει.
Με ρωτούν τι σχεδιάζουν
οι ανώτεροι μου.
Ποιο σημείο στο χάρτη,

Έμεινε το αποτύπωμα τους.
Κύκλοι ζωγραφιστοί
Και διάμετροι, βεληνεκούς πυραύλων.
Στόχοι σημαντικοί.
Όμορφοι στόχοι.

Σε ποιο σημείο της πόλης να σταθώ,
Πίσω από ποιο βουνό,
και που να σκάψω.
Με ρωτούν αν αγάπησα ποτέ.
Αν κοίταξα στον ορίζοντα.

Με ρωτούν τι βλέπω σ’ ένα γέρο.
Πόσες επαναστάσεις και ποιους θανάτους
Θυμάται ακόμη.
Αν έκλεισε στον τοίχο, τα ίχνη από τις σφαίρες.
Ευτυχώς έτυχε και δεν κάηκε το σπίτι του.

Αυτός ο δρόμος
Που βγάζει.
Και πως ξεράθηκε το μονοπάτι.
Ποιος έγειρε σ’ αυτόν εδώ τον άνθρωπο,
τώρα που ο καθένας δεν ξέρει να δει κανέναν άλλο.

Γιατί είμαι σίγουρος
πως τα κόκαλα, στα πόδια, στα καλάμια,
Πάντοτε θα με σηκώνουν. Θ’ αντέχουν.
Δεν θα σπάνε από υπερ-κόπο
Ή χτυπήματα βασανιστηρίων.

Κόπος να δέρνουμε
Κόπος ν’ αμυνόμαστε.
Με ρωτούν ως στρατιώτη
γιατί πολεμώ.
Επειδή έτσι πρέπει.

Περπάτησα ποτέ, ξυπόλητος.
Και τι μου έλειψε.
Γιατί, κι άλλος πόνος.
Απελπισία.
Έλλειψη σε τροφή. Και πόρους.

Τι πιο χειρότερο.
Να γεννιούνται αιτίες για πολέμους.
Επεκτατικά,
στα χνάρια των Ναζί και του Χίτλερ,
Στα πρώτα χρόνια του πάθους τους.

Δεν ξέρω
πως δίνει εντολές,
Τούτο το σώμα, να μεγαλώσει.
Να βγάλει δόντια, ν’ αγγίξει,
Να σταθεί.

Να εννοήσει ποιον εμπιστεύεται.
Μήπως τον διακρίνει,
και στο σκοτάδι.
Συνηθίζουν τα μάτια.
Τις εικόνες επίσης, στις ειδήσεις.

Δεν μπορώ να διακρίνω
πότε ο ήλιος με κοιτά.
Τη στιγμή που πιστεύω
πως δημιούργησα κι εγώ
Ένα φυσικό φαινόμενο:

Μια σφαίρα
που σχίζει χώρο και χρόνο.
Ένα σώμα
που δεν θα γεννήσει ποτέ
άλλο σώμα.

Περιμένουν οι γονείς,
πίσω στην Πατρίδα.
Όπως όταν ξεπορτίζεις στην εφηβεία.
Δεν ελέγχουν. Δεν διδάσκουν, πια.
Κατά που να κοιτάξω στον ορίζοντα¢

Λένε,
μόνο εσύ, καταλαβαίνεις το φύλο σου.
Και ποιος είναι πιο ευαίσθητος;
Οι γυναίκες ενόσω μαθαίνουν πως χωρίζουν.
Οι άντρες που ακούνε ακούνε από τ’ ανοιχτό παράθυρο

Τη μουσική τους.
-Το ίδιο και το ίδιο τραγούδι.
Ήχοι ειρηνικοί,
Σε καλούν ν’ ακολουθήσεις.
Εγρήγορση και επαφή.

Σύμπνοια. Παρηγοριά.
Έπειτα ξεχνάς,
και συνεχίζεις την εκστρατεία.
Εκδικείσαι την τύχη σου.
Σπέρνοντας όλεθρο. “Χολέρα”.

Όχι διαδρόμους ανθρώπινους.
Πέτρινους. Με άσφαλτο,
σα ποτάμι από πίσσα
κινούμενη λες,
στα σωθικά του πολιτισμού.

Στο φως του φεγγαριού,
όλα τα κτίσματα είναι ίδια.
Η αγάπη είναι ίδια.
Η καρδιά μαλακώνει.
Και, του στρατιώτη.

Πόσα παιδιά, μάνα,
Προλαβαίνεις να γεννήσεις;
Ποιοι γάμοι θα σιωπήσουν
Με ρωτούν ως στρατιώτη
αν τη σεβάστηκα. Μήπως και τους ανθρώπους¢

Τους εξοπλισμούς εγκρίνω.
Τη σπατάλη των συλλεκτών
συναθροίζω
Με την αμοιβή των αρχιτεκτόνων.
Ενέργειες άχρηστες.

Πόσο διεφθαρμένος
πρέπει να είμαι
Για να σκοτώνω επί πληρωμή,
Αμάχους, τέρατα νουθεσίας στο μυαλό μου,
Θύμα ρατσιστών, με πνεύμα καπηλίας.
Είναι χειρότερο το περιβάλλον
στο πεδίο της μάχης
Σε σχέση με τους κρύους διαδρόμους
των νοσοκομείων;
Που να καταλάβω. Ήμουν πάντα υγιής.

Με ρωτούν
Γιατί τόση κακία
Και πείσμα.
Φταίει, που απαγορευόταν να μ’ αγκαλιάσουν,
Μήπως και συμπονέσω!

Ο στρατιώτης δεν παίρνει τη γνώμη σου.
Δεν κρίνεται. Δεν υποκύπτει.
Δεν σε διόρισε δικηγόρο του.
Πολεμά.
Επειδή έτσι πρέπει.
Γεράσιμος Μηνάς 2004

Αφορισμοί

Ζω, μέρα με τη μέρα.
Εισχωρώ στο αυλάκι, δίσκου βινυλίου,
με γνωστό το τέλος του,
Μα με άγνωστη τη διαδρομή.

Μια φιγούρα,
που καλύπτεται,
από τη μεγαλοπρεπή θωριά
ενός φυλλοβόλου δέντρου.

Τόσο μικρός, για να αγκαλιάσεις,
κάτι που δεν σου ανήκει.
Που το άνοιγμα των χεριών,
δεν καλύπτει, καν, ούτε ένα σημαντικό ποσοστό.

Από τη βίβλο της μάθησης, της ζωής,
Πνευματικά χέρια
Σε ήρεμη στάση,
Ξεχνώντας την λάσπη
που πετούν, πολυκαιρισμένες έννοιες.

Άνθρωποι, βγαίνουν από τις πόρτες,
Αγκαλιάζουν ένα ωράριο
Και κείνο ανταποδίδει,
Με την αγαπημένη σου μνήμη, που αφήνεις,
Στα πρόσωπα, που δακρύζουν,
Μ’ έναν ήχο, της φύσης.

Είναι τόσος, ο θόρυβος, εκεί έξω.
Χειρότερος, εδώ μέσα,
Με ακλόνητο –σχεδόν- το μπετόν,
Απορώντας, πως στηρίζεται,
Μα ευτυχώς αποδεικνύεται
Το πολυτιμότερο καταφύγιο.

Τα πρόσωπα ξεχωρίζουν,
Το σχήμα απλοποιείται.
Μια φιγούρα στολισμένη με μια φωτεινότητα, απλή,
Σαν το τελευταίο, κόκκινο φως, στον ορίζοντα,
που εκτιμάς.

Υποχωρώντας η ένταση,
Ξεθυμαίνει η προσωπικότητα,
Ενός σάπιου μήλου
το οποίο επιστρέφει στη γη,
Παρέα με τον ήδη, εκτελεσμένο του, ρόλο.

Η ομιλία. Η επικοινωνία
που μαθαίνεται, μέσω του λεξικού,
Το οποίο βοηθά τη βίβλο της ζωής.
Ανοίγοντας την με φυσικότητα.
Σαν στομάχι
που απαιτεί έναν όγκο,
θρεπτικού αποτελέσματος.

Πότε θα ησυχάσουμε, αναρωτιέμαι.
Πιθανόν,
Όταν ένα άλλο ον,
Δείξει το πρόσωπο,
Ως πλήρες ένωση, εμπιστοσύνης.

Ένα πρόσωπο
Του οποίου το μάγουλο
Ακουμπά το γρασίδι,
το οποίο έχει λούσει η βροχή,
Έχει μεγαλώσει ο ήλιος.

Παρομοίως όπως αναπτύσσονται,
Τα νύχια, τα μαλλιά.
Αλλάζει το χρώμα. Το λείο. Το τραχύ.
Συμπυκνώνεται η μορφή
Κάποτε, θα συμβεί κι ετούτο.

Η εκτίμηση, εκεί που ανήκει.
Θα επιστρέψει;
Θα διηγηθείς γι’ αυτή την κατάληξη,
με το ακουστικό στη μια σου παλάμη
ή καλύπτοντας ένα λευκό χαρτί,
με δικά σου κομμάτια,
Ψυχής.

Σαν ήχος φωνής, σε άδεια δωμάτια
Στα οποία ο ήχος, αντανακλάται, ευκολότερα.
Παλεύοντας κι ο ίδιος
Ν’ απορροφηθεί, από κάτι.

Ένα ζεστό σώμα,
Με τόσες αλλαγές
Που έρχονται φυσικά,
Ως μεγέθη ρούχων,
Σ’ ένα αναπτυσσόμενο σώμα.

Δες τα μάτια του. Επικεντρώσου και στα δύο.
Είναι υγρά
Σαφώς επειδή η θερμότητα,
από κάπου,
Πρέπει να εξατμίσει τις ευαισθησίες της.

Έχει μιλήσει για τόσα.
Για άλλα, πρόσκαιρα, έχει εξαγριωθεί.
Μ’ εκείνη την εκτίμηση της στιγμής,
Να επιστρέφει,
Επουλώνοντας την φιγούρα,
Που υπερκαλύπτει το δέντρο.

Όταν γράφεις την νύχτα,
Είναι σα να κάνεις έρωτα.
Όμως την νύχτα,
Τίποτα πλέον, βλαβερό,
Δεν σε ξαφνιάζει.

Είναι αδύνατο, πλέον,
Να εισχωρήσει η σάρκα του ζώου
Που λειτουργεί, με το σκότος, τούτης της προβολής,
Στον καθαρό χώρο
Ενός ανθρώπου,
που βγαίνει από τις αμέλειες του.

Είναι αδύνατο,
Αυτός που μαζεύει τις μύγες, πάνω του,
Ν’ αναγνωριστεί, ως υπόσταση,
Από εκείνους
Που αγάπησαν, αληθινά, με συμπόνια,
Το όλο.

Μείνε στο χώρο σου
Και μη μολύνεις το στόμα
Αλλά και την καρδιά.
Εσένα σε πλησιάζουν,
ανθρώπινα μάτια

Έχουν τη δύναμη
Ενός δέντρου,
Που αντέχει τον ατίθασο αέρα.
Παρομοίως όπως αγαπιέται, ένα παιδί,
που τα μάτια του, δεν μπορούν να κοιτούν, κάτι,
Όμως η σκέψη του,
Είναι συγκεντρωμένη.

Επειδή ανήκεις σ’ ένα σύνολο κοινωνιών
Που ελάχιστοι, μεν, δείχνουν την υπομονή σου.
Η σκέψη, εδώ, είναι επικεντρωμένη,
στην εγκεφαλική διεργασία,
Που τα μάτια των υγιών,
Κατέχονται από μόνιμη δυσλειτουργία.

Δεν επικοινωνεί,
Εκείνο που βλέπεις,
Με την αληθινή του αξία.

Σαφώς επειδή, η αξία κατακτάται,
Απέχοντας από εκεί,
Που μαζεύονται οι μύγες.

Όλοι αυτοί, με ζουλιγμένο εγκέφαλο
Και αέρα κοπανιστό, εν μέρει,
Στο εσωτερικό του κρανίου.
Αέρας που δεν ανανεώνεται.
Μαύρος από την υγρασία
Ενός ακάθαρτου νου.

Μη μολύνεις το στόμα σου.
Απέφευγε αυτούς που σε θεωρούν, ακόμη,
Παιδί.

Έχουν μύγες, πάνω τους.
Λειτουργούν ως βδέλλα,
Ρουφώντας την δύναμη σου.
Την θέληση για ζωή. Δουλειά. Οικογένεια.

«Αλήθεια, γιατί αγαπάτε, τόσο, τη ζωή;
Αφού το 98% των ανθρώπων,
Θα πάμε στην κόλαση.
Άρα, γιατί εργαζόμαστε;
Γιατί προσπαθούμε;

Εγώ, θέλω να πάω, ξεκούραστος!
(όχι, δεν θέλω να καταδικαστώ!).
απλά δεν περιμένω τίποτα
κι από κανένα,
Ούτε από τον ίδιο μου τον εαυτό.

Ο οποίος, προτιμώ να κοροϊδεύω,
Την πίστη που έχετε στη ζωή.
Αυτή η φανφάρα, να δείξετε,
ότι μπορείτε.
Να γεννάτε ζωή. Να δημιουργείτε οικογένεια.
Να διαιωνίζετε την απάθεια σας.
Αφού ούτως ή άλλως, δεν αντέχετε,
Ούτε τον ίδιο σας τον εαυτό.

Πόσο δε,
αυτής της διάθεσης της προβολής,
Της πίστης σας στη ζωή.
Ότι και καλά: εγώ δουλεύω. Εγώ, εργάζομαι.
Εγώ διασκεδάζω. Έχω κάθε μέρα, στο τραπέζι,
Ψωμί. Τυρί. Ντομάτες. Κρέας.

Εγώ έχω τη δύναμη! Να είμαι κοινωνικός.
Να χαμογελώ –δηλαδή, με ειρωνεία-
Για όσα συμβαίνουν –δηλ. με αδιαφορία-
Με την πίστη μου στη ζωή, στο ζενίθ!
Ώ, εγώ, με το εγώ μου, στο ζενίθ,

Που αγαπάω… τους γονείς μου,
Κα τους σέβομαι..
Επειδή μου έγραψαν –φυσικά- ένα σπίτι.

Ώ, εγώ, που βγάζω τα χρήματα μου,
Με τον ιδρώτα.. του προσώπου μου.
Άλλο αν η αυτοπεποίθηση μου, προέρχεται,
Απ’ το ότι οι γονείς μου,
Με άφηναν ελεύθερο, σε ασυδωσίες.

Άλλα, από άλλους,
Που τους θεωρούν, ακόμη, παιδιά!
Και όχι, αυτό που εννοείς, μυγοπαγίδα,
Πως πρέπει να αποδείξω, ότι δεν είμαι,
Μικρός!

Εξακολουθώντας να με καταπιέζεις:
Ζήσε όπως θέλω! ΕΓΩ.
Ώ, εγώ: που βίαζα τη γυναίκα μου.
Που χτυπούσα το γιο. Τον μείωνα.
Ξευτέλιζα την αξία των άλλων.

Βλέπεις, ΕΓΩ, τελείωσα πανεπιστήμιο.
ΕΓΩ, είμαι Χριστιανός..
-να μην πω, τι Χριστιανός, του κ…υ,
είσαι –Μυγοπαγίδα!

Μου αρέσει να σε κοροϊδεύω.
Μια ζωή, τσιγκούνης, στα αισθήματα
και τα χρήματα.

Επιστρέφω στην εικόνα-φιγούρα,
Εμπρός στο φυλλοβόλο δέντρο,
Ανταγωνίζοντας τη μυρουδιά της φύσης.
Μέσα στα καθαρά μου ρούχα,
που μοσχοβολούν, σαπούνι,
Και υγεία, ηρεμίας,
Μακριά από τα θέλω των άλλων.
Της κοινωνίας. Του Κράτους.
Όσων μαζεύουν πάνω τους, μύγες.

Νομίζεις ότι θα με κάνεις, ότι θες.
Εσύ που βίαζες τη μάνα μου.
Ανθρωπάκι!
Θα δώσεις, ΕΣΥ, λύση,
στα προβλήματα μου.

Ποιος σου είπε,
ότι εγώ, θέλω να δώσω λύση
στα θέλω –και μόνο- των άλλων.
Αντιπαλεύοντας την σιχαμερή αλήθεια..
όσων είναι κολλημένοι
-με μύγες, στον ανεγκέφαλο τους.

Ω, αυτή η πίστη σας στη ζωή!
Ο καθένας σας, ένα σπυράκι στην πλάτη μου,
που ξύνω, όταν πλένομαι στην μπανιέρα.
Φορές, γεμίζει ολόκληρη μου την πλάτη,
Από την ισορροπία..
Που τολμάτε, να μου επιβάλλετε.

Ποιος είσαι εσύ,
Που θα μου το επιβάλλεις;
Ένα σπυράκι είσαι, με πύο,
όλο μικρόβια.

Μια βρώμικη τάφρο,
Με απίστευτα, σκληρή κρούστα, στην επιφάνεια,
Που ευτυχώς,
Η κλασσική μουσική,
Δεν διαπερνά.

Ποιος είσαι εσύ, που θα με κρίνεις,
Πως επειδή δεν έχω κάνει έρωτα,
Δεν έχω κρίση και εγκέφαλο,
για αποφάσεις,

Που φυσικά,
Δεν θα είναι τα θέλω των άλλων.
Ότι κι αν σημαίνει αυτό!

ΑΚΡΙΒΩΣ.
Ότι κι αν σημαίνει αυτό.
Εμένα,

Δεν θα με βάλετε στην υποχρέωση,
Να επισκέπτομαι, πεθερικά,
Να δέχομαι, πληγωμένους γονιούς,
Όποτε και όταν, εκείνοι, θέλουν.
Επειδή περί αυτού, πρόκειται.

Ποιος είσαι, εσύ,
Που επιθυμείς να με αλλάξεις;
Είναι ΑΔΥΝΑΤΟ.

Αφορίζω.

Αφορίζω,
τα μισά μου νεανικά χρόνια,
Που δεν προλαβαίνω να χαρώ,
Να ευτυχήσω.
Με μια σταθερή, από νωρίς, εργασία.
Όταν πρέπει,
Όχι να δοκιμαστώ,
Να μην βρίσκω δουλειά

Δηλαδή
Να χάνω πολύτιμο χρόνο!

Από ένσημα.
Από νειάτα. Σφριγηλότητα.
Ερωτική αποδοχή-ικανότητα.

Γελάς, ε;
Με το συν Αθηνά και χείρα, κίνει.
Προσπαθώντας για κάτι
που ποτέ, δεν έρχεται, στον απλό λαό,
όπως θέλει.

Με τα 77 λεπτά, αύξηση, τη μέρα.
Με εμφανές το χάσμα,
Ανάμεσα στα βαλάντια.
Μεταξύ αξιών, και μούχλας στον εγκέφαλο.

Αφορίζω ότι κάνετε, ότι σκέφτεστε.
Εσείς οι κοινωνικοί,
Που χαρήκατε τα νειάτα σας.
Με κουράζει, και μόνο,
Που τα γράφω,
Αυτά.

Αφορίζω.
Αφορίζω τη κόλαση.
Όσους θέλουν να με, φτιάξουν.

Αφορίζω κάθε καλοχαιρέτα, πολιτικό.
Κάθε εργοδότη. (όλους τους εργοδότες).
Αφορίζω τον χρόνο,
που δεν μου επέτρεψε να συναντήσω,
Πρόσωπο προς πρόσωπο,
Τα μέρη του τόπου μου.
Εκπροσώπους του ζωικού βασιλείου,

Αφορίζω την Αμερική, ως έθνος.
Με τα κρυφά τους προγράμματα
Και τα ψυχοτρονικά όπλα
(Εκεί που κάθεσαι,
καταλαβαίνεις,
Πως κάτι δέχεσαι από πάνω,
Ενόσω πέφτει στο σώμα σου,
Πιέζοντας σε. Βομβαρδίζοντας σε
Με ακτινοβολία –αγνώστου μορφής
Μα είστε τόσο βλάκες,
Που νομίζετε ότι δεν το κατάλαβα;
Ρε κορόιδα του κερατά –που υπηρετείτε-
Εμένα με προστατεύει ο Θεός, πλέον.)

Αφορίζω την Αμερική,
Και την καταφανή τους πρόθεση
Να καταστρέψουν,
Περιβάλλον και θεσμούς,
Εδώ και αιώνες,
Θεσπισμένους.

Αφορίζω την Αμερική,
Που απελευθέρωσε την Ευρώπη,
Υπογράφοντας, κρυφά, οι χώρες, στην περιοχή, εδώ,
Κρυφή συμφωνία,
Να υπηρετούν κατόπιν, τα συμφέροντα,
Της υποτιθέμενης υπερδύναμης, της Αμερικής
(Φονιάδες των λαών, είστε, πίθηκοι, στα δέντρα,
Με ψυχοτρονικά, όπλα).

Αφορίζω την Τουρκία
Και τους παρόντες Πασάδες, εδώ, στην Ελλάδα,
Που χαρίζουν κομμάτια του Ελληνικού, Αιγαίου,
Στην κακή φάρα, των Τούρκων.
Αφορίζω όποιον με απειλεί.
Οποιονδήποτε με παρακολουθεί.
Επειδή υποστηρίζω την δημοκρατία του λόγου.
(Μα είστε θρασύδειλοι, δεν το καταλάβατε, ακόμη;
Μυστικοί, με μαύρα κράνη, σε μοτοσυκλέτες.
Σε άσπρα βαν και τζίπ, με παράνομα, μαύρα, τζάμια.
Συνεχιστές του Τόμπρα και κάθε Προδότη,
Σε αυτή τη χώρα,
Που λέγεται Ελλάδα,
Μόνο στα λεξικά).

Αν ήμουν θεός, για μια μέρα:
Θα εξόντωνα κάθε ανώμαλο, εκεί έξω.
Όλους τους προδότες.
Όλη τους τη γνώση, για πόλεμο.

ΟΛΟΥΣ, όσους,
Με παρακολουθούν.
Την Πατρίδα μου
Και τις μυστικές πτήσεις των υπερδυναμικών, αεροσκαφών,
Του στρατού, του νέου άντρα.

Θα γράφω ότι θέλω. Θα σκέπτομαι, όπως θέλω.
Θα μετανιώνω, όταν θέλω.
Θα ομολογώ τα αμαρτήματα μου
Θα ομολογώ, Θεό: θα μου Αποκαλύπτει,
Ποιος και ποιοι, πολεμούν τις απλές ελευθερίες.

Θα σκέπτομαι κι όταν θα είμαι, ασφαλής.
Θα συλλογίζομαι, πως αισθάνομαι, τότε.
Πως αισθάνομαι, μ’ ένα γοητευτικό, γυναικείο, πρόσωπο,
Στο εύρος της αντίληψης μου
Που ετούτα τα μάτια μου,
απολαμβάνουν.

Κοιτώντας, το πρόσωπο της,
Που με.. κοιτά.
με μια αίσθηση,
Δικής της, ασφάλειας,
Που δεν πουλιέται, μήτε φυτρώνει
Έχοντας, εκείνη, παντρευτεί,
Δηλαδή,
Από τη μια μέρα, στην άλλη!!

Είναι κουραστική η εμμονή σας,
Να μου διδάξετε, το σεβασμό.

Λες και ο ίδιος,
Δεν θα το εννοήσω,
Κάποτε.

Στο ξανάπα.
Εγώ θ’ αποφασίσω,
Πότε θα έρθει, κάτι, στη ζωή μου.

Αλλά βλέπεις,
Σας χαλάω τα σχέδια.
Εσάς, των …δυνατών.
Πάνω στο βίο μου.

Εσείς, που δεν είδατε, ποτέ,
Να γελώ.
Δεν διαβάσατε το πρόσωπο μου.
Που αγαπά τα ήρεμα πρόσωπα, στην πόλη,
Μα κυρίως, στο χωριό
Που αγαπά τα σχήματα των λουλουδιών.

Τις ανθισμένες κερασιές. Λευκές
Και φωτισμένες,
Σαν γυναίκα,
Μέσα σε νυφικό.

Ένα πρόσωπο που αγαπά,
Να έχει υγιές πνεύμα – βλέμμα.
Που αγαπά να το συγχωρούν,
Μα φέρνει, μόνο,
Προσωρινή ηρεμία.

Ένα πρόσωπο
Που κρίνουν ως ντροπαλό
-υπερβολικά-
Εκείνοι οι γνώστες,
που τα έχουν, όλα,
Σταθερά, στη ζωή,
Από νωρίς:

Δουλειά. Σπίτι. Όνειρα.
Χαρακτήρα.
Προοπτικές.

Ξεχνώντας το ολοκαύτωμα
που πλησιάζει.
Στέλνοντας τα δύο τρίτα των ανθρώπων,
Στον αιώνιο θάνατο.

Επειδή ο θάνατος, χτυπά,
Και εκτός πολέμων –με σφαίρες.

Πόλεμος είναι η εσωτερική μάχη,
Να θες να αποδείξεις στον εαυτό σου, ως άντρας,
Ότι μπορείς να πάρεις επιβεβαίωση και ηδονή,
Από ένα μέλος του σώματος σου, χωμένο, σ’ ένα σημείο
Του γυναικείου σώματος,
Που τη μισή σου ζωή,
Μένει ατροφικό, μα ετοιμοπόλεμο.
Ο χρόνος που περνά και δεν έρχεται η ηδονή
Κι όλο μεγαλώνει η ανησυχία και εκείνο που εσείς οι γνώστες,
Ονομάζετε: θυμό
Επειδή η ψυχολογία, εξηγεί,
Τα πάντα.

Εκτός από αυτά που δεν αποκαλύπτουμε
Επειδή θίγουν την αξιοπρέπεια του ατόμου
Και το γενικότερο καλό.. της κοινωνίας
-αυτή η μιζέρια στα μαζικά μέσα, ενημέρωσης,
που αηδιάζεις,
Να πρέπει να πληρώσεις,
Για να σου δώσει δωρεάν.. η ΕΡΤ,
Ψηφιακό πρόγραμμα, χωρίς διαφημίσεις.
(Βρωμόξυλο που σας χρειάζεται).

Ο πόλεμος χτυπά, και εκτός εμπόλεμων ζωνών.
Με ψεκασμούς, από αέρος.
Ιδίως σε περιόδους όπου οι μεγάλοι, ετούτου
του αντίθεου Καθεστώτος,
Συμφωνούν με τους θύτες
Πως ναι, θα εξυπηρετήσουν τα σχέδια.
Είναι μέσα στην συμφωνία,
Μετά την απελευθέρωση της Ευρώπης,
Η οποία χρωστά και θα χρωστά,
Εις τους αιώνας τους αιώνων,
Την ανοικοδόμηση της.

Πόλεμος είναι,
Το σκανάρισμα, εσωτερικού, σπιτιού,
Με υπερακτινοβολίες.
Ώστε να δουν, ποιοι και πόσοι,
Κρύβονται.. –τρομάρα σας- εκεί μέσα.

Τόποι και χώροι, στη γη,
Δρώντας ως περιοχές, για ραδιενεργά κατάλοιπα,
Ώστε να εξαλειφτεί το Έθνος,
Αφού οι πολίτες του,
Έχουν το θράσος!
Να πιστεύουν σε Θεό
Ή στη δύναμη του πνεύματος τους
Ή στην συνέχιση της ιστορίας.

Ραδιενέργεια, παντού, μεταφερόμενη.
Στέλνοντας, γειτονικά,
Γάλα. Κρέας. Άλλα τρόφιμα.
Άραγε,

Εσύ ο δυνατός πολίτης, και σταθερός χαρακτήρας,
Που ξεχνάς
Όμως,
Τα διατροφικά σκάνδαλα
-Ξεχνάς το ξαφνικό ενός θανάτου-
Αισθάνεσαι ασφαλής;

Επειδή έχεις το δικαίωμα στον ήλιο,
Το φαγητό.
Στο σεξ.

Δικαίωμα να μου λες,
Τι δεν σου αρέσει,
Σ’ εμένα.

Ποιος είσαι εσύ,
Που με αφορίζεις;
Θα σε αφορίσω,
Κι εγώ.

Που αγαπώ το τοστ,
Που δεν τρώω, καθημερινά.
Δεν τρώω, γευστικό τυρί.
Ζεστό ψωμί.
Διαφορετικά πιάτα, με φαγητό.

Δεν έχω μια αγαπημένη γυναίκα
Να με αγκαλιάζει, όταν κοιμόμαστε.
Να της λέω, πως την αγαπώ.
Να της χαϊδεύω τα μαλλιά. Το πρόσωπο.
Με σεβασμό όμως.

Να ταξιδεύουμε μαζί. Να την κοιτώ στα μάτια.
Να με φιλά. Να κουρνιάζουμε.
Να φροντίσει ο ένας τον άλλο.
Να δίνει, ο ένας, στον άλλο.
Όχι,
Να κατευθύνει, ο ένας, τον άλλο.

Λες και ο άλλος, είναι παιδί,
Ή ανώριμος σε μερικά θέματα,
Τα οποία, εσύ,
Γιγαντώνεις, σαν πρησμένο προφυλακτικό,
Το οποίο πετάς,
ούτως ή άλλως.

Ποιος σε έχρισε, δάσκαλο.
Σου ‘δωσε το δίπλωμα, του δυνατού.
Που αντέχει,
Επειδή, πρέπει..
Να αντέχει.

Λες και η ελπίδα σου, θα χρωματιστεί, με πρακτικό πνεύμα.
Εσύ που λες, πως τα αντέχεις
Όλα.
Εκτός προφανώς,
Από τους αφορισμούς σου,
Εναντίον μου.

Πως εξαρτάται, κατά ¾ από μένα,
Αν θα συμβούν, πράγματα,
στον βίο μου.

Το παν, είναι,
να έχει την εξυπνάδα, ο άνθρωπος,
Ν’ αντιλαμβάνεται,
Πως δεν μπορεί να αλλάξει, κανένα.

Ούτε το ύφος του πλούσιου.
Τη σκέψη του βολεμένου.

Εκείνου που ξοδεύει, χρόνο,
Ρατσιστικά,
Εξαιτίας του χάσματος, εμπειριών,
Που τον χωρίζει,
Απ’ τα ίδια του,
Τ’ αδέλφια.

Πάλι θα σκεφτώ με ηρεμία
(Επειδή να αγαπάς, με συμπόνια,
Αληθινά, δηλαδή,
Είναι μεγάλη κουβέντα).

Θα ετοιμάσω μακαρόνια.
Θα τα φάω, δίχως τριμμένο τυρί,
Δίχως ψωμί.
Δίχως χυμό.
Δίχως παρέα στα ενδιαφέροντα μου.

Εγώ θυμώνω στο χαρτί,
Επειδή η φυλακή, δεν μου ταιριάζει.

Όμως ταιριάζει ο θάνατος,
σε όσους το αξίζουν,
Κι οι οποίοι,
Μου δημιουργούν εμμονές,
-Δικαιολογημένα.

Εγώ δεν είμαι δυνατός,
Να υποκρίνομαι
Πως όλα θα παν’ καλά.

Επειδή το καλά,
Σημαίνει χωρίς αγάπη.
Αληθινή.
Δακρύζοντας, κάθε στιγμή,
μέσα σου.

θα κλείσω ραντεβού,
Με την ονειρονεράιδα.
Με την μαγεία της Ελληνικής γλώσσας,
που χτίζει, νέες λέξεις.

Συνδυάζοντας, συλλαβές,
από άλλες έννοιες.

Σα ν’ απολαμβάνεις την οδήγηση,
Ως κάτι νέο για σένα,
Που παραχωρείς ο ίδιος,
Σ’ εσένα.
Ως δώρο αγάπης, αληθινής,
Με συμπόνια.

Μα μη χρησιμοποιείς την λέξη, αγάπη,
Μη τη βάζεις στο στόμα σου.
Είναι σπάνια,
όσο μια αξιόλογη ψυχή
Που θα συναινέσει να σε δεχτεί,
Ως ταίρι παντοτινό,
όσο ο αριθμός των αστεριών,
στον νυχτερινό ουρανό.

Που σπανίως, ρομαντικά μάτια,
Θωρούν.
Όντας μόνοι, ξεκομμένοι,
Απ’ το συναίσθημα συνοχής.

Να βαθουλώνεις στη λακκούβα,
Ν’ αναποδογυρίζεις
Και να γίνεσαι στέγη.
Σα φωλιά αυγού-χαρακτήρα,
Που μια πρώτη, μικρή, φωτιά, συναισθημάτων,
Αρκεί για να ζεστάνει, το καβούκι
Που ονομάζεται,
Καρδιά.

Μα φορές,
Έχει δυνατά την τηλεόραση
Ώστε ν’ ακούσεις,
Την κεντρική κραυγή.

Ενδιάμεσα από σκιές
που χτυπούν τους τοίχους,
Βαθουλώνοντας τους, κι εκείνους,
Με κίνδυνο, κατάρρευσης,
Της σπηλιάς.

Αυτού του λαγουμιού, καλύτερα,
Με τις σκόρπιες πέτρες στο εσωτερικό,
Και τις παγίδες, στην είσοδο,

Εμποδίζοντας να εισέλθουν οι μύγες,
Παρέα με τ’ αφεντικά τους.
Μια απότομη κίνηση
Και θα τιναχτούν στον αέρα.
Μαζί κι οι βρώμικες ψυχές τους.

Αφού αξίζουν, στις χώρες, που χρησιμοποιούν,
Ψυχοτρονικά όπλα,
Τα χειρότερα,
Απ’ ότι έχουν πάθει έως τώρα.
Ειδικότερα στους ανθρώπους
Που προκαλούν ψυχολογικό πόλεμο, στους άλλους.
Είτε στο ιντερνετ –πίσω από την ασφάλεια.. μιας εταιρείας.
Είτε ως μυστικοί πράκτορες, μιας κακιάς φάρας.

Ζω μέρα με τη μέρα.
Αφορίζω όποιον και ότι,
Μου πάει κόντρα.

Τον ρίχνω σε τάφρο, με καρφιά
στα πλαϊνά τοιχώματα,
Να ‘ναι αδύνατη η ανάβαση του.

Έπειτα, ανοίγω την κάνουλα.
Ψήνοντας τον,
Τα ίδια του τα απόβλητα.






Δεύτερη ημέρα, των αφορισμών

Αυτό,
Ως πρώτο μέτρο,
Έως εκείνη την υπέροχη μέρα της λάμψης,
Χιλιάδων βομβών, σε συγχρονισμό,
-βόμβες, ατομικές, πυρηνικές, υδρογόνου-
Ενόσω θα διαλύεται,
η υπέροχη κοινωνία σας.

Μέσα στην οποία,
Πνίγετε, κάθε αίσθηση, ελευθερίας.

Μα πλέον,
Θ’ απολαμβάνω, να διαλύονται, τα γραφεία και τα σπίτια,
των πλουσίων,
Με τις ιδιόκτητες πόρνες
Που τους φυλάνε,
Ή τους φιλάνε.

Θα ξέρω, πως έχουν καεί,
Έχει λιώσει το δέρμα κι η σάρκα τους,
Ακούγοντας, οι οικείοι… τους,
Το ουρλιαχτό, μόνο, της νεκροκεφαλής
Που θ’ αποκαλύπτεται.

Προσελκύοντας, σιχαμερά έντομα,
Εκεί, που πρίν,
Οι μύγες,
Έβρισκαν καταφύγιο.

Όλοι εσείς οι δυνατοί και περήφανοι,
Με τους παχυλούς μισθούς
Και το βαθύτερο ρατσισμό,
Ο οποίος σου παραχώρησε,
Γη και ύδωρ.
Ξεκινώντας από την οικογένεια.

Θα καίγεστε, ως τιμωρία,
Για το Ναγκασάκι και την Χιροσίμα,
Και για κάθε, ανώνυμο, Ναγκασάκι-Χιροσίμα,
Που προκαλέσατε, ως πείραμα.

Ανάμεσα στα υπόλοιπα σας κρυφά, πειράματα,
Όπως οι συνομιλίες σας,
Στις συχνότητες της τηλεόρασης.

Μήπως αισθανθείτε, μοναδικοί,
Που κρατάτε τον κόσμο, στη γροθιά σας.
Μα είστε ασήμαντοι μέσα στους εφιάλτες
που δημιουργείτε.

Μα να που η ανταπόδοση θα ‘ρθει.
Θα καείτε, εδώ, μα και αιωνίως,
Θα καίγεστε.
Και θα σας βλέπω, κι εγώ,
Και θα ξεχνάω ότι υπήρξατε άνθρωποι,
Επειδή δεν υπήρξατε και ποτέ.
Επειδή θα ‘ναι πολύ αργά,
Για να μονιάσει ο κόσμος.

Επειδή για εσάς, η ειρήνη σημαίνει
Κατανάλωση και παχυσαρκία.
Ακινησία και ξιπασμός.
Υποβιβασμός των ιδεών,
Οι οποίες δημιούργησαν, όμορφα Κράτη,
Με ξεχωριστές παραδόσεις, τέχνες,
Προσωπικότητες.

Σας φοβίζει η έννοια, προσωπικότητα.
Το ξέρω.
Επειδή προσελκύει και άλλα, πολύτιμα στελέχη,
Της αληθινής κοινωνίας
Η οποία αγαπά τη μετάδοση
Της δημιουργικότητας.

Αγαπά τον ήλιο. Τα πετούμενα του ουρανού.
Τις διαδοχές των εποχών.
Τις παραλιακές διαδρομές
Και τα σπίτια, στην άκρη των βράχων,

Απολαμβάνοντας τα χρώματα του ωκεανού,
Το ατίθασο κύμα,
Που ψάχνει, σε τρικυμία,
Τρόπο, Να χαϊδέψει τους ανθρώπους.

Μα πώς να αισθάνεται, κανείς, ασφαλής, σήμερα,
Ενόσω δεν σε αφήνουν να ζήσεις,
Εν μέσω, τόσον ανεξιχνίαστων δολοφονιών,
Απλών πολιτών,
με ήρεμο βλέμμα
και συμπάθεια για τον εαυτό
ή τη ζωή.

Τα τραγούδια αγάπης.
Ποτίζοντας τα φυτά στις γλάστρες,
Βεβαιώνοντας τη φύση, εκεί έξω,
Πως κάποιοι την νοιάζονται,
Μήπως κι εκείνη, γαληνέψει λιγάκι,
Έτσι ανήσυχη όπως είναι, πλέον.

Όπως η πρώτη φορά,
Για ένα ζευγάρι.
Η ανάγκη της γυναίκας
Να τιθασεύσει των ρώμη των μυών, ενός άντρα,
Ο οποίος χαίρεται την εύθραυστη ομορφιά
Του θηλυκού,
Την οποία δεν είναι δυνατό,
Να πλησιάσει.

Επειδή τα ανδρικά αγάλματα
στην αρχαιότητα,
Υμνούσαν μόνο, τις αθλητικές επιδόσεις,
Αφήνοντας τα γυναικεία, αγάλματα,
Παγερά και κρύα,
Παρόλ’ αυτά, λαμπερά και λεία,

όπως η επιθυμία, δύο παρθένων
άντρα και γυναίκας,
Που ο καθένας εξερευνά
Την ικανότητα, να αντέχεις
Την ολοκλήρωση.
Το τέρμα της διαδρομής.
Τον κόσμο των δύο.

Την χαρά
Ενός ικανοποιημένου προσώπου.

Ένα σώμα,
Που δεν σ’ αφήνουν, να χαρείς,
Τις ικανότητες του.
(Ευτυχώς που υπάρχει και το μεταμεσονύχτιο FASHION T.V.
και μου σηκώνεται.
Κι ύστερα, ρωτά, εκείνη η ανόητη, γιατί ο θυμός.
Όταν έχεις να πηδήξεις, 17 ολόκληρα, χρόνια).

Δεν σε αφήνουν, μονομερώς, οι δικοί σου,
Να αισθανθείς ολοκληρωμένος.
Ενωμένος.
Ικανός.

Σε αφήνουν –εν μέρει- να είσαι έξυπνος,
Σαφώς επειδή, τα χόμπυ σου,
Βοήθησαν στην θεμελίωση,
Τούτης της παραδοχής.

Δεν σου επιτρέπουν, όμως,
οι συμπτώσεις!
-σε ορισμένους-
ΌΧΙ μόνο, να κάνεις έρωτα, όταν το έχεις ανάγκη,
Ούτε και να συμβεί αυτό, στις εξόδους, κατά την θητεία,
Που υποτίθεται, γι’ αυτό το λόγο,
Δίδονται.

Να χαρείς τις ώρες και την νύχτα,
με έρωτα.
Τελείως αφημένος, ο άντρας, μες το γυναικείο σώμα.
Ενωμένος μαζί της,
Ως το άπειρο των αστεριών.

Το προϊόν της ένωσης
Που, μόνο, πωλείται,
Αναμεταξύ, του ζευγαριού.
Πολύτιμη. Μαγική, ικανή.

Ξεχνώντας τις μοναχικές ώρες,
Κοιτώντας έξω από το παράθυρο,
Με παρηγοριά μια αγαπημένη μουσική,
που τα μέσα της Άνοιξης,
Μαθαίνεις, να χαμηλώνεις, αρκετά, την ένταση,
Αντικαθιστώντας την με τους ήχους της φύσης,
έξω απ’ το παράθυρο. Ιδίως την νύχτα.
Που η κραυγή της φύσης, ακούγεται δυνατότερα.

Κοιτώντας πλέον, κάθε εμπειρία
Κάθε συνάντηση, κάθε φόντο
που διέφευγε μες τη σκέψη, σαν όνειρο,
Ως όνειρο και φυγή
Προς κάτι μοναδικό,
Σαν νότες αιώνιες
Σαν κυριαρχία.
Σαν υποταγή.


Ο χρόνος θα αφορίσει τις επιθυμίες σου.
Μαζί με όλους εκείνους,
Οι οποίοι σε πολεμούν,
επειδή αναζητάς την ήπειρο,
Της ολοκλήρωσης.

Της μέθης και της γλύκας της αξιοπρέπειας,
Μέσα από μια ολοκληρωμένη,
Ισορροπημένη, ζωή.

Περπατώντας στην αγορά,
Με το βλέμμα στραμμένο στις απαιτήσεις της αξιοπρέπειας,
Όπου οι αρσενικές κινήσεις, είναι αντρικές.
Οι γυναικείες στολίζονται με τη χάρη
Ενός αιώνιου, γυαλιστερού,
Θηλυκού αγάλματος.

Να έχεις ότι έχεις,
Την ώρα που το θέλεις,
Όχι την περίοδο που οι άλλοι,
Σου το επιβάλλουν –επειδή, δεν τους σηκώνεται, πλέον.

Επειδή, ορισμένοι, εκεί έξω,
Δεν επιλέγουν την τίμια αγορά,
Του δικού τους, ζεστού, ψωμιού
Ή άλλου, γλυκίσματος.

Σπάνε τα τζάμια στα αμάξια
-ακόμα και περιμένοντας ο άλλος, στο φανάρι.
Αρπάζοντας τσάντες, ή ότι άλλο,
Προφτάσουν.

Σπάνε τζαμαρίες.
Τραυματίζουν ανθρώπους.
Επιδίδονται σε πολέμους φυλών.
Εξοντώνουν όποιον, τους σταθεί εμπόδιο.

Γι’ αυτούς, η νύχτα,
Δεν έχει όμορφους θορύβους.
Δεν χαίρονται την δροσιά,
Φθάνοντας στην πόρτα του καλοκαιριού.

Γι’ αυτούς,
Οι εικόνες είναι θολωμένες,
Από τις ουσίες στις φλέβες
Από την αρρώστια στην κρίση
Τις επιλογές.

Αποχαρακτηρίζοντας την κακή διάθεση
Ως τη δικαιολογία
Σε κάθε τους αποστροφή
Στο γνήσιο. Το διαχρονικό.
Το δικό σου ψωμί.
Τα δικά σου υλικά αγαθά,
Τα οποία, όχι, δεν είναι είδωλα,
Έχουν απομυθοποιηθεί.

Κυκλοφορώντας στην πόλη,
Μες την λάμψη όλων των νέων προσώπων.
Οι άψογες γραμμές
ενός γυναικείου, νέου, ενήλικου, προσώπου,
Ως και κορμιού,
Του οποίου, θαρρείς,
Δεν θα ξεφτίσει, ποτέ..
Δεν θα χαθεί ο χρόνος
Κι οι ικανότητες των νέων ανθρώπων

Οι οποίοι οφείλουν σεβασμό, στους γονείς
Και σε όλα τα μεταναστευτικά μυστήρια των ειδών, στη φύση
Που σε γεμίζουν απίστευτο θαυμασμό,

Βλέποντας τον εαυτό σου, ως κάτι πολύ μικρό
Σε στενά πλαίσια,
Οργανωμένο,
Ως ζωή.
Μα οι γονείς, οφείλουν, ελευθερία,
Και πρόγραμμα ολοκλήρωσης,
Στα ενήλικα, παιδιά τους.

Ώστε να έχουν υγιή γνώση
Του τι πράττουν.
Αποκλείοντας απ’ την είσοδο, του δωματίου,
Που μαζεύει, μύγες,
Και ποτέ, δεν καθαρίζεται.

Όπως το περιβάλλον των κακοποιών.
Των παιδόφιλων. Ανώμαλων. Βιαστών.
Ληστών. Καταχραστών. Χαφιέδων.
Καταπιεστές. Προδότες.

Μακάρι να ‘χα τη δύναμη
Να έφερνα δικαιοσύνη, κατευθείαν, στον καθένα τους.
Να ξεβρωμίσει η πόλη.
Να βρει αναπαμό, η ανησυχία, του πατέρα.
Να πάψουμε να φοβόμαστε, τα αποβράσματα.
Να κυκλοφορούμε ελεύθεροι.

Σε καθαρή ατμόσφαιρα.
Δίχως ψεκασμούς. Ρύπους διάφορους.
Αγριοφωνάρες και βλέμματα,
Απειλητικά.
Επικριτικά.
Μόνιμα, ειρωνικά.

Μακάρι, όλους εσάς, που μ’ ειρωνευτήκατε,
Από το λύκειο, ακόμα,
Να ‘χα τη δύναμη να σας μάζευα, όλους,
Στο τεραίν ενός ποδοσφαιρικού γηπέδου,
Καρφώνοντας στο λαιμό σας, ένα καρφί,
Ως τα έγκατα της γης.

Δεν σας συγχωρώ.
Κανέναν σας δεν συγχωρώ.
Για όσα σκεφτήκατε για μένα. Για το πέρας των ημερών
Που δεν έφταιγα εγώ. Για όποια λάθη μου.
Για το παρθένο της ηλικίας μου,
Που είναι, δικά μου! Παιδιά,
Και που κανένα χέρι,
Δεν θ’ ασελγήσει, επάνω τους.

Μεγαλώνοντας τα, πρόωρα.
Χτυπώντας τα.
Α, για να ξέρεις,
Μπορώ να σε κατηγορήσω για πολλά,
Προκειμένου να σ’ εκδικηθώ,
Για τη διάκριση κατά πάντα,
Μεταξύ των παιδιών σου.

Να ήταν όλα, ένα, θέατρο
Με αθέατο σκηνοθέτη:
Πιστός και πρακτικός.
Ανοιχτόμυαλος, καθοδηγητής.
Χαλαρός ή πιεστικός,
Σύμφωνα με τις ειδικές ανάγκες, επιθυμίες.

Φέρνοντας το θεσμό του δικαστηρίου
Στη σκηνή.
Ξεχνώντας και παραλιακές διαδρομές.
Και παραλίες
Και παραλιακά λούνα πάρκ,
Με χαρούμενες οικογένειες
Και χαλαρωμένα χαμόγελα

ΝΑ ΑΝΕΒΕΙ Ο ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΜΕΝΟΣ




ΤΡΙΤΗ ημέρα των αφορισμών.

Πόσο χαίρομαι που είμαι άντρας,
Και χαίρομαι τον παράδεισο μιας όμορφης
Γυναικείας, παρουσίας.
Που μπορώ, και φλερτάρω.

Εξάλλου,
Μια ικανοποιημένη γυναίκα
-από τα χτες-
Φαίνεται, κατευθείαν.
Το μαρτυρά το βλέμμα,
και η χαλαρή διάθεση της.

Thank God!
Δεν είχα, ποτέ,
Πρόβλημα,
Με το να μου σηκώνεται
-Πάντοτε ετοιμοπόλεμος.

Να δημιουργώ,
Πονοκεφάλους’

Ν’ απολαμβάνω το δικαίωμα στα πάθη μου,
Τα οποία είναι η ταυτότητα μου

Η οποία γράφει:
Δεν τον άφησαν να ζήσει.
Οι άνθρωποι.
Ο Θεός.
Απειλώντας τον με αφανισμό.
Απειλώντας τον με κόλαση.

Το δικαίωμα μου να έχω, δικά μου χρήματα
-αφού εσείς οι δυνατοί,
τα εφεύρατε.

ΝΑ ΕΓΕΡΘΕΙ Ο ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΜΕΝΟΣ
Που δεν συμφωνεί,
με κανέναν από εμάς,
τους ανθρώπους.

Που του δώσαμε το ρεύμα,
Το πόσιμο νερό, με σωλήνες,
Ως εκεί που βρίσκεται κλεισμένος.

Εμάς, που του δώσαμε τη μουσική μας.
Τα πράγματα που αγαπά.
Την εικόνα της γυναίκας
Που περιμένει να αγαπήσει’

Επειδή υπάρχουν και άντρες
Που δεν σκέφτονται τη γυναίκα,
Μόνο ως φυσικό προφυλαχτικό.

Η ταυτότητα μου γράφει: δεν έζησα.
Είχα βέβαία, γνωρίσει, γυναίκες,
Που τις θυμάμαι, από πάντοτε, πνευματικά,
Όμως,
Δεν ξέφυγα, εγώ.
Δεν έζησα μακριά, με το κίνητρο της φοιτητικής επήρειας,
Στον άνθρωπο,
Και πως αυτό, του μαθαίνει, να ζει από νωρίς, μόνος του.
Ούτε φοιτητικά χρόνια, λοιπόν.

Μακριά από το δικό μου Γκουαντάναμο,
Ώστε να μπορώ να κάνω ότι θέλω…

Δεν εξερεύνησα, διαφορετικές περιφέρειες
και σχήματα στήθους, στις παλάμες μου
Μήπως και πάψω, μετά…
Να βλέπω τις γυναίκες,
Ως κομμένο –χωρίς κεφάλι-
Κρέας.

Με γδαρμένη την αντίληψη.
Την επιλογή.

Άργησα να δω,
όχι να δω,
ότι δεν έζησα
Να καταλάβω τι είναι η ζωή,

Οπότε άργησα
Να τη δημιουργήσω.
Πέρασε σχεδόν, η τρίτη ημέρα, πρακτικά,
Πλέον,
της δημιουργίας της

Ξεκινώντας, αργά,
Η Δημιουργία,

των αφορισμών.

Σαν νοήμων ον,
Που γνωρίζω,
Πώς να τρομάζω,
Εκείνον που απιστεί,
Εναντίον των ευαισθησιών μου,

Και της ικανότητας,
Να λάβει,
ότι του προσφέρω,
Επειδή η μόνη μου πρακτική,
Είναι το έλεος, μέσω της απειλής

Ώστε να είμαι δικαιολογημένος,
όταν ανοίξω το φρεάτιο,
που καταλήγει στην τάφρο,
με την σαπίλα.
Εκεί που ποτέ,
Δεν θα καθαριστεί,
Το μέρος
που μαζεύει,
Μύγες.

Πες μας, κατηγορούμενε:
Τι σημαίνει για σένα,
Αξιοπρέπεια;

Να γίνω το ρεύμα του κόσμου.
Το φανάρι των ιστοριών του,
Καταγραμμένες οι ιστορίες, στο χαρτί,

Στο στασίδι του θεάτρου,
Μόνοι τους, ηθοποιοί,
Του βλέμματος τους,

Κοιτώντας το σκοτάδι εκεί έξω,
Με μια αίσθηση φόβου,
Μήπως οι μεταφερόμενες ευκολίες
Μέσω της πράσινης ζώνης,
Κοπούν,

Εισχωρώντας το σκοτάδι,
Με το κρύο του.
Βαθουλώνοντας την καρδιά,
Πιέζοντας την
Μες το σώμα.
Με εκείνους τους πόνους
Τους ψυχοσωματικούς,
που την ταλαιπωρούν.

Μ’ εκείνη την ανησυχία,
Ότι το νερό δεν σταματά στο αυλάκι.


Μ’ εκείνη την ανησυχία,
Να πρέπει να σ’ αγαπήσει,
Το άλλο φύλο.

Η απογοήτευση, επιστρέφει’
Η ζωή του καθενός,
είναι η σκυτάλη
στη συνταξιοδότηση του άλλου,

Αρπάζοντας τη θέση
Του δικαιώματος
Στο όνειρο της υπόλοιπης ζωής

Ένας βίος με σταθερή
Και όχι κλονισμένη,
συθέμελα,
Κατοικία.

Με λουλούδια στο στενό κήπο
Στην πίσω αυλή
Με την κούνια, για τα παιδιά,
Τα οποία πιστεύουν ακόμη
Στον Άγιο Βασίλη του δικαιώματος
στην υπόλοιπη ζωή.

ΤΙ ΣΗΜΑΙΝΕΙ ΓΙΑ ΣΕΝΑ,
ΑΞΙΟΠΡΕΠΕΙΑ;

Να μ’ ακούτε,
Να υπάρχει φυσικότητα.
Να είναι όλα καθαρά

Γι’ αυτό,
(Η αίθουσα, τραβάει τους παλμούς
Της ταλαιπωρημένης καρδιάς,
Εκτονώνοντας την γενικότερη καταπίεση
των δυνατών, πάνω της.

Η ΑΙΘΟΥΣΑ,
ΣΥΓΚΛΟΝΙΖΕΤΑΙ.

Η αίθουσα,
πονά.
ΠΟΝΑ

Πονά).

ΚΗΡΥΣΣΩ,
στρατιωτικό νόμο,
στον κόσμο,
Σε όλη τη γη.

ΕΓΩ,
είμαι ο δυνατός.
Εγώ, τώρα,
ΚΑΤΑΠΙΕΖΩ.

Όποιος δεν με υπακούσει,
θα υποστεί τις συνέπειες!!

Θα καρπωθεί την οργή μου,
Η οποία δεν θα είναι καλή,
Πίστεψε το!

Εσύ, με τα πτυχία,
που μαζεύεις μύγες,
πάνω σου.





Τέταρτη ημέρα,
ΤΩΝ ΑΦΟΡΙΣΜΩΝ

Εγώ έχω μαζί μου τη φύση,
Και κανείς, δεν τα βάζει,
Με τη ΦΥΣΗ.

Έχω μαζί μου τα σύνεργα του νέου στρατού,
Του αρχηγού,
των ανθρώπων.
Του νέου αργηγού,
των ανθρώπων

που πλέον, όμως,
Δεν περιμένει τον δικό του ναό,
Του Σολομώντα,
Μέσα στον οποίο,
Θα δοξαστεί….

Έχει δικά του ιπτάμενα ούφο,
Που είναι σκούρο καφέ, από κάτω,
Και μαύρο από πάνω, για να μην φαίνονται, εννοείται,
Από το διάστημα
Ή από τα πολιτικά αεροσκάφη, την νύχτα.

Είναι δε, τόσο χαζοί,
Αυτοί οι Αμερικανοί,

Που πιστεύουν ότι ανθρώπου μάτι,
Δεν τα ‘χει συναντήσει,
Έστω και φευγαλέα.
Με τα τεχνολογικά τους επιτεύγματα,
Τενεκέδες του κερατά.


Αυτές είναι οι εντολές μου,
Τις οποίες θα υπηρετούν
Και επιτηρούν:
Τα μηχανικά μου έντομα
Αράχνες
Και μικροσκοπικά ζώα,
Με πυρηνική μπαταρία. Μικροκάμερα,
Και απίστευτο I.Q.

Με σκοπό,
Να εκτοξεύει, αναισθητικά
ή θανατηφόρα, βέλη,

Έχοντας εξίσου,
Την ικανότητα να διαβάζει η μικροκάμερα,
Την αύρα των ανθρώπων.
Ποιοι είναι ευαίσθητοι,
Και ποιοι, άχρηστοι
Και αμετανόητοι.

Όποτε,
Όποιος, ειρωνεύεται
Ή πειράζει τους ευαίσθητους,
Θα δέχεται, αναισθητικό βέλος.

Αν τρίτη, φορά, δεν συμμορφώνεται,
Θα συλλαμβάνεται
και θα οδηγείται στην έρημο,
όπου θα πρέπει να μετακινεί την άμμο,
Απομακρύνοντας την
Από τα εύφορα εδάφη.

Δεύτερο μέτρο:
Όλοι όσοι γνωρίζουν, πως φτιάχνεται, κάθε είδους, όπλο,
Θα στέλνονται σε μια περιφραγμένη, ραδιενεργή έρημο,
όπου όμως,
Θα τους αποστέλλεται,
Υπόγεια, σε αγωγό,
Φαγητό
Και τα πρώτα είδη,
Προς κατοίκηση του χώρου.

Τρίτο μέτρο:
Όποιος μιλά ή γράφει,
Κατά της Πατρίδας του,
Θα εκτελείται δημόσια, ως Προδότης.
ΟΛΟΙ οι προδότες, ήδη, πολιτικοί,
Βρίσκονται στην κορυφή μιας τσουλήθρας,
Η οποία οδηγεί,
Στο βάθος ενός ενεργού ηφαιστείου.

Τέταρτο μέτρο:
Θα δημιουργούνται άνθρωποι,
Στον σωλήνα –και τα δύο φύλα-
Με σκοπό να ξεπαρθενεύουν το παιδί σας,
όταν εκείνο δεν θα αντέχει,
ΆΛΛΟ.
(χωρίς προφυλαχτικό).

Μετά την επιτέλεση της υπηρεσίας,
Κάθε φύλο, δημιουργημένο σε σωλήνα,
-χωρίς πραγματική νόηση,
από την καθημερινή ύπνωση-
Θα στέλνεται να φρουρεί τα σύνορα,
Της ραδιενεργής, περιφραγμένης, ερήμου,
Με τα μεγάλα μυαλά!
Της ανθρωπότητας.

Πέμπτο μέτρο:
Κατάργηση των θρησκειών,
Της υποχρεωτικής εργασίας.

Βασικός μισθός, 2000 Ευρώ.
Όλοι, θα πληρώνονται,
Με 2000 Ευρώ.
(από τα μωρά, έως τους μακρά, ηλικιωμένους).

Όλα τα υλικά αγαθά,
σε όλους,
αν δεν.. θες,
Να εργάζεσαι.

Ύστερα είδα,
Πως έπεσε ο ήλιος,
Και είπα να ξεκουραστώ,
Για ΣΗΜΕΡΑ.



Πέμπτη ημέρα
Της Δημιουργίας των αφορισμών

Ξύπνησα
Απόλυτα ήρεμος
Με την τάξη που είχα επιβάλλει.
Πλέον,
Κανείς δεν θα πληγωνόταν.

Αισθάνθηκα
Τόσο ελεύθερος.

Πάτησα το κουμπί,
Της 52 ιντσών,
HDTV, τηλεόρασης μου,
-Χαρισμένη σε όλους, από την
Κυβέρνηση των ΑΝΘΡΩΠΩΝ.

Τα κανάλια ήταν άπειρα.
Με απευθείας υποτιτλισμό.

Κανάλια,
Με απευθείας εικόνα,
Από τις κάμερες των εντόμων μου.
Με ευαίσθητες ιστορίες,
που εξυμνούν την αγάπη
(Δίχως τη συμπόνια;).

Διαφημίσεις, ΤΕΛΟΣ.
Περηφάνια,
ΤΕΛΟΣ.
Ξεβρακώματα,
ΤΕΛΟΣ.

Κανάλια για τη φύση,
Για τους εν ζωή, συγγραφείς
Και ποιοτικούς καλλιτέχνες.
Εκπομπές διαλέξεις,
για την άλλη ζωή,
Χωρίς καταπιεστικές προσμείξεις.

Συζητήσεις μοναχικών ανθρώπων,
εμπρός στη κάμερα.
Κοιτώντας τον φακό,
Που όμως, δεν μπορεί,
Να ψηλαφίσει,
ως αντίθετο φύλο,
την ευφυΐα του.

Ο ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΜΕΝΟΣ,
Είναι ευφυής;
(Εκείνη η φωνή μες το μυαλό,
που κοιτά,
Πως θα ρίξει,
Την κυβέρνηση μου).

Σα να μια, βράδυ,
Μες σε μια βιβλιοθήκη,
Γεμάτη από κόσμο,

Με διακριτικά λαμπατέρ,
στους διαδρόμους
Με το κρύο πάτωμα,

που ενώ δεν αερίζεται,
σκονίζει.

«Εγώ,
το μόνο που ήθελα,
ήταν να φέρεις τη μουσική,
Εδώ μέσα.

Να καθίσουμε μαζί
Να ηρεμήσουμε ,
Μαζί.

Να δω τα μάτια σου,
που οι άλλοι, απομυθοποιούν.
Τα όμορφα μαλλιά σου,
που οι άλλοι,
Απομυθοποιούν.
Όλη τη χαριτωμένη, ύπαρξη σου,
που προσδοκά και συναντά το όνειρο,
που ορίζει τις δύο υπάρξεις μας.
Μ’ εσένα να κοιτάς το αρσενικό, απέναντι σου,
Με μια περιέργεια, πως εκείνο, σκέφτεται
Πως σε βλέπει, όταν το βλέμμα
Είναι σ’ εσένα,
Φυσικά.
Οι δύο υπάρξεις μας,
Ως οι μοναδικές, στο σπίτι.

Να με βλέπεις όπως είμαι τώρα.
Να σ’ αγκαλιάζω
Και να σε λέω: αγάπη μου.

Να είσαι η αγάπη μου,
Και να κλαίω,
που είσαι η αγάπη μου.

Να σ’ αγκαλιάζω
και να σε παρηγορώ.
Να σ’ αγαπώ,
και να κλείνεις τα μάτια.

Να με βλέπεις να ουρλιάζω,
Ν’ απολαμβάνω την κυβέρνηση
των ανθρώπων
Η οποία έχει ξεχαστεί,
Μες το μυαλό μου.

Να είναι το πρόσωπο σου,
το φως,
Η τροφή,
που σε δημιουργεί, πάντοτε,
νέο.

Μα εγώ το μόνο που ήθελα,
Ήταν,
εσύ».

Το μαγικό ραβδί, των λέξεων.
Το μαγικό ραβδί,
των ειδώλων,
που αποκαλούμε,
αγάπη.

Εκεί
που ο εγκέφαλος, αδυνατεί,
να επεξεργαστεί.

ΕΙΣΑΙ ΕΥΦΥΗΣ;

Εσύ που λύνεις,
Μαθηματικά ή λογιστικά, προβλήματα.
Ή αναλύεις στατιστικές
Ή πολεμικούς χάρτες,

Είδες ποτέ, στη στροφή,
Την αγάπη;

Την ικανότητα των λύσεων,
Περπατώντας μες το σκοτάδι σου.
Προσπερνώντας τα φώτα, στα παράθυρα,
όπου σε συγκεκριμένα,
Διακρίνονται ανθρώπινες φιγούρες,
με το μισό τους σώμα,
έξω απ’ το παράθυρο.

Με την αγάπη του δικαιώματος
Να μπορείς να το κάνεις αυτό.

Μια κοπέλα, σου κουνά το χέρι.
Την κοιτάς,
Όταν δεν χάνεις τον δρόμο.

Τι θα της πεις,
Για να χαμογελάσει;

Ν’ αποδεχτείτε ο ένας, το άλλο μέλος
Της συζήτησης
Των παρουσιαστικών.

Τι αναπολείς;

Ένα παλιό φλέρτ
Η ιδέα ενός φιλιού.
Το τώρα και το θάρρος να λες, ότι είσαι ικανός
Για την πράξη της ζωής.

Το μαγικό ραβδί των υλικών αγαθών,
που δυστυχώς, μόνο έτσι,
Σε οδηγούν,
Στην αποδοχή της φροντίδας του άλλου.

Εκείνης της κλειστής, φροντίδας, επίσης,
Πως είναι Κυριακή,
Και εφόσον, κάποιοι,
Είναι εργαζόμενοι,
Έχουν δικαίωμα να ξεκουραστούν,
Χωρίς να τους ενοχλεί κανένας.

Το μαγικό ραβδί της αφύπνισης
Ως η τελειότητα της παρουσίας της φύσης
Στην αγάπη, που ΝΑΙ,
Μπορείς να έχεις.

Ως ένα κόσμο
που κοιτάς,
έξω απ’ τα κάγκελα.

Επιστρέφοντας,
Στην



ΕΚΤΗ ΗΜΕΡΑ

Ένας ένας σας,

Θα απολογηθεί, ενώπιον μου,
για τούτη την κατάσταση.

Πρώτα πρώτα,
Ο κόσμος του φιλιού στο στόμα
Τα μαλακά χείλη
που πλάθουν νέα σχήματα.

Η περηφάνια του ευφυή
που εξηγεί, μόνο,
Τον κόσμο,
Φορώντας γάντια.

Επειδή οι άνθρωποι, συνήθως,
Δεν είναι ότι δείχνουν
Ή ότι πιστεύουν, πως ακούγεται.

Κατοικώντας εδώ,
Σ’ αυτό τον πλανήτη,
Μ’ ένα αχνό λαμπατέρ,
Να φωτίζει το λαιμό, το μπούστο,
Και το πρόσωπο,
της αγάπης μου.

Η οποία με ακολουθεί στις βόλτες,
Που θαρραλέα, ως δικαίωμα, πράττω.
Στους περιπάτους.
Στον έρωτα
Που δεν δημιουργεί απογοήτευση, μετά.
Με τρισδιάστατους τίτλους
Και προβλέψιμο τέλος.

Ξεχνώντας τις ανακρίσεις σας.
Ηρεμώντας.
Απολαμβάνοντας την Κυριακή,
Όπως και να ‘ρθει.


Γεράσιμος Μηνάς 2006

Ανυπόταχτος

Θεωρώ προτέρημα να είμαι σκληρός,
Προκειμένου να έχω τους άλλους στο χέρι.
Προκειμένου να επικρατεί ισότητα,
Ανάμεσα
Σε διαφορετικά κοινωνικά στρώματα.
Πλούσιος έστω και για μια ημέρα’

Ενόσω οι υπόλοιποι καταλήγουν
στο ζεστό τους κρεβάτι, τη νύχτα,
Περίεργες κουρασμένες φιγούρες,
Σηκώνονται για δουλειά.
Περιφέρονται, πουλώντας, ίσως, τον εαυτό τους,
Σίγουρα όχι με ηρεμία.

Και μια ημέρα νέα, ζυγώνει ξανά.
Έστω κι αν τον χειμώνα, σκοτεινιάζει νωρίς,
-Δεκέμβρης με είκοσι βαθμούς θερμοκρασία.
Αναπολώ το κρύο,
Χαίρομαι όμως εξίσου.
Εκεί που κατέληξε το πετρέλαιο θέρμανσης.

Τα μάτια σου με θωρούν,
Ξορκίζοντας τις λιγοστές ακτίνες
Από δωμάτιο σε δωμάτιο.
Χαρούμενος με την παρουσία της φύσης
και τα μικρά προβλήματα οικονομικής φύσεως
που δεν επιτρέπουν στα νέα ζευγάρια να παντρευτούν.

Παρόλα αυτά, συνυπάρχεις.
Με την αστυνομία ν’ απουσιάζει στις δυσκολίες μας.
-Μαμά, γιατί τα περιπολικά παρανομούν
Χωρίς λόγο, στο κόκκινο των φαναριών;
Τι εμπιστοσύνη να τους δείξεις,
Και γιατί ο ίδιος να μην αδιαφορώ για καθετί.

Σε περίπτωση οποιουδήποτε πολέμου
Όχι απαραίτητα ΕλληνοΤουρκικού,
Προσωπικά, θα απέχω.
Εξάλλου, δεν χειρίζομαι όπλο, λόγω μυωπίας,
κι η θητεία μου ολοκληρώθηκε, πολύ απλά.
Παρόλα αυτά, θα απέχω.

Τουλάχιστον εγώ,
Δεν παρέμεινα στο εξωτερικό, μετά τις σπουδές,
Προκειμένου ν’ αποφύγω το στρατιωτικό,
Ή, στην χειρότερη περίπτωση,
Με την δικαιολογία, ότι είμαι ποδοσφαιριστής,
Να πετυχαίνω να δηλώνω μόνο παρουσία, μία ημέρα, ανά εβδομάδα.

Εγώ τουλάχιστον
Δεν απέφυγα παρανόμως, το στρατιωτικό,
Λόγω Πατριωτικών ιδεών! Οι οποίες μου επέτρεπαν!
Να εκτελώ θανάσιμα, άλλους ανθρώπους,
Επειδή, αδικούν ορισμένους.
Τους εργαζόμενους, τη φυλή μας. Το Έθνος!

Οι μέρες προσπερνούν. Κόσμος πεθαίνει.
Προσωπικότητες, για σένα, προς εσένα,
Σκληρές.
Ανόμοιες. Προς εσένα;
Κουρασμένα μάτια. Τα δόντια πονούν ξανά.
Γείρε, έστω και για λίγο’

Δεν ξέρω, μα, μόνο τραγωδίες θυμάμαι,
Όσον αφορά τις ένοπλες μας δυνάμεις:
Ραντάρ, όχι σε καθεστώς λειτουργίας –σε αποθήκες θαμμένο.
Αεροσκάφη που δημιουργούν νέους κρατήρες στο έδαφος,
“Ανεβάζουν την στάθμη”, στους ωκεανούς’
βαθμοφόροι, υπό την ηγεσία προδοτών πολιτικών.

Αν είχαμε, εμπόλεμες στρατιές.
Αν δούλευαν τα Ελληνικά εργοστάσια.
Αν δίναμε μεγαλύτερη σημασία στις προκλήσεις’
Ανυπόταχτος είναι, όποιος δεν υπηρετεί το Έθνος
-λες, εσύ επιθυμείς ν’ απέχεις. Φυσικά. Δεν είναι δικός μου πόλεμος
Η δική σας τρέλα. Η εγκεφαλική ανωμαλία.
Λες, θα με καλέσει κι εμένα. Πότε;
Αφού τα σύνορα είναι ανοιχτά’
Ανυπόταχτοι κι οι νόμοι
Όταν αναθεωρούνται, εναντίον στις παραδόσεις μας.

Γεράσιμος Μηνάς 2005